Ο όγκος των παγκόσμιων χρεών είναι τέτοιος[1] που σίγουρα δε μπορεί να επιστραφεί στους δανειστές. Η Ελλάδα ειδικά έχει εξωτερικό χρέος στο 170% του ΑΕΠ της[2] και αυτό παρόλα τα μέτρα «προσαρμογής» της τρόικα, όλο και αυξάνεται. Αυτό το ξέρουν και οι διεθνείς ιθύνοντες του καπιταλισμού. Το ξέρουν ότι ο όγκος αυτός των χρεών θα πρέπει να μειωθεί δραστικά, όπως επίσης και όγκος των χρηματικών αξιών που κυκλοφορούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως κανένας δεν έχει τη λύση για το πώς θα γίνει αυτό, ώστε να είναι όσο πιο ανώδυνο για τον καπιταλισμό.
Όμως από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων είναι αναγκαίο, δύο τρόποι υπάρχουν: η θα γίνει «από τα απάνω» ή «από τα κάτω». Ή θα το καταφέρουν οι ελίτ χωρίς να ανατραπούν και διατηρώντας το στάτους κβο ή θα το απαιτήσουν και θα το πετύχουν «οι από κάτω», ανατρέποντας τη μεγαλύτερη ηθική αξία στην οποία στηρίζεται ο καπιταλισμός, δηλαδή την ηθική του ότι «το χρέος θα πρέπει να πληρώνεται με κάθε τρόπο».
Αν όμως γινόταν «από τα πάνω» η διαγραφή με μια μονοκοντυλιά, τότε θα ήταν «κακό παράδειγμα» για τους δανειζόμενους. Θα μπορούσε να τους περάσει η ιδέα ότι μπορεί να δανείζονται χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δουλέψουν περισσότερο για να επιστρέψουν τα χρέη. Ίσως να κατέληγαν και στο συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται καθόλου να δουλεύουν για εισόδημα, αφού μπορεί να εξασφαλίζουν τα χρήματα τα απαραίτητα για το ζειν μέσω του δανεισμού. Αυτό όμως δε το θέλουν καθόλου οι «από πάνω», γιατί αυτοί πλουτίζουν και ζουν πλουσιοπάροχα με τη δουλειά των «από κάτω».
Έτσι οι «από πάνω» θα προσπαθήσουν να κάνουν σεισάχθεια χωρίς να γίνεται αυτό αντιληπτό και χωρίς να το παραδεχθούν ξεκάθαρα. Επιβάλλοντας προγράμματα «αναδιάρθρωσης, σταθεροποίησης ή λιτότητας»κ.λπ. Για να μη αμφισβητηθούν τα συστήματα αξιών και εξουσίας τους από τους «από κάτω».
Η «ηθική του χρέους» όμως έχει ήδη αρχίσει να αμφισβητείται όταν εμφανίσθηκε η παρούσα κρίση: μέχρι το 2008 είχανε πείσει τους «από κάτω» ότι οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν από οικονομία. Το νοικοκυριό τους δε χρειάζεται να στηρίζεται στην απλή λογική ότι «ξοδεύω το πολύ όσα έχω», αλλά στην «σοφιστική» των «golden boys» των τραπεζών, ότι «αν δεν έχεις, δεν πειράζει, ας είναι καλά οι τράπεζες, που έχουν και μπορούν να σου βγάλουν πιστωτικές κάρτες για να αγοράζεις ότι γουστάρεις».
Να όμως που ξαφνικά από το 2008 και μετά αποδείχθηκε ότι αυτά τα «καλά παιδιά» δεν ξέρουν ούτε πως λειτουργούν τα ίδια τα «εκπληκτικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία» που δημιούργησαν και προώθησαν. Κατάφεραν με αυτά να ρίξουν στον τοίχο την παγκόσμια οικονομία. Και όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι, «ένιψαν τας χείρας» τους και κάλεσαν να πληρώσουν τα «σπασμένα» όχι μόνο οι «μπαταχτζήδες», αλλά και οι «καλή τη πίστη» δανειζόμενοι «νοικοκυραίοι και επιχειρηματίες». Έτσι πολλοί άρχισαν να μιλάνε για «κακό», «επονείδιστο», «απαράδεκτο», «τοκογλυφικό» κ.λπ. χρέος, για «επιμήκυνση», για «λογιστικό έλεγχο» και «διαγραφή του επώδυνου», καθώς και για «μονομερή διαγραφή» του χρέους. Με αυτούς τους όρους δέχθηκε ανεπανόρθωτα πλήγματα η καπιταλιστική ηθική του χρέους.
