Του Κώστα Δουζίνα*
1. Τόμας Χομπς. Επιθυμία και κράτος
Ο προνεωτερικός κόσμος πίστευε ότι ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και τελειοποιείται στην κοινότητα, στην ελληνική πόλη ή τη ρωμαϊκή και μεσαιωνική civitas. Η ενάρετη ζωή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μαζί με άλλους σε μια δίκαιη πόλη, δηλαδή πολιτικά. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του πολίτη και το καλό της πόλης είναι επομένως ταυτόσημα. Ολα αυτά, όμως, άλλαξαν ριζικά στη νεωτερικότητα. Θεμέλιο και αρχή της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης γίνεται πλέον το άτομο, απαλλαγμένο από την παράδοση, την ιστορία, την ένταξη σε κοινότητες. Η φυσική ιεραρχία του κλασικού κόσμου αντικαταστάθηκε από μια ευμετάβλητη και δυναμική κοινωνική ευταξία, στην οποία, για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη φράση του Μαρξ, «καθετί σταθερό εξανεμίζεται».
Ο καπιταλισμός και ο ατομισμός διέλυσαν σταδιακά τις προνεωτερικές κοινότητες οδηγώντας σε «ηθική καταστροφή», όπως υποστήριξε ο μεγάλος φιλόσοφος Αλασντερ Μακιντάιρ. Γιατί καταστροφή; Διότι δεν αναπαράγεται πια η ηθική μέσα από οργανικές κοινωνικές σχέσεις και ο εξωτερικός καταναγκασμός αντικατέστησε την εσωτερική τάση του ανθρώπου προς την αρετή και το καλό. Το καθήκον και η ευθύνη προς τους άλλους αντικαταστάθηκαν από τα ατομικά δικαιώματα, τα αγαθό διαχωρίστηκε από την ηθική, η σχέση πόλης και πολίτη έγινε εξωτερική, τεχνητή και διαμεσολαβείται από το δίκαιο.
Ο κλασικός φιλόσοφος έβρισκε το αγαθό και τις αρετές στον κόσμο γύρω του. Ο Καντ όμως αντέστρεψε αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι η κλασική άποψη οδηγεί σε «ετερονομία», την επιβολή στους ανθρώπους του νόμου των «άλλων», είτε φιλοσόφων είτε θεών.
Για τους «αυτόνομους» πολίτες της νεωτερικότητας, αντίθετα, το αγαθό πρέπει να ακολουθεί το ορθό που ορίζεται από τον νόμο. Πράττουμε σωστά και είμαστε ελεύθεροι όταν επιδιώκουμε τα ατομικά μας συμφέροντα υπακούοντας τον κρατικό και ηθικό νόμο. Το μόνο που δεν διαλύεται στα νέα χρόνια λοιπόν αλλά γίνεται κινητήρια δύναμη κοινωνίας και ιστορίας είναι η ατομική επιθυμία. Η νεωτερικότητα ενθρόνισε το άτομο στο κέντρο του κόσμου και αντικατέστησε την αναζήτηση του κοινού καλού, που χαρακτήριζε τον προνεωτερικό κόσμο από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ακινάτη, με την κυριαρχία της βούλησης και των σκοτεινών της συντρόφων – της επιθυμίας και της απόλαυσης.
Ο Τόμας Χομπς, ο μεγαλύτερος φιλελεύθερος φιλόσοφος της πρώιμης νεωτερικότητας, περιέγραψε με μεγάλη σαφήνεια αυτή την αλλαγή στο κλασικό του έργο «Λεβιάθαν»:
Οι Επιθυμίες και τα άλλα Πάθη του ανθρώπου δεν αποτελούν αμαρτήματα. Και το ίδιο ισχύει για τις πράξεις που απορρέουν από αυτά τα Πάθη, ώσπου να συναντήσουν έναν Νόμο που να τις απαγορεύει…Οτιδήποτε κι αν είναι το αντικείμενο της Ορεξης ή της Επιθυμίας κάθε ανθρώπου, αυτό είναι που αποκαλεί Αγαθό: Και το αντικείμενο του Μίσους και της Αποστροφής του, Κακό…Καλό και Κακό είναι ονόματα που χαρακτηρίζουν τις Ορέξεις και τις Αποστροφές μας.
Το καλό και το κακό δεν είναι πια ηθικές κατηγορίες ενταγμένες στο έλλογο σχέδιο του κόσμου ή του Θεού αλλά συμβατικές εκφράσεις αυτού που αγαπούμε ή μισούμε. Καλό είναι να ακολουθείς την επιθυμία σου και κακό ό,τι την εμποδίζει. Για τον Χομπς, η επιθυμία συναντά τα όριά της σε ό,τι της αντιστέκεται και την ακυρώνει: πρώτα, τις επιθυμίες των άλλων που θέλουν τα ίδια με μας, δηλαδή ιδιοκτησία, κέρδος, επιτυχία. Δεύτερο όριο είναι ο θάνατος, η απόλυτη ματαίωση της επιθυμίας. Ο φόβος του θανάτου, το ισχυρότερο πάθος, κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τη φυσική ελευθερία τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στο κυρίαρχο κράτος, τον Λεβιάθαν ή «θνητό Θεό». Επειδή η δύναμη των ανθρώπων είναι σε γενικές γραμμές ίδια και επειδή η επιθυμία είναι απεριόριστη, η εξουσία του κράτους πρέπει να είναι εξίσου απόλυτη. Πολύ πριν από τις ανακαλύψεις του Φρόιντ, η ανθρωπολογία του Χομπς είχε αναγάγει την επιθυμία και τον θάνατο σε αιτία και αποτέλεσμα της εξουσίας και του νόμου.
Ο Κυρίαρχος αποτελεί αντανάκλαση του ελεύθερου ατόμου και η απόλυτη εξουσία του αποτέλεσμα της απεριόριστης ατομικής επιθυμίας. Η υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ κρατικής καταστολής και ατομικής ελευθερίας είναι λοιπόν επιφανειακή. Οταν η ατομική επιθυμία γίνεται η βασική αρχή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και καταστρέφει τις παραδοσιακές κοινότητες αξιών και αρετής, η κρατική καταστολή αποτελεί τον μόνο αποτελεσματικό περιορισμό της. Οι σκληροί νόμοι, το παντοδύναμο κράτος, τα ΜΑΤ και η κατάσταση ανάγκης αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της χειραφέτησης της επιθυμίας. Μόνο μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση που θα επανέντασσε το άτομο σε συλλογικότητες, συνδέοντας το κοινό καλό με ατομικές αξίες και αρχές, θα μας έβγαζε από τον φαύλο κύκλο της κρατικής βιαιότητας και της ατομικής ασυδοσίας.
Η διαπλοκή επιθυμίας και νόμου, που πρώτος αναγνώρισε ο Χομπς, έχει ρίξει τη σκιά της στην πορεία της νεωτερικότητας. Το δίκαιο ονόμασε την επιθυμία «ελεύθερη βούληση». Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα ενεργήσουν. Κατά συνέπεια, είναι υπόλογοι αν προκαλέσουν βλάβη σε άλλους. Το σύγχρονο δίκαιο δεν ενδιαφέρεται όμως για κίνητρα αλλά για προθέσεις, δεν ασχολείται με ανάγκες, επιθυμίες και στόχους αλλά με ενσυνείδητες, εσκεμμένες και ορθολογικές πράξεις. Τα κίνητρα αποτελούν τα εφαλτήρια της δράσης μας. Οι προθέσεις από την άλλη πλευρά είναι δικαιικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται για τον καταλογισμό ευθύνης. Η άνεργη μάνα που κλέβει ένα φάρμακο ή μια φραντζόλα ψωμί για το παιδί της έχει ιερό κίνητρο αλλά, κατά το δίκαιο, εγκληματική πρόθεση. Η απεργός καθαρίστρια που χτυπιέται και διώκεται ποινικά μπορεί να βλέπει τη ζωή της να καταστρέφεται αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο αν διωχθεί για παραβίαση της δημόσιας τάξης. Το δίκαιο κατανοεί την πρόθεση και αγνοεί την ανάγκη. Ωστόσο, παρά την άρνηση του νόμου, η επιθυμία είναι ο μυστικός καραγκιοζοπαίκτης που, χωρίς να φαίνεται, κινεί τα νήματα του κοινωνικού και νομικού συστήματος.
Πρόσφατα η επιδίωξη της επιθυμίας πήρε τη θέση που της αναλογεί και αναγνωρίστηκε ως η οργανωτική αρχή των μετανεωτερικών κοινωνιών. Το όνομά της, ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τοποθέτησε το δικαίωμα στη «ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» στο επίκεντρο της νεωτερικής πολιτειακής συγκρότησης. Η ζωή και η ελευθερία αποτελούν εκφράσεις της χειραφέτησης, του κυρίαρχου στόχου του Διαφωτισμού. Το «δικαίωμα στην ευτυχία» όμως δεν υπάρχει σε άλλες διακηρύξεις. Το «αμερικανικό όνειρο» μπήκε από νωρίς στην ιδεολογία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα μετατρέπεται στην κεντρική αρχή των δυτικών νομικών συστημάτων.
Ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση, τις προκαταλήψεις και την εκμετάλλευση παραμένει βασική προτεραιότητα σε πολλά μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα. Ομως οι εύπορες μετανεωτερικές κοινωνίες έχουν μετατρέψει την «επιδίωξη της ευτυχίας» και την «αυτοπραγμάτωση» σε θεμελιώδεις αξίες. Κάθε ατομική ή ομαδική επιθυμία μπορεί να μεταφραστεί στους όρους των δικαιωμάτων. Παραδείγματα υπάρχουν παντού. Η καμπάνια ενάντια στους νόμους που επέβαλαν το κλείσιμο των κέντρων στις δύο το πρωί στην Ελλάδα ή απαγόρευαν τα ρέιβς στην Αγγλία πρόβαλε το «right to the night» ή το «δικαίωμα στα πάρτι». Το κάπνισμα αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μη καπνιστών και η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους επίθεση στα δικαιώματα των καπνιστών. Οι εγκληματικές πράξεις εκλαμβάνονται ως επιθέσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων. Η υπεράσπιση των ρατσιστικών επιθέσεων γίνεται στο όνομα του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Οι επιθέσεις στις αμβλώσεις εμφανίζονται ως προστασία του δικαιώματος ζωής του εμβρύου. Οταν η ηθική και το ήθος δεν αναπαράγονται οργανικά στην οικογένεια και την κοινότητα, βλέπουμε παντού δικαιώματα από τη μια και εγκλήματα και θύματα από την άλλη.
