Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Αποανάπτυξη: κάλεσμα για την εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση της οικολογίας

2/9/2013

0 Comments

 
Γιώργος Καλλής a

a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain

1.   Ποιο είναι το όραμα της αποανάπτυξης;

Ως βιώσιμη αποανάπτυξη ορίζουμε τη διαδικασία αυτή κατά την οποία ενώ μειώνεται ποσοτικά η συνολική παραγωγή και κατανάλωση, βελτιώνονται η κοινωνική ευημερία και η ποιότητα του περιβάλλοντος (Schneider et al. 2010). Όσοι γράφουμε περί αποανάπτυξης οραματιζόμαστε κοινωνίες με τοπικοποιημένες αλλά ανοικτές οικονομίες, που ζουν εντός εθελούσιων οι­κολογικών περιορισμών, και οι οποίες διανέμουν τον πλούτο τους ισότιμα μέσω άμεσων δημοκρατικών διαδικασιών. Κοινωνίες οι οποίες έχουν ξεφύ- γει από το δίλλημα «ανάπτυξη ή καταστροφή» και στις οποίες η συσσώρευ­ση πλούτου δεν αποτελεί κυρίαρχη επιδίωξη. Το κυνήγι της οικονομικής αποδοτικότητας έχει δώσει την θέση του στην αρχή της επάρκειας. Οι κυρί­αρχες αξίες τους είναι η απλότητα, η συντροφικότητα, το ευ ζην ή η ευημε­ρία, η ανταλλαγή μέσω δώρησης, η κοινοκτημοσύνη και η «από κοινού» ερ­γασία, στέγαση και κατανάλωση. Η γνώση και η τεχνολογία προοδεύουν, χωρίς όμως η πρόοδος της τεχνολογίας να είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την απελευθέρωση του χρόνου και για τη διευκόλυνση μιας λιτής και συ­ντροφικής διαβίωσης.

2.   Γιατί αποανάπτυξη;

Πρώτον, για να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή, την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και την ανεξέλεγκτη εξάντληση των φυσικών πόρων, η ταχύτητα των οποίων δεν μας αφήνει χρόνο να προσαρμοσθούμε. Η απο­φυγή της περιβαλλοντικής καταστροφής δεν θα έρθει ούτε με νέες τεχνολο­γίες ούτε με απλές αλλαγές στη συμπεριφορά μας, όπως να τρώμε βιολογικά ή να αλλάξουμε τους λαμπτήρες στα φωτιστικά. Αν δεν μειωθεί το συνολικό μέγεθος της οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής και της κατανάλωσης, ο­δεύουμε μαθηματικά προς την πλήρη απορρύθμιση του κλίματος με ανυπο­λόγιστες συνέπειες (Jackson 2009). Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, υφίσταται μια άμεση, θα έλεγα γραμμική σχέση μεταξύ της οικονομι­κής ανάπτυξης και όλων των δεικτών περιβαλλοντικής πίεσης, όπως η κα­τανάλωση ενέργειας ή οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Οι λίγες χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, οι οποίες προσφάτως έχουν σταθεροποιήσει ή και μειώσει τις εκπομπές CO2 ή την κατανάλωση πρώτων υλών, το έχουν κάνει είτε ως, ανεπιθύμητο, αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παλαιότερα και η Ελλάδα πιο πρόσφατα, είτε μεταφέροντας την παραγωγή τους σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η Μεγάλη Βρετανία, η οποία εισάγει τα καταναλωτικά της προϊόντα από την Ασία, μεταφέροντας τις περιβαλλοντικές ζημιές και τις ρυπογόνες εκπομπές της εκεί. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τις πρώτες διακρατικές και διακυ­βερνητικές διαβουλεύσεις για το περιβάλλον στη Στοκχόλμη και το Ρίο και πλήθος διακηρύξεων έως το Γιοχάνεσμπουργκ και το Ρίο ξανά, είκοσι χρόνια μετά. Τόνοι μελανιού έχουν ξοδευτεί σε ψευτοδεσμεύσεις, τεχνολογικά όνει­ρα και κενά λόγια στο όνομα της «αειφόρου ανάπτυξης», με μόνο απτό απο­τέλεσμα την θεσμοθέτηση ακόμα μιας αγοράς κερδοσκοπίας στην πλάτη των φορολογούμενων, αυτή της αγοράς ρύπων, η οποία στην Ευρώπη λίαν προσφάτως κατέρρευσε. Με αυτά και με αυτά, η μόνη χρονιά στην οποία οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 έπεσαν ήταν το 2008, ως επακόλουθο της παγκό­σμιας οικονομικής ύφεσης. Βρισκόμαστε συνεπώς μπροστά σε ένα δίλλημα. Ή θα βρούμε τρόπο να διατηρήσουμε συνθήκες ευημερίας χωρίς ανάπτυξη ή ακόμα καλύτερα με αποανάπτυξη, ή αλλιώς η δραματική κλιματική αλλαγή είναι αναπόφευκτη.