Και τι κάνανε οι κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα παντού; Καταρχήν θα μπορούσαν να σώσουν τις τράπεζες-που όλοι θεώρησαν απαραίτητο από δεξιούς, σοσιαλδημοκράτες μέχρι και συστημικούς αριστερούς-με το να «κόψουν καινούργιο χρήμα» μέσω των κεντρικών τραπεζών και να το δώσουν απευθείας στους υπόχρεους για να πληρώσουν τα χρέη τους.
Δε κάνανε όμως αυτό. Το καινούργιο χρήμα το δώσανε στις τράπεζες- δανειστές, για να έχουν ρευστότητα υποτίθεται και να συνεχίζουν να δανείζουν. Με αυτό ήθελαν να πετύχουν δύο στόχους: και να μη καταρρεύσουν οι τράπεζες, ώστε να συνεχίζουν οι «από κάτω» να εξαρτώνται από το χρήμα τους, και να εξαναγκάζονται να συνεχίζουν να δουλεύουν για να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Το πρώτο το πετύχανε. Το δεύτερο όχι και τόσο. Γιατί ήδη η χρηματοπιστωτική κρίση πέρασε στην πραγματική οικονομία, η οποία δε μπορούσε να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας για τους υπόχρεους και αντίθετα διέγραψε και πολλές παλιές, αυξάνοντας την ανεργία.
Υπήρξε μια διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης: από τη μια η παγκόσμια σοσιαλδημοκρατία (με κύριο εκφραστή τον Ομπάμα) πίστευε ότι κόβοντας όλο και περισσότερο καινούργιο χρήμα θα μείωνε τον πραγματικό-όχι τον ονομαστικό-όγκο των χρεών μέσω του πληθωρισμού. Αλλά αυτός δεν εμφανίζεται, και κανείς δε ξέρει γιατί. Που απορροφάται όλο αυτό το καινούργιο χρήμα χωρίς να γίνεται πληθωριστικό; Από την άλλη η χριστιανοδημοκρατία(με κύριο εκφραστή τη Μέρκελ) πίστευε ότι τα χρέη θα πληρωθούν μέσα από την λιτότητα και την αποταμίευση του ήδη κυκλοφορούντος χρήματος στις τράπεζες, οι οποίες δανείζοντάς το στην πραγματική οικονομία θα προκαλούσε νέες επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας και άρα επάνοδο στην ανάπτυξη και στην αύξηση των εισοδημάτων, ώστε να επιστραφούν τα χρέη. Αλλά αυτή η γραμμή σκοντάφτει στην περατότητα των πλανητικών παραγωγικών πόρων και η αναμενόμενη ανάπτυξη δε μπορεί να έρθει σε παγκόσμιο επίπεδο-εκτός ίσως από μερικές περιοχές.
Και οι δύο γραμμές φαίνεται ότι δεν φέρνουν τη λύση στο ζήτημα των χρεών.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μη διατηρείται πια το «πνεύμα του καπιταλισμού» στη συνείδηση «των από κάτω» και των εργαζομένων. Γιατί δε μπορούν να λειτουργήσουν σαν «καπιταλιστές χωρίς χρήματα», μόνο με την εργατική τους δύναμη την οποία δεν μπορούν ούτε καν να την πουλήσουν για να επιβιώσουν και να πληρώνουν τα χρέη και τους φόρους. Έχουμε στη συνέχεια αμφισβήτηση εκτός της ηθικής του χρέους και αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλευτισμού.
Όσοι από τους «από κάτω» δεν πολυσκέφτονται την σύνθετη σημερινή πραγματικότητα, παρασύρονται από «τις εφεδρείες του συστήματος»-τύπου χρυσής Αυγής-και θεωρούν σαν αποδιοπομπαίους τράγους τους «πιο κάτω» από αυτούς-μετανάστες, μειονότητες κ.λπ.