Στην καθομιλουμένη, η φράση «θέλω το Χ» ή «το Χ πρέπει να μου δοθεί» έγινε συνώνυμη του «έχω δικαίωμα στο Χ» την περίοδο του εκσυγχρονισμού και των ψεύτικων παχιών αγελάδων. Σε τέτοιες περιόδους τα μεταμοντέρνα σλόγκαν «είσαι πρώτος», «εκφράσου ελεύθερα», «ακολούθησε την επιθυμία σου» εκφράζουν την απεριόριστη ατομική επιθυμία. Σε κοινωνίες όπου κάθε επιθυμία είναι δυνητικά δικαίωμα, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις. Οταν όμως οι επιθυμίες και οι ανάγκες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όπως στη σημερινή Ελλάδα, ο παντοδύναμος Λεβιάθαν επιστρέφει. Τα στρατόπεδα για τους μετανάστες και ο «Ξένιος Ζευς», τα ΜΑΤ και η ΕΡΤ, τα Φαρμακονήσια και οι επιθέσεις στις απεργούς καθαρίστριες αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της χομπσιανής ανθρωπολογίας. Το παντοδύναμο κράτος είναι απαραίτητο για την προστασία του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος όταν αισθάνονται ευάλωτα. Οπου όμως επικρατεί η ατομική επιθυμία, ο ρόλος της κρατικής βίας μειώνεται προσωρινά και η πειθαρχία της αγοράς αντικαθιστά αυτή των σωμάτων ασφαλείας.
Η χομπσιανή ανάλυση παραμένει καίρια πολιτικά παρά τις επιθέσεις που έχει δεχτεί από σύγχρονους φιλελεύθερους οι οποίοι θεωρούν ότι η δικαιολογημένη επιμονή του φιλοσόφου στο πανίσχυρο κράτος δυσφημεί την ιδεολογία τους. Αλλά ο ρόλος της επιθυμίας δεν περιορίζεται στη σχέση ατόμου και κρατικής εξουσίας. Οπως εξηγεί η χεγκελιανή διαλεκτική και η φροϊδική ψυχανάλυση, το τρίγωνο επιθυμίας, ταυτότητας και εξουσίας βρίσκεται στον κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά γι’ αυτά στα επόμενα.
…………………………………………………………………………………………………………………………………..
2. Η διαλεκτική της επιθυμίας και ο αγώνας για αναγνώριση
Δεν μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα.
Για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία, η ανθρώπινη ταυτότητα δημιουργείται έξω και πριν από την κοινωνική ένταξη. Για όλους τους άλλους, ο εαυτός δεν γεννιέται στο νησί του Ροβινσώνα ούτε παραμένει σταθερός στο ταξίδι της ζωής. Ο εαυτός δημιουργείται μέσα από αδιάκοπες σχέσεις με άλλους, το υποκείμενο είναι πάντα δι-υποκειμενικό. Η ταυτότητά μου κατασκευάζεται μέσα σε έναν διαρκή διάλογο και αγώνα για αναγνώριση με τους άλλους και τον «Μεγάλο Αλλο» (τους θεσμούς, τον νόμο, την εξουσία).
Διαμορφώνω συνείδηση εαυτού όταν οι άλλοι αναγνωρίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά, ιδιότητες και γνωρίσματά μου. Αυτός ο συστατικός αγώνας αναγνώρισης υπακούει στη διαλεκτική της επιθυμίας. Η κλασική έννοια της διαλεκτικής του σωκρατικού διάλογου είναι απλή. Οταν ο Σωκράτης μετά από μακρά εξέταση των επιχειρημάτων συμφωνεί με τον Πρωταγόρα ή τον Φαίδρο για την έννοια της δικαιοσύνης ή του έρωτα, το συμπέρασμα δεν ανήκει ούτε στον Σωκράτη ούτε στον Πρωταγόρα. Είναι μια τρίτη θέση που αναδύεται μέσα από τη σύγκρουση και σύνθεση των επιχειρημάτων.
Στην νεωτερικότητα, η διαλεκτική συνδέεται με τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην κλασική λογική, η απαράβατη αρχή της ταυτότητας υποστηρίζει ότι Α=Α και Α–Α. Για τη διαλεκτική λογική όμως το Α επιτυγχάνει τον εαυτό του μόνο μέσα από την αντίθεση και την υπέρβαση του –Α. Το νεογέννητο βρέφος διατηρεί τη γενετική πληροφορία των δύο γονιών, αλλά ταυτόχρονα ξεπερνάει την αντίθεση των φύλων φτιάχνοντας ένα νέο τρίτο άτομο.
Αν ακολουθήσουμε τη λογική αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις, το εγώ, ο εαυτός μου, διαχωρίζεται αλλά και εξαρτάται από το μη εγώ, τόσο τον εξωτερικό κόσμο όσο και τον άλλο άνθρωπο. Η εξάρτηση μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε πλήρεις ή αυτάρκεις. Είμαστε όντα λειψά, η έλλειψη και η ανάγκη του άλλου δημιουργούν και κινούν την ανθρώπινη επιθυμία. Η επιβίωσή μας εξαρτάται από την υπέρβαση του ριζικού διαχωρισμού από το μη εγώ. Μια πρώτη στρατηγική της επιθυμίας είναι να καταργήσει το αντικείμενο.
Για παράδειγμα, όταν τρώμε η ανάγκη και επιθυμία τροφής καταργεί το αντικείμενο. Αλλά μόνο η επιθυμία και αναγνώριση του άλλου ανθρώπου συμβάλλει στην ανάδυση της ταυτότητας. Ενα πρώτο είδος αναγνώρισης αντιμετωπίζει τον άλλο ως κατώτερο διατηρώντας τη σχέση εξωτερικά. Η αναγνώριση του αφέντη από τον δούλο ή τον υπηρέτη είναι καταναγκαστική και μονόδρομη. Η υπηρεσία που προσφέρει δεν ανταποδίδεται από τον αφέντη, ο οποίος τον αντιμετωπίζει σαν αντικείμενο. Ομως, αυτή η μονόδρομη αναγνώριση είναι ανεπαρκής και για τον αφέντη, καθώς προέρχεται από κάποιον που δεν μπορεί να ανταποδώσει μια και δεν αντιμετωπίζεται ως άξιος ή ισότιμος εταίρος.
Μόνο η αμοιβαία αναγνώριση πετυχαίνει. Πρέπει να με αναγνωρίσει κάποιος που τον αναγνωρίζω και εγώ ως αξιοθαύμαστο, έξυπνο, καλό για να αποκτήσω αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από το βλέμμα της επιθυμίας του. Πρέπει να γνωρίσω αμοιβαία τον εαυτό μου μέσα στον άλλο. Μπορώ να γίνω ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου μόνο αν αναγνωρίσω στον άλλο τα χαρακτηριστικά του είδους αυτού, τα οποία της επιθυμίας αντανακλά μετά επάνω μου.
Δεν μπορώ επομένως να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα. Το συνειδητό υποκείμενο, που δημιουργείται μέσα από την επιθυμία του άλλου, δεν ταυτίζεται με τον εαυτό του: είναι ένα αμάλγαμα εαυτού και ετερότητας, ταυτότητας και διαφοράς.
Η ταυτότητα είναι λοιπόν δυναμική, βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση. Είναι ένας διαρκής διάλογος με τους άλλους, που αλλάζει τους άλλους και αναδιαμορφώνει την εικόνα μου για τον εαυτό μου. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Τα τρία βασικά συστατικά της ταυτότητας είναι η αγάπη, η ισονομία και η εκτίμηση. Αποτελούν ιδεότυπους, ιδανικές κατασκευές, αλλά μόνο όταν συνυπάρχουν και οι τρεις, έστω και λειψά, η ταυτότητά μας ολοκληρώνεται.
Αγάπη, ισονομία, εκτίμηση
Λέμε αγάπη την αναγνώριση που δίνουν οι σημαντικοί άλλοι: σύζυγοι, σύντροφοι, στενοί συγγενείς και φίλοι. Η αγάπη μου για κάποιον με κάνει να τον βλέπω συνολικά και συγκεκριμένα, γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που κάνει. Ο άλλος είναι για μένα πατέρας, κόρη, σύντροφος, κάποιος με όλα του τα χαρακτηριστικά και ιδιομορφίες, τα καλά του και τα κουσούρια του.
«Τι θέλει ακριβώς η άλλη;» διερωτώνται διαρκώς οι εραστές. Η ερώτηση είναι βασανιστική και αναπάντητη. Μας κάνει να προσπαθούμε να δούμε τον εαυτό μας από τη σκοπιά του άλλου, να βρούμε τι θα μας έκανε επιθυμητό στα μάτια της αλλά η προσπάθεια αποτυγχάνει. Ο άλλος όσο και εγώ βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα και εξίσου δεν βρίσκει απάντηση. Το ερώτημα επιμένει και διατηρεί την αγωνία της επιθυμίας – έτσι διατηρείται ο πόθος. Οταν αγαπώ, βλέπω τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια της αγαπημένης. Βρίσκω τον άλλο μου και μένα μέσα στον άλλο.
Η αγάπη βέβαια ανθεί κυρίως στον χώρο της οικειότητας, της εγγύτητας, της οικογένειας. Η επιθυμία των αγαπημένων μας χαρίζει την πιο πλήρη και συγκεκριμένη ταυτότητα. Αλλά ταυτόχρονα ο ιδιωτικός είναι ο χώρος που ασκείται η πιο αποπνικτική εξουσία και ο πιο καταπιεστικός νόμος. Η έντονη αγάπη γεννάει την Αντιγόνη, που πεθαίνει για να προστατεύσει τον αδελφό, και τη Μήδεια, που σκοτώνει για να προστατεύσει την επιθυμία της.
Γενικότερα, η επιθυμία είναι παράσιτο της εξουσίας και ο νόμος αποτελεί συνεχή πηγή παθών μια και δημιουργεί την ισχυρότερη επιθυμία: αυτήν της ανυπακοής και παραβίασης του νόμου. Δεν θα υπήρχε αμαρτία, λέει ο Απόστολος Παύλος, αν ο νόμος δεν είχε απαγορεύσει την επιθυμία και τη μοιχεία.
Η ισονομία, η μορφή αναγνώρισης που μας δίνει το δίκαιο, βρίσκεται στο αντίθετο άκρο. Το υποκείμενο του νόμου και των δικαιωμάτων είναι αφηρημένο, ακαθόριστο, μια περσόνα ή θεατρική μάσκα που μπαίνει πάνω στο πρόσωπο για να κρύψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας κάνουν μοναδικούς. Το δίκαιο αναγνωρίζει τις λίγες ομοιότητές μας, ό,τι είναι κοινό σε όλους, αλλά ξεχνάει την προσωπική μας ιστορία με τις ανάγκες, τα αισθήματα, τις επιθυμίες της.
Οπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, το δίκαιο καταδικάζει με την ίδια αυστηρότητα πλούσιους και άστεγους όταν κοιμούνται κάτω από γέφυρες ή όταν κλέβουν μια φραντζόλα ψωμί. Ο Χέγκελ συμφωνεί: «Αν η ζωή μπορεί να συντηρηθεί κλέβοντας ένα καρβέλι, αυτό σίγουρα αποτελεί παραβίαση της ιδιοκτησίας κάποιου, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε μια τέτοια πράξη ως κοινή κλοπή».
Οι φτωχοί μπορεί να έχουν νομικά δικαιώματα, καθώς και την αξιοπρέπεια που αυτά προσφέρουν. Αλλά το δίκαιο δεν δίνει τα απαραίτητα μέσα για να τα ικανοποιήσουν. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη νομική αναγνώριση της αφηρημένης ισότητας και την υλική ανισότητα, μας θυμίζουν την περιγραφή του Φανόν όταν πρωτοπήγε σε κινηματογράφο στη Μασσαλία. Η ματιά των θαμώνων με την έντονη περιφρόνηση προς τον μαύρο ξένο χώρισε την ταυτότητά του μεταξύ αυτού που πίστευε για τον εαυτό του και ενός «υπάνθρωπου» όπως τον έβλεπαν οι άλλοι. Οι άλλοι μας φτιάχνουν την ταυτότητα, αλλά είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτεροι κατεδαφιστές της.
Αυτός είναι ο λόγος που οι απεικονίσεις της δικαιοσύνης έχουν τα μάτια της καλυμμένα, για να μη βλέπει το πρόσωπο των διαδίκων. Γι΄ αυτό δίκαιο και δικαιοσύνη είναι συχνά αντίπαλες έννοιες.
Η ισονομία μάς δίνει την ελάχιστη αναγνώριση της αφηρημένης ανθρώπινης ύπαρξης, αυτό που λέμε «αξιοπρέπεια». Αλλά ακόμη και αυτό το ελάχιστο πολλές φορές λείπει. Οταν το δίκαιο δημιουργεί δύο έννομες τάξεις, μία για τους ημεδαπούς με όλα τα δικαιώματα και άλλη για τους αλλοδαπούς με ελάχιστα ή κανένα τότε το κράτος βάζει τους πολίτες εκούσια-ακούσια στη θέση του Εγελιανού αφέντη απέναντι σε δούλους ή του θεατή στη Μασσαλία.
Η αναγνώριση είναι μονόπαντη: ο άλλος οφείλει απόλυτη υπακοή και σεβασμό σε μένα, αλλά εγώ δεν χρωστάω τίποτε. Οτι οι μεταναστές στην Ελλάδα πνίγονται στο Αιγαίο και υποφέρουν στους δρόμους από ταπεινώσεις και τα στρατόπεδα από βάναυσες συμπεριφορές είναι γνωστό και επαναλαμβάνεται επίσημα τις λίγες φορές που ελέγχεται η νομιμότητα της μεταχείρισης τους.
Αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταστροφικό και για εμάς, τους πολίτες. Η μονόδρομη αναγνώριση, η επιθυμία που δεν ανταποδίδεται, η υποτίμηση της αξιοπρέπειας του άλλου δημιουργεί ένα αυτιστικό, ελαττωματικό εγώ. Και υπάρχει συνέχεια.
Οταν ο άλλος χαρακτηρίζεται επίσημα ως άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας εύκολα μετακυλίει στον «υπάνθρωπο» κάθε ανοικτού και υπόγειου φασισμού.
Τέλος, η τιμή της εκτίμησης. Στην αγάπη, αναγνωρίζω τον άλλο γι΄αυτό που είναι, στην εκτίμηση γι΄ αυτό που κάνει. Σε κάθε δουλειά, επαγγέλμα, ενασχόληση ή παιχνίδι, οι γνώστες και το σινάφι έχουν κριτήρια για να αποφασίσουν αν ένα άρθρο, μια εγχείρηση ή ένα πέτρινος τοίχος είναι περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα.
Η αγάπη βοηθά να αναδυθεί μια πυκνή ταυτότητα, η εκτίμηση συνεισφέρει στις «ισχνές» ταυτότητες που μας δίνουν οι απασχολήσεις και δεξιότητες. Οταν κάνω καλά τη δουλειά μου και δεν πληρώνομαι όσο οι άλλοι, όταν ο εργοδότης με απολύει ή με προσβάλλει, η αυτοεκτίμηση και η υπόληψή μου υποχωρούν και η ταυτότητά μου μειώνεται.
Και στις τρεις περιπτώσεις, η αναγνώριση των άλλων είναι πάντα μερική γιατί υπολείπεται της φαντασιακής μου ταυτότητας, αυτής που θα είχα αν μου αναγνώριζαν τα «πραγματικά» μου χαρίσματα. Η διαλεκτική της επιθυμίας κάνει κάτι τέτοιο αδύνατο. Ετσι κάθε αποτυχία αναγνώρισης οδηγεί στη δική της παθογένεια. Η έλλειψη ή ελαττωματική αναγνώριση από τους αγαπημένους αποτελεί προδοσία, από τον νόμο αδικία, από τους συνάδελφους προκατάληψη.
Ο αγώνας για αναγνώριση δεν σταματά ποτέ. Η ταυτότητά μας συνεχώς μεταβάλλεται και βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στις συναντήσεις μας με τους άλλους, από τους γνωστούς και συναδέλφους μέχρι τους αγνώστους που συναντάμε στον δρόμο. Αν η διαλεκτική παρουσιάζει την επιθυμία του άλλου θετικά, η ψυχανάλυση παρουσιάζει μια πιο σκοτεινή εικόνα. Αλλά γι΄ αυτό, στο επόμενο.
3. Επιθυμία και ψυχανάλυση
Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει.
Μια εγγλέζικη διαφήμιση για αυτοκίνητα δείχνει μια μικροαστική οικογένεια να θαυμάζει το νέο μοντέλο που μόλις απόκτησε, ενώ οι γείτονες κρυφοκοιτούν γεμάτοι ζήλια πίσω από τη μάντρα του κήπου. Η φωνή που συνοδεύει λέει «Μη μείνετε πίσω από τους Σμιθ» – Σμιθ είναι το πιο συνηθισμένο αγγλικό επίθετο, κάτι σαν Παπαδόπουλος. Το υποκείμενο είναι δημιούργημα της επιθυμίας του άλλου (του γείτονα) και η επιθυμία μεσολαβείται από το αντικείμενο (το αυτοκίνητο). Οπως υποστηρίξαμε στο προηγούμενο, η επιθυμία και ο αγώνας για αναγνώριση παίζουν κεντρικό ρόλο στη σύσταση της ταυτότητας. Η ψυχανάλυση προσθέτει ότι η επιθυμία του άλλου, του άλλου ανθρώπου ή του «μεγάλου Αλλου», της «συμβολικής τάξης» της γλώσσας, του νόμου και των κοινωνικών θεσμών, είναι λειψή, συχνά λαθεμένη, ενώ η αναγνώριση που μας δίνουν αποτελεί συνήθως παραγνώριση. Μια βαθιά δυσαρμονία χαρακτηρίζει το υποκείμενο και προσδιορίζει τις σχέσεις με τους άλλους.
Ελλειψη, εικόνες και λέξεις
Η ψυχαναλυτική θεωρία εξηγεί λεπτομερώς τη διαδικασία σύστασης του εαυτού. Σύμφωνα με τον Ζακ Λακάν, τον μαθητή του Φρόιντ, το βρέφος διαχωρίζεται από τη μητέρα όχι στη γέννα, αλλά όταν αρχίζει να μιλάει, μπαίνοντας έτσι στη συμβολική τάξη. Η απόκτηση της ομιλίας και οι κοινωνικές εντολές και απαγορεύσεις –που αντιπροσωπεύονται από τον πατέρα– λειτουργούν σαν ένας τρίτος πόλος που παρεμβαίνει και διασπά την αρχική δυάδα μητέρας και βρέφους. Ο διαχωρισμός εγγράφει την απώλεια, την απουσία και την έλλειψη στην καρδιά του νεογέννητου. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται εν μέρει με την ταύτιση του βρέφους με σημαίνοντα, με εικόνες και λέξεις.
Πρώτα εικόνες. Στο περίφημο «στάδιο του καθρέφτη», το βρέφος ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ μηνών βιώνει μια αίσθηση αγαλλίασης όταν αναγνωρίζει για πρώτη φορά την εικόνα του στον καθρέφτη ή στο βλέμμα της μητέρας. Η αντανάκλαση στον καθρέφτη κάνει το βρέφος να ταυτιστεί με ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σώμα και με την αίσθηση ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη και ακέραιη μονάδα. Ομως, η εικόνα της ολότητας διαφέρει από την εμπειρία των αισθήσεων: τα μέλη του βρέφους είναι ανυπάκουα, το σώμα του κομματιασμένο, αφοδεύει και ουρεί χωρίς έλεγχο, πεινάει και πονάει χωρίς αιτία. Η βιολογική εξήγηση είναι ότι οι ικανότητες αντίληψης και όρασης αναπτύσσονται πολύ πριν από τις κινητικές λειτουργίες και τον σωματικό συντονισμό.
Η πρώτη αίσθηση ταυτότητας είναι λοιπόν έξω από το εγώ, μια εικόνα του εγώ που φανερώνεται στα μάτια. Το εγώ δεν προηγείται αλλά ακολουθεί αυτή την εικόνα, δημιουργείται κατ’ εικόνα της εικόνας. Η αίσθηση ενότητας και μοναδικότητας που έχουμε είναι φαντασιακή με δύο έννοιες. Αποτελεί ψευδαίσθηση, οπτικό φαινόμενο και φανταστικό ομοίωμα. Το ασυντόνιστο σώμα προβάλλεται σε μια αξιαγάπητη οπτική εικόνα, αποτέλεσμα μιας μελλοντικά προσδοκώμενης ολότητας, η οποία κατασκευάζεται στη φαντασία. Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει ακατάπαυστα, αλλά δεν βρίσκει απάντηση μεγαλώνοντας την εναγώνια αναζήτηση. Οσο περισσότερο κάποιος εμφανίζεται ασφαλής, σίγουρος, γεμάτος αλαζονεία, τόσο περισσότερο καταδιώκεται υπόγεια από αμφιβολίες και Ερινύες και προσπαθεί απελπισμένα να τις αποκρύψει.
