Του Δήμου Χλωπτσιούδη
Σύμφωνα με τον Κοραή “μικρότερο κακό είναι η αγραμματοσύνη, παρά η κακή και χωρίς μέθοδο εκπαίδευση. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους αγράμματους ευκολότερα βρίσκει κανείς άνθρωπο ενάρετο, παρά ανάμεσα σε εκείνους που εκπαιδεύτηκαν χωρίς σωστή μέθοδο”.
Οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες δε χρειάζονται ανθρώπους εκτελεστικά όργανα με βασικές γνώσεις ως χειριστές μηχανών, δε θέλουν ανθρώπους που έχουν απομνημονεύσει μια γνώση και απλώς την εφαρμόζουν. Έχουν ανάγκη από άτομα που να μπορούν να είναι δημιουργικά στη δουλειά τους, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να σχεδιάζουν μελλοντικές δομές και δράσεις. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται ένα ριζικά διαφορετικό σχολείο, ένα σχολείο που να μη βλέπει τους μαθητές ως αντικείμενα αφομοίωσης της γνώσης, αλλά ως προσωπικότητες που να κρίνουν δημιουργικά το γνωστικό περιεχόμενο.
Η αντιπρόταση για ένα σχολείο που αντιστέκεται στον κομφορμισμό, δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει τη θεμελιώδη αρχή της χειραφέτησης του μαθητή. Ζητούμενο λοιπόν είναι ο ελεύθερος άνθρωπος με αυτόνομη και κριτική σκέψη, προϋποθέσεις που θα τον καταστήσουν ικανό να δημιουργεί το δικό του νέο κόσμο, φεύγοντας από τα κατεστημένα πλαίσια. Η χειραφέτηση όμως δεν μπορεί να γίνει σε ένα παιδευτικό σύστημα κατάτμησης της γνώσης και αποσπασματικής της παρουσίασης για τις ανάγκες εξετάσεων.
Η τάση για μεταφορά όσο γίνεται περισσότερων γνώσεων έρχεται σε βάρος της ελευθερίας του μαθητή και της ικανότητάς του να κρίνει και να συγκρίνει. Άλλωστε, οι γνώσεις είναι τόσες πολλές και είναι αδύνατο να μεταφερθούν με λεπτομέρειες. Έτσι, η γνώση που καλείται να διαχειριστεί ο μαθητής λειτουργεί σα σισύφειος βράχος. Χειραγωγεί το παιδί, του οργανώνει το χρόνο με τρόπο καταπιεστικό (που υπερβαίνει ακόμη και το νόμιμο εργασιακό χρόνο των ενηλίκων) σε μία λογική μακροχρόνιας –μα αόρατης στα μάτια του- επένδυσης.
Την ίδια στιγμή, η βαθμοθηρία και η λογική της διδακτέας ύλης οδηγούν στην προκρούστεια κλίνη τις μαθητικές κλίσεις, τα ατομικά ενδιαφέροντα και δυνατότητες. Στην κομφορμιστική του αντίληψη το σχολείο σήμερα δεν ικανοποιεί ούτε τις παιδικές δεξιότητες και ούτε τις προσωπικές ανάγκες. Αντίθετα, επιβάλλει στα παιδιά να απομακρυνθούν από όσα τα ενδιαφέρουν ή να οδηγηθούν εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, ουσιαστικά η απολυτότητα του συστήματος και της παρεχόμενης γνώσης οδηγούν τους μαθητές εκτός του δημόσιου σχολείου προκειμένου να καταφέρουν εκεί να ενεργοποιήσουν τα ενδιαφέροντά τους.
Το σχολείο, λοιπόν, τόσο με την επιβαρυμένη γνωστική του ύλη όσο και με την κομφορμιστική του λογική, χειραγωγεί το μαθητή. Και τούτη η χειραγώγηση απέχει πολύ από τους διακεκηρυγμένους σκοπούς και στόχους του σχολείου. Έτσι, η σχολική αποτυχία δεν είναι απλά ένα ατομικό ζήτημα, αλλά συνδέεται άμεσα με την ίδια τη λειτουργία και τη δομή του, αφού διώχνει μακριά τους νέους.
