Το νερό είναι ένα πολύτιµο και απαραίτητο αγαθό για όλες τις µορφές ζωής και όλες σχεδόν τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Οι διαθέσιµες ποσότητες νερού στον πλανήτη ανακυκλώνονται µέσα από ένα σύστηµα αλληλεπίδρασης µεταξύ γης και ατµόσφαιρας, που ονοµάζεται «υδρολογικός κύκλος». Αυτό σηµαίνει ότι, παρά την αύξηση του πληθυσµού στον πλανήτη, οι ποσότητες των διαθέσιµων και προσβάσιµων ποσοτήτων γλυκού νερού παραµένουν ίδιες. Εποµένως, η τροφοδοσία του διαρκώς αυξανόµενου πληθυσµού µε επαρκούς ποιότητας νερό εξαρτάται από την ικανότητα και τη βούληση για ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων µε τρόπο τέτοιο ώστε να µπορεί να φθάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους µε κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτό άλλωστε συνιστά και η φιλοσοφία πίσω από την έκδοση και υιοθέτηση από την ΕΕ της Οδηγίας Πλαίσιο για το Νερό (2000/60/ΕΚ) η οποία αποσκοπεί στην ολοκληρωµένη προσέγγιση στη διαχείριση του νερού και η οποία στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει στην εφαρµογή της µε αποτέλεσµα όχι µόνο σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αλλά και σοβαρές οικονοµικές συνέπειες.
Την ίδια ώρα, η κλιµατική αλλαγή αποτελεί µια σηµαντική πίεση στους επιφανειακούς και υπόγειους υδάτινους πόρους και φυσικά στα οικοσυστήµατα. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό στις ηµέρες µας αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έχουν επηρεαστεί οι διαθέσιµες ποσότητες νερού και πόσο αναµένεται να επηρεαστούν στο µέλλον λόγω του µεταβολών, και κυρίως του περιορισµού, του ύψους των βροχοπτώσεων σε πολλές περιοχές του πλανήτη, όπως η λεκάνη της Μεσογείου. Παράλληλα, η άνιση χρονική κατανοµή των βροχοπτώσεων έχει οδηγήσει σε µια όλο και µεγαλύτερη αύξηση της συχνότητας εµφάνισης ακραίων φαινοµένων όπως είναι οι ξηρασίες και οι πληµµύρες. Πρόσφατο παράδειγµα τα πληµµυρικά επεισόδια στις Φιλιππίνες οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε παραπάνω από 6000 ανθρώπους µε συνολικές ζηµιές πάνω 10 δις δολλάρια. Σύµφωνα µε τον ΟΗΕ, η παρατεταµένη ξηρασία του 2012 έφερε αντιµέτωπους µε τον εφιάλτη της πείνας εκατοµµύρια ανθρώπους -ανάµεσά τους και τουλάχιστον 1.500.000 παιδιά- σε χώρες όπως η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, το Μάλι.
Σύµφωνα µε τον Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) (2007) η µέση θερµοκρασία στον πλανήτη αναµένεται να αυξηθεί µέχρι το 2100 κατά 1.8 µε 4.0 oC. Τα µοντέλα πρόγνωσης της θέρµανσης του πλανήτη δείχνουν ότι η αύξηση της θερµοκρασίας αναµένεται να είναι εντονότερη κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες στις ηπειρωτικές περιοχές που απαντούν στα µεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη (π.χ. Αρκτική). Αυτό θα έχει ως άµεσο αποτέλεσµα τη µεγαλύτερη τήξη των πάγων και την παγκόσµια αύξηση της θαλάσσιας στάθµης κατά 0.2-0.6 m µέχρι το 2100, τη στιγµή που για τη δεκαετία 1993-2003 έχει ήδη καταγραφεί µια αύξηση της παγκόσµιας στάθµης κατά 3.3 mm/έτος.
