Γιώργος Καλλής a
a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain
1. Ποιο είναι το όραμα της αποανάπτυξης;
Ως βιώσιμη αποανάπτυξη ορίζουμε τη διαδικασία αυτή κατά την οποία ενώ μειώνεται ποσοτικά η συνολική παραγωγή και κατανάλωση, βελτιώνονται η κοινωνική ευημερία και η ποιότητα του περιβάλλοντος (Schneider et al. 2010). Όσοι γράφουμε περί αποανάπτυξης οραματιζόμαστε κοινωνίες με τοπικοποιημένες αλλά ανοικτές οικονομίες, που ζουν εντός εθελούσιων οικολογικών περιορισμών, και οι οποίες διανέμουν τον πλούτο τους ισότιμα μέσω άμεσων δημοκρατικών διαδικασιών. Κοινωνίες οι οποίες έχουν ξεφύ- γει από το δίλλημα «ανάπτυξη ή καταστροφή» και στις οποίες η συσσώρευση πλούτου δεν αποτελεί κυρίαρχη επιδίωξη. Το κυνήγι της οικονομικής αποδοτικότητας έχει δώσει την θέση του στην αρχή της επάρκειας. Οι κυρίαρχες αξίες τους είναι η απλότητα, η συντροφικότητα, το ευ ζην ή η ευημερία, η ανταλλαγή μέσω δώρησης, η κοινοκτημοσύνη και η «από κοινού» εργασία, στέγαση και κατανάλωση. Η γνώση και η τεχνολογία προοδεύουν, χωρίς όμως η πρόοδος της τεχνολογίας να είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την απελευθέρωση του χρόνου και για τη διευκόλυνση μιας λιτής και συντροφικής διαβίωσης.
2. Γιατί αποανάπτυξη;
Πρώτον, για να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή, την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και την ανεξέλεγκτη εξάντληση των φυσικών πόρων, η ταχύτητα των οποίων δεν μας αφήνει χρόνο να προσαρμοσθούμε. Η αποφυγή της περιβαλλοντικής καταστροφής δεν θα έρθει ούτε με νέες τεχνολογίες ούτε με απλές αλλαγές στη συμπεριφορά μας, όπως να τρώμε βιολογικά ή να αλλάξουμε τους λαμπτήρες στα φωτιστικά. Αν δεν μειωθεί το συνολικό μέγεθος της οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής και της κατανάλωσης, οδεύουμε μαθηματικά προς την πλήρη απορρύθμιση του κλίματος με ανυπολόγιστες συνέπειες (Jackson 2009). Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, υφίσταται μια άμεση, θα έλεγα γραμμική σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και όλων των δεικτών περιβαλλοντικής πίεσης, όπως η κατανάλωση ενέργειας ή οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Οι λίγες χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, οι οποίες προσφάτως έχουν σταθεροποιήσει ή και μειώσει τις εκπομπές CO2 ή την κατανάλωση πρώτων υλών, το έχουν κάνει είτε ως, ανεπιθύμητο, αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παλαιότερα και η Ελλάδα πιο πρόσφατα, είτε μεταφέροντας την παραγωγή τους σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η Μεγάλη Βρετανία, η οποία εισάγει τα καταναλωτικά της προϊόντα από την Ασία, μεταφέροντας τις περιβαλλοντικές ζημιές και τις ρυπογόνες εκπομπές της εκεί. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τις πρώτες διακρατικές και διακυβερνητικές διαβουλεύσεις για το περιβάλλον στη Στοκχόλμη και το Ρίο και πλήθος διακηρύξεων έως το Γιοχάνεσμπουργκ και το Ρίο ξανά, είκοσι χρόνια μετά. Τόνοι μελανιού έχουν ξοδευτεί σε ψευτοδεσμεύσεις, τεχνολογικά όνειρα και κενά λόγια στο όνομα της «αειφόρου ανάπτυξης», με μόνο απτό αποτέλεσμα την θεσμοθέτηση ακόμα μιας αγοράς κερδοσκοπίας στην πλάτη των φορολογούμενων, αυτή της αγοράς ρύπων, η οποία στην Ευρώπη λίαν προσφάτως κατέρρευσε. Με αυτά και με αυτά, η μόνη χρονιά στην οποία οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 έπεσαν ήταν το 2008, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Βρισκόμαστε συνεπώς μπροστά σε ένα δίλλημα. Ή θα βρούμε τρόπο να διατηρήσουμε συνθήκες ευημερίας χωρίς ανάπτυξη ή ακόμα καλύτερα με αποανάπτυξη, ή αλλιώς η δραματική κλιματική αλλαγή είναι αναπόφευκτη.
Δεύτερον, επειδή η οικονομική ανάπτυξη είναι πλέον αντι-οικονομική, η αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ στις ήδη ανεπτυγμένες οικονομίες δεν συμβάλλει άλλο στην ευημερία των πολιτών τους (Daly 1996). Μελέτες ψυχολόγων και οικονομολόγων δείχνουν ότι τόσο η προσωπική ευτυχία όσο και η κοινωνική ευημερία, μετρούμενη ανεξάρτητα από το ΑΕΠ με παραμέτρους όπως η ποιότητα της δημόσιας υγείας ή της εκπαίδευσης, συσχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη μόνο μέχρι ενός επιπέδου ανάπτυξης, περί τα 10,000 δολάρια ανά κάτοικο το χρόνο, πάνω από το οποίο η περεταίρω ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία. Οι περισσότερες Δυτικές κοινωνίες φυσικά έχουν επιτύχει αυτό το επίπεδο υλικής ευμάρειας εδώ και δεκαετίες. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να επενδύουν φυσικούς και ανθρώπινους πόρους σε νέα καταναλωτικά προϊόντα και γκάτζετ τα οποία παρέχουν ελάχιστη, εάν όχι μηδενική, βελτίωση της ποιότητας ζωής σε όσους τα χρησιμοποιούν, ενώ έχουν τρομερές επιπτώσεις για αυτούς που τα παράγουν και για αυτούς στους οποίους καταλήγουν τα απόβλητα της χρήσης τους (τα σκουριασμένα εμπορικά πλοία, οι πεταμένοι υπολογιστές και τα χαλασμένα κινητά μας). Οι άτυχοι που ζουν στις περιοχές από τις οποίες η παγκόσμια οικονομία αντλεί το πετρέλαιο της και τις πρώτες ύλες της, όπως οι αυτόχθονες φυλές του Αμαζονίου, ζουν ήδη στην κόλαση (Martinez-Alier et al. 2010), δεν χρειάζεται να περιμένουν την κλιματική αλλαγή. Και όλα αυτά για το τίποτα: οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί αυτή η κατανάλωση, δεν είναι πιο ευτυχισμένοι σήμερα από ότι ήταν πριν από 20 ή 30 χρόνια. Η κοινωνική και δημόσια ασφάλεια, τα επίπεδα υγείας, η ποιότητα ζωής παραμένουν στα ίδια επίπεδα και επιδεινώνονται ταχύτατα ως αποτέλεσμα της παρούσας κρίσης. Η όλο και πιο διογκώμενη τάξη των νεόπτωχων στη Δύση, βλέπει να χάνει την ελεύθερη πρόσβαση στα βασικά αγαθά της στέγασης, της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης ή της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ όλο και περισσότεροι πόροι ξοδεύονται από τους έχοντες στην επιδεικτική κατανάλωση.
Γιατί τότε αυτή η εμμονή με την ανάπτυξη; Όχι γιατί θα φέρει ευημερία, αλλά γιατί χωρίς αυτή θα καταρρεύσουμε στην άβυσσο της ύφεσης, της κρίσης, της ανεργίας. Χρέη, συντάξεις, εργασία, όλα απαιτούν συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει λοιπόν να αναπτυσσόμαστε διαρκώς για να μην καταρρεύσουμε, να μεγαλώνουμε συνέχεια για να μην πεθάνουμε. Πόσο λογικό είναι αυτό; Κανένα άλλο σύστημα, κανένας άλλος οργανισμός ή είδος δεν είναι προγραμματισμένος να μεγεθύνεται επ' άπειρον. Η ανωμαλία βρίσκεται στο οικονομικό μας σύστημα, εν προκειμένω στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι ένα σύστημα αφύσικο, το οποίο ή θα το αλλάξουμε ή θα μας πάρει μαζί στην άβυσσο του.
3. Πώς μπορεί να γίνει η αποανάπτυξη;
Αποανάπτυξη δεν συνεπάγεται οικονομική ύφεση ή κρίση, απρογραμμάτιστη και ακούσια δηλαδή μείωση του ΑΕΠ εντός ενός συστήματος προγραμματισμένου να μεγαλώνει. Η μείωση του ΑΕΠ έχει καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοούμε. Με τον προσδιορισμό βιώσιμη αποανάπτυξη υποδηλώνουμε μια ομαλή και ευημερούσα κάθοδο (Odum και Odum 2001), μέσω της ριζικής αναδιοργάνωσης βασικών κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών πολιτικών, θεσμών και δομών. Στις συζητήσεις περί αποανάπτυξης έχουν τεθεί διάφορες προτάσεις προς συζήτηση (βλ. www.degrowth.eu, Latouche 2009). Οι προτάσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν πρώτον, ριζοσπαστικές πολιτικές και θεσμικές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος, οι οποίες τρόπος του λέγειν θέλουν να κάνουν τον καπιταλισμό περισσότερο (οικο)σοσιαλιστικό, ίσως και έως του σημείου που δεν θα είναι πλέον πια αναγνωρίσιμος ως καπιταλισμός. Ανα- φέρομαι εδώ σε δραστικές αλλαγές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δημόσιο έλεγχο της παραγωγής χρήματος, απόλυτα περιβαλλοντικά όρια, π.χ. στην συνολική χρήση υδρογονανθράκων παγκοσμίως, μορατόρια σε νέες εξορύξεις ή σε υποδομές μεγάλης κλίμακας, οικολογικούς φόρους, μείωση του ωραρίου και της μισθωτής εργασίας, θεσμοθετημένο βασικό εισόδημα για όλους και ενδυνάμωση των δημόσιων και συνεταιριστικών παροχών στους τομείς της στέγασης, της υγείας ή της εκπαίδευσης.
