«Μετά την ανάπτυξη». Αυτή ήταν η θεματική της διεθνούς ημερίδας στις 12 και 13 του περασμένου Ιούλη στις εγκαταστάσεις του Γαλλικού Κοινοβουλίου, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Francois Hollande. Βασικό ζήτημα συζήτησης των 250 συμμετεχόντων ήταν το αν η μακρά περίοδος διαρκούς αύξησης του ΑΕΠ, την οποία γνώρισαν οι χώρες της Δύσης, φτάνει στο τέλος της, και αν ναι, πώς μπορεί να εξασφαλισθεί η κοινωνική ευημερία υπό συνθήκες μη ανάπτυξης.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι μια τέτοια συζήτηση ξεκινά στη Γαλλία. O Hollande κέρδισε τις εκλογές του 2012 προτάσσοντας μία σχετικά προοδευτική ατζέντα, υποσχόμενη την διατήρηση του κράτους πρόνοιας εν μέσω κρίσης. Στην κυρίαρχη πολιτική λιτότητας, ο Hollande αντέταξε την πρόταση της «ανάπτυξης», μια Κεϋνσιανή δηλαδή πολιτική κρατικών επενδύσεων. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι η ευαγγελιζόμενη ανάπτυξη δεν ήταν δυνατή.
Η εμπειρία της Γαλλίας θέτει ένα καίριο ερώτημα για τους απανταχού Κεϋνσιανούς αριστερούς. Τι γίνεται αν δεν είμαστε πια στην δεκαετία του 30’ κατά την οποία έγραφε ο Κέυνς και η ροή δημόσιου χρήματος δεν αρκεί για να θέσει μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης; Δεν είναι παράλογη αυτή η υπόθεση. Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια οικονομία τόσο πιο δύσκολο είναι να αυξηθεί το ΑΕΠ της. Τι γίνεται επίσης αν υπάρχουν δομικά όρια; Ο οικονομολόγος Robert Gordon υποστηρίζει για παράδειγμα, ότι οι ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης του 20ου αιώνα ήταν προϊόν τεχνολογικών και κοινωνικών καινοτομιών, όπως το αυτοκίνητο και η αστικοποίηση, που έχουν πια εξαντληθεί. Άλλοι αναφέρονται στην αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, ή τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις οικονομίες της Ασίας. Τι γίνεται τέλος αν η ανάπτυξη όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά δεν είναι και επιθυμητή μιας και αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει και αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία είναι υπεύθυνα για την κλιματική αλλαγή; Υπό τέτοιες συνθήκες μη ανάπτυξης, τι εναλλακτικές λύσεις προς τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση η οποία θέλει να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος;
Η εμπειρία της Γαλλίας θέτει ένα καίριο ερώτημα για τους απανταχού Κεϋνσιανούς αριστερούς. Τι γίνεται αν δεν είμαστε πια στην δεκαετία του 30’ κατά την οποία έγραφε ο Κέυνς και η ροή δημόσιου χρήματος δεν αρκεί για να θέσει μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης
«Πολλές», απάντησε κατά την παρουσίασή του στο συνέδριο ο Dan O’Neill, συγγραφέας του βιβλίου “Enough is Enough”, (σε ελεύθερη μετάφραση «Αρκετά, έχουμε ήδη αρκετά!»). Ο O’ Neill, μέλος της ομάδας για την «σταθερή οικονομία» του καθηγητή Herman Daly στις ΗΠΑ, αναφέρθηκε στη μείωση του ωραρίου εργασίας και την εγγύηση από το κράτος της εργασίας για όλους, στην μετατόπιση των φόρων από την εργασία προς την κατανάλωση των φυσικών πόρων, στην απαίτηση από τις τράπεζες να έχουν 100% αποθεματικά, στη θέσπιση βασικού εισοδήματος και ανώτερων και κατώτερων μισθών στις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, στον περιορισμό του επιζήμιου εμπορίου και των διεθνών ροών κεφαλαίου, στην κρατική προστασία των κοινών με την παράλληλη κατάργηση της ιδιοκτησίας στα κοινά αγαθά της γνώσης και της καινοτομίας και στην αντικατάσταση του ΑΕΠ με δείκτες οι οποίοι μετρούν την κοινωνική ευημερία και όχι μόνο την χρηματική αξία των αγορών και των πωλήσεων.