Όσοι όμως έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε πιο βαθειά τα πράγματα και να κρίνουμε, καταλαβαίνουμε όλο και πιο πολύ ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την διαγραφή καταρχήν των χρεών. Και αυτό υπέρ των κοινωνιών και των «από κάτω». Οι παίκτες του «παγκόσμιου καζίνου» έπαιξαν και έχασαν. Και αφού θα είναι όλοι χαμένοι γιατί να διατηρούμε και το ίδιο το καζίνο; Δεν υπάρχει άλλη λύση από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού σαν συστήματος διαμόρφωσης της καθημερινότητάς μας, και τη στροφή προς μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτή είναι η βασική απόφαση που θα πρέπει να πάρουμε τα επόμενα χρόνια και να συζητήσουμε σε δημόσιο διάλογο με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες-τύπου occupy-για το τι είδους μετακαπιταλιστική κοινωνία θέλουμε. Προτάσεις έχουν αρχίσει ήδη να διαμορφώνονται. Μια από αυτές προτείνεται και από αυτή την ιστοσελίδα, της Τοπικοποίησης.
[1] Από μελέτη π.χ. της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey: το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρίς δολαρίων. Εξ αυτών 41 τρίς αποτελούσαν κρατικά χρέη, 42 τρίς κυκλοφορούντα ομόλογα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, 10 τρίς εταιρικό χρέος μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και τα υπόλοιπα 64 τρίς ήσαν χρέη νοικοκυριών. Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρίς δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Τη χρονιά της κρίσης ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο200%.
[2] Στο 169,1% του ΑΕΠ ανήλθε, το δεύτερο τρίμηνο του 2013, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, από 160,5% που ήταν το πρώτο τρίμηνο του ίδιους έτους, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, τα οποία δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Την Ελλάδα, που εμφανίζει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, ακολουθούν η Ιταλία με 133,3%, η Πορτογαλία με 131,3% και η Ιρλανδία με 125,7%.
Στην ευρωζώνη, το δημόσιο χρέος έφτασε το 93,4% το δεύτερο τρίμηνο του 2013, έναντι 92,3%% το πρώτο τρίμηνο και στην ΕΕ ανήλθε στο 86,8%, από 85,9%.
Σύμφωνα με την κοινοτική στατιστική υπηρεσία, το δεύτερο τρίμηνο του 2013 -σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012- αύξηση του δημοσίου χρέους παρατηρήθηκε σε 24 κράτη- μέλη και μείωση σε τέσσερα.
Όμως από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων είναι αναγκαίο, δύο τρόποι υπάρχουν: η θα γίνει «από τα απάνω» ή «από τα κάτω». Ή θα το καταφέρουν οι ελίτ χωρίς να ανατραπούν και διατηρώντας το στάτους κβο ή θα το απαιτήσουν και θα το πετύχουν «οι από κάτω», ανατρέποντας τη μεγαλύτερη ηθική αξία στην οποία στηρίζεται ο καπιταλισμός, δηλαδή την ηθική του ότι «το χρέος θα πρέπει να πληρώνεται με κάθε τρόπο».
Αν όμως γινόταν «από τα πάνω» η διαγραφή με μια μονοκοντυλιά, τότε θα ήταν «κακό παράδειγμα» για τους δανειζόμενους. Θα μπορούσε να τους περάσει η ιδέα ότι μπορεί να δανείζονται χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δουλέψουν περισσότερο για να επιστρέψουν τα χρέη. Ίσως να κατέληγαν και στο συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται καθόλου να δουλεύουν για εισόδημα, αφού μπορεί να εξασφαλίζουν τα χρήματα τα απαραίτητα για το ζειν μέσω του δανεισμού. Αυτό όμως δε το θέλουν καθόλου οι «από πάνω», γιατί αυτοί πλουτίζουν και ζουν πλουσιοπάροχα με τη δουλειά των «από κάτω».
Έτσι οι «από πάνω» θα προσπαθήσουν να κάνουν σεισάχθεια χωρίς να γίνεται αυτό αντιληπτό και χωρίς να το παραδεχθούν ξεκάθαρα. Επιβάλλοντας προγράμματα «αναδιάρθρωσης, σταθεροποίησης ή λιτότητας»κ.λπ. Για να μη αμφισβητηθούν τα συστήματα αξιών και εξουσίας τους από τους «από κάτω».
