Του Κώστα Δουζίνα*
Ο προνεωτερικός κόσμος πίστευε ότι ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και τελειοποιείται στην κοινότητα, στην ελληνική πόλη ή τη ρωμαϊκή και μεσαιωνική civitas. Η ενάρετη ζωή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μαζί με άλλους σε μια δίκαιη πόλη, δηλαδή πολιτικά. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του πολίτη και το καλό της πόλης είναι επομένως ταυτόσημα. Ολα αυτά, όμως, άλλαξαν ριζικά στη νεωτερικότητα. Θεμέλιο και αρχή της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης γίνεται πλέον το άτομο, απαλλαγμένο από την παράδοση, την ιστορία, την ένταξη σε κοινότητες. Η φυσική ιεραρχία του κλασικού κόσμου αντικαταστάθηκε από μια ευμετάβλητη και δυναμική κοινωνική ευταξία, στην οποία, για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη φράση του Μαρξ, «καθετί σταθερό εξανεμίζεται».
Ο καπιταλισμός και ο ατομισμός διέλυσαν σταδιακά τις προνεωτερικές κοινότητες οδηγώντας σε «ηθική καταστροφή», όπως υποστήριξε ο μεγάλος φιλόσοφος Αλασντερ Μακιντάιρ. Γιατί καταστροφή; Διότι δεν αναπαράγεται πια η ηθική μέσα από οργανικές κοινωνικές σχέσεις και ο εξωτερικός καταναγκασμός αντικατέστησε την εσωτερική τάση του ανθρώπου προς την αρετή και το καλό. Το καθήκον και η ευθύνη προς τους άλλους αντικαταστάθηκαν από τα ατομικά δικαιώματα, τα αγαθό διαχωρίστηκε από την ηθική, η σχέση πόλης και πολίτη έγινε εξωτερική, τεχνητή και διαμεσολαβείται από το δίκαιο.
Ο κλασικός φιλόσοφος έβρισκε το αγαθό και τις αρετές στον κόσμο γύρω του. Ο Καντ όμως αντέστρεψε αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι η κλασική άποψη οδηγεί σε «ετερονομία», την επιβολή στους ανθρώπους του νόμου των «άλλων», είτε φιλοσόφων είτε θεών.
Για τους «αυτόνομους» πολίτες της νεωτερικότητας, αντίθετα, το αγαθό πρέπει να ακολουθεί το ορθό που ορίζεται από τον νόμο. Πράττουμε σωστά και είμαστε ελεύθεροι όταν επιδιώκουμε τα ατομικά μας συμφέροντα υπακούοντας τον κρατικό και ηθικό νόμο. Το μόνο που δεν διαλύεται στα νέα χρόνια λοιπόν αλλά γίνεται κινητήρια δύναμη κοινωνίας και ιστορίας είναι η ατομική επιθυμία. Η νεωτερικότητα ενθρόνισε το άτομο στο κέντρο του κόσμου και αντικατέστησε την αναζήτηση του κοινού καλού, που χαρακτήριζε τον προνεωτερικό κόσμο από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ακινάτη, με την κυριαρχία της βούλησης και των σκοτεινών της συντρόφων – της επιθυμίας και της απόλαυσης.
Ο Τόμας Χομπς, ο μεγαλύτερος φιλελεύθερος φιλόσοφος της πρώιμης νεωτερικότητας, περιέγραψε με μεγάλη σαφήνεια αυτή την αλλαγή στο κλασικό του έργο «Λεβιάθαν»:
Οι Επιθυμίες και τα άλλα Πάθη του ανθρώπου δεν αποτελούν αμαρτήματα. Και το ίδιο ισχύει για τις πράξεις που απορρέουν από αυτά τα Πάθη, ώσπου να συναντήσουν έναν Νόμο που να τις απαγορεύει…Οτιδήποτε κι αν είναι το αντικείμενο της Ορεξης ή της Επιθυμίας κάθε ανθρώπου, αυτό είναι που αποκαλεί Αγαθό: Και το αντικείμενο του Μίσους και της Αποστροφής του, Κακό…Καλό και Κακό είναι ονόματα που χαρακτηρίζουν τις Ορέξεις και τις Αποστροφές μας.