Ο υπεύθυνος του οικονομικού επιτελείου του Hollande Jean Pisani-Ferry βέβαια δεν φάνηκε να συγκινείται, χαρακτηρίζοντας Μαλθουσιανή και πεσιμιστική την αντίληψη ότι η ανάπτυξη έχει όρια και ότι φτάνει στο τέλος της. Άλλοι όμως ομιλητές, οι οποίοι επίσης βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος, φάνηκαν να έχουν άλλη γνώμη. Ο Claude Bartolone για παράδειγμα, πρόεδρος του Γαλλικού Κοινοβουλίου, παραδέχτηκε ότι η Γαλλία βιώνει ένα τέλος εποχής, αλλά υποστήριξε ότι το τέλος της ανάπτυξης δεν είναι ανάγκη να φέρει το τέλος της προόδου, αφού η κοινωνική οικονομία μπορεί να προσφέρει λύσεις. Πιο αναπάντεχα, ο γνωστός οικονομολόγος του Columbia Jeffrey Sachs, παραδέχτηκε ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι πια βιώσιμη για τον πλανήτη στο σύνολό του, και κάλεσε τους πολιτικούς να το αναγνωρίσουν. Η κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο προς την πρόοδο, είπε, και όχι να ακολουθεί «αυτήν που προηγείται».
Το δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη» φτάνει την ημερομηνία λήξης του, μιας και των δύο ο στόχος είναι μια ανάπτυξη την οποία δεν μπορούν πλέον να πετύχουν. Εναλλακτικές ιδέες υπάρχουν, και όχι μόνο αυτές τις οποίες ανέφερε ο O’ Neill αλλά και πολλές άλλες, ακόμα πιο ριζοσπαστικές. Γιατί όμως η εφαρμογή τους φαίνεται να ανήκει στην σφαίρα του φανταστικού;
Ίσως επειδή βιώνουμε ένα «τέλος της πολιτικής», ένα τέλος δηλαδή της πραγματικής πολιτικής επιλογής. Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα δεν επιτρέπει καμία παρεκτροπή από τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και του νεο-φιλελευθερισμού, απειλώντας με απομόνωση και τιμωρία, όποιο κράτος τολμήσει να το αμφισβητήσει. Η αδυναμία, για να μην την πω ασημαντότητα των πολιτικών, αποτυπώθηκε στην ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου στο ίδιο συνέδριο, ο οποίος ενώ άλλα ποιούσε τόσα χρόνια ως μέλος και αρχηγός Ελληνικών κυβερνήσεων, τώρα αναγνωρίζει ότι το κυνήγι της αύξησης του ΑΕΠ ήταν αχρείαστο και ήταν αυτό το οποίο οδήγησε την Ελλάδα στον άκρατο δανεισμό. Η πρόταση του για εμβάθυνση και αμεσοποίηση της δημοκρατίας ως απάντηση στην κρίση και την λιτότητα με έκανε να θυμηθώ την τραγική κατάληξη της προσπάθειας για δημοψήφισμα, μια θεμελιώδη δημοκρατική διαδικασία η οποία είναι πλέον αδύνατη υπό καθεστώς ελεύθερης ροής κεφαλαίων, η φυγή των οποίων μπορεί να οδηγήσει μια χώρα σε χρεωκοπία πριν καν αποφασίσει συλλογικά αν θέλει π.χ. να μείνει ή να φύγει από το Ευρώ.
Αυτό που λείπει δεν είναι οι ιδέες, οι εναλλακτικές προτάσεις και οι “καλές» προθέσεις. Ακόμα και οι αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, παρά την όποια αναδιανομή, έχουν αφήσει ανέγγιχτο το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, δεχόμενες αβίαστα τον ρόλο τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ως οικονομίες εξαγωγής φυσικών πόρων, προσκολλημένες σε ένα παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο στην θεωρία θα άλλαζαν. Αυτό που λείπει είναι μια μαζική και διεθνής κοινωνική δυναμική, ανάλογη με αυτή του εργατικού κινήματος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που μέσα από τους αγώνες και την πολιτική του εκπροσώπηση όχι μόνο έθεσε φραγμούς στην διαρκή και αυτοκαταστροφική επέκταση του κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα πέτυχε, ενάντια στη λογική της αγοράς για συσσώρευση και μεγέθυνση, την αναδιανομή και την κατάκτηση δικαιωμάτων όπως η ελεύθερη παιδεία και υγεία, ο περιορισμός του ωραρίου, τα επιδόματα ανεργίας, οι ελάχιστοι μισθοί και οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί. Χωρίς ένα κίνημα, το οποίο δεν θα περιορίζεται στο να ζητά μεγαλύτερη πίτα ή μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα, αλλά θα εκφράζει την απαίτηση για μια ανθρώπινη και δίκαιη οικονομία, αλλά θα είναι διατεθειμένο να ζήσει και με λιγότερα προκειμένου να δει μια τέτοια οικονομία να πραγματώνεται, δύσκολα θα ξεφύγουμε από τη Σκύλλα της λιτότητας και τη Χάρυβδη της Ανάπτυξης.
