Η αειφορική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, ως πρωταρχικό μέσο για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, αποτελεί εδώ και χρόνια διακηρυγμένο στόχο της διεθνούς κοινότητας. Αναντίρρητα η ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας προϋποθέτει τη χρήση, ακόμα και την ιδιοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου, των φυσικών πόρων και αντίστοιχα περιορίζεται εξαιτίας της έλλειψής τους. Ο άνθρωπος και η κοινωνική-οικονομική του δράση αποτελούν διαχρονικά μέρος του οικοσυστήματος και βρίσκονται διαρκώς σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με τους υπόλοιπους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες. Από την εποχή που ο άνθρωπος εξημέρωσε το σιτάρι, ο ανθρώπινος πολιτισμός πάντα παρήγαγε μεταβολές στη φύση, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του προσέφερε, και πάντα εξελισσόταν εντός των περιοριστικών πλαισίων αυτής.
Ωστόσο τα οικολογικά προβλήματα είναι συμπτώματα των σύγχρονων κοινωνιών και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσής τους. Η κλιματική αλλαγή, η ερημοποίηση, η εξάντληση φυσικών πόρων, η εξαφάνιση ειδών και η μόλυνση του αέρα και των υδάτων, αποτελούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός κοινωνικού-οικονομικού μοντέλου που θέτει ως πρώτο στόχο το κέρδος και για το σκοπό αυτό εκμεταλλεύεται μέχρι εξάντλησης ανθρώπους και φυσικό περιβάλλον. Τα οικολογικά προβλήματα του περασμένου αιώνα, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού που βιώνουμε είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν τελικά και σε περιβαλλοντική κρίση.
Με αυτά τα δεδομένα, τα δάση, ως τα σημαντικότερα και πλέον εκτεταμένα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα αποτελούν ύψιστο δημόσιο αγαθό, υπερεθνικού μάλιστα χαρακτήρα. Η προσφορά τους στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και κυρίως στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι αναμφισβήτητη. Η ανθρωπότητα θα κληθεί σύντομα να προστατέψει τα δασικά οικοσυστήματα παγκοσμίως και να αντιμετωπίσει το περιβαλλοντικό ζήτημα αναλαμβάνοντας δράση αντί να περιορίζεται σε συνδιασκέψεις, διακηρύξεις και ευχολόγια.
Στη χώρα μας, όπως και στις φτωχές «αναπτυσσόμενες» χώρες, τα δάση και το φυσικό περιβάλλον αντί να αντιμετωπίζονται ως πολύτιμο δημόσιο αγαθό, βρίσκονται πάντα σε σχέση υποτέλειας ως προς τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Οι ασκούμενες πολιτικές έχουν αποτέλεσμα το σταδιακά μειούμενο βαθμό προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων προκειμένου να διευκολυνθεί η, προβαλλόμενη ως επιτακτική, οικονομική μεγέθυνση αντί μιας ανάπτυξης βιώσιμης με σεβασμό στο περιβάλλον και στις ανάγκες του ανθρώπου. Ο κίνδυνος αφενός της εξάντλησης των φυσικών πόρων και αφετέρου της πρόκλησης μη αναστρέψιμων βλαβών στο περιβάλλον διαβίωσης του πληθυσμού, είναι περισσότερο από ορατός.
Παρά τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση του κράτους να προστατεύει το δασικό μας πλούτο, εδώ και τριάντα χρόνια οι εφαρμοζόμενες πολιτικές υποκρύπτουν μια εντελώς αντίθετη στόχευση με νομοθετήματα και πρακτικές που κινούνται στα όρια της συνταγματικότητας, πολλές φορές δε και εκτός αυτών. Είναι εξάλλου αμέτρητες οι περί αντισυνταγματικότητας αποφάσεις του ΣτΕ, τελευταία αυτή για τον ορισμό του δάσους που εισήγαγε ο ν. 3208/03 μέσω του οποίου αποχαρακτηρίστηκαν ανυπολόγιστα στρέμματα δασικής γης.
