Του Γ. Μπλιώνη
Το ότι η φτώχεια επεκτείνεται στην Ελλάδα δεν αποτελεί κάποια πρωτότυπη διαπίστωση. Πρόσφατα βέβαια είδαν το φως της δημοσιότητας και συγκεκριμένα στοιχεία προερχόμενα από τη Eurostat, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι ο δείκτης φτώχειας εκτινάχθηκε στο 35,8% το 2011 από 20,1% το 2008. Ένας στους δύο φτωχούς στην Ελλάδα είχαν διαθέσιμο μηναίο ισοδύναμο εισόδημα μικρότερο από 334 ευρώ το 2011. Ο δείκτης ανισότητας Gini αυξήθηκε από 0,335 το 2010 σε 0,343 το 2011.
Η ψαλίδα δηλαδή μεταξύ πλουσίων και φτωχών άνοιξε περισσότερο, αφού καταγράφηκε άνοδος στο δείκτη που αποτυπώνει τη σχέση του εισοδήματος του 20% πλουσιότερου πληθυσμού με το 20% του φτωχότερου. Το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι τα τωρινά επίπεδα φτώχειας είναι πολύ υψηλότερα και οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών αρκετά πιο δυσμενείς σε σχέση με την εικόνα που αποτυπώνεται από τα στοιχεία της Eurostat, δεδομένου ότι το 2012 και το 2013 οι επιπτώσεις του Μνημονίου στα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν περισσότερο έντονες.
Σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί συνάνθρωποί μας, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά και τρόφιμα. Οι εικόνες ανθρώπων που αναζητούν τρόφιμα στα σκουπίδια ή μετά το τέλος λαϊκών αγορών έχουν αυξηθεί και τις βλέπουμε καθημερινά. Τα συσσίτια αυξάνονται και δεν επαρκούν. Μια λύση με κοινωνικό, αλλά και οικολογικό χαρακτήρα, που έχει εφαρμοστεί τόσο στον τρίτο κόσμο, όσο και σε μεγαλουπόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου, είναι οι αστικές καλλιέργειες για παραγωγή τροφής από κατοίκους των πόλεων.
Οι αστικές καλλιέργειες συνήθως εφαρμόζονται σε ελεύθερους και υποβαθμισμένους χώρους, ακόμη και σε ταράτσες βιοτεχνικών κτηρίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οργανώνονται με τη βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ σε άλλες πρόκειται για πρωτοβουλίες πολιτών που αξιοποιούν χώρους που οι Δήμοι δεν μπορούν να φροντίσουν, ή η πολιτεία έχει εγκαταλείψει ή δεν ενδιαφέρεται. Ίχνη αστικών καλλιεργειών έχουν βρεθεί στην αρχαία Αίγυπτο και στο Μάτσου Πίτσου των Ίνκα, στο σημερινό Περού. Στη Γερμανία, το κίνημα των «ατομικών κήπων» (allotment gardens ή κίνημα Schreber) ξεκίνησε το 1864, στη Λειψία, ως αντίδραση στη φτώχεια και τη διατροφική ανασφάλεια. Η ιδέα επεκτάθηκε και στις αγγλοσαξονικές χώρες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ως Victory Gardens.
Πέρα από τους προφανείς κοινωνικούς, οικονομικούς και διατροφικούς λόγους, οι αστικές καλλιέργειες εξοικονομούν πόρους και ενέργεια που σε διαφορετική περίπτωση θα ξοδεύονταν κυρίως σε οδικές μεταφορές, ενώ δεν χρησιμοποιούν ακριβά φυτοφάρμακα και λιπάσματα, αλλά φτηνές βιολογικές και παραδοσιακές μορφές φυτοπροστασίας και λίπανσης του εδάφους. Για αυτούς τους λόγους θεωρούνται ως μια πολύ φιλική προς το περιβάλλον μορφή γεωργίας. Επίσης, συνεισφέρουν στην αναψυχή και στην εκπαίδευση, ενώ συντηρούν μεγάλες πράσινες εκτάσεις εντός των πόλεων. Στο εξωτερικό αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν δικτυωθεί σε ομοσπονδίες και δίκτυα, όπως η American Community Gardening Association και η European Federation of City Farms