Δεύτερον, επειδή η οικονομική ανάπτυξη είναι πλέον αντι-οικονομική, η αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ στις ήδη ανεπτυγμένες οικονομίες δεν συμβάλλει άλλο στην ευημερία των πολιτών τους (Daly 1996). Μελέτες ψυχολόγων και οικονομολόγων δείχνουν ότι τόσο η προσωπική ευτυχία όσο και η κοινωνι­κή ευημερία, μετρούμενη ανεξάρτητα από το ΑΕΠ με παραμέτρους όπως η ποιότητα της δημόσιας υγείας ή της εκπαίδευσης, συσχετίζονται με την οι­κονομική ανάπτυξη μόνο μέχρι ενός επιπέδου ανάπτυξης, περί τα 10,000 δολάρια ανά κάτοικο το χρόνο, πάνω από το οποίο η περεταίρω ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία. Οι περισσότερες Δυτικές κοινωνίες φυσικά έ­χουν επιτύχει αυτό το επίπεδο υλικής ευμάρειας εδώ και δεκαετίες. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να επενδύουν φυσικούς και ανθρώπινους πόρους σε νέα καταναλωτικά προϊόντα και γκάτζετ τα οποία παρέχουν ελάχιστη, εάν όχι μηδενική, βελτίωση της ποιότητας ζωής σε όσους τα χρησιμοποιούν, ενώ έχουν τρομερές επιπτώσεις για αυτούς που τα παράγουν και για αυτούς στους οποίους καταλήγουν τα απόβλητα της χρήσης τους (τα σκουριασμένα εμπορικά πλοία, οι πεταμένοι υπολογιστές και τα χαλασμένα κινητά μας). Οι άτυχοι που ζουν στις περιοχές από τις οποίες η παγκόσμια οικονομία αντλεί το πετρέλαιο της και τις πρώτες ύλες της, όπως οι αυτόχθονες φυλές του Αμαζονίου, ζουν ήδη στην κόλαση (Martinez-Alier et al. 2010), δεν χρειάζε­ται να περιμένουν την κλιματική αλλαγή. Και όλα αυτά για το τίποτα: οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί αυτή η κατανάλωση, δεν είναι πιο ευτυχισμένοι σήμερα από ότι ήταν πριν από 20 ή 30 χρόνια. Η κοινωνική και δημόσια ασφάλεια, τα επίπεδα υγείας, η ποιό­τητα ζωής παραμένουν στα ίδια επίπεδα και επιδεινώνονται ταχύτατα ως αποτέλεσμα της παρούσας κρίσης. Η όλο και πιο διογκώμενη τάξη των νεό­πτωχων στη Δύση, βλέπει να χάνει την ελεύθερη πρόσβαση στα βασικά α­γαθά της στέγασης, της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης ή της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ όλο και περισσότεροι πόροι ξοδεύονται από τους έχοντες στην επιδεικτική κατανάλωση.

Γιατί τότε αυτή η εμμονή με την ανάπτυξη; Όχι γιατί θα φέρει ευημερία, αλλά γιατί χωρίς αυτή θα καταρρεύσουμε στην άβυσσο της ύφεσης, της κρίσης, της ανεργίας. Χρέη, συντάξεις, εργασία, όλα απαιτούν συνεχή οικο­νομική ανάπτυξη. Πρέπει λοιπόν να αναπτυσσόμαστε διαρκώς για να μην καταρρεύσουμε, να μεγαλώνουμε συνέχεια για να μην πεθάνουμε. Πόσο λογικό είναι αυτό; Κανένα άλλο σύστημα, κανένας άλλος οργανισμός ή είδος δεν είναι προγραμματισμένος να μεγεθύνεται επ' άπειρον. Η ανωμαλία βρί­σκεται στο οικονομικό μας σύστημα, εν προκειμένω στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι ένα σύστημα αφύσικο, το οποίο ή θα το αλλάξουμε ή θα μας πάρει μαζί στην άβυσσο του.

3.   Πώς μπορεί να γίνει η αποανάπτυξη;

Αποανάπτυξη δεν συνεπάγεται οικονομική ύφεση ή κρίση, απρογραμμάτι­στη και ακούσια δηλαδή μείωση του ΑΕΠ εντός ενός συστήματος προγραμ­ματισμένου να μεγαλώνει. Η μείωση του ΑΕΠ έχει καταστροφικές κοινωνι­κές επιπτώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοούμε. Με τον προσδιορισμό βιώσιμη αποανάπτυξη υποδηλώνουμε μια ομαλή και ευημερούσα κάθοδο (Odum και Odum 2001), μέσω της ριζικής αναδιοργάνωσης βασικών κοινω­νικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών πολιτικών, θεσμών και δομών. Στις συζητήσεις περί αποανάπτυξης έχουν τεθεί διάφορες προτάσεις προς συζήτηση (βλ. www.degrowth.eu, Latouche 2009). Οι προτάσεις αυτές συ­μπεριλαμβάνουν πρώτον, ριζοσπαστικές πολιτικές και θεσμικές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος, οι οποίες τρόπος του λέγειν θέλουν να κάνουν τον καπιταλισμό περισσότερο (οικο)σοσιαλιστικό, ίσως και έως του σημείου που δεν θα είναι πλέον πια αναγνωρίσιμος ως καπιταλισμός. Ανα- φέρομαι εδώ σε δραστικές αλλαγές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δημόσιο έλεγχο της παραγωγής χρήματος, απόλυτα περιβαλλοντικά όρια, π.χ. στην συνολική χρήση υδρογονανθράκων παγκοσμίως, μορατόρια σε νέες εξορύξεις ή σε υποδομές μεγάλης κλίμακας, οικολογικούς φόρους, μεί­ωση του ωραρίου και της μισθωτής εργασίας, θεσμοθετημένο βασικό εισό­δημα για όλους και ενδυνάμωση των δημόσιων και συνεταιριστικών παρο­χών στους τομείς της στέγασης, της υγείας ή της εκπαίδευσης.

Δεύτερον η αποανάπτυξη νοηματοδοτεί και προτείνει καινοτόμες ιδέες δη­μιουργίας καινούργιων κοινωνικών χώρων έξω από τον καπιταλισμό, όπως οικοκοινότητες, μοντέλα συστέγασης, νέες μορφές συνεταιριστικής παρα­γωγής και κατανάλωσης, ποικίλα συστήματα ανταλλαγής χωρίς την μεσο­λάβηση χρήματος, τοπικά νομίσματα, ανταλλακτικές αγορές, κλπ. Το κε­ντρικό σύνθημα της αποανάπτυξης είναι το κάλεσμα για «έξοδο από την οικονομία», τη δημιουργία δηλαδή νέων χώρων απλότητας και λιτής αφθο­νίας, ανταλλαγών και συντροφικότητας έξω από τον καπιταλισμό (Latouche 2009).