Δεύτερον η αποανάπτυξη νοηματοδοτεί και προτείνει καινοτόμες ιδέες δημιουργίας καινούργιων κοινωνικών χώρων έξω από τον καπιταλισμό, όπως οικοκοινότητες, μοντέλα συστέγασης, νέες μορφές συνεταιριστικής παραγωγής και κατανάλωσης, ποικίλα συστήματα ανταλλαγής χωρίς την μεσολάβηση χρήματος, τοπικά νομίσματα, ανταλλακτικές αγορές, κλπ. Το κεντρικό σύνθημα της αποανάπτυξης είναι το κάλεσμα για «έξοδο από την οικονομία», τη δημιουργία δηλαδή νέων χώρων απλότητας και λιτής αφθονίας, ανταλλαγών και συντροφικότητας έξω από τον καπιταλισμό (Latouche 2009).
Παρόμοιες μη καπιταλιστικές εναλλακτικές λογικές και πρωτοβουλίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν και συμβιώσει με την καπιταλιστική οικονομία, παραμένοντας στο περιθώριο της, αλλά προσφέροντας διεξόδους σε περιόδους κρίσης. Δεν είναι παράλογη η θέση, τουλάχιστον ως υπόθεση εργασίας, ότι σε σύγκριση με την τρέχουσα κρίση, η Ελλάδα βίωσε λιγότερο έντονα παλαιότερες οικονομικές κρίσεις, ακριβώς επειδή υπήρχαν πολλαπλά παραδοσιακά, ακόμα ενεργά κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης, από την οικογένεια και το χωριό, έως τις άμεσες μη χρηματικές ανταλλαγές, τα οποία απάλυναν τις επιπτώσεις από την έλλειψη ρευστότητας, προσφέροντας εναλλακτικές διόδους και μια κάποια σιγουριά ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Μετά από έτη νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την αυξανόμενη εμπορευματοποί- ηση των πάντων, από την φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων μέχρι την οικιακή εργασία και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα πάντα έχουν γίνει πλέον μέρος της οικονομίας του χρήματος. Κρίση του συστήματος σημαίνει κρίση για όλους και για όλα.
Τα δίκτυα αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης επανεμφανίζονται και ενδυναμώνονται σε περιόδους κρίσης. Στην Καταλονία στην οποία ζω, υπάρχει μια πληθώρα αναδυόμενων καινοτόμων εμπειριών που ποικίλουν, από τους πολλαπλασιαζόμενους αστικούς κήπους οι οποίοι παράγουν λαχανικά και φρούτα στις γειτονιές της Βαρκελώνης, το αναπτυσσόμενο δίκτυο συνεταιρισμών οι οποίοι συνδέουν τους παραγωγούς με τους καταναλωτές βιολογικών τροφίμων, συνεταιρισμούς συστέγασης και συγκατοίκησης, όπως η SostraCivic και τοπικά νομίσματα όπως το EcoSeny στο βουνό Mon- seny[1]. Πρέπει επίσης να αναφερθεί το δραστήριο κίνημα των καταλήψεων, με την ανακατασκευή εγκαταλελειμμένων σπιτιών, δημόσιων κτηρίων και αγροκτημάτων τα οποία συχνά μεταμορφώνονται σε πρότυπα εναλλακτικής και οικολογικής συμβίωσης (βλ. Gavalda και Cattaneo 2010). Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην Καταλονία, είναι αυτό που ο Chris Carlsson (2008) ονόμασε «nowtopias», ουτοπίες του παρόντος, ουτοπίες δηλαδή που υλοποιούνται εδώ και τώρα. «Ένας άλλος κόσμος» όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά σχηματίζεται ήδη (Castells 2011), μέσα στην «κοιλιά του κτήνους». Το ερώτημα είναι: μπορούν οι πρωτοβουλίες αυτές να διατηρηθούν και να μετασχηματιστούν σιγά σιγά σε μια πραγματική κοινωνία της αποανάπτυξης;
Η διαφυγή από την καπιταλιστική οικονομία και η διαμόρφωση των ουτοπιών του τώρα δεν είναι ένα ειδυλλιακό οικολογικό κάλεσμα για την επιστροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε. Εμπεριέχει φυσικά ρομαντισμό, και αυτό είναι καλό, καθώς μια δόση ρομαντισμού είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε αυτή την εποχή του εν ψυχρώ και αυτοκα- ταστροφικού ατομικιστικού ωφελιμισμού. Οι ουτοπίες του τώρα δεν είναι απλά επιλογές στυλ ζωής ή εναλλακτικοί τρόποι κατανάλωσης. Αντιπροσωπεύουν συνειδητό «έργο ζωής» για τους συμμετέχοντες και αποτελούν πολιτικές πράξεις, σαφώς και συνειδητά για κάποιους, ασυνείδητα και έμμεσα για άλλους. Η «έξοδος από την οικονομία» και η αλληλέγγυα οικονομία του «από κοινού» είναι απίθανο να γίνει μαζικό κίνημα χωρίς μια αλληλένδετη αλλαγή σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο η οποία θα διαμορφώσει τις συνθήκες τις οποίες αυτή χρειάζεται για να ευδοκιμήσει. Χρειάζονται θεσμοί οι οποίοι θα περιορίζουν την αυτοκαταστροφική επέκταση της οικονομίας του χρήματος και οι οποίοι θα απελευθερώνουν χρόνο και χώρο για την ανάπτυξη εναλλακτικών οικονομιών, ουτοπιών του τώρα. Η δράση που απαιτείται είναι άρα προσωπική, συλλογική και πολιτική.
Φυσικά, ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος και η πολιτική και οικονομική ελίτ που κυβερνούν δεν πρόκειται να καθήσουν ήσυχοι και άπραγοι να παρακολουθήσουν τον εσωτερικό κατακερματισμό του συστήματος χωρίς να δώσουν μάχη. Το σύστημα θα υπονομεύσει, θα αντισταθεί και αν χρειαστεί θα καταπιέσει αυτούς που θα προσπαθήσουν να διαφύγουν από την οικονομία. Ευθύς αμέσως μόλις οι ουτοπίες του τώρα ή οι αλληλέγγυες οικονομίες αρχίσουν να εξαπλώνονται και να ξεφεύγουν από το περιθώριο των αφοσιωμένων ακτιβιστών που εμπλέκονται επί του παρόντος προσεγγίζοντας το σύνολο του πληθυσμού και να αποτελούν απειλή για την οικονομία της αγοράς, να είστε σίγουροι ότι αυτή θα προσπαθήσει είτε να τις αφομοιώσει βγάζοντας κέρδος από αυτές, είτε, όπου είναι πολιτικά πιο ανυπάκουες, να τις πατάξει καθιστώντας τες παράνομες. Το κίνημα της αποα- νάπτυξης και των ουτοπιών του τώρα είτε θα εξελιχθεί σε ένα ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό κίνημα είτε θα εξαφανισθεί. Η απόδραση από μόνη της δεν αρκεί ως πολιτική πράξη. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά, μιας και η διαφυγή από ένα καπιταλιστικό σύστημα σε κρίση είναι τόσο παλιά όσο ο ίδιος ο καπιταλισμός, χωρίς όμως να καταφέρει να ανατρέψει κάτι ριζικά στην πορεία του. Ήδη από τον 15ο αιώνα στη Βόρεια Ιταλία, άνεργοι εργάτες εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις στην, πιθανόν πρώτη, κρίση του ανα- δυόμενου τότε καπιταλιστικού συστήματος, επιστρέφοντας στην ύπαιθρο για να καλλιεργήσουν τη γη (βλέπε υποσημείωση στο κεφάλαιο για την «Πρωταρχική Συσσώρευση» του Κεφαλαίου του Μαρξ). Η απόδρασή τους και οι αγρόκηποι τους οποίος καλλιέργησαν για να επιβιώσουν παραμένουν μια απλή υποσημείωση στην μακρά ιστορία του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος. Η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί απλά στην προσωπική ή ομαδική διαφυγή. Από μόνα τους τα οικοχωριά και οι οικοκοινότητες, ή οι αγρόκηποι, δεν αρκούν, εκτός και αν αποτελούν φαντασιακές σηματοδοτήσεις μιας ευρύτερης μετάβασης και ενός ευρύτερου πολιτικού αγώνα. Όπως γράφει μεταφορικά ο Latouche (2009), η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί στην διαφυγή στο χωριό, αλλά στην κατασκευή «αστικών χωριών», δηλαδή εναλλακτικών ελεύθερων χώρων, οι οποίοι δεν θα υπακούν στη λογική της συσσώρευσης και της ανάπτυξης του κεφαλαίου, και αυτό μέσα στις πόλεις, μέσα στην καρδιά δηλαδή του πολιτικού γίγνεσθαι των κοινωνιών μας, και όχι μακριά και σε απομόνωση.
4. Η ψευδαίσθηση των οικολόγων με την πράσινη ανάπτυξη
Αντί να τους απασχολεί αυτή η δημιουργική διεργασία διαμόρφωσης εναλλακτικών πολιτικών, χώρων και οικονομιών έξω από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης, πολλοί οικολόγοι με θέσεις επιρροής, και αναφέ- ρομαι στα Πράσινα Κόμματα ή σε σημαίνουσες ΜΚΟ, επιμένουν να αναπαράγουν έναν λόγο ο οποίος εναποθέτει την επίλυση των οικολογικών προβλημάτων στην τεχνολογία και στις κρατικές πολιτικές, αυτό που στα αγγλικά έχει ονομασθεί «techno-fixing». Το όραμά τους είναι ένα μέλλον «πράσινης ανάπτυξης», στο οποίο η οικονομία θα αναπτύσσεται αλλά θα χρησιμοποιεί όλο και λιγότερη ενέργεια και πρώτες ύλες. Εδώ η ψευδαίσθησή, δηλαδή η άγραφη υπόθεση, είναι ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες μπορούν να αναπτύσσονται συνεχώς και να αυξάνουν το ΑΕΠ τους και τα κέρδη τους, βασιζόμενες στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη βιολογική γεωργία, τις καθαρές τεχνολογίες, τη μείωση της κατανάλωσης, κλπ (UNEP 2011). Τα παραδείγματα τα οποία συνήθως δίνονται για αυτήν την πράσινη οικονομία είναι τα γνωστά, δηλαδή οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, τα υβρι- δικά και άλλα καινοτόμα αυτοκίνητα, και οι διαφορές πρακτικές ατομικού περιορισμού και εξοικονόμησης πόρων και ενέργειας, όπως να αλλάξουμε τις λάμπες στο σπίτι, να μην αφήνουμε τη βρύση ανοικτή όταν πλένουμε τα δόντια, κλπ.