Στην Ελλάδα της κρίσης, εμφανίσθηκαν δειλά- δειλά τα τελευταία δύο χρόνια οι πρώτοι αστικοί λαχανόκηποι, είτε με πρωτοβουλία των δήμων είτε αυτοδιαχειριζόμενοι. Σήμερα, υπάρχουν τέτοιοι κήποι σε 16 πόλεις της χώρας μας, με την Θεσσαλονίκη να κρατά την πρωτιά για τον πρώτο αυτοδιαχειριζόμενο λαχανόκηπο στη Β. Ελλάδα, μέσα στο πρώην στρατόπεδο Καρατάσιου (ΠΕΡ.ΚΑ.). Στην Αθήνα υπάρχει ο αυτοδιαχειριζόμενος αγρός στην έκταση του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Τα πρώην στρατόπεδα αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εφαρμογή αστικών καλλιεργειών και τη διατήρηση ενός φυσικού περιβάλλοντος που αυξάνει την ποιότητα ζωής μέσα στις ελληνικές πόλεις που μαστίζονται από την κρίση. Σε αυτούς τους χώρους, οι καλλιέργειες μπορούν να συνδυαστούν με συλλογικές προσπάθειες κομποστοποίησης, όπως η Αυτοδιαχειριζόμενη Συνοικιακή Κομποστοποίηση στην Καλαμάτα, ώστε να προμηθεύονται φυσικό λίπασμα με φτηνό τρόπο. Μικρά καφέ και στέκια, αλλά και χώροι κοινωνικών παντοπωλείων, περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών και πολιτιστικών δράσεων μπορούν να συνοδεύσουν τις συλλογικές αυτές δραστηριότητες. Έτσι μπορεί να αναπτυχθεί ένας τοπικός κύκλος οικονομίας που να αποβεί πιο αποδοτικός και χρήσιμος από το γνωστό καταναλωτικό μοντέλο των εμπορικών κέντρων, το οποίο μοιάζει να καταρρέει στις σημερινές συνθήκες. Κάτι παρόμοιο προτάθηκε και σε πρόσφατη εκδήλωση που έγινε στο Καρατάσιου, από φορείς που δραστηριοποιούνται για τη σωτηρία της έκτασης.
Για να αποτελέσουν τα πρώην στρατόπεδα μητροπολιτικά πάρκα με αστικούς λαχανόκηπους, ωστόσο, θα πρέπει να αυξηθεί η υποστήριξη των πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης στις προσπάθειες για να αποτραπεί ο κίνδυνος του ξεπουλήματος αυτών των εκτάσεων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Στη Θεσσαλονίκη, η Πρωτοβουλία Συλλόγων και Φορέων για τα Πρώην Στρατόπεδα αγωνίζεται σε αυτή την κατεύθυνση. Η κινητοποίηση αυτή μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα ευρύτερο κίνημα, το οποίο θα συνεισφέρει σε μια οικολογική μετάβαση προς πιο βιώσιμες πόλεις.
Το ότι η φτώχεια επεκτείνεται στην Ελλάδα δεν αποτελεί κάποια πρωτότυπη διαπίστωση. Πρόσφατα βέβαια είδαν το φως της δημοσιότητας και συγκεκριμένα στοιχεία προερχόμενα από τη Eurostat, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι ο δείκτης φτώχειας εκτινάχθηκε στο 35,8% το 2011 από 20,1% το 2008. Ένας στους δύο φτωχούς στην Ελλάδα είχαν διαθέσιμο μηναίο ισοδύναμο εισόδημα μικρότερο από 334 ευρώ το 2011. Ο δείκτης ανισότητας Gini αυξήθηκε από 0,335 το 2010 σε 0,343 το 2011.
Η ψαλίδα δηλαδή μεταξύ πλουσίων και φτωχών άνοιξε περισσότερο, αφού καταγράφηκε άνοδος στο δείκτη που αποτυπώνει τη σχέση του εισοδήματος του 20% πλουσιότερου πληθυσμού με το 20% του φτωχότερου. Το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι τα τωρινά επίπεδα φτώχειας είναι πολύ υψηλότερα και οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών αρκετά πιο δυσμενείς σε σχέση με την εικόνα που αποτυπώνεται από τα στοιχεία της Eurostat, δεδομένου ότι το 2012 και το 2013 οι επιπτώσεις του Μνημονίου στα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν περισσότερο έντονες.
Σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί συνάνθρωποί μας, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά και τρόφιμα. Οι εικόνες ανθρώπων που αναζητούν τρόφιμα στα σκουπίδια ή μετά το τέλος λαϊκών αγορών έχουν αυξηθεί και τις βλέπουμε καθημερινά. Τα συσσίτια αυξάνονται και δεν επαρκούν. Μια λύση με κοινωνικό, αλλά και οικολογικό χαρακτήρα, που έχει εφαρμοστεί τόσο στον τρίτο κόσμο, όσο και σε μεγαλουπόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου, είναι οι αστικές καλλιέργειες για παραγωγή τροφής από κατοίκους των πόλεων.
