του Δημήτρη Άλτα
( Αιτιοκρατία, παρέγκλιση, πλειότιμος λογική )
Μία Επικούρεια προσέγγιση με βάση τα σύγχρονα δεδομένα
«Περί φύσεως» είναι ο πιο διαδεδομένος τίτλος συγγραμμάτων μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων που προβληματίστηκαν πάνω στη προέλευση και την φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Ξεπερνώντας τους μύθους και τις δοξασίες των παλαιοτέρων πρώτοι οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι επεχείρησαν να δώσουν μια ορθολογική εξήγηση της προέλευσης του κόσμου με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο του οποίου οι απόψεις σε αντίθεση αλλά και συνδυασμό με εκείνες του Παρμενίδη του Ελεάτη κίνησαν όλη την μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη. Σημαντική η συμβολή του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου και του Δημόκριτου του Αβδηρίτη που την ατομική του θεωρία ενστερνίστηκε κι βελτίωσε ο Επίκουρος ο Αθηναίος διατυπώνοντας απόψεις που μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα με την εισαγωγή των αρχών της κβαντομηχανικής άρχισαν να γίνονται καλύτερα κατανοητές.
Στο Επικούρειο Σύμπαν η πορεία των πραγμάτων καθορίζεται από τρείς παράγοντες: Από την αιτιοκρατία το τυχαίο συμβάν και το αποτέλεσμα της ατομικής παρέγκλισης που θεωρείται και η βάση της ερμηνείας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου του κεντρικότερου σημείου στην Φιλοσοφία του Επίκουρου.
Περιέργως στα σωζόμενα κείμενα δεν υπάρχει καμία αναφορά του ίδιου του Επίκουρου στην παρέγκλιση κάτι που θα περιμέναμε να υπάρχει τουλάχιστον στην προς Ηρόδοτο επιστολή του, όπου αναφέρεται στην φύση των ατόμων της ύλης και του κενού γενικότερα. Υπάρχει όμως κατά την γνώμη μου στην προς Πυθοκλή επιστολή, όπου εξηγεί τα φυσικά και μετεωρολογικά φαινόμενα, μια μισοκρυμμένη δοξασία του Δάσκαλου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αυτή είναι η άποψη του Επίκουρου για την αιτιοκρατία στην φύση, που είναι πολύ διαφορετική από την άποψη του Πλάτωνα του Αριστοτέλη των Στωικών αλλά και του Δημόκριτου. Αυτό που εμφανώς ισχυρίζεται ο Δάσκαλος είναι ότι ένα αιτιατό μπορεί να έχει πολλά αίτια και όχι αναγκαστικά ένα αίτιο όπως θεωρούσαν οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι. Με την ίδια λογική όμως και όχι κατά την γνώμη μου αυθαίρετα, συνάγεται επίσης ότι και ένα αίτιο μπορεί να οδηγήσει σε πολλά αποτελέσματα ανάλογα με τις συνθήκες της συγκυρίας. Προσωπικά θα το θεωρούσα παράλογο αν το πρώτο σκέλος του συλλογισμού δεν οδηγούσε στο δεύτερο. Αυτό είναι το μη εμφανές σκέλος της μισοκρυμμένης δοξασίας που μας οδηγεί, αν έτσι έχουν τα πράγματα, κατευθείαν στο κατώφλι της αρχής της αβεβαιότητας και προσεγγίζει ίσως την παρέγκλιση από έναν διαφορετικό δρόμο. Η αρχή της αβεβαιότητας είναι βασικός νόμος της κβαντομηχανικής και εγγενές χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου, του παράξενου δηλαδή υποατομικού κόσμου, της ουσίας της υλικής πραγματικότητας. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg, 1901 - 1976). Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά, ούτε και θεωρητικά η θέση και η ταχύτητα ή ορμή, ενός σωματιδίου. Εν αντιθέσει με την αρχή της αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας υπάρχουν γεγονότα των οποίων η εκδήλωση δεν υπαγορεύεται από κάποια αιτία.
Ο ακριβής λοιπόν υπολογισμός όλων των παραμέτρων ενός κβαντικού συστήματος είναι ανέφικτος. Έτσι για να ξεπεραστεί η απροσδιοριστία που προκύπτει εισάγεται η έννοια της πιθανότητας. Αυτό σημαίνει πως τίποτα στο σύμπαν δεν μπορεί να προβλεφθεί απόλυτα ακόμα και αν είχαμε την δυνατότητα να διαθέτουμε όλα τα στοιχεία του παρελθόντος και την ικανότητα να τα αναλύσουμε με ακρίβεια. Αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία του ανθρώπου να παρατηρήσει και να αναλύσει συγκεκριμένα φαινόμενα αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της Φύσης, η οποία έχει παρατηρηθεί πειραματικά. Είναι δηλαδή οντολογικής και όχι τεχνικής φύσης. Πέραν τούτων ο διάσημος σύγχρονος θεωρητικός φυσικός Stephen Hawking εισάγει στο «πεδίο μάχης» αιτιοκρατίας και απροσδιοριστίας τα δεδομένα που αντλούμε από την ύπαρξη των μαύρων τρυπών στο σύμπαν. Υποστηρίζει ότι ενώ ο Heisenberg στην θεωρία του διετύπωσε πως θα μπορούσαμε να εξακριβώσουμε την πραγματική κατάσταση των κβάντα γνωρίζοντας (τη στιγμή της παρατήρησης βέβαια) επακριβώς τη θέση και την κινητική τους κατάσταση, αν λάβουμε υπ' όψιν την ύπαρξη των μαύρων τρυπών στο σύμπαν, δε μπορούμε ούτε καν αυτή την υπόθεση να κάνουμε, καθώς αν κάποιο σωματίδιο εισέλθει στη μαύρη τρύπα, είναι εντελώς αθέατο και ως εκ τούτου, ανεπίδεκτο οποιασδήποτε παρατήρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις λοιπόν, όχι μόνο απροσδιοριστία υπάρχει, αλλά φαινόμενα που ποτέ δεν θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ώστε να διατυπώσουμε έστω μια υπόθεση για την κατάσταση, τη θέση ή την ταχύτητα των σωματιδίων υπό τις συνθήκες των φαινομένων αυτών.
Η αβεβαιότητα λοιπόν και η ασάφεια είναι στην ουσία της φύσης των πραγμάτων και η αυστηρή αιτιοκρατία στην φύση, ο Δαίμων του Laplace, δεν μπορεί να ισχύει, δίνοντας την θέση της στην πιθανοκρατία.
Ακόμα και οι φυσικοί νόμοι φαίνεται πως δεν είναι απόλυτα απαρέγκλιτοι αλλά έχουν άλλη έκφραση στον κόσμο της καθημερινής μας εμπειρίας άλλη στον υποατομικό μικρόκοσμο και πιθανότατα άλλη στις μαύρες τρύπες. Έτσι αν μία λαστιχένια μπάλα προσκρούσει σε ένα τοίχο θα ανακλαστεί και η πιθανότητα να τον διαπεράσει τείνει στο μηδέν, ένα όμως υποατομικό σωματίδιο έχει καλές πιθανότητες να τον διαπεράσει, προκαλώντας το φαινόμενο της κβαντικής σήραγγας. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση πως ο μακρόκοσμος είναι μια ακραία έκφραση του κβαντικού κόσμου.
