Από την Ελλάδα ως την Αργεντινή & απ' το Μαυροβούνιο ως την Γουατεμάλα δεκάδες χώρες βρέθηκαν δεμένες χειροπόδαρα σε νομισματικές ενώσεις που κατέστρεψαν την εθνική τους οικονομία. Ίσως ο ευκολότερος τρόπος να καταλάβεις μια χώρα χωρίς να στείλεις ούτε μια κανονιοφόρο.
Του 'Αρη Χατζηστεφάνου
Λίγα χρόνια πριν ο Χαρίλαος Τρικούπης αναφωνήσει «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», χιλιάδες Αθηναίοι είχαν προλάβει να φωνάξουν «τέρμα τα δίφραγκα» - μια αναφορά στο εισιτήριο των δύο δραχμών που κόστιζαν τότε τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η χρήση της λέξης «φράγκο» δεν ήταν βέβαια τυχαία, αλλά φωτογράφιζε την ένταξη της Ελλάδας σε μια ελάχιστα γνωστή νομισματική ένωση που προηγήθηκε της ευρωζώνης, τη Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ).
Όπως και η ευρωζώνη, η ΛΝΕ υποσχόταν στα «θύματα» της οικονομική και πολιτική σταθερότητα, φτηνό δανεισμό και πολιτική ενοποίηση σε μια ήπειρο που σπαρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα, όπως και η ευρωζώνη, η ΛΝΕ αποτελούσε απλώς το όχημα για την οικονομική κυριαρχία της Γαλλίας του Ναπολέοντα Γ' σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών και εξέφραζε την ανάγκη του Παρισιού να δημιουργήσει ένα «διεθνές νόμισμα» που θα ανταγωνιζόταν τη βρετανική λίρα. Λέγεται ότι οι νομισματικές ενώσεις είναι παλιές όσο και η κυκλοφορία του χρήματος.
Μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση όμως οι ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη άρχιζαν να επιβάλλουν το νόμισμα τους ως μέσο οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας σε πιο αδύναμα έθνη - μια διαδικασία που άλλοτε συμπλήρωνε και άλλοτε αντικαθιστούσε τις πιο σκοτεινές εποχές της αποικιοκρατίας. Η τάση επανήλθε τις τελευταίες δεκαετίες με τη δημιουργία της ζώνης του δολαρίου και της ευρωζώνης, που επέτρεψαν στην Ουάσινγκτον και το Βερολίνο να δημιουργήσουν τις δικές τους οικονομικές αυτοκρατορίες.
Στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, η λεγόμενη δολαριοποίηση των τοπικών οικονομιών επέτρεψε την πιο επιτυχημένη επιβολή της αμερικανικής κυριαρχίας από την εποχή που ο πρόεδρος Μονρόε κήρυσσε την πολιτική της κανονιοφόρου και την περίοδο που ο Νίξον ή ο Κίσινγκερ ανέτρεπαν κυβερνήσεις με πραξικοπήματα της CIA.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του '80 η δολαριοποίηση περιλάμβανε είτε ολοκληρωτική αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος από το δολάριο (Ισημερινός, Ελ Σαλβαδόρ, Παναμάς, Γουατεμάλα), είτε «κλείδωμα» μιας σταθερής ισοτιμίας με το αμερικανικό νόμισμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στη δεύτερη περίπτωση ήταν η πρόσδεση του αργεντίνικου πέσο με το δολάριο, με ισοτιμία 1:1.
Τα καταστροφικά αποτελέσματα της πρόσδεσης ανίσχυρων οικονομιών στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μπορούσε να τα διαισθανθεί ακόμη και όποιος απλώς είχε περάσει έξω από ένα βιβλιοπωλείο με συγγράμματα οικονομικών - τότε όμως κανείς δεν ήθελε να μιλά για το αυτονόητο.
Όπως ακριβώς θα συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα και με την Ελλάδα και τη Γερμανία, λόγω της διαφοράς ανταγωνιστικότητας οι αδύναμες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να παρουσιάζουν τρομακτικά ελλείμματα τα οποία οδηγούσαν στη συσσώρευση χρέους και σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού, που τελικά κατέληγε στον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας από το ΔΝΤ και τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες.