Πηγή: http://greeklish.info/gr/world/europe/204
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι μια τέτοια συζήτηση ξεκινά στη Γαλλία. O Hollande κέρδισε τις εκλογές του 2012 προτάσσοντας μία σχετικά προοδευτική ατζέντα, υποσχόμενη την διατήρηση του κράτους πρόνοιας εν μέσω κρίσης. Στην κυρίαρχη πολιτική λιτότητας, ο Hollande αντέταξε την πρόταση της «ανάπτυξης», μια Κεϋνσιανή δηλαδή πολιτική κρατικών επενδύσεων. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι η ευαγγελιζόμενη ανάπτυξη δεν ήταν δυνατή.
Η εμπειρία της Γαλλίας θέτει ένα καίριο ερώτημα για τους απανταχού Κεϋνσιανούς αριστερούς. Τι γίνεται αν δεν είμαστε πια στην δεκαετία του 30’ κατά την οποία έγραφε ο Κέυνς και η ροή δημόσιου χρήματος δεν αρκεί για να θέσει μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης; Δεν είναι παράλογη αυτή η υπόθεση. Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια οικονομία τόσο πιο δύσκολο είναι να αυξηθεί το ΑΕΠ της. Τι γίνεται επίσης αν υπάρχουν δομικά όρια; Ο οικονομολόγος Robert Gordon υποστηρίζει για παράδειγμα, ότι οι ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης του 20ου αιώνα ήταν προϊόν τεχνολογικών και κοινωνικών καινοτομιών, όπως το αυτοκίνητο και η αστικοποίηση, που έχουν πια εξαντληθεί. Άλλοι αναφέρονται στην αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, ή τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις οικονομίες της Ασίας. Τι γίνεται τέλος αν η ανάπτυξη όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά δεν είναι και επιθυμητή μιας και αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει και αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία είναι υπεύθυνα για την κλιματική αλλαγή; Υπό τέτοιες συνθήκες μη ανάπτυξης, τι εναλλακτικές λύσεις προς τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση η οποία θέλει να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος;
Η εμπειρία της Γαλλίας θέτει ένα καίριο ερώτημα για τους απανταχού Κεϋνσιανούς αριστερούς. Τι γίνεται αν δεν είμαστε πια στην δεκαετία του 30’ κατά την οποία έγραφε ο Κέυνς και η ροή δημόσιου χρήματος δεν αρκεί για να θέσει μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης
«Πολλές», απάντησε κατά την παρουσίασή του στο συνέδριο ο Dan O’Neill, συγγραφέας του βιβλίου “Enough is Enough”, (σε ελεύθερη μετάφραση «Αρκετά, έχουμε ήδη αρκετά!»). Ο O’ Neill, μέλος της ομάδας για την «σταθερή οικονομία» του καθηγητή Herman Daly στις ΗΠΑ, αναφέρθηκε στη μείωση του ωραρίου εργασίας και την εγγύηση από το κράτος της εργασίας για όλους, στην μετατόπιση των φόρων από την εργασία προς την κατανάλωση των φυσικών πόρων, στην απαίτηση από τις τράπεζες να έχουν 100% αποθεματικά, στη θέσπιση βασικού εισοδήματος και ανώτερων και κατώτερων μισθών στις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, στον περιορισμό του επιζήμιου εμπορίου και των διεθνών ροών κεφαλαίου, στην κρατική προστασία των κοινών με την παράλληλη κατάργηση της ιδιοκτησίας στα κοινά αγαθά της γνώσης και της καινοτομίας και στην αντικατάσταση του ΑΕΠ με δείκτες οι οποίοι μετρούν την κοινωνική ευημερία και όχι μόνο την χρηματική αξία των αγορών και των πωλήσεων.