Τα κροκοδείλια δάκρυα της πολιτικής ηγεσίας μετά από κάθε μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά και οι δήθεν πρωτοβουλίες για τα εκτεταμένα φαινόμενα λαθροϋλοτομίας που προκάλεσε η φτώχεια που επέβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η τρόικα στον ελληνικό λαό, δεν πείθουν κανέναν.
Η πολιτική στον τομέα των δασών τις τελευταίες δεκαετίες ήταν καταστροφική αλλά στα χρόνια των μνημονίων, γίνεται πλέον εγκληματική.
• Η Δασική Υπηρεσία, κάποτε πρότυπο οργάνωσης δημόσιας υπηρεσίας, που στο παρελθόν προσέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της υπαίθρου, από τη σταδιακή εγκατάλειψη οδηγείται πλέον στην πλήρη διάλυση. Οι διάφοροι διοικητικοί πειραματισμοί τις τελευταίες δεκαετίες, η αποξένωση της Δασικής Υπηρεσίας από τον τομέα των δασικών πυρκαγιών, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ιδιωτικούς φορείς, αποδιοργάνωσαν την άλλοτε αξιόμαχη υπηρεσία. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής μετριούνται μόνο με τα εκατομμύρια στρέμματα καμένων δασών και καλλιεργειών, με την καταστροφή περιουσιών και εγκαταστάσεων και δυστυχώς με την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
• Η διαχείριση των δασών μας για την παραγωγή ποιοτικών δασικών προϊόντων σε συνδυασμό με την προστασία τους από τις πυρκαγιές και τις ασθένειες και την εν γένει ενίσχυση του προστατευτικού τους ρόλους στην οικολογική ισορροπία, μετά την υποβάθμιση της Κρατικής Εκμετάλλευσης Δασών, έχει εγκαταλειφθεί. Το αναξιοποίητο εθνικό μας κεφάλαιο, υποβαθμίζεται διαρκώς με μόνο στόχο της πλήρη απαξίωση και την παράδοσή του στα ιδιωτικά συμφέροντα.
• Σημαντικά αναπτυξιακά εργαλεία, όπως είναι τα ειδικά δασοτεχνικά έργα γίνονται σε περιορισμένη κλίμακα αφενός λόγω της χαμηλής χρηματοδότησης και αφετέρου λόγω του αποπροσανατολισμού της Δασικής Υπηρεσίας από τον κύριο σκοπό της. Οι αναδασώσεις ειδικότερα, μια αμιγώς επιστημονική και τεχνική εργασία, από τις σημαντικότερες για την ανάπτυξη και την αναβάθμιση των διαρκώς πληττόμενων δασικών μας οικοσυστημάτων, αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα.
• Το προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο για τα δάση ξηλώνεται μέρα με τη μέρα ώστε κάθε επέμβαση, ανεξαρτήτως περιβαλλοντικού κόστους, να επιτρέπεται και να αδειοδοτείται. Η προστασία του περιβάλλοντος υποκλίνεται και υποτάσσεται στο υπέρτερο «δημόσιο» συμφέρον που δεν είναι άλλο από το όφελος της εγχώριας και διεθνούς οικονομικής ελίτ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος (άρ. 24 & 117) θα μπουν εκ νέου στο στόχαστρο και θα επιδιωχθεί η αναθεώρησή τους, όπως το 2001 και το 2008. Στόχος μιας τέτοιας αναθεώρησης δεν είναι άλλος από το να υπερπηδηθεί και το τελευταίο εμπόδιο για την παράδοση των δασικών μας οικοσυστημάτων στα αδηφάγα επιχειρηματικά συμφέροντα που βυσσοδομούν απροκάλυπτα πλέον και με πρόσχημα την κρίση, εις βάρος του λαού και του περιβάλλοντος.
