( Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη )
Στα πλαίσια της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για το νερό εδραιώθηκε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα της νεότερης πολιτικής συμμαχία μεταξύ θεσμικής αρχής, συσσωματώσεων πολιτών και συνδικαλιζομένων εργαζόμενων. Αυτή η συμμαχία αποτέλεσε το σχήμα το οποίο παρουσιάστηκε ως οργανωτής του δημοψηφίσματος, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτοί που πραγματικά διεκδίκησαν και διεξήγαγαν το δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη ήταν οι πολίτες της ( που χωρίς την συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία το δημοψήφισμα θα ήταν κενό περιεχομένου ), οι εθελοντές που στελέχωσαν τις εφορευτικές επιτροπές και αψήφησαν την ταλαιπωρία και τις απειλές κυβέρνησης και εισαγγελίας και τέλος το ίδιο το κίνημα του νερού που με το πλήθος των συλλογικοτήτων και με την πολυμορφία του ήταν η εγγύηση του χαρακτήρα «από τα κάτω».
Η συμμαχία του ΟΧΙ ως ταυτότητα της έχει τους 11 δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης οι οποίοι όργανο τους έχουν την περιφερειακή ένωση δήμων κεντρικής Μακεδονίας ( ΠΕΔΚΜ ), το σωματείο εργαζομένων στην ΕΥΑΘ το οποίο είναι ένα ανεξάρτητο και ακομμάτιστο σωματείο βάσης και την Κίνηση 136 η οποία αποτελεί την ανοιχτή συνέλευση πολιτών της ένωσης συνεταιρισμών νερού για την κοινωνική διαχείριση της ΕΥΑΘ. Αυτού του είδους η συμμαχία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί κατάκτηση του ίδιου του κινήματος καθώς στο πρόσωπο της βρήκε αξιόλογη βοήθεια και θεσμική δύναμη χωρίς αυτή να αξιοποιείται για κομματικούς ή άλλους ιδιοτελείς σκοπούς. Σίγουρα ο διαχωρισμός για τον οποίο μιλάμε αποτελεί ήδη μια υποχώρηση στον δημοκρατικό έλεγχο των κινήσεων της συμμαχίας από τη βάση του κινήματος και με τον τρόπο αυτό η συμμαχία αναδεικνύεται σε όργανο εξουσίας το οποίο εάν δεν υπαχθεί σε διαδικασίες ελεγμένης αντιπροσώπευσης, αναφοράς και ελέγχου από την βάση κινδυνεύει ακόμα και να αντιμετωπιστεί εχθρικά από το ίδιο το κίνημα.
Αυτή η ιδιαίτερη σχέση κινήματος - θεσμικής αρχής φορτίζεται και από έναν επιπλέον παράγοντα καθώς η τριμελής επιτροπή που αποτελεί το όργανο της συμμαχίας του ΟΧΙ στη Θεσσαλονίκη δεν είναι τόσο αποτέλεσμα υγιών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών όσο αποτέλεσμα των τυχαίων συνδυασμών που προκάλεσε η καθημερινότητα του αγώνα και η ανάγκη του ρεαλισμού.
Ταχύτητα & ποιότητα
Το να οδηγείται μέσα από μια τυφλή πορεία στα γεγονότα ένα κίνημα δίνοντας περισσότερο βάρος στο ακτιβιστικό του κομμάτι και αφήνοντας ή αμελώντας τον πολιτικό και ποιοτικό του χαρακτήρα δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στη περίπτωση του κινήματος του νερού αλλά μάλλον αποτελεί τον γενικό κανόνα και είναι γνώριμο χαρακτηριστικό όλων των κινηματικών διεργασιών που έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και μετά. Αυτού του είδους η αναντιστοιχία μεταξύ ακτιβισμού και ποιότητας αποτελεί μια πρώτου είδους «ανάθεση των από τα κάτω» καθώς είναι σύνηθες τα κινήματα να περιορίζονται μόνο στην ανάδειξη των προβλημάτων που αντιτίθενται και την λύση τους να την μεταθέτουν σε άλλες πολιτικές σφαίρες έξω, ή να λέμε καλύτερα άνωθεν, από αυτά. Το φαινόμενο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύεται και ιδεολογικά από το σκεπτικό ότι «τις λύσεις πρέπει να τις βρίσκουν αυτοί που δημιούργησαν τα προβλήματα και όχι τα ίδια τα κινήματα». Το σκεπτικό αυτό στον πυρήνα του είναι βαθιά αντιδημοκρατικό όμως και πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό από το κίνημα καθώς η «δημοκρατικότητα» ενός αγώνα συνήθως προσδιορίζεται με βάση την μαζικότητα και τη συμμετοχή του κόσμου στον ακτιβισμό παρά στις διαδικασίες