Ουσιαστικά, δεν αποτυγχάνει ο μαθητής, αλλά το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Αντί να δίνεται έμφαση με όρους παιδαγωγικούς με ενέργειες ανάλογες της παιδικής κι εφηβικής ψυχολογίας στην επίλυση του προβλήματος της σχολικής αποτυχίας, εμείς ναρκισσιστικά μεταφέρουμε τις ευθύνες στις αδυναμίες του ανηλίκου θεοποιώντας τον εξανδραποδισμό του.
Κάθε, λοιπόν, μεταρρύθμιση ή αλλαγή που γίνεται στο σχολείο μέσα σε μία κομφορμιστική λογική χωρίς να προσπαθεί να εστιάσει στις ατομικές ανάγκες των μαθητών –ομαδοποιώντας τις ή εξατομικευμένα- και χωρίς να αντιμετωπίζει τη σχολική αποτυχία, είναι εξ αρχής καταδικασμένη. Και τούτο έχει αποδειχθεί από πλήθος ερευνών στην ημεδαπή ή το εξωτερικό.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η σχολική αποτυχία (πολύ δε περισσότερο ο αναλφαβητισμός) έχουν κοινωνική προέλευση, καθώς συνδέονται με την οικονομική επιφάνεια και την οικογενειακή μόρφωση που καλύπτει όλες τις ανάγκες για τις οποίες αδιαφορεί το σχολείο. Η αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας απαιτεί ένα πλήθος δραστικών μέτρων όπως η εξαφάνιση της οικονομικής ανισότητας και η αντιμετώπιση της φτώχειας, των κοινωνικών διακρίσεων και του αποκλεισμού. Οι συνθήκες κρίσης και η πολιτική μονόπλευρης λιτότητας που βιώνουμε σήμερα, αυξάνουν ραγδαία το πρόβλημα.
Σύμφωνα με τον Κοραή “μικρότερο κακό είναι η αγραμματοσύνη, παρά η κακή και χωρίς μέθοδο εκπαίδευση. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους αγράμματους ευκολότερα βρίσκει κανείς άνθρωπο ενάρετο, παρά ανάμεσα σε εκείνους που εκπαιδεύτηκαν χωρίς σωστή μέθοδο”.
Οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες δε χρειάζονται ανθρώπους εκτελεστικά όργανα με βασικές γνώσεις ως χειριστές μηχανών, δε θέλουν ανθρώπους που έχουν απομνημονεύσει μια γνώση και απλώς την εφαρμόζουν. Έχουν ανάγκη από άτομα που να μπορούν να είναι δημιουργικά στη δουλειά τους, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να σχεδιάζουν μελλοντικές δομές και δράσεις. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται ένα ριζικά διαφορετικό σχολείο, ένα σχολείο που να μη βλέπει τους μαθητές ως αντικείμενα αφομοίωσης της γνώσης, αλλά ως προσωπικότητες που να κρίνουν δημιουργικά το γνωστικό περιεχόμενο.
Η αντιπρόταση για ένα σχολείο που αντιστέκεται στον κομφορμισμό, δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει τη θεμελιώδη αρχή της χειραφέτησης του μαθητή. Ζητούμενο λοιπόν είναι ο ελεύθερος άνθρωπος με αυτόνομη και κριτική σκέψη, προϋποθέσεις που θα τον καταστήσουν ικανό να δημιουργεί το δικό του νέο κόσμο, φεύγοντας από τα κατεστημένα πλαίσια. Η χειραφέτηση όμως δεν μπορεί να γίνει σε ένα παιδευτικό σύστημα κατάτμησης της γνώσης και αποσπασματικής της παρουσίασης για τις ανάγκες εξετάσεων.
