Του Δήμου Χλωπτσιούδη
Είναι φανερό εδώ και μέρες ότι η χώρα μπήκε ήδη σε τροχιά εκλογών. Από τη μια οι προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης που παρουσιάζει το ΕΣΠΑ με “εντολή Σαμαρά” και από την άλλη οι ανακοινώσεις υποψηφίων και οι σχετικές διεργασίες συνθέτουν το εκλογικό τοπίο. Αν και οι Περιφέρειες αποτελούν κεντρικότερο πεδίο πολιτικής κι εκλογικής αντιπαράθεσης, οι δήμοι αποτελούν τους πλησιέστερους φορείς προς τον πολίτη.
Ήδη σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν οριστεί υποψήφιοι Δήμαρχοι, ενώ έντονες είναι οι διεργασίες για τους υποψήφιους των συνδυασμών. Ενώ, όμως, η δικομματική Κεντρική Διοίκηση με αφορμή το μνημόνιο να ευνουχίσει τις πολιτικές αρμοδιότητες των ΟΤΑ και να τους φορτώσει επιπλέον αρμοδιότητες (χωρίς πόρους και με αφαίρεση του +60% των προϋπολογισμών), τούτοι παραμένουν ο κοντινότερος πολιτικός/αιρετός φορέας στους ανθρώπους.
Καθώς η κρίση βιώνεται πολυδιάστατα και είναι ολοφάνερες οι επιπτώσεις της σε κοινωνικό, και δημογραφικό επίπεδο, στην υγεία, την παιδεία και τον πολιτισμό, είναι αναγκαίο όσο ποτέ με πρωτοβουλία των δημοτικών αρχών και των δημοτικών παρατάξεων (σημειώνουμε παρενθετικά ότι νομικά δεν υφίσταται έννοια παράταξης, αλλά μόνο συνδυασμών, δηλαδή ενώσεις με μόνο στόχο τις εκλογές κι όχι την κοινωνική και πολιτική παρέμβαση) να φέρουν τον πολίτη στο προσκήνιο και ήδη τούτο φάνηκε με τις αμεσοδημοκρατικές επιλογές υποψηφίων που έγιναν σε πολλές περιοχές της χώρας.
Η λογική της κινηματικής δημοκρατίας είναι να βρεθούν εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από την ίδια την κοινωνία. Και η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να είναι ένας τέτοιος εκφραστής, αλλά μένει θεσμικά ανελεύθερος και περιορισμένος. Μπορεί όμως να αφυπνίσει συνειδήσεις και να ενισχύσει κινηματικές πρωτοβουλίες πολιτών· πρωτοβουλίες όχι θεσμικές, αλλά αυθόρμητες που ακόμα και όταν διαφωνούν μαζί της θα έχουν τη στήριξη του κόσμου, ώστε να θίξουν τοπικά προβλήματα και να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη. Το αυτοδιοικητικό κίνημα μπορεί να θέτει ζητήματα που εκθέτουν την κεντρική διοίκηση και ενισχύουν τις τοπικές αρμοδιότητες με όραμα τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας· εκθέτει τις κανιβαλιστικές στροφές του νεοφιλελευθερισμού και την απαξίωση των αιρετών στο όνομα της κομματικής υποταγής.
Τα κινήματα πρόσφεραν για πρώτη φορά σε τόση ένταση μία συλλογική αντίληψη για τη δράση χειραφέτησης των πολιτών στην οποία οφείλουν να επενδύσουν οι δημοτικές παρατάξεις και οι δήμαρχοι. Γιατί τελικά η πολιτική επιστροφή των δήμων εξαρτάται αποκλειστικά από την επιθυμία χειραφέτησης των πολιτών και την αποφασιστική είσοδό τους στο προσκήνιο μειώνοντας τις αποστάσεις που τους χωρίζουν. Τα κινήματα δε γνωρίζουν μεσσιανιστικές λογικές. Είναι αλλεργικά απέναντι στους σωτήρες, γιατί η σωτηρία και η προστασία των κεκτημένων βγαίνουν μόνο από τη συλλογικότητα.