και τα προτάγματα του. Η αντίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παγιώνεται μια κουλτούρα η οποία κατά κάποιο τρόπο βολεύει πράγματα και καταστάσεις ειδικά όσο αφορά την αριστερά, η οποία έχοντας ήδη δομημένες τις δικές της προτάσεις και τις δικές της διαμεσολαβήσεις είτε δια μέσου των οργανώσεων της είτε με την μορφή των κοινοβουλευτικών ή εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να ανατρέψει την οργανική της δομή προκειμένου να είναι ανοιχτή σε μια αμεσοδημοκρατική προοπτική, ή να το πούμε αλλιώς είναι μόνο πρόθυμη να υιοθετήσει μια τέτοιου είδους «άμεση δημοκρατία» αρκεί να μην θίγει το ήδη διαμορφωμένο πολιτικό της πλαίσιο και ιδεολογία. Τότε όμως για τι είδους διαδικασία μιλάμε πραγματικά;
Σίγουρα μια άμεση δημοκρατία με προϋποθέσεις και αστερίσκους είναι περισσότερο μια άμεση δημοκρατία «κατά παραγγελία» παρά το αποτέλεσμα της «γενικής βούλησης» και εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Έτσι φτάνουμε να παρατηρούμε στην πράξη την εξής αντίφαση: Ο «λαός» ή η «κοινωνία» να είναι επιθυμητός ως αφηρημένη έννοια όπου αυξάνονται οι αριθμοί των διαδηλώσεων ή όταν αναφερόμαστε σε αυτόν αλλά καταλήγει να είναι ανεπιθύμητος όπου είναι συγκεκριμένος ως άτομο και αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο να εκφράσει την γνώμη και τη βούληση του. Τότε πολύ συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτά που λέει δεν είναι αρκούντος «αριστερά» ή αρκούντος «αντικαπιταλιστικά» και έρχονται σε σύγκρουση με την αφήγηση που θέλει τις επιθυμίες του «λαού» να είναι εκφρασμένες εκ των προτέρων από τις ιδεολογικές κοινοτυπίες και από όσους κατέχουν την γνώση τους.
Το παράδειγμα από το κίνημα για το νερό
Αυτό που χαρακτήρισε την 18η Μαΐου ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ήταν ένα είδος εκ-στατικού συμβάντος για την πόλη. Για μια στιγμή η Θεσσαλονίκη βγήκε στην κυριολεξία από την στασιμότητα της πόλης κατανάλωσης στην οποία βρισκόταν. Ανατράπηκε όχι μόνο η συνήθης εκλογική διαδικασία αντιπροσώπων με το εμβόλιμο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος αλλά και η ίδια η κανονικότητα της εκλογικής διαδικασίας με τα αυτοσχέδια εκλογικά κέντρα με τις ομπρέλες, τις ουρές και τα πηγαδάκια στο δρόμο και κυρίως με την εξαιρετική συμπεριφορά των χιλιάδων δημοτών που ο αυθορμητισμός τους μετέτρεψε τους χώρους έξω από τα εκλογικά κέντρα σε «αγορές» με την παλιά έννοια, σε πραγματικά δημόσιους χώρους. Αυτή η αναβάθμιση νομοτελειακά σχεδόν θα πρέπει να μας προϊδεάσει ότι οι μέχρι τώρα υφιστάμενες δομές και διαδικασίες θα ήταν ανεπαρκείς για να την εκφράσουν από εδώ και πέρα. Αλλά και πώς να εκφράσεις πραγματικά δημοκρατικά μια διαδικασία στην οποία ενεπλάκησαν 220.000 δημότες και δημότισσες την στιγμή που για τις μερικές εκατοντάδες που αποτελούν το κίνημα οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται ήδη ελλοχεύουν μέσα τους την ανάθεση και τις διαμεσολαβήσεις από άτυπες γραμματείες, βετεράνους του ακτιβισμού, ειδικούς επί των αμφιθεάτρων και περσόνες των ΜΜΕ;
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν γίνεται μια τέτοιου είδους αναβάθμιση το κέντρο βάρος των πολιτικών εξελίξεων μεταφέρεται από την περιφέρεια στο κέντρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμπειρία των αγανακτισμένων όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες των πλατειών δεν μπόρεσαν να παράξουν κάποιο αυτοργανωμένο θεσμό ή να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς χώρους αυτονομίας και άφησαν σχεδόν μοιραία ελεύθερο το πεδίο στα κόμματα να καθορίζουν το πλαίσιο των διακυβευμένων, και όπου υπήρξαν ανατροπές είχαν ή την μορφή της απόσυρσης των παλαιών αντιπροσωπεύσεων ή την μορφή εμφάνισης νέων στο ίδιο προσκήνιο.
Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης έχουμε μια πρωτοεμφανιζόμενη κατάσταση η οποία έχει διττή φυσιογνωμία και την οποία θεωρούμε ταυτόχρονα θετική και αρνητική. Η δημιουργία της συμμαχία του ΟΧΙ είναι ένα φαινόμενο που προηγούμενο και παρόμοιο του δεν μπορούμε να βρούμε. Για πρώτη φορά ο δήμος, εργαζόμενοι και πολίτες συγκροτούν μια ενιαία αρχή η οποία αντλεί την νομιμοποίηση της όχι από το πολιτικό σύστημα αλλά από την ίδια την κινητοποίηση των πολιτών και αποδείχτηκε αρκετά πιο ευέλικτη και αποτελεσματική από οποιαδήποτε άλλου είδους παραδοσιακή φόρμουλα όπως οργανώσεις, κόμματα και συνδικαλισμό. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι νομικές πρωτοβουλίες κατά του ΤΑΙΠΕΔ, οι αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων για διεκδίκηση των περιουσιακών στοιχείων τους στην περίπτωση που η ΕΥΑΘ ιδιωτικοποιηθεί, η ομπρέλα κάλυψης που εξασφάλισε στον κόσμο όποτε χρειάστηκε και οι παρεμβάσεις της στην κυβέρνηση γίνανε μέσα σε ταχύτατους ρυθμούς και τουλάχιστον όσον αφορά το βαθμό των εντυπώσεων με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ο Φόβος που αυτή η αποτελεσματικότητα γεννά είναι ότι αυτή η συμμαχία πολύ πιθανό στο μέλλον να διεκδικήσει να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο του κινήματος του νερού. Αυτού του είδους η εκπροσώπηση αν συμβεί θα αποφέρει τεράστιο πλήγμα στην συνεκτικότητα του κινήματος αλλά και στην συμμετοχή της βάσης του. Και ότι δεν κατάφερε η κυβερνητική προπαγάνδα και οι απειλές της καταστολής θα το κάνουν τελικά οι ίδιες οι επιλογές του κινήματος. Όμως ούτε η αντανακλαστική και ανώριμη αντίδραση να μην αναπτύσσει δικούς του θεσμούς και εκπροσωπήσεις το κίνημα είναι λύση. Η αναζήτηση μιας ιδεολογικής καθαρότητας βρίσκει θαλπωρή μόνο στην στασιμότητα και τελικά πάντα καταλήγει να υπονομεύει τον ίδιο τον αγώνα.
Αυτή τη στιγμή το κίνημα του νερού όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την χώρα έχει ένα πλεονέκτημα. Κανένα κόμμα, καμία πολιτική οργάνωση, κανένας ιδεολογικός χώρος δεν μπόρεσε να το διεκδικήσει ως κτήμα του. Αυτό το γεγονός είναι αρκετά ενθαρρυντικό και απελευθερωτικό από μόνο του. Και η τριμελής επιτροπή της συμμαχίας των δήμων Θεσσαλονίκης, του σωματείου εργαζομένων της ΕΥΑΘ και της κίνησης 136 μπορεί να μετεξελιχθεί μέσα σε μια διαλεκτική σχέση θεσμικής αντιπροσώπευσης και δημοκρατικού ελέγχου. Προϋποθέτει όμως οι διαδικασίες των από τα κάτω να ενεργοποιηθούν και να ζητήσουν τον κυρίαρχο έλεγχο αυτής της συμμαχίας, με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί στο έπακρο ένα θεσμικό όργανο προς όφελος της δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας και όχι προκειμένου να εφευρεθεί μια νέα σχέση διαμεσολάβησης.
Το τι θα γίνει ή το τι δεν θα γίνει από εδώ και πέρα εξαρτάται όπως πάντα από την ίδια την δράση ή την αδράνεια των πολιτών, και αυτό υπό μία πολύ μακρόθυμη έννοια είναι η αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων.
