Από το : ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΕΥΡΑ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ
ΑΓΑΘΟ
Επί προσώπων αγαθός είναι ο καλός, ο ήπιος, ο ανδρείος, ο ηθικός. Επί πραγμάτων αγαθό είναι ό,τι είναι καλό, ωφέλιμο και χρήσιμο.
Γ ια τον Επίκουρο υπάρχουν δύο αγαθά, από τα οποία συντίθεται η υπέρτατη ευδαιμονία: το απαλλαγμένο από τον πόνο σώμα και η αδιατάραχτη ψυχή. Αυτά τα αγαθά, εάν είναι τέλεια δεν αυξάνουν - πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί αυτό που είναι πλήρες; - Το σώμα δεν επηρεάζεται από τον πόνο - Τι θα μπορούσε να προστεθεί στην απουσία πόνου; Η ψυχή είναι σταθερή και ήρεμη: τι θα μπορούσε να προστεθεί σ’ αυτή την ηρεμία; Όπως ο αίθριος ουρανός δεν μπορεί να γίνει περισσότερο καθαρός, εφόσον έχει φτάσει στο μέγιστο βαθμό καθαρότητας, έτσι και ο άνθρωπος που επιμελείται το σώμα και την ψυχή του και την αρμονική συνυφή τους προς το καλό του, βρίσκεται σε τέλεια κατάσταση και έχει πραγματοποιήσει όλους τους πόθους του. Και όποιες τέρψεις κι αν έρθουν από έξω δεν θα επαυξήσουν το υπέρτατο αγαθό, απλά, ούτως ειπείν το ευφραίνουν και αποτελούν το καρύκευμά του. «Γιατί το απόλυτο αγαθό για την ανθρώπινη φύση ικανοποιείται με την ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα».
ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Οι αισθήσεις είναι, όπως μας διδάσκει ο Επίκουρος, το πρώτο κριτήριο της αλήθειας.
«Κάθε αίσθηση είναι στερημένη λόγου και ανίκανη να έχει μνήμη», λέει ο Επίκουρος. « Η αίσθηση, δηλαδή, δεν ενεργοποιείται από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα, δεν μπορεί να του προσθέσει η να του αφαιρέσει τίποτα. Όπως και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις, δεν μπορεί μια αίσθηση να ανατρέψει μιαν άλλη ομοειδή αίσθηση, μιας και έχουν κι οι δυο την ίδια ισχύ. Ούτε μπορεί να ανατρέψει μια μη ομοειδή της αίσθηση, αφού οι δύο αποτελούν κριτήρια διαφορετικών πραγμάτων. Ούτε, πάλι, ο λόγος μπορεί να ανασκευάσει μιαν αίσθηση, γιατί κάθε λόγος είναι εξαρτημένος από την αίσθηση. Κι ούτε μπορεί μία αίσθηση να ελέγξει μιαν άλλη, γιατί ο νους μας προσηλώνεται σε όλες το ίδιο. Η αλήθεια των αισθήσεων επιβεβαιώνεται από το πραγματικό γεγονός της αντίληψης, το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι τόσο πραγματικό όσο και το ότι νιώθουμε πόνο.
Την καλύτερη, ίσως, εισαγωγή στον επικούρειο Κανόνα, την αποτελούν οι διαμαρτυρίες του Κικέρωνα κατά του Επίκουρου: «Απορρίπτει τους ορισμούς! Δεν διδάσκει τίποτα για την διαίρεση και τον χωρισμό σε μέρη. Δεν έχει τίποτα να πει για το πώς οργανώνεται ένας συλλογισμός και το πώς εξάγονται τα συμπεράσματα. Δεν δείχνει πώς μπορεί να επιλυθεί ένα σοφιστικό ζήτημα ούτε πώς να ξεκαθαριστεί μια διφορούμενη πρόταση. Τοποθετεί τα κριτήρια της πραγματικότητας στις αισθήσεις.»
Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος εννοούσε ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Δεν εννοούσε ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις.
Στο κλασικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ή του Πλούταρχου, ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί στυφό και ο άλλος γλυκό, ή ότι ο ένας κολυμβητής βρίσκει το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό, οι επικούρειοι είχαν να απαντήσουν, (εκτός από το ότι, κατ’ αρχήν, κανείς από τους πότες δεν ισχυρίζεται πως ήπιε κάτι άλλο και όχι κρασί, και κανείς κολυμβητής δεν ισχυρίζεται πως αυτό στο οποίο βούτηξε δεν ήταν νερό - πράγμα διόλου αμελητέο), ότι κατά κύριο λόγο η διαφορά βρίσκεται στους ίδιους τους παρατηρητές-. Η μία κρίση (στυφό) δεν ακυρώνει την άλλη (γλυκό), γιατί η κάθε μία είναι έγκυρη για τον παρατηρητή, και η αντίφαση δεν αποδεικνύει το εσφαλμένο της αίσθησης και στις δυο περιπτώσεις η αίσθηση επιτελεί ένα ρόλο ως κριτήριο.