Η αντίληψη όμως για μία άλλη, για μία διαφορετική Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι μια αφηρημένη ούτε μία γενική έννοια. Αυτοδιοίκηση δεν είναι τα κτίρια, οι δρόμοι και οι κήποι με τα πάρκα.
Αυτοδιοίκηση είναι η ίδια η ενεργοποίηση του πολίτη με δυνατότητες συναπόφασης και συμμετοχή σε θεσμικά όργανα διαμόρφωσης της τοπικής πολιτικής.
Σήμερα είναι φανερό ότι η υπεράσπιση των κοινών αγαθών προϋποθέτει εγγύηση συγκεκριμένου αποτελέσματος, εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών και παροχών. Ο εκφυλισμός, ωστόσο, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε διεκπεραιωτή κεντρικών αποφάσεων και σε συμπλήρωμα των κρατικών εκτελεστικών οργάνων, η θεσμική της πολιορκία και η έλλειψη οράματος για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, την καθιστούν έρμαιο αποφάσεων μακριά από τους κατοίκους. Την οδηγούν στον εξανδραποδισμό από πολιτικές δυνάμεις που ουσιαστικά την φέρνουν στην προκρούστεια κλίνη περικοπής της πολιτικής δύναμης.
Η τοπική αρχή που θέλει να λειτουργεί με τις αρχές της κινηματικής δημοκρατίας είναι πρωτίστως ανθρώπινη και ανοιχτή προς τη δράση των ανθρώπων. Η όποια επιλογή της κρίνεται από την προτεραιότητα που έχει ή από το ποιον εξυπηρετεί πρωτίστως. Και οι άνθρωποι δεν είναι έννοιες αφηρημένες.
Για μία πιστή στις αξίες της αριστεράς και του κινήματος Αυτοδιοίκηση ο ρόλος των τοπικών συνελεύσεων είναι ουσιαστικός· αυτές μπορούν -ακόμα και έκνομα- να συναποφασίζουν. Ωστόσο, είναι αναγκαίο η τοπική αρχή να μην ακούει μόνο εκείνες τις φωνές που θέλει για τους δικούς της πολιτικούς σχεδιασμούς. Κινηματικά είναι απαραίτητο να αφουγκράζεται κάθε λόγο της τοπικής κοινωνίας και να στηρίζει κάθε πρωτοβουλία της. Η ψηφοθηρική απορρόφηση ορισμένων μόνο θέσεων όχι μόνο αποτελεί μία κίνηση συνειδητή, μία επιλογή που δείχνει το φόβο της προς το κίνημα που γιγαντώνεται, αλλά και την επιθυμία της για τη θανάτωσή του. Έτσι όμως τυφλωμένη από τη μικροπολιτική επιθυμία της για παραμονή στο θώκο της εξουσίας και με νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το ρόλο της, τελικά ενισχύει την κανιβαλιστική πολιτική της κεντρικής διοίκησης.
Η Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ενώ προώθησε πιο δημοκρατικές και συμμετοχικές επιλογές, φάνηκε να φοβάται τις λαϊκές συνελεύσεις. Η διαβούλευση εμφανίζεται επιθετικά στη νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αποθαρρύνοντας όμως άλλες αμεσοδημοκρατικές ενέργειες και την ίδια την υποχρέωση δημόσιας λογοδοσίας της δημοτικής αρχής. Μοιάζει σαν η διαφάνεια στον τοπικό πολιτικό βίο να περιορίζεται μόνο στη δημοσιοποίηση προσκλήσεων για συνελεύσεις των επιτροπών και των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων. Η θεσμοθετημένη επαφή, γενικότερα, με τον πολίτη περιορίζεται στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, τις ανοιχτές συνεδριάσεις και στο Συμπαραστάτη -που ναυάγησε πολύ νωρίς παρά τη θετική καινοτομία της θεσμοθέτησής του. Ο "Καλλικράτης" δεν έφτασε στο προχωρημένο και ριζοσπαστικό επίπεδο να απαιτεί διενέργεια πολλών λαϊκών συνελεύσεων (πχ σε κάθε γειτονιά) συντονισμού, προγραμματισμού και απολογισμού.
