Του Γιώργου Τσιάρα
Επιστολή του βαρυποινίτη Μπράντλεϊ Μάνινγκ, του στρατιωτικού αναλυτή που έκλεψε και έδωσε στην ιστοσελίδα Wikileaks εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα αμερικανικά τηλεγραφήματα, αποκαλύπτει τη συστηματική υποστήριξη του αμερικανικού στρατού προς την κυβέρνηση Μάλικι.
Τις τελευταίες ημέρες, και ενώ οι φανατικοί σουνίτες μαχητές καταλάμβαναν τη μια ιρακινή πόλη μετά την άλλη, διαβάσαμε στον διεθνή –και ιδίως τον αμερικανικό- Τύπο ατέλειωτα κατεβατά από επώνυμους «αναλυτές»-παπαγαλάκια, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η καημένη η Αμερική δεν φταίει σε τίποτε για τον νέο τρομακτικό εμφύλιο του Ιράκ, όπως και για το γενικότερο χάος στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία
Ο Ομπάμα και ο Μπους είναι, λέει, αθώοι του αίματος: ο μόνος ένοχος για τη νέα αδελφοκτόνο σύρραξη και την ανθρωπιστική καταστροφή που αναπόδραστα τη συνοδεύει είναι, λέν’, ο «κακός» Νούρι αλ Μάλικι και φυσικά το Ιράν! Το Ιράκ και η Συρία, λέει, θα κατακερματίζονταν έτσι κι αλλιώς: η αμερικανική επέμβαση απλώς καθυστέρησε το αναπόφευκτο.
Διάσημοι Αμερικανοί σχολιογράφοι, όπως ο Τόμας Φρίντμαν, ο Ρότζερ Κόεν και ο Νίκολας Κριστόφ των New York Times –οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από έντεκα χρόνια προετοίμασαν το έδαφος για την εισβολή, αναπαράγοντας τα ασύστολα ψευδή περί χημικού/πυρηνικού οπλοστασίου του Σαντάμ–, ξεπλένουν τώρα τα αποτυπώματα της Αμερικής στο μέγα αυτό νεοαποικιακό έγκλημα, που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από ένα εκατομμύριο αμάχους. Και βέβαια ζητούν πιεστικά από τον Ομπάμα να εισβάλει ξανά στη δύστυχη αυτή χώρα, για να διώξει τους «φανατικούς», με τίτλους–κραυγές όπως «Πάρτε πίσω τη Μοσούλη».
Η μνήμη των σπουδαίων αυτών (αν-)αρθρογράφων είναι βέβαια κομματάκι επιλεκτική: ξεχνούν, για παράδειγμα, ότι ο Μάλικι και η αιματοβαμμένη φιλοσιιτική κατοχική κυβέρνησή του διορίστηκαν από τις ίδιες τις ΗΠΑ το 2006, σαν απάντηση στο σουνιτικό αντάρτικο, και με τη δική τους στήριξη «εξελέγησαν» το 2010. Οπως ξεχνούν τις ενθουσιώδεις «αναλύσεις» τους για την ανάγκη στήριξης των φανατικών σουνιτών εκεί που βόλευε τις ΗΠΑ, όπως στη Συρία και τη Λιβύη.
Οι New York Times είναι βέβαια μια μεγάλη εφημερίδα, και ως τέτοια φροντίζει να δημοσιοποιεί και ψήγματα αλήθειας, έστω και ως «ξεκάρφωμα» για τη συνεχή ροή της προπαγάνδας της. Ετσι, την περασμένη Κυριακή, φιλοξένησαν μια επιστολή του βαρυποινίτη Μπράντλεϊ Μάνινγκ, του στρατιωτικού αναλυτή που έκλεψε και έδωσε στην ιστοσελίδα Wikileaks εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα αμερικανικά τηλεγραφήματα. Ο Μάνινγκ υπηρέτησε για χρόνια στην «Πράσινη Ζώνη» του Ιράκ και είδε από πρώτο χέρι όχι μόνο τη συστηματική υποστήριξη του αμερικανικού στρατού προς την κυβέρνηση Μάλικι, αλλά και τη συγκάλυψη των εγκλημάτων που διέπρατταν σε καθημερινή βάση τα παρακρατικά «τάγματα θανάτου» της Βαγδάτης σε βάρος των «αντικαθεστωτικών» σουνιτών.
