Η αναπόφευκτη γενική συνέπεια του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, που δρομολογήθηκε από την παγκοσμιοποίηση, είναι η κατάρρευση των τοπικών αγορών. Αυτό συνέβη και με την αγορά των γεωργικών προϊόντων. Είχαμε σαν συνέπεια της ενσωμάτωσης της γεωργίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς –στο επίπεδο της παραγωγής-τη συγκέντρωση σε ολοένα και μεγαλύτερες αγροτικές επιχειρήσεις της καλλιεργήσιμης έκτασης, πράγμα που οδηγεί και σε συμπίεση των εξόδων παραγωγής και σε παραπέρα μεγέθυνση. Διότι η παραπάνω διαδικασία αναγκάζει π.χ. τους παραγωγούς της Ελλάδας και του Νότου σε άνισο ανταγωνισμό με τα αγροτικά συστήματα εντάσεως κεφαλαίου. Και τέτοια υπάρχουν στο Βορρά-Δύση, αλλά και στις φάρμες (συνήθως πολυεθνικών) στον Νότο (Λατινική Αμερική, Αφρική κλπ.). Το αποτέλεσμα είναι η εξόντωση παντού των μικροαγροτών και η απώλεια της αυτοδυναμίας σε τρόφιμα στο Νότο.
Για την Ελλάδα η μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, ο μαρασμός και η ερήμωση της υπαίθρου-που συνέβη τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια- δεν οφείλεται, στον δήθεν «εκσυγχρονισμό της οικονομίας» και τη στροφή των αγροτών μας σε άλλες ωφελιμότερες γι’ αυτούς απασχολήσεις, όπως ισχυρίζονται οι κρατούντες μέχρι τώρα. Γιατί «εκσυγχρονισμός» θα σήμαινε, παράλληλη επέκταση είτε του βιομηχανικού τομέα, είτε του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών (έτσι συνέβη στις καπιταλιστικές οικονομίες του Βορά-Δύσης). Άρα θα είχαμε και βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας, ώστε ο αγροτικός τομέας να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας σχετικά αυτοδύναμης οικονομίας, που θα έπρεπε να επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα όμως, που εξ αρχής εξαρτήθηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά(το 1833 π.χ. καταργήθηκε το κοινοτικό σύστημα που υπήρχε επί αιώνες),τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Γιατί;
Η πορεία της Ελληνικής γεωργίας σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο είναι μία συνεχής φθίνουσα διαδικασία. Αυτό φαίνεται από τη ραγδαία μείωση της αναλογίας του αγροτικού στο εθνικό προϊόν, που από 29% το 1951 έπεσε στο 7% μετά μισό αιώνα. Ειδικά την εποχή του «ελληνικού εκσυγχρονισμού» 1991-2000: Μείωση κατά 5,5% των φυτ. εκμεταλλεύσεων, των εκμεταλλεύσεων βοοειδών κατά 46,6%, των προβατοειδών κατά 20,1%, των αιγών κατά 32,2% κλπ). Αλλά και από την αντίστοιχη μείωση της αγροτιάς, από 47% το 1951, στο 31% το 1981, στο16% το 2000 και στο 9,5% το 2009 (Λόγω της κρίσης το 2009-2010 αυξήθηκαν οι νέοι αγρότες κατά 40.000). Ειδικά το 1991-2000 είχαμε μείωση αγροτικών νοικοκυριών κατά 9%, εμφάνιση του επιχειρηματία του αγροτικού τομέα: αύξηση μόνιμων απασχολούμενων κατά 71,4% και εποχιακών κατά 17,7%. Το 2000-2008 είχαμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 19,9%, ενώ στην ΕΕ αύξηση 15,9%.
Βλέπουμε δηλαδή ότι στην περίοδο μετά την ένταξη στην Ε.Ε. έχουμε γενική καθίζηση της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ, ενώ την ίδια περίοδο η μείωση του αγροτικού πληθυσμού στις χώρες του Βορρά της ΕΕ, δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή τους που συνέχισε ν’ αυξάνει. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής της σε αυτές τις χώρες την προηγούμενη εικοσαετία ήταν περίπου 1,5%. Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό ήταν αρνητικό (-0,2%)! Ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη στην ΕΕ (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%!