Η «ηθική του χρέους» όμως έχει ήδη αρχίσει να αμφισβητείται όταν εμφανίσθηκε η παρούσα κρίση: μέχρι το 2008 είχανε πείσει τους «από κάτω» ότι οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν από οικονομία. Το νοικοκυριό τους δε χρειάζεται να στηρίζεται στην απλή λογική ότι «ξοδεύω το πολύ όσα έχω», αλλά στην «σοφιστική» των «golden boys» των τραπεζών, ότι «αν δεν έχεις, δεν πειράζει, ας είναι καλά οι τράπεζες, που έχουν και μπορούν να σου βγάλουν πιστωτικές κάρτες για να αγοράζεις ότι γουστάρεις».
Να όμως που ξαφνικά από το 2008 και μετά αποδείχθηκε ότι αυτά τα «καλά παιδιά» δεν ξέρουν ούτε πως λειτουργούν τα ίδια τα «εκπληκτικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία» που δημιούργησαν και προώθησαν. Κατάφεραν με αυτά να ρίξουν στον τοίχο την παγκόσμια οικονομία. Και όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι, «ένιψαν τας χείρας» τους και κάλεσαν να πληρώσουν τα «σπασμένα» όχι μόνο οι «μπαταχτζήδες», αλλά και οι «καλή τη πίστη» δανειζόμενοι «νοικοκυραίοι και επιχειρηματίες». Έτσι πολλοί άρχισαν να μιλάνε για «κακό», «επονείδιστο», «απαράδεκτο», «τοκογλυφικό» κ.λπ. χρέος, για «επιμήκυνση», για «λογιστικό έλεγχο» και «διαγραφή του επώδυνου», καθώς και για «μονομερή διαγραφή» του χρέους. Με αυτούς τους όρους δέχθηκε ανεπανόρθωτα πλήγματα η καπιταλιστική ηθική του χρέους.
Και τι κάνανε οι κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα παντού; Καταρχήν θα μπορούσαν να σώσουν τις τράπεζες-που όλοι θεώρησαν απαραίτητο από δεξιούς, σοσιαλδημοκράτες μέχρι και συστημικούς αριστερούς-με το να «κόψουν καινούργιο χρήμα» μέσω των κεντρικών τραπεζών και να το δώσουν απευθείας στους υπόχρεους για να πληρώσουν τα χρέη τους.
Δε κάνανε όμως αυτό. Το καινούργιο χρήμα το δώσανε στις τράπεζες- δανειστές, για να έχουν ρευστότητα υποτίθεται και να συνεχίζουν να δανείζουν. Με αυτό ήθελαν να πετύχουν δύο στόχους: και να μη καταρρεύσουν οι τράπεζες, ώστε να συνεχίζουν οι «από κάτω» να εξαρτώνται από το χρήμα τους, και να εξαναγκάζονται να συνεχίζουν να δουλεύουν για να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Το πρώτο το πετύχανε. Το δεύτερο όχι και τόσο. Γιατί ήδη η χρηματοπιστωτική κρίση πέρασε στην πραγματική οικονομία, η οποία δε μπορούσε να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας για τους υπόχρεους και αντίθετα διέγραψε και πολλές παλιές, αυξάνοντας την ανεργία.
Υπήρξε μια διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης: από τη μια η παγκόσμια σοσιαλδημοκρατία (με κύριο εκφραστή τον Ομπάμα) πίστευε ότι κόβοντας όλο και περισσότερο καινούργιο χρήμα θα μείωνε τον πραγματικό-όχι τον ονομαστικό-όγκο των χρεών μέσω του πληθωρισμού. Αλλά αυτός δεν εμφανίζεται, και κανείς δε ξέρει γιατί. Που απορροφάται όλο αυτό το καινούργιο χρήμα χωρίς να γίνεται πληθωριστικό; Από την άλλη η χριστιανοδημοκρατία(με κύριο εκφραστή τη Μέρκελ) πίστευε ότι τα χρέη θα πληρωθούν μέσα από την λιτότητα και την αποταμίευση του ήδη κυκλοφορούντος χρήματος στις τράπεζες, οι οποίες δανείζοντάς το στην πραγματική οικονομία θα προκαλούσε νέες επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας και άρα επάνοδο στην ανάπτυξη και στην αύξηση των εισοδημάτων, ώστε να επιστραφούν τα χρέη. Αλλά αυτή η γραμμή σκοντάφτει στην περατότητα των πλανητικών παραγωγικών πόρων και η αναμενόμενη ανάπτυξη δε μπορεί να έρθει σε παγκόσμιο επίπεδο-εκτός ίσως από μερικές περιοχές.