Φυσικά αυτές οι τεχνολογικές λύσεις ή λύσεις κοινωνικής ηθικολογίας, δεν είναι καινούριες και όσο και να βαπτίζονται με νέα ονόματα, έχουν τεθεί επί τάπητος εδώ και αρκετό καιρό μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα. Η αναπο- τελεσματικότητά τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε προϊόν έλλειψης βούλησης. Εντός ενός καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν ξοδεύεται συσσωρεύεται και επανεπενδύεται προς εκ νέου ανάπτυξη. Τα λεφτά που θα εξοικονομήσετε από τις καινούριες λάμπες ή τα σβηστά φώτα στο σπίτι σας θα πάνε στο λογαριασμό σας και η τράπεζα θα τα επενδύσει σε νέους αυτοκινητόδρομους και νέα αεροδρόμια. Η τεχνολογική πρόοδος δεν αποτελεί λύση λόγω αυτού που κάποιοι αναλυτές έχουν ονομάσει «φαινόμενο αναπήδη- σης». Οι νέες τεχνολογίες βελτιώνουν την απόδοση με την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν φυσικό πόρο. Ως αποτέλεσμα το κόστος του πόρου πέφτει και η κατανάλωση του αυξάνεται αφού τώρα είναι φτηνότερος. Αν δεν υπάρχουν όρια, το αποτέλεσμα αποδοτικότερων τεχνολογιών είναι περισσότερη, όχι λιγότερη κατανάλωση. Τα σύγχρονα και οικολογικά αποδοτικότερα αυτοκίνητα ταξιδεύουν γρηγορότερα και μακρύτερα. Όσο και να φαντάζει παράδοξο ο παλιός σκαραβαίος ήταν καλύτερος για το περιβάλλον από ότι ο καινούριος. Στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών χρησιμοποιούμε περισσότερο χαρτί από τον καιρό που γράφαμε στο χέρι με μελάνι. Εάν παραμείνουμε σε μια οικονομία ανάπτυξης, η αποδοτικότητα και η εξοικονόμηση που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι ως λύση, σημαίνει πτώση του κόστους, συσσώρευση κεφαλαίου και επανεπένδυση για περαιτέρω ανάπτυξη.
Ο φυσικός-οικονομολόγος Nicholas Georgescu-Roegen (1971) παρατήρησε ότι η κύρια πηγή πλούτου στη γη είναι η ηλιακή ενέργεια. Ενώ η ροή ενέργειας από τον ήλιο χρονικά δεν θα εξαντληθεί ποτέ, τουλάχιστον όσον αφορά το χρονικό ορίζοντα του ανθρώπινου είδους, τα υπόγεια αποθέματα συσσωρευμένης ενέργειας υπό την μορφή υδρογονανθράκων στα οποία βασίζεται η βιομηχανική κοινωνία αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν. Τα ορυκτά καύσιμα καίγονται, και δεν μπορούν να ανακυκλωθούν. Η κατανάλωση συσσωρευμένης ενέργειας συνεπώς αυξάνει την εντροπία, την αταξία δηλαδή της ενέργειας. Ενώ η αύξηση της εντροπίας στον πλανήτη δεν μπορεί να αποφευχθεί και είναι μια φυσική διαδικασία, ο ρυθμός της μπορεί να ελεγχθεί, αν περάσουμε σταδιακά και ομαλά από την κατανάλωση αποθεμάτων, όπως είναι το πετρέλαιο, στην κατανάλωση ροών, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια. Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βασίζονται φυσικά σε ροές, αλλά δεν ξεφεύγουν από τους νόμους της φυσικής. Οι ίδιες καταναλώνουν ενέργεια στην κατασκευή τους, ή στην έρευνα που τις υποστηρίζει, χρησιμοποιούν πρώτες ύλες (συχνά σπάνια μέταλλα, η εξόρυξη των οποίων απαιτεί ενέργεια και επιδρά αρνητικά στο περιβάλλον) και δεδομένης της φύσης τους καταλαμβάνουν και πολύ χώρο, περιορίζοντας άλλες δραστηριότητες ή τις όποιες αισθητικές αξίες ενός ανέγγιχτου τοπίου. Συγκριτικά με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, των οποίων τα πλεονάσματα παρείχαν τα «αόρατα χέρια» της βιομηχανικής επανάστασης, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν πολύ χαμηλότερη απόδοση ενέργειας σε σχέση με την ενέργεια που επενδύεται για την αναπαραγωγή τους, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται «Energy Return on Energy Investment» (EROI). Οι οικολόγοι που υπολογίζουν πόση ενέργεια θα χρειαζόμαστε σε 50 χρόνια και στη συνέχεια ισχυρίζονται ότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες αυτές με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαπράττουν ένα βασικό σφάλμα: δεν υπολογίζουν ούτε την ενέργεια ούτε τον χώρο που απαιτούνται για την ίδια την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.
Προσοχή. Δεν απορρίπτω εδώ την χρησιμότητα των ΑΠΕ και δεν υποτιμώ την ανάγκη μετάβασης από μία κοινωνία που βασίζεται στο πετρέλαιο σε μία κοινωνία που θα ζει από ηλιακές και αιολικές ροές. Αυτό που λέω είναι ότι η κοινωνία αυτή δεν μπορεί να είναι μια γραμμική επέκταση της κοινωνίας μας όπου το μόνο που θα αλλάξει θα είναι το από που θα παίρνουμε ενέργεια. Θα πρέπει να είναι μια, ποιοτικά και ποσοτικά, ριζικά διαφορετική κοινωνία, η οποία θα έχει βρει τρόπους να ζει με πολύ λιγότερα, με αυτά δηλαδή τα οποία θα μπορούν να διασφαλίσουν οι ΑΠΕ μικρής κλίμακας. Ένα πράσινο, ηλιακό μέλλον είναι εφικτό, αλλά είτε θα είναι μέλλον αποανάπτυ- ξης, ή δεν θα υπάρξει ποτέ. Δυστυχώς αυτό το καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα οι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι οι οποίοι για αυτό ακριβώς αυτό τον λόγο αντιτάσσονται στους όποιους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και χρηματοδοτούν την διασπορά αμφιβολιών για την κλιματική αλλαγή, από τους πράσινους προοδευτικούς τύπου Al Gore, οι οποίοι εξακολουθούν να καλλιεργούν τον μύθο ότι η οικολογική βιωσιμότητα δεν απαιτεί καμία θυσία, τουναντίον μπορεί να γίνει μηχανή ανάπτυξης του καπιταλισμού.
5. Από μια ρεαλιστική οικολογία, στη ριζοσπαστική στάση της αποανάπτυξης
Ένας αυξανόμενος αριθμός αυτοαποκαλούμενων «ρεαλιστών» οικολόγων παίρνει δημόσια θέση σε θέματα ταμπού για το οικολογικό κίνημα, υποστηρίζοντας τα μεταλλαγμένα ή την πυρηνική ενέργεια. Ο James Lovelock, για παράδειγμα, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα της Γαίας, διακηρύσσει ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η «μόνη πράσινη λύση». O Mark Lynas, πρώην ακτιβιστής της Earth First! εμπλεκόμενος σε άμεσες δράσεις εναντίον των μεταλλαγμένων βγήκε δημόσια και δήλωσε ότι κοιτάζοντας καλύτερα τα επιστημονικά δεδομένα, δεν βλέπει άλλη λύση για το πρόβλημα της παγκόσμιας σίτισης από τα μεταλλαγμένα, των οποίων η απόρριψη από το οικολογικό κίνημα λέει δεν βασίζεται στην επιστήμη, αλλά την ιδεολογία. Ακόμα πιο αμφιλεγόμενη δεδομένης της χρονικής στιγμής της, ήταν η παρέμβαση του διεθνούς φήμης δημοσιογράφου της Guardian, George Monbiot, ο οποίος έγραψε στις 23 Μαρτίου 2011 και λίγες μέρες μετά το ατύχημα, πώς η Φουκουσίμα τον έκανε να σταματήσει να ανησυχεί και επιτελούς να αγαπήσει την πυρηνική ενέργεια. Οι Ted Nordhaus και Michael Schellenberger, «ήρωες του περιβάλλοντος για το 2008» σύμφωνα με το περιοδικό Times, διακηρύσσουν το «θάνατο» του οικολογικού κινήματος και καλούν τους οικολόγους σε μια νέα μετα-οικολογική εποχή η οποία θα βασίζεται στη συνεργασία με αυτούς που το παραδοσιακό κίνημα θεωρούσε εχθρούς του, όπως το λόμπι της πυρηνικής ενέργειας!
Θα μπορούσαμε εύκολα να κατηγορήσουμε τους Lynas, Nordhaus και Schellenberger ως «πουλημένους», οι οποίοι χρηματοδοτούνται από την βιομηχανία, να πούμε ότι ο Lovelock είναι ένας ηλικιωμένος ο οποίος χάνει το μυαλό του και ο Monbiot ότι είναι ένας εγωκεντρικός δημοσιογράφος, που του αρέσει να προκαλεί και να τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά εδώ συμβαίνει κάτι περισσότερο. Η στάση τους υπέρ των μεταλλαγμένων ή των πυρηνικών δεν είναι ένας παραλογισμός, αλλά το λογικό επακόλουθο της εξέλιξης ενός περιβαλλοντικού κινήματος το οποίο τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και συμβολικά μετά την νίκη των «ρεαλιστών» κόντρα στους «φονταμενταλιστές» στο Γερμανικό Πράσινο Κόμμα, άφησε τις επαναστατικές ρίζες του για χάρη της αποτελεσματικότητας και της πολιτικής σκοπιμότητας. Ενώ το οικολογικό κίνημα ήταν από τις αρχές του ένα επαναστατικό κίνημα, υπό την έννοια ότι οραματιζόταν και πρότεινε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης μιας - οικολογικής - κοινωνίας, οι ρεαλιστές περιβαλλοντιστές παγιδεύτηκαν στην συζήτηση όπως την έθετε το κυρίαρχο σύστημα. Η συζήτηση αυτή ήταν μια τεχνική, αποπολιτικοποιημένη επιλογή μέσων, δηλαδή μια αναζήτηση του καλύτερου τρόπου προστασίας του περιβάλλοντος, εντός του ορίου που έθετε το σύστημα: τον αδιαπραγμάτευτο στόχο της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τη διακήρυξη περί του αντιθέτου, αυτό ακριβώς ήταν και το πνεύμα πίσω από την ιδέα της αειφόρου ανάπτυξης, η προστασία του περιβάλλοντος με έξυπνα μέσα, δηλαδή τεχνολογίες και πολιτικές, οι οποίες θα συνέβαλλαν και δεν θα υπέσκαπταν την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Για τους οικολόγους και παρά τις όποιες εκλογικές επιτυχίες αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και οδηγεί στο θάνατο του κινήματος, όχι φυσικά για τους λόγους που δίνουν οι Nordhaus και Schellenberger, αλλά γιατί ουσιαστικά του στερεί λόγο ύπαρξης, μια και όσον αφορά στα μέσα, λίγες διαφορές θα βρει κάποιος μεταξύ οικολόγων και προοδευτικών κεντροαριστερών ή ακόμα και κεντροδεξιών τύπου Αλ Γκορ.