Η κινηματική δημοτική αρχή δε λογοδοτεί σε κλειστές συνελεύσεις διαβούλευσης· η δημοτική διοίκηση οφείλει να λογοδοτεί στο ίδιο το κίνημα, στους ίδιους τους συλλόγους, στις πρωτοβουλίες των κατοίκων. Στον πυρήνα όχι μόνο του θεωρητικού προβληματισμού αλλά και των πρακτικών εναλλακτικών δυνατοτήτων βρίσκεται η μέριμνα για τη διασφάλιση του θεσμικού πλουραλισμού και της πολλαπλότητας των διοικητικών θεσμών και οργάνων με τρόπο ώστε να μην αμφισβητείται αλλά να διασφαλίζεται η ανάγκη του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας της λειτουργίας τους στο τοπικό επίπεδο.
Βέβαια, στη σύγχρονη “δημοκρατία”, όπως υλοποιείται στις τοπικές κοινωνίες, οι αρχές όχι μόνο απεχθάνονται τις εκφράσεις της κινηματικής δημοκρατίας, αλλά και την αποθαρρύνουν με τις κλειστές συνεδριάσεις τους. Ενώ η συμμετοχή θα έπρεπε να απλωθεί σε κάθε γειτονιά με τη θεσμοθέτηση τοπικών συμβουλίων, με τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και με τη διεργασία προτάσεων και την υλοποίησή τους, οι δημοτικές διοικήσεις αρνούνται ακόμα και τη συγκρότηση άτυπων τοπικών συνελεύσεων, έστω και συμβουλευτικών.
Η δημοκρατική κεντρική διοίκηση περιορίζει κάθε δημοτική αρμοδιότητα διατηρώντας μόνο για τον εαυτό της τη δύναμη παρόμοιας θεσμοθέτησης στο όνομα του θεοποιημένου δικαιώματος της νομοθετικής εξουσίας. Και τούτο, βεβαίως, αποσκοπεί στη διαιώνιση του ελέγχου της. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση όμως δεν μπορεί να νιώθει δικαιωμένη μπροστά σ’ αυτόν τον κανιβαλισμό. Έχει κάθε λόγο στο όνομα της -αληθινής- δημοκρατίας να διεκδικεί τη νομοθετική δύναμη σύστασης αιρετών τοπικών συμβουλίων με οικονομική αυτοτέλεια σε κάθε γειτονιά. Και τέλος πάντων σε λογική σύγκρουσης με τη νομοθεσία, μπορεί να ιδρύσει τέτοια συμβούλια μόνη της.
Η διαμόρφωση του δημοτικού προγράμματος οφείλει να είναι απόφαση τοπικών συνελεύσεων με ουσιαστικό ρόλο, καθώς τούτο αποτελεί μία σύμβαση προγραμματική που αφορά άμεσα τη ζωή των πολιτών και την καθημερινότητά τους. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ένα άνωθεν γραμμένο κείμενο που απλά ενημερώνει ή δια βοής ψηφίζει ο λαός. Το πρόγραμμα για μία αριστερή δημοτική αρχή πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιμελούς διαβούλευσης με τους τοπικούς φορείς και σε επανειλημμένες συνελεύσεις γειτονιάς, ώστε ο πληθυσμός να μπορεί όχι μόνο να εκφράσει την άποψή του, αλλά και αυτή να ληφθεί υπόψη. Μέσα εξάλλου από τις συνελεύσεις αυτές, όχι μόνο ιεραρχούνται οι λαϊκές ανάγκες, αλλά αναδεικνύονται και ζητήματα που συχνά δεν υποπίπτουν καν στην αντίληψη των αρχών.