Το υπόγειο νερό αποτελεί ένα σηµαντικό στοιχείο του υδρολογικού κύκλου το οποίο εξασφαλίζει τη βιωσιµότητα των υδάτινων πόρων, ιδιαίτερα των υγροτόπων και των παράκτιων οικοσυστηµάτων, και σε µεγάλο βαθµό επάρκεια για την κάλυψη αναγκών, κυρίως υδρευτικών και αρδευτικών. Η αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων εξαρτάται άµεσα από την ποσότητα των βροχών, ειδικά κατά τη χειµερινή περίοδο. Μελέτες δείχνουν ότι η στάθµη των υπόγειων υδάτων µειώνεται, εν µέρει λόγω της κλιµατικής, και φυσικά λόγω των αυξηµένων απολήψεων. Περαιτέρω µείωση της στάθµης των υπόγειων υδάτων αναµένεται κυρίως λόγω της συρρίκνωσης των βροχοπτώσεων και του περιορισµού της χιονοκάλυψης. Την ίδια στιγµή στις παράκτιες περιοχές όπου οι ανάγκες σε νερό είναι αυξηµένες, κυρίως λόγω τουριστικών δραστηριοτήτων, η µειωµένη, λόγω της κλιµατικής αλλαγής, αναπλήρωσης των ήδη εβρισκόµενων σε υπερεκµετάλλευση υδροφόρων οριζόντων έχει ως αποτέλεσµα την διείσδυση του θαλασσινού νερού στην ενδοχώρα προκαλώντας υφαλµύρινση του υπόγειου νερού καθιστώντας το ακατάλληλο για µια σειρά χρήσεων.
Η κλιµατική αλλαγή εκτιµάται ότι µπορεί να έχει επιπτώσεις και στην ποιότητα του νερού οφειλόµενες κυρίως στη µεταβολή των φυσικο-χηµικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτων, κυρίως των επιφανειακών (λίµνες και ποτάµια), λόγω της αύξησης της θερµοκρασίας καθώς και στην εντατικοποίηση των ανθρωπογενών πιέσεων. Έτσι, οι υψηλότερες θερµοκρασίες του αέρα αναµένεται να οδηγήσουν σε υψηλότερες θερµοκρασίες του νερού, κάτι που ήδη έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια του περασµένου αιώνα, όπου η θερµοκρασία του νερού των ποταµών και λιµνών αυξήθηκε κατά 1-3°C. Η αύξηση της θερµοκρασίας λόγω της κλιµατικής αλλαγής εκτιµάται ότι δύναται να οδηγήσει σε µείωση της περιεκτικότητας του νερού σε διαλυµένο οξυγόνο, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη βιοποικιλότητα και τον κύκλο του αζώτου, οδηγώντας δυνητικά σε εξαφάνιση ειδών.
Οι αλλαγές των φυσικο-χηµικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτινων πόρων αναµένεται να έχει συνέπειες σε πολλούς τοµείς της οικονοµίας. Ειδικότερα, η µικρότερη διαθεσιµότητα σε νερό και η ξηρασία εκτιµάται ότι θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στους περισσότερους τοµείς της παραγωγικής δραστηριότητας όπως η γεωργία, η ενέργεια και ο τουρισµός. Ήδη οι συνολικές οικονοµικές επιπτώσεις της ξηρασίας τα τελευταία 30 χρόνια εκτιµάται ότι ανέρχονται σε 85 δισ. ευρώ στην ΕΕ , µε µέσο όρο 5,3 δισ. ευρώ / έτος. Ειδικότερα στη γεωργία, η κλιµατική αλλαγή αναµένεται να οδηγήσει σε αύξηση των αρδευόµενων εκτάσεων και κατά συνέπεια σε αύξηση των απολήψεων νερού. Αρδευόµενες περιοχές που σήµερα βρίσκονται υπό εκµετάλλευση πιθανώς να εγκαταλειφθούν λόγω µειωµένης διαθεσιµότητας νερού. Την ίδια στιγµή οι απολήψεις νερού για άρδευση στη ΝΑ Μεσόγειο είναι υψηλές λόγω της υψηλής εξατµισοδιαπνοής. Οι ποσότητες αυτές είναι συχνά µεγαλύτερες από την κατανάλωση µε αποτέλεσµα, η ασφάλεια των τροφίµων, η οποία εξαρτάται άµεσα από την άρδευση, να αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για την περιοχή.