Το γεγονός ότι ένα αποτέλεσμα μπορεί να οφείλεται σε πολλά αίτια είναι εμφανές. Ένας σεισμός για παράδειγμα μπορεί να οφείλεται σε τριβή των τεκτονικών πλακών, σε κατολίσθηση, ή σε έκρηξη αλλά και το αντίθετο επίσης μπορεί να συμβαίνει. Ένα αίτιο υπό διάφορες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα. Ένα φάρμακο για παράδειγμα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στην θεραπεία ή τον θάνατο ανάλογα με την δόση στην οποία χορηγείται και την ύπαρξη ή μη άλλων νοσογόνων καταστάσεων, αλλεργίας ή άλλων παραμέτρων στον ασθενή.
Το αποτέλεσμα ενός αιτίου επομένως, μπορεί να εξαρτάται όχι μόνο από το ίδιο το αίτιο αλλά και από ένα απροσδιόριστο αριθμό παραγόντων που συγκροτούν την συγκυρία και επιδρούν καθ' οιονδήποτε τρόπο μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα. Επομένως το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά δεδομένο. Μπορεί από ένα αίτιο να προκύψει λίγο ως πολύ το αναμενόμενο αποτέλεσμα αλλά υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα όσο μικρή και αν είναι αυτή, να προκύψει κάτι τελείως διαφορετικό από το αναμενόμενο. Τα αποτελέσματα επομένως ενός αιτίου παίρνουν διάφορες τιμές πιθανότητας υλοποίησης. Εάν κάποιος πέσει από τον 10ο όροφο ενός κτηρίου το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνει σκάζοντας στο έδαφος, αλλά μπορεί επίσης να υπάρξουν πολλές άλλες εκδοχές όπως να σωθεί πέφτοντας στην σκαλωσιά ενός συνεργείου καθαρισμού υαλοπινάκων ή να εξαερωθεί από μία πυρηνική έκρηξη που θα συμβεί εκείνη την στιγμή πριν φτάσει καν στο έδαφος. Η πιθανότητα υλοποίησης της τελευταίας εκδοχής είναι απειροελάχιστη αλλά παραμένει πάντα πραγματική πιθανότητα στην φύση.
Το αποτέλεσμα ενός αιτίου δεν μπορεί να είναι καν ντετερμινιστικά επαναλήψιμο, αφού η συγκυρία παραγόντων που παρεμβάλλεται μεταξύ αιτίου – αποτελέσματος και επηρεάζουν το σύστημα μεταβάλλεται συνεχώς. ( Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι έλεγε ο Ηράκλειτος).
Και κάπου εδώ φτάνουμε στο φαινόμενο της παρέγκλισης που αντιπροσωπεύει το απίθανο αλλά όχι το αδύνατο που η έννοιά του δεν υφίσταται στην φύση. Και από το απίθανο μπορεί, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Δάσκαλος, να ξεκινήσει ένας καταρράκτης γεγονότων που να οδηγήσει στην δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου. Εδώ πλέον προσεγγίζουμε την θεμελιώδη αρχή της θεωρίας του Χάους που υποστηρίζει ότι μία ανεπαίσθητη αλλαγή στις αρχικές συνθήκες ενός ασταθούς συστήματος, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτα και συχνά δυσανάλογα αποτελέσματα. Η σύλληψη της αρχής αυτής δεν είναι κάτι καινούργιο και περιγράφεται πολύ γλαφυρά σε μία παροιμία του 15ου αιώνα που λέει:
Για ένα καρφί χάθηκε το πέταλο
Για ένα πέταλο χάθηκε το άλογο
Για ένα άλογο χάθηκε ο καβαλάρης
Για ένα καβαλάρη χάθηκε η μάχη
Για μία μάχη χάθηκε το Βασίλειο
Η παρέγκλιση λοιπόν είναι φυσικό επακόλουθο και έκφραση της απροσδιοριστίας που υπάρχει στην ουσία της φύσης των πραγμάτων που πρώτη συνέλαβε η διάνοια του Μεγάλου Επίκουρου. Δεν είναι ένα αυθαίρετο επινόημα στην επικούρεια φιλοσοφία για να σπάσει την άτεγκτη αιτιοκρατία του Δημοκρίτειου σύμπαντος ώστε να τεκμηριωθεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Δεν έχει επίσης άμεση σχέση με το τυχαίο (αστάθμητος παράγων) που αποτελεί απλά μία παράμετρο της συγκυρίας. Η Τύχη έλεγε ο Επίκουρος δεν είναι θεά γιατί είναι άστατη και μπορεί ένα τυχαίο γεγονός να είναι απαρχή μεγάλων καλών ή μεγάλων δεινών ανάλογα αν το διαχειριστεί κανείς με φρόνηση ή όχι.
Το εάν η απροσδιοριστία που εκφράζεται με την παρέγκλιση και καταργεί την άτεγκτη αιτιοκρατία μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι μια μεγάλη συζήτηση. Το γεγονός όμως ότι αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτήν την ελεύθερη βούληση δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί.
Η φύση των πραγμάτων δίνει την εντύπωση της ρευστότητας όπως πρώτος παρατήρησε ο Μεγάλος Ηράκλειτος (Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ'αυτό μένειν ) Και ο Επικούρειος Διογένης ο Οινοανδέας συμπληρώνει: «Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν, όχι όμως με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμιά στιγμή να μην μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν την φύση των πραγμάτων». Η υλική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από συνεχή μεταβλητότητα στον χώρο και τον χρόνο ή καλύτερα στον χωροχρόνο που αποτελεί και αυτός έκφραση της υλικής πραγματικότητας. Δεν είναι δυνατό να νοηθεί χώρος και χρόνος έξω από την πραγματικότητα αυτή. Κάτι όμως που συνεχώς μεταβάλλεται είναι από την φύση του ατελές και ακαθόριστο. Και γι αυτό αδύνατο να ορισθεί με ακρίβεια. Οι ορισμοί απαιτούν σταθερές και απόλυτες έννοιες. Τέτοιες έννοιες όμως είναι δικά μας νοητικά κατασκευάσματα και φαίνεται να μη συνάδουν με την φύση των πραγμάτων. Έτσι για το τι είναι ύλη μπορούμε να πούμε πολλά αλλά είναι αδύνατο να δώσουμε ένα γενικό ορισμό. Γι αυτό προτιμώ να χρησιμοποιώ την έκφραση υλική πραγματικότητα.
Ο ανθρώπινος νους έχει πράγματι δυσκολία να κατανοήσει την ρευστή πραγματικότητα. Προσπαθεί λοιπόν να την «κομματιάσει» σε στατικά στιγμιότυπα που διαδέχονται το ένα το άλλο. Αποκτά έτσι μία στατική αίσθηση της πραγματικότητας που είναι όμως ένα νοητικό δημιούργημα. Προσπαθεί να ορίσει τα πράγματα θεωρώντας τα στατικά. Ψάχνει τον τέλειο ορισμό για το κάθε τι και φυσικά εισπράττει την απογοήτευση του Σωκράτη.
