Η καταδίκη της χούντας στην Ευρώπη ήταν, κατά την άποψή μου, η αρχή του τέλους της.
Του Περικλή Κοροβέση
Αυτοί που αποφάσισαν να αντισταθούν στη χούντα των συνταγματαρχών ήταν ελάχιστοι. Κατά κανόνα ήταν ολιγομελείς παρέες από όλο τον δημοκρατικό χώρο, από την Αριστερά της Αριστεράς, μέχρι τη δημοκρατική Δεξιά και αργότερα προστέθηκε και μια μικρή ομάδα της βασιλικής Δεξιάς. Ανάμεσά τους και δημοκρατικοί στρατιωτικοί. Και αυτοί βέβαια είχαν τη σκληρότερη μοίρα. Εχουμε πολλούς βασανισθέντες από τον χώρο της Αριστεράς, αλλά έναν Μουστακλή δεν έχουμε. Ολες αυτές οι ομάδες ήταν πρωτοβουλίες ατόμων που ανήκαν σε διάφορους πολιτικούς χώρους. Αλλά όχι πρωτοβουλίες κομμάτων. Αυτά ήταν ανύπαρκτα. Και εντάσσω εκεί και την ΕΔΑ. Αν υπήρχε συγκροτημένο πολιτικό σύστημα, το πραξικόπημα θα ήταν αδύνατο.
Αυτές οι πρωτοβουλίες ατόμων ουδέποτε συντονίστηκαν. Θεωρητικά θα μπορούσε να είχε γίνει ένα δίκτυο ή κάποιο μέτωπο που να ένωνε όλες αυτές τις αυθόρμητες μονάδες. Και ο λόγος ήταν απλός. Η κάθε ομάδα αγνοούσε τι έκανε η άλλη ομάδα. Μαθαίναμε την ύπαρξή της μόνο σε περίπτωση σύλληψης και βασανιστηρίων. Και τώρα μου έρχεται κάτι παράτολμο στο μυαλό. Δεν είχαμε δυνάμεις ούτε εμπειρία για το πώς να αντιμετωπίσουμε τη χούντα. Απλά αυτή μας φοβήθηκε, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει την αδυναμία μας. Αν μας άφηνε στην ησυχία μας, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε καμιά ουσιαστική ζημιά. Εκτός αν γινόμασταν μαζικοί. Αλλά αυτό δεν ήταν ορατό στον ορίζοντα. Ο κόσμος είχε δεχτεί τη χούντα σαν μια οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή. Ο μαζικός αντιχουντισμός είναι προϊόν της μεταπολίτευσης.
Και το βασικό ερώτημα που μπήκε σχεδόν σε όλες τις οργανώσεις ήταν με ποιον τρόπο πολεμάμε τη χούντα. Και εκεί υπήρχαν διάφορες προσεγγίσεις. Η πιο «ρεαλιστική» ήταν ενέργειες δολιοφθοράς σε συμβολικούς στόχους, έτσι που να φανεί πως η χούντα είναι ασταθής και χρειάζεται μια πολιτική λύση. Η πιο «ουτοπική» ήταν η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος με ισχυρές οργανώσεις. Και υπήρχε και μια «μαξιμαλιστική» πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ. Βομβιστικές ενέργειες έγιναν εναντίον της χούντας αλλά η δύναμη πυρός ήταν λιγότερη από τα βαρελότα του Πάσχα. Και όλα αυτά, ερήμην των παραδοσιακών κομμάτων που ήταν ανύπαρκτα, άσχετα αν μέλη τους είχαν πάρει πρωτοβουλίες. Οι κομματικοί μηχανισμοί είχαν πέσει σε λήθαργο.