Ο υπεύθυνος του οικονομικού επιτελείου του Hollande Jean Pisani-Ferry βέβαια δεν φάνηκε να συγκινείται, χαρακτηρίζοντας Μαλθουσιανή και πεσιμιστική την αντίληψη ότι η ανάπτυξη έχει όρια και ότι φτάνει στο τέλος της. Άλλοι όμως ομιλητές, οι οποίοι επίσης βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος, φάνηκαν να έχουν άλλη γνώμη. Ο Claude Bartolone για παράδειγμα, πρόεδρος του Γαλλικού Κοινοβουλίου, παραδέχτηκε ότι η Γαλλία βιώνει ένα τέλος εποχής, αλλά υποστήριξε ότι το τέλος της ανάπτυξης δεν είναι ανάγκη να φέρει το τέλος της προόδου, αφού η κοινωνική οικονομία μπορεί να προσφέρει λύσεις. Πιο αναπάντεχα, ο γνωστός οικονομολόγος του Columbia Jeffrey Sachs, παραδέχτηκε ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι πια βιώσιμη για τον πλανήτη στο σύνολό του, και κάλεσε τους πολιτικούς να το αναγνωρίσουν. Η κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο προς την πρόοδο, είπε, και όχι να ακολουθεί «αυτήν που προηγείται».
Το δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη» φτάνει την ημερομηνία λήξης του, μιας και των δύο ο στόχος είναι μια ανάπτυξη την οποία δεν μπορούν πλέον να πετύχουν. Εναλλακτικές ιδέες υπάρχουν, και όχι μόνο αυτές τις οποίες ανέφερε ο O’ Neill αλλά και πολλές άλλες, ακόμα πιο ριζοσπαστικές. Γιατί όμως η εφαρμογή τους φαίνεται να ανήκει στην σφαίρα του φανταστικού;
Ίσως επειδή βιώνουμε ένα «τέλος της πολιτικής», ένα τέλος δηλαδή της πραγματικής πολιτικής επιλογής. Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα δεν επιτρέπει καμία παρεκτροπή από τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και του νεο-φιλελευθερισμού, απειλώντας με απομόνωση και τιμωρία, όποιο κράτος τολμήσει να το αμφισβητήσει. Η αδυναμία, για να μην την πω ασημαντότητα των πολιτικών, αποτυπώθηκε στην ομιλία του Γιώργου Παπανδρέου στο ίδιο συνέδριο, ο οποίος ενώ άλλα ποιούσε τόσα χρόνια ως μέλος και αρχηγός Ελληνικών κυβερνήσεων, τώρα αναγνωρίζει ότι το κυνήγι της αύξησης του ΑΕΠ ήταν αχρείαστο και ήταν αυτό το οποίο οδήγησε την Ελλάδα στον άκρατο δανεισμό. Η πρόταση του για εμβάθυνση και αμεσοποίηση της δημοκρατίας ως απάντηση στην κρίση και την λιτότητα με έκανε να θυμηθώ την τραγική κατάληξη της προσπάθειας για δημοψήφισμα, μια θεμελιώδη δημοκρατική διαδικασία η οποία είναι πλέον αδύνατη υπό καθεστώς ελεύθερης ροής κεφαλαίων, η φυγή των οποίων μπορεί να οδηγήσει μια χώρα σε χρεωκοπία πριν καν αποφασίσει συλλογικά αν θέλει π.χ. να μείνει ή να φύγει από το Ευρώ.
Αυτό που λείπει δεν είναι οι ιδέες, οι εναλλακτικές προτάσεις και οι “καλές» προθέσεις. Ακόμα και οι αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, παρά την όποια αναδιανομή, έχουν αφήσει ανέγγιχτο το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, δεχόμενες αβίαστα τον ρόλο τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ως οικονομίες εξαγωγής φυσικών πόρων, προσκολλημένες σε ένα παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο στην θεωρία θα άλλαζαν. Αυτό που λείπει είναι μια μαζική και διεθνής κοινωνική δυναμική, ανάλογη με αυτή του εργατικού κινήματος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που μέσα από τους αγώνες και την πολιτική του εκπροσώπηση όχι μόνο έθεσε φραγμούς στην διαρκή και αυτοκαταστροφική επέκταση του κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα πέτυχε, ενάντια στη λογική της αγοράς για συσσώρευση και μεγέθυνση, την αναδιανομή και την κατάκτηση δικαιωμάτων όπως η ελεύθερη παιδεία και υγεία, ο περιορισμός του ωραρίου, τα επιδόματα ανεργίας, οι ελάχιστοι μισθοί και οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί. Χωρίς ένα κίνημα, το οποίο δεν θα περιορίζεται στο να ζητά μεγαλύτερη πίτα ή μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα, αλλά θα εκφράζει την απαίτηση για μια ανθρώπινη και δίκαιη οικονομία, αλλά θα είναι διατεθειμένο να ζήσει και με λιγότερα προκειμένου να δει μια τέτοια οικονομία να πραγματώνεται, δύσκολα θα ξεφύγουμε από τη Σκύλλα της λιτότητας και τη Χάρυβδη της Ανάπτυξης.
Πηγή: http://greeklish.info/gr/world/europe/204