a University of Paris-Sud, France
«Ας το πούμε ακόμα πιο καθαρά: το τίμημα που πληρώνουμε για την ελευθερία, είναι η καταστροφή της οικονομίας ως κεντρικής, και στην πραγματικότητα ως μοναδικής, αξίας. Είναι ένα τόσο υψηλό τίμημα; Για μένα φυσικά και όχι. Προτιμώ πολύ περισσότερο να αποκτήσω έναν καινούριο φίλο από ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Προτίμηση υποκειμενική, χωρίς αμφιβολία. Αλλά αντικειμενικά; Εγκαταλείπω οικειοθελώς στους πολιτικούς φιλόσοφους το έργο του να 'θεμελιώσουν' την (ψευτο-) κατανάλωση ως υπέρτατη αξία».
Κορνήλιος Καστοριάδης (Castoriadis 2010)
Μια έξοδος από το αδιέξοδο της κοινωνίας της ανάπτυξης προϋποθέτει, αναμφίβολα, την εξεύρεση τρόπων για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου που θα διέπεται από επιλεγμένη εγκράτεια και λιτή αφθονία, ενός κόσμου που μπορεί να υπάρξει. Ωστόσο, για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να ξεφύγουμε από το τέλμα της «κριτικής» σκέψης, δηλαδή της σκέψης που κληρονομήσαμε και που αποτελεί σήμερα το κατεξοχήν διανοητικό «κεφάλαιο» των διαφόρων συνιστωσών της Αριστεράς. Η επινόηση νέων μορφών πολιτικής δράσης σημαίνει ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την πολιτική ως έχει και να βρούμε μια λύση για το αδιέξοδο της πολιτικάντικης εκδοχής της. Ένας από τους λόγους (ενδεχομένως ο σημαντικότερος) αποτυχίας του σοσιαλισμού είναι ανιχνεύσιμος στη θέληση να καταστούν ηγεμονικά τόσο ένας πολιτικός λόγος όσο και ένα μοντέλο. Όχι ότι δεν υπήρξαν διαφορετικές εκδοχές σοσιαλισμού, όπως ο λενινισμός, ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός, ο τροτσκιμός καθώς και οι σοσιαλδημοκρατίες. Παρόλα αυτά καθένα από αυτά τα ρεύματα και μοντέλα σκέψης υπήρξε ανίκανο να καλωσορίσει τον πολλαπλό χαρακτήρα της αλήθειας και την ποικιλομορφία συγκεκριμένων λύσεων.
Βέβαια ο Μαρξ, στο περίφημο γράμμα του προς τη Vera Zasulich τον Μάρτιο του 1881, αναφέρεται στη δυνατότητα ενός άμεσου περάσματος στον σοσιαλισμό μέσω της παραδοσιακής ρωσικής αγροτικής κοινότητας, το Μιρ, παρακάμπτοντας το στάδιο του καπιταλισμού. Η πιθανότητα ενός διαφορετικού τρόπου, που δοκιμάστηκε από τις αφρικανικές χώρες μετά την κατάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας, ήρθε ξανά στο προσκήνιο από τους Ζαπατίστας και τις ιθαγενείς κοινότητες του Μεξικού (Belloncle 1982, Baschet 2005). Μολοταύτα, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς ήταν περισσότερο σκεπτικός ως προς το παραπάνω ζήτημα, και είκοσι χρόνια αργότερα ο Λένιν επιτέθηκε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά στα «απομεινάρια του παρελθόντος», τα οποία ο Στάλιν εξάλειψε με ανελέητο τρόπο. Έτσι και αλλιώς ακόμα και οι μαρξισμοί που επικρατούν σήμερα στον Τρίτο Κόσμο δεν υπήρξαν λιγότερο σκληροί απέναντι στις προκαπιταλιστικές κοινοτικές δομές. Ο «σοσιαλιστικός» μοντερνισμός εξάλειψε πλήρως το παρελθόν με ακόμη μεγαλύτερη βία και αγριότητα από ό,τι έπραξε ο καπιταλιστικός μοντερνισμός στρώνοντας τον δρόμο για την υπερφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία διαδέχθηκε την αποτυχία αυτών των σοσιαλιστικών πειραμάτων. Η αξιοσημείωτη ποικιλία των σοσιαλιστικών φωνών (οι οποίες απορρίφθηκαν ως ρομαντικές και ουτοπικές), περιορίστηκε αποτελεσματικά μέσα στη μονολιθική προσέγγιση του ιστορικού υλισμού, τόσο του διαλεκτικού όσο και του επιστημονικού. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η ανοχή στην ποικιλομορφία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία καιροσκοπική τακτική, μια προσωρινή παραχώρηση ενάντια στο υπόβαθρο της μισαλλοδοξίας.
Ο σκοπός του κινήματος της «αποανάπτυξης» είναι ακριβώς η προσπάθεια να ακουστούν άλλες φωνές και να ανοιχθούν νέοι δρόμοι. Πιστεύω ότι η αποανάπτυξη είναι το μόνο πολιτικό σχέδιο ικανό να ανανεώσει την Αριστερά. Ωστόσο, αυτή συναντά ηχηρή και επαναλαμβανόμενη αντίσταση.