Καθώς η νομισματική πολιτική καθοριζόταν ουσιαστικά από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, οι κυβερνήσεις έχαναν κάθε μέσο άσκησης οικονομικής πολιτικής και κυρίως κοινωνικής πολιτικής, γεγονός που οδηγούσε σε εξεγέρσεις με εκατοντάδες νεκρούς και σε δικτατορικού τύπου μέτρα καταστολής.
Η Ουάσινγκτον δεν χρειαζόταν πλέον να επιβάλλει δικτάτορες αφού κοστουμαρισμένοι οικονομολόγοι, με σπουδές στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, αναλάμβαναν την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας στις ΗΠΑ.
Για τις αμερικανικές επιχειρήσεις η δολαριοποίηση σήμαινε ότι σε μικρό χρονικό διάστημα μπορούσαν να εξαγοράσουν τις βιομηχανικές μονάδες των χωρών της Λατινικής Αμερικής, που αδυνατούσαν να ακολουθήσουν το ξέφρενο ράλι της μείωσης κόστους παραγωγής. Η μοναδική δυνατότητα ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, που θα έκανε τα τοπικά προϊόντα πιο φθηνά, είχε αποκλειστεί εξ ορισμού.
Μοναδικός κερδισμένος ήταν τα αμερικανικά προϊόντα, που αποκτούσαν μια τεράστια αγορά με ελάχιστο κίνδυνο συναλλαγματικών διακυμάνσεων.
Έκτοτε η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές σε ολόκληρο τον πλανήτη σε μια παράσταση όπου όλοι γνώριζαν τον δολοφόνο αλλά κανένας δεν ήθελε να τον αποκαλύψει στους απλούς θεατές.
Σχόλιο δικό μας:
Όταν θεσμοποιόταν η Ευρωζώνη, η Γερμανία ήδη διέθετε υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις χώρες του Ευρωπαϊκού «Νότου». Με το Ευρώ, οι μεγάλες αυτές αποκλίσεις μεταξύ «Βορρά» και «Νότου» παγιώθηκαν και διευρύνθηκαν παραπέρα γιατί:
· η Ενιαία Αγορά, σε συνθήκες κοινού νομίσματος, επέφερε σχετική εξίσωση των τιμών στην Ευρωζώνη και κάποια άνοδο των ονομαστικών μισθών στον Νότο (όχι εξίσωση με τους μισθούς του Βορρά, όπου οι εργαζόμενοι αγωνιζόντουσαν να προστατεύσουν τους «πραγματικούς» μισθούς τους)
· οι Γερμανοί εργοδότες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να συμπιέσουν τους μισθούς, λόγω των διαφορών και λόγω του ότι η Γερμανία μπήκε στην Ευρωζώνη με υποτιμημένο νόμισμα, σε σχέση με τις χώρες του Νότου όπου ίσχυε το αντίθετο.
· οι χώρες του Νότου δεν είχαν πια την δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ενώ η Γερμανία συγκρατούσε τις αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα κάτω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Παρά τις αποκλίσεις στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, ο τρόπος αντιμετώπισης των αποκλίσεων αυτών μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη ήταν κοινός! Για τις χώρες του Βορρά καθήλωση των μισθών στα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας, γα τις χώρες του Νότου, σχετικά χαμηλές (αν όχι ανύπαρκτες) επενδύσεις στην έρευνα και τεχνολογία.
Η αναπόφευκτη στην ΟΝΕ διαιώνιση των αποκλίσεων συνεπάγεται ότι η ΕΕ λειτουργεί ουσιαστικά σαν ένας οικονομικός μηχανισμός μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από τις χώρες του Νότου προς τον Βορρά και, κυρίως, την Γερμανία.
Για τις χώρες σαν την Ελλάδα το πρόβλημα αφορά στην ανυπαρξία ισχυρής παραγωγικής βάσης. Δεν μπορεί να λυθεί στα πλαίσια ανισομερούς καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να βρεθεί λύση μόνο στα πλαίσια του στόχου δημιουργίας μιας αυτοδύναμης οικονομίας των κοινωνικών της αναγκών με ταυτόχρονο κοινωνικό της έλεγχο.