Η οπτική διαδικασία αποξένωσης και φαντασίωσης ολοκληρώνεται με την είσοδο στη γλώσσα. Η γλώσσα δημιουργεί αυθαίρετες συνδέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα (τη λέξη «τραπέζι») και τα σημαινόμενα (την έννοια του τραπεζιού) και ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα (το τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω αυτή τη στιγμή). Η δύναμη του σημαίνοντος είναι και πάλι δημιουργική. Η σωματική μας ενότητα και χρονική συνέχεια οργανώνεται γύρω από το όνομα που μας έχει δοθεί, Φαίδρα, Αλεξάνδρα ή Κώστας, ή το «εσύ» που η μητέρα απευθύνει στο βρέφος. Το όνομα «Κώστας» μου δίνει ταυτότητα και συνέχεια στον χρόνο και κάνει τους άλλους να με αναγνωρίζουν. Αλλά το σημαίνον αυτό, οι δύο ασήμαντες συλλαβές «Κω» – «στας» δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη συνείδηση και αίσθηση εαυτού. Το υποκείμενο αποκτά την ύπαρξή του μέσω της γλώσσας, όταν αποξενώνεται δηλαδή για δεύτερη φορά από τη σωματική και αισθητηριακή εμπειρία, στον ψυχρό κόσμο των σημείων. Η ταυτότητα και η σωματική ολότητα κατασκευάζονται με την εσωτερίκευση εξωτερικών εικόνων και λέξεων και την επαναλαμβανόμενη αναγνώριση των σημείων του εαυτού από τον άλλο.
Ο νόμος του πατέρα
Η διαδικασία διαχωρισμού και διαφοροποίησης του εαυτού από τη μητέρα ολοκληρώνεται με τον νόμο του πατέρα. Η διπλή οιδιπόδεια απαγόρευση της αιμομιξίας και της πατροκτονίας εμποδίζει το βρέφος να επιστρέψει στην πρωταρχική ενότητα με το μητρικό σώμα και οδηγεί το παιδί στην ταύτιση με τον πατέρα, δηλαδή με την κανονική κοινωνική τάξη με τις διαφοροποιήσεις και ιεραρχίες της. Για την ψυχανάλυση, επομένως, η ανθρωπότητα συγκροτείται μέσω της διαίρεσης και του διαχωρισμού: διαίρεση από το μητρικό σώμα, μέσω του οιδιπόδειου νόμου του πατέρα, από το ίδιο το σώμα μας μέσω της ναρκισσιστικής ταύτισης με την εικόνα, από τον άλλο άνθρωπο μέσω της αντικατάστασής μας από σημεία. Πρέπει να αποδεχτώ ότι είμαι αυτό που δεν είμαι, να μεταφέρω τη ναρκισσιστική αγάπη σε αγάπη για τον άλλο, πρέπει να πω με τον Ρεμπό «Je est un autre». Το εγώ είναι από την αρχή άλλο. Γεννιέται από τη συνάντησή του με τον μεγάλο Αλλο, το γλωσσικό-νομικό σύμπαν που διαχωρίζει και διαφοροποιεί εντάσσοντάς μας στις περίπλοκες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, αφεντικά και εργάτες, ιδιοκτήτες και νοικάρηδες, καθηγητές και φοιτητές.
Ωστόσο, ένα υπόλοιπο της αρχικής ενότητας με το μητρικό σώμα επιβιώνει στην είσοδο στη συμβολική τάξη. Αυτό το υπόλοιπο, που ο Λακάν το ονομάζει Πραγματικό, φαλλό ή «μικρό αντικείμενο α», συμβολίζει την ακεραιότητα που χάσαμε χωρίς ποτέ να έχουμε και διακαώς επιθυμούμε. Μια ολότητα που είναι ταυτόχρονα αδύνατη (αφού ο εαυτός δημιουργείται μόνο μετά τον διαχωρισμό και δεν έχει πρόσβαση στην αρχική προ-γλωσσική ενότητα) και απαγορευμένη (μέσω της λειτουργίας των οιδιπόδειων απαγορεύσεων). Αυτό το υπόλειμμα του Πραγματικού μετά την απαγόρευσή του από το συμβολικό, είναι το βαθύτερο μυστικό μας, ο «πυρήνας» του υποκείμενου. Δημιουργεί μια ασταμάτητη πίεση επιστροφής στην αρχική δυαδική ενότητα (την «ορμή του θανάτου»), η οποία γεννάει μια τρομακτική όσο και πανίσχυρη απόλαυση, την jouissance. Το αντικείμενο της επιθυμίας μας – η πλήρωση του κενού της ύπαρξης – διαρκώς αναβάλλεται. Αλλά η ορμή του θανάτου έλκεται ακατάπαυστα από την έλλειψη και επιστρέφει στον σκοτεινό αυτό τόπο συνεχώς. Περιστρεφόμαστε στο χείλος της αβύσσου της επιθυμίας, τριγυρίζουμε ασταμάτητα στις αποτυχίες και τα συμπτώματά μας, σε ένα μοιραίο γαϊτανάκι που ταυτόχρονα μας απωθεί και μας έλκει, μας τραυματίζει και μας χαρίζει ενέργεια και δημιουργικότητα.
Οι οιδιπόδειες απαγορεύσεις προσπαθούν να μας προστατεύσουν από αυτή την αβυσσαλέα επιθυμία. Είναι προτιμότερο να ταυτιστούμε συμβολικά με τον κοινωνικό άλλο, που εμποδίζει την απόλαυση, παρά να παραδοθούμε στην άβυσσο του Πραγματικού. Κατασκευάζουμε λοιπόν φανταστικά σενάρια που μετατοπίζουν τη ριζική επιθυμία προς κανονικά αντικείμενα και απολαύσεις. Προσκολλώμεθα σε φετίχ, όπως το αυτοκίνητο του γείτονα, μια καλύτερη δουλειά, περισσότερα χρήματα ή κοινωνική αναγνώριση. Ομως, η απόκτηση της φαντασίωσης δεν ικανοποιεί την επιθυμία. Αυτή αμέσως μετατοπίζεται και προσκολλάται σε νέο αντικείμενο, σε ένα πιο γρήγορο αυτοκίνητο ή μια ακόμα προαγωγή ή ένα πιο κατάλληλο σύντροφο, επ’ άπειρον. Ο στόχος της επιθυμίας πάντοτε αναβάλλεται, γιατί η επιστροφή στο Πραγματικό είναι αδύνατη και απαγορευμένη.
Να δίνεις ό,τι δεν έχεις
Εδώ ακουμπάμε τη βάση του κοινωνικού δεσμού. Οταν διατυπώνουμε ένα αίτημα δεν ζητάμε απλώς από τον άλλο να ικανοποιήσει μια ανάγκη, αλλά και να μας προσφέρει ανεπιφύλακτα την αγάπη του. Κάθε φορά που η ανάγκη για ένα αντικείμενο μπαίνει στη γλώσσα και απευθύνεται στον άλλο –δηλαδή κάθε φορά που μιλάμε– ζητάμε αναγνώριση από τον άλλο και τη συμβολική τάξη. Ενα βρέφος που ζητάει το στήθος χρειάζεται τροφή, αλλά απαιτεί ταυτόχρονα την προσοχή και την αγάπη της μητέρας. Η επιθυμία είναι πάντοτε επιθυμία για τον άλλο και δηλώνει ακριβώς το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης. Μια μετανάστρια που υποστηρίζει ότι η μη πρόσληψή της σε μια δουλειά αποτελεί φυλετική διάκριση, προβάλλει δύο σχετικά ανεξάρτητες αξιώσεις: αναφέρεται πρώτα στην ανάγκη της για εργασία. Αλλά, ταυτόχρονα, η άδικη άρνηση εργασίας αμαυρώνει την ευρύτερη ταυτότητά της, με το εγγενές φυλετικό της στοιχείο. Κάθε πολιτική αξίωση και δικαίωμα συνδέει λοιπόν ένα μέρος του σώματος ή της προσωπικότητας με κάτι που υπερβαίνει την ανάγκη: την επιθυμία εκείνου που αρθρώνει το αίτημα να αναγνωριστεί και να αγαπηθεί ως πλήρες και ακέραιο άτομο, κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να αποκτηθεί.
Κι αυτό γιατί ούτε ο μεγάλος Αλλος της συμβολικής τάξης (γλώσσα, νόμος, κράτος) ούτε το άλλο πρόσωπο μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημα απροϋπόθετης αναγνώρισης. Ο μεγάλος Αλλος είναι η αιτία και το σύμβολο της έλλειψης και δεν αποτελεί μια ενοποιημένη, ακέραιη και διάφανη τάξη. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει το δίκαιο για παράδειγμα εσωτερικά συνεπές, συνεκτικό και ολοκληρωμένο παρά τους ισχυρισμούς της νομικής ιδεολογίας. Εξίσου, το άλλο πρόσωπο, του οποίου την αγάπη λαχταράμε, υπόκειται στον ίδιο με μας διαχωρισμό και έλλειψη. Ο άλλος δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που μου λείπει, γιατί λείπει και από εκείνον.
Εχουμε λοιπόν δύο είδη επιθυμίας. Πρώτα την επιθυμία του άλλου, που συνήθως αστοχεί μια και ο άλλος δεν μπορεί να μας δώσει αυτό που ούτε εμείς ούτε αυτός έχει. Αναγκάζεται λοιπόν η επιθυμία να φτιάχνει φαντασιακές κατασκευές και να μετατοπίζεται κάθε φορά που ματαιώνονται. Η δεύτερη ριζική επιθυμία είναι το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης, το κομμάτι κάθε αιτήματος που δεν μπορεί να αναχθεί σε ανάγκη. Επειδή δεν μπορούμε και δεν πρέπει να πλησιάσουμε το πραγματικό αντικείμενο του πόθου, το εκτοπίζουμε συνεχώς σε ανεπαρκή αντικατάστατα. Το αντικείμενο του πόθου πάντοτε αναβάλλεται γιατί αναφέρεται στην επιθυμία να γίνουμε ξανά ολόκληροι, να αγαπηθούμε πλήρως από τον άλλο. Αγάπη εδώ σημαίνει να δώσουμε στον άλλο αυτό που δεν έχουμε. Αυτή η δεύτερη επιθυμία βρίσκεται πίσω από κάθε μεγάλη ριζική αλλαγή και ενώνει εαυτό και συλλογικότητες. Εδώ πιθανώς πρέπει να διερευνήσουμε το μέλλον του σοσιαλισμού και της νέας Ελλάδας.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Αναδημοσιεύσεις από το http://www.efsyn.gr/
1. Τόμας Χομπς. Επιθυμία και κράτος
Ο προνεωτερικός κόσμος πίστευε ότι ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και τελειοποιείται στην κοινότητα, στην ελληνική πόλη ή τη ρωμαϊκή και μεσαιωνική civitas. Η ενάρετη ζωή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μαζί με άλλους σε μια δίκαιη πόλη, δηλαδή πολιτικά. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του πολίτη και το καλό της πόλης είναι επομένως ταυτόσημα. Ολα αυτά, όμως, άλλαξαν ριζικά στη νεωτερικότητα. Θεμέλιο και αρχή της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης γίνεται πλέον το άτομο, απαλλαγμένο από την παράδοση, την ιστορία, την ένταξη σε κοινότητες. Η φυσική ιεραρχία του κλασικού κόσμου αντικαταστάθηκε από μια ευμετάβλητη και δυναμική κοινωνική ευταξία, στην οποία, για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη φράση του Μαρξ, «καθετί σταθερό εξανεμίζεται».