Η αναζήτηση κάποιας βαθύτερης πραγματικότητας, αιώνιας, αναλλοίωτης, απόλυτης, πίσω από τα φαινόμενα, αντικατοπτρίζει την ψυχολογική τάση του ανθρώπου να αναζητά σταθερότητα στην ζωή του και εκφράζεται ακριβώς με αυτόν τον στατικό τρόπο σκέψης. Ο άνθρωπος δημιούργησε έτσι την έννοια της θεότητας και της απένειμε ο ίδιος ως ιδιότητες απόλυτες έννοιες όπως αιωνιότητα, τελειότητα, πανσοφία, αγαθότητα, παντοδυναμία, παντογνωσία, για να τις δεχτεί έπειτα σαν apriori ιδιότητες της Θεότητας και να της αποδώσει ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει αλλά και να της φορτώσει την ευθύνη της ζωής του ( θεία Πρόνοια).
Ψάχνοντας κάτι βαθύτερο ο άνθρωπος κυνήγησε κάτι το ανύπαρκτο μια χίμαιρα ένα νοητικό κατασκεύασμα που του έδωσε ο ίδιος υπόσταση και του επέτρεψε να τον οδηγήσει σε λαβυρίνθους μυστικισμού και δεισιδαιμονίας και να του καταδυναστεύσει την ζωή.
Ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος αυτής της λογικής που ξεκίνησε με τον Παρμενίδη συνεχίστηκε με τον Ζήνωνα τον Ελεάτη και πέρασε από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, είναι ο Αριστοτέλης που την συστηματοποίησε και την συμπλήρωσε. Αυτή βασίζεται σε τρείς αρχές:
Την αρχή της ταυτότητας: το Α είναι Α
Την αρχή της μη αντίφασης: εάν το Α είναι Β τότε το Α δεν μπορεί να είναι μη-Β
Την αρχή του αποκλειόμενου τρίτου: Το Α θα είναι ή Β ή μη Β.
Παρατηρούμε ότι η λογική του Αριστοτέλη πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλη η Δυτική σκέψη τους επόμενους αιώνες είναι καθαρά στατική και ντετερμινιστική. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο νους μας προσπαθεί να ξεχωρίσει να ταξινομήσει και να κατηγοριοποιήσει τις έννοιες ώστε να μπορεί να προβεί σε συλλογισμούς. Έτσι όταν σκεφτόμαστε μία έννοια αυτή είναι το ίδιο με τον εαυτό της, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, πολύ περισσότερο το αντίθετό της. Όταν μιλάμε για τραπέζι εννοούμε τραπέζι και τίποτα άλλο. Ασυναίσθητα ο άνθρωπος τον τρόπο σκέψης του τον μεταφέρει στην Φύση των πραγμάτων προσπαθώντας να την υποτάξει στους ίδιους νοητικούς κανόνες. Αυτό όμως είναι έξω από την λογική της Φύσης και τον οδηγεί συχνά σε αδιέξοδο και αμηχανία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο πρώτος που αμφισβητεί τα αξιώματα της Αριστοτελικής λογικής είναι ο ίδιος ο Αριστοτέλης! Αξίζει εδώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ασαφής λογική» (Fuzzy Logic, 1993) των Daniel McNeill και Paul Freiberger που το δανείζομαι από το εξαίρετο βιβλίο του Eric Anderson « Ο Επίκουρος στον 21 Αιώνα»:
« Στο < Μετά τα φυσικά > λίγες σελίδες προτού διατυπώσει τον Νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, ο Αριστοτέλης λέει: < Το περισσότερο και το λιγότερο εξακολουθούν να υπάρχουν στην φύση των πραγμάτων >, προσθέτοντας πως κάποιος που ισχυρίζεται ότι το 4 ισούται με το 5, είναι πιο σωστός από κάποιον που ισχυρίζεται ότι το 4 ισούται με το 1.000. Στο < περί Ερμηνείας > χρησιμοποιεί τους όρους αληθέστερο και ψευδέστερο. Η αλήθεια λοιπόν έχει διαβαθμίσεις ακόμα και για τον Αριστοτέλη.
Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προσφέρει άφθονα επιχειρήματα ενάντια στα ίδια του τα αξιώματα. Το πιο φημισμένο από αυτά είναι εκείνο της ναυμαχίας. Στο κεφάλαιο 9 του < Περί Ερμηνείας > εξετάζει τον ισχυρισμό: < Αύριο θα γίνει ναυμαχία >. Αληθεύει ή δεν αληθεύει:
Ένας ντετερμινιστής θα ισχυριζόταν ότι τούτη τη στιγμή, θα πρέπει ο ισχυρισμός να είναι αληθής είτε ψευδής. Τα γεγονότα είναι προδιαγεγραμμένα από την Θεία Πρόνοια ή από φυσικούς νόμους. Αν γνωρίζαμε αρκετά για τις βουλές του Θεού ή την αλληλουχία των αιτίων, θα μπορούσαμε αμέσως να πούμε αν αληθεύει ή ψεύδεται ο ισχυρισμός.
Ένας μη ντετερμινιστής θα είχε ενδοιασμούς. Τα γεγονότα δεν είναι προδιαγεγραμμένα κι επομένως τούτη την στιγμή ίσως μας είναι αδύνατο να γνωρίζουμε την απάντηση, ακόμη και αν έχουμε πλήρη γνώση όλων των συντελεστών και παραμέτρων… Η απάντηση μπορεί απλά να μην υπάρχει ακόμη. Αν είναι έτσι ο ισχυρισμός προς το παρόν δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, αλλά απροσδιόριστος.
Το < περί Ερμηνείας > είναι ένα πυκνό, δύσβατο έργο, κι το κρίσιμο Κεφάλαιο 9 είναι τόσο δυσνόητο, ώστε οι μελετητές εξακολουθούν να διαφωνούν για το νόημά του. Ωστόσο, φαίνεται ότι πραγματεύεται την παραπάνω επιχειρηματολογία κι ότι με μισή καρδιά απορρίπτει την αιτιοκρατία και συμπεραίνει πως ο ισχυρισμός < Αύριο θα γίνει ναυμαχία > έχει μία ενδιάμεση τιμή αλήθειας. Σπάει λοιπόν η λεπτή διαχωριστική γραμμή. Ο νόμος του αποκλειομένου τρίτου υποχωρεί.
Στην ρευστή λοιπόν πραγματικότητα οι κανόνες της στατικής λογικής θα έπαιρναν πάνω –κάτω την εξής μορφή:
Το Α είναι λίγο-πολύ Α αφού μέχρι να ειπωθεί η πρόταση το Α έχει έστω και κατ' ελάχιστο μεταβληθεί.
Εάν το Α είναι λίγο-πολύ Β τότε μπορεί να είναι και πολύ η λίγο μη Β
Το Α είναι λίγο-πολύ Β αλλά ίσως και πολύ-λίγο μη Β ή και λίγο Γ,Δ,Ε,......