Δημοτοπία
http://dimotopia.gr/index.php/gnomes/187-taxitita
Στα πλαίσια της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για το νερό εδραιώθηκε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα της νεότερης πολιτικής συμμαχία μεταξύ θεσμικής αρχής, συσσωματώσεων πολιτών και συνδικαλιζομένων εργαζόμενων. Αυτή η συμμαχία αποτέλεσε το σχήμα το οποίο παρουσιάστηκε ως οργανωτής του δημοψηφίσματος, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτοί που πραγματικά διεκδίκησαν και διεξήγαγαν το δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη ήταν οι πολίτες της ( που χωρίς την συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία το δημοψήφισμα θα ήταν κενό περιεχομένου ), οι εθελοντές που στελέχωσαν τις εφορευτικές επιτροπές και αψήφησαν την ταλαιπωρία και τις απειλές κυβέρνησης και εισαγγελίας και τέλος το ίδιο το κίνημα του νερού που με το πλήθος των συλλογικοτήτων και με την πολυμορφία του ήταν η εγγύηση του χαρακτήρα «από τα κάτω».
Η συμμαχία του ΟΧΙ ως ταυτότητα της έχει τους 11 δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης οι οποίοι όργανο τους έχουν την περιφερειακή ένωση δήμων κεντρικής Μακεδονίας ( ΠΕΔΚΜ ), το σωματείο εργαζομένων στην ΕΥΑΘ το οποίο είναι ένα ανεξάρτητο και ακομμάτιστο σωματείο βάσης και την Κίνηση 136 η οποία αποτελεί την ανοιχτή συνέλευση πολιτών της ένωσης συνεταιρισμών νερού για την κοινωνική διαχείριση της ΕΥΑΘ. Αυτού του είδους η συμμαχία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί κατάκτηση του ίδιου του κινήματος καθώς στο πρόσωπο της βρήκε αξιόλογη βοήθεια και θεσμική δύναμη χωρίς αυτή να αξιοποιείται για κομματικούς ή άλλους ιδιοτελείς σκοπούς. Σίγουρα ο διαχωρισμός για τον οποίο μιλάμε αποτελεί ήδη μια υποχώρηση στον δημοκρατικό έλεγχο των κινήσεων της συμμαχίας από τη βάση του κινήματος και με τον τρόπο αυτό η συμμαχία αναδεικνύεται σε όργανο εξουσίας το οποίο εάν δεν υπαχθεί σε διαδικασίες ελεγμένης αντιπροσώπευσης, αναφοράς και ελέγχου από την βάση κινδυνεύει ακόμα και να αντιμετωπιστεί εχθρικά από το ίδιο το κίνημα.
Αυτή η ιδιαίτερη σχέση κινήματος - θεσμικής αρχής φορτίζεται και από έναν επιπλέον παράγοντα καθώς η τριμελής επιτροπή που αποτελεί το όργανο της συμμαχίας του ΟΧΙ στη Θεσσαλονίκη δεν είναι τόσο αποτέλεσμα υγιών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών όσο αποτέλεσμα των τυχαίων συνδυασμών που προκάλεσε η καθημερινότητα του αγώνα και η ανάγκη του ρεαλισμού.
Ταχύτητα & ποιότητα
Το να οδηγείται μέσα από μια τυφλή πορεία στα γεγονότα ένα κίνημα δίνοντας περισσότερο βάρος στο ακτιβιστικό του κομμάτι και αφήνοντας ή αμελώντας τον πολιτικό και ποιοτικό του χαρακτήρα δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στη περίπτωση του κινήματος του νερού αλλά μάλλον αποτελεί τον γενικό κανόνα και είναι γνώριμο χαρακτηριστικό όλων των κινηματικών διεργασιών που έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και μετά. Αυτού του είδους η αναντιστοιχία μεταξύ ακτιβισμού και ποιότητας αποτελεί μια πρώτου είδους «ανάθεση των από τα κάτω» καθώς είναι σύνηθες τα κινήματα να περιορίζονται μόνο στην ανάδειξη των προβλημάτων που αντιτίθενται και την λύση τους να την μεταθέτουν σε άλλες πολιτικές σφαίρες έξω, ή να λέμε καλύτερα άνωθεν, από αυτά. Το φαινόμενο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύεται και ιδεολογικά από το σκεπτικό ότι «τις λύσεις πρέπει να τις βρίσκουν αυτοί που δημιούργησαν τα προβλήματα και όχι τα ίδια τα κινήματα». Το σκεπτικό αυτό στον πυρήνα του είναι βαθιά αντιδημοκρατικό όμως και πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό από το κίνημα καθώς η «δημοκρατικότητα» ενός αγώνα συνήθως προσδιορίζεται με βάση την μαζικότητα και τη συμμετοχή του κόσμου στον ακτιβισμό παρά στις