Πράγματι από τεχνικής άποψης, και μέσα στις συντεταγμένες της παρούσας καπιταλιστικής οικονομίας, ο Monbiot μπορεί και να έχει δίκιο. Ανάμεσα στον άνθρακα ή το πετρέλαιο και τα πυρηνικά, τα δεύτερα μπορεί να είναι το «μη χείρον βέλτιστον». Δεν μπορώ να κρίνω αν το κόστος των πυρηνικών ατυχημάτων όπως της Φουκουσίμα είναι μικρότερο από το περιβαλλοντικό και ανθρώπινο κόστος της εξόρυξης άνθρακα και της κλιματικής αλλαγής (φυσικά ο Monbiot δεν λαμβάνει υπόψη του εδώ την κατανάλωση ενέργειας η οποία απαιτείται για την ίδια την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την διάθεση των αποβλήτων της, ενώ διερωτάται κανείς πώς μπορεί κάποιος πραγματικά να εκτιμήσει και να συγκρίνει τις ζωές που χάνονται από πυρηνικά ατυχήματα και τις ζωές που χάνονται από την κλιματική αλλαγή). Και ναι, ο Monbiot έχει σίγουρα δίκιο για το ότι οι μικρές και αποκεντρωμένες ΑΠΕ που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι από μόνες τους δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τις σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες στην υφιστάμενη κλίμακα τους, γιατί τότε δεν θα είχαμε που να περπατήσουμε από τις ανεμογεννήτριες και δεν θα υπήρχε ποτάμι χωρίς φράγμα.
Αλλά είναι πραγματικά αυτό το καθήκον της πολιτικής οικολογίας; Να κάνει μια ρεαλιστική επιλογή του «μη χείρον βέλτιστον»; Να μας βοηθάει να διαλέξουμε αν είναι καλύτερα να πεθάνουμε από την κλιματική αλλαγή αύριο ή από τα πυρηνικά απόβλητα μεθαύριο; Αν είναι καλύτερο να έχουμε ορυχεία ή τουρισμό; Μαζικό τουρισμό ή οικο-τουρισμό; Χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτεφρωτήρες; Αναρωτιέται κανείς γιατί εν τέλει χρειάζεται το οικολογικό κίνημα να θέσει ή να απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις, και δεν αφήνει τους επιστήμονες να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους, αφού ουσιαστικά αυτές είναι ερωτήσεις κόστους και οφέλους, όχι πολιτικής.
Ο παραλογισμός του να είναι κάποιος «οικολόγος υπέρ των πυρηνικών» θα έπρεπε να μας υποψιάζει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην απάντηση, αλλά στο πώς τίθεται η ερώτηση, και εν προκειμένω, στην ανείπωτη υπόθεση η οποία διατρέχει όλα αυτά τα ψεύτικα διλήμματα, αυτή της ανάγκης και επιθυμίας για οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως κόστους, ασχέτως της πραγματικής χρησιμότητας της ανάπτυξης. Αυτό που λείπει από τις επιλογές που θέτει ο Monbiot είναι αυτό που ο Paul Aries (2005) ονομάζει «επιλογή βόμβα»: μια απλή, μικρότερης κλίμακας, από κοινού, οικονομίας, η οποία λόγω της μικρότερης κλίμακάς της θα μπορεί να τροφοδοτείται από αποκεντρωμένες ΑΠΕ και να εξασφαλίζει έναν ουσιαστικό τρόπο ζωής, πολύ πιο λιτό από ότι σήμερα, αλλά και πολύ πιο άφθονο αφού η ευημερία θα έρχεται μέσα από τις σχέσεις και όχι τα υλικά αγαθά. Η επιλογή αυτή ακριβώς είναι η επιλογή η οποία ενέπνευσε το οικολογικό κίνημα στα πρώτα του βήματα. Ήταν μια επιλογή για τον άλλον κόσμο που θέλουμε, δεν ήταν τεχνοκρατική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους των διαφορετικών επιλογών των οποίων μας έδινε το σύστημα με τις δικές του, χρηματικές αξίες. Το οικολογικό κίνημα έθεσε σε κρίση τις ίδιες τις αξίες του καπιταλισμού και διακήρυττε ότι θέλει δάση γιατί θέλει δάση, και όχι για τα όποια οικονομικά οφέλη ή όχι από την διατήρησή τους. Το ίδιο και με τα πυρηνικά, δεν τα ήθελε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν κόσμο όπου θα ζούμε με το κίνδυνο της πυρηνικής καταστροφής, ή έναν κόσμο ο οποίος θα πρέπει διαρκώς να αναπτύσσεται γιατί αλλιώς δεν θα μπορεί να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα απόβλητά του. Όλες αυτές ήταν πολιτικές επιλογές, ήταν επιλογές για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι «ρεαλιστές» γρήγορα απορρίπτουν αυτήν την εκδοχή σαν ιδεολογική, μη ρεαλιστική και την κατατάσσουν ως ένα βουκολικό κάλεσμα για επιστροφή στον καιρό των σπηλαίων. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι μόλις λίγες δεκαετίες παλιότερα χρησιμοποιούσαμε 50% λιγότερες πρώτες ύλες και ενέργεια και οι ζωές μας κάθε άλλο παρά βουκολικές ήταν. Με την οπτική τους, το σημερινό επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης είναι θεόσταλτο και το να σκεφτούμε να το μειώσουμε είναι αδιανόητο. Λοιπόν, ώρα να σκεφτούμε το αδιανόητο.
6. Επίλογος
Ελπίζω ότι με αυτό το δοκίμιο έπεισα τον αναγνώστη ότι η αποανάπτυξη δεν είναι ένα αφελές κάλεσμα για επιστροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν το οποίο δεν υπήρξε ποτέ. Είναι η επικαιροποιημένη επανεμφάνιση της ριζοσπαστικής πολιτικής οικολογίας, οι ρίζες της οποίας ανέκαθεν βρίσκονταν στην πρόταση μιας εναλλακτικής κοινωνικο-οικολογικής και οικονομικο- πολιτικής οργάνωσης και όχι απλά στην τεχνική λύση προβλημάτων. Απαλλαγμένη από την αποπολιτικοποιημένη επίκληση της βαθιάς οικολογίας για παθητική υποβολή σε μια εγγενώς ισορροπημένη «μητέρα φύση», η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μιας και ο άνθρωπος είναι ενεργός συμμέτοχος και συμπαραγωγός των οικοσυστημάτων, η αποανάπτυξη προτείνει ένα ριζοσπαστικό πολιτικό οικολογικό πρόγραμμα ενός εναλλακτικού κοινωνικό-οικολογικού μέλλοντος, το οποίο θα είναι πιο απλό και λιτό στη βάση συνειδητής επιλογής, και όχι λόγω της παθητικής συμμόρφωσης με τους νόμους της φύσης.
Η αποανάπτυξη είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Zizek (2010), ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόταγμα αφού προκαλεί και στοχεύει στην αλλαγή των ιδεολογικών συντεταγμένων της κοινωνίας μας. Αντιτίθεται στο θρησκευτικό τοτέμ των σύγχρονων κοινωνιών, τόσο του καπιταλισμού όσο και του κομμουνισμού: την οικονομική ανάπτυξη (Castoriadis 1985). Αντίθετα με άλλα ριζοσπαστικά προγράμματα του παρελθόντος που απέτυχαν, η αποανάπτυξη δεν προσφέρει μόνο ένα νέο τρόπο υλοποίησης των ονείρων της ανθρωπότητας, αλλά αλλάζει τα ίδια τα όνειρα[2]. Εάν κάποιοι είναι ρεαλιστές σήμερα, τότε αυτοί είναι οι ριζοσπάστες ουτοπιστές του τώρα της α- ποανάπτυξης. Όσο για τους αυτοαποκαλούμενους «οικο-ρεαλιστές» που διαφωνούν για το τί είναι καλύτερο: «πυρηνικά ή πετρέλαιο»; Αφήστε τους να αναρωτιούνται.
Αναφορές
Ariès, P. (2005), Décroissance ou Barbarie, Golias, Lyon.
Carlsson, C., 2008. Nowtopia. How Pirate Programmers, Outlaw Bicyclists, and Vacant- Lot Gardeners are Inventing the Future Today, AK Press.
Castells, M. 2001. Otra vida es possible, La Vanguardia, 2 Abril 2011, p.19.
Castoriadis, C. 1985, Reflections on Development and Rationality, Thesis Eleven, 1011: 18-35.
Cattaneo, C. and M. Gavalda, 2010. The experience of rurban squats in Collerola, Barcelona: what kind of degrowth?, Journal of Cleaner Production 18(6): 581-589.
Daly, H., 1996. Beyond Growth. Boston: Beacon Press
Georgescu-Roegen, N., 1971. The Entropy Law and the Economic Process. Cambridge: Harvard University Press.
Jackson, T., 2009. Prosperity without Growth, London: Earthscan.
Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. John Wiley & Sons. 180p.
Martinez-Alier, J., G. Kallis, S. Veuthey, M. Walter and L. Temper (2010). Social metabolism, ecological distribution conflicts and valuation languages. Ecological Economics 70 (2): 153-158.
Odum, H.T. and Odum, E.C., A prosperous way down. Boulder: University of Colorado Press.
Schneider, F., Kallis, G., Martinez-Alier, J., 2010. Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Journal of Cleaner Production 18 (6): 511-518.
UNEP, 2011. Towards a green economy. Pathways to Sustainable Development and Poverty Eradication, United Nations Environment Program
Zizek, S., 2010. Living in the end times, London: Verso.
[1] Αυτή και άλλες πρωτοβουλίες περιγράφονται στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ Homenatge a Catalunya II (www.homenatgeacatalunyaII.org), προϊόν της κοινωνιολογικής έρευνας των Joana Conill και Manuel Castells στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας.