Και οι δύο γραμμές φαίνεται ότι δεν φέρνουν τη λύση στο ζήτημα των χρεών.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μη διατηρείται πια το «πνεύμα του καπιταλισμού» στη συνείδηση «των από κάτω» και των εργαζομένων. Γιατί δε μπορούν να λειτουργήσουν σαν «καπιταλιστές χωρίς χρήματα», μόνο με την εργατική τους δύναμη την οποία δεν μπορούν ούτε καν να την πουλήσουν για να επιβιώσουν και να πληρώνουν τα χρέη και τους φόρους. Έχουμε στη συνέχεια αμφισβήτηση εκτός της ηθικής του χρέους και αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλευτισμού.
Όσοι από τους «από κάτω» δεν πολυσκέφτονται την σύνθετη σημερινή πραγματικότητα, παρασύρονται από «τις εφεδρείες του συστήματος»-τύπου χρυσής Αυγής-και θεωρούν σαν αποδιοπομπαίους τράγους τους «πιο κάτω» από αυτούς-μετανάστες, μειονότητες κ.λπ.
Όσοι όμως έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε πιο βαθειά τα πράγματα και να κρίνουμε, καταλαβαίνουμε όλο και πιο πολύ ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την διαγραφή καταρχήν των χρεών. Και αυτό υπέρ των κοινωνιών και των «από κάτω». Οι παίκτες του «παγκόσμιου καζίνου» έπαιξαν και έχασαν. Και αφού θα είναι όλοι χαμένοι γιατί να διατηρούμε και το ίδιο το καζίνο; Δεν υπάρχει άλλη λύση από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού σαν συστήματος διαμόρφωσης της καθημερινότητάς μας, και τη στροφή προς μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτή είναι η βασική απόφαση που θα πρέπει να πάρουμε τα επόμενα χρόνια και να συζητήσουμε σε δημόσιο διάλογο με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες-τύπου occupy-για το τι είδους μετακαπιταλιστική κοινωνία θέλουμε. Προτάσεις έχουν αρχίσει ήδη να διαμορφώνονται. Μια από αυτές προτείνεται και από αυτή την ιστοσελίδα, της Τοπικοποίησης.
[1] Από μελέτη π.χ. της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey: το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρίς δολαρίων. Εξ αυτών 41 τρίς αποτελούσαν κρατικά χρέη, 42 τρίς κυκλοφορούντα ομόλογα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, 10 τρίς εταιρικό χρέος μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και τα υπόλοιπα 64 τρίς ήσαν χρέη νοικοκυριών. Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρίς δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Τη χρονιά της κρίσης ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο200%.
[2] Στο 169,1% του ΑΕΠ ανήλθε, το δεύτερο τρίμηνο του 2013, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, από 160,5% που ήταν το πρώτο τρίμηνο του ίδιους έτους, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, τα οποία δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Την Ελλάδα, που εμφανίζει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, ακολουθούν η Ιταλία με 133,3%, η Πορτογαλία με 131,3% και η Ιρλανδία με 125,7%.
Στην ευρωζώνη, το δημόσιο χρέος έφτασε το 93,4% το δεύτερο τρίμηνο του 2013, έναντι 92,3%% το πρώτο τρίμηνο και στην ΕΕ ανήλθε στο 86,8%, από 85,9%.
Σύμφωνα με την κοινοτική στατιστική υπηρεσία, το δεύτερο τρίμηνο του 2013 -σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012- αύξηση του δημοσίου χρέους παρατηρήθηκε σε 24 κράτη- μέλη και μείωση σε τέσσερα.