Για την Αριστερά, για το λαό, ο αγώνας ενάντια στην ολέθρια για τον άνθρωπο και τη φύση πολιτική, είναι μονόδρομος. Η ανάγκη χάραξης μιας νέας δασικής πολιτικής, με κορμό μια αναβαθμισμένη και ανασυγκροτημένη, δημόσια Δασική Υπηρεσία και με στόχο την αειφορική διαχείριση, την προστασία και την ανάπτυξη των δασικών και εν γένει των φυσικών οικοσυστημάτων ως κοινωνικών πόρων και δημόσιων αγαθών, καθοριστικών παραγόντων για την ανάπτυξης και ευημερίας της κοινωνίας, είναι επιβεβλημένη.
Νατάσα Βαρουχάκη
Δασολόγος, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (ΟΣΕΑΔΕ)
Σχόλιο: θα είναι καλύτερα να ορίσουμε τα δασικά οικοσυστήματα σαν "κοινά" αγαθά και όχι "δημόσια", γιατί με τη σύγχυση που υπάρχει με τους όρους, το "δημόσιο" έχει ταυτισθεί με το "κρατικό". Και ξέρουμε ότι το "κρατικό', κάθε άλλο παρά "κοινωνικό" έχει αποδειχθεί. Η δημόσια διαχείριση, το ίδιο έχει αποδειχθεί, κάθε άλλο παρά υπέρ της κοινωνίας λειτούργησε μέχρι τώρα. Προφανώς και η ιδιωτικοποιημένη διαχείριση δεν είναι επιθυμητή για την κοινωνία. Το άρθρο το στοιχειοθετεί αυτό. Το πρόβλημα όμως υπάρχει και με τη δημόσια διαχείριση, όταν δεν υπάρχει κοινωνικός έλεγχος. Υπάρχει επομένως πρόβλημα με το τι μορφή κράτους θέλουμε σήμερα και τι θεσμούς κοινωνικούς θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε ώστε πραγματικά η διαχείριση των "Κοινών" να περάσει στα χέρια των πολιτών και της τοπικής κάθε φοράς κοινωνίας. Τα δασικά οικοσυστήματα είναι έτσι και αλλιώς "εδαφοτοπικοποιημένα" και οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να τα διαχειρίζονται και όχι ένα απομακρυσμένο κεντρικό κράτος. Αυτές θα πρέπει να δώσουν λύση και στη διαχείρισή τους στα πλαίσια του "κοινού" καλού, οικολογικού και κοινωνικού.
Ωστόσο τα οικολογικά προβλήματα είναι συμπτώματα των σύγχρονων κοινωνιών και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσής τους. Η κλιματική αλλαγή, η ερημοποίηση, η εξάντληση φυσικών πόρων, η εξαφάνιση ειδών και η μόλυνση του αέρα και των υδάτων, αποτελούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός κοινωνικού-οικονομικού μοντέλου που θέτει ως πρώτο στόχο το κέρδος και για το σκοπό αυτό εκμεταλλεύεται μέχρι εξάντλησης ανθρώπους και φυσικό περιβάλλον. Τα οικολογικά προβλήματα του περασμένου αιώνα, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού που βιώνουμε είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν τελικά και σε περιβαλλοντική κρίση.
Με αυτά τα δεδομένα, τα δάση, ως τα σημαντικότερα και πλέον εκτεταμένα χερσαία φυσικά οικοσυστήματα αποτελούν ύψιστο δημόσιο αγαθό, υπερεθνικού μάλιστα χαρακτήρα. Η προσφορά τους στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και κυρίως στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι αναμφισβήτητη. Η ανθρωπότητα θα κληθεί σύντομα να προστατέψει τα δασικά οικοσυστήματα παγκοσμίως και να αντιμετωπίσει το περιβαλλοντικό ζήτημα αναλαμβάνοντας δράση αντί να περιορίζεται σε συνδιασκέψεις, διακηρύξεις και ευχολόγια.