[2] Την φράση αυτή δανείζομαι από τον Ζίζε^ 2010, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται στην αποανάπτυξη.
a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain
1. Ποιο είναι το όραμα της αποανάπτυξης;
Ως βιώσιμη αποανάπτυξη ορίζουμε τη διαδικασία αυτή κατά την οποία ενώ μειώνεται ποσοτικά η συνολική παραγωγή και κατανάλωση, βελτιώνονται η κοινωνική ευημερία και η ποιότητα του περιβάλλοντος (Schneider et al. 2010). Όσοι γράφουμε περί αποανάπτυξης οραματιζόμαστε κοινωνίες με τοπικοποιημένες αλλά ανοικτές οικονομίες, που ζουν εντός εθελούσιων οικολογικών περιορισμών, και οι οποίες διανέμουν τον πλούτο τους ισότιμα μέσω άμεσων δημοκρατικών διαδικασιών. Κοινωνίες οι οποίες έχουν ξεφύ- γει από το δίλλημα «ανάπτυξη ή καταστροφή» και στις οποίες η συσσώρευση πλούτου δεν αποτελεί κυρίαρχη επιδίωξη. Το κυνήγι της οικονομικής αποδοτικότητας έχει δώσει την θέση του στην αρχή της επάρκειας. Οι κυρίαρχες αξίες τους είναι η απλότητα, η συντροφικότητα, το ευ ζην ή η ευημερία, η ανταλλαγή μέσω δώρησης, η κοινοκτημοσύνη και η «από κοινού» εργασία, στέγαση και κατανάλωση. Η γνώση και η τεχνολογία προοδεύουν, χωρίς όμως η πρόοδος της τεχνολογίας να είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την απελευθέρωση του χρόνου και για τη διευκόλυνση μιας λιτής και συντροφικής διαβίωσης.
2. Γιατί αποανάπτυξη;
Πρώτον, για να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή, την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και την ανεξέλεγκτη εξάντληση των φυσικών πόρων, η ταχύτητα των οποίων δεν μας αφήνει χρόνο να προσαρμοσθούμε. Η αποφυγή της περιβαλλοντικής καταστροφής δεν θα έρθει ούτε με νέες τεχνολογίες ούτε με απλές αλλαγές στη συμπεριφορά μας, όπως να τρώμε βιολογικά ή να αλλάξουμε τους λαμπτήρες στα φωτιστικά. Αν δεν μειωθεί το συνολικό μέγεθος της οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής και της κατανάλωσης, οδεύουμε μαθηματικά προς την πλήρη απορρύθμιση του κλίματος με ανυπολόγιστες συνέπειες (Jackson 2009). Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, υφίσταται μια άμεση, θα έλεγα γραμμική σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και όλων των δεικτών περιβαλλοντικής πίεσης, όπως η κατανάλωση ενέργειας ή οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Οι λίγες χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, οι οποίες προσφάτως έχουν σταθεροποιήσει ή και μειώσει τις εκπομπές CO2 ή την κατανάλωση πρώτων υλών, το έχουν κάνει είτε ως, ανεπιθύμητο, αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παλαιότερα και η Ελλάδα πιο πρόσφατα, είτε μεταφέροντας την παραγωγή τους σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η Μεγάλη Βρετανία, η οποία εισάγει τα καταναλωτικά της προϊόντα από την Ασία, μεταφέροντας τις περιβαλλοντικές ζημιές και τις ρυπογόνες εκπομπές της εκεί. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τις πρώτες διακρατικές και διακυβερνητικές διαβουλεύσεις για το περιβάλλον στη Στοκχόλμη και το Ρίο και πλήθος διακηρύξεων έως το Γιοχάνεσμπουργκ και το Ρίο ξανά, είκοσι χρόνια μετά. Τόνοι μελανιού έχουν ξοδευτεί σε ψευτοδεσμεύσεις, τεχνολογικά όνειρα και κενά λόγια στο όνομα της «αειφόρου ανάπτυξης», με μόνο απτό αποτέλεσμα την θεσμοθέτηση ακόμα μιας αγοράς κερδοσκοπίας στην πλάτη των φορολογούμενων, αυτή της αγοράς ρύπων, η οποία στην Ευρώπη λίαν προσφάτως κατέρρευσε. Με αυτά και με αυτά, η μόνη χρονιά στην οποία οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 έπεσαν ήταν το 2008, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Βρισκόμαστε συνεπώς μπροστά σε ένα δίλλημα. Ή θα βρούμε τρόπο να διατηρήσουμε συνθήκες ευημερίας χωρίς ανάπτυξη ή ακόμα καλύτερα με αποανάπτυξη, ή αλλιώς η δραματική κλιματική αλλαγή είναι αναπόφευκτη.
Δεύτερον, επειδή η οικονομική ανάπτυξη είναι πλέον αντι-οικονομική, η αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ στις ήδη ανεπτυγμένες οικονομίες δεν συμβάλλει άλλο στην ευημερία των πολιτών τους (Daly 1996). Μελέτες ψυχολόγων και οικονομολόγων δείχνουν ότι τόσο η προσωπική ευτυχία όσο και η κοινωνική ευημερία, μετρούμενη ανεξάρτητα από το ΑΕΠ με παραμέτρους όπως η ποιότητα της δημόσιας υγείας ή της εκπαίδευσης, συσχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη μόνο μέχρι ενός επιπέδου ανάπτυξης, περί τα 10,000 δολάρια ανά κάτοικο το χρόνο, πάνω από το οποίο η περεταίρω ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία. Οι περισσότερες Δυτικές κοινωνίες φυσικά έχουν επιτύχει αυτό το επίπεδο υλικής ευμάρειας εδώ και δεκαετίες. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να επενδύουν φυσικούς και ανθρώπινους πόρους σε νέα καταναλωτικά προϊόντα και γκάτζετ τα οποία παρέχουν ελάχιστη, εάν όχι μηδενική, βελτίωση της ποιότητας ζωής σε όσους τα χρησιμοποιούν, ενώ έχουν τρομερές επιπτώσεις για αυτούς που τα παράγουν και για αυτούς στους οποίους καταλήγουν τα απόβλητα της χρήσης τους (τα σκουριασμένα εμπορικά πλοία, οι πεταμένοι υπολογιστές και τα χαλασμένα κινητά μας). Οι άτυχοι που ζουν στις περιοχές από τις οποίες η παγκόσμια οικονομία αντλεί το πετρέλαιο της και τις πρώτες ύλες της, όπως οι αυτόχθονες φυλές του Αμαζονίου, ζουν ήδη στην κόλαση (Martinez-Alier et al. 2010), δεν χρειάζεται να περιμένουν την κλιματική αλλαγή. Και όλα αυτά για το τίποτα: οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί αυτή η κατανάλωση, δεν είναι πιο ευτυχισμένοι σήμερα από ότι ήταν πριν από 20 ή 30 χρόνια. Η κοινωνική και δημόσια ασφάλεια, τα επίπεδα υγείας, η ποιότητα ζωής παραμένουν στα ίδια επίπεδα και επιδεινώνονται ταχύτατα ως αποτέλεσμα της παρούσας κρίσης. Η όλο και πιο διογκώμενη τάξη των νεόπτωχων στη Δύση, βλέπει να χάνει την ελεύθερη πρόσβαση στα βασικά αγαθά της στέγασης, της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης ή της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ όλο και περισσότεροι πόροι ξοδεύονται από τους έχοντες στην επιδεικτική κατανάλωση.
Γιατί τότε αυτή η εμμονή με την ανάπτυξη; Όχι γιατί θα φέρει ευημερία, αλλά γιατί χωρίς αυτή θα καταρρεύσουμε στην άβυσσο της ύφεσης, της κρίσης, της ανεργίας. Χρέη, συντάξεις, εργασία, όλα απαιτούν συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει λοιπόν να αναπτυσσόμαστε διαρκώς για να μην καταρρεύσουμε, να μεγαλώνουμε συνέχεια για να μην πεθάνουμε. Πόσο λογικό είναι αυτό; Κανένα άλλο σύστημα, κανένας άλλος οργανισμός ή είδος δεν είναι προγραμματισμένος να μεγεθύνεται επ' άπειρον. Η ανωμαλία βρίσκεται στο οικονομικό μας σύστημα, εν προκειμένω στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι ένα σύστημα αφύσικο, το οποίο ή θα το αλλάξουμε ή θα μας πάρει μαζί στην άβυσσο του.
3. Πώς μπορεί να γίνει η αποανάπτυξη;
Αποανάπτυξη δεν συνεπάγεται οικονομική ύφεση ή κρίση, απρογραμμάτιστη και ακούσια δηλαδή μείωση του ΑΕΠ εντός ενός συστήματος προγραμματισμένου να μεγαλώνει. Η μείωση του ΑΕΠ έχει καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοούμε. Με τον προσδιορισμό βιώσιμη αποανάπτυξη υποδηλώνουμε μια ομαλή και ευημερούσα κάθοδο (Odum και Odum 2001), μέσω της ριζικής αναδιοργάνωσης βασικών κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών πολιτικών, θεσμών και δομών. Στις συζητήσεις περί αποανάπτυξης έχουν τεθεί διάφορες προτάσεις προς συζήτηση (βλ. www.degrowth.eu, Latouche 2009). Οι προτάσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν πρώτον, ριζοσπαστικές πολιτικές και θεσμικές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος, οι οποίες τρόπος του λέγειν θέλουν να κάνουν τον καπιταλισμό περισσότερο (οικο)σοσιαλιστικό, ίσως και έως του σημείου που δεν θα είναι πλέον πια αναγνωρίσιμος ως καπιταλισμός. Ανα- φέρομαι εδώ σε δραστικές αλλαγές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δημόσιο έλεγχο της παραγωγής χρήματος, απόλυτα περιβαλλοντικά όρια, π.χ. στην συνολική χρήση υδρογονανθράκων παγκοσμίως, μορατόρια σε νέες εξορύξεις ή σε υποδομές μεγάλης κλίμακας, οικολογικούς φόρους, μείωση του ωραρίου και της μισθωτής εργασίας, θεσμοθετημένο βασικό εισόδημα για όλους και ενδυνάμωση των δημόσιων και συνεταιριστικών παροχών στους τομείς της στέγασης, της υγείας ή της εκπαίδευσης.