Επιπλέον ο αγροτικός μας πληθυσμός -μεταξύ 1981 και 2001- σαν ποσοστό στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε στο μισό. Το ίδιο συνέβη και στις άλλες παραπάνω χώρες, αλλά ενώ εκεί μόνο 3% του ενεργού πληθυσμού βρήκε απασχόληση στον τομέα των σύγχρονων υπηρεσιών, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέβηκε σχεδόν στο 16% του πληθυσμού. Αναγκάστηκε δηλαδή αυτό το ποσοστό να στραφεί όχι στον σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών-εκτός ίσως του τραπεζικού-αλλά στις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες» και στα «μικρομάγαζα» στις πόλεις.
Έτσι εξηγείται το πώς χάθηκε η αυτοδυναμία στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα που είχαμε προπολεμικά και μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Έχουμε μετατροπή του έλληνα αγρότη από παραγωγό γεωργικών προϊόντων, σε παραγωγό πρώτων υλών για τη βιομηχανία τροφίμων. Μέσω επιδοτήσεων της ΚΑΠ(Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.) ευνοήθηκαν οι επιλέξιμες μεγάλες μονοκαλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η παραγωγή μετατράπηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και όχι για να ικανοποιεί τη ζήτηση και την κατανάλωση, στη χώρα. Είχαμε μέχρι και εγκατάλειψη της παραγωγής, αφού οι αγρότες επιδοτούνταν άσχετα με το εάν παράγανε ή όχι. Δόθηκε τέλος στην τοπική παραγωγή διαφορετικών σοδειών και ζώων προσαρμοσμένων στο κλίμα και το έδαφος των περιοχών. Είχαμε εκτόπισμα από λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια , που θέλουν πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα. (π.χ. μέχρι 1950 είχαμε: 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού σταριού, 139 σκληρού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού, 39 βρώμης. Τώρα έχουν διασωθεί 2-3% αυτών). Η δε ΕΕ θέλει να προωθήσει και τις μεταλλαγμένες ποικιλίες των πολυεθνικών για καλλιέργεια στη χώρα μας, ώστε να εξαρτηθεί 100% ο έλληνας αγρότης από αυτές.
Ταυτόχρονα είχαμε και κάθετη μείωση των ιχθυαποθεμάτων και οικονομικό μαρασμό της παράκτιας αλιείας. Οι επιχειρήσεις αλιείας με τις μηχανότρατες έγιναν αιτία για κατάρρευση του οικοσυστήματος του Αιγαίου.
Ο μαρασμός αυτός του αγροτικού τομέα –σαν συνέπεια της ένταξης-είχε και έχει καταστροφικές συνέπειες και σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής μας και συνακόλουθα και στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας:
Εισάγουμε: κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια- πορτοκάλια από την Ν. Αφρική. δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες- φασολάκια- πατάτες από την Αίγυπτο κ.λπ., γιατί οι κάτοικοι των πόλεών μας τα θέλουνε όλα αυτά εκτός εποχής βέβαια. Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων...για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανάμε 250. εκατομμύρια ευρώ. Σε 30 χρόνια η Ελλάδα εξελίχθηκε σε ελλειμματική χώρα στον αγροτικό τομέα: μέχρι το 1980 είχε πλεόνασμα που έφθανε κατά μ.ό. τα 45 εκ. δολ. το χρόνο. Από δω και πέρα όμως έχουμε έλλειμμα. Την περίοδο 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολ. Το 1997 το έλλειμμα έφθασε τα 1.860 εκ δολ.. Το πώς εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια πριν τη κρίση[1], φαίνεται από το παραπάνω διάγραμμα .Το έλλειμμα αυτό συνέβαλε και στην διόγκωση των χρεών της χώρας μας φυσικά, αυτά τα χρόνια.
Και όχι μόνο. Γιατί ο τρόπος που καλλιέργησαν όλα αυτά τα χρόνια οι συμβατικοί αγρότες μας δημιούργησε και οικολογικά χρέη, τα οποία θα πληρώσουν οι νέες γενιές μας, αν θέλουν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον που να αξίζει να ζει κανείς, γιατί συνέβαλαν:
· Στην υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών, μόλυνση και ρύπανση των επιφανειακών και των υπογείων νερών (π.χ. το επίπεδο των νιτρικών αλάτων στο 25% των υπογείων νερών ξεπέρασε τα 50 mg/l ενώ το φυσιολογικό είναι τα 5 mg/l).
· Στη ρύπανση της ατμόσφαιρας (π.χ. το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου που προέρχονται απ’ τα αζωτούχα λιπάσματα συμμετέχουν στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου»).