Η Διαλεκτική αυτή προσέγγιση της ρευστής υλικής πραγματικότητας σπάζει τον νόμο της αντίφασης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Παρμενίδης ο Ελεάτης που τον πρωτοδιατύπωσε υπήρξε ο εισηγητής του ακίνητου, απόλυτου, συμπαγούς, αγέννητου και ανόλεθρου Είναι, που αντιπροσωπεύει την Απόλυτη, Ολοστρόγγυλη Αλήθεια και Ύπαρξη των όντων, ενώ την μεταβλητότητα την θεωρεί ψευδαίσθηση του κόσμου των φαινομένων.
Στην συνεχή ροή της πραγματικότητας δεν είναι δυνατόν να υπάρχει καθορισμένο όριο μετάβασης από μία κατάσταση σε μία άλλη. Πότε μια παρέα ανθρώπων γίνεται πλήθος, πότε το κορίτσι γίνεται έφηβη, πότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος στην Γή, πότε περπάτησε όρθιος και πότε πρωτομίλησε, πότε ένας άνδρας γίνεται φαλακρός και πόσες τρίχες πρέπει να έχει κάποιος στο κεφάλι του για να μην είναι φαλακρός είναι ερωτήματα χωρίς ουσία.
Στην ίδια λογική έστω ότι δύο άνθρωποι ο Α και ο Β έχουν από δύο πορτοκάλια. Αν ο Α αρπάξει από τον Β το ένα, δεν θα έχει τρία πορτοκάλια αλλά 3+ ενώ ο Β θα έχει 1- γιατί συνυπολογίζεται η δυναμική του συστήματος και οι πιθανότητες που έχει ο Β να χάσει και το άλλο πορτοκάλι.
Στην φύση διλλήματα δεν μπορεί να υπάρχουν. Παράδειγμα το σοφιστικό ερώτημα ποιο έγινε πρώτο το αυγό ή η κότα δεν έχει κανένα νόημα. Επειδή το αυγό διαδέχεται την κότα αλλά η κότα που θα βγει από το αυγό διαφέρει έστω κατ ελάχιστο από την μητρική κότα επειδή η φύση μέσω του DNA δεν παράγει ακριβή αντίγραφα των οργανισμών αλλά ελαφρά τροποποιημένα από το πρωτότυπο. Όπως ελέχθη σε μία όμορφη τηλεοπτική εκπομπή του καθηγητή του πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιου Γραμματικάκη η φύση δεν λειτουργεί σαν εργοστάσιο παραγωγής τυποποιημένων προϊόντων, αλλά σαν μάστορας. Και ποτέ δεν γνωρίζεις με σιγουριά τι ακριβώς θα σου βγάλει ένας μάστορας. Κοντολογίς στα βάθη του χρόνου η κότα προήλθε από κάποιο ερπετό που με συνεχείς γενετικές αλλαγές κατέληξε στην σημερινή κότα που και αυτή θα εξελιχθεί σε κάτι άλλο στο μακρινό μέλλον.
Σε κβαντικό επίπεδο τα υποατομικά υλικά σωματίδια ( φερμιόνια ) έχουν συγχρόνως και σωματιδιακές και κυματικές ιδιότητες και άλλοτε συμπεριφέρονται σαν κύμα άλλοτε σαν σωματίδιο και άλλοτε σαν κύμα και σωματίδιο συγχρόνως ανάλογα με το εκτελούμενο πείραμα. Ο χώρος μπορεί να είναι κενός υλικών σωματιδίων αλλά όχι κενός πεδίων που και αυτά εκφράζονται σωματιδιακά με τα μποζόνια και αποτελούν μέρος της υλικής πραγματικότητας. Δηλαδή είναι και δεν είναι κενός.
Ακόμα και η παρέγκλιση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στην αναγκαιότητα της φύσης των πραγμάτων ακριβώς για να την αναιρέσει όση αντίφαση και αν διαθέτει ο συλλογισμός. Επομένως η αναγκαιότητα ισχύει και δεν ισχύει.
Εάν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος υπήρξε ο πρώτος που μίλησε για την ρευστότητα της Φύσης των πραγμάτων και την συνεχή αλλαγή που εξυπηρετείται από τον πόλεμο των αντιθέτων από τα οποία προκύπτει η καλύτερη αρμονία, ο Επίκουρος ήταν εκείνος που δόμησε την γνωσιοθεωρία του, το κανονικό ή στοιχειωτικό όπως την ονόμασε στην βάση της πλειότιμης «ρευστής» λογικής που βασίστηκε στην παρατήρηση και την εμπειρία της Φύσης και απέρριψε σαν καθαρά νοητικό κατασκεύασμα την Αριστοτελική λογική και τις αρχές της αντίφασης και του αποκλειόμενου τρίτου σαν ντετερμινιστικές, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Κικέρωνα που τον κατηγορεί ότι εγκατέλειψε ολόκληρο το οπλοστάσιο της λογικής απέρριψε τον ορισμό, δεν διδάσκει τίποτα περί διαίρεσης και χωρισμού σε μέρη, δεν διδάσκει κανόνες επαγωγικού συλλογισμού εξαγωγής συμπερασμάτων και δεν διαθέτει καμιά μέθοδο επίλυσης σοφιστικών διλλημάτων ή ανεύρεσης σφαλμάτων σε διφορούμενες προτάσεις. O Κικέρων δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι ο Επίκουρος απέρριψε την κρατούσα λογική αντικαθιστώντας την με την λογική της φύσης. Δεν ήταν ο μόνος. Πέρασαν πολλοί αιώνες μέχρι η ατίθαση νεότερη κόρη της Φυσικής επιστήμης, η κβαντική φυσική, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, να επιβάλλει με βάση τα πειραματικά δεδομένα την παράξενη λογική της και να προκαλέσει αμηχανία και ταραχή στους φυσικούς επιστήμονες της εποχής, που νόμιζαν ότι με την κλασσική φυσική έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με την Φύση. Φαντάζομαι τον παππού Επίκουρο να υπομειδιά με κατανόηση ακούγοντας τον ντετερμινιστή Αϊνστάιν να δηλώνει πως δεν μπορεί φανταστεί τον Θεό να παίζει ζάρια και τον Stephen Hawking να του απαντά ότι «ο θεός δεν παίζει απλώς ζάρια, αλλά μερικές φορές μας μπερδεύει καθώς τα πετάει σε μέρη όπου κανείς δε μπορεί να τα δει» (Hawking, 1995).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Η αρχή της απροσδιοριστίας ( βικιπαίδεια )
Αιτιοκρατία ( βικιπαίδεια )
Κβαντομηχανική Τροχανά
Αιτιοκρατία και απροσδιοριστία: Παναγιώτης Πέρρος (Μ.Δ.Ε. Ηθικής Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης)
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ (Eric Anderson)
ΚΑΝΟΝΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ – ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ( Γιώργος Καπλάνης)
Οι παρατηρήσεις πάνω στην απλή Λογική και η «ασαφής» λογική (Μπάμπης Πατζόγλου)
( Αιτιοκρατία, παρέγκλιση, πλειότιμος λογική )
Μία Επικούρεια προσέγγιση με βάση τα σύγχρονα δεδομένα
«Περί φύσεως» είναι ο πιο διαδεδομένος τίτλος συγγραμμάτων μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων που προβληματίστηκαν πάνω στη προέλευση και την φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Ξεπερνώντας τους μύθους και τις δοξασίες των παλαιοτέρων πρώτοι οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι επεχείρησαν να δώσουν μια ορθολογική εξήγηση της προέλευσης του κόσμου με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο του οποίου οι απόψεις σε αντίθεση αλλά και συνδυασμό με εκείνες του Παρμενίδη του Ελεάτη κίνησαν όλη την μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη. Σημαντική η συμβολή του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου και του Δημόκριτου του Αβδηρίτη που την ατομική του θεωρία ενστερνίστηκε κι βελτίωσε ο Επίκουρος ο Αθηναίος διατυπώνοντας απόψεις που μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα με την εισαγωγή των αρχών της κβαντομηχανικής άρχισαν να γίνονται καλύτερα κατανοητές.