Δεύτερον η αποανάπτυξη νοηματοδοτεί και προτείνει καινοτόμες ιδέες δημιουργίας καινούργιων κοινωνικών χώρων έξω από τον καπιταλισμό, όπως οικοκοινότητες, μοντέλα συστέγασης, νέες μορφές συνεταιριστικής παραγωγής και κατανάλωσης, ποικίλα συστήματα ανταλλαγής χωρίς την μεσολάβηση χρήματος, τοπικά νομίσματα, ανταλλακτικές αγορές, κλπ. Το κεντρικό σύνθημα της αποανάπτυξης είναι το κάλεσμα για «έξοδο από την οικονομία», τη δημιουργία δηλαδή νέων χώρων απλότητας και λιτής αφθονίας, ανταλλαγών και συντροφικότητας έξω από τον καπιταλισμό (Latouche 2009).
Παρόμοιες μη καπιταλιστικές εναλλακτικές λογικές και πρωτοβουλίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν και συμβιώσει με την καπιταλιστική οικονομία, παραμένοντας στο περιθώριο της, αλλά προσφέροντας διεξόδους σε περιόδους κρίσης. Δεν είναι παράλογη η θέση, τουλάχιστον ως υπόθεση εργασίας, ότι σε σύγκριση με την τρέχουσα κρίση, η Ελλάδα βίωσε λιγότερο έντονα παλαιότερες οικονομικές κρίσεις, ακριβώς επειδή υπήρχαν πολλαπλά παραδοσιακά, ακόμα ενεργά κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης, από την οικογένεια και το χωριό, έως τις άμεσες μη χρηματικές ανταλλαγές, τα οποία απάλυναν τις επιπτώσεις από την έλλειψη ρευστότητας, προσφέροντας εναλλακτικές διόδους και μια κάποια σιγουριά ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Μετά από έτη νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την αυξανόμενη εμπορευματοποί- ηση των πάντων, από την φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων μέχρι την οικιακή εργασία και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα πάντα έχουν γίνει πλέον μέρος της οικονομίας του χρήματος. Κρίση του συστήματος σημαίνει κρίση για όλους και για όλα.
Τα δίκτυα αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης επανεμφανίζονται και ενδυναμώνονται σε περιόδους κρίσης. Στην Καταλονία στην οποία ζω, υπάρχει μια πληθώρα αναδυόμενων καινοτόμων εμπειριών που ποικίλουν, από τους πολλαπλασιαζόμενους αστικούς κήπους οι οποίοι παράγουν λαχανικά και φρούτα στις γειτονιές της Βαρκελώνης, το αναπτυσσόμενο δίκτυο συνεταιρισμών οι οποίοι συνδέουν τους παραγωγούς με τους καταναλωτές βιολογικών τροφίμων, συνεταιρισμούς συστέγασης και συγκατοίκησης, όπως η SostraCivic και τοπικά νομίσματα όπως το EcoSeny στο βουνό Mon- seny[1]. Πρέπει επίσης να αναφερθεί το δραστήριο κίνημα των καταλήψεων, με την ανακατασκευή εγκαταλελειμμένων σπιτιών, δημόσιων κτηρίων και αγροκτημάτων τα οποία συχνά μεταμορφώνονται σε πρότυπα εναλλακτικής και οικολογικής συμβίωσης (βλ. Gavalda και Cattaneo 2010). Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην Καταλονία, είναι αυτό που ο Chris Carlsson (2008) ονόμασε «nowtopias», ουτοπίες του παρόντος, ουτοπίες δηλαδή που υλοποιούνται εδώ και τώρα. «Ένας άλλος κόσμος» όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά σχηματίζεται ήδη (Castells 2011), μέσα στην «κοιλιά του κτήνους». Το ερώτημα είναι: μπορούν οι πρωτοβουλίες αυτές να διατηρηθούν και να μετασχηματιστούν σιγά σιγά σε μια πραγματική κοινωνία της αποανάπτυξης;
Η διαφυγή από την καπιταλιστική οικονομία και η διαμόρφωση των ουτοπιών του τώρα δεν είναι ένα ειδυλλιακό οικολογικό κάλεσμα για την επιστροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε. Εμπεριέχει φυσικά ρομαντισμό, και αυτό είναι καλό, καθώς μια δόση ρομαντισμού είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε αυτή την εποχή του εν ψυχρώ και αυτοκα- ταστροφικού ατομικιστικού ωφελιμισμού. Οι ουτοπίες του τώρα δεν είναι απλά επιλογές στυλ ζωής ή εναλλακτικοί τρόποι κατανάλωσης. Αντιπροσωπεύουν συνειδητό «έργο ζωής» για τους συμμετέχοντες και αποτελούν πολιτικές πράξεις, σαφώς και συνειδητά για κάποιους, ασυνείδητα και έμμεσα για άλλους. Η «έξοδος από την οικονομία» και η αλληλέγγυα οικονομία του «από κοινού» είναι απίθανο να γίνει μαζικό κίνημα χωρίς μια αλληλένδετη αλλαγή σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο η οποία θα διαμορφώσει τις συνθήκες τις οποίες αυτή χρειάζεται για να ευδοκιμήσει. Χρειάζονται θεσμοί οι οποίοι θα περιορίζουν την αυτοκαταστροφική επέκταση της οικονομίας του χρήματος και οι οποίοι θα απελευθερώνουν χρόνο και χώρο για την ανάπτυξη εναλλακτικών οικονομιών, ουτοπιών του τώρα. Η δράση που απαιτείται είναι άρα προσωπική, συλλογική και πολιτική.
Φυσικά, ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος και η πολιτική και οικονομική ελίτ που κυβερνούν δεν πρόκειται να καθήσουν ήσυχοι και άπραγοι να παρακολουθήσουν τον εσωτερικό κατακερματισμό του συστήματος χωρίς να δώσουν μάχη. Το σύστημα θα υπονομεύσει, θα αντισταθεί και αν χρειαστεί θα καταπιέσει αυτούς που θα προσπαθήσουν να διαφύγουν από την οικονομία. Ευθύς αμέσως μόλις οι ουτοπίες του τώρα ή οι αλληλέγγυες οικονομίες αρχίσουν να εξαπλώνονται και να ξεφεύγουν από το περιθώριο των αφοσιωμένων ακτιβιστών που εμπλέκονται επί του παρόντος προσεγγίζοντας το σύνολο του πληθυσμού και να αποτελούν απειλή για την οικονομία της αγοράς, να είστε σίγουροι ότι αυτή θα προσπαθήσει είτε να τις αφομοιώσει βγάζοντας κέρδος από αυτές, είτε, όπου είναι πολιτικά πιο ανυπάκουες, να τις πατάξει καθιστώντας τες παράνομες. Το κίνημα της αποα- νάπτυξης και των ουτοπιών του τώρα είτε θα εξελιχθεί σε ένα ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό κίνημα είτε θα εξαφανισθεί. Η απόδραση από μόνη της δεν αρκεί ως πολιτική πράξη. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά, μιας και η διαφυγή από ένα καπιταλιστικό σύστημα σε κρίση είναι τόσο παλιά όσο ο ίδιος ο καπιταλισμός, χωρίς όμως να καταφέρει να ανατρέψει κάτι ριζικά στην πορεία του. Ήδη από τον 15ο αιώνα στη Βόρεια Ιταλία, άνεργοι εργάτες εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις στην, πιθανόν πρώτη, κρίση του ανα- δυόμενου τότε καπιταλιστικού συστήματος, επιστρέφοντας στην ύπαιθρο για να καλλιεργήσουν τη γη (βλέπε υποσημείωση στο κεφάλαιο για την «Πρωταρχική Συσσώρευση» του Κεφαλαίου του Μαρξ). Η απόδρασή τους και οι αγρόκηποι τους οποίος καλλιέργησαν για να επιβιώσουν παραμένουν μια απλή υποσημείωση στην μακρά ιστορία του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος. Η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί απλά στην προσωπική ή ομαδική διαφυγή. Από μόνα τους τα οικοχωριά και οι οικοκοινότητες, ή οι αγρόκηποι, δεν αρκούν, εκτός και αν αποτελούν φαντασιακές σηματοδοτήσεις μιας ευρύτερης μετάβασης και ενός ευρύτερου πολιτικού αγώνα. Όπως γράφει μεταφορικά ο Latouche (2009), η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί στην διαφυγή στο χωριό, αλλά στην κατασκευή «αστικών χωριών», δηλαδή εναλλακτικών ελεύθερων χώρων, οι οποίοι δεν θα υπακούν στη λογική της συσσώρευσης και της ανάπτυξης του κεφαλαίου, και αυτό μέσα στις πόλεις, μέσα στην καρδιά δηλαδή του πολιτικού γίγνεσθαι των κοινωνιών μας, και όχι μακριά και σε απομόνωση.
4. Η ψευδαίσθηση των οικολόγων με την πράσινη ανάπτυξη
Αντί να τους απασχολεί αυτή η δημιουργική διεργασία διαμόρφωσης εναλλακτικών πολιτικών, χώρων και οικονομιών έξω από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης, πολλοί οικολόγοι με θέσεις επιρροής, και αναφέ- ρομαι στα Πράσινα Κόμματα ή σε σημαίνουσες ΜΚΟ, επιμένουν να αναπαράγουν έναν λόγο ο οποίος εναποθέτει την επίλυση των οικολογικών προβλημάτων στην τεχνολογία και στις κρατικές πολιτικές, αυτό που στα αγγλικά έχει ονομασθεί «techno-fixing». Το όραμά τους είναι ένα μέλλον «πράσινης ανάπτυξης», στο οποίο η οικονομία θα αναπτύσσεται αλλά θα χρησιμοποιεί όλο και λιγότερη ενέργεια και πρώτες ύλες. Εδώ η ψευδαίσθησή, δηλαδή η άγραφη υπόθεση, είναι ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες μπορούν να αναπτύσσονται συνεχώς και να αυξάνουν το ΑΕΠ τους και τα κέρδη τους, βασιζόμενες στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη βιολογική γεωργία, τις καθαρές τεχνολογίες, τη μείωση της κατανάλωσης, κλπ (UNEP 2011). Τα παραδείγματα τα οποία συνήθως δίνονται για αυτήν την πράσινη οικονομία είναι τα γνωστά, δηλαδή οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, τα υβρι- δικά και άλλα καινοτόμα αυτοκίνητα, και οι διαφορές πρακτικές ατομικού περιορισμού και εξοικονόμησης πόρων και ενέργειας, όπως να αλλάξουμε τις λάμπες στο σπίτι, να μην αφήνουμε τη βρύση ανοικτή όταν πλένουμε τα δόντια, κλπ.