Οι επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους της Ευρώπης είναι ένα κρίσιµο ζήτηµα για τη ζωή των ανθρώπων και την οικονοµία. Ακόµη και αν οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί, η αύξηση της θερµοκρασίας και οι σχετικές επιπτώσεις αυτής, συµπεριλαµβανοµένης και της µείωσης των διαθέσιµων ποσοτήτων νερού και των πληµµυρών, αναµένεται να συνεχιστούν για πολλές δεκαετίες ακόµη. Εποµένως, η προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Σήµερα, υπάρχουν αρκετά εργαλεία και νοµοθετήµατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα οποία µπορούν να παρέχουν την απαραίτητη καθοδήγηση και ευαισθητοποίηση των ηγεσιών αλλά και των απλών πολιτών στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής. Η Πράσινη Βίβλος για την Προσαρµογή στην Κλιµατική Αλλαγή, που δηµοσιεύτηκε το 2007, δηµιούργησε ένα πανευρωπαϊκό νοµικό πλαίσιο, µε την ταυτόχρονη προκήρυξη χρηµατοδοτούµενων προγραµµάτων για την προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή, όπως το Ταµείο Συνοχής και Αλληλεγγύης και το LIFE.
Οι στρατηγικές για την προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή πρέπει επίσης να ενταχθούν στο πλαίσιο των υφιστάµενων ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών και θεσµικών πλαισίων. Η ένταξή τους µπορεί να διευκολυνθεί εάν συµπίπτει µε άλλους στόχους και win-win λύσεις µε πολλαπλά οφέλη. Για παράδειγµα, η προσαρµογή θα µπορούσε να ενσωµατωθεί ρητά στην εφαρµογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/EΚ µε διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγµα µέσω µιας αξιολόγησης των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής για κάθε λεκάνη απορροής ποταµού και την ένταξη των σχετικών δράσεων στα προγράµµατα των προτεινόµενων µέτρων. Η Οδηγία 2007/60/ΕΚ, η οποία συµπληρώνει την ήδη υπάρχουσα Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τα νερά µέσα από την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πληµµύρας, κινείται προς την κατεύθυνση αυτή καθώς συνδέεται άµεσα µε την κλιµατική αλλαγή. Παράλληλα, η προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή θα πρέπει να περνάει µέσα από την αρχή της αειφορίας σε σχέση µε τους υδάτινους πόρους, µε δράσεις όπως η προστασία και η αποκατάσταση οικοσυστηµάτων και η µείωση του χάσµατος µεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού µε την ενίσχυση δράσεων που µειώνουν τη ζήτηση.
ΜΑΤΙΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Δρ. Υδρογεωλόγος
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’Αθήνας
Πηγή
Την ίδια ώρα, η κλιµατική αλλαγή αποτελεί µια σηµαντική πίεση στους επιφανειακούς και υπόγειους υδάτινους πόρους και φυσικά στα οικοσυστήµατα. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό στις ηµέρες µας αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έχουν επηρεαστεί οι διαθέσιµες ποσότητες νερού και πόσο αναµένεται να επηρεαστούν στο µέλλον λόγω του µεταβολών, και κυρίως του περιορισµού, του ύψους των βροχοπτώσεων σε πολλές περιοχές του πλανήτη, όπως η λεκάνη της Μεσογείου. Παράλληλα, η άνιση χρονική κατανοµή των βροχοπτώσεων έχει οδηγήσει σε µια όλο και µεγαλύτερη αύξηση της συχνότητας εµφάνισης ακραίων φαινοµένων όπως είναι οι ξηρασίες και οι πληµµύρες. Πρόσφατο παράδειγµα τα πληµµυρικά επεισόδια στις Φιλιππίνες οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε παραπάνω από 6000 ανθρώπους µε συνολικές ζηµιές πάνω 10 δις δολλάρια. Σύµφωνα µε τον ΟΗΕ, η παρατεταµένη ξηρασία του 2012 έφερε αντιµέτωπους µε τον εφιάλτη της πείνας εκατοµµύρια ανθρώπους -ανάµεσά τους και τουλάχιστον 1.500.000 παιδιά- σε χώρες όπως η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, το Μάλι.