Ο καπιταλισμός και ο ατομισμός διέλυσαν σταδιακά τις προνεωτερικές κοινότητες οδηγώντας σε «ηθική καταστροφή», όπως υποστήριξε ο μεγάλος φιλόσοφος Αλασντερ Μακιντάιρ. Γιατί καταστροφή; Διότι δεν αναπαράγεται πια η ηθική μέσα από οργανικές κοινωνικές σχέσεις και ο εξωτερικός καταναγκασμός αντικατέστησε την εσωτερική τάση του ανθρώπου προς την αρετή και το καλό. Το καθήκον και η ευθύνη προς τους άλλους αντικαταστάθηκαν από τα ατομικά δικαιώματα, τα αγαθό διαχωρίστηκε από την ηθική, η σχέση πόλης και πολίτη έγινε εξωτερική, τεχνητή και διαμεσολαβείται από το δίκαιο.
Ο κλασικός φιλόσοφος έβρισκε το αγαθό και τις αρετές στον κόσμο γύρω του. Ο Καντ όμως αντέστρεψε αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι η κλασική άποψη οδηγεί σε «ετερονομία», την επιβολή στους ανθρώπους του νόμου των «άλλων», είτε φιλοσόφων είτε θεών.
Για τους «αυτόνομους» πολίτες της νεωτερικότητας, αντίθετα, το αγαθό πρέπει να ακολουθεί το ορθό που ορίζεται από τον νόμο. Πράττουμε σωστά και είμαστε ελεύθεροι όταν επιδιώκουμε τα ατομικά μας συμφέροντα υπακούοντας τον κρατικό και ηθικό νόμο. Το μόνο που δεν διαλύεται στα νέα χρόνια λοιπόν αλλά γίνεται κινητήρια δύναμη κοινωνίας και ιστορίας είναι η ατομική επιθυμία. Η νεωτερικότητα ενθρόνισε το άτομο στο κέντρο του κόσμου και αντικατέστησε την αναζήτηση του κοινού καλού, που χαρακτήριζε τον προνεωτερικό κόσμο από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ακινάτη, με την κυριαρχία της βούλησης και των σκοτεινών της συντρόφων – της επιθυμίας και της απόλαυσης.
Ο Τόμας Χομπς, ο μεγαλύτερος φιλελεύθερος φιλόσοφος της πρώιμης νεωτερικότητας, περιέγραψε με μεγάλη σαφήνεια αυτή την αλλαγή στο κλασικό του έργο «Λεβιάθαν»:
Οι Επιθυμίες και τα άλλα Πάθη του ανθρώπου δεν αποτελούν αμαρτήματα. Και το ίδιο ισχύει για τις πράξεις που απορρέουν από αυτά τα Πάθη, ώσπου να συναντήσουν έναν Νόμο που να τις απαγορεύει…Οτιδήποτε κι αν είναι το αντικείμενο της Ορεξης ή της Επιθυμίας κάθε ανθρώπου, αυτό είναι που αποκαλεί Αγαθό: Και το αντικείμενο του Μίσους και της Αποστροφής του, Κακό…Καλό και Κακό είναι ονόματα που χαρακτηρίζουν τις Ορέξεις και τις Αποστροφές μας.
Το καλό και το κακό δεν είναι πια ηθικές κατηγορίες ενταγμένες στο έλλογο σχέδιο του κόσμου ή του Θεού αλλά συμβατικές εκφράσεις αυτού που αγαπούμε ή μισούμε. Καλό είναι να ακολουθείς την επιθυμία σου και κακό ό,τι την εμποδίζει. Για τον Χομπς, η επιθυμία συναντά τα όριά της σε ό,τι της αντιστέκεται και την ακυρώνει: πρώτα, τις επιθυμίες των άλλων που θέλουν τα ίδια με μας, δηλαδή ιδιοκτησία, κέρδος, επιτυχία. Δεύτερο όριο είναι ο θάνατος, η απόλυτη ματαίωση της επιθυμίας. Ο φόβος του θανάτου, το ισχυρότερο πάθος, κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τη φυσική ελευθερία τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στο κυρίαρχο κράτος, τον Λεβιάθαν ή «θνητό Θεό». Επειδή η δύναμη των ανθρώπων είναι σε γενικές γραμμές ίδια και επειδή η επιθυμία είναι απεριόριστη, η εξουσία του κράτους πρέπει να είναι εξίσου απόλυτη. Πολύ πριν από τις ανακαλύψεις του Φρόιντ, η ανθρωπολογία του Χομπς είχε αναγάγει την επιθυμία και τον θάνατο σε αιτία και αποτέλεσμα της εξουσίας και του νόμου.
Ο Κυρίαρχος αποτελεί αντανάκλαση του ελεύθερου ατόμου και η απόλυτη εξουσία του αποτέλεσμα της απεριόριστης ατομικής επιθυμίας. Η υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ κρατικής καταστολής και ατομικής ελευθερίας είναι λοιπόν επιφανειακή. Οταν η ατομική επιθυμία γίνεται η βασική αρχή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και καταστρέφει τις παραδοσιακές κοινότητες αξιών και αρετής, η κρατική καταστολή αποτελεί τον μόνο αποτελεσματικό περιορισμό της. Οι σκληροί νόμοι, το παντοδύναμο κράτος, τα ΜΑΤ και η κατάσταση ανάγκης αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της χειραφέτησης της επιθυμίας. Μόνο μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση που θα επανέντασσε το άτομο σε συλλογικότητες, συνδέοντας το κοινό καλό με ατομικές αξίες και αρχές, θα μας έβγαζε από τον φαύλο κύκλο της κρατικής βιαιότητας και της ατομικής ασυδοσίας.
Η διαπλοκή επιθυμίας και νόμου, που πρώτος αναγνώρισε ο Χομπς, έχει ρίξει τη σκιά της στην πορεία της νεωτερικότητας. Το δίκαιο ονόμασε την επιθυμία «ελεύθερη βούληση». Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα ενεργήσουν. Κατά συνέπεια, είναι υπόλογοι αν προκαλέσουν βλάβη σε άλλους. Το σύγχρονο δίκαιο δεν ενδιαφέρεται όμως για κίνητρα αλλά για προθέσεις, δεν ασχολείται με ανάγκες, επιθυμίες και στόχους αλλά με ενσυνείδητες, εσκεμμένες και ορθολογικές πράξεις. Τα κίνητρα αποτελούν τα εφαλτήρια της δράσης μας. Οι προθέσεις από την άλλη πλευρά είναι δικαιικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται για τον καταλογισμό ευθύνης. Η άνεργη μάνα που κλέβει ένα φάρμακο ή μια φραντζόλα ψωμί για το παιδί της έχει ιερό κίνητρο αλλά, κατά το δίκαιο, εγκληματική πρόθεση. Η απεργός καθαρίστρια που χτυπιέται και διώκεται ποινικά μπορεί να βλέπει τη ζωή της να καταστρέφεται αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο αν διωχθεί για παραβίαση της δημόσιας τάξης. Το δίκαιο κατανοεί την πρόθεση και αγνοεί την ανάγκη. Ωστόσο, παρά την άρνηση του νόμου, η επιθυμία είναι ο μυστικός καραγκιοζοπαίκτης που, χωρίς να φαίνεται, κινεί τα νήματα του κοινωνικού και νομικού συστήματος.
Πρόσφατα η επιδίωξη της επιθυμίας πήρε τη θέση που της αναλογεί και αναγνωρίστηκε ως η οργανωτική αρχή των μετανεωτερικών κοινωνιών. Το όνομά της, ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τοποθέτησε το δικαίωμα στη «ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» στο επίκεντρο της νεωτερικής πολιτειακής συγκρότησης. Η ζωή και η ελευθερία αποτελούν εκφράσεις της χειραφέτησης, του κυρίαρχου στόχου του Διαφωτισμού. Το «δικαίωμα στην ευτυχία» όμως δεν υπάρχει σε άλλες διακηρύξεις. Το «αμερικανικό όνειρο» μπήκε από νωρίς στην ιδεολογία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα μετατρέπεται στην κεντρική αρχή των δυτικών νομικών συστημάτων.
Ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση, τις προκαταλήψεις και την εκμετάλλευση παραμένει βασική προτεραιότητα σε πολλά μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα. Ομως οι εύπορες μετανεωτερικές κοινωνίες έχουν μετατρέψει την «επιδίωξη της ευτυχίας» και την «αυτοπραγμάτωση» σε θεμελιώδεις αξίες. Κάθε ατομική ή ομαδική επιθυμία μπορεί να μεταφραστεί στους όρους των δικαιωμάτων. Παραδείγματα υπάρχουν παντού. Η καμπάνια ενάντια στους νόμους που επέβαλαν το κλείσιμο των κέντρων στις δύο το πρωί στην Ελλάδα ή απαγόρευαν τα ρέιβς στην Αγγλία πρόβαλε το «right to the night» ή το «δικαίωμα στα πάρτι». Το κάπνισμα αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μη καπνιστών και η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους επίθεση στα δικαιώματα των καπνιστών. Οι εγκληματικές πράξεις εκλαμβάνονται ως επιθέσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων. Η υπεράσπιση των ρατσιστικών επιθέσεων γίνεται στο όνομα του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Οι επιθέσεις στις αμβλώσεις εμφανίζονται ως προστασία του δικαιώματος ζωής του εμβρύου. Οταν η ηθική και το ήθος δεν αναπαράγονται οργανικά στην οικογένεια και την κοινότητα, βλέπουμε παντού δικαιώματα από τη μια και εγκλήματα και θύματα από την άλλη.