Μια αυταπόδεικτη αλήθεια
Η αποανάπτυξη συνιστά ένα σχέδιο της Αριστεράς επειδή βασίζεται σε μια ριζική κριτική του φιλελευθερισμού. Είναι συνδεδεμένη με την αρχική ιδέα του σοσιαλισμού καθώς καταγγέλλει τη βιομηχανοποίηση και αμφισβητεί τον καπιταλισμό σύμφωνα με το ορθόδοξο πνεύμα του μαρξισμού. Πρώτον, η αποανάπτυξη, προφανώς, αποτελεί μια ριζική κριτική του φιλελευθερισμού, την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε ως το σύνολο των αξιών που αποτελούν τη βάση της καταναλωτικής κοινωνίας. Η επαναξιολόγηση και η αναδιανομή, δύο από τις έννοιες[2] του πολιτικού προγράμματος της συγκεκριμένης ουτοπίας που συνιστά η αποανάπτυξη, αποδίδουν σε αυτήν την κριτική μια ιδιαίτερη συνοχή (οι οκτώ έννοιες είναι οι ακόλουθες: επαναξιολόγηση, επανεννοιολογικοποίηση, αναδιάρθρωση, αναδιανομή, επανεντο- πισμός, μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση). Επαναξιολόγηση σημαίνει αποτελεσματική αναθεώρηση όλων των αξιών, στις οποίες πιστεύουμε και πάνω στις οποίες βασίζουμε και οργανώνουμε τη ζωή μας. Επίσης η επαναξιολόγηση απαιτεί την αποκήρυξη εκείνων των αξιών που οδηγούν στην καταστροφή. Ο αλτρουισμός οφείλει να επικρατήσει επί του εγωισμού, η συνεργασία επί του αχαλίνωτου ανταγωνισμού, η σημασία της κοινωνικής ζωής επί της υπέρμετρης κατανάλωσης, το τοπικό επί του παγκόσμιου, η αυτονομία επί της ετερονομίας, το λογικό επί του ορθολογιστικού, οι ανθρώπινες σχέσεις επί των υλικών αγαθών και ούτω καθεξής. Πάνω απ’ όλα, αλτρουισμός σημαίνει αμφισβήτηση του προμηθεϊσμού που είναι συνυφασμένος με την ιδέα της νεωτερικότητας του Ντεκάρτ (ο άνθρωπος ως κύριος και αφέντης της Φύσης) η αυτής του Μπέικον (υποταγή της Φύσης). Με απλά λόγια, η αποανάπτυξη ισοδυναμεί με αλλαγή παραδείγματος.
Όσον αφορά στην αναδιανομή, η έννοια είναι συνυφασμένη με τον καταμερισμό του πλούτου και την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο όπως επίσης και στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας. Ο καταμερισμός του πλούτου είναι η λογική λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή ο καταμερισμός αποτελεί την κεντρική ηθική αξία της Αριστεράς που διατείνεται ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
- ο οποίος βασίζεται στην ανισότητα πρόσβασης στα μέσα παραγωγής και διαρκώς προκαλεί περισσότερες ανισότητες - πρέπει να καταργηθεί.
Δεύτερον, η αποανάπτυξη συγγενεύει με την αρχική θεώρηση του σοσιαλισμού που ακολούθησαν ανεξάρτητοι στοχαστές όπως ο Élisée Reclus και ο Paul Lafargue. Χάρις στους εμπνευστές της όπως ο Jacques Ellul και ο Ivan Illich, η αποανάπτυξη ξαναανακαλύπτει τις δριμείες κριτικές των αντιβιομηχανικών προδρόμων του σοσιαλισμού. Μια επανανάγνωση των πρωτοπόρων όπως ο William Morris, υπό το πρίσμα μιας επανεξέτασης του λουδισμού, δίνει νόημα στην πολιτική οικολογία που αναπτύχθηκε από τους André Gorz και Bernard Charbonneau.
Τρίτον, ως ριζική κριτική της κοινωνίας της κατανάλωσης και της ανάπτυξης, η αποανάπτυξη συνιστά, εκ των πραγμάτων, μια κριτική του καπιταλισμού. Και αυτό όχι τόσο επειδή καταγγέλλει τα οικολογικά όρια του καπιταλισμού, αλλά κυρίως επειδή η πραγμάτωσή της εξαρτάται από τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση του «πνεύματος» του καπιταλισμού (όπως ο Max Weber κατανοούσε τον όρο αυτόν). Παραδόξως, η αποανάπτυξη θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ένα ρηξικέλευθο Μαρξιστικό πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα που ο Μαρξισμός (και ίσως ο ίδιος ο Μαρξ) δεν είχε προδώσει. Ο όρος ανάπτυξη είναι βασικά ένα «χυδαίο» όνομα για αυτό που ο Μαρξ ονόμασε απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίου, η πηγή όλων των αδιεξόδων και αδικιών του καπιταλισμού. Τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, μπορούν να εντοπιστούν στην περίφημη φράση, που έχει χρησιμοποιηθεί και σχολιαστεί (αλλά και που τελικά έχει απορριφθεί) από τους θεματοφύλακες της παράδοσης: «Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτό λένε ο Μωυσής και οι Προφήτες!». Εδώ αναφερόμαστε στη συζήτηση που έλαβε χώρα στο έργο των Beitone και Marion (2009). «Η ουσία του καπιταλισμού», όπως υποστήριξαν οι Beitone και Marion, «έγκειται στη συσσώρευση του κεφαλαίου που καθίσταται δυνατή μέσω της απόσπασης της υπεραξίας των μισθωτών». Οι ίδιοι προσθέτουν σε μια υποσημείωση:
«Η εξαγωγή επαρκούς κέρδους αποτελεί όρο της συσσώρευσης, η οποία δεν έχει άλλο σκοπό από την πραγμάτωση ακόμα μεγαλύτερου κέρδους. Αυτή η λογική επιβάλλεται στους ατομικούς καπιταλιστές με αποτέλεσμα αυτοί που στοχεύουν σε μια διαφορετική λογική να εξαλείφονται μέσω του ανταγωνισμού, όπως ο Μαρξ είχε ήδη υπογραμμίσει».