Στο Επικούρειο Σύμπαν η πορεία των πραγμάτων καθορίζεται από τρείς παράγοντες: Από την αιτιοκρατία το τυχαίο συμβάν και το αποτέλεσμα της ατομικής παρέγκλισης που θεωρείται και η βάση της ερμηνείας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου του κεντρικότερου σημείου στην Φιλοσοφία του Επίκουρου.
Περιέργως στα σωζόμενα κείμενα δεν υπάρχει καμία αναφορά του ίδιου του Επίκουρου στην παρέγκλιση κάτι που θα περιμέναμε να υπάρχει τουλάχιστον στην προς Ηρόδοτο επιστολή του, όπου αναφέρεται στην φύση των ατόμων της ύλης και του κενού γενικότερα. Υπάρχει όμως κατά την γνώμη μου στην προς Πυθοκλή επιστολή, όπου εξηγεί τα φυσικά και μετεωρολογικά φαινόμενα, μια μισοκρυμμένη δοξασία του Δάσκαλου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αυτή είναι η άποψη του Επίκουρου για την αιτιοκρατία στην φύση, που είναι πολύ διαφορετική από την άποψη του Πλάτωνα του Αριστοτέλη των Στωικών αλλά και του Δημόκριτου. Αυτό που εμφανώς ισχυρίζεται ο Δάσκαλος είναι ότι ένα αιτιατό μπορεί να έχει πολλά αίτια και όχι αναγκαστικά ένα αίτιο όπως θεωρούσαν οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι. Με την ίδια λογική όμως και όχι κατά την γνώμη μου αυθαίρετα, συνάγεται επίσης ότι και ένα αίτιο μπορεί να οδηγήσει σε πολλά αποτελέσματα ανάλογα με τις συνθήκες της συγκυρίας. Προσωπικά θα το θεωρούσα παράλογο αν το πρώτο σκέλος του συλλογισμού δεν οδηγούσε στο δεύτερο. Αυτό είναι το μη εμφανές σκέλος της μισοκρυμμένης δοξασίας που μας οδηγεί, αν έτσι έχουν τα πράγματα, κατευθείαν στο κατώφλι της αρχής της αβεβαιότητας και προσεγγίζει ίσως την παρέγκλιση από έναν διαφορετικό δρόμο. Η αρχή της αβεβαιότητας είναι βασικός νόμος της κβαντομηχανικής και εγγενές χαρακτηριστικό του κβαντικού κόσμου, του παράξενου δηλαδή υποατομικού κόσμου, της ουσίας της υλικής πραγματικότητας. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg, 1901 - 1976). Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά, ούτε και θεωρητικά η θέση και η ταχύτητα ή ορμή, ενός σωματιδίου. Εν αντιθέσει με την αρχή της αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας υπάρχουν γεγονότα των οποίων η εκδήλωση δεν υπαγορεύεται από κάποια αιτία.
Ο ακριβής λοιπόν υπολογισμός όλων των παραμέτρων ενός κβαντικού συστήματος είναι ανέφικτος. Έτσι για να ξεπεραστεί η απροσδιοριστία που προκύπτει εισάγεται η έννοια της πιθανότητας. Αυτό σημαίνει πως τίποτα στο σύμπαν δεν μπορεί να προβλεφθεί απόλυτα ακόμα και αν είχαμε την δυνατότητα να διαθέτουμε όλα τα στοιχεία του παρελθόντος και την ικανότητα να τα αναλύσουμε με ακρίβεια. Αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία του ανθρώπου να παρατηρήσει και να αναλύσει συγκεκριμένα φαινόμενα αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της Φύσης, η οποία έχει παρατηρηθεί πειραματικά. Είναι δηλαδή οντολογικής και όχι τεχνικής φύσης. Πέραν τούτων ο διάσημος σύγχρονος θεωρητικός φυσικός Stephen Hawking εισάγει στο «πεδίο μάχης» αιτιοκρατίας και απροσδιοριστίας τα δεδομένα που αντλούμε από την ύπαρξη των μαύρων τρυπών στο σύμπαν. Υποστηρίζει ότι ενώ ο Heisenberg στην θεωρία του διετύπωσε πως θα μπορούσαμε να εξακριβώσουμε την πραγματική κατάσταση των κβάντα γνωρίζοντας (τη στιγμή της παρατήρησης βέβαια) επακριβώς τη θέση και την κινητική τους κατάσταση, αν λάβουμε υπ' όψιν την ύπαρξη των μαύρων τρυπών στο σύμπαν, δε μπορούμε ούτε καν αυτή την υπόθεση να κάνουμε, καθώς αν κάποιο σωματίδιο εισέλθει στη μαύρη τρύπα, είναι εντελώς αθέατο και ως εκ τούτου, ανεπίδεκτο οποιασδήποτε παρατήρησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις λοιπόν, όχι μόνο απροσδιοριστία υπάρχει, αλλά φαινόμενα που ποτέ δεν θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ώστε να διατυπώσουμε έστω μια υπόθεση για την κατάσταση, τη θέση ή την ταχύτητα των σωματιδίων υπό τις συνθήκες των φαινομένων αυτών.
Η αβεβαιότητα λοιπόν και η ασάφεια είναι στην ουσία της φύσης των πραγμάτων και η αυστηρή αιτιοκρατία στην φύση, ο Δαίμων του Laplace, δεν μπορεί να ισχύει, δίνοντας την θέση της στην πιθανοκρατία.
Ακόμα και οι φυσικοί νόμοι φαίνεται πως δεν είναι απόλυτα απαρέγκλιτοι αλλά έχουν άλλη έκφραση στον κόσμο της καθημερινής μας εμπειρίας άλλη στον υποατομικό μικρόκοσμο και πιθανότατα άλλη στις μαύρες τρύπες. Έτσι αν μία λαστιχένια μπάλα προσκρούσει σε ένα τοίχο θα ανακλαστεί και η πιθανότητα να τον διαπεράσει τείνει στο μηδέν, ένα όμως υποατομικό σωματίδιο έχει καλές πιθανότητες να τον διαπεράσει, προκαλώντας το φαινόμενο της κβαντικής σήραγγας. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση πως ο μακρόκοσμος είναι μια ακραία έκφραση του κβαντικού κόσμου.