Παρόμοιες μη καπιταλιστικές εναλλακτικές λογικές και πρωτοβουλίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν και συμβιώσει με την καπιταλιστική οικονομία, παραμένοντας στο περιθώριο της, αλλά προσφέροντας διεξόδους σε περιό­δους κρίσης. Δεν είναι παράλογη η θέση, τουλάχιστον ως υπόθεση εργασίας, ότι σε σύγκριση με την τρέχουσα κρίση, η Ελλάδα βίωσε λιγότερο έντονα παλαιότερες οικονομικές κρίσεις, ακριβώς επειδή υπήρχαν πολλαπλά παρα­δοσιακά, ακόμα ενεργά κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης, από την οικογένεια και το χωριό, έως τις άμεσες μη χρηματικές ανταλλαγές, τα οποία απάλυναν τις επιπτώσεις από την έλλειψη ρευστότητας, προσφέροντας εναλλακτικές διόδους και μια κάποια σιγουριά ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Μετά από έτη νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την αυξανόμενη εμπορευματοποί- ηση των πάντων, από την φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων μέχρι την οικιακή εργασία και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα πάντα έχουν γίνει πλέον μέρος της οικονομίας του χρήματος. Κρίση του συστήματος ση­μαίνει κρίση για όλους και για όλα.

Τα δίκτυα αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης επανεμφανίζονται και ενδυναμώνονται σε περιόδους κρίσης. Στην Καταλονία στην οποία ζω, υ­πάρχει μια πληθώρα αναδυόμενων καινοτόμων εμπειριών που ποικίλουν, από τους πολλαπλασιαζόμενους αστικούς κήπους οι οποίοι παράγουν λαχα­νικά και φρούτα στις γειτονιές της Βαρκελώνης, το αναπτυσσόμενο δίκτυο συνεταιρισμών οι οποίοι συνδέουν τους παραγωγούς με τους καταναλωτές βιολογικών τροφίμων, συνεταιρισμούς συστέγασης και συγκατοίκησης, όπως η SostraCivic και τοπικά νομίσματα όπως το EcoSeny στο βουνό Mon- seny[1]. Πρέπει επίσης να αναφερθεί το δραστήριο κίνημα των καταλήψεων, με την ανακατασκευή εγκαταλελειμμένων σπιτιών, δημόσιων κτηρίων και αγροκτημάτων τα οποία συχνά μεταμορφώνονται σε πρότυπα εναλλακτι­κής και οικολογικής συμβίωσης (βλ. Gavalda και Cattaneo 2010). Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην Καταλονία, είναι αυτό που ο Chris Carlsson (2008) ονόμασε «nowtopias», ουτοπίες του πα­ρόντος, ουτοπίες δηλαδή που υλοποιούνται εδώ και τώρα. «Ένας άλλος κό­σμος» όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά σχηματίζεται ήδη (Castells 2011), μέσα στην «κοιλιά του κτήνους». Το ερώτημα είναι: μπορούν οι πρωτοβουλίες αυτές να διατηρηθούν και να μετασχηματιστούν σιγά σιγά σε μια πραγματι­κή κοινωνία της αποανάπτυξης;

Η διαφυγή από την καπιταλιστική οικονομία και η διαμόρφωση των ουτο­πιών του τώρα δεν είναι ένα ειδυλλιακό οικολογικό κάλεσμα για την επι­στροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε. Εμπεριέχει φυσι­κά ρομαντισμό, και αυτό είναι καλό, καθώς μια δόση ρομαντισμού είναι α­κριβώς αυτό που χρειαζόμαστε αυτή την εποχή του εν ψυχρώ και αυτοκα- ταστροφικού ατομικιστικού ωφελιμισμού. Οι ουτοπίες του τώρα δεν είναι απλά επιλογές στυλ ζωής ή εναλλακτικοί τρόποι κατανάλωσης. Αντιπροσω­πεύουν συνειδητό «έργο ζωής» για τους συμμετέχοντες και αποτελούν πολι­τικές πράξεις, σαφώς και συνειδητά για κάποιους, ασυνείδητα και έμμεσα για άλλους. Η «έξοδος από την οικονομία» και η αλληλέγγυα οικονομία του «από κοινού» είναι απίθανο να γίνει μαζικό κίνημα χωρίς μια αλληλένδετη αλλαγή σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο η οποία θα διαμορφώσει τις συν­θήκες τις οποίες αυτή χρειάζεται για να ευδοκιμήσει. Χρειάζονται θεσμοί οι οποίοι θα περιορίζουν την αυτοκαταστροφική επέκταση της οικονομίας του χρήματος και οι οποίοι θα απελευθερώνουν χρόνο και χώρο για την ανάπτυ­ξη εναλλακτικών οικονομιών, ουτοπιών του τώρα. Η δράση που απαιτείται είναι άρα προσωπική, συλλογική και πολιτική.