Το καλό και το κακό δεν είναι πια ηθικές κατηγορίες ενταγμένες στο έλλογο σχέδιο του κόσμου ή του Θεού αλλά συμβατικές εκφράσεις αυτού που αγαπούμε ή μισούμε. Καλό είναι να ακολουθείς την επιθυμία σου και κακό ό,τι την εμποδίζει. Για τον Χομπς, η επιθυμία συναντά τα όριά της σε ό,τι της αντιστέκεται και την ακυρώνει: πρώτα, τις επιθυμίες των άλλων που θέλουν τα ίδια με μας, δηλαδή ιδιοκτησία, κέρδος, επιτυχία. Δεύτερο όριο είναι ο θάνατος, η απόλυτη ματαίωση της επιθυμίας. Ο φόβος του θανάτου, το ισχυρότερο πάθος, κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τη φυσική ελευθερία τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στο κυρίαρχο κράτος, τον Λεβιάθαν ή «θνητό Θεό». Επειδή η δύναμη των ανθρώπων είναι σε γενικές γραμμές ίδια και επειδή η επιθυμία είναι απεριόριστη, η εξουσία του κράτους πρέπει να είναι εξίσου απόλυτη. Πολύ πριν από τις ανακαλύψεις του Φρόιντ, η ανθρωπολογία του Χομπς είχε αναγάγει την επιθυμία και τον θάνατο σε αιτία και αποτέλεσμα της εξουσίας και του νόμου.
Ο Κυρίαρχος αποτελεί αντανάκλαση του ελεύθερου ατόμου και η απόλυτη εξουσία του αποτέλεσμα της απεριόριστης ατομικής επιθυμίας. Η υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ κρατικής καταστολής και ατομικής ελευθερίας είναι λοιπόν επιφανειακή. Οταν η ατομική επιθυμία γίνεται η βασική αρχή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και καταστρέφει τις παραδοσιακές κοινότητες αξιών και αρετής, η κρατική καταστολή αποτελεί τον μόνο αποτελεσματικό περιορισμό της. Οι σκληροί νόμοι, το παντοδύναμο κράτος, τα ΜΑΤ και η κατάσταση ανάγκης αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της χειραφέτησης της επιθυμίας. Μόνο μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση που θα επανέντασσε το άτομο σε συλλογικότητες, συνδέοντας το κοινό καλό με ατομικές αξίες και αρχές, θα μας έβγαζε από τον φαύλο κύκλο της κρατικής βιαιότητας και της ατομικής ασυδοσίας.
Η διαπλοκή επιθυμίας και νόμου, που πρώτος αναγνώρισε ο Χομπς, έχει ρίξει τη σκιά της στην πορεία της νεωτερικότητας. Το δίκαιο ονόμασε την επιθυμία «ελεύθερη βούληση». Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα ενεργήσουν. Κατά συνέπεια, είναι υπόλογοι αν προκαλέσουν βλάβη σε άλλους. Το σύγχρονο δίκαιο δεν ενδιαφέρεται όμως για κίνητρα αλλά για προθέσεις, δεν ασχολείται με ανάγκες, επιθυμίες και στόχους αλλά με ενσυνείδητες, εσκεμμένες και ορθολογικές πράξεις. Τα κίνητρα αποτελούν τα εφαλτήρια της δράσης μας. Οι προθέσεις από την άλλη πλευρά είναι δικαιικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται για τον καταλογισμό ευθύνης. Η άνεργη μάνα που κλέβει ένα φάρμακο ή μια φραντζόλα ψωμί για το παιδί της έχει ιερό κίνητρο αλλά, κατά το δίκαιο, εγκληματική πρόθεση. Η απεργός καθαρίστρια που χτυπιέται και διώκεται ποινικά μπορεί να βλέπει τη ζωή της να καταστρέφεται αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο αν διωχθεί για παραβίαση της δημόσιας τάξης. Το δίκαιο κατανοεί την πρόθεση και αγνοεί την ανάγκη. Ωστόσο, παρά την άρνηση του νόμου, η επιθυμία είναι ο μυστικός καραγκιοζοπαίκτης που, χωρίς να φαίνεται, κινεί τα νήματα του κοινωνικού και νομικού συστήματος.