Συχνά αναφερόμαστε στη Νομική και το Πολυτεχνείο ως καταλύτες για την ανατροπή της χούντας. Δεν ανήκω σε αυτούς που υποτιμούν τη σημασία αυτών των γεγονότων. Αλλά αυτό που υποτιμάται είναι ο νεοφιλελληνισμός που διαμορφώθηκε στη διάρκεια της χούντας σε πολλές χώρες του κόσμου, με αιχμή του δόρατος τις χώρες που είχαν μεγάλες παροικίες Ελλήνων (Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία). Τα μεγαλύτερα ΜΜΕ, ακόμα και συντηρητικά, ήταν σαφώς εναντίον της χούντας. Και αυτό πίεζε τις κυβερνήσεις. Και απέδωσε καρπούς. Η καταδίκη της χούντας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Στρασβούργο ήταν, κατά την άποψή μου, η αρχή του τέλους της. Και ήδη η πολιτική λύση «Καραμανλής» παιζόταν. Και υπήρχαν δύο σοβαροί λόγοι για να πετύχει αυτό το σχέδιο. Η CIA εμπιστευόταν τον Καραμανλή, οι χουντικοί θα την έβγαζαν «καθαρή» και θα γύριζαν στους στρατώνες τους. Πράγμα που έγινε και το ονομάσαμε μεταπολίτευση. Οσο και αν δικάστηκαν μερικοί «πρωταίτιοι», στην ουσία ήταν καμένα χαρτιά. Αχρηστοι και ξεζουμισμένοι. Το βαθύ χουντικό κράτος έμεινε ανέπαφο και σήμερα εκφράζεται από τη Χρυσή Αυγή (και όχι μόνο). Και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Το κράτος δεν μπορεί να ανατρέψει το κράτος. Απλώς αφομοιώνει τον παλιό κρατικό μηχανισμό και τον βάζει να λειτουργήσει για τη νέα πολιτική ηγεσία. Πρώτοι διδάξαντες οι μπολσεβίκοι, που αφομοίωσαν όλη την τσαρική γραφειοκρατία.
Ομως ας μην πάμε τόσο μακριά. Στα 17 χρόνια εξουσίας του ο Πινοσέτ στη Χιλή σκότωσε 3.000 άτομα και βασάνισε άλλους 35.000. Πέθανε ειρηνικά στα 91 του, περιστοιχισμένος από δικηγόρους που υποστήριζαν πως πάσχει από άνοια και δεν μπορεί να δικαστεί. Στην Καμπότζη οι Κόκκινοι Χμερ εκτέλεσαν περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας, Χουν Σεν, ήταν πρώην ηγέτης των Χμερ.
Αλλά ας γυρίσουμε στα δικά μας. Ο παλιός πολιτικός κόσμος, νικημένος και ξεφτιλισμένος από τη χούντα, έσπρωξε τη νεολαία να αναζητήσει άλλες μορφές έκφρασης. Τότε η επανάσταση της Κούβας δεν είχε ξεθωριάσει. Το Βιετνάμ ήταν στις δόξες του και ο Τσε με το όπλο στο χέρι. Αντάρτικα στη Λατινική Αμερική και Αφρική. Και ο γαλλικός Μάης ξαναμοίραζε τα χαρτιά της επαναστατικής τράπουλας. Ολοι οι κλασικοί κατέβαιναν από τα ράφια για να διδαχτούμε από εμπειρίες άλλων εποχών. Μια νέα αριστερή σκέψη γεννιόταν. Το πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης έμπαινε στην ημερήσια διάταξη, όπως βέβαια και το πρόβλημα της ένοπλης πάλης.
Σε αυτόν τον διάλογο, κυρίως στην Ευρώπη, οι ομάδες «της ένοπλης ή υποδειγματικής πράξης» διάλεξαν τον δικό τους τρόπο δράσης και απέδωσαν τη «Φράξια Κόκκινου Στρατού», τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ή την «Αμεση Δράση». Οι υπόλοιποι ασχοληθήκαμε με την κοινωνία, από αυτόνομα στέκια μέχρι συνδικάτα. Λίγο ή πολύ η μοίρα της «ένοπλης πάλης» ήταν τραγική. Οχι μόνο δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αλλά πολλοί από τους πρωταγωνιστές της είχαν τραγικό τέλος. Και εδώ είναι διαφωτιστικό το βιβλίο του Σουηδού δημοσιογράφου Μπιόρν Κουμ «Η Ιστορία της Τρομοκρατίας» (Εμπειρία Εκδοτική), που μελετάει ιστορικά όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία φυσικά δεν είναι καινούργια. Και θέτει ένα απλό ερώτημα μελετώντας τις ιστορίες των «τρομοκρατών» ανά τους αιώνες: Πώς ξεχωρίζεις μια βίαιη επαναστατική πράξη από μια προβοκατόρικη πράξη;
Η Χάνα Αρεντ κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ βίας και δύναμης. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μια κλειστή βίαιη ομάδα είναι εύκολο να εντοπιστεί και να φυτευτεί κάποιος πιο βίαιος αρχηγός. Το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας. Θα τη στρέψει εναντίον του μόνιμου εχθρού. Στις αδικημένες μάζες των αθώων. Δείτε τι γίνεται στη Γάζα. Τα συμπεράσματα δικά σας.