Φυσικά, ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος και η πολιτική και οι­κονομική ελίτ που κυβερνούν δεν πρόκειται να καθήσουν ήσυχοι και άπρα­γοι να παρακολουθήσουν τον εσωτερικό κατακερματισμό του συστήματος χωρίς να δώσουν μάχη. Το σύστημα θα υπονομεύσει, θα αντισταθεί και αν χρειαστεί θα καταπιέσει αυτούς που θα προσπαθήσουν να διαφύγουν από την οικονομία. Ευθύς αμέσως μόλις οι ουτοπίες του τώρα ή οι αλληλέγγυες οικονομίες αρχίσουν να εξαπλώνονται και να ξεφεύγουν από το περιθώριο των αφοσιωμένων ακτιβιστών που εμπλέκονται επί του παρόντος προσεγ­γίζοντας το σύνολο του πληθυσμού και να αποτελούν απειλή για την οικο­νομία της αγοράς, να είστε σίγουροι ότι αυτή θα προσπαθήσει είτε να τις αφομοιώσει βγάζοντας κέρδος από αυτές, είτε, όπου είναι πολιτικά πιο ανυ­πάκουες, να τις πατάξει καθιστώντας τες παράνομες. Το κίνημα της αποα- νάπτυξης και των ουτοπιών του τώρα είτε θα εξελιχθεί σε ένα ισχυρό κοι­νωνικό και πολιτικό κίνημα είτε θα εξαφανισθεί. Η απόδραση από μόνη της δεν αρκεί ως πολιτική πράξη. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά, μιας και η διαφυγή από ένα καπιταλιστικό σύστημα σε κρίση είναι τόσο παλιά όσο ο ίδιος ο καπιταλισμός, χωρίς όμως να καταφέρει να ανατρέψει κάτι ριζικά στην πορεία του. Ήδη από τον 15ο αιώνα στη Βόρεια Ιταλία, άνεργοι εργά­τες εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις στην, πιθανόν πρώτη, κρίση του ανα- δυόμενου τότε καπιταλιστικού συστήματος, επιστρέφοντας στην ύπαιθρο για να καλλιεργήσουν τη γη (βλέπε υποσημείωση στο κεφάλαιο για την «Πρωταρχική Συσσώρευση» του Κεφαλαίου του Μαρξ). Η απόδρασή τους και οι αγρόκηποι τους οποίος καλλιέργησαν για να επιβιώσουν παραμένουν μια απλή υποσημείωση στην μακρά ιστορία του καπιταλισμού και του εργα­τικού κινήματος. Η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί απλά στην προσωπική ή ομαδική διαφυγή. Από μόνα τους τα οικοχωριά και οι οικοκοινότητες, ή οι αγρόκηποι, δεν αρκούν, εκτός και αν αποτελούν φαντασιακές σηματοδοτή­σεις μιας ευρύτερης μετάβασης και ενός ευρύτερου πολιτικού αγώνα. Όπως γράφει μεταφορικά ο Latouche (2009), η αποανάπτυξη δεν αποσκοπεί στην διαφυγή στο χωριό, αλλά στην κατασκευή «αστικών χωριών», δηλαδή εναλ­λακτικών ελεύθερων χώρων, οι οποίοι δεν θα υπακούν στη λογική της συσ­σώρευσης και της ανάπτυξης του κεφαλαίου, και αυτό μέσα στις πόλεις, μέσα στην καρδιά δηλαδή του πολιτικού γίγνεσθαι των κοινωνιών μας, και όχι μακριά και σε απομόνωση.

4.   Η ψευδαίσθηση των οικολόγων με την πράσινη ανάπτυξη

Αντί να τους απασχολεί αυτή η δημιουργική διεργασία διαμόρφωσης εναλ­λακτικών πολιτικών, χώρων και οικονομιών έξω από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης, πολλοί οικολόγοι με θέσεις επιρροής, και αναφέ- ρομαι στα Πράσινα Κόμματα ή σε σημαίνουσες ΜΚΟ, επιμένουν να αναπα­ράγουν έναν λόγο ο οποίος εναποθέτει την επίλυση των οικολογικών προ­βλημάτων στην τεχνολογία και στις κρατικές πολιτικές, αυτό που στα αγ­γλικά έχει ονομασθεί «techno-fixing». Το όραμά τους είναι ένα μέλλον «πρά­σινης ανάπτυξης», στο οποίο η οικονομία θα αναπτύσσεται αλλά θα χρησι­μοποιεί όλο και λιγότερη ενέργεια και πρώτες ύλες. Εδώ η ψευδαίσθησή, δηλαδή η άγραφη υπόθεση, είναι ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες μπορούν να αναπτύσσονται συνεχώς και να αυξάνουν το ΑΕΠ τους και τα κέρδη τους, βασιζόμενες στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη βιολογική γεωργία, τις καθαρές τεχνολογίες, τη μείωση της κατανάλωσης, κλπ (UNEP 2011). Τα παραδείγματα τα οποία συνήθως δίνονται για αυτήν την πράσινη οικονομία είναι τα γνωστά, δηλαδή οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, τα υβρι- δικά και άλλα καινοτόμα αυτοκίνητα, και οι διαφορές πρακτικές ατομικού περιορισμού και εξοικονόμησης πόρων και ενέργειας, όπως να αλλάξουμε τις λάμπες στο σπίτι, να μην αφήνουμε τη βρύση ανοικτή όταν πλένουμε τα δόντια, κλπ.

Φυσικά αυτές οι τεχνολογικές λύσεις ή λύσεις κοινωνικής ηθικολογίας, δεν είναι καινούριες και όσο και να βαπτίζονται με νέα ονόματα, έχουν τεθεί επί τάπητος εδώ και αρκετό καιρό μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα. Η αναπο- τελεσματικότητά τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε προϊόν έλλειψης βούλη­σης. Εντός ενός καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν ξοδεύεται συσσωρεύε­ται και επανεπενδύεται προς εκ νέου ανάπτυξη. Τα λεφτά που θα εξοικονο­μήσετε από τις καινούριες λάμπες ή τα σβηστά φώτα στο σπίτι σας θα πάνε στο λογαριασμό σας και η τράπεζα θα τα επενδύσει σε νέους αυτοκινητό­δρομους και νέα αεροδρόμια. Η τεχνολογική πρόοδος δεν αποτελεί λύση λόγω αυτού που κάποιοι αναλυτές έχουν ονομάσει «φαινόμενο αναπήδη- σης». Οι νέες τεχνολογίες βελτιώνουν την απόδοση με την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν φυσικό πόρο. Ως αποτέλεσμα το κόστος του πό­ρου πέφτει και η κατανάλωση του αυξάνεται αφού τώρα είναι φτηνότερος. Αν δεν υπάρχουν όρια, το αποτέλεσμα αποδοτικότερων τεχνολογιών είναι περισσότερη, όχι λιγότερη κατανάλωση. Τα σύγχρονα και οικολογικά απο­δοτικότερα αυτοκίνητα ταξιδεύουν γρηγορότερα και μακρύτερα. Όσο και να φαντάζει παράδοξο ο παλιός σκαραβαίος ήταν καλύτερος για το περιβάλλον από ότι ο καινούριος. Στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών χρησιμο­ποιούμε περισσότερο χαρτί από τον καιρό που γράφαμε στο χέρι με μελάνι. Εάν παραμείνουμε σε μια οικονομία ανάπτυξης, η αποδοτικότητα και η εξοι­κονόμηση που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι ως λύση, σημαίνει πτώση του κόστους, συσσώρευση κεφαλαίου και επανεπένδυση για περαιτέρω ανά­πτυξη.