Το γεγονός ότι ένα αποτέλεσμα μπορεί να οφείλεται σε πολλά αίτια είναι εμφανές. Ένας σεισμός για παράδειγμα μπορεί να οφείλεται σε τριβή των τεκτονικών πλακών, σε κατολίσθηση, ή σε έκρηξη αλλά και το αντίθετο επίσης μπορεί να συμβαίνει. Ένα αίτιο υπό διάφορες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα. Ένα φάρμακο για παράδειγμα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στην θεραπεία ή τον θάνατο ανάλογα με την δόση στην οποία χορηγείται και την ύπαρξη ή μη άλλων νοσογόνων καταστάσεων, αλλεργίας ή άλλων παραμέτρων στον ασθενή.
Το αποτέλεσμα ενός αιτίου επομένως, μπορεί να εξαρτάται όχι μόνο από το ίδιο το αίτιο αλλά και από ένα απροσδιόριστο αριθμό παραγόντων που συγκροτούν την συγκυρία και επιδρούν καθ' οιονδήποτε τρόπο μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα. Επομένως το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά δεδομένο. Μπορεί από ένα αίτιο να προκύψει λίγο ως πολύ το αναμενόμενο αποτέλεσμα αλλά υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα όσο μικρή και αν είναι αυτή, να προκύψει κάτι τελείως διαφορετικό από το αναμενόμενο. Τα αποτελέσματα επομένως ενός αιτίου παίρνουν διάφορες τιμές πιθανότητας υλοποίησης. Εάν κάποιος πέσει από τον 10ο όροφο ενός κτηρίου το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνει σκάζοντας στο έδαφος, αλλά μπορεί επίσης να υπάρξουν πολλές άλλες εκδοχές όπως να σωθεί πέφτοντας στην σκαλωσιά ενός συνεργείου καθαρισμού υαλοπινάκων ή να εξαερωθεί από μία πυρηνική έκρηξη που θα συμβεί εκείνη την στιγμή πριν φτάσει καν στο έδαφος. Η πιθανότητα υλοποίησης της τελευταίας εκδοχής είναι απειροελάχιστη αλλά παραμένει πάντα πραγματική πιθανότητα στην φύση.
Το αποτέλεσμα ενός αιτίου δεν μπορεί να είναι καν ντετερμινιστικά επαναλήψιμο, αφού η συγκυρία παραγόντων που παρεμβάλλεται μεταξύ αιτίου – αποτελέσματος και επηρεάζουν το σύστημα μεταβάλλεται συνεχώς. ( Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι έλεγε ο Ηράκλειτος).
Και κάπου εδώ φτάνουμε στο φαινόμενο της παρέγκλισης που αντιπροσωπεύει το απίθανο αλλά όχι το αδύνατο που η έννοιά του δεν υφίσταται στην φύση. Και από το απίθανο μπορεί, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Δάσκαλος, να ξεκινήσει ένας καταρράκτης γεγονότων που να οδηγήσει στην δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου. Εδώ πλέον προσεγγίζουμε την θεμελιώδη αρχή της θεωρίας του Χάους που υποστηρίζει ότι μία ανεπαίσθητη αλλαγή στις αρχικές συνθήκες ενός ασταθούς συστήματος, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτα και συχνά δυσανάλογα αποτελέσματα. Η σύλληψη της αρχής αυτής δεν είναι κάτι καινούργιο και περιγράφεται πολύ γλαφυρά σε μία παροιμία του 15ου αιώνα που λέει:
Για ένα καρφί χάθηκε το πέταλο
Για ένα πέταλο χάθηκε το άλογο
Για ένα άλογο χάθηκε ο καβαλάρης
Για ένα καβαλάρη χάθηκε η μάχη
Για μία μάχη χάθηκε το Βασίλειο
Η παρέγκλιση λοιπόν είναι φυσικό επακόλουθο και έκφραση της απροσδιοριστίας που υπάρχει στην ουσία της φύσης των πραγμάτων που πρώτη συνέλαβε η διάνοια του Μεγάλου Επίκουρου. Δεν είναι ένα αυθαίρετο επινόημα στην επικούρεια φιλοσοφία για να σπάσει την άτεγκτη αιτιοκρατία του Δημοκρίτειου σύμπαντος ώστε να τεκμηριωθεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Δεν έχει επίσης άμεση σχέση με το τυχαίο (αστάθμητος παράγων) που αποτελεί απλά μία παράμετρο της συγκυρίας. Η Τύχη έλεγε ο Επίκουρος δεν είναι θεά γιατί είναι άστατη και μπορεί ένα τυχαίο γεγονός να είναι απαρχή μεγάλων καλών ή μεγάλων δεινών ανάλογα αν το διαχειριστεί κανείς με φρόνηση ή όχι.
Το εάν η απροσδιοριστία που εκφράζεται με την παρέγκλιση και καταργεί την άτεγκτη αιτιοκρατία μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι μια μεγάλη συζήτηση. Το γεγονός όμως ότι αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτήν την ελεύθερη βούληση δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί.
Η φύση των πραγμάτων δίνει την εντύπωση της ρευστότητας όπως πρώτος παρατήρησε ο Μεγάλος Ηράκλειτος (Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ'αυτό μένειν ) Και ο Επικούρειος Διογένης ο Οινοανδέας συμπληρώνει: «Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν, όχι όμως με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμιά στιγμή να μην μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν την φύση των πραγμάτων». Η υλική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από συνεχή μεταβλητότητα στον χώρο και τον χρόνο ή καλύτερα στον χωροχρόνο που αποτελεί και αυτός έκφραση της υλικής πραγματικότητας. Δεν είναι δυνατό να νοηθεί χώρος και χρόνος έξω από την πραγματικότητα αυτή. Κάτι όμως που συνεχώς μεταβάλλεται είναι από την φύση του ατελές και ακαθόριστο. Και γι αυτό αδύνατο να ορισθεί με ακρίβεια. Οι ορισμοί απαιτούν σταθερές και απόλυτες έννοιες. Τέτοιες έννοιες όμως είναι δικά μας νοητικά κατασκευάσματα και φαίνεται να μη συνάδουν με την φύση των πραγμάτων. Έτσι για το τι είναι ύλη μπορούμε να πούμε πολλά αλλά είναι αδύνατο να δώσουμε ένα γενικό ορισμό. Γι αυτό προτιμώ να χρησιμοποιώ την έκφραση υλική πραγματικότητα.
Ο ανθρώπινος νους έχει πράγματι δυσκολία να κατανοήσει την ρευστή πραγματικότητα. Προσπαθεί λοιπόν να την «κομματιάσει» σε στατικά στιγμιότυπα που διαδέχονται το ένα το άλλο. Αποκτά έτσι μία στατική αίσθηση της πραγματικότητας που είναι όμως ένα νοητικό δημιούργημα. Προσπαθεί να ορίσει τα πράγματα θεωρώντας τα στατικά. Ψάχνει τον τέλειο ορισμό για το κάθε τι και φυσικά εισπράττει την απογοήτευση του Σωκράτη.