Η αίσθηση, λοιπόν, κατά τον Επίκουρο παρέχει μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, και όχι την εγγύηση για τη διαμόρφωση μιας ορθής γνώμης.
Ο Λουκιανός γράφει:
«Αυτή και μόνο αυτή είναι η σίγουρη και σταθερή σου ελπίδα για την ανακάλυψη της αλήθειας, κι άλλη δεν υπάρχει, μόνη ελπίδα σου είναι η ικανότητα να κρίνεις και να ξεχωρίζεις το ψέμα από την αλήθεια, και σαν τους αργυραμοιβούς να καταλαβαίνεις ποια είναι τα άξια και τα ανόθευτα και ποια τα κίβδηλα. Κι αν τύχει να αποκτήσεις τέτοια ικανότητα κι επιδεξιότητα, τότε προχωράς στον έλεγχο των όσων λέγονται. Ειδεμή, να ξέρεις πως τίποτα δεν θα εμποδίσει, να σε σέρνει καθένας από τη μύτη η να τρέχεις σαν το πρόβατο πίσω από το βλαστάρι που θα σου τείνουν. Ή πιο σωστά, θα σαι σαν ένα υγρό χυμένο πάνω στο τραπέζι, κι όπου σε σπρώχνει καθένας με το δαχτυλάκι του, θα πηγαίνεις. Ή. μα τον Δία, σαν καλαμιά που φυτρώνει στην ακροποταμιά και γέρνει σε κάθε φύσημα του αέρα και σαλεύει ακόμα κι όταν η αύρα είναι ανεπαίσθητη».
ΑΛΗΘΕΙΑ
Ως αλήθεια ορίζεται, στη φιλοσοφία, η απόλυτη συμφωνία, (δηλαδή η αντιστοιχία) της νόησης με την πραγματικότητα.
Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει «Ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό, ο Επίκουρος, περιόρισε τη διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν για να σχηματίσουμε σωστές κρίσεις, δηλαδή να ξεχωρίσουμε το πραγματικό από το φανταστικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε κριτήριο της αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονική ή Περί κριτηρίου (κανόνας).
Στον «Κανόνα» του, λοιπόν, ο Επίκουρος λέγει ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις, οι προλήψεις, τα συναισθήματα (τα πάθη) καθώς και οι φανταστικές επιβολές της διανοίας τις οποίες πρόσθεσαν αργότερα οι επικούρειοι (μαθητές του Επίκουρου). Ο ίδιος αναφέρεται σ αυτά στην επιτομή που έγραψε για τον Ηρόδοτο και στις «Κύριες Δόξες»).
Βλέπε αναλυτικά κάθε κριτήριο ξεχωριστά.
ΑΡΕΤΗ
Είναι η σταθερή στροφή της βούλησης προς το αγαθό, το ζητούμενο της φιλοσοφίας στο πλαίσιο του ανθρώπινου βίου.
Οι αρετές δεν έχουν απόλυτη αξία, αλλά οφείλουν να συνδέονται με την ηδονή, αφού κανείς που ζει με φρόνηση, τιμή και δικαιοσύνη δεν μπορεί να μην ζει επίσης και σε μόνιμη ευχαρίστηση.
Οι αρετές δεν είναι σκοπός του βίου, αλλά μόνον τα μέσα και οι πηγές της ηδονής.
Ο Επίκουρος τις αποδέχεται ως απολύτως αναγκαίες για το δικό του προσανατολισμένο «ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ» και την ευδαιμονία σημειώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι συνδέονται εκ φύσεως με την ευχάριστη ζωή, η οποία δεν είναι δυνατόν να χωρισθεί απ’ αυτές.
ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ
Οποίος κατάλαβε ποια είναι τα όρια που θέτει η ζωή, γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί ό,τι διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της. Κι έτσι δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτώνται με ανταγωνισμούς.
Η φτώχεια, αν εκτιμηθεί σύμφωνα με το φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος. Ενώ τα αμέτρητα πλούτη
σημαίνουν μεγάλη φτώχεια.