Ο φυσικός-οικονομολόγος Nicholas Georgescu-Roegen (1971) παρατήρησε ότι η κύρια πηγή πλούτου στη γη είναι η ηλιακή ενέργεια. Ενώ η ροή ενέρ­γειας από τον ήλιο χρονικά δεν θα εξαντληθεί ποτέ, τουλάχιστον όσον αφο­ρά το χρονικό ορίζοντα του ανθρώπινου είδους, τα υπόγεια αποθέματα συσσωρευμένης ενέργειας υπό την μορφή υδρογονανθράκων στα οποία βασίζεται η βιομηχανική κοινωνία αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν. Τα ορυ­κτά καύσιμα καίγονται, και δεν μπορούν να ανακυκλωθούν. Η κατανάλωση συσσωρευμένης ενέργειας συνεπώς αυξάνει την εντροπία, την αταξία δηλα­δή της ενέργειας. Ενώ η αύξηση της εντροπίας στον πλανήτη δεν μπορεί να αποφευχθεί και είναι μια φυσική διαδικασία, ο ρυθμός της μπορεί να ελεγ­χθεί, αν περάσουμε σταδιακά και ομαλά από την κατανάλωση αποθεμάτων, όπως είναι το πετρέλαιο, στην κατανάλωση ροών, όπως είναι η ηλιακή ενέρ­γεια. Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βασίζονται φυσι­κά σε ροές, αλλά δεν ξεφεύγουν από τους νόμους της φυσικής. Οι ίδιες κατα­ναλώνουν ενέργεια στην κατασκευή τους, ή στην έρευνα που τις υποστηρί­ζει, χρησιμοποιούν πρώτες ύλες (συχνά σπάνια μέταλλα, η εξόρυξη των ο­ποίων απαιτεί ενέργεια και επιδρά αρνητικά στο περιβάλλον) και δεδομένης της φύσης τους καταλαμβάνουν και πολύ χώρο, περιορίζοντας άλλες δρα­στηριότητες ή τις όποιες αισθητικές αξίες ενός ανέγγιχτου τοπίου. Συγκριτι­κά με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, των οποίων τα πλεονάσματα πα­ρείχαν τα «αόρατα χέρια» της βιομηχανικής επανάστασης, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν πολύ χαμηλότερη απόδοση ενέργειας σε σχέση με την ενέργεια που επενδύεται για την αναπαραγωγή τους, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται «Energy Return on Energy Investment» (EROI). Οι οικολόγοι που υπολογίζουν πόση ενέργεια θα χρειαζόμαστε σε 50 χρόνια και στη συνέχεια ισχυρίζονται ότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες αυτές με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαπράττουν ένα βασικό σφάλμα: δεν υπολογίζουν ούτε την ενέργεια ούτε τον χώρο που απαιτούνται για την ίδια την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.

Προσοχή. Δεν απορρίπτω εδώ την χρησιμότητα των ΑΠΕ και δεν υποτιμώ την ανάγκη μετάβασης από μία κοινωνία που βασίζεται στο πετρέλαιο σε μία κοινωνία που θα ζει από ηλιακές και αιολικές ροές. Αυτό που λέω είναι ότι η κοινωνία αυτή δεν μπορεί να είναι μια γραμμική επέκταση της κοινω­νίας μας όπου το μόνο που θα αλλάξει θα είναι το από που θα παίρνουμε ενέργεια. Θα πρέπει να είναι μια, ποιοτικά και ποσοτικά, ριζικά διαφορετική κοινωνία, η οποία θα έχει βρει τρόπους να ζει με πολύ λιγότερα, με αυτά δηλαδή τα οποία θα μπορούν να διασφαλίσουν οι ΑΠΕ μικρής κλίμακας. Ένα πράσινο, ηλιακό μέλλον είναι εφικτό, αλλά είτε θα είναι μέλλον αποανάπτυ- ξης, ή δεν θα υπάρξει ποτέ. Δυστυχώς αυτό το καταλαβαίνουν πολύ καλύτε­ρα οι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι οι οποίοι για αυτό ακριβώς αυτό τον λόγο αντι­τάσσονται στους όποιους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και χρηματοδο­τούν την διασπορά αμφιβολιών για την κλιματική αλλαγή, από τους πράσι­νους προοδευτικούς τύπου Al Gore, οι οποίοι εξακολουθούν να καλλιεργούν τον μύθο ότι η οικολογική βιωσιμότητα δεν απαιτεί καμία θυσία, τουναντίον μπορεί να γίνει μηχανή ανάπτυξης του καπιταλισμού.

5.   Από μια ρεαλιστική οικολογία, στη ριζοσπαστική στάση της αποανάπτυξης

Ένας αυξανόμενος αριθμός αυτοαποκαλούμενων «ρεαλιστών» οικολόγων παίρνει δημόσια θέση σε θέματα ταμπού για το οικολογικό κίνημα, υποστη­ρίζοντας τα μεταλλαγμένα ή την πυρηνική ενέργεια. Ο James Lovelock, για παράδειγμα, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα της Γαίας, διακηρύσσει ότι η πυρη­νική ενέργεια είναι η «μόνη πράσινη λύση». O Mark Lynas, πρώην ακτιβιστής της Earth First! εμπλεκόμενος σε άμεσες δράσεις εναντίον των μεταλλαγμέ­νων βγήκε δημόσια και δήλωσε ότι κοιτάζοντας καλύτερα τα επιστημονικά δεδομένα, δεν βλέπει άλλη λύση για το πρόβλημα της παγκόσμιας σίτισης από τα μεταλλαγμένα, των οποίων η απόρριψη από το οικολογικό κίνημα λέει δεν βασίζεται στην επιστήμη, αλλά την ιδεολογία. Ακόμα πιο αμφιλεγό­μενη δεδομένης της χρονικής στιγμής της, ήταν η παρέμβαση του διεθνούς φήμης δημοσιογράφου της Guardian, George Monbiot, ο οποίος έγραψε στις 23 Μαρτίου 2011 και λίγες μέρες μετά το ατύχημα, πώς η Φουκουσίμα τον έκανε να σταματήσει να ανησυχεί και επιτελούς να αγαπήσει την πυρηνική ενέργεια. Οι Ted Nordhaus και Michael Schellenberger, «ήρωες του περιβάλ­λοντος για το 2008» σύμφωνα με το περιοδικό Times, διακηρύσσουν το «θάνατο» του οικολογικού κινήματος και καλούν τους οικολόγους σε μια νέα μετα-οικολογική εποχή η οποία θα βασίζεται στη συνεργασία με αυτούς που το παραδοσιακό κίνημα θεωρούσε εχθρούς του, όπως το λόμπι της πυ­ρηνικής ενέργειας!