Του 'Αρη Χατζηστεφάνου
Λίγα χρόνια πριν ο Χαρίλαος Τρικούπης αναφωνήσει «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», χιλιάδες Αθηναίοι είχαν προλάβει να φωνάξουν «τέρμα τα δίφραγκα» - μια αναφορά στο εισιτήριο των δύο δραχμών που κόστιζαν τότε τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η χρήση της λέξης «φράγκο» δεν ήταν βέβαια τυχαία, αλλά φωτογράφιζε την ένταξη της Ελλάδας σε μια ελάχιστα γνωστή νομισματική ένωση που προηγήθηκε της ευρωζώνης, τη Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ).
Όπως και η ευρωζώνη, η ΛΝΕ υποσχόταν στα «θύματα» της οικονομική και πολιτική σταθερότητα, φτηνό δανεισμό και πολιτική ενοποίηση σε μια ήπειρο που σπαρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα, όπως και η ευρωζώνη, η ΛΝΕ αποτελούσε απλώς το όχημα για την οικονομική κυριαρχία της Γαλλίας του Ναπολέοντα Γ' σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών και εξέφραζε την ανάγκη του Παρισιού να δημιουργήσει ένα «διεθνές νόμισμα» που θα ανταγωνιζόταν τη βρετανική λίρα. Λέγεται ότι οι νομισματικές ενώσεις είναι παλιές όσο και η κυκλοφορία του χρήματος.
Μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση όμως οι ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη άρχιζαν να επιβάλλουν το νόμισμα τους ως μέσο οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας σε πιο αδύναμα έθνη - μια διαδικασία που άλλοτε συμπλήρωνε και άλλοτε αντικαθιστούσε τις πιο σκοτεινές εποχές της αποικιοκρατίας. Η τάση επανήλθε τις τελευταίες δεκαετίες με τη δημιουργία της ζώνης του δολαρίου και της ευρωζώνης, που επέτρεψαν στην Ουάσινγκτον και το Βερολίνο να δημιουργήσουν τις δικές τους οικονομικές αυτοκρατορίες.
Στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, η λεγόμενη δολαριοποίηση των τοπικών οικονομιών επέτρεψε την πιο επιτυχημένη επιβολή της αμερικανικής κυριαρχίας από την εποχή που ο πρόεδρος Μονρόε κήρυσσε την πολιτική της κανονιοφόρου και την περίοδο που ο Νίξον ή ο Κίσινγκερ ανέτρεπαν κυβερνήσεις με πραξικοπήματα της CIA.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του '80 η δολαριοποίηση περιλάμβανε είτε ολοκληρωτική αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος από το δολάριο (Ισημερινός, Ελ Σαλβαδόρ, Παναμάς, Γουατεμάλα), είτε «κλείδωμα» μιας σταθερής ισοτιμίας με το αμερικανικό νόμισμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στη δεύτερη περίπτωση ήταν η πρόσδεση του αργεντίνικου πέσο με το δολάριο, με ισοτιμία 1:1.
Τα καταστροφικά αποτελέσματα της πρόσδεσης ανίσχυρων οικονομιών στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μπορούσε να τα διαισθανθεί ακόμη και όποιος απλώς είχε περάσει έξω από ένα βιβλιοπωλείο με συγγράμματα οικονομικών - τότε όμως κανείς δεν ήθελε να μιλά για το αυτονόητο.
Όπως ακριβώς θα συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα και με την Ελλάδα και τη Γερμανία, λόγω της διαφοράς ανταγωνιστικότητας οι αδύναμες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να παρουσιάζουν τρομακτικά ελλείμματα τα οποία οδηγούσαν στη συσσώρευση χρέους και σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού, που τελικά κατέληγε στον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας από το ΔΝΤ και τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες.