· Στην έλλειψη νερού (π.χ. η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία έχει εξαντλήσει τα νερά: μέχρι και 400 μ. οι γεωτρήσεις. Απαίτηση για εκτροπή του Αχελώου).
· Στο τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στο κοινωνικό κόστος απ’ την παρακμή της υπαίθρου και της δημόσιας υγείας, δημιουργεί ένα εξωτερικό κόστος, που το πληρώνει η ίδια η κοινωνία. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή η ελληνική γεωργία είναι αντιπαραγωγική.
Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν της ελληνικής γεωργίας, που έγινε μέσω της ΚΑΠ και του ΠΟΕ(Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που αντιμετωπίζει την Ε.Ε. σαν ενιαία αγορά), ήταν καταστροφική για τη χώρα, γιατί συνέβαλε τα μέγιστα στο να διαστρεβλωθεί η παραγωγική της δομή με βάση τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και έτσι να ελεγχθεί πλήρως από κέντρα έξω από τη χώρα. Έτσι οι μεν αγρότες μας έγιναν αποδέκτες τιμών που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης και διατροφής. Οι δε καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί. Από μια τέτοια κατάσταση κανένας δε μπορεί να είναι ευχαριστημένος, εκτός ίσως από τη μειοψηφία που ευνοήθηκε από τη παγκοσμιοποίηση.
Ποια είναι η διέξοδος;
Η διέξοδος και στον αγροτοδιατροφικό τομέα συνδέεται με τη συνολική διέξοδο που θα χρειασθεί να αναζητήσει η ελληνική κοινωνία από τη σημερινή κρίση, που είναι συνολική και δομική για τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Η στρατηγική που προτείνουμε να επιλέξουμε είναι της αποανάπτυξης τοπικοποίησης:
• Να αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με έξοδο από την Ε.Ε. Θα πρέπει να αρνηθούμε τις ρυθμίσεις που επιβάλει η παγκοσμιοποίηση(μέσω κύρια του ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμιας τράπεζας). Δεν πληρώνουμε τα οικονομικά χρέη, για να αρχίζουμε να πληρώνουμε τα οικολογικά χρέη προς τα παιδιά μας. Παγκόσμια Σεισάχθεια!
• Για να μην «πληρώσουμε» όμως τους δανειστές μας θα χρειασθεί να αρνηθούμε τα «λεφτά» τους και καινούργια δάνεια. Άρα να δομήσουμε μια αυτοδύναμη οικονομία στηριζόμενοι στις δυνατότητές μας και να επαναπροσδιορίσουμε τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους, επιδιώκοντας την ευζωία μέσω της «ατομικής εγκράτειας» και της «συλλογικής αφθονίας».
• Να ξαναγίνουμε σε μεγάλο βαθμό κοινωνία των κάθε είδους παραγωγών, των πολυλειτουργικών αγροτών , οικο-παραγωγών-χειροτεχνών-μεταποιητών, που θα ικανοποιούν τις ανάγκες της αλυσίδας: οικογένεια, κοινότητα, δήμος, περιφέρεια, χώρα. Ότι δεν παράγουμε να το εξασφαλίζουμε με δίκαιες ανταλλαγές.
• Να δημιουργήσουμε ομάδες παραγωγών, συνεταιριστικές-συνεργατικές δομές παραγωγωαναλωτών για απευθείας διακίνηση χωρίς μεσάζοντες, συνεταιριστικά-συνεργατικά μικρά μαγαζιά, δίκτυα διανομής και ανταλλαγής προϊόντων-υπηρεσιών ακόμα και με τοπικά νομίσματα.
• Να αποκαταστήσουμε στη διατροφή μας το μεσογειακό διατροφικό μοντέλο με μείωση της κατανάλωσης κρέατος
• Να μετατρέψουμε τη χώρα σε ζώνη οικο-βιο-γεωργίας και ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένα με ποιοτικά προϊόντα
• Να αναβλαστήσουμε τα καμένα δάση, να αποκαταστήσουμε τις λίμνες ,τα ποτάμια, τους βιοτόπους(έλη), τις παραλίες.
Να στραφούμε σε:
• Οικοτουρισμό, ηλεκτροκίνηση, εξοικονόμιση ενέργειας, αποκεντρωμένες ΑΠΕ, ενεργειακή αυτονομία δήμων με δημοτικοποίηση μονάδων παραγωγής και δικτύου διανομής ενέργειας.