Καταπληκτικά! Εκτός, βέβαια, του ότι το υψηλότερο κέρδος πρέπει να συσσωρευτεί κι αυτό με τη σειρά. Εάν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ανάπτυξη ή η συσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να θεμελιωθεί στην αναζήτηση κέρδους. Σε αυτήν την περίπτωση τα μέσα και οι σκοποί είναι ανταλλάξιμα. Το κέρδος αποτελεί τον κύριο στόχο της συσσώρευσης του κεφαλαίου με τον ίδιο τρόπο που η συσσώρευση του κεφαλαίου αποτελεί τον κύριο στόχο του κέρδους. Το να μιλάει, λοιπόν, κάποιος για καλή ανάπτυξη ή για καλή συσσώρευση κεφαλαίου, καθώς και για καλή αξιοποίηση, όπως για παράδειγμα μια μυθική «ανάπτυξη στην υπηρεσία μιας καλύτερης ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών», όπως το έθεσαν οι Beitone και Marion (2009: 6), είναι σαν να λέμε ότι υπάρχει καλός καπιταλισμός που χαρακτηρίζεται από καλή (ή πράσινη ή βιώσιμη) εκμετάλλευση της φύσης. Οι συγγραφείς μας συνεχίζουν υποστηρίζοντας ότι:
«Προκειμένου να εξέλθουμε από μια κρίση που είναι άρρηκτα οικολογική και κοινωνική, πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική της δίχως όρια συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία ευθύνεται για την υποταγή του μεγαλύτερου μέρους των αποφάσεων στη λογική του κέρδους. Αν και αυτή η θέση δεν χωράει συζήτηση, ωστόσο μήπως σημαίνει ότι πρέπει πάρουμε τη θέση της αποανάπτυξης;»
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα έπρεπε να είναι «δεν χωράει αμφιβολία πως ναι!» και όχι, όπως οι συγγραφείς απάντησαν, «πιθανώς όχι!»
Και ακόμη...
Το να αναθεματίζουμε σοφιστείες γύρω από τον όρο αποανάπτυξη συχνά κρύβει την αντίσταση της Αριστεράς, με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου, προς το πρόγραμμά της. Αλλά τι κρύβει αυτή η λέξη; Αυτό που η αποανάπτυξη προκαλεί είναι αντιμαχόμενο, όπως στην περίπτωση άλλων καθολικών όρων όπως πρόοδος, ανάπτυξη, και πολύ περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη. Η αποανάπτυξη θωρείται ως αρνητική έννοια, κάτι το ασυγχώρητο για μια κοινωνία στην οποία πρέπει πάντα και με κάθε κόστος να «σκεφτόμαστε θετικά» (αλλά γιατί όσοι θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία να πρέπει υποβάλλουν τους εαυτούς τους στη δικτατορία της κάθε διεστραμμένης ιδεολογίας της;) Όπως λέγεται η αποανάπτυξη δεν θα είναι ποτέ σέξυ. Όλα αυτά όντως ισχύουν, και μπαίνω επίσης στον πειρασμό να προσθέσω ότι δεν θα μπορούσε να εφευρεθεί περισσότερο ανεπαρκής όρος προκειμένου να περιγράψει κανείς ένα πρόγραμμα που διατείνεται θετικά ως προς το πρόταγμα της οικολογικής δημοκρατίας και της λιτής αφθονίας. Παρόλα αυτά, η αποανάπτυξη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ευρηματικό σλόγκαν. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της μετάφρασης. Στις λατινογενείς γλώσσες, όπως η γαλλική και η ιταλική, ο όρος αποανάπτυξη ακούγεται λιγότερο παράξενος και περισσότερο θετικός από ότι στην αγγλική γλώσσα. Τι θα μπορούσε να είναι θετικότερο μετά από μία καταστροφική πλημμύρα από την επιστροφή στα συνηθισμένα; Η οικονομία έχει ξεφύγει από τα όρια της όπως ένα ποτάμι που υπερχειλίζει, συνεπώς δεν είναι ώρα να την επαναφέρουμε στη θέση της; Προκείμενου λοιπόν να υπάρξει συρρίκνωση, πρέπει να υπάρξει αποανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, αυτή η αλλεργική αντίδραση προς την αποανάπτυξη μέσα στους κύκλους των Πρασίνων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς βασίζεται στην παρανόηση της σημασίας της φράσης «έξοδος από την οικονομία» και προέρχεται από μια βαθιά άρνηση τους να εγκαταλείψουν τον παραγωγισμό.