Έχει και η λιτότητα τα όρια της, οποίος το παραβλέπει αυτό, παθαίνει κάτι αντίστοιχο μ’ εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του.
Για όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο, τίποτα δεν είναι αρκετό. (Και έλεγε πως ήταν έτοιμος να παραβγεί με τον Δια σε ευτυχία, αρκεί να είχε ψωμί και νερό).
Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος.
Ο σοφός, ακόμα κι όταν περιοριστεί στα απαραίτητα, ξέρει περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει τέτοιο θησαυρό αυτάρκειας έχει ανακαλύψει.
Ζώντας κανείς ελεύθερα, δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλη περιουσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο χωρίς δουλικότητα προς τις μάζες ή την εξουσία. Μπορεί ωστόσο να χει όλα τα καλά σε διαρκή αφθονία. Κι αν τύχει να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, εύκολα θα τη μοιράζει καταπώς πρέπει, κερδίζοντας τη συμπάθεια των συνάνθρωπων του.
Κακό πράγμα η ανάγκη δεν είναι όμως διόλου αναγκαίο να ζει κανείς υπό καθεστώς ανάγκης.
Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση.
Μικροεμπόδια βάζει η τύχη στο σοφό άνθρωπο. Τα μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά ζητήματα τα έχει διευθετήσει η λογική του, και σ όλη του τη ζωή η λογική θα τα διευθετεί.
Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία.
Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί ο ίδιος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του.
Δεν ελευθερώνουν την ψυχή από την ανησυχία και δεν φέρνουν την αληθινή χαρά τα αμέτρητα πλούτη ή η δόξα κι ο θαυμασμός του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο οφείλεται σε αίτια απεριόριστα.
Ο ρηχός άνθρωπος στην ευημερία αποχαυνώνεται και στη συμφορά καταρρακώνεται.
Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη.
Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί ο ίδιος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του.
Αυτός που κατανόησε τα όρια του βίου, έμαθε πόσο εύκολα αποκτιέται εκείνο που διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τέλειο τον βίο στο σύνολό του έτσι δεν δένεται με πράγματα που απαιτούν αγώνες για την απόκτησή τους.
ΑΓΑΘΟ
Επί προσώπων αγαθός είναι ο καλός, ο ήπιος, ο ανδρείος, ο ηθικός. Επί πραγμάτων αγαθό είναι ό,τι είναι καλό, ωφέλιμο και χρήσιμο.
Γ ια τον Επίκουρο υπάρχουν δύο αγαθά, από τα οποία συντίθεται η υπέρτατη ευδαιμονία: το απαλλαγμένο από τον πόνο σώμα και η αδιατάραχτη ψυχή. Αυτά τα αγαθά, εάν είναι τέλεια δεν αυξάνουν - πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί αυτό που είναι πλήρες; - Το σώμα δεν επηρεάζεται από τον πόνο - Τι θα μπορούσε να προστεθεί στην απουσία πόνου; Η ψυχή είναι σταθερή και ήρεμη: τι θα μπορούσε να προστεθεί σ’ αυτή την ηρεμία; Όπως ο αίθριος ουρανός δεν μπορεί να γίνει περισσότερο καθαρός, εφόσον έχει φτάσει στο μέγιστο βαθμό καθαρότητας, έτσι και ο άνθρωπος που επιμελείται το σώμα και την ψυχή του και την αρμονική συνυφή τους προς το καλό του, βρίσκεται σε τέλεια κατάσταση και έχει πραγματοποιήσει όλους τους πόθους του. Και όποιες τέρψεις κι αν έρθουν από έξω δεν θα επαυξήσουν το υπέρτατο αγαθό, απλά, ούτως ειπείν το ευφραίνουν και αποτελούν το καρύκευμά του. «Γιατί το απόλυτο αγαθό για την ανθρώπινη φύση ικανοποιείται με την ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα».
ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Οι αισθήσεις είναι, όπως μας διδάσκει ο Επίκουρος, το πρώτο κριτήριο της αλήθειας.