Είναι φανερό εδώ και μέρες ότι η χώρα μπήκε ήδη σε τροχιά εκλογών. Από τη μια οι προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης που παρουσιάζει το ΕΣΠΑ με “εντολή Σαμαρά” και από την άλλη οι ανακοινώσεις υποψηφίων και οι σχετικές διεργασίες συνθέτουν το εκλογικό τοπίο. Αν και οι Περιφέρειες αποτελούν κεντρικότερο πεδίο πολιτικής κι εκλογικής αντιπαράθεσης, οι δήμοι αποτελούν τους πλησιέστερους φορείς προς τον πολίτη.
Ήδη σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν οριστεί υποψήφιοι Δήμαρχοι, ενώ έντονες είναι οι διεργασίες για τους υποψήφιους των συνδυασμών. Ενώ, όμως, η δικομματική Κεντρική Διοίκηση με αφορμή το μνημόνιο να ευνουχίσει τις πολιτικές αρμοδιότητες των ΟΤΑ και να τους φορτώσει επιπλέον αρμοδιότητες (χωρίς πόρους και με αφαίρεση του +60% των προϋπολογισμών), τούτοι παραμένουν ο κοντινότερος πολιτικός/αιρετός φορέας στους ανθρώπους.
Καθώς η κρίση βιώνεται πολυδιάστατα και είναι ολοφάνερες οι επιπτώσεις της σε κοινωνικό, και δημογραφικό επίπεδο, στην υγεία, την παιδεία και τον πολιτισμό, είναι αναγκαίο όσο ποτέ με πρωτοβουλία των δημοτικών αρχών και των δημοτικών παρατάξεων (σημειώνουμε παρενθετικά ότι νομικά δεν υφίσταται έννοια παράταξης, αλλά μόνο συνδυασμών, δηλαδή ενώσεις με μόνο στόχο τις εκλογές κι όχι την κοινωνική και πολιτική παρέμβαση) να φέρουν τον πολίτη στο προσκήνιο και ήδη τούτο φάνηκε με τις αμεσοδημοκρατικές επιλογές υποψηφίων που έγιναν σε πολλές περιοχές της χώρας.
Η λογική της κινηματικής δημοκρατίας είναι να βρεθούν εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από την ίδια την κοινωνία. Και η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να είναι ένας τέτοιος εκφραστής, αλλά μένει θεσμικά ανελεύθερος και περιορισμένος. Μπορεί όμως να αφυπνίσει συνειδήσεις και να ενισχύσει κινηματικές πρωτοβουλίες πολιτών· πρωτοβουλίες όχι θεσμικές, αλλά αυθόρμητες που ακόμα και όταν διαφωνούν μαζί της θα έχουν τη στήριξη του κόσμου, ώστε να θίξουν τοπικά προβλήματα και να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη. Το αυτοδιοικητικό κίνημα μπορεί να θέτει ζητήματα που εκθέτουν την κεντρική διοίκηση και ενισχύουν τις τοπικές αρμοδιότητες με όραμα τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας· εκθέτει τις κανιβαλιστικές στροφές του νεοφιλελευθερισμού και την απαξίωση των αιρετών στο όνομα της κομματικής υποταγής.
Τα κινήματα πρόσφεραν για πρώτη φορά σε τόση ένταση μία συλλογική αντίληψη για τη δράση χειραφέτησης των πολιτών στην οποία οφείλουν να επενδύσουν οι δημοτικές παρατάξεις και οι δήμαρχοι. Γιατί τελικά η πολιτική επιστροφή των δήμων εξαρτάται αποκλειστικά από την επιθυμία χειραφέτησης των πολιτών και την αποφασιστική είσοδό τους στο προσκήνιο μειώνοντας τις αποστάσεις που τους χωρίζουν. Τα κινήματα δε γνωρίζουν μεσσιανιστικές λογικές. Είναι αλλεργικά απέναντι στους σωτήρες, γιατί η σωτηρία και η προστασία των κεκτημένων βγαίνουν μόνο από τη συλλογικότητα.