Στη χώρα μας, όπως και στις φτωχές «αναπτυσσόμενες» χώρες, τα δάση και το φυσικό περιβάλλον αντί να αντιμετωπίζονται ως πολύτιμο δημόσιο αγαθό, βρίσκονται πάντα σε σχέση υποτέλειας ως προς τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Οι ασκούμενες πολιτικές έχουν αποτέλεσμα το σταδιακά μειούμενο βαθμό προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων προκειμένου να διευκολυνθεί η, προβαλλόμενη ως επιτακτική, οικονομική μεγέθυνση αντί μιας ανάπτυξης βιώσιμης με σεβασμό στο περιβάλλον και στις ανάγκες του ανθρώπου. Ο κίνδυνος αφενός της εξάντλησης των φυσικών πόρων και αφετέρου της πρόκλησης μη αναστρέψιμων βλαβών στο περιβάλλον διαβίωσης του πληθυσμού, είναι περισσότερο από ορατός.
Παρά τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση του κράτους να προστατεύει το δασικό μας πλούτο, εδώ και τριάντα χρόνια οι εφαρμοζόμενες πολιτικές υποκρύπτουν μια εντελώς αντίθετη στόχευση με νομοθετήματα και πρακτικές που κινούνται στα όρια της συνταγματικότητας, πολλές φορές δε και εκτός αυτών. Είναι εξάλλου αμέτρητες οι περί αντισυνταγματικότητας αποφάσεις του ΣτΕ, τελευταία αυτή για τον ορισμό του δάσους που εισήγαγε ο ν. 3208/03 μέσω του οποίου αποχαρακτηρίστηκαν ανυπολόγιστα στρέμματα δασικής γης.
Τα κροκοδείλια δάκρυα της πολιτικής ηγεσίας μετά από κάθε μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά και οι δήθεν πρωτοβουλίες για τα εκτεταμένα φαινόμενα λαθροϋλοτομίας που προκάλεσε η φτώχεια που επέβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η τρόικα στον ελληνικό λαό, δεν πείθουν κανέναν.
Η πολιτική στον τομέα των δασών τις τελευταίες δεκαετίες ήταν καταστροφική αλλά στα χρόνια των μνημονίων, γίνεται πλέον εγκληματική.
• Η Δασική Υπηρεσία, κάποτε πρότυπο οργάνωσης δημόσιας υπηρεσίας, που στο παρελθόν προσέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της υπαίθρου, από τη σταδιακή εγκατάλειψη οδηγείται πλέον στην πλήρη διάλυση. Οι διάφοροι διοικητικοί πειραματισμοί τις τελευταίες δεκαετίες, η αποξένωση της Δασικής Υπηρεσίας από τον τομέα των δασικών πυρκαγιών, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ιδιωτικούς φορείς, αποδιοργάνωσαν την άλλοτε αξιόμαχη υπηρεσία. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής μετριούνται μόνο με τα εκατομμύρια στρέμματα καμένων δασών και καλλιεργειών, με την καταστροφή περιουσιών και εγκαταστάσεων και δυστυχώς με την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
• Η διαχείριση των δασών μας για την παραγωγή ποιοτικών δασικών προϊόντων σε συνδυασμό με την προστασία τους από τις πυρκαγιές και τις ασθένειες και την εν γένει ενίσχυση του προστατευτικού τους ρόλους στην οικολογική ισορροπία, μετά την υποβάθμιση της Κρατικής Εκμετάλλευσης Δασών, έχει εγκαταλειφθεί. Το αναξιοποίητο εθνικό μας κεφάλαιο, υποβαθμίζεται διαρκώς με μόνο στόχο της πλήρη απαξίωση και την παράδοσή του στα ιδιωτικά συμφέροντα.