Θα μπορούσαμε εύκολα να κατηγορήσουμε τους Lynas, Nordhaus και Schel­lenberger ως «πουλημένους», οι οποίοι χρηματοδοτούνται από την βιομηχα­νία, να πούμε ότι ο Lovelock είναι ένας ηλικιωμένος ο οποίος χάνει το μυαλό του και ο Monbiot ότι είναι ένας εγωκεντρικός δημοσιογράφος, που του αρέσει να προκαλεί και να τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά εδώ συμβαίνει κάτι περισσότερο. Η στάση τους υπέρ των μεταλλαγμέ­νων ή των πυρηνικών δεν είναι ένας παραλογισμός, αλλά το λογικό επακό­λουθο της εξέλιξης ενός περιβαλλοντικού κινήματος το οποίο τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και συμβολικά μετά την νίκη των «ρε­αλιστών» κόντρα στους «φονταμενταλιστές» στο Γερμανικό Πράσινο Κόμ­μα, άφησε τις επαναστατικές ρίζες του για χάρη της αποτελεσματικότητας και της πολιτικής σκοπιμότητας. Ενώ το οικολογικό κίνημα ήταν από τις αρχές του ένα επαναστατικό κίνημα, υπό την έννοια ότι οραματιζόταν και πρότεινε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο οργάνωσης μιας - οικολογικής - κοινωνίας, οι ρεαλιστές περιβαλλοντιστές παγιδεύτηκαν στην συζήτηση όπως την έθετε το κυρίαρχο σύστημα. Η συζήτηση αυτή ήταν μια τεχνική, αποπολιτικοποιημένη επιλογή μέσων, δηλαδή μια αναζήτηση του καλύτερου τρόπου προστασίας του περιβάλλοντος, εντός του ορίου που έθετε το σύ­στημα: τον αδιαπραγμάτευτο στόχο της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τη διακήρυξη περί του αντιθέτου, αυτό ακριβώς ήταν και το πνεύμα πίσω από την ιδέα της αειφόρου ανάπτυξης, η προστασία του περιβάλλο­ντος με έξυπνα μέσα, δηλαδή τεχνολογίες και πολιτικές, οι οποίες θα συνέ­βαλλαν και δεν θα υπέσκαπταν την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Για τους οικολόγους και παρά τις όποιες εκλογικές επιτυχίες αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και οδηγεί στο θάνατο του κινήματος, όχι φυσικά για τους λόγους που δίνουν οι Nordhaus και Schellenberger, αλλά γιατί ουσιαστικά του στερεί λόγο ύπαρξης, μια και όσον αφορά στα μέσα, λίγες διαφορές θα βρει κάποιος μεταξύ οικολόγων και προοδευτικών κεντροαριστερών ή ακό­μα και κεντροδεξιών τύπου Αλ Γκορ.

Πράγματι από τεχνικής άποψης, και μέσα στις συντεταγμένες της παρούσας καπιταλιστικής οικονομίας, ο Monbiot μπορεί και να έχει δίκιο. Ανάμεσα στον άνθρακα ή το πετρέλαιο και τα πυρηνικά, τα δεύτερα μπορεί να είναι το «μη χείρον βέλτιστον». Δεν μπορώ να κρίνω αν το κόστος των πυρηνικών ατυχημάτων όπως της Φουκουσίμα είναι μικρότερο από το περιβαλλοντικό και ανθρώπινο κόστος της εξόρυξης άνθρακα και της κλιματικής αλλαγής (φυσικά ο Monbiot δεν λαμβάνει υπόψη του εδώ την κατανάλωση ενέργειας η οποία απαιτείται για την ίδια την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την διάθεση των αποβλήτων της, ενώ διερωτάται κανείς πώς μπορεί κάποιος πραγματικά να εκτιμήσει και να συγκρίνει τις ζωές που χάνονται από πυρη­νικά ατυχήματα και τις ζωές που χάνονται από την κλιματική αλλαγή). Και ναι, ο Monbiot έχει σίγουρα δίκιο για το ότι οι μικρές και αποκεντρωμένες ΑΠΕ που ευαγγελίζονται οι οικολόγοι από μόνες τους δεν μπορούν να τρο­φοδοτήσουν τις σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες στην υφιστάμενη κλί­μακα τους, γιατί τότε δεν θα είχαμε που να περπατήσουμε από τις ανεμο­γεννήτριες και δεν θα υπήρχε ποτάμι χωρίς φράγμα.

Αλλά είναι πραγματικά αυτό το καθήκον της πολιτικής οικολογίας; Να κάνει μια ρεαλιστική επιλογή του «μη χείρον βέλτιστον»; Να μας βοηθάει να δια­λέξουμε αν είναι καλύτερα να πεθάνουμε από την κλιματική αλλαγή αύριο ή από τα πυρηνικά απόβλητα μεθαύριο; Αν είναι καλύτερο να έχουμε ορυχεία ή τουρισμό; Μαζικό τουρισμό ή οικο-τουρισμό; Χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτεφρωτήρες; Αναρωτιέται κανείς γιατί εν τέλει χρειάζεται το οικολο­γικό κίνημα να θέσει ή να απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις, και δεν αφήνει τους επιστήμονες να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους, αφού ουσιαστικά αυτές είναι ερωτήσεις κόστους και οφέλους, όχι πολιτικής.