Φυσικά αυτές οι τεχνολογικές λύσεις ή λύσεις κοινωνικής ηθικολογίας, δεν είναι καινούριες και όσο και να βαπτίζονται με νέα ονόματα, έχουν τεθεί επί τάπητος εδώ και αρκετό καιρό μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα. Η αναπο- τελεσματικότητά τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε προϊόν έλλειψης βούλησης. Εντός ενός καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν ξοδεύεται συσσωρεύεται και επανεπενδύεται προς εκ νέου ανάπτυξη. Τα λεφτά που θα εξοικονομήσετε από τις καινούριες λάμπες ή τα σβηστά φώτα στο σπίτι σας θα πάνε στο λογαριασμό σας και η τράπεζα θα τα επενδύσει σε νέους αυτοκινητόδρομους και νέα αεροδρόμια. Η τεχνολογική πρόοδος δεν αποτελεί λύση λόγω αυτού που κάποιοι αναλυτές έχουν ονομάσει «φαινόμενο αναπήδη- σης». Οι νέες τεχνολογίες βελτιώνουν την απόδοση με την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν φυσικό πόρο. Ως αποτέλεσμα το κόστος του πόρου πέφτει και η κατανάλωση του αυξάνεται αφού τώρα είναι φτηνότερος. Αν δεν υπάρχουν όρια, το αποτέλεσμα αποδοτικότερων τεχνολογιών είναι περισσότερη, όχι λιγότερη κατανάλωση. Τα σύγχρονα και οικολογικά αποδοτικότερα αυτοκίνητα ταξιδεύουν γρηγορότερα και μακρύτερα. Όσο και να φαντάζει παράδοξο ο παλιός σκαραβαίος ήταν καλύτερος για το περιβάλλον από ότι ο καινούριος. Στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών χρησιμοποιούμε περισσότερο χαρτί από τον καιρό που γράφαμε στο χέρι με μελάνι. Εάν παραμείνουμε σε μια οικονομία ανάπτυξης, η αποδοτικότητα και η εξοικονόμηση που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι ως λύση, σημαίνει πτώση του κόστους, συσσώρευση κεφαλαίου και επανεπένδυση για περαιτέρω ανάπτυξη.
Ο φυσικός-οικονομολόγος Nicholas Georgescu-Roegen (1971) παρατήρησε ότι η κύρια πηγή πλούτου στη γη είναι η ηλιακή ενέργεια. Ενώ η ροή ενέργειας από τον ήλιο χρονικά δεν θα εξαντληθεί ποτέ, τουλάχιστον όσον αφορά το χρονικό ορίζοντα του ανθρώπινου είδους, τα υπόγεια αποθέματα συσσωρευμένης ενέργειας υπό την μορφή υδρογονανθράκων στα οποία βασίζεται η βιομηχανική κοινωνία αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν. Τα ορυκτά καύσιμα καίγονται, και δεν μπορούν να ανακυκλωθούν. Η κατανάλωση συσσωρευμένης ενέργειας συνεπώς αυξάνει την εντροπία, την αταξία δηλαδή της ενέργειας. Ενώ η αύξηση της εντροπίας στον πλανήτη δεν μπορεί να αποφευχθεί και είναι μια φυσική διαδικασία, ο ρυθμός της μπορεί να ελεγχθεί, αν περάσουμε σταδιακά και ομαλά από την κατανάλωση αποθεμάτων, όπως είναι το πετρέλαιο, στην κατανάλωση ροών, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια. Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βασίζονται φυσικά σε ροές, αλλά δεν ξεφεύγουν από τους νόμους της φυσικής. Οι ίδιες καταναλώνουν ενέργεια στην κατασκευή τους, ή στην έρευνα που τις υποστηρίζει, χρησιμοποιούν πρώτες ύλες (συχνά σπάνια μέταλλα, η εξόρυξη των οποίων απαιτεί ενέργεια και επιδρά αρνητικά στο περιβάλλον) και δεδομένης της φύσης τους καταλαμβάνουν και πολύ χώρο, περιορίζοντας άλλες δραστηριότητες ή τις όποιες αισθητικές αξίες ενός ανέγγιχτου τοπίου. Συγκριτικά με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, των οποίων τα πλεονάσματα παρείχαν τα «αόρατα χέρια» της βιομηχανικής επανάστασης, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν πολύ χαμηλότερη απόδοση ενέργειας σε σχέση με την ενέργεια που επενδύεται για την αναπαραγωγή τους, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται «Energy Return on Energy Investment» (EROI). Οι οικολόγοι που υπολογίζουν πόση ενέργεια θα χρειαζόμαστε σε 50 χρόνια και στη συνέχεια ισχυρίζονται ότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες αυτές με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαπράττουν ένα βασικό σφάλμα: δεν υπολογίζουν ούτε την ενέργεια ούτε τον χώρο που απαιτούνται για την ίδια την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.
Προσοχή. Δεν απορρίπτω εδώ την χρησιμότητα των ΑΠΕ και δεν υποτιμώ την ανάγκη μετάβασης από μία κοινωνία που βασίζεται στο πετρέλαιο σε μία κοινωνία που θα ζει από ηλιακές και αιολικές ροές. Αυτό που λέω είναι ότι η κοινωνία αυτή δεν μπορεί να είναι μια γραμμική επέκταση της κοινωνίας μας όπου το μόνο που θα αλλάξει θα είναι το από που θα παίρνουμε ενέργεια. Θα πρέπει να είναι μια, ποιοτικά και ποσοτικά, ριζικά διαφορετική κοινωνία, η οποία θα έχει βρει τρόπους να ζει με πολύ λιγότερα, με αυτά δηλαδή τα οποία θα μπορούν να διασφαλίσουν οι ΑΠΕ μικρής κλίμακας. Ένα πράσινο, ηλιακό μέλλον είναι εφικτό, αλλά είτε θα είναι μέλλον αποανάπτυ- ξης, ή δεν θα υπάρξει ποτέ. Δυστυχώς αυτό το καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα οι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι οι οποίοι για αυτό ακριβώς αυτό τον λόγο αντιτάσσονται στους όποιους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και χρηματοδοτούν την διασπορά αμφιβολιών για την κλιματική αλλαγή, από τους πράσινους προοδευτικούς τύπου Al Gore, οι οποίοι εξακολουθούν να καλλιεργούν τον μύθο ότι η οικολογική βιωσιμότητα δεν απαιτεί καμία θυσία, τουναντίον μπορεί να γίνει μηχανή ανάπτυξης του καπιταλισμού.
5. Από μια ρεαλιστική οικολογία, στη ριζοσπαστική στάση της αποανάπτυξης
Ένας αυξανόμενος αριθμός αυτοαποκαλούμενων «ρεαλιστών» οικολόγων παίρνει δημόσια θέση σε θέματα ταμπού για το οικολογικό κίνημα, υποστηρίζοντας τα μεταλλαγμένα ή την πυρηνική ενέργεια. Ο James Lovelock, για παράδειγμα, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα της Γαίας, διακηρύσσει ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η «μόνη πράσινη λύση». O Mark Lynas, πρώην ακτιβιστής της Earth First! εμπλεκόμενος σε άμεσες δράσεις εναντίον των μεταλλαγμένων βγήκε δημόσια και δήλωσε ότι κοιτάζοντας καλύτερα τα επιστημονικά δεδομένα, δεν βλέπει άλλη λύση για το πρόβλημα της παγκόσμιας σίτισης από τα μεταλλαγμένα, των οποίων η απόρριψη από το οικολογικό κίνημα λέει δεν βασίζεται στην επιστήμη, αλλά την ιδεολογία. Ακόμα πιο αμφιλεγόμενη δεδομένης της χρονικής στιγμής της, ήταν η παρέμβαση του διεθνούς φήμης δημοσιογράφου της Guardian, George Monbiot, ο οποίος έγραψε στις 23 Μαρτίου 2011 και λίγες μέρες μετά το ατύχημα, πώς η Φουκουσίμα τον έκανε να σταματήσει να ανησυχεί και επιτελούς να αγαπήσει την πυρηνική ενέργεια. Οι Ted Nordhaus και Michael Schellenberger, «ήρωες του περιβάλλοντος για το 2008» σύμφωνα με το περιοδικό Times, διακηρύσσουν το «θάνατο» του οικολογικού κινήματος και καλούν τους οικολόγους σε μια νέα μετα-οικολογική εποχή η οποία θα βασίζεται στη συνεργασία με αυτούς που το παραδοσιακό κίνημα θεωρούσε εχθρούς του, όπως το λόμπι της πυρηνικής ενέργειας!
Θα μπορούσαμε εύκολα να κατηγορήσουμε τους Lynas, Nordhaus και Schellenberger ως «πουλημένους», οι οποίοι χρηματοδοτούνται από την βιομηχανία, να πούμε ότι ο Lovelock είναι ένας ηλικιωμένος ο οποίος χάνει το μυαλό του και ο Monbiot ότι είναι ένας εγωκεντρικός δημοσιογράφος, που του αρέσει να προκαλεί και να τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά εδώ συμβαίνει κάτι περισσότερο. Η στάση τους υπέρ των μεταλλαγμένων ή των πυρηνικών δεν είναι ένας παραλογισμός, αλλά το λογικό επακόλουθο της εξέλιξης ενός περιβαλλοντικού κινήματος το οποίο τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και συμβολικά μετά την νίκη των «ρεαλιστών» κόντρα στους «φονταμενταλιστές» στο Γερμανικό Πράσινο Κόμμα, άφησε τις επαναστατικές ρίζες του για χάρη της αποτελεσματικότητας και της πολιτικής σκοπιμότητας. Ενώ το οικολογικό κίνημα ήταν από τις αρχές του ένα επαναστατικό κίνημα, υπό την έννοια ότι οραματιζόταν και πρότεινε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης μιας - οικολογικής - κοινωνίας, οι ρεαλιστές περιβαλλοντιστές παγιδεύτηκαν στην συζήτηση όπως την έθετε το κυρίαρχο σύστημα. Η συζήτηση αυτή ήταν μια τεχνική, αποπολιτικοποιημένη επιλογή μέσων, δηλαδή μια αναζήτηση του καλύτερου τρόπου προστασίας του περιβάλλοντος, εντός του ορίου που έθετε το σύστημα: τον αδιαπραγμάτευτο στόχο της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τη διακήρυξη περί του αντιθέτου, αυτό ακριβώς ήταν και το πνεύμα πίσω από την ιδέα της αειφόρου ανάπτυξης, η προστασία του περιβάλλοντος με έξυπνα μέσα, δηλαδή τεχνολογίες και πολιτικές, οι οποίες θα συνέβαλλαν και δεν θα υπέσκαπταν την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Για τους οικολόγους και παρά τις όποιες εκλογικές επιτυχίες αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και οδηγεί στο θάνατο του κινήματος, όχι φυσικά για τους λόγους που δίνουν οι Nordhaus και Schellenberger, αλλά γιατί ουσιαστικά του στερεί λόγο ύπαρξης, μια και όσον αφορά στα μέσα, λίγες διαφορές θα βρει κάποιος μεταξύ οικολόγων και προοδευτικών κεντροαριστερών ή ακόμα και κεντροδεξιών τύπου Αλ Γκορ.