διαδικασίες και τα προτάγματα του. Η αντίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παγιώνεται μια κουλτούρα η οποία κατά κάποιο τρόπο βολεύει πράγματα και καταστάσεις ειδικά όσο αφορά την αριστερά, η οποία έχοντας ήδη δομημένες τις δικές της προτάσεις και τις δικές της διαμεσολαβήσεις είτε δια μέσου των οργανώσεων της είτε με την μορφή των κοινοβουλευτικών ή εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να ανατρέψει την οργανική της δομή προκειμένου να είναι ανοιχτή σε μια αμεσοδημοκρατική προοπτική, ή να το πούμε αλλιώς είναι μόνο πρόθυμη να υιοθετήσει μια τέτοιου είδους «άμεση δημοκρατία» αρκεί να μην θίγει το ήδη διαμορφωμένο πολιτικό της πλαίσιο και ιδεολογία. Τότε όμως για τι είδους διαδικασία μιλάμε πραγματικά;
Σίγουρα μια άμεση δημοκρατία με προϋποθέσεις και αστερίσκους είναι περισσότερο μια άμεση δημοκρατία «κατά παραγγελία» παρά το αποτέλεσμα της «γενικής βούλησης» και εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Έτσι φτάνουμε να παρατηρούμε στην πράξη την εξής αντίφαση: Ο «λαός» ή η «κοινωνία» να είναι επιθυμητός ως αφηρημένη έννοια όπου αυξάνονται οι αριθμοί των διαδηλώσεων ή όταν αναφερόμαστε σε αυτόν αλλά καταλήγει να είναι ανεπιθύμητος όπου είναι συγκεκριμένος ως άτομο και αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο να εκφράσει την γνώμη και τη βούληση του. Τότε πολύ συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτά που λέει δεν είναι αρκούντος «αριστερά» ή αρκούντος «αντικαπιταλιστικά» και έρχονται σε σύγκρουση με την αφήγηση που θέλει τις επιθυμίες του «λαού» να είναι εκφρασμένες εκ των προτέρων από τις ιδεολογικές κοινοτυπίες και από όσους κατέχουν την γνώση τους.
Το παράδειγμα από το κίνημα για το νερό
Αυτό που χαρακτήρισε την 18η Μαΐου ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ήταν ένα είδος εκ-στατικού συμβάντος για την πόλη. Για μια στιγμή η Θεσσαλονίκη βγήκε στην κυριολεξία από την στασιμότητα της πόλης κατανάλωσης στην οποία βρισκόταν. Ανατράπηκε όχι μόνο η συνήθης εκλογική διαδικασία αντιπροσώπων με το εμβόλιμο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος αλλά και η ίδια η κανονικότητα της εκλογικής διαδικασίας με τα αυτοσχέδια εκλογικά κέντρα με τις ομπρέλες, τις ουρές και τα πηγαδάκια στο δρόμο και κυρίως με την εξαιρετική συμπεριφορά των χιλιάδων δημοτών που ο αυθορμητισμός τους μετέτρεψε τους χώρους έξω από τα εκλογικά κέντρα σε «αγορές» με την παλιά έννοια, σε πραγματικά δημόσιους χώρους. Αυτή η αναβάθμιση νομοτελειακά σχεδόν θα πρέπει να μας προϊδεάσει ότι οι μέχρι τώρα υφιστάμενες δομές και διαδικασίες θα ήταν ανεπαρκείς για να την εκφράσουν από εδώ και πέρα. Αλλά και πώς να εκφράσεις πραγματικά δημοκρατικά μια διαδικασία στην οποία ενεπλάκησαν 220.000 δημότες και δημότισσες την στιγμή που για τις μερικές εκατοντάδες που αποτελούν το κίνημα οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται ήδη ελλοχεύουν μέσα τους την ανάθεση και τις διαμεσολαβήσεις από άτυπες γραμματείες, βετεράνους του ακτιβισμού, ειδικούς επί των αμφιθεάτρων και περσόνες των ΜΜΕ;
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν γίνεται μια τέτοιου είδους αναβάθμιση το κέντρο βάρος των πολιτικών εξελίξεων μεταφέρεται από την περιφέρεια στο κέντρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμπειρία των αγανακτισμένων όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες των πλατειών δεν μπόρεσαν να παράξουν κάποιο αυτοργανωμένο θεσμό ή να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς χώρους αυτονομίας και άφησαν σχεδόν μοιραία ελεύθερο το πεδίο στα κόμματα να καθορίζουν το πλαίσιο των διακυβευμένων, και όπου υπήρξαν ανατροπές είχαν ή την μορφή της απόσυρσης των παλαιών αντιπροσωπεύσεων ή την μορφή εμφάνισης νέων στο ίδιο προσκήνιο.
Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης έχουμε μια πρωτοεμφανιζόμενη κατάσταση η οποία έχει διττή φυσιογνωμία και την οποία θεωρούμε ταυτόχρονα θετική και αρνητική. Η δημιουργία της συμμαχία του ΟΧΙ είναι ένα φαινόμενο που προηγούμενο και παρόμοιο του δεν μπορούμε να βρούμε. Για πρώτη φορά ο δήμος, εργαζόμενοι και πολίτες συγκροτούν μια ενιαία αρχή η οποία αντλεί την νομιμοποίηση της όχι από το πολιτικό σύστημα αλλά από την ίδια την κινητοποίηση των πολιτών και αποδείχτηκε αρκετά πιο ευέλικτη και αποτελεσματική από οποιαδήποτε άλλου είδους παραδοσιακή φόρμουλα όπως οργανώσεις, κόμματα και συνδικαλισμό. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι νομικές πρωτοβουλίες κατά του ΤΑΙΠΕΔ, οι αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων για διεκδίκηση των περιουσιακών στοιχείων τους στην περίπτωση που η ΕΥΑΘ ιδιωτικοποιηθεί, η ομπρέλα κάλυψης που εξασφάλισε στον κόσμο όποτε χρειάστηκε και οι παρεμβάσεις της στην κυβέρνηση γίνανε μέσα σε ταχύτατους ρυθμούς και τουλάχιστον όσον αφορά το βαθμό των εντυπώσεων με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ο Φόβος που αυτή η αποτελεσματικότητα γεννά είναι ότι αυτή η συμμαχία πολύ πιθανό στο μέλλον να διεκδικήσει να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο του κινήματος του νερού. Αυτού του είδους η εκπροσώπηση αν συμβεί θα αποφέρει τεράστιο πλήγμα στην συνεκτικότητα του κινήματος αλλά και στην συμμετοχή της βάσης του. Και ότι δεν κατάφερε η κυβερνητική προπαγάνδα και οι απειλές της καταστολής θα το κάνουν τελικά οι ίδιες οι επιλογές του κινήματος. Όμως ούτε η αντανακλαστική και ανώριμη αντίδραση να μην αναπτύσσει δικούς του θεσμούς και εκπροσωπήσεις το κίνημα είναι λύση. Η αναζήτηση μιας ιδεολογικής καθαρότητας βρίσκει θαλπωρή μόνο στην στασιμότητα και τελικά πάντα καταλήγει να υπονομεύει τον ίδιο τον αγώνα.
Αυτή τη στιγμή το κίνημα του νερού όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την χώρα έχει ένα πλεονέκτημα. Κανένα κόμμα, καμία πολιτική οργάνωση, κανένας ιδεολογικός χώρος δεν μπόρεσε να το διεκδικήσει ως κτήμα του. Αυτό το γεγονός είναι αρκετά ενθαρρυντικό και απελευθερωτικό από μόνο του. Και η τριμελής επιτροπή της συμμαχίας των δήμων Θεσσαλονίκης, του σωματείου εργαζομένων της ΕΥΑΘ και της κίνησης 136 μπορεί να μετεξελιχθεί μέσα σε μια διαλεκτική σχέση θεσμικής αντιπροσώπευσης και δημοκρατικού ελέγχου. Προϋποθέτει όμως οι διαδικασίες των από τα κάτω να ενεργοποιηθούν και να ζητήσουν τον κυρίαρχο έλεγχο αυτής της συμμαχίας, με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί στο έπακρο ένα θεσμικό όργανο προς όφελος της δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας και όχι προκειμένου να εφευρεθεί μια νέα σχέση διαμεσολάβησης.
Το τι θα γίνει ή το τι δεν θα γίνει από εδώ και πέρα εξαρτάται όπως πάντα από την ίδια την δράση ή την αδράνεια των πολιτών, και αυτό υπό μία πολύ μακρόθυμη έννοια είναι η αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων.
Δημοτοπία
http://dimotopia.gr/index.php/gnomes/187-taxitita