Πρόσφατα η επιδίωξη της επιθυμίας πήρε τη θέση που της αναλογεί και αναγνωρίστηκε ως η οργανωτική αρχή των μετανεωτερικών κοινωνιών. Το όνομά της, ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τοποθέτησε το δικαίωμα στη «ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» στο επίκεντρο της νεωτερικής πολιτειακής συγκρότησης. Η ζωή και η ελευθερία αποτελούν εκφράσεις της χειραφέτησης, του κυρίαρχου στόχου του Διαφωτισμού. Το «δικαίωμα στην ευτυχία» όμως δεν υπάρχει σε άλλες διακηρύξεις. Το «αμερικανικό όνειρο» μπήκε από νωρίς στην ιδεολογία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα μετατρέπεται στην κεντρική αρχή των δυτικών νομικών συστημάτων.
Ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση, τις προκαταλήψεις και την εκμετάλλευση παραμένει βασική προτεραιότητα σε πολλά μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα. Ομως οι εύπορες μετανεωτερικές κοινωνίες έχουν μετατρέψει την «επιδίωξη της ευτυχίας» και την «αυτοπραγμάτωση» σε θεμελιώδεις αξίες. Κάθε ατομική ή ομαδική επιθυμία μπορεί να μεταφραστεί στους όρους των δικαιωμάτων. Παραδείγματα υπάρχουν παντού. Η καμπάνια ενάντια στους νόμους που επέβαλαν το κλείσιμο των κέντρων στις δύο το πρωί στην Ελλάδα ή απαγόρευαν τα ρέιβς στην Αγγλία πρόβαλε το «right to the night» ή το «δικαίωμα στα πάρτι». Το κάπνισμα αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μη καπνιστών και η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους επίθεση στα δικαιώματα των καπνιστών. Οι εγκληματικές πράξεις εκλαμβάνονται ως επιθέσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων. Η υπεράσπιση των ρατσιστικών επιθέσεων γίνεται στο όνομα του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Οι επιθέσεις στις αμβλώσεις εμφανίζονται ως προστασία του δικαιώματος ζωής του εμβρύου. Οταν η ηθική και το ήθος δεν αναπαράγονται οργανικά στην οικογένεια και την κοινότητα, βλέπουμε παντού δικαιώματα από τη μια και εγκλήματα και θύματα από την άλλη.
Στην καθομιλουμένη, η φράση «θέλω το Χ» ή «το Χ πρέπει να μου δοθεί» έγινε συνώνυμη του «έχω δικαίωμα στο Χ» την περίοδο του εκσυγχρονισμού και των ψεύτικων παχιών αγελάδων. Σε τέτοιες περιόδους τα μεταμοντέρνα σλόγκαν «είσαι πρώτος», «εκφράσου ελεύθερα», «ακολούθησε την επιθυμία σου» εκφράζουν την απεριόριστη ατομική επιθυμία. Σε κοινωνίες όπου κάθε επιθυμία είναι δυνητικά δικαίωμα, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις. Οταν όμως οι επιθυμίες και οι ανάγκες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όπως στη σημερινή Ελλάδα, ο παντοδύναμος Λεβιάθαν επιστρέφει. Τα στρατόπεδα για τους μετανάστες και ο «Ξένιος Ζευς», τα ΜΑΤ και η ΕΡΤ, τα Φαρμακονήσια και οι επιθέσεις στις απεργούς καθαρίστριες αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της χομπσιανής ανθρωπολογίας. Το παντοδύναμο κράτος είναι απαραίτητο για την προστασία του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος όταν αισθάνονται ευάλωτα. Οπου όμως επικρατεί η ατομική επιθυμία, ο ρόλος της κρατικής βίας μειώνεται προσωρινά και η πειθαρχία της αγοράς αντικαθιστά αυτή των σωμάτων ασφαλείας.