Ο παραλογισμός του να είναι κάποιος «οικολόγος υπέρ των πυρηνικών» θα έπρεπε να μας υποψιάζει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην απάντηση, αλ­λά στο πώς τίθεται η ερώτηση, και εν προκειμένω, στην ανείπωτη υπόθεση η οποία διατρέχει όλα αυτά τα ψεύτικα διλήμματα, αυτή της ανάγκης και επιθυμίας για οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως κόστους, ασχέτως της πραγ­ματικής χρησιμότητας της ανάπτυξης. Αυτό που λείπει από τις επιλογές που θέτει ο Monbiot είναι αυτό που ο Paul Aries (2005) ονομάζει «επιλογή βόμ­βα»: μια απλή, μικρότερης κλίμακας, από κοινού, οικονομίας, η οποία λόγω της μικρότερης κλίμακάς της θα μπορεί να τροφοδοτείται από αποκεντρω­μένες ΑΠΕ και να εξασφαλίζει έναν ουσιαστικό τρόπο ζωής, πολύ πιο λιτό από ότι σήμερα, αλλά και πολύ πιο άφθονο αφού η ευημερία θα έρχεται μέσα από τις σχέσεις και όχι τα υλικά αγαθά. Η επιλογή αυτή ακριβώς είναι η επιλογή η οποία ενέπνευσε το οικολογικό κίνημα στα πρώτα του βήματα. Ήταν μια επιλογή για τον άλλον κόσμο που θέλουμε, δεν ήταν τεχνοκρατική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους των διαφορετικών επιλογών των οποίων μας έδινε το σύστημα με τις δικές του, χρηματικές αξίες. Το οικολο­γικό κίνημα έθεσε σε κρίση τις ίδιες τις αξίες του καπιταλισμού και διακή­ρυττε ότι θέλει δάση γιατί θέλει δάση, και όχι για τα όποια οικονομικά οφέ­λη ή όχι από την διατήρησή τους. Το ίδιο και με τα πυρηνικά, δεν τα ήθελε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν κόσμο όπου θα ζούμε με το κίνδυνο της πυρηνικής καταστροφής, ή έναν κόσμο ο οποίος θα πρέπει διαρκώς να αναπτύσσεται γιατί αλλιώς δεν θα μπορεί να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα απόβλητά του. Όλες αυτές ήταν πολιτικές επιλογές, ήταν επιλογές για ένα διαφορετικό μέλλον.

Οι «ρεαλιστές» γρήγορα απορρίπτουν αυτήν την εκδοχή σαν ιδεολογική, μη ρεαλιστική και την κατατάσσουν ως ένα βουκολικό κάλεσμα για επιστροφή στον καιρό των σπηλαίων. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι μόλις λίγες δεκα­ετίες παλιότερα χρησιμοποιούσαμε 50% λιγότερες πρώτες ύλες και ενέργεια και οι ζωές μας κάθε άλλο παρά βουκολικές ήταν. Με την οπτική τους, το σημερινό επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης είναι θεόσταλτο και το να σκεφτούμε να το μειώσουμε είναι αδιανόητο. Λοιπόν, ώρα να σκεφτούμε το αδιανόητο.

6.   Επίλογος

Ελπίζω ότι με αυτό το δοκίμιο έπεισα τον αναγνώστη ότι η αποανάπτυξη δεν είναι ένα αφελές κάλεσμα για επιστροφή σε ένα βουκολικό παρελθόν το οποίο δεν υπήρξε ποτέ. Είναι η επικαιροποιημένη επανεμφάνιση της ριζο­σπαστικής πολιτικής οικολογίας, οι ρίζες της οποίας ανέκαθεν βρίσκονταν στην πρόταση μιας εναλλακτικής κοινωνικο-οικολογικής και οικονομικο- πολιτικής οργάνωσης και όχι απλά στην τεχνική λύση προβλημάτων. Απαλ­λαγμένη από την αποπολιτικοποιημένη επίκληση της βαθιάς οικολογίας για παθητική υποβολή σε μια εγγενώς ισορροπημένη «μητέρα φύση», η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μιας και ο άνθρωπος είναι ενεργός συμμέτοχος και συμπαραγωγός των οικοσυστημάτων, η αποανάπτυξη προ­τείνει ένα ριζοσπαστικό πολιτικό οικολογικό πρόγραμμα ενός εναλλακτικού κοινωνικό-οικολογικού μέλλοντος, το οποίο θα είναι πιο απλό και λιτό στη βάση συνειδητής επιλογής, και όχι λόγω της παθητικής συμμόρφωσης με τους νόμους της φύσης.

Η αποανάπτυξη είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Zizek (2010), ένα ριζο­σπαστικό πολιτικό πρόταγμα αφού προκαλεί και στοχεύει στην αλλαγή των ιδεολογικών συντεταγμένων της κοινωνίας μας. Αντιτίθεται στο θρησκευτι­κό τοτέμ των σύγχρονων κοινωνιών, τόσο του καπιταλισμού όσο και του κομμουνισμού: την οικονομική ανάπτυξη (Castoriadis 1985). Αντίθετα με άλλα ριζοσπαστικά προγράμματα του παρελθόντος που απέτυχαν, η αποα­νάπτυξη δεν προσφέρει μόνο ένα νέο τρόπο υλοποίησης των ονείρων της ανθρωπότητας, αλλά αλλάζει τα ίδια τα όνειρα[2]. Εάν κάποιοι είναι ρεαλι­στές σήμερα, τότε αυτοί είναι οι ριζοσπάστες ουτοπιστές του τώρα της α- ποανάπτυξης. Όσο για τους αυτοαποκαλούμενους «οικο-ρεαλιστές» που διαφωνούν για το τί είναι καλύτερο: «πυρηνικά ή πετρέλαιο»; Αφήστε τους να αναρωτιούνται.

Αναφορές

Ariès, P. (2005), Décroissance ou Barbarie, Golias, Lyon.

Carlsson, C., 2008. Nowtopia. How Pirate Programmers, Outlaw Bicyclists, and Vacant- Lot Gardeners are Inventing the Future Today, AK Press.

Castells, M. 2001. Otra vida es possible, La Vanguardia, 2 Abril 2011, p.19.