• Τοπικά βιομηχανικά οικοσυστήματα(απόβλητα μονάδων, επεξεργάσιμη ύλη για άλλες). Επανασύσταση της κλωστοϋφαντουργίας-βιομηχανίας ζάχαρης κ.λπ.
• Εσωτερική μετανάστευση με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης. Οικο-κοινότητες με τη μορφή διευρυμένων οικογενειών(όχι γενετικής συγγένειας, αλλά ιδεολογικής συγγένειας), κύτταρα των μελλοντικών χωρικών κοινοτήτων-δήμων.
• Να στηριχθούμε περισσότερο στα συλλογικά και κοινωνικά αγαθά προωθώντας από τώρα την κοινωνική οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα.
• Να συρρικνώσουμε το συγκεντρωτικό κεντρικό και περιφερειακό κράτος(Καλλικράτης) μεταφέροντας δικαιοδοσίες και πόρους προς μια όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση και κοινωνία.
Ο ρόλος του κοινοτισμού για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης, αλλά και το πέρασμα σε μετακαπιταλιστική κοινωνία
• Οι νεοέλληνες κοινοτιστές προτείνανε πάντα κατά τις περιόδους κρίσης τη κοινοτική οργάνωση της καθημερινής ζωής. Αλλά και γενικότερα θεωρούσαν ότι η κοινοτική μορφή του κράτους θα ήταν η καλύτερη λύση για την νεοελληνική κοινωνία.
• Και σήμερα να αναβιώσουμε το κοινοτικό πνεύμα για να ξεπεράσουμε τη κρίση, αλλά και για να αποχαιρετήσουμε τον καπιταλισμό που μας οδηγεί στη βαρβαρότητα και την οικο-καταστροφή
• Θα χρειασθεί να στηριχθούμε στις κοινότητες σαν κύτταρα της νέας κοινωνίας που θα επιδιώξουμε.
• Όχι μόνο στις χωρικές-αστικές ή της υπαίθρου-αλλά και στις επαγγελματικές, τα εγχειρήματα της κοινωνικής-συνεργατικής οικονομίας ή τις κοινότητες ενδιαφερόντων ή του διαδικτύου(π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης» κατοικιών, αυτοκινήτων κ.λπ)
Σήμερα υπάρχουν ήδη πάνω από 3000 εγχειρήματα κοινοτικού χαρακτήρα στη χώρα, που δεν περιμένουν την επανάσταση ή την «κυβέρνηση της αριστεράς» για να δώσει λύση. Εμφορούνται από την αντίληψη ότι μπορούν να δημιουργήσουν από τώρα στοιχεία «του κόσμου που θέλουν, μέσα στον κόσμο που θέλουν να ανατρέψουν και να αφήσουν πίσω τους».
Η δική μας συνολική πρόταση:
Να διαμορφωθεί «από τα κάτω» και από τους έλληνες «από κάτω» ένα απαραίτητο ρεαλιστικό και ελκυστικό πρόγραμμα για το ξεπέρασμα της κρίσης και συγχρόνως για τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, που θα στηριχθεί:
• στην οικονομία των βιοτικών αναγκών όσον αφορά στο περιεχόμενο,
• στον συνεργατισμό-συνεταιρισμό όσον αφορά στις σχέσεις παραγωγής,
• στη συλλογική-κοινοτική-δημοτική ιδιοκτησία όσον αφορά στα μέσα παραγωγής,
• στην εγγύτητα και τις μικρές αποστάσεις όσον αφορά στο μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα,
• στην άμεση δημοκρατία των συνελεύσεων και των ανακλητών εκπροσώπων, όσο αφορά στις διαδικασίες αποφάσεων, πολιτικής θέσμισης και διακυβέρνησης.
Εφαλτήρας για την οικονομία μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας, ο τομέας ένδυσης-υπόδησης, ο ενεργειακός τομέας με αιχμή στις ΑΠΕ και ο τομέας του ήπιου οικοτουρισμού.
Εφαλτήρας για τη διαμόρφωση αντίστοιχης πολιτικής θέσμισης οι τοπικές ριζοσπαστικές κινήσεις πολιτών που παρεμβαίνοντας στις τοπικές κοινωνίες και συμμετέχοντας στις τοπικές εκλογές θα απαιτήσουν «συμμετοχικούς προϋπολογισμούς στους δήμους. Στη συνέχεια, όταν πλειοφηφίσουν σε κάποιους από αυτούς, τους ομοσπονδοποιούν, έως ότου καταλήξουμε σε συνομοσπονδιακή κοινοπολιτεία στην ελληνική επικράτεια.