«Κάθε αίσθηση είναι στερημένη λόγου και ανίκανη να έχει μνήμη», λέει ο Επίκουρος. « Η αίσθηση, δηλαδή, δεν ενεργοποιείται από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα, δεν μπορεί να του προσθέσει η να του αφαιρέσει τίποτα. Όπως και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις, δεν μπορεί μια αίσθηση να ανατρέψει μιαν άλλη ομοειδή αίσθηση, μιας και έχουν κι οι δυο την ίδια ισχύ. Ούτε μπορεί να ανατρέψει μια μη ομοειδή της αίσθηση, αφού οι δύο αποτελούν κριτήρια διαφορετικών πραγμάτων. Ούτε, πάλι, ο λόγος μπορεί να ανασκευάσει μιαν αίσθηση, γιατί κάθε λόγος είναι εξαρτημένος από την αίσθηση. Κι ούτε μπορεί μία αίσθηση να ελέγξει μιαν άλλη, γιατί ο νους μας προσηλώνεται σε όλες το ίδιο. Η αλήθεια των αισθήσεων επιβεβαιώνεται από το πραγματικό γεγονός της αντίληψης, το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι τόσο πραγματικό όσο και το ότι νιώθουμε πόνο.
Την καλύτερη, ίσως, εισαγωγή στον επικούρειο Κανόνα, την αποτελούν οι διαμαρτυρίες του Κικέρωνα κατά του Επίκουρου: «Απορρίπτει τους ορισμούς! Δεν διδάσκει τίποτα για την διαίρεση και τον χωρισμό σε μέρη. Δεν έχει τίποτα να πει για το πώς οργανώνεται ένας συλλογισμός και το πώς εξάγονται τα συμπεράσματα. Δεν δείχνει πώς μπορεί να επιλυθεί ένα σοφιστικό ζήτημα ούτε πώς να ξεκαθαριστεί μια διφορούμενη πρόταση. Τοποθετεί τα κριτήρια της πραγματικότητας στις αισθήσεις.»
Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος εννοούσε ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Δεν εννοούσε ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις.
Στο κλασικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ή του Πλούταρχου, ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί στυφό και ο άλλος γλυκό, ή ότι ο ένας κολυμβητής βρίσκει το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό, οι επικούρειοι είχαν να απαντήσουν, (εκτός από το ότι, κατ’ αρχήν, κανείς από τους πότες δεν ισχυρίζεται πως ήπιε κάτι άλλο και όχι κρασί, και κανείς κολυμβητής δεν ισχυρίζεται πως αυτό στο οποίο βούτηξε δεν ήταν νερό - πράγμα διόλου αμελητέο), ότι κατά κύριο λόγο η διαφορά βρίσκεται στους ίδιους τους παρατηρητές-. Η μία κρίση (στυφό) δεν ακυρώνει την άλλη (γλυκό), γιατί η κάθε μία είναι έγκυρη για τον παρατηρητή, και η αντίφαση δεν αποδεικνύει το εσφαλμένο της αίσθησης και στις δυο περιπτώσεις η αίσθηση επιτελεί ένα ρόλο ως κριτήριο.
Η αίσθηση, λοιπόν, κατά τον Επίκουρο παρέχει μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, και όχι την εγγύηση για τη διαμόρφωση μιας ορθής γνώμης.
Ο Λουκιανός γράφει:
«Αυτή και μόνο αυτή είναι η σίγουρη και σταθερή σου ελπίδα για την ανακάλυψη της αλήθειας, κι άλλη δεν υπάρχει, μόνη ελπίδα σου είναι η ικανότητα να κρίνεις και να ξεχωρίζεις το ψέμα από την αλήθεια, και σαν τους αργυραμοιβούς να καταλαβαίνεις ποια είναι τα άξια και τα ανόθευτα και ποια τα κίβδηλα. Κι αν τύχει να αποκτήσεις τέτοια ικανότητα κι επιδεξιότητα, τότε προχωράς στον έλεγχο των όσων λέγονται. Ειδεμή, να ξέρεις πως τίποτα δεν θα εμποδίσει, να σε σέρνει καθένας από τη μύτη η να τρέχεις σαν το πρόβατο πίσω από το βλαστάρι που θα σου τείνουν. Ή πιο σωστά, θα σαι σαν ένα υγρό χυμένο πάνω στο τραπέζι, κι όπου σε σπρώχνει καθένας με το δαχτυλάκι του, θα πηγαίνεις. Ή. μα τον Δία, σαν καλαμιά που φυτρώνει στην ακροποταμιά και γέρνει σε κάθε φύσημα του αέρα και σαλεύει ακόμα κι όταν η αύρα είναι ανεπαίσθητη».
ΑΛΗΘΕΙΑ
Ως αλήθεια ορίζεται, στη φιλοσοφία, η απόλυτη συμφωνία, (δηλαδή η αντιστοιχία) της νόησης με την πραγματικότητα.
Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει «Ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό, ο Επίκουρος, περιόρισε τη διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν για να σχηματίσουμε σωστές κρίσεις, δηλαδή να ξεχωρίσουμε το πραγματικό από το φανταστικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε κριτήριο της αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονική ή Περί κριτηρίου (κανόνας).
Στον «Κανόνα» του, λοιπόν, ο Επίκουρος λέγει ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις, οι προλήψεις, τα συναισθήματα (τα πάθη) καθώς και οι φανταστικές επιβολές της διανοίας τις οποίες πρόσθεσαν αργότερα οι επικούρειοι (μαθητές του Επίκουρου). Ο ίδιος αναφέρεται σ αυτά στην επιτομή που έγραψε για τον Ηρόδοτο και στις «Κύριες Δόξες»).
Βλέπε αναλυτικά κάθε κριτήριο ξεχωριστά.
ΑΡΕΤΗ
Είναι η σταθερή στροφή της βούλησης προς το αγαθό, το ζητούμενο της φιλοσοφίας στο πλαίσιο του ανθρώπινου βίου.
Οι αρετές δεν έχουν απόλυτη αξία, αλλά οφείλουν να συνδέονται με την ηδονή, αφού κανείς που ζει με φρόνηση, τιμή και δικαιοσύνη δεν μπορεί να μην ζει επίσης και σε μόνιμη ευχαρίστηση.
Οι αρετές δεν είναι σκοπός του βίου, αλλά μόνον τα μέσα και οι πηγές της ηδονής.
Ο Επίκουρος τις αποδέχεται ως απολύτως αναγκαίες για το δικό του προσανατολισμένο «ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ» και την ευδαιμονία σημειώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι συνδέονται εκ φύσεως με την ευχάριστη ζωή, η οποία δεν είναι δυνατόν να χωρισθεί απ’ αυτές.
ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ
Οποίος κατάλαβε ποια είναι τα όρια που θέτει η ζωή, γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί ό,τι διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της. Κι έτσι δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτώνται με ανταγωνισμούς.
Η φτώχεια, αν εκτιμηθεί σύμφωνα με το φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος. Ενώ τα αμέτρητα πλούτη
σημαίνουν μεγάλη φτώχεια.
Έχει και η λιτότητα τα όρια της, οποίος το παραβλέπει αυτό, παθαίνει κάτι αντίστοιχο μ’ εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του.
Για όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο, τίποτα δεν είναι αρκετό. (Και έλεγε πως ήταν έτοιμος να παραβγεί με τον Δια σε ευτυχία, αρκεί να είχε ψωμί και νερό).
Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος.
Ο σοφός, ακόμα κι όταν περιοριστεί στα απαραίτητα, ξέρει περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει τέτοιο θησαυρό αυτάρκειας έχει ανακαλύψει.
Ζώντας κανείς ελεύθερα, δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλη περιουσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο χωρίς δουλικότητα προς τις μάζες ή την εξουσία. Μπορεί ωστόσο να χει όλα τα καλά σε διαρκή αφθονία. Κι αν τύχει να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, εύκολα θα τη μοιράζει καταπώς πρέπει, κερδίζοντας τη συμπάθεια των συνάνθρωπων του.
Κακό πράγμα η ανάγκη δεν είναι όμως διόλου αναγκαίο να ζει κανείς υπό καθεστώς ανάγκης.
Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση.
Μικροεμπόδια βάζει η τύχη στο σοφό άνθρωπο. Τα μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά ζητήματα τα έχει διευθετήσει η λογική του, και σ όλη του τη ζωή η λογική θα τα διευθετεί.
Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία.
Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί ο ίδιος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του.
Δεν ελευθερώνουν την ψυχή από την ανησυχία και δεν φέρνουν την αληθινή χαρά τα αμέτρητα πλούτη ή η δόξα κι ο θαυμασμός του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο οφείλεται σε αίτια απεριόριστα.
Ο ρηχός άνθρωπος στην ευημερία αποχαυνώνεται και στη συμφορά καταρρακώνεται.
Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη.
Είναι ανόητο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί ο ίδιος να εξασφαλίσει για τον εαυτό του.
Αυτός που κατανόησε τα όρια του βίου, έμαθε πόσο εύκολα αποκτιέται εκείνο που διώχνει τον πόνο της στέρησης και κάνει τέλειο τον βίο στο σύνολό του έτσι δεν δένεται με πράγματα που απαιτούν αγώνες για την απόκτησή τους.