Η επίθεση της αποανάπτυξη στον παραγωγισμό, η προπαγάνδιση μιας νηφάλιας κοινωνίας, η αντίληψη της κρίσης ως ευκαιρία, με μια πρώτη ματιά παίρνουν τη μορφή πρόκλησης που θα «απέλπιζαν τη Μπιγιανκούρ», παρόλο που αυτό το εργοστάσιο, το σύμβολο της εργατικής τάξης, χάρις στον παραγωγισμό του καπιταλισμού, δεν υπάρχει πια! Πώς αντιδρούμε απέναντι στην κρίση; Είτε θέτουμε σε κίνηση ξανά τη μηχανή που καταστρέφει τον πλανήτη είτε επινοούμε μια άλλη κοινωνία. Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης επεξεργασμένο από τους «αρνητές της ανάπτυξης» μπορεί να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικό. Δεν πρόκειται, απλώς, για την αντικατάσταση της «καλής οικονομίας» - καλή ανάπτυξη ή καλή εξέλιξη στη θέση μια κακής - ξαναβάφοντάς την πράσινη, κάνοντάς την λίγο πιο κοινωνική, ή λιγότερο άδικη με την προσθήκη κρατικών ρυθμίσεων ή υβριδική, μέσω της λογικής του δώρου και της αλληλεγγύης. Αντιθέτως, πρόκειται για την έξοδο από την οικονομία. Αυτή η φράση είναι γενικότερα παρεξηγημένη καθώς είναι δύσκολο για τους σύγχρονούς μας να συνειδητοποιήσουν ότι η οικονομία αποτελεί θρησκεία. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, θα έπρεπε, όταν μιλάμε για την αποανάπτυξη να αναφερόμαστε σε αυτή ως α-ανάπτυξη με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για α-θεϊσμό. Οι αρνητές της ανάπτυξης είναι «αθεϊστές» όσον αφορά τις έννοιες ανάπτυξη και οικονομία. Φυσικά, όπως όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες, έτσι και μια κοινωνία αποανάπτυξης πρέπει να οργανώσει τη παραγωγή της προκειμένου να επιβιώσει. Όπως κάθε άλλο είδος, έτσι και ο άνθρωπος, βρίσκεται σε μια μεταβολική σχέση με τη φύση. Μολοταύτα, δεν γνωρίζω καμιά πολιτική οικονομία αμοιβάδων ή πεύκων! Προκειμένου να χτιστεί ένα βιώσιμο μέλλον, πρέπει να χρησιμοποιούμε τους φυσικούς πόρους με λογικό τρόπο και να καταναλώνουμε τις πρώτες ύλες με τρόπο ανάλογο με αυτόν των κοινωνιών της αφθονίας της παλαιολιθικής εποχής (Salhins 1976) - όπως, δηλαδή, οι κοινωνίες που δεν βίωσαν ποτέ την έννοια του οικονομικού. Μια κοινωνία της αποανάπτυξης δε μπορεί να αναδυθεί μέσα από τα στενά πλαίσια της έλλειψης, των αναγκών, των οικονομικών υπολογισμών και του homo economicus. Αυτές οι φαντασιακές βάσεις της οικονομίας πρέπει να αμφισβητηθούν για ακόμη μία φορά. Η επανανακάλυψη της ολιγαρκείας, μπορεί να επιτρέψει την ανοικοδόμηση της κοινωνίας της αφθονίας στη βάση αυτού που Ivan Illich αποκάλεσε «σύγχρονη διαβίωση». Αυτή αποτελεί:
«έναν τρόπο ζωής μέσα σε μια μεταβιομηχανική οικονομία, στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να μειώσουν την εξάρτηση τους από την αγορά και να εμπλουτίσουν τη ζωή τους, προστατεύοντας - με πολιτικά μέσα- ένα δίκτυο υποδομών στο οποίο η τεχνολογία εξυπηρετεί πάνω απ' όλα τη δημιουργία μη ποσοτικοποιημένων αλλά και μη ποσοτικοποιήσιμων αξιών χρήσης από τους επαγγελματίες κατασκευαστές αναγκών flllich 1977: 8788)».
Αναφορές
Baschet, J. 2GG5. La rébellion zapatiste [The Zapatista rebellion]. Paris: Champs Fam- marion.
Beitone, A. and Marion, N. 2009. Décroissance: le poids des mots, le choc des idées [Degrowth: The weight of words, the chock of ideas], Revue du MAUSS Permanente. http://www.journaldumauss.net/spip.php?article555.
Belloncle, G. 1982. La question paysanne en Afrique [The peasant question in Africa]. Paris: Karthala.
Castoriadis, C. 2G1G. Démocratie et relativisme. Débat avec le MAUSS [Democracy and relativism. A debate with MAUSS]. Paris: Mille et une nuits.
Illich, I. 1977. Le chômage créateur [Useful unemployment]. Paris: Le Seuil.
Salhins, M. 1976. Age de pierre, âge d'abondance. L’économie des sociétés primitives [Stone age economics]. Paris: Gallimard.
[1] Μια πρώτη μετάφραση αυτού του κειμένου στα ελληνικά επιχειρήθηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Πρόταγμα», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2010.
[2] [Σ.τ.Μ.] Ο συγγραφέας στο αρχικό κείμενο αναφέρεται στις έννοιες αυτές ως «δύο από τα R» καθώς αναφέρεται σε μια σειρά λέξεων που στη γαλλική, αλλά και την αγγλική γλώσσα έχουν το R ως κοινό πρώτο γράμμα αλλά δεν μεταφράζονται κατά αυτόν τον τρόπο στην ελληνική.