Σύµφωνα µε τον Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) (2007) η µέση θερµοκρασία στον πλανήτη αναµένεται να αυξηθεί µέχρι το 2100 κατά 1.8 µε 4.0 oC. Τα µοντέλα πρόγνωσης της θέρµανσης του πλανήτη δείχνουν ότι η αύξηση της θερµοκρασίας αναµένεται να είναι εντονότερη κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες στις ηπειρωτικές περιοχές που απαντούν στα µεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη (π.χ. Αρκτική). Αυτό θα έχει ως άµεσο αποτέλεσµα τη µεγαλύτερη τήξη των πάγων και την παγκόσµια αύξηση της θαλάσσιας στάθµης κατά 0.2-0.6 m µέχρι το 2100, τη στιγµή που για τη δεκαετία 1993-2003 έχει ήδη καταγραφεί µια αύξηση της παγκόσµιας στάθµης κατά 3.3 mm/έτος.
Το υπόγειο νερό αποτελεί ένα σηµαντικό στοιχείο του υδρολογικού κύκλου το οποίο εξασφαλίζει τη βιωσιµότητα των υδάτινων πόρων, ιδιαίτερα των υγροτόπων και των παράκτιων οικοσυστηµάτων, και σε µεγάλο βαθµό επάρκεια για την κάλυψη αναγκών, κυρίως υδρευτικών και αρδευτικών. Η αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων εξαρτάται άµεσα από την ποσότητα των βροχών, ειδικά κατά τη χειµερινή περίοδο. Μελέτες δείχνουν ότι η στάθµη των υπόγειων υδάτων µειώνεται, εν µέρει λόγω της κλιµατικής, και φυσικά λόγω των αυξηµένων απολήψεων. Περαιτέρω µείωση της στάθµης των υπόγειων υδάτων αναµένεται κυρίως λόγω της συρρίκνωσης των βροχοπτώσεων και του περιορισµού της χιονοκάλυψης. Την ίδια στιγµή στις παράκτιες περιοχές όπου οι ανάγκες σε νερό είναι αυξηµένες, κυρίως λόγω τουριστικών δραστηριοτήτων, η µειωµένη, λόγω της κλιµατικής αλλαγής, αναπλήρωσης των ήδη εβρισκόµενων σε υπερεκµετάλλευση υδροφόρων οριζόντων έχει ως αποτέλεσµα την διείσδυση του θαλασσινού νερού στην ενδοχώρα προκαλώντας υφαλµύρινση του υπόγειου νερού καθιστώντας το ακατάλληλο για µια σειρά χρήσεων.
Η κλιµατική αλλαγή εκτιµάται ότι µπορεί να έχει επιπτώσεις και στην ποιότητα του νερού οφειλόµενες κυρίως στη µεταβολή των φυσικο-χηµικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτων, κυρίως των επιφανειακών (λίµνες και ποτάµια), λόγω της αύξησης της θερµοκρασίας καθώς και στην εντατικοποίηση των ανθρωπογενών πιέσεων. Έτσι, οι υψηλότερες θερµοκρασίες του αέρα αναµένεται να οδηγήσουν σε υψηλότερες θερµοκρασίες του νερού, κάτι που ήδη έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια του περασµένου αιώνα, όπου η θερµοκρασία του νερού των ποταµών και λιµνών αυξήθηκε κατά 1-3°C. Η αύξηση της θερµοκρασίας λόγω της κλιµατικής αλλαγής εκτιµάται ότι δύναται να οδηγήσει σε µείωση της περιεκτικότητας του νερού σε διαλυµένο οξυγόνο, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη βιοποικιλότητα και τον κύκλο του αζώτου, οδηγώντας δυνητικά σε εξαφάνιση ειδών.