Η αναζήτηση κάποιας βαθύτερης πραγματικότητας, αιώνιας, αναλλοίωτης, απόλυτης, πίσω από τα φαινόμενα, αντικατοπτρίζει την ψυχολογική τάση του ανθρώπου να αναζητά σταθερότητα στην ζωή του και εκφράζεται ακριβώς με αυτόν τον στατικό τρόπο σκέψης. Ο άνθρωπος δημιούργησε έτσι την έννοια της θεότητας και της απένειμε ο ίδιος ως ιδιότητες απόλυτες έννοιες όπως αιωνιότητα, τελειότητα, πανσοφία, αγαθότητα, παντοδυναμία, παντογνωσία, για να τις δεχτεί έπειτα σαν apriori ιδιότητες της Θεότητας και να της αποδώσει ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει αλλά και να της φορτώσει την ευθύνη της ζωής του ( θεία Πρόνοια).
Ψάχνοντας κάτι βαθύτερο ο άνθρωπος κυνήγησε κάτι το ανύπαρκτο μια χίμαιρα ένα νοητικό κατασκεύασμα που του έδωσε ο ίδιος υπόσταση και του επέτρεψε να τον οδηγήσει σε λαβυρίνθους μυστικισμού και δεισιδαιμονίας και να του καταδυναστεύσει την ζωή.
Ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος αυτής της λογικής που ξεκίνησε με τον Παρμενίδη συνεχίστηκε με τον Ζήνωνα τον Ελεάτη και πέρασε από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, είναι ο Αριστοτέλης που την συστηματοποίησε και την συμπλήρωσε. Αυτή βασίζεται σε τρείς αρχές:
Την αρχή της ταυτότητας: το Α είναι Α
Την αρχή της μη αντίφασης: εάν το Α είναι Β τότε το Α δεν μπορεί να είναι μη-Β
Την αρχή του αποκλειόμενου τρίτου: Το Α θα είναι ή Β ή μη Β.
Παρατηρούμε ότι η λογική του Αριστοτέλη πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλη η Δυτική σκέψη τους επόμενους αιώνες είναι καθαρά στατική και ντετερμινιστική. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο νους μας προσπαθεί να ξεχωρίσει να ταξινομήσει και να κατηγοριοποιήσει τις έννοιες ώστε να μπορεί να προβεί σε συλλογισμούς. Έτσι όταν σκεφτόμαστε μία έννοια αυτή είναι το ίδιο με τον εαυτό της, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, πολύ περισσότερο το αντίθετό της. Όταν μιλάμε για τραπέζι εννοούμε τραπέζι και τίποτα άλλο. Ασυναίσθητα ο άνθρωπος τον τρόπο σκέψης του τον μεταφέρει στην Φύση των πραγμάτων προσπαθώντας να την υποτάξει στους ίδιους νοητικούς κανόνες. Αυτό όμως είναι έξω από την λογική της Φύσης και τον οδηγεί συχνά σε αδιέξοδο και αμηχανία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο πρώτος που αμφισβητεί τα αξιώματα της Αριστοτελικής λογικής είναι ο ίδιος ο Αριστοτέλης! Αξίζει εδώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ασαφής λογική» (Fuzzy Logic, 1993) των Daniel McNeill και Paul Freiberger που το δανείζομαι από το εξαίρετο βιβλίο του Eric Anderson « Ο Επίκουρος στον 21 Αιώνα»:
« Στο < Μετά τα φυσικά > λίγες σελίδες προτού διατυπώσει τον Νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, ο Αριστοτέλης λέει: < Το περισσότερο και το λιγότερο εξακολουθούν να υπάρχουν στην φύση των πραγμάτων >, προσθέτοντας πως κάποιος που ισχυρίζεται ότι το 4 ισούται με το 5, είναι πιο σωστός από κάποιον που ισχυρίζεται ότι το 4 ισούται με το 1.000. Στο < περί Ερμηνείας > χρησιμοποιεί τους όρους αληθέστερο και ψευδέστερο. Η αλήθεια λοιπόν έχει διαβαθμίσεις ακόμα και για τον Αριστοτέλη.
Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προσφέρει άφθονα επιχειρήματα ενάντια στα ίδια του τα αξιώματα. Το πιο φημισμένο από αυτά είναι εκείνο της ναυμαχίας. Στο κεφάλαιο 9 του < Περί Ερμηνείας > εξετάζει τον ισχυρισμό: < Αύριο θα γίνει ναυμαχία >. Αληθεύει ή δεν αληθεύει:
Ένας ντετερμινιστής θα ισχυριζόταν ότι τούτη τη στιγμή, θα πρέπει ο ισχυρισμός να είναι αληθής είτε ψευδής. Τα γεγονότα είναι προδιαγεγραμμένα από την Θεία Πρόνοια ή από φυσικούς νόμους. Αν γνωρίζαμε αρκετά για τις βουλές του Θεού ή την αλληλουχία των αιτίων, θα μπορούσαμε αμέσως να πούμε αν αληθεύει ή ψεύδεται ο ισχυρισμός.
Ένας μη ντετερμινιστής θα είχε ενδοιασμούς. Τα γεγονότα δεν είναι προδιαγεγραμμένα κι επομένως τούτη την στιγμή ίσως μας είναι αδύνατο να γνωρίζουμε την απάντηση, ακόμη και αν έχουμε πλήρη γνώση όλων των συντελεστών και παραμέτρων… Η απάντηση μπορεί απλά να μην υπάρχει ακόμη. Αν είναι έτσι ο ισχυρισμός προς το παρόν δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, αλλά απροσδιόριστος.
Το < περί Ερμηνείας > είναι ένα πυκνό, δύσβατο έργο, κι το κρίσιμο Κεφάλαιο 9 είναι τόσο δυσνόητο, ώστε οι μελετητές εξακολουθούν να διαφωνούν για το νόημά του. Ωστόσο, φαίνεται ότι πραγματεύεται την παραπάνω επιχειρηματολογία κι ότι με μισή καρδιά απορρίπτει την αιτιοκρατία και συμπεραίνει πως ο ισχυρισμός < Αύριο θα γίνει ναυμαχία > έχει μία ενδιάμεση τιμή αλήθειας. Σπάει λοιπόν η λεπτή διαχωριστική γραμμή. Ο νόμος του αποκλειομένου τρίτου υποχωρεί.
Στην ρευστή λοιπόν πραγματικότητα οι κανόνες της στατικής λογικής θα έπαιρναν πάνω –κάτω την εξής μορφή:
Το Α είναι λίγο-πολύ Α αφού μέχρι να ειπωθεί η πρόταση το Α έχει έστω και κατ' ελάχιστο μεταβληθεί.
Εάν το Α είναι λίγο-πολύ Β τότε μπορεί να είναι και πολύ η λίγο μη Β
Το Α είναι λίγο-πολύ Β αλλά ίσως και πολύ-λίγο μη Β ή και λίγο Γ,Δ,Ε,......