«Ας το πούμε ακόμα πιο καθαρά: το τίμημα που πληρώνουμε για την ελευθερία, είναι η καταστροφή της οικονομίας ως κεντρικής, και στην πραγματικότητα ως μοναδικής, αξίας. Είναι ένα τόσο υψηλό τίμημα; Για μένα φυσικά και όχι. Προτιμώ πολύ περισσότερο να αποκτήσω έναν καινούριο φίλο από ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Προτίμηση υποκειμενική, χωρίς αμφιβολία. Αλλά αντικειμενικά; Εγκαταλείπω οικειοθελώς στους πολιτικούς φιλόσοφους το έργο του να 'θεμελιώσουν' την (ψευτο-) κατανάλωση ως υπέρτατη αξία».
Κορνήλιος Καστοριάδης (Castoriadis 2010)
Μια έξοδος από το αδιέξοδο της κοινωνίας της ανάπτυξης προϋποθέτει, αναμφίβολα, την εξεύρεση τρόπων για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου που θα διέπεται από επιλεγμένη εγκράτεια και λιτή αφθονία, ενός κόσμου που μπορεί να υπάρξει. Ωστόσο, για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να ξεφύγουμε από το τέλμα της «κριτικής» σκέψης, δηλαδή της σκέψης που κληρονομήσαμε και που αποτελεί σήμερα το κατεξοχήν διανοητικό «κεφάλαιο» των διαφόρων συνιστωσών της Αριστεράς. Η επινόηση νέων μορφών πολιτικής δράσης σημαίνει ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την πολιτική ως έχει και να βρούμε μια λύση για το αδιέξοδο της πολιτικάντικης εκδοχής της. Ένας από τους λόγους (ενδεχομένως ο σημαντικότερος) αποτυχίας του σοσιαλισμού είναι ανιχνεύσιμος στη θέληση να καταστούν ηγεμονικά τόσο ένας πολιτικός λόγος όσο και ένα μοντέλο. Όχι ότι δεν υπήρξαν διαφορετικές εκδοχές σοσιαλισμού, όπως ο λενινισμός, ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός, ο τροτσκιμός καθώς και οι σοσιαλδημοκρατίες. Παρόλα αυτά καθένα από αυτά τα ρεύματα και μοντέλα σκέψης υπήρξε ανίκανο να καλωσορίσει τον πολλαπλό χαρακτήρα της αλήθειας και την ποικιλομορφία συγκεκριμένων λύσεων.
Βέβαια ο Μαρξ, στο περίφημο γράμμα του προς τη Vera Zasulich τον Μάρτιο του 1881, αναφέρεται στη δυνατότητα ενός άμεσου περάσματος στον σοσιαλισμό μέσω της παραδοσιακής ρωσικής αγροτικής κοινότητας, το Μιρ, παρακάμπτοντας το στάδιο του καπιταλισμού. Η πιθανότητα ενός διαφορετικού τρόπου, που δοκιμάστηκε από τις αφρικανικές χώρες μετά την κατάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας, ήρθε ξανά στο προσκήνιο από τους Ζαπατίστας και τις ιθαγενείς κοινότητες του Μεξικού (Belloncle 1982, Baschet 2005). Μολοταύτα, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς ήταν περισσότερο σκεπτικός ως προς το παραπάνω ζήτημα, και είκοσι χρόνια αργότερα ο Λένιν επιτέθηκε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά στα «απομεινάρια του παρελθόντος», τα οποία ο Στάλιν εξάλειψε με ανελέητο τρόπο. Έτσι και αλλιώς ακόμα και οι μαρξισμοί που επικρατούν σήμερα στον Τρίτο Κόσμο δεν υπήρξαν λιγότερο σκληροί απέναντι στις προκαπιταλιστικές κοινοτικές δομές. Ο «σοσιαλιστικός» μοντερνισμός εξάλειψε πλήρως το παρελθόν με ακόμη μεγαλύτερη βία και αγριότητα από ό,τι έπραξε ο καπιταλιστικός μοντερνισμός στρώνοντας τον δρόμο για την υπερφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία διαδέχθηκε την αποτυχία αυτών των σοσιαλιστικών πειραμάτων. Η αξιοσημείωτη ποικιλία των σοσιαλιστικών φωνών (οι οποίες απορρίφθηκαν ως ρομαντικές και ουτοπικές), περιορίστηκε αποτελεσματικά μέσα στη μονολιθική προσέγγιση του ιστορικού υλισμού, τόσο του διαλεκτικού όσο και του επιστημονικού. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η ανοχή στην ποικιλομορφία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία καιροσκοπική τακτική, μια προσωρινή παραχώρηση ενάντια στο υπόβαθρο της μισαλλοδοξίας.
Ο σκοπός του κινήματος της «αποανάπτυξης» είναι ακριβώς η προσπάθεια να ακουστούν άλλες φωνές και να ανοιχθούν νέοι δρόμοι. Πιστεύω ότι η αποανάπτυξη είναι το μόνο πολιτικό σχέδιο ικανό να ανανεώσει την Αριστερά. Ωστόσο, αυτή συναντά ηχηρή και επαναλαμβανόμενη αντίσταση.