Η αντίληψη όμως για μία άλλη, για μία διαφορετική Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι μια αφηρημένη ούτε μία γενική έννοια. Αυτοδιοίκηση δεν είναι τα κτίρια, οι δρόμοι και οι κήποι με τα πάρκα.
Αυτοδιοίκηση είναι η ίδια η ενεργοποίηση του πολίτη με δυνατότητες συναπόφασης και συμμετοχή σε θεσμικά όργανα διαμόρφωσης της τοπικής πολιτικής.
Σήμερα είναι φανερό ότι η υπεράσπιση των κοινών αγαθών προϋποθέτει εγγύηση συγκεκριμένου αποτελέσματος, εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών και παροχών. Ο εκφυλισμός, ωστόσο, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε διεκπεραιωτή κεντρικών αποφάσεων και σε συμπλήρωμα των κρατικών εκτελεστικών οργάνων, η θεσμική της πολιορκία και η έλλειψη οράματος για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, την καθιστούν έρμαιο αποφάσεων μακριά από τους κατοίκους. Την οδηγούν στον εξανδραποδισμό από πολιτικές δυνάμεις που ουσιαστικά την φέρνουν στην προκρούστεια κλίνη περικοπής της πολιτικής δύναμης.
Η τοπική αρχή που θέλει να λειτουργεί με τις αρχές της κινηματικής δημοκρατίας είναι πρωτίστως ανθρώπινη και ανοιχτή προς τη δράση των ανθρώπων. Η όποια επιλογή της κρίνεται από την προτεραιότητα που έχει ή από το ποιον εξυπηρετεί πρωτίστως. Και οι άνθρωποι δεν είναι έννοιες αφηρημένες.
Για μία πιστή στις αξίες της αριστεράς και του κινήματος Αυτοδιοίκηση ο ρόλος των τοπικών συνελεύσεων είναι ουσιαστικός· αυτές μπορούν -ακόμα και έκνομα- να συναποφασίζουν. Ωστόσο, είναι αναγκαίο η τοπική αρχή να μην ακούει μόνο εκείνες τις φωνές που θέλει για τους δικούς της πολιτικούς σχεδιασμούς. Κινηματικά είναι απαραίτητο να αφουγκράζεται κάθε λόγο της τοπικής κοινωνίας και να στηρίζει κάθε πρωτοβουλία της. Η ψηφοθηρική απορρόφηση ορισμένων μόνο θέσεων όχι μόνο αποτελεί μία κίνηση συνειδητή, μία επιλογή που δείχνει το φόβο της προς το κίνημα που γιγαντώνεται, αλλά και την επιθυμία της για τη θανάτωσή του. Έτσι όμως τυφλωμένη από τη μικροπολιτική επιθυμία της για παραμονή στο θώκο της εξουσίας και με νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το ρόλο της, τελικά ενισχύει την κανιβαλιστική πολιτική της κεντρικής διοίκησης.
Η Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ενώ προώθησε πιο δημοκρατικές και συμμετοχικές επιλογές, φάνηκε να φοβάται τις λαϊκές συνελεύσεις. Η διαβούλευση εμφανίζεται επιθετικά στη νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αποθαρρύνοντας όμως άλλες αμεσοδημοκρατικές ενέργειες και την ίδια την υποχρέωση δημόσιας λογοδοσίας της δημοτικής αρχής. Μοιάζει σαν η διαφάνεια στον τοπικό πολιτικό βίο να περιορίζεται μόνο στη δημοσιοποίηση προσκλήσεων για συνελεύσεις των επιτροπών και των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων. Η θεσμοθετημένη επαφή, γενικότερα, με τον πολίτη περιορίζεται στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, τις ανοιχτές συνεδριάσεις και στο Συμπαραστάτη -που ναυάγησε πολύ νωρίς παρά τη θετική καινοτομία της θεσμοθέτησής του. Ο "Καλλικράτης" δεν έφτασε στο προχωρημένο και ριζοσπαστικό επίπεδο να απαιτεί διενέργεια πολλών λαϊκών συνελεύσεων (πχ σε κάθε γειτονιά) συντονισμού, προγραμματισμού και απολογισμού.