Ο Μάνινγκ θυμάται πολύ καλά τι συνέβαινε στο Ιράκ το 2010, τη χρονιά της «εκλογής» του Μάλικι: τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι στρατιωτικοί αναλυτές άκουγαν καθημερινά τρομακτικές ιστορίες για απαγωγές, βασανισμούς και δολοφονίες των πολιτικών αντιπάλων της δοτής κυβέρνησης από αστυνομικούς και ασφαλίτες του υπουργείου Εσωτερικών. Σε μια περίπτωση, ενημέρωσε ο ίδιος τον Αμερικανό στρατιωτικό διοικητή της ανατολικής Βαγδάτης για τη σύλληψη και εξαφάνιση 15 Ιρακινών, που είχαν τολμήσει να τυπώσουν ένα προεκλογικό φυλλάδιο που κατέκρινε τον Μάλικι: όταν του είπε πως οι συλληφθέντες δεν είχαν καμιά σχέση με τρομοκρατία, ο υψηλόβαθμος αξιωματικός τού απάντησε ότι «δεν θέλει να ξέρει τίποτε γι’ αυτό» και ότι είναι «υποχρέωσή τους» η καταδίωξη όσων πολεμούν το καθεστώς…
«Σοκαρίστηκα από τη συνενοχή του αμερικανικού στρατού μας στις ενέργειες του διεφθαρμένου καθεστώτος κατά τη διάρκεια των εκλογών. Κι όμως, όλες αυτές οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αγνοήθηκαν από τον αμερικανικό Τύπο, που αντίθετα είχε πλημμυρίσει με άρθρα για το πόσο πετυχημένες και δημοκρατικές ήταν οι εκλογές και για το πώς η αμερικανική εισβολή είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ένα σταθερό και δημοκρατικό Ιράκ», γράφει ο Μάνινγκ, ο οποίος φυσικά αποδίδει τη συγκάλυψη στην κουλτούρα των «ενσωματωμένων δημοσιογράφων» που καλλιέργησε σκοπίμως το Πεντάγωνο… Μια κουλτούρα συνενοχής που, δυστυχώς, ζει και βασιλεύει στην αμερικανική –και όχι μόνο– δημοσιογραφία του 2014.
Πηγή
Επιστολή του βαρυποινίτη Μπράντλεϊ Μάνινγκ, του στρατιωτικού αναλυτή που έκλεψε και έδωσε στην ιστοσελίδα Wikileaks εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα αμερικανικά τηλεγραφήματα, αποκαλύπτει τη συστηματική υποστήριξη του αμερικανικού στρατού προς την κυβέρνηση Μάλικι.
Τις τελευταίες ημέρες, και ενώ οι φανατικοί σουνίτες μαχητές καταλάμβαναν τη μια ιρακινή πόλη μετά την άλλη, διαβάσαμε στον διεθνή –και ιδίως τον αμερικανικό- Τύπο ατέλειωτα κατεβατά από επώνυμους «αναλυτές»-παπαγαλάκια, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η καημένη η Αμερική δεν φταίει σε τίποτε για τον νέο τρομακτικό εμφύλιο του Ιράκ, όπως και για το γενικότερο χάος στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία
Ο Ομπάμα και ο Μπους είναι, λέει, αθώοι του αίματος: ο μόνος ένοχος για τη νέα αδελφοκτόνο σύρραξη και την ανθρωπιστική καταστροφή που αναπόδραστα τη συνοδεύει είναι, λέν’, ο «κακός» Νούρι αλ Μάλικι και φυσικά το Ιράν! Το Ιράκ και η Συρία, λέει, θα κατακερματίζονταν έτσι κι αλλιώς: η αμερικανική επέμβαση απλώς καθυστέρησε το αναπόφευκτο.
Διάσημοι Αμερικανοί σχολιογράφοι, όπως ο Τόμας Φρίντμαν, ο Ρότζερ Κόεν και ο Νίκολας Κριστόφ των New York Times –οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από έντεκα χρόνια προετοίμασαν το έδαφος για την εισβολή, αναπαράγοντας τα ασύστολα ψευδή περί χημικού/πυρηνικού οπλοστασίου του Σαντάμ–, ξεπλένουν τώρα τα αποτυπώματα της Αμερικής στο μέγα αυτό νεοαποικιακό έγκλημα, που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από ένα εκατομμύριο αμάχους. Και βέβαια ζητούν πιεστικά από τον Ομπάμα να εισβάλει ξανά στη δύστυχη αυτή χώρα, για να διώξει τους «φανατικούς», με τίτλους–κραυγές όπως «Πάρτε πίσω τη Μοσούλη».