Στην καθομιλουμένη, η φράση «θέλω το Χ» ή «το Χ πρέπει να μου δοθεί» έγινε συνώνυμη του «έχω δικαίωμα στο Χ» την περίοδο του εκσυγχρονισμού και των ψεύτικων παχιών αγελάδων. Σε τέτοιες περιόδους τα μεταμοντέρνα σλόγκαν «είσαι πρώτος», «εκφράσου ελεύθερα», «ακολούθησε την επιθυμία σου» εκφράζουν την απεριόριστη ατομική επιθυμία. Σε κοινωνίες όπου κάθε επιθυμία είναι δυνητικά δικαίωμα, απαγορεύονται οι απαγορεύσεις. Οταν όμως οι επιθυμίες και οι ανάγκες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, όπως στη σημερινή Ελλάδα, ο παντοδύναμος Λεβιάθαν επιστρέφει. Τα στρατόπεδα για τους μετανάστες και ο «Ξένιος Ζευς», τα ΜΑΤ και η ΕΡΤ, τα Φαρμακονήσια και οι επιθέσεις στις απεργούς καθαρίστριες αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της χομπσιανής ανθρωπολογίας. Το παντοδύναμο κράτος είναι απαραίτητο για την προστασία του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος όταν αισθάνονται ευάλωτα. Οπου όμως επικρατεί η ατομική επιθυμία, ο ρόλος της κρατικής βίας μειώνεται προσωρινά και η πειθαρχία της αγοράς αντικαθιστά αυτή των σωμάτων ασφαλείας.
Η χομπσιανή ανάλυση παραμένει καίρια πολιτικά παρά τις επιθέσεις που έχει δεχτεί από σύγχρονους φιλελεύθερους οι οποίοι θεωρούν ότι η δικαιολογημένη επιμονή του φιλοσόφου στο πανίσχυρο κράτος δυσφημεί την ιδεολογία τους. Αλλά ο ρόλος της επιθυμίας δεν περιορίζεται στη σχέση ατόμου και κρατικής εξουσίας. Οπως εξηγεί η χεγκελιανή διαλεκτική και η φροϊδική ψυχανάλυση, το τρίγωνο επιθυμίας, ταυτότητας και εξουσίας βρίσκεται στον κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά γι’ αυτά στα επόμενα.
…………………………………………………………………………………………………………………………………..
2. Η διαλεκτική της επιθυμίας και ο αγώνας για αναγνώριση
Δεν μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα.
Για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία, η ανθρώπινη ταυτότητα δημιουργείται έξω και πριν από την κοινωνική ένταξη. Για όλους τους άλλους, ο εαυτός δεν γεννιέται στο νησί του Ροβινσώνα ούτε παραμένει σταθερός στο ταξίδι της ζωής. Ο εαυτός δημιουργείται μέσα από αδιάκοπες σχέσεις με άλλους, το υποκείμενο είναι πάντα δι-υποκειμενικό. Η ταυτότητά μου κατασκευάζεται μέσα σε έναν διαρκή διάλογο και αγώνα για αναγνώριση με τους άλλους και τον «Μεγάλο Αλλο» (τους θεσμούς, τον νόμο, την εξουσία).
Διαμορφώνω συνείδηση εαυτού όταν οι άλλοι αναγνωρίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά, ιδιότητες και γνωρίσματά μου. Αυτός ο συστατικός αγώνας αναγνώρισης υπακούει στη διαλεκτική της επιθυμίας. Η κλασική έννοια της διαλεκτικής του σωκρατικού διάλογου είναι απλή. Οταν ο Σωκράτης μετά από μακρά εξέταση των επιχειρημάτων συμφωνεί με τον Πρωταγόρα ή τον Φαίδρο για την έννοια της δικαιοσύνης ή του έρωτα, το συμπέρασμα δεν ανήκει ούτε στον Σωκράτη ούτε στον Πρωταγόρα. Είναι μια τρίτη θέση που αναδύεται μέσα από τη σύγκρουση και σύνθεση των επιχειρημάτων.
Στην νεωτερικότητα, η διαλεκτική συνδέεται με τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην κλασική λογική, η απαράβατη αρχή της ταυτότητας υποστηρίζει ότι Α=Α και Α–Α. Για τη διαλεκτική λογική όμως το Α επιτυγχάνει τον εαυτό του μόνο μέσα από την αντίθεση και την υπέρβαση του –Α. Το νεογέννητο βρέφος διατηρεί τη γενετική πληροφορία των δύο γονιών, αλλά ταυτόχρονα ξεπερνάει την αντίθεση των φύλων φτιάχνοντας ένα νέο τρίτο άτομο.
Αν ακολουθήσουμε τη λογική αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις, το εγώ, ο εαυτός μου, διαχωρίζεται αλλά και εξαρτάται από το μη εγώ, τόσο τον εξωτερικό κόσμο όσο και τον άλλο άνθρωπο. Η εξάρτηση μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε πλήρεις ή αυτάρκεις. Είμαστε όντα λειψά, η έλλειψη και η ανάγκη του άλλου δημιουργούν και κινούν την ανθρώπινη επιθυμία. Η επιβίωσή μας εξαρτάται από την υπέρβαση του ριζικού διαχωρισμού από το μη εγώ. Μια πρώτη στρατηγική της επιθυμίας είναι να καταργήσει το αντικείμενο.
Για παράδειγμα, όταν τρώμε η ανάγκη και επιθυμία τροφής καταργεί το αντικείμενο. Αλλά μόνο η επιθυμία και αναγνώριση του άλλου ανθρώπου συμβάλλει στην ανάδυση της ταυτότητας. Ενα πρώτο είδος αναγνώρισης αντιμετωπίζει τον άλλο ως κατώτερο διατηρώντας τη σχέση εξωτερικά. Η αναγνώριση του αφέντη από τον δούλο ή τον υπηρέτη είναι καταναγκαστική και μονόδρομη. Η υπηρεσία που προσφέρει δεν ανταποδίδεται από τον αφέντη, ο οποίος τον αντιμετωπίζει σαν αντικείμενο. Ομως, αυτή η μονόδρομη αναγνώριση είναι ανεπαρκής και για τον αφέντη, καθώς προέρχεται από κάποιον που δεν μπορεί να ανταποδώσει μια και δεν αντιμετωπίζεται ως άξιος ή ισότιμος εταίρος.
Μόνο η αμοιβαία αναγνώριση πετυχαίνει. Πρέπει να με αναγνωρίσει κάποιος που τον αναγνωρίζω και εγώ ως αξιοθαύμαστο, έξυπνο, καλό για να αποκτήσω αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από το βλέμμα της επιθυμίας του. Πρέπει να γνωρίσω αμοιβαία τον εαυτό μου μέσα στον άλλο. Μπορώ να γίνω ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου μόνο αν αναγνωρίσω στον άλλο τα χαρακτηριστικά του είδους αυτού, τα οποία της επιθυμίας αντανακλά μετά επάνω μου.
Δεν μπορώ επομένως να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα. Το συνειδητό υποκείμενο, που δημιουργείται μέσα από την επιθυμία του άλλου, δεν ταυτίζεται με τον εαυτό του: είναι ένα αμάλγαμα εαυτού και ετερότητας, ταυτότητας και διαφοράς.
Η ταυτότητα είναι λοιπόν δυναμική, βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση. Είναι ένας διαρκής διάλογος με τους άλλους, που αλλάζει τους άλλους και αναδιαμορφώνει την εικόνα μου για τον εαυτό μου. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Τα τρία βασικά συστατικά της ταυτότητας είναι η αγάπη, η ισονομία και η εκτίμηση. Αποτελούν ιδεότυπους, ιδανικές κατασκευές, αλλά μόνο όταν συνυπάρχουν και οι τρεις, έστω και λειψά, η ταυτότητά μας ολοκληρώνεται.
Αγάπη, ισονομία, εκτίμηση
Λέμε αγάπη την αναγνώριση που δίνουν οι σημαντικοί άλλοι: σύζυγοι, σύντροφοι, στενοί συγγενείς και φίλοι. Η αγάπη μου για κάποιον με κάνει να τον βλέπω συνολικά και συγκεκριμένα, γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που κάνει. Ο άλλος είναι για μένα πατέρας, κόρη, σύντροφος, κάποιος με όλα του τα χαρακτηριστικά και ιδιομορφίες, τα καλά του και τα κουσούρια του.
«Τι θέλει ακριβώς η άλλη;» διερωτώνται διαρκώς οι εραστές. Η ερώτηση είναι βασανιστική και αναπάντητη. Μας κάνει να προσπαθούμε να δούμε τον εαυτό μας από τη σκοπιά του άλλου, να βρούμε τι θα μας έκανε επιθυμητό στα μάτια της αλλά η προσπάθεια αποτυγχάνει. Ο άλλος όσο και εγώ βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα και εξίσου δεν βρίσκει απάντηση. Το ερώτημα επιμένει και διατηρεί την αγωνία της επιθυμίας – έτσι διατηρείται ο πόθος. Οταν αγαπώ, βλέπω τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια της αγαπημένης. Βρίσκω τον άλλο μου και μένα μέσα στον άλλο.
Η αγάπη βέβαια ανθεί κυρίως στον χώρο της οικειότητας, της εγγύτητας, της οικογένειας. Η επιθυμία των αγαπημένων μας χαρίζει την πιο πλήρη και συγκεκριμένη ταυτότητα. Αλλά ταυτόχρονα ο ιδιωτικός είναι ο χώρος που ασκείται η πιο αποπνικτική εξουσία και ο πιο καταπιεστικός νόμος. Η έντονη αγάπη γεννάει την Αντιγόνη, που πεθαίνει για να προστατεύσει τον αδελφό, και τη Μήδεια, που σκοτώνει για να προστατεύσει την επιθυμία της.
Γενικότερα, η επιθυμία είναι παράσιτο της εξουσίας και ο νόμος αποτελεί συνεχή πηγή παθών μια και δημιουργεί την ισχυρότερη επιθυμία: αυτήν της ανυπακοής και παραβίασης του νόμου. Δεν θα υπήρχε αμαρτία, λέει ο Απόστολος Παύλος, αν ο νόμος δεν είχε απαγορεύσει την επιθυμία και τη μοιχεία.
Η ισονομία, η μορφή αναγνώρισης που μας δίνει το δίκαιο, βρίσκεται στο αντίθετο άκρο. Το υποκείμενο του νόμου και των δικαιωμάτων είναι αφηρημένο, ακαθόριστο, μια περσόνα ή θεατρική μάσκα που μπαίνει πάνω στο πρόσωπο για να κρύψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας κάνουν μοναδικούς. Το δίκαιο αναγνωρίζει τις λίγες ομοιότητές μας, ό,τι είναι κοινό σε όλους, αλλά ξεχνάει την προσωπική μας ιστορία με τις ανάγκες, τα αισθήματα, τις επιθυμίες της.
Οπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, το δίκαιο καταδικάζει με την ίδια αυστηρότητα πλούσιους και άστεγους όταν κοιμούνται κάτω από γέφυρες ή όταν κλέβουν μια φραντζόλα ψωμί. Ο Χέγκελ συμφωνεί: «Αν η ζωή μπορεί να συντηρηθεί κλέβοντας ένα καρβέλι, αυτό σίγουρα αποτελεί παραβίαση της ιδιοκτησίας κάποιου, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε μια τέτοια πράξη ως κοινή κλοπή».
Οι φτωχοί μπορεί να έχουν νομικά δικαιώματα, καθώς και την αξιοπρέπεια που αυτά προσφέρουν. Αλλά το δίκαιο δεν δίνει τα απαραίτητα μέσα για να τα ικανοποιήσουν. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη νομική αναγνώριση της αφηρημένης ισότητας και την υλική ανισότητα, μας θυμίζουν την περιγραφή του Φανόν όταν πρωτοπήγε σε κινηματογράφο στη Μασσαλία. Η ματιά των θαμώνων με την έντονη περιφρόνηση προς τον μαύρο ξένο χώρισε την ταυτότητά του μεταξύ αυτού που πίστευε για τον εαυτό του και ενός «υπάνθρωπου» όπως τον έβλεπαν οι άλλοι. Οι άλλοι μας φτιάχνουν την ταυτότητα, αλλά είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτεροι κατεδαφιστές της.
Αυτός είναι ο λόγος που οι απεικονίσεις της δικαιοσύνης έχουν τα μάτια της καλυμμένα, για να μη βλέπει το πρόσωπο των διαδίκων. Γι΄ αυτό δίκαιο και δικαιοσύνη είναι συχνά αντίπαλες έννοιες.
Η ισονομία μάς δίνει την ελάχιστη αναγνώριση της αφηρημένης ανθρώπινης ύπαρξης, αυτό που λέμε «αξιοπρέπεια». Αλλά ακόμη και αυτό το ελάχιστο πολλές φορές λείπει. Οταν το δίκαιο δημιουργεί δύο έννομες τάξεις, μία για τους ημεδαπούς με όλα τα δικαιώματα και άλλη για τους αλλοδαπούς με ελάχιστα ή κανένα τότε το κράτος βάζει τους πολίτες εκούσια-ακούσια στη θέση του Εγελιανού αφέντη απέναντι σε δούλους ή του θεατή στη Μασσαλία.
Η αναγνώριση είναι μονόπαντη: ο άλλος οφείλει απόλυτη υπακοή και σεβασμό σε μένα, αλλά εγώ δεν χρωστάω τίποτε. Οτι οι μεταναστές στην Ελλάδα πνίγονται στο Αιγαίο και υποφέρουν στους δρόμους από ταπεινώσεις και τα στρατόπεδα από βάναυσες συμπεριφορές είναι γνωστό και επαναλαμβάνεται επίσημα τις λίγες φορές που ελέγχεται η νομιμότητα της μεταχείρισης τους.
Αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταστροφικό και για εμάς, τους πολίτες. Η μονόδρομη αναγνώριση, η επιθυμία που δεν ανταποδίδεται, η υποτίμηση της αξιοπρέπειας του άλλου δημιουργεί ένα αυτιστικό, ελαττωματικό εγώ. Και υπάρχει συνέχεια.
Οταν ο άλλος χαρακτηρίζεται επίσημα ως άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας εύκολα μετακυλίει στον «υπάνθρωπο» κάθε ανοικτού και υπόγειου φασισμού.
Τέλος, η τιμή της εκτίμησης. Στην αγάπη, αναγνωρίζω τον άλλο γι΄αυτό που είναι, στην εκτίμηση γι΄ αυτό που κάνει. Σε κάθε δουλειά, επαγγέλμα, ενασχόληση ή παιχνίδι, οι γνώστες και το σινάφι έχουν κριτήρια για να αποφασίσουν αν ένα άρθρο, μια εγχείρηση ή ένα πέτρινος τοίχος είναι περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα.
Η αγάπη βοηθά να αναδυθεί μια πυκνή ταυτότητα, η εκτίμηση συνεισφέρει στις «ισχνές» ταυτότητες που μας δίνουν οι απασχολήσεις και δεξιότητες. Οταν κάνω καλά τη δουλειά μου και δεν πληρώνομαι όσο οι άλλοι, όταν ο εργοδότης με απολύει ή με προσβάλλει, η αυτοεκτίμηση και η υπόληψή μου υποχωρούν και η ταυτότητά μου μειώνεται.
Και στις τρεις περιπτώσεις, η αναγνώριση των άλλων είναι πάντα μερική γιατί υπολείπεται της φαντασιακής μου ταυτότητας, αυτής που θα είχα αν μου αναγνώριζαν τα «πραγματικά» μου χαρίσματα. Η διαλεκτική της επιθυμίας κάνει κάτι τέτοιο αδύνατο. Ετσι κάθε αποτυχία αναγνώρισης οδηγεί στη δική της παθογένεια. Η έλλειψη ή ελαττωματική αναγνώριση από τους αγαπημένους αποτελεί προδοσία, από τον νόμο αδικία, από τους συνάδελφους προκατάληψη.
Ο αγώνας για αναγνώριση δεν σταματά ποτέ. Η ταυτότητά μας συνεχώς μεταβάλλεται και βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στις συναντήσεις μας με τους άλλους, από τους γνωστούς και συναδέλφους μέχρι τους αγνώστους που συναντάμε στον δρόμο. Αν η διαλεκτική παρουσιάζει την επιθυμία του άλλου θετικά, η ψυχανάλυση παρουσιάζει μια πιο σκοτεινή εικόνα. Αλλά γι΄ αυτό, στο επόμενο.
3. Επιθυμία και ψυχανάλυση
Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει.
Μια εγγλέζικη διαφήμιση για αυτοκίνητα δείχνει μια μικροαστική οικογένεια να θαυμάζει το νέο μοντέλο που μόλις απόκτησε, ενώ οι γείτονες κρυφοκοιτούν γεμάτοι ζήλια πίσω από τη μάντρα του κήπου. Η φωνή που συνοδεύει λέει «Μη μείνετε πίσω από τους Σμιθ» – Σμιθ είναι το πιο συνηθισμένο αγγλικό επίθετο, κάτι σαν Παπαδόπουλος. Το υποκείμενο είναι δημιούργημα της επιθυμίας του άλλου (του γείτονα) και η επιθυμία μεσολαβείται από το αντικείμενο (το αυτοκίνητο). Οπως υποστηρίξαμε στο προηγούμενο, η επιθυμία και ο αγώνας για αναγνώριση παίζουν κεντρικό ρόλο στη σύσταση της ταυτότητας. Η ψυχανάλυση προσθέτει ότι η επιθυμία του άλλου, του άλλου ανθρώπου ή του «μεγάλου Αλλου», της «συμβολικής τάξης» της γλώσσας, του νόμου και των κοινωνικών θεσμών, είναι λειψή, συχνά λαθεμένη, ενώ η αναγνώριση που μας δίνουν αποτελεί συνήθως παραγνώριση. Μια βαθιά δυσαρμονία χαρακτηρίζει το υποκείμενο και προσδιορίζει τις σχέσεις με τους άλλους.
Ελλειψη, εικόνες και λέξεις
Η ψυχαναλυτική θεωρία εξηγεί λεπτομερώς τη διαδικασία σύστασης του εαυτού. Σύμφωνα με τον Ζακ Λακάν, τον μαθητή του Φρόιντ, το βρέφος διαχωρίζεται από τη μητέρα όχι στη γέννα, αλλά όταν αρχίζει να μιλάει, μπαίνοντας έτσι στη συμβολική τάξη. Η απόκτηση της ομιλίας και οι κοινωνικές εντολές και απαγορεύσεις –που αντιπροσωπεύονται από τον πατέρα– λειτουργούν σαν ένας τρίτος πόλος που παρεμβαίνει και διασπά την αρχική δυάδα μητέρας και βρέφους. Ο διαχωρισμός εγγράφει την απώλεια, την απουσία και την έλλειψη στην καρδιά του νεογέννητου. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται εν μέρει με την ταύτιση του βρέφους με σημαίνοντα, με εικόνες και λέξεις.
Πρώτα εικόνες. Στο περίφημο «στάδιο του καθρέφτη», το βρέφος ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ μηνών βιώνει μια αίσθηση αγαλλίασης όταν αναγνωρίζει για πρώτη φορά την εικόνα του στον καθρέφτη ή στο βλέμμα της μητέρας. Η αντανάκλαση στον καθρέφτη κάνει το βρέφος να ταυτιστεί με ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σώμα και με την αίσθηση ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη και ακέραιη μονάδα. Ομως, η εικόνα της ολότητας διαφέρει από την εμπειρία των αισθήσεων: τα μέλη του βρέφους είναι ανυπάκουα, το σώμα του κομματιασμένο, αφοδεύει και ουρεί χωρίς έλεγχο, πεινάει και πονάει χωρίς αιτία. Η βιολογική εξήγηση είναι ότι οι ικανότητες αντίληψης και όρασης αναπτύσσονται πολύ πριν από τις κινητικές λειτουργίες και τον σωματικό συντονισμό.
Η πρώτη αίσθηση ταυτότητας είναι λοιπόν έξω από το εγώ, μια εικόνα του εγώ που φανερώνεται στα μάτια. Το εγώ δεν προηγείται αλλά ακολουθεί αυτή την εικόνα, δημιουργείται κατ’ εικόνα της εικόνας. Η αίσθηση ενότητας και μοναδικότητας που έχουμε είναι φαντασιακή με δύο έννοιες. Αποτελεί ψευδαίσθηση, οπτικό φαινόμενο και φανταστικό ομοίωμα. Το ασυντόνιστο σώμα προβάλλεται σε μια αξιαγάπητη οπτική εικόνα, αποτέλεσμα μιας μελλοντικά προσδοκώμενης ολότητας, η οποία κατασκευάζεται στη φαντασία. Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει ακατάπαυστα, αλλά δεν βρίσκει απάντηση μεγαλώνοντας την εναγώνια αναζήτηση. Οσο περισσότερο κάποιος εμφανίζεται ασφαλής, σίγουρος, γεμάτος αλαζονεία, τόσο περισσότερο καταδιώκεται υπόγεια από αμφιβολίες και Ερινύες και προσπαθεί απελπισμένα να τις αποκρύψει.