Η κινηματική δημοτική αρχή δε λογοδοτεί σε κλειστές συνελεύσεις διαβούλευσης· η δημοτική διοίκηση οφείλει να λογοδοτεί στο ίδιο το κίνημα, στους ίδιους τους συλλόγους, στις πρωτοβουλίες των κατοίκων. Στον πυρήνα όχι μόνο του θεωρητικού προβληματισμού αλλά και των πρακτικών εναλλακτικών δυνατοτήτων βρίσκεται η μέριμνα για τη διασφάλιση του θεσμικού πλουραλισμού και της πολλαπλότητας των διοικητικών θεσμών και οργάνων με τρόπο ώστε να μην αμφισβητείται αλλά να διασφαλίζεται η ανάγκη του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας της λειτουργίας τους στο τοπικό επίπεδο.
Βέβαια, στη σύγχρονη “δημοκρατία”, όπως υλοποιείται στις τοπικές κοινωνίες, οι αρχές όχι μόνο απεχθάνονται τις εκφράσεις της κινηματικής δημοκρατίας, αλλά και την αποθαρρύνουν με τις κλειστές συνεδριάσεις τους. Ενώ η συμμετοχή θα έπρεπε να απλωθεί σε κάθε γειτονιά με τη θεσμοθέτηση τοπικών συμβουλίων, με τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και με τη διεργασία προτάσεων και την υλοποίησή τους, οι δημοτικές διοικήσεις αρνούνται ακόμα και τη συγκρότηση άτυπων τοπικών συνελεύσεων, έστω και συμβουλευτικών.
Η δημοκρατική κεντρική διοίκηση περιορίζει κάθε δημοτική αρμοδιότητα διατηρώντας μόνο για τον εαυτό της τη δύναμη παρόμοιας θεσμοθέτησης στο όνομα του θεοποιημένου δικαιώματος της νομοθετικής εξουσίας. Και τούτο, βεβαίως, αποσκοπεί στη διαιώνιση του ελέγχου της. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση όμως δεν μπορεί να νιώθει δικαιωμένη μπροστά σ’ αυτόν τον κανιβαλισμό. Έχει κάθε λόγο στο όνομα της -αληθινής- δημοκρατίας να διεκδικεί τη νομοθετική δύναμη σύστασης αιρετών τοπικών συμβουλίων με οικονομική αυτοτέλεια σε κάθε γειτονιά. Και τέλος πάντων σε λογική σύγκρουσης με τη νομοθεσία, μπορεί να ιδρύσει τέτοια συμβούλια μόνη της.
Η διαμόρφωση του δημοτικού προγράμματος οφείλει να είναι απόφαση τοπικών συνελεύσεων με ουσιαστικό ρόλο, καθώς τούτο αποτελεί μία σύμβαση προγραμματική που αφορά άμεσα τη ζωή των πολιτών και την καθημερινότητά τους. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ένα άνωθεν γραμμένο κείμενο που απλά ενημερώνει ή δια βοής ψηφίζει ο λαός. Το πρόγραμμα για μία αριστερή δημοτική αρχή πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιμελούς διαβούλευσης με τους τοπικούς φορείς και σε επανειλημμένες συνελεύσεις γειτονιάς, ώστε ο πληθυσμός να μπορεί όχι μόνο να εκφράσει την άποψή του, αλλά και αυτή να ληφθεί υπόψη. Μέσα εξάλλου από τις συνελεύσεις αυτές, όχι μόνο ιεραρχούνται οι λαϊκές ανάγκες, αλλά αναδεικνύονται και ζητήματα που συχνά δεν υποπίπτουν καν στην αντίληψη των αρχών.