Καθώς η νομισματική πολιτική καθοριζόταν ουσιαστικά από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, οι κυβερνήσεις έχαναν κάθε μέσο άσκησης οικονομικής πολιτικής και κυρίως κοινωνικής πολιτικής, γεγονός που οδηγούσε σε εξεγέρσεις με εκατοντάδες νεκρούς και σε δικτατορικού τύπου μέτρα καταστολής.
Η Ουάσινγκτον δεν χρειαζόταν πλέον να επιβάλλει δικτάτορες αφού κοστουμαρισμένοι οικονομολόγοι, με σπουδές στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, αναλάμβαναν την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας στις ΗΠΑ.
Για τις αμερικανικές επιχειρήσεις η δολαριοποίηση σήμαινε ότι σε μικρό χρονικό διάστημα μπορούσαν να εξαγοράσουν τις βιομηχανικές μονάδες των χωρών της Λατινικής Αμερικής, που αδυνατούσαν να ακολουθήσουν το ξέφρενο ράλι της μείωσης κόστους παραγωγής. Η μοναδική δυνατότητα ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, που θα έκανε τα τοπικά προϊόντα πιο φθηνά, είχε αποκλειστεί εξ ορισμού.
Μοναδικός κερδισμένος ήταν τα αμερικανικά προϊόντα, που αποκτούσαν μια τεράστια αγορά με ελάχιστο κίνδυνο συναλλαγματικών διακυμάνσεων.
Έκτοτε η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές σε ολόκληρο τον πλανήτη σε μια παράσταση όπου όλοι γνώριζαν τον δολοφόνο αλλά κανένας δεν ήθελε να τον αποκαλύψει στους απλούς θεατές.
Σχόλιο δικό μας:
Όταν θεσμοποιόταν η Ευρωζώνη, η Γερμανία ήδη διέθετε υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις χώρες του Ευρωπαϊκού «Νότου». Με το Ευρώ, οι μεγάλες αυτές αποκλίσεις μεταξύ «Βορρά» και «Νότου» παγιώθηκαν και διευρύνθηκαν παραπέρα γιατί:
· η Ενιαία Αγορά, σε συνθήκες κοινού νομίσματος, επέφερε σχετική εξίσωση των τιμών στην Ευρωζώνη και κάποια άνοδο των ονομαστικών μισθών στον Νότο (όχι εξίσωση με τους μισθούς του Βορρά, όπου οι εργαζόμενοι αγωνιζόντουσαν να προστατεύσουν τους «πραγματικούς» μισθούς τους)
· οι Γερμανοί εργοδότες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να συμπιέσουν τους μισθούς, λόγω των διαφορών και λόγω του ότι η Γερμανία μπήκε στην Ευρωζώνη με υποτιμημένο νόμισμα, σε σχέση με τις χώρες του Νότου όπου ίσχυε το αντίθετο.
· οι χώρες του Νότου δεν είχαν πια την δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ενώ η Γερμανία συγκρατούσε τις αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα κάτω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Παρά τις αποκλίσεις στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, ο τρόπος αντιμετώπισης των αποκλίσεων αυτών μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη ήταν κοινός! Για τις χώρες του Βορρά καθήλωση των μισθών στα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας, γα τις χώρες του Νότου, σχετικά χαμηλές (αν όχι ανύπαρκτες) επενδύσεις στην έρευνα και τεχνολογία.
Η αναπόφευκτη στην ΟΝΕ διαιώνιση των αποκλίσεων συνεπάγεται ότι η ΕΕ λειτουργεί ουσιαστικά σαν ένας οικονομικός μηχανισμός μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από τις χώρες του Νότου προς τον Βορρά και, κυρίως, την Γερμανία.
Για τις χώρες σαν την Ελλάδα το πρόβλημα αφορά στην ανυπαρξία ισχυρής παραγωγικής βάσης. Δεν μπορεί να λυθεί στα πλαίσια ανισομερούς καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να βρεθεί λύση μόνο στα πλαίσια του στόχου δημιουργίας μιας αυτοδύναμης οικονομίας των κοινωνικών της αναγκών με ταυτόχρονο κοινωνικό της έλεγχο.