[1] Ο αγροτικός τομέας είναι ο μόνος που δεν συρρικνώθηκε μετά το 2008(από 6,18 δισ. προστιθέμενη αξία το 2008 στο 7,79 δισ. το 2010, αύξηση 26%, ενώ κατασκευές: -18%, μεταποίηση: -11,8%).
Μεταξύ 2008-2011: 60.000 νέες θέσεις εργασίας. Το έλλειμμα: 2007 3δισ., ενώ 2010 1,8 δισ., μείωση εισαγωγών και αύξηση εξαγωγών κατά 725 εκατομ. ευρώ το ίδιο διάστημα.
Για την Ελλάδα η μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, ο μαρασμός και η ερήμωση της υπαίθρου-που συνέβη τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια- δεν οφείλεται, στον δήθεν «εκσυγχρονισμό της οικονομίας» και τη στροφή των αγροτών μας σε άλλες ωφελιμότερες γι’ αυτούς απασχολήσεις, όπως ισχυρίζονται οι κρατούντες μέχρι τώρα. Γιατί «εκσυγχρονισμός» θα σήμαινε, παράλληλη επέκταση είτε του βιομηχανικού τομέα, είτε του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών (έτσι συνέβη στις καπιταλιστικές οικονομίες του Βορά-Δύσης). Άρα θα είχαμε και βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας, ώστε ο αγροτικός τομέας να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας σχετικά αυτοδύναμης οικονομίας, που θα έπρεπε να επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα όμως, που εξ αρχής εξαρτήθηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά(το 1833 π.χ. καταργήθηκε το κοινοτικό σύστημα που υπήρχε επί αιώνες),τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Γιατί;
Η πορεία της Ελληνικής γεωργίας σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο είναι μία συνεχής φθίνουσα διαδικασία. Αυτό φαίνεται από τη ραγδαία μείωση της αναλογίας του αγροτικού στο εθνικό προϊόν, που από 29% το 1951 έπεσε στο 7% μετά μισό αιώνα. Ειδικά την εποχή του «ελληνικού εκσυγχρονισμού» 1991-2000: Μείωση κατά 5,5% των φυτ. εκμεταλλεύσεων, των εκμεταλλεύσεων βοοειδών κατά 46,6%, των προβατοειδών κατά 20,1%, των αιγών κατά 32,2% κλπ). Αλλά και από την αντίστοιχη μείωση της αγροτιάς, από 47% το 1951, στο 31% το 1981, στο16% το 2000 και στο 9,5% το 2009 (Λόγω της κρίσης το 2009-2010 αυξήθηκαν οι νέοι αγρότες κατά 40.000). Ειδικά το 1991-2000 είχαμε μείωση αγροτικών νοικοκυριών κατά 9%, εμφάνιση του επιχειρηματία του αγροτικού τομέα: αύξηση μόνιμων απασχολούμενων κατά 71,4% και εποχιακών κατά 17,7%. Το 2000-2008 είχαμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 19,9%, ενώ στην ΕΕ αύξηση 15,9%.
Βλέπουμε δηλαδή ότι στην περίοδο μετά την ένταξη στην Ε.Ε. έχουμε γενική καθίζηση της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ, ενώ την ίδια περίοδο η μείωση του αγροτικού πληθυσμού στις χώρες του Βορρά της ΕΕ, δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή τους που συνέχισε ν’ αυξάνει. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής της σε αυτές τις χώρες την προηγούμενη εικοσαετία ήταν περίπου 1,5%. Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό ήταν αρνητικό (-0,2%)! Ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη στην ΕΕ (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%!
Επιπλέον ο αγροτικός μας πληθυσμός -μεταξύ 1981 και 2001- σαν ποσοστό στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε στο μισό. Το ίδιο συνέβη και στις άλλες παραπάνω χώρες, αλλά ενώ εκεί μόνο 3% του ενεργού πληθυσμού βρήκε απασχόληση στον τομέα των σύγχρονων υπηρεσιών, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέβηκε σχεδόν στο 16% του πληθυσμού. Αναγκάστηκε δηλαδή αυτό το ποσοστό να στραφεί όχι στον σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών-εκτός ίσως του τραπεζικού-αλλά στις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες» και στα «μικρομάγαζα» στις πόλεις.