Μια αυταπόδεικτη αλήθεια
Η αποανάπτυξη συνιστά ένα σχέδιο της Αριστεράς επειδή βασίζεται σε μια ριζική κριτική του φιλελευθερισμού. Είναι συνδεδεμένη με την αρχική ιδέα του σοσιαλισμού καθώς καταγγέλλει τη βιομηχανοποίηση και αμφισβητεί τον καπιταλισμό σύμφωνα με το ορθόδοξο πνεύμα του μαρξισμού. Πρώτον, η αποανάπτυξη, προφανώς, αποτελεί μια ριζική κριτική του φιλελευθερισμού, την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε ως το σύνολο των αξιών που αποτελούν τη βάση της καταναλωτικής κοινωνίας. Η επαναξιολόγηση και η αναδιανομή, δύο από τις έννοιες[2] του πολιτικού προγράμματος της συγκεκριμένης ουτοπίας που συνιστά η αποανάπτυξη, αποδίδουν σε αυτήν την κριτική μια ιδιαίτερη συνοχή (οι οκτώ έννοιες είναι οι ακόλουθες: επαναξιολόγηση, επανεννοιολογικοποίηση, αναδιάρθρωση, αναδιανομή, επανεντο- πισμός, μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση). Επαναξιολόγηση σημαίνει αποτελεσματική αναθεώρηση όλων των αξιών, στις οποίες πιστεύουμε και πάνω στις οποίες βασίζουμε και οργανώνουμε τη ζωή μας. Επίσης η επαναξιολόγηση απαιτεί την αποκήρυξη εκείνων των αξιών που οδηγούν στην καταστροφή. Ο αλτρουισμός οφείλει να επικρατήσει επί του εγωισμού, η συνεργασία επί του αχαλίνωτου ανταγωνισμού, η σημασία της κοινωνικής ζωής επί της υπέρμετρης κατανάλωσης, το τοπικό επί του παγκόσμιου, η αυτονομία επί της ετερονομίας, το λογικό επί του ορθολογιστικού, οι ανθρώπινες σχέσεις επί των υλικών αγαθών και ούτω καθεξής. Πάνω απ’ όλα, αλτρουισμός σημαίνει αμφισβήτηση του προμηθεϊσμού που είναι συνυφασμένος με την ιδέα της νεωτερικότητας του Ντεκάρτ (ο άνθρωπος ως κύριος και αφέντης της Φύσης) η αυτής του Μπέικον (υποταγή της Φύσης). Με απλά λόγια, η αποανάπτυξη ισοδυναμεί με αλλαγή παραδείγματος.
Όσον αφορά στην αναδιανομή, η έννοια είναι συνυφασμένη με τον καταμερισμό του πλούτου και την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο όπως επίσης και στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας. Ο καταμερισμός του πλούτου είναι η λογική λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή ο καταμερισμός αποτελεί την κεντρική ηθική αξία της Αριστεράς που διατείνεται ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
- ο οποίος βασίζεται στην ανισότητα πρόσβασης στα μέσα παραγωγής και διαρκώς προκαλεί περισσότερες ανισότητες - πρέπει να καταργηθεί.
Δεύτερον, η αποανάπτυξη συγγενεύει με την αρχική θεώρηση του σοσιαλισμού που ακολούθησαν ανεξάρτητοι στοχαστές όπως ο Élisée Reclus και ο Paul Lafargue. Χάρις στους εμπνευστές της όπως ο Jacques Ellul και ο Ivan Illich, η αποανάπτυξη ξαναανακαλύπτει τις δριμείες κριτικές των αντιβιομηχανικών προδρόμων του σοσιαλισμού. Μια επανανάγνωση των πρωτοπόρων όπως ο William Morris, υπό το πρίσμα μιας επανεξέτασης του λουδισμού, δίνει νόημα στην πολιτική οικολογία που αναπτύχθηκε από τους André Gorz και Bernard Charbonneau.
Τρίτον, ως ριζική κριτική της κοινωνίας της κατανάλωσης και της ανάπτυξης, η αποανάπτυξη συνιστά, εκ των πραγμάτων, μια κριτική του καπιταλισμού. Και αυτό όχι τόσο επειδή καταγγέλλει τα οικολογικά όρια του καπιταλισμού, αλλά κυρίως επειδή η πραγμάτωσή της εξαρτάται από τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση του «πνεύματος» του καπιταλισμού (όπως ο Max Weber κατανοούσε τον όρο αυτόν). Παραδόξως, η αποανάπτυξη θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ένα ρηξικέλευθο Μαρξιστικό πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα που ο Μαρξισμός (και ίσως ο ίδιος ο Μαρξ) δεν είχε προδώσει. Ο όρος ανάπτυξη είναι βασικά ένα «χυδαίο» όνομα για αυτό που ο Μαρξ ονόμασε απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίου, η πηγή όλων των αδιεξόδων και αδικιών του καπιταλισμού. Τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, μπορούν να εντοπιστούν στην περίφημη φράση, που έχει χρησιμοποιηθεί και σχολιαστεί (αλλά και που τελικά έχει απορριφθεί) από τους θεματοφύλακες της παράδοσης: «Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτό λένε ο Μωυσής και οι Προφήτες!». Εδώ αναφερόμαστε στη συζήτηση που έλαβε χώρα στο έργο των Beitone και Marion (2009). «Η ουσία του καπιταλισμού», όπως υποστήριξαν οι Beitone και Marion, «έγκειται στη συσσώρευση του κεφαλαίου που καθίσταται δυνατή μέσω της απόσπασης της υπεραξίας των μισθωτών». Οι ίδιοι προσθέτουν σε μια υποσημείωση:
«Η εξαγωγή επαρκούς κέρδους αποτελεί όρο της συσσώρευσης, η οποία δεν έχει άλλο σκοπό από την πραγμάτωση ακόμα μεγαλύτερου κέρδους. Αυτή η λογική επιβάλλεται στους ατομικούς καπιταλιστές με αποτέλεσμα αυτοί που στοχεύουν σε μια διαφορετική λογική να εξαλείφονται μέσω του ανταγωνισμού, όπως ο Μαρξ είχε ήδη υπογραμμίσει».