Η χομπσιανή ανάλυση παραμένει καίρια πολιτικά παρά τις επιθέσεις που έχει δεχτεί από σύγχρονους φιλελεύθερους οι οποίοι θεωρούν ότι η δικαιολογημένη επιμονή του φιλοσόφου στο πανίσχυρο κράτος δυσφημεί την ιδεολογία τους. Αλλά ο ρόλος της επιθυμίας δεν περιορίζεται στη σχέση ατόμου και κρατικής εξουσίας. Οπως εξηγεί η χεγκελιανή διαλεκτική και η φροϊδική ψυχανάλυση, το τρίγωνο επιθυμίας, ταυτότητας και εξουσίας βρίσκεται στον κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά γι’ αυτά στα επόμενα.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Ο προνεωτερικός κόσμος πίστευε ότι ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και τελειοποιείται στην κοινότητα, στην ελληνική πόλη ή τη ρωμαϊκή και μεσαιωνική civitas. Η ενάρετη ζωή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μαζί με άλλους σε μια δίκαιη πόλη, δηλαδή πολιτικά. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του πολίτη και το καλό της πόλης είναι επομένως ταυτόσημα. Ολα αυτά, όμως, άλλαξαν ριζικά στη νεωτερικότητα. Θεμέλιο και αρχή της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης γίνεται πλέον το άτομο, απαλλαγμένο από την παράδοση, την ιστορία, την ένταξη σε κοινότητες. Η φυσική ιεραρχία του κλασικού κόσμου αντικαταστάθηκε από μια ευμετάβλητη και δυναμική κοινωνική ευταξία, στην οποία, για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη φράση του Μαρξ, «καθετί σταθερό εξανεμίζεται».
Ο καπιταλισμός και ο ατομισμός διέλυσαν σταδιακά τις προνεωτερικές κοινότητες οδηγώντας σε «ηθική καταστροφή», όπως υποστήριξε ο μεγάλος φιλόσοφος Αλασντερ Μακιντάιρ. Γιατί καταστροφή; Διότι δεν αναπαράγεται πια η ηθική μέσα από οργανικές κοινωνικές σχέσεις και ο εξωτερικός καταναγκασμός αντικατέστησε την εσωτερική τάση του ανθρώπου προς την αρετή και το καλό. Το καθήκον και η ευθύνη προς τους άλλους αντικαταστάθηκαν από τα ατομικά δικαιώματα, τα αγαθό διαχωρίστηκε από την ηθική, η σχέση πόλης και πολίτη έγινε εξωτερική, τεχνητή και διαμεσολαβείται από το δίκαιο.
Ο κλασικός φιλόσοφος έβρισκε το αγαθό και τις αρετές στον κόσμο γύρω του. Ο Καντ όμως αντέστρεψε αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι η κλασική άποψη οδηγεί σε «ετερονομία», την επιβολή στους ανθρώπους του νόμου των «άλλων», είτε φιλοσόφων είτε θεών.
Για τους «αυτόνομους» πολίτες της νεωτερικότητας, αντίθετα, το αγαθό πρέπει να ακολουθεί το ορθό που ορίζεται από τον νόμο. Πράττουμε σωστά και είμαστε ελεύθεροι όταν επιδιώκουμε τα ατομικά μας συμφέροντα υπακούοντας τον κρατικό και ηθικό νόμο. Το μόνο που δεν διαλύεται στα νέα χρόνια λοιπόν αλλά γίνεται κινητήρια δύναμη κοινωνίας και ιστορίας είναι η ατομική επιθυμία. Η νεωτερικότητα ενθρόνισε το άτομο στο κέντρο του κόσμου και αντικατέστησε την αναζήτηση του κοινού καλού, που χαρακτήριζε τον προνεωτερικό κόσμο από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ακινάτη, με την κυριαρχία της βούλησης και των σκοτεινών της συντρόφων – της επιθυμίας και της απόλαυσης.
Ο Τόμας Χομπς, ο μεγαλύτερος φιλελεύθερος φιλόσοφος της πρώιμης νεωτερικότητας, περιέγραψε με μεγάλη σαφήνεια αυτή την αλλαγή στο κλασικό του έργο «Λεβιάθαν»:
Οι Επιθυμίες και τα άλλα Πάθη του ανθρώπου δεν αποτελούν αμαρτήματα. Και το ίδιο ισχύει για τις πράξεις που απορρέουν από αυτά τα Πάθη, ώσπου να συναντήσουν έναν Νόμο που να τις απαγορεύει…Οτιδήποτε κι αν είναι το αντικείμενο της Ορεξης ή της Επιθυμίας κάθε ανθρώπου, αυτό είναι που αποκαλεί Αγαθό: Και το αντικείμενο του Μίσους και της Αποστροφής του, Κακό…Καλό και Κακό είναι ονόματα που χαρακτηρίζουν τις Ορέξεις και τις Αποστροφές μας.