Η μνήμη των σπουδαίων αυτών (αν-)αρθρογράφων είναι βέβαια κομματάκι επιλεκτική: ξεχνούν, για παράδειγμα, ότι ο Μάλικι και η αιματοβαμμένη φιλοσιιτική κατοχική κυβέρνησή του διορίστηκαν από τις ίδιες τις ΗΠΑ το 2006, σαν απάντηση στο σουνιτικό αντάρτικο, και με τη δική τους στήριξη «εξελέγησαν» το 2010. Οπως ξεχνούν τις ενθουσιώδεις «αναλύσεις» τους για την ανάγκη στήριξης των φανατικών σουνιτών εκεί που βόλευε τις ΗΠΑ, όπως στη Συρία και τη Λιβύη.
Οι New York Times είναι βέβαια μια μεγάλη εφημερίδα, και ως τέτοια φροντίζει να δημοσιοποιεί και ψήγματα αλήθειας, έστω και ως «ξεκάρφωμα» για τη συνεχή ροή της προπαγάνδας της. Ετσι, την περασμένη Κυριακή, φιλοξένησαν μια επιστολή του βαρυποινίτη Μπράντλεϊ Μάνινγκ, του στρατιωτικού αναλυτή που έκλεψε και έδωσε στην ιστοσελίδα Wikileaks εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα αμερικανικά τηλεγραφήματα. Ο Μάνινγκ υπηρέτησε για χρόνια στην «Πράσινη Ζώνη» του Ιράκ και είδε από πρώτο χέρι όχι μόνο τη συστηματική υποστήριξη του αμερικανικού στρατού προς την κυβέρνηση Μάλικι, αλλά και τη συγκάλυψη των εγκλημάτων που διέπρατταν σε καθημερινή βάση τα παρακρατικά «τάγματα θανάτου» της Βαγδάτης σε βάρος των «αντικαθεστωτικών» σουνιτών.
Ο Μάνινγκ θυμάται πολύ καλά τι συνέβαινε στο Ιράκ το 2010, τη χρονιά της «εκλογής» του Μάλικι: τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι στρατιωτικοί αναλυτές άκουγαν καθημερινά τρομακτικές ιστορίες για απαγωγές, βασανισμούς και δολοφονίες των πολιτικών αντιπάλων της δοτής κυβέρνησης από αστυνομικούς και ασφαλίτες του υπουργείου Εσωτερικών. Σε μια περίπτωση, ενημέρωσε ο ίδιος τον Αμερικανό στρατιωτικό διοικητή της ανατολικής Βαγδάτης για τη σύλληψη και εξαφάνιση 15 Ιρακινών, που είχαν τολμήσει να τυπώσουν ένα προεκλογικό φυλλάδιο που κατέκρινε τον Μάλικι: όταν του είπε πως οι συλληφθέντες δεν είχαν καμιά σχέση με τρομοκρατία, ο υψηλόβαθμος αξιωματικός τού απάντησε ότι «δεν θέλει να ξέρει τίποτε γι’ αυτό» και ότι είναι «υποχρέωσή τους» η καταδίωξη όσων πολεμούν το καθεστώς…
«Σοκαρίστηκα από τη συνενοχή του αμερικανικού στρατού μας στις ενέργειες του διεφθαρμένου καθεστώτος κατά τη διάρκεια των εκλογών. Κι όμως, όλες αυτές οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αγνοήθηκαν από τον αμερικανικό Τύπο, που αντίθετα είχε πλημμυρίσει με άρθρα για το πόσο πετυχημένες και δημοκρατικές ήταν οι εκλογές και για το πώς η αμερικανική εισβολή είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ένα σταθερό και δημοκρατικό Ιράκ», γράφει ο Μάνινγκ, ο οποίος φυσικά αποδίδει τη συγκάλυψη στην κουλτούρα των «ενσωματωμένων δημοσιογράφων» που καλλιέργησε σκοπίμως το Πεντάγωνο… Μια κουλτούρα συνενοχής που, δυστυχώς, ζει και βασιλεύει στην αμερικανική –και όχι μόνο– δημοσιογραφία του 2014.
Πηγή