Καταπληκτικά! Εκτός, βέβαια, του ότι το υψηλότερο κέρδος πρέπει να συσσωρευτεί κι αυτό με τη σειρά. Εάν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ανάπτυξη ή η συσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να θεμελιωθεί στην αναζήτηση κέρδους. Σε αυτήν την περίπτωση τα μέσα και οι σκοποί είναι ανταλλάξιμα. Το κέρδος αποτελεί τον κύριο στόχο της συσσώρευσης του κεφαλαίου με τον ίδιο τρόπο που η συσσώρευση του κεφαλαίου αποτελεί τον κύριο στόχο του κέρδους. Το να μιλάει, λοιπόν, κάποιος για καλή ανάπτυξη ή για καλή συσσώρευση κεφαλαίου, καθώς και για καλή αξιοποίηση, όπως για παράδειγμα μια μυθική «ανάπτυξη στην υπηρεσία μιας καλύτερης ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών», όπως το έθεσαν οι Beitone και Marion (2009: 6), είναι σαν να λέμε ότι υπάρχει καλός καπιταλισμός που χαρακτηρίζεται από καλή (ή πράσινη ή βιώσιμη) εκμετάλλευση της φύσης. Οι συγγραφείς μας συνεχίζουν υποστηρίζοντας ότι:
«Προκειμένου να εξέλθουμε από μια κρίση που είναι άρρηκτα οικολογική και κοινωνική, πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική της δίχως όρια συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία ευθύνεται για την υποταγή του μεγαλύτερου μέρους των αποφάσεων στη λογική του κέρδους. Αν και αυτή η θέση δεν χωράει συζήτηση, ωστόσο μήπως σημαίνει ότι πρέπει πάρουμε τη θέση της αποανάπτυξης;»
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα έπρεπε να είναι «δεν χωράει αμφιβολία πως ναι!» και όχι, όπως οι συγγραφείς απάντησαν, «πιθανώς όχι!»
Και ακόμη...
Το να αναθεματίζουμε σοφιστείες γύρω από τον όρο αποανάπτυξη συχνά κρύβει την αντίσταση της Αριστεράς, με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου, προς το πρόγραμμά της. Αλλά τι κρύβει αυτή η λέξη; Αυτό που η αποανάπτυξη προκαλεί είναι αντιμαχόμενο, όπως στην περίπτωση άλλων καθολικών όρων όπως πρόοδος, ανάπτυξη, και πολύ περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη. Η αποανάπτυξη θωρείται ως αρνητική έννοια, κάτι το ασυγχώρητο για μια κοινωνία στην οποία πρέπει πάντα και με κάθε κόστος να «σκεφτόμαστε θετικά» (αλλά γιατί όσοι θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία να πρέπει υποβάλλουν τους εαυτούς τους στη δικτατορία της κάθε διεστραμμένης ιδεολογίας της;) Όπως λέγεται η αποανάπτυξη δεν θα είναι ποτέ σέξυ. Όλα αυτά όντως ισχύουν, και μπαίνω επίσης στον πειρασμό να προσθέσω ότι δεν θα μπορούσε να εφευρεθεί περισσότερο ανεπαρκής όρος προκειμένου να περιγράψει κανείς ένα πρόγραμμα που διατείνεται θετικά ως προς το πρόταγμα της οικολογικής δημοκρατίας και της λιτής αφθονίας. Παρόλα αυτά, η αποανάπτυξη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ευρηματικό σλόγκαν. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της μετάφρασης. Στις λατινογενείς γλώσσες, όπως η γαλλική και η ιταλική, ο όρος αποανάπτυξη ακούγεται λιγότερο παράξενος και περισσότερο θετικός από ότι στην αγγλική γλώσσα. Τι θα μπορούσε να είναι θετικότερο μετά από μία καταστροφική πλημμύρα από την επιστροφή στα συνηθισμένα; Η οικονομία έχει ξεφύγει από τα όρια της όπως ένα ποτάμι που υπερχειλίζει, συνεπώς δεν είναι ώρα να την επαναφέρουμε στη θέση της; Προκείμενου λοιπόν να υπάρξει συρρίκνωση, πρέπει να υπάρξει αποανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, αυτή η αλλεργική αντίδραση προς την αποανάπτυξη μέσα στους κύκλους των Πρασίνων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς βασίζεται στην παρανόηση της σημασίας της φράσης «έξοδος από την οικονομία» και προέρχεται από μια βαθιά άρνηση τους να εγκαταλείψουν τον παραγωγισμό.