Οι αλλαγές των φυσικο-χηµικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτινων πόρων αναµένεται να έχει συνέπειες σε πολλούς τοµείς της οικονοµίας. Ειδικότερα, η µικρότερη διαθεσιµότητα σε νερό και η ξηρασία εκτιµάται ότι θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στους περισσότερους τοµείς της παραγωγικής δραστηριότητας όπως η γεωργία, η ενέργεια και ο τουρισµός. Ήδη οι συνολικές οικονοµικές επιπτώσεις της ξηρασίας τα τελευταία 30 χρόνια εκτιµάται ότι ανέρχονται σε 85 δισ. ευρώ στην ΕΕ , µε µέσο όρο 5,3 δισ. ευρώ / έτος. Ειδικότερα στη γεωργία, η κλιµατική αλλαγή αναµένεται να οδηγήσει σε αύξηση των αρδευόµενων εκτάσεων και κατά συνέπεια σε αύξηση των απολήψεων νερού. Αρδευόµενες περιοχές που σήµερα βρίσκονται υπό εκµετάλλευση πιθανώς να εγκαταλειφθούν λόγω µειωµένης διαθεσιµότητας νερού. Την ίδια στιγµή οι απολήψεις νερού για άρδευση στη ΝΑ Μεσόγειο είναι υψηλές λόγω της υψηλής εξατµισοδιαπνοής. Οι ποσότητες αυτές είναι συχνά µεγαλύτερες από την κατανάλωση µε αποτέλεσµα, η ασφάλεια των τροφίµων, η οποία εξαρτάται άµεσα από την άρδευση, να αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για την περιοχή.
Οι επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους της Ευρώπης είναι ένα κρίσιµο ζήτηµα για τη ζωή των ανθρώπων και την οικονοµία. Ακόµη και αν οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί, η αύξηση της θερµοκρασίας και οι σχετικές επιπτώσεις αυτής, συµπεριλαµβανοµένης και της µείωσης των διαθέσιµων ποσοτήτων νερού και των πληµµυρών, αναµένεται να συνεχιστούν για πολλές δεκαετίες ακόµη. Εποµένως, η προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Σήµερα, υπάρχουν αρκετά εργαλεία και νοµοθετήµατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα οποία µπορούν να παρέχουν την απαραίτητη καθοδήγηση και ευαισθητοποίηση των ηγεσιών αλλά και των απλών πολιτών στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής. Η Πράσινη Βίβλος για την Προσαρµογή στην Κλιµατική Αλλαγή, που δηµοσιεύτηκε το 2007, δηµιούργησε ένα πανευρωπαϊκό νοµικό πλαίσιο, µε την ταυτόχρονη προκήρυξη χρηµατοδοτούµενων προγραµµάτων για την προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή, όπως το Ταµείο Συνοχής και Αλληλεγγύης και το LIFE.
Οι στρατηγικές για την προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή πρέπει επίσης να ενταχθούν στο πλαίσιο των υφιστάµενων ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών και θεσµικών πλαισίων. Η ένταξή τους µπορεί να διευκολυνθεί εάν συµπίπτει µε άλλους στόχους και win-win λύσεις µε πολλαπλά οφέλη. Για παράδειγµα, η προσαρµογή θα µπορούσε να ενσωµατωθεί ρητά στην εφαρµογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/EΚ µε διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγµα µέσω µιας αξιολόγησης των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής για κάθε λεκάνη απορροής ποταµού και την ένταξη των σχετικών δράσεων στα προγράµµατα των προτεινόµενων µέτρων. Η Οδηγία 2007/60/ΕΚ, η οποία συµπληρώνει την ήδη υπάρχουσα Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τα νερά µέσα από την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πληµµύρας, κινείται προς την κατεύθυνση αυτή καθώς συνδέεται άµεσα µε την κλιµατική αλλαγή. Παράλληλα, η προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή θα πρέπει να περνάει µέσα από την αρχή της αειφορίας σε σχέση µε τους υδάτινους πόρους, µε δράσεις όπως η προστασία και η αποκατάσταση οικοσυστηµάτων και η µείωση του χάσµατος µεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού µε την ενίσχυση δράσεων που µειώνουν τη ζήτηση.
ΜΑΤΙΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Δρ. Υδρογεωλόγος
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’Αθήνας
Πηγή