Οι αστικές καλλιέργειες συνήθως εφαρμόζονται σε ελεύθερους και υποβαθμισμένους χώρους, ακόμη και σε ταράτσες βιοτεχνικών κτηρίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οργανώνονται με τη βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ σε άλλες πρόκειται για πρωτοβουλίες πολιτών που αξιοποιούν χώρους που οι Δήμοι δεν μπορούν να φροντίσουν, ή η πολιτεία έχει εγκαταλείψει ή δεν ενδιαφέρεται. Ίχνη αστικών καλλιεργειών έχουν βρεθεί στην αρχαία Αίγυπτο και στο Μάτσου Πίτσου των Ίνκα, στο σημερινό Περού. Στη Γερμανία, το κίνημα των «ατομικών κήπων» (allotment gardens ή κίνημα Schreber) ξεκίνησε το 1864, στη Λειψία, ως αντίδραση στη φτώχεια και τη διατροφική ανασφάλεια. Η ιδέα επεκτάθηκε και στις αγγλοσαξονικές χώρες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ως Victory Gardens.
Πέρα από τους προφανείς κοινωνικούς, οικονομικούς και διατροφικούς λόγους, οι αστικές καλλιέργειες εξοικονομούν πόρους και ενέργεια που σε διαφορετική περίπτωση θα ξοδεύονταν κυρίως σε οδικές μεταφορές, ενώ δεν χρησιμοποιούν ακριβά φυτοφάρμακα και λιπάσματα, αλλά φτηνές βιολογικές και παραδοσιακές μορφές φυτοπροστασίας και λίπανσης του εδάφους. Για αυτούς τους λόγους θεωρούνται ως μια πολύ φιλική προς το περιβάλλον μορφή γεωργίας. Επίσης, συνεισφέρουν στην αναψυχή και στην εκπαίδευση, ενώ συντηρούν μεγάλες πράσινες εκτάσεις εντός των πόλεων. Στο εξωτερικό αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν δικτυωθεί σε ομοσπονδίες και δίκτυα, όπως η American Community Gardening Association και η European Federation of City Farms
Στην Ελλάδα της κρίσης, εμφανίσθηκαν δειλά- δειλά τα τελευταία δύο χρόνια οι πρώτοι αστικοί λαχανόκηποι, είτε με πρωτοβουλία των δήμων είτε αυτοδιαχειριζόμενοι. Σήμερα, υπάρχουν τέτοιοι κήποι σε 16 πόλεις της χώρας μας, με την Θεσσαλονίκη να κρατά την πρωτιά για τον πρώτο αυτοδιαχειριζόμενο λαχανόκηπο στη Β. Ελλάδα, μέσα στο πρώην στρατόπεδο Καρατάσιου (ΠΕΡ.ΚΑ.). Στην Αθήνα υπάρχει ο αυτοδιαχειριζόμενος αγρός στην έκταση του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Τα πρώην στρατόπεδα αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εφαρμογή αστικών καλλιεργειών και τη διατήρηση ενός φυσικού περιβάλλοντος που αυξάνει την ποιότητα ζωής μέσα στις ελληνικές πόλεις που μαστίζονται από την κρίση. Σε αυτούς τους χώρους, οι καλλιέργειες μπορούν να συνδυαστούν με συλλογικές προσπάθειες κομποστοποίησης, όπως η Αυτοδιαχειριζόμενη Συνοικιακή Κομποστοποίηση στην Καλαμάτα, ώστε να προμηθεύονται φυσικό λίπασμα με φτηνό τρόπο. Μικρά καφέ και στέκια, αλλά και χώροι κοινωνικών παντοπωλείων, περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών και πολιτιστικών δράσεων μπορούν να συνοδεύσουν τις συλλογικές αυτές δραστηριότητες. Έτσι μπορεί να αναπτυχθεί ένας τοπικός κύκλος οικονομίας που να αποβεί πιο αποδοτικός και χρήσιμος από το γνωστό καταναλωτικό μοντέλο των εμπορικών κέντρων, το οποίο μοιάζει να καταρρέει στις σημερινές συνθήκες. Κάτι παρόμοιο προτάθηκε και σε πρόσφατη εκδήλωση που έγινε στο Καρατάσιου, από φορείς που δραστηριοποιούνται για τη σωτηρία της έκτασης.
Για να αποτελέσουν τα πρώην στρατόπεδα μητροπολιτικά πάρκα με αστικούς λαχανόκηπους, ωστόσο, θα πρέπει να αυξηθεί η υποστήριξη των πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης στις προσπάθειες για να αποτραπεί ο κίνδυνος του ξεπουλήματος αυτών των εκτάσεων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Στη Θεσσαλονίκη, η Πρωτοβουλία Συλλόγων και Φορέων για τα Πρώην Στρατόπεδα αγωνίζεται σε αυτή την κατεύθυνση. Η κινητοποίηση αυτή μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα ευρύτερο κίνημα, το οποίο θα συνεισφέρει σε μια οικολογική μετάβαση προς πιο βιώσιμες πόλεις.