Castoriadis, C. 1985, Reflections on Development and Rationality, Thesis Eleven, 10­11: 18-35.

Cattaneo, C. and M. Gavalda, 2010. The experience of rurban squats in Collerola, Bar­celona: what kind of degrowth?, Journal of Cleaner Production 18(6): 581-589.

Daly, H., 1996. Beyond Growth. Boston: Beacon Press

Georgescu-Roegen, N., 1971. The Entropy Law and the Economic Process. Cambridge: Harvard University Press.

Jackson, T., 2009. Prosperity without Growth, London: Earthscan.

Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. John Wiley & Sons. 180p.

Martinez-Alier, J., G. Kallis, S. Veuthey, M. Walter and L. Temper (2010). Social metabo­lism, ecological distribution conflicts and valuation languages. Ecological Economics 70 (2): 153-158.

Odum, H.T. and Odum, E.C., A prosperous way down. Boulder: University of Colorado Press.

Schneider, F., Kallis, G., Martinez-Alier, J., 2010. Crisis or opportunity? Economic de­growth for social equity and ecological sustainability. Journal of Cleaner Production 18 (6): 511-518.

UNEP, 2011. Towards a green economy. Pathways to Sustainable Development and Poverty Eradication, United Nations Environment Program

Zizek, S., 2010. Living in the end times, London: Verso.


[1]        Αυτή και άλλες πρωτοβουλίες περιγράφονται στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ Homenatge a Catalunya II (www.homenatgeacatalunyaII.org), προϊόν της κοινωνιολογικής έρευνας των Joana Conill και Manuel Castells στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας.

[2]        Την φράση αυτή δανείζομαι από τον Ζίζε^ 2010, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται στην αποανάπτυξη.

0 Comments



Leave a Reply.

    RSS Feed

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ

    Επικοινωνία: [email protected]


    Για να δείτε παλαιότερα άρθρα μεταφερθείτε στον παρακάτω 
    σύνδεσμο
    Αποανάπτυξη-Κοινοτισμός

    Ομιλία του Γιώργου Κολέμπα για την "αποανάπτυξη και τον κοινοτισμό" στα μέλη του Τομέα Ενέργειας του ΜΕΡΑ25
    Δείτε ένα animation για την "ευτυχία":
    https://youtu.be/e9dZQelULDk
    Uni4sse – Ημερίδα: Τα παιδία Κ.Αλ.Ο. παίζει
    https://open.tube/videos/watch/bf2fd4a2-0a89-46c2-a3fa-c69a5141a0f5?fbclid=IwAR0SDEErwdjE1xvCEalGyG15U7xjowCIOplDI7qL5N9DkJMIZhCHsmyDAro

    Ένα καταπληκτικό βίντεο για την σημερινή "καταναλωτική ευτυχία"

    Pursuit of Happiness, The Rat Race - A Short Film Animation By Steve Cutts | World King:

    https://www.youtube.com/watch?v=MZZz1XrNnO8
    Το πρόταγμα της αποανάπτυξης και η επανανοηματοδότηση της ζωής ως ζητούμενο
    https://www.youtube.com/watch?v=wactd4Y5Wk4&feature=youtu.be

    Αποανάπτυξη - Τοπικοποίηση - Κοινοτισμός
    Θέατρο Ροές - 23 Οκτωβρίου 2018
    Συζητούν:
    -Δημήτρης Αποστολάκης (Χαϊνης)
    -Γιώργος Κολέμπας
    -Δημήτρης Κορνάρος
    -Γιάννης Μπίλλας
    Δείτε το βίντεο:


    Διεθνής Συμμαχία για την Τοπικοποίηση-International Alliance for Localization (IAL)
    Η Διεθνής Συμμαχία για τον Τοπικοποίηση (IAL) είναι ένα διαπολιτισμικό δίκτυο διανοούμενων, ακτιβιστών και ΜΚΟ αφιερωμένων στην διερεύνηση ριζικά νέων οραμάτων κοινωνικής εξέλιξης. Μέχρι τώρα έχουν συνευρεθεί άτομα και ομάδες από 58 διαφορετικές χώρες.
    https://www.localfutures.org/programs/global-to-local/international-alliance-localization/

    ΠΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΤ ΧΑΝΙΩΝ: μια συζήτηση με τον Γιώργο Κολέμπα​
    ​​Μια συζήτηση στα πλαίσια της εκδήλωσης:  “Η Κοινωνική Οικονομία Αγαθό για Όλη την Κοινωνία”. 

    ​Όλη η συζήτηση εδώ
    O συγγραφέας και βιοκαλλιεργητής Γιώργος Κολέμπας στον 958fm του ΡΣΜ ...
    http://webtv.ert.gr/ert3/radiofonikes-sinentefxis/o-singrafeas-ke-viokalliergitis-giorgos-kolempas-ston-958fm-tou-rsm-tis-ert3/
    ​
    Περιμπανού "Η Κοινωνική Οικονομία Αγαθό για Όλη την Κοινωνία"
    ΕΔΩ
    "Η ΕΡΤ στην Περιφέρεια":  Συζήτηση για την Τοπικοποίηση- Αποανάπτυξη, την Αμεσοδημοκρατία, την Οικολογική Κοινωνία της Ισοκατανομής
    "Επιστροφή ... προς τα μπρος", στους 90,1 της Λάρισας
    Αντιδραστήριο της Ερτ 3: Η δύναμη της κοινότητας
    http://webtv.ert.gr/ert3/28sep2016-antidrastirio/
    ΕΡΤ3 - Θεματική συζήτηση : Αποανάπτυξη - Τοπικοποίηση:
    https://www.youtube.com/watch?v=hTzh9DooEoU&feature=c4-overview&list=UUqrgAOkMe5fpHqeebbWI-3w
    Συνεργατικές εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας:
    https://www.youtube.com/watch?v=8kK8aFqO-JQ
    Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης:
    https://www.youtube.com/watch?v=unjCjXh8gNc
    Συζήτηση: Τοπικοποίηση, κοινωνικοποίηση, αποανάπτυξη:
    http://www.dailymotion.com/video/xuld8b

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.