Πράγματι από τεχνικής άποψης, και μέσα στις συντεταγμένες της παρούσας καπιταλιστικής οικονομίας, ο Monbiot μπορεί και να έχει δίκιο. Ανάμεσα στον άνθρακα ή το πετρέλαιο και τα πυρηνικά, τα δεύτερα μπορεί να είναι το «μη χείρον βέλτιστον». Δεν μπορώ να κρίνω αν το κόστος των πυρηνικών ατυχημάτων όπως της Φουκουσίμα είναι μικρότερο από το περιβαλλοντικό και ανθρώπινο κόστος της εξόρυξης άνθρακα και της κλιματικής αλλαγής (φυσικά ο Monbiot δεν λαμβάνει υπόψη του εδώ την κατανάλωση ενέργειας η οποία απαιτείται για την ίδια την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την διάθεση των αποβλήτων της, ενώ διερωτάται κανείς πώς μπορεί κάποιος πραγματικά να εκτιμήσει και να συγκρίνει τις ζωές που χάνονται από πυρηνικά ατυχήματα και τις ζωές που χάνονται από την κλιματική αλλαγή). Και ναι, ο Monbiot έχει σίγουρα δίκιο για το ότι οι μικρές και αποκεντρωμένες ΑΠΕ που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι από μόνες τους δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τις σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες στην υφιστάμενη κλίμακα τους, γιατί τότε δεν θα είχαμε που να περπατήσουμε από τις ανεμογεννήτριες και δεν θα υπήρχε ποτάμι χωρίς φράγμα.
Αλλά είναι πραγματικά αυτό το καθήκον της πολιτικής οικολογίας; Να κάνει μια ρεαλιστική επιλογή του «μη χείρον βέλτιστον»; Να μας βοηθάει να διαλέξουμε αν είναι καλύτερα να πεθάνουμε από την κλιματική αλλαγή αύριο ή από τα πυρηνικά απόβλητα μεθαύριο; Αν είναι καλύτερο να έχουμε ορυχεία ή τουρισμό; Μαζικό τουρισμό ή οικο-τουρισμό; Χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτεφρωτήρες; Αναρωτιέται κανείς γιατί εν τέλει χρειάζεται το οικολογικό κίνημα να θέσει ή να απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις, και δεν αφήνει τους επιστήμονες να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους, αφού ουσιαστικά αυτές είναι ερωτήσεις κόστους και οφέλους, όχι πολιτικής.
Ο παραλογισμός του να είναι κάποιος «οικολόγος υπέρ των πυρηνικών» θα έπρεπε να μας υποψιάζει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην απάντηση, αλλά στο πώς τίθεται η ερώτηση, και εν προκειμένω, στην ανείπωτη υπόθεση η οποία διατρέχει όλα αυτά τα ψεύτικα διλήμματα, αυτή της ανάγκης και επιθυμίας για οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως κόστους, ασχέτως της πραγματικής χρησιμότητας της ανάπτυξης. Αυτό που λείπει από τις επιλογές που θέτει ο Monbiot είναι αυτό που ο Paul Aries (2005) ονομάζει «επιλογή βόμβα»: μια απλή, μικρότερης κλίμακας, από κοινού, οικονομίας, η οποία λόγω της μικρότερης κλίμακάς της θα μπορεί να τροφοδοτείται από αποκεντρωμένες ΑΠΕ και να εξασφαλίζει έναν ουσιαστικό τρόπο ζωής, πολύ πιο λιτό από ότι σήμερα, αλλά και πολύ πιο άφθονο αφού η ευημερία θα έρχεται μέσα από τις σχέσεις και όχι τα υλικά αγαθά. Η επιλογή αυτή ακριβώς είναι η επιλογή η οποία ενέπνευσε το οικολογικό κίνημα στα πρώτα του βήματα. Ήταν μια επιλογή για τον άλλον κόσμο που θέλουμε, δεν ήταν τεχνοκρατική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους των διαφορετικών επιλογών των οποίων μας έδινε το σύστημα με τις δικές του, χρηματικές αξίες. Το οικολογικό κίνημα έθεσε σε κρίση τις ίδιες τις αξίες του καπιταλισμού και διακήρυττε ότι θέλει δάση γιατί θέλει δάση, και όχι για τα όποια οικονομικά οφέλη ή όχι από την διατήρησή τους. Το ίδιο και με τα πυρηνικά, δεν τα ήθελε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν κόσμο όπου θα ζούμε με το κίνδυνο της πυρηνικής καταστροφής, ή έναν κόσμο ο οποίος θα πρέπει διαρκώς να αναπτύσσεται γιατί αλλιώς δεν θα μπορεί να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα απόβλητά του. Όλες αυτές ήταν πολιτικές επιλογές, ήταν επιλογές για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι «ρεαλιστές» γρήγορα απορρίπτουν αυτήν την εκδοχή σαν ιδεολογική, μη ρεαλιστική και την κατατάσσουν ως ένα βουκολικό κάλεσμα για επιστροφή στον καιρό των σπηλαίων. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι μόλις λίγες δεκαετίες παλιότερα χρησιμοποιούσαμε 50% λιγότερες πρώτες ύλες και ενέργεια και οι ζωές μας κάθε άλλο παρά βουκολικές ήταν. Με την οπτική τους, το σημερινό επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης είναι θεόσταλτο και το να σκεφτούμε να το μειώσουμε είναι αδιανόητο. Λοιπόν, ώρα να σκεφτούμε το αδιανόητο.
6. Επίλογος
Ελπίζω ότι με αυτό το δοκίμιο έπεισα τον αναγνώστη ότι η αποανάπτυξη δεν είναι ένα αφελές κάλεσμα για επιστροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν το οποίο δεν υπήρξε ποτέ. Είναι η επικαιροποιημένη επανεμφάνιση της ριζοσπαστικής πολιτικής οικολογίας, οι ρίζες της οποίας ανέκαθεν βρίσκονταν στην πρόταση μιας εναλλακτικής κοινωνικο-οικολογικής και οικονομικο- πολιτικής οργάνωσης και όχι απλά στην τεχνική λύση προβλημάτων. Απαλλαγμένη από την αποπολιτικοποιημένη επίκληση της βαθιάς οικολογίας για παθητική υποβολή σε μια εγγενώς ισορροπημένη «μητέρα φύση», η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μιας και ο άνθρωπος είναι ενεργός συμμέτοχος και συμπαραγωγός των οικοσυστημάτων, η αποανάπτυξη προτείνει ένα ριζοσπαστικό πολιτικό οικολογικό πρόγραμμα ενός εναλλακτικού κοινωνικό-οικολογικού μέλλοντος, το οποίο θα είναι πιο απλό και λιτό στη βάση συνειδητής επιλογής, και όχι λόγω της παθητικής συμμόρφωσης με τους νόμους της φύσης.
Η αποανάπτυξη είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Zizek (2010), ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόταγμα αφού προκαλεί και στοχεύει στην αλλαγή των ιδεολογικών συντεταγμένων της κοινωνίας μας. Αντιτίθεται στο θρησκευτικό τοτέμ των σύγχρονων κοινωνιών, τόσο του καπιταλισμού όσο και του κομμουνισμού: την οικονομική ανάπτυξη (Castoriadis 1985). Αντίθετα με άλλα ριζοσπαστικά προγράμματα του παρελθόντος που απέτυχαν, η αποανάπτυξη δεν προσφέρει μόνο ένα νέο τρόπο υλοποίησης των ονείρων της ανθρωπότητας, αλλά αλλάζει τα ίδια τα όνειρα[2]. Εάν κάποιοι είναι ρεαλιστές σήμερα, τότε αυτοί είναι οι ριζοσπάστες ουτοπιστές του τώρα της α- ποανάπτυξης. Όσο για τους αυτοαποκαλούμενους «οικο-ρεαλιστές» που διαφωνούν για το τί είναι καλύτερο: «πυρηνικά ή πετρέλαιο»; Αφήστε τους να αναρωτιούνται.
Αναφορές
Ariès, P. (2005), Décroissance ou Barbarie, Golias, Lyon.
Carlsson, C., 2008. Nowtopia. How Pirate Programmers, Outlaw Bicyclists, and Vacant- Lot Gardeners are Inventing the Future Today, AK Press.
Castells, M. 2001. Otra vida es possible, La Vanguardia, 2 Abril 2011, p.19.
Castoriadis, C. 1985, Reflections on Development and Rationality, Thesis Eleven, 1011: 18-35.
Cattaneo, C. and M. Gavalda, 2010. The experience of rurban squats in Collerola, Barcelona: what kind of degrowth?, Journal of Cleaner Production 18(6): 581-589.
Daly, H., 1996. Beyond Growth. Boston: Beacon Press
Georgescu-Roegen, N., 1971. The Entropy Law and the Economic Process. Cambridge: Harvard University Press.
Jackson, T., 2009. Prosperity without Growth, London: Earthscan.
Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. John Wiley & Sons. 180p.
Martinez-Alier, J., G. Kallis, S. Veuthey, M. Walter and L. Temper (2010). Social metabolism, ecological distribution conflicts and valuation languages. Ecological Economics 70 (2): 153-158.
Odum, H.T. and Odum, E.C., A prosperous way down. Boulder: University of Colorado Press.
Schneider, F., Kallis, G., Martinez-Alier, J., 2010. Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Journal of Cleaner Production 18 (6): 511-518.
UNEP, 2011. Towards a green economy. Pathways to Sustainable Development and Poverty Eradication, United Nations Environment Program
Zizek, S., 2010. Living in the end times, London: Verso.
[1] Αυτή και άλλες πρωτοβουλίες περιγράφονται στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ Homenatge a Catalunya II (www.homenatgeacatalunyaII.org), προϊόν της κοινωνιολογικής έρευνας των Joana Conill και Manuel Castells στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας.
[2] Την φράση αυτή δανείζομαι από τον Ζίζε^ 2010, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται στην αποανάπτυξη.