[email protected]
Του Περικλή Κοροβέση
Αυτοί που αποφάσισαν να αντισταθούν στη χούντα των συνταγματαρχών ήταν ελάχιστοι. Κατά κανόνα ήταν ολιγομελείς παρέες από όλο τον δημοκρατικό χώρο, από την Αριστερά της Αριστεράς, μέχρι τη δημοκρατική Δεξιά και αργότερα προστέθηκε και μια μικρή ομάδα της βασιλικής Δεξιάς. Ανάμεσά τους και δημοκρατικοί στρατιωτικοί. Και αυτοί βέβαια είχαν τη σκληρότερη μοίρα. Εχουμε πολλούς βασανισθέντες από τον χώρο της Αριστεράς, αλλά έναν Μουστακλή δεν έχουμε. Ολες αυτές οι ομάδες ήταν πρωτοβουλίες ατόμων που ανήκαν σε διάφορους πολιτικούς χώρους. Αλλά όχι πρωτοβουλίες κομμάτων. Αυτά ήταν ανύπαρκτα. Και εντάσσω εκεί και την ΕΔΑ. Αν υπήρχε συγκροτημένο πολιτικό σύστημα, το πραξικόπημα θα ήταν αδύνατο.
Αυτές οι πρωτοβουλίες ατόμων ουδέποτε συντονίστηκαν. Θεωρητικά θα μπορούσε να είχε γίνει ένα δίκτυο ή κάποιο μέτωπο που να ένωνε όλες αυτές τις αυθόρμητες μονάδες. Και ο λόγος ήταν απλός. Η κάθε ομάδα αγνοούσε τι έκανε η άλλη ομάδα. Μαθαίναμε την ύπαρξή της μόνο σε περίπτωση σύλληψης και βασανιστηρίων. Και τώρα μου έρχεται κάτι παράτολμο στο μυαλό. Δεν είχαμε δυνάμεις ούτε εμπειρία για το πώς να αντιμετωπίσουμε τη χούντα. Απλά αυτή μας φοβήθηκε, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει την αδυναμία μας. Αν μας άφηνε στην ησυχία μας, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε καμιά ουσιαστική ζημιά. Εκτός αν γινόμασταν μαζικοί. Αλλά αυτό δεν ήταν ορατό στον ορίζοντα. Ο κόσμος είχε δεχτεί τη χούντα σαν μια οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή. Ο μαζικός αντιχουντισμός είναι προϊόν της μεταπολίτευσης.
Και το βασικό ερώτημα που μπήκε σχεδόν σε όλες τις οργανώσεις ήταν με ποιον τρόπο πολεμάμε τη χούντα. Και εκεί υπήρχαν διάφορες προσεγγίσεις. Η πιο «ρεαλιστική» ήταν ενέργειες δολιοφθοράς σε συμβολικούς στόχους, έτσι που να φανεί πως η χούντα είναι ασταθής και χρειάζεται μια πολιτική λύση. Η πιο «ουτοπική» ήταν η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος με ισχυρές οργανώσεις. Και υπήρχε και μια «μαξιμαλιστική» πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ. Βομβιστικές ενέργειες έγιναν εναντίον της χούντας αλλά η δύναμη πυρός ήταν λιγότερη από τα βαρελότα του Πάσχα. Και όλα αυτά, ερήμην των παραδοσιακών κομμάτων που ήταν ανύπαρκτα, άσχετα αν μέλη τους είχαν πάρει πρωτοβουλίες. Οι κομματικοί μηχανισμοί είχαν πέσει σε λήθαργο.
Συχνά αναφερόμαστε στη Νομική και το Πολυτεχνείο ως καταλύτες για την ανατροπή της χούντας. Δεν ανήκω σε αυτούς που υποτιμούν τη σημασία αυτών των γεγονότων. Αλλά αυτό που υποτιμάται είναι ο νεοφιλελληνισμός που διαμορφώθηκε στη διάρκεια της χούντας σε πολλές χώρες του κόσμου, με αιχμή του δόρατος τις χώρες που είχαν μεγάλες παροικίες Ελλήνων (Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία). Τα μεγαλύτερα ΜΜΕ, ακόμα και συντηρητικά, ήταν σαφώς εναντίον της χούντας. Και αυτό πίεζε τις κυβερνήσεις. Και απέδωσε καρπούς. Η καταδίκη της χούντας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Στρασβούργο ήταν, κατά την άποψή μου, η αρχή του τέλους της. Και ήδη η πολιτική λύση «Καραμανλής» παιζόταν. Και υπήρχαν δύο σοβαροί λόγοι για να πετύχει αυτό το σχέδιο. Η CIA εμπιστευόταν τον Καραμανλή, οι χουντικοί θα την έβγαζαν «καθαρή» και θα γύριζαν στους στρατώνες τους. Πράγμα που έγινε και το ονομάσαμε μεταπολίτευση. Οσο και αν δικάστηκαν μερικοί «πρωταίτιοι», στην ουσία ήταν καμένα χαρτιά. Αχρηστοι και ξεζουμισμένοι. Το βαθύ χουντικό κράτος έμεινε ανέπαφο και σήμερα εκφράζεται από τη Χρυσή Αυγή (και όχι μόνο). Και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Το κράτος δεν μπορεί να ανατρέψει το κράτος. Απλώς αφομοιώνει τον παλιό κρατικό μηχανισμό και τον βάζει να λειτουργήσει για τη νέα πολιτική ηγεσία. Πρώτοι διδάξαντες οι μπολσεβίκοι, που αφομοίωσαν όλη την τσαρική γραφειοκρατία.
Ομως ας μην πάμε τόσο μακριά. Στα 17 χρόνια εξουσίας του ο Πινοσέτ στη Χιλή σκότωσε 3.000 άτομα και βασάνισε άλλους 35.000. Πέθανε ειρηνικά στα 91 του, περιστοιχισμένος από δικηγόρους που υποστήριζαν πως πάσχει από άνοια και δεν μπορεί να δικαστεί. Στην Καμπότζη οι Κόκκινοι Χμερ εκτέλεσαν περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας, Χουν Σεν, ήταν πρώην ηγέτης των Χμερ.
Αλλά ας γυρίσουμε στα δικά μας. Ο παλιός πολιτικός κόσμος, νικημένος και ξεφτιλισμένος από τη χούντα, έσπρωξε τη νεολαία να αναζητήσει άλλες μορφές έκφρασης. Τότε η επανάσταση της Κούβας δεν είχε ξεθωριάσει. Το Βιετνάμ ήταν στις δόξες του και ο Τσε με το όπλο στο χέρι. Αντάρτικα στη Λατινική Αμερική και Αφρική. Και ο γαλλικός Μάης ξαναμοίραζε τα χαρτιά της επαναστατικής τράπουλας. Ολοι οι κλασικοί κατέβαιναν από τα ράφια για να διδαχτούμε από εμπειρίες άλλων εποχών. Μια νέα αριστερή σκέψη γεννιόταν. Το πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης έμπαινε στην ημερήσια διάταξη, όπως βέβαια και το πρόβλημα της ένοπλης πάλης.
Σε αυτόν τον διάλογο, κυρίως στην Ευρώπη, οι ομάδες «της ένοπλης ή υποδειγματικής πράξης» διάλεξαν τον δικό τους τρόπο δράσης και απέδωσαν τη «Φράξια Κόκκινου Στρατού», τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ή την «Αμεση Δράση». Οι υπόλοιποι ασχοληθήκαμε με την κοινωνία, από αυτόνομα στέκια μέχρι συνδικάτα. Λίγο ή πολύ η μοίρα της «ένοπλης πάλης» ήταν τραγική. Οχι μόνο δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αλλά πολλοί από τους πρωταγωνιστές της είχαν τραγικό τέλος. Και εδώ είναι διαφωτιστικό το βιβλίο του Σουηδού δημοσιογράφου Μπιόρν Κουμ «Η Ιστορία της Τρομοκρατίας» (Εμπειρία Εκδοτική), που μελετάει ιστορικά όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία φυσικά δεν είναι καινούργια. Και θέτει ένα απλό ερώτημα μελετώντας τις ιστορίες των «τρομοκρατών» ανά τους αιώνες: Πώς ξεχωρίζεις μια βίαιη επαναστατική πράξη από μια προβοκατόρικη πράξη;
Η Χάνα Αρεντ κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ βίας και δύναμης. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μια κλειστή βίαιη ομάδα είναι εύκολο να εντοπιστεί και να φυτευτεί κάποιος πιο βίαιος αρχηγός. Το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας. Θα τη στρέψει εναντίον του μόνιμου εχθρού. Στις αδικημένες μάζες των αθώων. Δείτε τι γίνεται στη Γάζα. Τα συμπεράσματα δικά σας.
[email protected]