Το καλό και το κακό δεν είναι πια ηθικές κατηγορίες ενταγμένες στο έλλογο σχέδιο του κόσμου ή του Θεού αλλά συμβατικές εκφράσεις αυτού που αγαπούμε ή μισούμε. Καλό είναι να ακολουθείς την επιθυμία σου και κακό ό,τι την εμποδίζει. Για τον Χομπς, η επιθυμία συναντά τα όριά της σε ό,τι της αντιστέκεται και την ακυρώνει: πρώτα, τις επιθυμίες των άλλων που θέλουν τα ίδια με μας, δηλαδή ιδιοκτησία, κέρδος, επιτυχία. Δεύτερο όριο είναι ο θάνατος, η απόλυτη ματαίωση της επιθυμίας. Ο φόβος του θανάτου, το ισχυρότερο πάθος, κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τη φυσική ελευθερία τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στο κυρίαρχο κράτος, τον Λεβιάθαν ή «θνητό Θεό». Επειδή η δύναμη των ανθρώπων είναι σε γενικές γραμμές ίδια και επειδή η επιθυμία είναι απεριόριστη, η εξουσία του κράτους πρέπει να είναι εξίσου απόλυτη. Πολύ πριν από τις ανακαλύψεις του Φρόιντ, η ανθρωπολογία του Χομπς είχε αναγάγει την επιθυμία και τον θάνατο σε αιτία και αποτέλεσμα της εξουσίας και του νόμου.
Ο Κυρίαρχος αποτελεί αντανάκλαση του ελεύθερου ατόμου και η απόλυτη εξουσία του αποτέλεσμα της απεριόριστης ατομικής επιθυμίας. Η υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ κρατικής καταστολής και ατομικής ελευθερίας είναι λοιπόν επιφανειακή. Οταν η ατομική επιθυμία γίνεται η βασική αρχή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και καταστρέφει τις παραδοσιακές κοινότητες αξιών και αρετής, η κρατική καταστολή αποτελεί τον μόνο αποτελεσματικό περιορισμό της. Οι σκληροί νόμοι, το παντοδύναμο κράτος, τα ΜΑΤ και η κατάσταση ανάγκης αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της χειραφέτησης της επιθυμίας. Μόνο μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση που θα επανέντασσε το άτομο σε συλλογικότητες, συνδέοντας το κοινό καλό με ατομικές αξίες και αρχές, θα μας έβγαζε από τον φαύλο κύκλο της κρατικής βιαιότητας και της ατομικής ασυδοσίας.
Η διαπλοκή επιθυμίας και νόμου, που πρώτος αναγνώρισε ο Χομπς, έχει ρίξει τη σκιά της στην πορεία της νεωτερικότητας. Το δίκαιο ονόμασε την επιθυμία «ελεύθερη βούληση». Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα ενεργήσουν. Κατά συνέπεια, είναι υπόλογοι αν προκαλέσουν βλάβη σε άλλους. Το σύγχρονο δίκαιο δεν ενδιαφέρεται όμως για κίνητρα αλλά για προθέσεις, δεν ασχολείται με ανάγκες, επιθυμίες και στόχους αλλά με ενσυνείδητες, εσκεμμένες και ορθολογικές πράξεις. Τα κίνητρα αποτελούν τα εφαλτήρια της δράσης μας. Οι προθέσεις από την άλλη πλευρά είναι δικαιικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται για τον καταλογισμό ευθύνης. Η άνεργη μάνα που κλέβει ένα φάρμακο ή μια φραντζόλα ψωμί για το παιδί της έχει ιερό κίνητρο αλλά, κατά το δίκαιο, εγκληματική πρόθεση. Η απεργός καθαρίστρια που χτυπιέται και διώκεται ποινικά μπορεί να βλέπει τη ζωή της να καταστρέφεται αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο αν διωχθεί για παραβίαση της δημόσιας τάξης. Το δίκαιο κατανοεί την πρόθεση και αγνοεί την ανάγκη. Ωστόσο, παρά την άρνηση του νόμου, η επιθυμία είναι ο μυστικός καραγκιοζοπαίκτης που, χωρίς να φαίνεται, κινεί τα νήματα του κοινωνικού και νομικού συστήματος.