Έτσι εξηγείται το πώς χάθηκε η αυτοδυναμία στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα που είχαμε προπολεμικά και μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Έχουμε μετατροπή του έλληνα αγρότη από παραγωγό γεωργικών προϊόντων, σε παραγωγό πρώτων υλών για τη βιομηχανία τροφίμων. Μέσω επιδοτήσεων της ΚΑΠ(Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.) ευνοήθηκαν οι επιλέξιμες μεγάλες μονοκαλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η παραγωγή μετατράπηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και όχι για να ικανοποιεί τη ζήτηση και την κατανάλωση, στη χώρα. Είχαμε μέχρι και εγκατάλειψη της παραγωγής, αφού οι αγρότες επιδοτούνταν άσχετα με το εάν παράγανε ή όχι. Δόθηκε τέλος στην τοπική παραγωγή διαφορετικών σοδειών και ζώων προσαρμοσμένων στο κλίμα και το έδαφος των περιοχών. Είχαμε εκτόπισμα από λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια , που θέλουν πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα. (π.χ. μέχρι 1950 είχαμε: 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού σταριού, 139 σκληρού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού, 39 βρώμης. Τώρα έχουν διασωθεί 2-3% αυτών). Η δε ΕΕ θέλει να προωθήσει και τις μεταλλαγμένες ποικιλίες των πολυεθνικών για καλλιέργεια στη χώρα μας, ώστε να εξαρτηθεί 100% ο έλληνας αγρότης από αυτές.
Ταυτόχρονα είχαμε και κάθετη μείωση των ιχθυαποθεμάτων και οικονομικό μαρασμό της παράκτιας αλιείας. Οι επιχειρήσεις αλιείας με τις μηχανότρατες έγιναν αιτία για κατάρρευση του οικοσυστήματος του Αιγαίου.
Ο μαρασμός αυτός του αγροτικού τομέα –σαν συνέπεια της ένταξης-είχε και έχει καταστροφικές συνέπειες και σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής μας και συνακόλουθα και στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας:
Εισάγουμε: κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια- πορτοκάλια από την Ν. Αφρική. δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες- φασολάκια- πατάτες από την Αίγυπτο κ.λπ., γιατί οι κάτοικοι των πόλεών μας τα θέλουνε όλα αυτά εκτός εποχής βέβαια. Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων...για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανάμε 250. εκατομμύρια ευρώ. Σε 30 χρόνια η Ελλάδα εξελίχθηκε σε ελλειμματική χώρα στον αγροτικό τομέα: μέχρι το 1980 είχε πλεόνασμα που έφθανε κατά μ.ό. τα 45 εκ. δολ. το χρόνο. Από δω και πέρα όμως έχουμε έλλειμμα. Την περίοδο 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολ. Το 1997 το έλλειμμα έφθασε τα 1.860 εκ δολ.. Το πώς εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια πριν τη κρίση[1], φαίνεται από το παραπάνω διάγραμμα .Το έλλειμμα αυτό συνέβαλε και στην διόγκωση των χρεών της χώρας μας φυσικά, αυτά τα χρόνια.
Και όχι μόνο. Γιατί ο τρόπος που καλλιέργησαν όλα αυτά τα χρόνια οι συμβατικοί αγρότες μας δημιούργησε και οικολογικά χρέη, τα οποία θα πληρώσουν οι νέες γενιές μας, αν θέλουν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον που να αξίζει να ζει κανείς, γιατί συνέβαλαν:
· Στην υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών, μόλυνση και ρύπανση των επιφανειακών και των υπογείων νερών (π.χ. το επίπεδο των νιτρικών αλάτων στο 25% των υπογείων νερών ξεπέρασε τα 50 mg/l ενώ το φυσιολογικό είναι τα 5 mg/l).
· Στη ρύπανση της ατμόσφαιρας (π.χ. το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου που προέρχονται απ’ τα αζωτούχα λιπάσματα συμμετέχουν στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου»).
· Στην έλλειψη νερού (π.χ. η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία έχει εξαντλήσει τα νερά: μέχρι και 400 μ. οι γεωτρήσεις. Απαίτηση για εκτροπή του Αχελώου).
· Στο τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στο κοινωνικό κόστος απ’ την παρακμή της υπαίθρου και της δημόσιας υγείας, δημιουργεί ένα εξωτερικό κόστος, που το πληρώνει η ίδια η κοινωνία. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή η ελληνική γεωργία είναι αντιπαραγωγική.
Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν της ελληνικής γεωργίας, που έγινε μέσω της ΚΑΠ και του ΠΟΕ(Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που αντιμετωπίζει την Ε.Ε. σαν ενιαία αγορά), ήταν καταστροφική για τη χώρα, γιατί συνέβαλε τα μέγιστα στο να διαστρεβλωθεί η παραγωγική της δομή με βάση τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και έτσι να ελεγχθεί πλήρως από κέντρα έξω από τη χώρα. Έτσι οι μεν αγρότες μας έγιναν αποδέκτες τιμών που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης και διατροφής. Οι δε καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί. Από μια τέτοια κατάσταση κανένας δε μπορεί να είναι ευχαριστημένος, εκτός ίσως από τη μειοψηφία που ευνοήθηκε από τη παγκοσμιοποίηση.
Ποια είναι η διέξοδος;
Η διέξοδος και στον αγροτοδιατροφικό τομέα συνδέεται με τη συνολική διέξοδο που θα χρειασθεί να αναζητήσει η ελληνική κοινωνία από τη σημερινή κρίση, που είναι συνολική και δομική για τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Η στρατηγική που προτείνουμε να επιλέξουμε είναι της αποανάπτυξης τοπικοποίησης:
• Να αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με έξοδο από την Ε.Ε. Θα πρέπει να αρνηθούμε τις ρυθμίσεις που επιβάλει η παγκοσμιοποίηση(μέσω κύρια του ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμιας τράπεζας). Δεν πληρώνουμε τα οικονομικά χρέη, για να αρχίζουμε να πληρώνουμε τα οικολογικά χρέη προς τα παιδιά μας. Παγκόσμια Σεισάχθεια!
• Για να μην «πληρώσουμε» όμως τους δανειστές μας θα χρειασθεί να αρνηθούμε τα «λεφτά» τους και καινούργια δάνεια. Άρα να δομήσουμε μια αυτοδύναμη οικονομία στηριζόμενοι στις δυνατότητές μας και να επαναπροσδιορίσουμε τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους, επιδιώκοντας την ευζωία μέσω της «ατομικής εγκράτειας» και της «συλλογικής αφθονίας».
• Να ξαναγίνουμε σε μεγάλο βαθμό κοινωνία των κάθε είδους παραγωγών, των πολυλειτουργικών αγροτών , οικο-παραγωγών-χειροτεχνών-μεταποιητών, που θα ικανοποιούν τις ανάγκες της αλυσίδας: οικογένεια, κοινότητα, δήμος, περιφέρεια, χώρα. Ότι δεν παράγουμε να το εξασφαλίζουμε με δίκαιες ανταλλαγές.
• Να δημιουργήσουμε ομάδες παραγωγών, συνεταιριστικές-συνεργατικές δομές παραγωγωαναλωτών για απευθείας διακίνηση χωρίς μεσάζοντες, συνεταιριστικά-συνεργατικά μικρά μαγαζιά, δίκτυα διανομής και ανταλλαγής προϊόντων-υπηρεσιών ακόμα και με τοπικά νομίσματα.
• Να αποκαταστήσουμε στη διατροφή μας το μεσογειακό διατροφικό μοντέλο με μείωση της κατανάλωσης κρέατος
• Να μετατρέψουμε τη χώρα σε ζώνη οικο-βιο-γεωργίας και ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένα με ποιοτικά προϊόντα
• Να αναβλαστήσουμε τα καμένα δάση, να αποκαταστήσουμε τις λίμνες ,τα ποτάμια, τους βιοτόπους(έλη), τις παραλίες.
Να στραφούμε σε:
• Οικοτουρισμό, ηλεκτροκίνηση, εξοικονόμιση ενέργειας, αποκεντρωμένες ΑΠΕ, ενεργειακή αυτονομία δήμων με δημοτικοποίηση μονάδων παραγωγής και δικτύου διανομής ενέργειας.
• Τοπικά βιομηχανικά οικοσυστήματα(απόβλητα μονάδων, επεξεργάσιμη ύλη για άλλες). Επανασύσταση της κλωστοϋφαντουργίας-βιομηχανίας ζάχαρης κ.λπ.
• Εσωτερική μετανάστευση με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης. Οικο-κοινότητες με τη μορφή διευρυμένων οικογενειών(όχι γενετικής συγγένειας, αλλά ιδεολογικής συγγένειας), κύτταρα των μελλοντικών χωρικών κοινοτήτων-δήμων.
• Να στηριχθούμε περισσότερο στα συλλογικά και κοινωνικά αγαθά προωθώντας από τώρα την κοινωνική οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα.