Η οπτική διαδικασία αποξένωσης και φαντασίωσης ολοκληρώνεται με την είσοδο στη γλώσσα. Η γλώσσα δημιουργεί αυθαίρετες συνδέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα (τη λέξη «τραπέζι») και τα σημαινόμενα (την έννοια του τραπεζιού) και ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα (το τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω αυτή τη στιγμή). Η δύναμη του σημαίνοντος είναι και πάλι δημιουργική. Η σωματική μας ενότητα και χρονική συνέχεια οργανώνεται γύρω από το όνομα που μας έχει δοθεί, Φαίδρα, Αλεξάνδρα ή Κώστας, ή το «εσύ» που η μητέρα απευθύνει στο βρέφος. Το όνομα «Κώστας» μου δίνει ταυτότητα και συνέχεια στον χρόνο και κάνει τους άλλους να με αναγνωρίζουν. Αλλά το σημαίνον αυτό, οι δύο ασήμαντες συλλαβές «Κω» – «στας» δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη συνείδηση και αίσθηση εαυτού. Το υποκείμενο αποκτά την ύπαρξή του μέσω της γλώσσας, όταν αποξενώνεται δηλαδή για δεύτερη φορά από τη σωματική και αισθητηριακή εμπειρία, στον ψυχρό κόσμο των σημείων. Η ταυτότητα και η σωματική ολότητα κατασκευάζονται με την εσωτερίκευση εξωτερικών εικόνων και λέξεων και την επαναλαμβανόμενη αναγνώριση των σημείων του εαυτού από τον άλλο.
Ο νόμος του πατέρα
Η διαδικασία διαχωρισμού και διαφοροποίησης του εαυτού από τη μητέρα ολοκληρώνεται με τον νόμο του πατέρα. Η διπλή οιδιπόδεια απαγόρευση της αιμομιξίας και της πατροκτονίας εμποδίζει το βρέφος να επιστρέψει στην πρωταρχική ενότητα με το μητρικό σώμα και οδηγεί το παιδί στην ταύτιση με τον πατέρα, δηλαδή με την κανονική κοινωνική τάξη με τις διαφοροποιήσεις και ιεραρχίες της. Για την ψυχανάλυση, επομένως, η ανθρωπότητα συγκροτείται μέσω της διαίρεσης και του διαχωρισμού: διαίρεση από το μητρικό σώμα, μέσω του οιδιπόδειου νόμου του πατέρα, από το ίδιο το σώμα μας μέσω της ναρκισσιστικής ταύτισης με την εικόνα, από τον άλλο άνθρωπο μέσω της αντικατάστασής μας από σημεία. Πρέπει να αποδεχτώ ότι είμαι αυτό που δεν είμαι, να μεταφέρω τη ναρκισσιστική αγάπη σε αγάπη για τον άλλο, πρέπει να πω με τον Ρεμπό «Je est un autre». Το εγώ είναι από την αρχή άλλο. Γεννιέται από τη συνάντησή του με τον μεγάλο Αλλο, το γλωσσικό-νομικό σύμπαν που διαχωρίζει και διαφοροποιεί εντάσσοντάς μας στις περίπλοκες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, αφεντικά και εργάτες, ιδιοκτήτες και νοικάρηδες, καθηγητές και φοιτητές.
Ωστόσο, ένα υπόλοιπο της αρχικής ενότητας με το μητρικό σώμα επιβιώνει στην είσοδο στη συμβολική τάξη. Αυτό το υπόλοιπο, που ο Λακάν το ονομάζει Πραγματικό, φαλλό ή «μικρό αντικείμενο α», συμβολίζει την ακεραιότητα που χάσαμε χωρίς ποτέ να έχουμε και διακαώς επιθυμούμε. Μια ολότητα που είναι ταυτόχρονα αδύνατη (αφού ο εαυτός δημιουργείται μόνο μετά τον διαχωρισμό και δεν έχει πρόσβαση στην αρχική προ-γλωσσική ενότητα) και απαγορευμένη (μέσω της λειτουργίας των οιδιπόδειων απαγορεύσεων). Αυτό το υπόλειμμα του Πραγματικού μετά την απαγόρευσή του από το συμβολικό, είναι το βαθύτερο μυστικό μας, ο «πυρήνας» του υποκείμενου. Δημιουργεί μια ασταμάτητη πίεση επιστροφής στην αρχική δυαδική ενότητα (την «ορμή του θανάτου»), η οποία γεννάει μια τρομακτική όσο και πανίσχυρη απόλαυση, την jouissance. Το αντικείμενο της επιθυμίας μας – η πλήρωση του κενού της ύπαρξης – διαρκώς αναβάλλεται. Αλλά η ορμή του θανάτου έλκεται ακατάπαυστα από την έλλειψη και επιστρέφει στον σκοτεινό αυτό τόπο συνεχώς. Περιστρεφόμαστε στο χείλος της αβύσσου της επιθυμίας, τριγυρίζουμε ασταμάτητα στις αποτυχίες και τα συμπτώματά μας, σε ένα μοιραίο γαϊτανάκι που ταυτόχρονα μας απωθεί και μας έλκει, μας τραυματίζει και μας χαρίζει ενέργεια και δημιουργικότητα.
Οι οιδιπόδειες απαγορεύσεις προσπαθούν να μας προστατεύσουν από αυτή την αβυσσαλέα επιθυμία. Είναι προτιμότερο να ταυτιστούμε συμβολικά με τον κοινωνικό άλλο, που εμποδίζει την απόλαυση, παρά να παραδοθούμε στην άβυσσο του Πραγματικού. Κατασκευάζουμε λοιπόν φανταστικά σενάρια που μετατοπίζουν τη ριζική επιθυμία προς κανονικά αντικείμενα και απολαύσεις. Προσκολλώμεθα σε φετίχ, όπως το αυτοκίνητο του γείτονα, μια καλύτερη δουλειά, περισσότερα χρήματα ή κοινωνική αναγνώριση. Ομως, η απόκτηση της φαντασίωσης δεν ικανοποιεί την επιθυμία. Αυτή αμέσως μετατοπίζεται και προσκολλάται σε νέο αντικείμενο, σε ένα πιο γρήγορο αυτοκίνητο ή μια ακόμα προαγωγή ή ένα πιο κατάλληλο σύντροφο, επ’ άπειρον. Ο στόχος της επιθυμίας πάντοτε αναβάλλεται, γιατί η επιστροφή στο Πραγματικό είναι αδύνατη και απαγορευμένη.
Να δίνεις ό,τι δεν έχεις
Εδώ ακουμπάμε τη βάση του κοινωνικού δεσμού. Οταν διατυπώνουμε ένα αίτημα δεν ζητάμε απλώς από τον άλλο να ικανοποιήσει μια ανάγκη, αλλά και να μας προσφέρει ανεπιφύλακτα την αγάπη του. Κάθε φορά που η ανάγκη για ένα αντικείμενο μπαίνει στη γλώσσα και απευθύνεται στον άλλο –δηλαδή κάθε φορά που μιλάμε– ζητάμε αναγνώριση από τον άλλο και τη συμβολική τάξη. Ενα βρέφος που ζητάει το στήθος χρειάζεται τροφή, αλλά απαιτεί ταυτόχρονα την προσοχή και την αγάπη της μητέρας. Η επιθυμία είναι πάντοτε επιθυμία για τον άλλο και δηλώνει ακριβώς το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης. Μια μετανάστρια που υποστηρίζει ότι η μη πρόσληψή της σε μια δουλειά αποτελεί φυλετική διάκριση, προβάλλει δύο σχετικά ανεξάρτητες αξιώσεις: αναφέρεται πρώτα στην ανάγκη της για εργασία. Αλλά, ταυτόχρονα, η άδικη άρνηση εργασίας αμαυρώνει την ευρύτερη ταυτότητά της, με το εγγενές φυλετικό της στοιχείο. Κάθε πολιτική αξίωση και δικαίωμα συνδέει λοιπόν ένα μέρος του σώματος ή της προσωπικότητας με κάτι που υπερβαίνει την ανάγκη: την επιθυμία εκείνου που αρθρώνει το αίτημα να αναγνωριστεί και να αγαπηθεί ως πλήρες και ακέραιο άτομο, κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να αποκτηθεί.
Κι αυτό γιατί ούτε ο μεγάλος Αλλος της συμβολικής τάξης (γλώσσα, νόμος, κράτος) ούτε το άλλο πρόσωπο μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημα απροϋπόθετης αναγνώρισης. Ο μεγάλος Αλλος είναι η αιτία και το σύμβολο της έλλειψης και δεν αποτελεί μια ενοποιημένη, ακέραιη και διάφανη τάξη. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει το δίκαιο για παράδειγμα εσωτερικά συνεπές, συνεκτικό και ολοκληρωμένο παρά τους ισχυρισμούς της νομικής ιδεολογίας. Εξίσου, το άλλο πρόσωπο, του οποίου την αγάπη λαχταράμε, υπόκειται στον ίδιο με μας διαχωρισμό και έλλειψη. Ο άλλος δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που μου λείπει, γιατί λείπει και από εκείνον.
Εχουμε λοιπόν δύο είδη επιθυμίας. Πρώτα την επιθυμία του άλλου, που συνήθως αστοχεί μια και ο άλλος δεν μπορεί να μας δώσει αυτό που ούτε εμείς ούτε αυτός έχει. Αναγκάζεται λοιπόν η επιθυμία να φτιάχνει φαντασιακές κατασκευές και να μετατοπίζεται κάθε φορά που ματαιώνονται. Η δεύτερη ριζική επιθυμία είναι το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης, το κομμάτι κάθε αιτήματος που δεν μπορεί να αναχθεί σε ανάγκη. Επειδή δεν μπορούμε και δεν πρέπει να πλησιάσουμε το πραγματικό αντικείμενο του πόθου, το εκτοπίζουμε συνεχώς σε ανεπαρκή αντικατάστατα. Το αντικείμενο του πόθου πάντοτε αναβάλλεται γιατί αναφέρεται στην επιθυμία να γίνουμε ξανά ολόκληροι, να αγαπηθούμε πλήρως από τον άλλο. Αγάπη εδώ σημαίνει να δώσουμε στον άλλο αυτό που δεν έχουμε. Αυτή η δεύτερη επιθυμία βρίσκεται πίσω από κάθε μεγάλη ριζική αλλαγή και ενώνει εαυτό και συλλογικότητες. Εδώ πιθανώς πρέπει να διερευνήσουμε το μέλλον του σοσιαλισμού και της νέας Ελλάδας.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Αναδημοσιεύσεις από το http://www.efsyn.gr/