Η Διαλεκτική αυτή προσέγγιση της ρευστής υλικής πραγματικότητας σπάζει τον νόμο της αντίφασης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Παρμενίδης ο Ελεάτης που τον πρωτοδιατύπωσε υπήρξε ο εισηγητής του ακίνητου, απόλυτου, συμπαγούς, αγέννητου και ανόλεθρου Είναι, που αντιπροσωπεύει την Απόλυτη, Ολοστρόγγυλη Αλήθεια και Ύπαρξη των όντων, ενώ την μεταβλητότητα την θεωρεί ψευδαίσθηση του κόσμου των φαινομένων.
Στην συνεχή ροή της πραγματικότητας δεν είναι δυνατόν να υπάρχει καθορισμένο όριο μετάβασης από μία κατάσταση σε μία άλλη. Πότε μια παρέα ανθρώπων γίνεται πλήθος, πότε το κορίτσι γίνεται έφηβη, πότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος στην Γή, πότε περπάτησε όρθιος και πότε πρωτομίλησε, πότε ένας άνδρας γίνεται φαλακρός και πόσες τρίχες πρέπει να έχει κάποιος στο κεφάλι του για να μην είναι φαλακρός είναι ερωτήματα χωρίς ουσία.
Στην ίδια λογική έστω ότι δύο άνθρωποι ο Α και ο Β έχουν από δύο πορτοκάλια. Αν ο Α αρπάξει από τον Β το ένα, δεν θα έχει τρία πορτοκάλια αλλά 3+ ενώ ο Β θα έχει 1- γιατί συνυπολογίζεται η δυναμική του συστήματος και οι πιθανότητες που έχει ο Β να χάσει και το άλλο πορτοκάλι.
Στην φύση διλλήματα δεν μπορεί να υπάρχουν. Παράδειγμα το σοφιστικό ερώτημα ποιο έγινε πρώτο το αυγό ή η κότα δεν έχει κανένα νόημα. Επειδή το αυγό διαδέχεται την κότα αλλά η κότα που θα βγει από το αυγό διαφέρει έστω κατ ελάχιστο από την μητρική κότα επειδή η φύση μέσω του DNA δεν παράγει ακριβή αντίγραφα των οργανισμών αλλά ελαφρά τροποποιημένα από το πρωτότυπο. Όπως ελέχθη σε μία όμορφη τηλεοπτική εκπομπή του καθηγητή του πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιου Γραμματικάκη η φύση δεν λειτουργεί σαν εργοστάσιο παραγωγής τυποποιημένων προϊόντων, αλλά σαν μάστορας. Και ποτέ δεν γνωρίζεις με σιγουριά τι ακριβώς θα σου βγάλει ένας μάστορας. Κοντολογίς στα βάθη του χρόνου η κότα προήλθε από κάποιο ερπετό που με συνεχείς γενετικές αλλαγές κατέληξε στην σημερινή κότα που και αυτή θα εξελιχθεί σε κάτι άλλο στο μακρινό μέλλον.
Σε κβαντικό επίπεδο τα υποατομικά υλικά σωματίδια ( φερμιόνια ) έχουν συγχρόνως και σωματιδιακές και κυματικές ιδιότητες και άλλοτε συμπεριφέρονται σαν κύμα άλλοτε σαν σωματίδιο και άλλοτε σαν κύμα και σωματίδιο συγχρόνως ανάλογα με το εκτελούμενο πείραμα. Ο χώρος μπορεί να είναι κενός υλικών σωματιδίων αλλά όχι κενός πεδίων που και αυτά εκφράζονται σωματιδιακά με τα μποζόνια και αποτελούν μέρος της υλικής πραγματικότητας. Δηλαδή είναι και δεν είναι κενός.
Ακόμα και η παρέγκλιση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στην αναγκαιότητα της φύσης των πραγμάτων ακριβώς για να την αναιρέσει όση αντίφαση και αν διαθέτει ο συλλογισμός. Επομένως η αναγκαιότητα ισχύει και δεν ισχύει.
Εάν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος υπήρξε ο πρώτος που μίλησε για την ρευστότητα της Φύσης των πραγμάτων και την συνεχή αλλαγή που εξυπηρετείται από τον πόλεμο των αντιθέτων από τα οποία προκύπτει η καλύτερη αρμονία, ο Επίκουρος ήταν εκείνος που δόμησε την γνωσιοθεωρία του, το κανονικό ή στοιχειωτικό όπως την ονόμασε στην βάση της πλειότιμης «ρευστής» λογικής που βασίστηκε στην παρατήρηση και την εμπειρία της Φύσης και απέρριψε σαν καθαρά νοητικό κατασκεύασμα την Αριστοτελική λογική και τις αρχές της αντίφασης και του αποκλειόμενου τρίτου σαν ντετερμινιστικές, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Κικέρωνα που τον κατηγορεί ότι εγκατέλειψε ολόκληρο το οπλοστάσιο της λογικής απέρριψε τον ορισμό, δεν διδάσκει τίποτα περί διαίρεσης και χωρισμού σε μέρη, δεν διδάσκει κανόνες επαγωγικού συλλογισμού εξαγωγής συμπερασμάτων και δεν διαθέτει καμιά μέθοδο επίλυσης σοφιστικών διλλημάτων ή ανεύρεσης σφαλμάτων σε διφορούμενες προτάσεις. O Κικέρων δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι ο Επίκουρος απέρριψε την κρατούσα λογική αντικαθιστώντας την με την λογική της φύσης. Δεν ήταν ο μόνος. Πέρασαν πολλοί αιώνες μέχρι η ατίθαση νεότερη κόρη της Φυσικής επιστήμης, η κβαντική φυσική, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, να επιβάλλει με βάση τα πειραματικά δεδομένα την παράξενη λογική της και να προκαλέσει αμηχανία και ταραχή στους φυσικούς επιστήμονες της εποχής, που νόμιζαν ότι με την κλασσική φυσική έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με την Φύση. Φαντάζομαι τον παππού Επίκουρο να υπομειδιά με κατανόηση ακούγοντας τον ντετερμινιστή Αϊνστάιν να δηλώνει πως δεν μπορεί φανταστεί τον Θεό να παίζει ζάρια και τον Stephen Hawking να του απαντά ότι «ο θεός δεν παίζει απλώς ζάρια, αλλά μερικές φορές μας μπερδεύει καθώς τα πετάει σε μέρη όπου κανείς δε μπορεί να τα δει» (Hawking, 1995).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Η αρχή της απροσδιοριστίας ( βικιπαίδεια )
Αιτιοκρατία ( βικιπαίδεια )
Κβαντομηχανική Τροχανά
Αιτιοκρατία και απροσδιοριστία: Παναγιώτης Πέρρος (Μ.Δ.Ε. Ηθικής Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης)
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ (Eric Anderson)
ΚΑΝΟΝΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ – ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ( Γιώργος Καπλάνης)
Οι παρατηρήσεις πάνω στην απλή Λογική και η «ασαφής» λογική (Μπάμπης Πατζόγλου)