Η τάση για μεταφορά όσο γίνεται περισσότερων γνώσεων έρχεται σε βάρος της ελευθερίας του μαθητή και της ικανότητάς του να κρίνει και να συγκρίνει. Άλλωστε, οι γνώσεις είναι τόσες πολλές και είναι αδύνατο να μεταφερθούν με λεπτομέρειες. Έτσι, η γνώση που καλείται να διαχειριστεί ο μαθητής λειτουργεί σα σισύφειος βράχος. Χειραγωγεί το παιδί, του οργανώνει το χρόνο με τρόπο καταπιεστικό (που υπερβαίνει ακόμη και το νόμιμο εργασιακό χρόνο των ενηλίκων) σε μία λογική μακροχρόνιας –μα αόρατης στα μάτια του- επένδυσης.
Την ίδια στιγμή, η βαθμοθηρία και η λογική της διδακτέας ύλης οδηγούν στην προκρούστεια κλίνη τις μαθητικές κλίσεις, τα ατομικά ενδιαφέροντα και δυνατότητες. Στην κομφορμιστική του αντίληψη το σχολείο σήμερα δεν ικανοποιεί ούτε τις παιδικές δεξιότητες και ούτε τις προσωπικές ανάγκες. Αντίθετα, επιβάλλει στα παιδιά να απομακρυνθούν από όσα τα ενδιαφέρουν ή να οδηγηθούν εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, ουσιαστικά η απολυτότητα του συστήματος και της παρεχόμενης γνώσης οδηγούν τους μαθητές εκτός του δημόσιου σχολείου προκειμένου να καταφέρουν εκεί να ενεργοποιήσουν τα ενδιαφέροντά τους.
Το σχολείο, λοιπόν, τόσο με την επιβαρυμένη γνωστική του ύλη όσο και με την κομφορμιστική του λογική, χειραγωγεί το μαθητή. Και τούτη η χειραγώγηση απέχει πολύ από τους διακεκηρυγμένους σκοπούς και στόχους του σχολείου. Έτσι, η σχολική αποτυχία δεν είναι απλά ένα ατομικό ζήτημα, αλλά συνδέεται άμεσα με την ίδια τη λειτουργία και τη δομή του, αφού διώχνει μακριά τους νέους.
Ουσιαστικά, δεν αποτυγχάνει ο μαθητής, αλλά το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Αντί να δίνεται έμφαση με όρους παιδαγωγικούς με ενέργειες ανάλογες της παιδικής κι εφηβικής ψυχολογίας στην επίλυση του προβλήματος της σχολικής αποτυχίας, εμείς ναρκισσιστικά μεταφέρουμε τις ευθύνες στις αδυναμίες του ανηλίκου θεοποιώντας τον εξανδραποδισμό του.
Κάθε, λοιπόν, μεταρρύθμιση ή αλλαγή που γίνεται στο σχολείο μέσα σε μία κομφορμιστική λογική χωρίς να προσπαθεί να εστιάσει στις ατομικές ανάγκες των μαθητών –ομαδοποιώντας τις ή εξατομικευμένα- και χωρίς να αντιμετωπίζει τη σχολική αποτυχία, είναι εξ αρχής καταδικασμένη. Και τούτο έχει αποδειχθεί από πλήθος ερευνών στην ημεδαπή ή το εξωτερικό.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η σχολική αποτυχία (πολύ δε περισσότερο ο αναλφαβητισμός) έχουν κοινωνική προέλευση, καθώς συνδέονται με την οικονομική επιφάνεια και την οικογενειακή μόρφωση που καλύπτει όλες τις ανάγκες για τις οποίες αδιαφορεί το σχολείο. Η αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας απαιτεί ένα πλήθος δραστικών μέτρων όπως η εξαφάνιση της οικονομικής ανισότητας και η αντιμετώπιση της φτώχειας, των κοινωνικών διακρίσεων και του αποκλεισμού. Οι συνθήκες κρίσης και η πολιτική μονόπλευρης λιτότητας που βιώνουμε σήμερα, αυξάνουν ραγδαία το πρόβλημα.