Η επίθεση της αποανάπτυξη στον παραγωγισμό, η προπαγάνδιση μιας νηφάλιας κοινωνίας, η αντίληψη της κρίσης ως ευκαιρία, με μια πρώτη ματιά παίρνουν τη μορφή πρόκλησης που θα «απέλπιζαν τη Μπιγιανκούρ», παρόλο που αυτό το εργοστάσιο, το σύμβολο της εργατικής τάξης, χάρις στον παραγωγισμό του καπιταλισμού, δεν υπάρχει πια! Πώς αντιδρούμε απέναντι στην κρίση; Είτε θέτουμε σε κίνηση ξανά τη μηχανή που καταστρέφει τον πλανήτη είτε επινοούμε μια άλλη κοινωνία. Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης επεξεργασμένο από τους «αρνητές της ανάπτυξης» μπορεί να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικό. Δεν πρόκειται, απλώς, για την αντικατάσταση της «καλής οικονομίας» - καλή ανάπτυξη ή καλή εξέλιξη στη θέση μια κακής - ξαναβάφοντάς την πράσινη, κάνοντάς την λίγο πιο κοινωνική, ή λιγότερο άδικη με την προσθήκη κρατικών ρυθμίσεων ή υβριδική, μέσω της λογικής του δώρου και της αλληλεγγύης. Αντιθέτως, πρόκειται για την έξοδο από την οικονομία. Αυτή η φράση είναι γενικότερα παρεξηγημένη καθώς είναι δύσκολο για τους σύγχρονούς μας να συνειδητοποιήσουν ότι η οικονομία αποτελεί θρησκεία. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, θα έπρεπε, όταν μιλάμε για την αποανάπτυξη να αναφερόμαστε σε αυτή ως α-ανάπτυξη με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για α-θεϊσμό. Οι αρνητές της ανάπτυξης είναι «αθεϊστές» όσον αφορά τις έννοιες ανάπτυξη και οικονομία. Φυσικά, όπως όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες, έτσι και μια κοινωνία αποανάπτυξης πρέπει να οργανώσει τη παραγωγή της προκειμένου να επιβιώσει. Όπως κάθε άλλο είδος, έτσι και ο άνθρωπος, βρίσκεται σε μια μεταβολική σχέση με τη φύση. Μολοταύτα, δεν γνωρίζω καμιά πολιτική οικονομία αμοιβάδων ή πεύκων! Προκειμένου να χτιστεί ένα βιώσιμο μέλλον, πρέπει να χρησιμοποιούμε τους φυσικούς πόρους με λογικό τρόπο και να καταναλώνουμε τις πρώτες ύλες με τρόπο ανάλογο με αυτόν των κοινωνιών της αφθονίας της παλαιολιθικής εποχής (Salhins 1976) - όπως, δηλαδή, οι κοινωνίες που δεν βίωσαν ποτέ την έννοια του οικονομικού. Μια κοινωνία της αποανάπτυξης δε μπορεί να αναδυθεί μέσα από τα στενά πλαίσια της έλλειψης, των αναγκών, των οικονομικών υπολογισμών και του homo economicus. Αυτές οι φαντασιακές βάσεις της οικονομίας πρέπει να αμφισβητηθούν για ακόμη μία φορά. Η επανανακάλυψη της ολιγαρκείας, μπορεί να επιτρέψει την ανοικοδόμηση της κοινωνίας της αφθονίας στη βάση αυτού που Ivan Illich αποκάλεσε «σύγχρονη διαβίωση». Αυτή αποτελεί:
«έναν τρόπο ζωής μέσα σε μια μεταβιομηχανική οικονομία, στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να μειώσουν την εξάρτηση τους από την αγορά και να εμπλουτίσουν τη ζωή τους, προστατεύοντας - με πολιτικά μέσα- ένα δίκτυο υποδομών στο οποίο η τεχνολογία εξυπηρετεί πάνω απ' όλα τη δημιουργία μη ποσοτικοποιημένων αλλά και μη ποσοτικοποιήσιμων αξιών χρήσης από τους επαγγελματίες κατασκευαστές αναγκών flllich 1977: 8788)».
Αναφορές
Baschet, J. 2GG5. La rébellion zapatiste [The Zapatista rebellion]. Paris: Champs Fam- marion.
Beitone, A. and Marion, N. 2009. Décroissance: le poids des mots, le choc des idées [Degrowth: The weight of words, the chock of ideas], Revue du MAUSS Permanente. http://www.journaldumauss.net/spip.php?article555.
Belloncle, G. 1982. La question paysanne en Afrique [The peasant question in Africa]. Paris: Karthala.
Castoriadis, C. 2G1G. Démocratie et relativisme. Débat avec le MAUSS [Democracy and relativism. A debate with MAUSS]. Paris: Mille et une nuits.
Illich, I. 1977. Le chômage créateur [Useful unemployment]. Paris: Le Seuil.
Salhins, M. 1976. Age de pierre, âge d'abondance. L’économie des sociétés primitives [Stone age economics]. Paris: Gallimard.
[1] Μια πρώτη μετάφραση αυτού του κειμένου στα ελληνικά επιχειρήθηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Πρόταγμα», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2010.
[2] [Σ.τ.Μ.] Ο συγγραφέας στο αρχικό κείμενο αναφέρεται στις έννοιες αυτές ως «δύο από τα R» καθώς αναφέρεται σε μια σειρά λέξεων που στη γαλλική, αλλά και την αγγλική γλώσσα έχουν το R ως κοινό πρώτο γράμμα αλλά δεν μεταφράζονται κατά αυτόν τον τρόπο στην ελληνική.