• Σημαντικά αναπτυξιακά εργαλεία, όπως είναι τα ειδικά δασοτεχνικά έργα γίνονται σε περιορισμένη κλίμακα αφενός λόγω της χαμηλής χρηματοδότησης και αφετέρου λόγω του αποπροσανατολισμού της Δασικής Υπηρεσίας από τον κύριο σκοπό της. Οι αναδασώσεις ειδικότερα, μια αμιγώς επιστημονική και τεχνική εργασία, από τις σημαντικότερες για την ανάπτυξη και την αναβάθμιση των διαρκώς πληττόμενων δασικών μας οικοσυστημάτων, αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα.
• Το προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο για τα δάση ξηλώνεται μέρα με τη μέρα ώστε κάθε επέμβαση, ανεξαρτήτως περιβαλλοντικού κόστους, να επιτρέπεται και να αδειοδοτείται. Η προστασία του περιβάλλοντος υποκλίνεται και υποτάσσεται στο υπέρτερο «δημόσιο» συμφέρον που δεν είναι άλλο από το όφελος της εγχώριας και διεθνούς οικονομικής ελίτ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος (άρ. 24 & 117) θα μπουν εκ νέου στο στόχαστρο και θα επιδιωχθεί η αναθεώρησή τους, όπως το 2001 και το 2008. Στόχος μιας τέτοιας αναθεώρησης δεν είναι άλλος από το να υπερπηδηθεί και το τελευταίο εμπόδιο για την παράδοση των δασικών μας οικοσυστημάτων στα αδηφάγα επιχειρηματικά συμφέροντα που βυσσοδομούν απροκάλυπτα πλέον και με πρόσχημα την κρίση, εις βάρος του λαού και του περιβάλλοντος.
Για την Αριστερά, για το λαό, ο αγώνας ενάντια στην ολέθρια για τον άνθρωπο και τη φύση πολιτική, είναι μονόδρομος. Η ανάγκη χάραξης μιας νέας δασικής πολιτικής, με κορμό μια αναβαθμισμένη και ανασυγκροτημένη, δημόσια Δασική Υπηρεσία και με στόχο την αειφορική διαχείριση, την προστασία και την ανάπτυξη των δασικών και εν γένει των φυσικών οικοσυστημάτων ως κοινωνικών πόρων και δημόσιων αγαθών, καθοριστικών παραγόντων για την ανάπτυξης και ευημερίας της κοινωνίας, είναι επιβεβλημένη.
Νατάσα Βαρουχάκη
Δασολόγος, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (ΟΣΕΑΔΕ)
Σχόλιο: θα είναι καλύτερα να ορίσουμε τα δασικά οικοσυστήματα σαν "κοινά" αγαθά και όχι "δημόσια", γιατί με τη σύγχυση που υπάρχει με τους όρους, το "δημόσιο" έχει ταυτισθεί με το "κρατικό". Και ξέρουμε ότι το "κρατικό', κάθε άλλο παρά "κοινωνικό" έχει αποδειχθεί. Η δημόσια διαχείριση, το ίδιο έχει αποδειχθεί, κάθε άλλο παρά υπέρ της κοινωνίας λειτούργησε μέχρι τώρα. Προφανώς και η ιδιωτικοποιημένη διαχείριση δεν είναι επιθυμητή για την κοινωνία. Το άρθρο το στοιχειοθετεί αυτό. Το πρόβλημα όμως υπάρχει και με τη δημόσια διαχείριση, όταν δεν υπάρχει κοινωνικός έλεγχος. Υπάρχει επομένως πρόβλημα με το τι μορφή κράτους θέλουμε σήμερα και τι θεσμούς κοινωνικούς θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε ώστε πραγματικά η διαχείριση των "Κοινών" να περάσει στα χέρια των πολιτών και της τοπικής κάθε φοράς κοινωνίας. Τα δασικά οικοσυστήματα είναι έτσι και αλλιώς "εδαφοτοπικοποιημένα" και οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να τα διαχειρίζονται και όχι ένα απομακρυσμένο κεντρικό κράτος. Αυτές θα πρέπει να δώσουν λύση και στη διαχείρισή τους στα πλαίσια του "κοινού" καλού, οικολογικού και κοινωνικού.