• Να συρρικνώσουμε το συγκεντρωτικό κεντρικό και περιφερειακό κράτος(Καλλικράτης) μεταφέροντας δικαιοδοσίες και πόρους προς μια όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση και κοινωνία.
Ο ρόλος του κοινοτισμού για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης, αλλά και το πέρασμα σε μετακαπιταλιστική κοινωνία
• Οι νεοέλληνες κοινοτιστές προτείνανε πάντα κατά τις περιόδους κρίσης τη κοινοτική οργάνωση της καθημερινής ζωής. Αλλά και γενικότερα θεωρούσαν ότι η κοινοτική μορφή του κράτους θα ήταν η καλύτερη λύση για την νεοελληνική κοινωνία.
• Και σήμερα να αναβιώσουμε το κοινοτικό πνεύμα για να ξεπεράσουμε τη κρίση, αλλά και για να αποχαιρετήσουμε τον καπιταλισμό που μας οδηγεί στη βαρβαρότητα και την οικο-καταστροφή
• Θα χρειασθεί να στηριχθούμε στις κοινότητες σαν κύτταρα της νέας κοινωνίας που θα επιδιώξουμε.
• Όχι μόνο στις χωρικές-αστικές ή της υπαίθρου-αλλά και στις επαγγελματικές, τα εγχειρήματα της κοινωνικής-συνεργατικής οικονομίας ή τις κοινότητες ενδιαφερόντων ή του διαδικτύου(π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης» κατοικιών, αυτοκινήτων κ.λπ)
Σήμερα υπάρχουν ήδη πάνω από 3000 εγχειρήματα κοινοτικού χαρακτήρα στη χώρα, που δεν περιμένουν την επανάσταση ή την «κυβέρνηση της αριστεράς» για να δώσει λύση. Εμφορούνται από την αντίληψη ότι μπορούν να δημιουργήσουν από τώρα στοιχεία «του κόσμου που θέλουν, μέσα στον κόσμο που θέλουν να ανατρέψουν και να αφήσουν πίσω τους».
Η δική μας συνολική πρόταση:
Να διαμορφωθεί «από τα κάτω» και από τους έλληνες «από κάτω» ένα απαραίτητο ρεαλιστικό και ελκυστικό πρόγραμμα για το ξεπέρασμα της κρίσης και συγχρόνως για τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, που θα στηριχθεί:
• στην οικονομία των βιοτικών αναγκών όσον αφορά στο περιεχόμενο,
• στον συνεργατισμό-συνεταιρισμό όσον αφορά στις σχέσεις παραγωγής,
• στη συλλογική-κοινοτική-δημοτική ιδιοκτησία όσον αφορά στα μέσα παραγωγής,
• στην εγγύτητα και τις μικρές αποστάσεις όσον αφορά στο μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα,
• στην άμεση δημοκρατία των συνελεύσεων και των ανακλητών εκπροσώπων, όσο αφορά στις διαδικασίες αποφάσεων, πολιτικής θέσμισης και διακυβέρνησης.
Εφαλτήρας για την οικονομία μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας, ο τομέας ένδυσης-υπόδησης, ο ενεργειακός τομέας με αιχμή στις ΑΠΕ και ο τομέας του ήπιου οικοτουρισμού.
Εφαλτήρας για τη διαμόρφωση αντίστοιχης πολιτικής θέσμισης οι τοπικές ριζοσπαστικές κινήσεις πολιτών που παρεμβαίνοντας στις τοπικές κοινωνίες και συμμετέχοντας στις τοπικές εκλογές θα απαιτήσουν «συμμετοχικούς προϋπολογισμούς στους δήμους. Στη συνέχεια, όταν πλειοφηφίσουν σε κάποιους από αυτούς, τους ομοσπονδοποιούν, έως ότου καταλήξουμε σε συνομοσπονδιακή κοινοπολιτεία στην ελληνική επικράτεια.
[1] Ο αγροτικός τομέας είναι ο μόνος που δεν συρρικνώθηκε μετά το 2008(από 6,18 δισ. προστιθέμενη αξία το 2008 στο 7,79 δισ. το 2010, αύξηση 26%, ενώ κατασκευές: -18%, μεταποίηση: -11,8%).
Μεταξύ 2008-2011: 60.000 νέες θέσεις εργασίας. Το έλλειμμα: 2007 3δισ., ενώ 2010 1,8 δισ., μείωση εισαγωγών και αύξηση εξαγωγών κατά 725 εκατομ. ευρώ το ίδιο διάστημα.