Πρόσφατα η επιδίωξη της επιθυμίας πήρε τη θέση που της αναλογεί και αναγνωρίστηκε ως η οργανωτική αρχή των μετανεωτερικών κοινωνιών. Το όνομά της, ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τοποθέτησε το δικαίωμα στη «ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» στο επίκεντρο της νεωτερικής πολιτειακής συγκρότησης. Η ζωή και η ελευθερία αποτελούν εκφράσεις της χειραφέτησης, του κυρίαρχου στόχου του Διαφωτισμού. Το «δικαίωμα στην ευτυχία» όμως δεν υπάρχει σε άλλες διακηρύξεις. Το «αμερικανικό όνειρο» μπήκε από νωρίς στην ιδεολογία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα μετατρέπεται στην κεντρική αρχή των δυτικών νομικών συστημάτων.
Ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση, τις προκαταλήψεις και την εκμετάλλευση παραμένει βασική προτεραιότητα σε πολλά μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα. Ομως οι εύπορες μετανεωτερικές κοινωνίες έχουν μετατρέψει την «επιδίωξη της ευτυχίας» και την «αυτοπραγμάτωση» σε θεμελιώδεις αξίες. Κάθε ατομική ή ομαδική επιθυμία μπορεί να μεταφραστεί στους όρους των δικαιωμάτων. Παραδείγματα υπάρχουν παντού. Η καμπάνια ενάντια στους νόμους που επέβαλαν το κλείσιμο των κέντρων στις δύο το πρωί στην Ελλάδα ή απαγόρευαν τα ρέιβς στην Αγγλία πρόβαλε το «right to the night» ή το «δικαίωμα στα πάρτι». Το κάπνισμα αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μη καπνιστών και η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους επίθεση στα δικαιώματα των καπνιστών. Οι εγκληματικές πράξεις εκλαμβάνονται ως επιθέσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων. Η υπεράσπιση των ρατσιστικών επιθέσεων γίνεται στο όνομα του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Οι επιθέσεις στις αμβλώσεις εμφανίζονται ως προστασία του δικαιώματος ζωής του εμβρύου. Οταν η ηθική και το ήθος δεν αναπαράγονται οργανικά στην οικογένεια και την κοινότητα, βλέπουμε παντού δικαιώματα από τη μια και εγκλήματα και θύματα από την άλλη.
Στην καθομιλουμένη, η φράση «θέλω το Χ» ή «το Χ πρέπει να μου δοθεί» έγινε συνώνυμη του «έχω δικαίωμα στο Χ» την περίοδο του εκσυγχρονισμού και των ψεύτικων παχιών αγελάδων. Σε τέτοιες περιόδους τα μεταμοντέρνα σλόγκαν «είσαι πρώτος», «εκφράσου ελεύθερα», «ακολούθησε την επιθυμία σου» εκφράζουν την απεριόριστη ατομική επιθυμία. Σε κοινωνίες όπου κάθε επιθυμία είναι δυνητικά δικαίωμα, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις. Οταν όμως οι επιθυμίες και οι ανάγκες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όπως στη σημερινή Ελλάδα, ο παντοδύναμος Λεβιάθαν επιστρέφει. Τα στρατόπεδα για τους μετανάστες και ο «Ξένιος Ζευς», τα ΜΑΤ και η ΕΡΤ, τα Φαρμακονήσια και οι επιθέσεις στις απεργούς καθαρίστριες αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της χομπσιανής ανθρωπολογίας. Το παντοδύναμο κράτος είναι απαραίτητο για την προστασία του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος όταν αισθάνονται ευάλωτα. Οπου όμως επικρατεί η ατομική επιθυμία, ο ρόλος της κρατικής βίας μειώνεται προσωρινά και η πειθαρχία της αγοράς αντικαθιστά αυτή των σωμάτων ασφαλείας.
Η χομπσιανή ανάλυση παραμένει καίρια πολιτικά παρά τις επιθέσεις που έχει δεχτεί από σύγχρονους φιλελεύθερους οι οποίοι θεωρούν ότι η δικαιολογημένη επιμονή του φιλοσόφου στο πανίσχυρο κράτος δυσφημεί την ιδεολογία τους. Αλλά ο ρόλος της επιθυμίας δεν περιορίζεται στη σχέση ατόμου και κρατικής εξουσίας. Οπως εξηγεί η χεγκελιανή διαλεκτική και η φροϊδική ψυχανάλυση, το τρίγωνο επιθυμίας, ταυτότητας και εξουσίας βρίσκεται στον κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά γι’ αυτά στα επόμενα.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου