![Bild](/uploads/1/2/9/4/12945855/54859.jpg)
Στις 22 και 23 Φλεβάρη, έγινε στο αυτοδιαχειριζόµενο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ στην Αθήνα, µια πανελλαδική συνάντηση συλλογικοτήτων, που αγωνίζονται τα τελευταία χρόνια για ένα διαφορετικό µοντέλο στη διαχείριση των απορριµµάτων. Είχε προηγηθεί µια αντίστοιχη συνάντηση στις 25 Γενάρη στη Θεσσαλονίκη, για τις συλλογικότητες από τη Β. Ελλάδα. Ο κύκλος αυτός των συναντήσεων κατάφερε –σε εποχές µάλλον χαλεπές για τα περιβαλλοντικά κινήµατα (και όχι µόνο)– να συσπειρώσει ένα µεγάλο και ποικιλόµορφο φάσµα κινηµατικών, κυρίως, πρωτοβουλιών γύρω από ένα διπλό κατά βάση στόχο:
A. Να ανατρέψουµε τις κυοφορούµενες εξελίξεις για την κατασκευή φαραωνικών εργοστασίων «επεξεργασίας» και καύσης σκουπιδιών σε όλη την Ελλάδα, κατά παραγγελία της τρόικας και των µεγάλων εργολαβικών οµίλων
B. Να ανοίξουµε το δρόµο για ένα εντελώς διαφορετικό µοντέλο, που βασίζεται στην πρόληψη και στην ανακύκλωση, µέσα από την αποκέντρωση, τον κοινωνικό έλεγχο και το δηµόσιο σχεδιασµό. Ένα µοντέλο που εξασφαλίζει πολλαπλές ωφέλειες: τις περισσότερες θέσεις εργασίας, το χαµηλότερο κόστος για τους πολίτες, το µέγιστο όφελος για το περιβάλλον, την εξοικονόµηση ενέργειας και πρώτων υλών. Δεν είναι κάτι νέο, ούτε κάτι καινοτόµο. Στην πραγµατικότητα, είναι τόσο αυτονόητο αυτό, που θεωρητικά το υποστηρίζουν όλοι: η ΕΕ µέσα από τις οδηγίες της, η ελληνική πολιτεία µέσα από τους σχεδιασµούς που εξαγγέλλει, η αυτοδιοίκηση και οι ΜΚΟ. Στην πράξη, όµως, η επίκληση του «αυτονόητου» γίνεται –όπως πολύ συχνά άλλωστε– το προπέτασµα καπνού για ολωσδιόλου αντίθετες µεθοδεύσεις.
Σήµερα, ενώ η διαχείριση των απορριµµάτων στη χώρα διατηρείται σε τριτοκοσµική κατάσταση, τα µεγαλοεργολαβικά σχέδια βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Είµαστε µάρτυρες µιας πραγµατικότητας που χαρακτηρίζεται:
• Από ελάχιστα ποσοστά ανακύκλωσης (θεωρητικά 15%, στην πράξη πολύ λιγότερο).
• Από ανεξέλεγκτη διάθεση σε παράνοµους χώρους αστικών και βιοµηχανικών αποβλήτων.
• Από ηµι-ελεγχόµενη διάθεση στους περισσότερους Χώρους Υγειονοµικής (υποτίθεται) Ταφής Απορριµµάτων της χώρας, µε χαρακτηριστικότερη την τοξική βόµβα στη Φυλή.
• Από ελάχιστες περιπτώσεις πιο οργανωµένης διάθεσης-διαχείρισης, που, ωστόσο, απέχει πολύ από την περιβαλλοντικά ασφαλή και κοινωνικά ορθολογική διαχείριση.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για µια κατάσταση που διαιωνίζεται σκόπιµα και που οδηγεί σε αδιέξοδο, προκειµένου κάποιοι να µας «σώσουν», µε το αζηµίωτο φυσικά, προτείνοντας λύσεις που κάθε άλλο παρά λύνουν το πρόβληµα. Αντίθετα, το µεγεθύνουν, προσθέτοντας στην ήδη προβληµατική κατάσταση τη µελλοντική δραµατική αύξηση του κόστους που θα κληθούµε να καταβάλουµε στους συνήθεις «σωτήρες».
Σήµερα, σχεδόν σε όλη τη χώρα, βρίσκονται σε εξέλιξη δηµοπρατήσεις φαραωνικών έργων µε τη µέθοδο σύµπραξης Δηµόσιου – Ιδιωτικού Τοµέα, που στην πραγµατικότητα αφορά στους γνωστούς µνηστήρες του δηµόσιου χρήµατος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποσότητες των απορριµµάτων που σχεδιάζεται να «επεξεργαστούν» αυτές οι µονάδες είναι τόσο µεγάλες, ώστε να αγνοούνται όχι µόνο οι στόχοι που η ίδια η πολιτεία θέτει για την ανακύκλωση, αλλά και τα στοιχεία που ανακοινώνουν για την παρούσα κατάσταση. Έτσι, ενώ σήµερα ανακοινώνουν ότι το 82% των απορριµµάτων οδηγείται στην ταφή, ο σχεδιασµός της δυναµικότητας των µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων απορριµµάτων αφορά στο 93% του συνόλου των παραγόµενων απορριµµάτων της χώρας. Και, µάλιστα, χωρίς να συνυπολογίζουν τη δραστική µείωση των απορριµµάτων λόγω της κρίσης.
Μέχρι τώρα έχει ανακηρυχθεί προσωρινός ανάδοχος:
• η ΤΕΡΝΑ στην περιφέρεια Πελοποννήσου
• η ΑΚΤΩΡ – ΗΛΕΚΤΩΡ στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας
• η κοινοπραξία ARCHIRODON – ΙΝΤΡΑΚΑΤ – ENVITEC στο ν. Σερρών
• η κοινοπραξία ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ – J&P ΑΒΑΞ – ΑΑΓΗΣ στο ν. Ηλείας
Ενώ οι διαγωνισµοί σε εξέλιξη αφορούν στις 4 µονάδες στην Αττική, καθώς και στην Ήπειρο, στην Αν. Μακεδονία – Θράκη, στην Αιτωλοακαρνανία, στην Αχαΐα και στην Κέρκυρα.
Τι θα παράγουν όµως αυτές οι τεράστιες και πανάκριβες, τόσο στην κατασκευή όσο και στη λειτουργία, µονάδες; Αν κρίνουµε από τα αποτελέσµατα της υφιστάµενης µονάδας µηχανικής επεξεργασίας (ΕΜΑΚ) στη Φυλή και από τα (ωραιοποιηµένα) στοιχεία της ΜΠΕ των µονάδων επεξεργασίας της Πελοποννήσου (τα µόνα διαθέσιµα), διαπιστώνουµε ότι:
• Η ανάκτηση ανακυκλώσιµων υλικών θα φτάνει, το πολύ, το 15%.
• Το 40% θα αφορά ζυµώσιµη-οργανική ύλη, πιθανότατα επιµολυσµένη, από την οποία το µόνο που δεν περιµένουµε είναι την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού-κόµποστ.
• Το υπόλοιπο 45% θα αφορά σε ένα µείγµα, αποτελούµενο, κυρίως, από χαρτί, πλαστικό και µη διαχωρισµένη οργανική ύλη.
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το πώς θα βαφτίζονται τα παραγόµενα προϊόντα των σχεδιαζόµενων µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων απορριµµάτων (κοµπόστ – CLO, υπόλειµµα ή δευτερογενές καύσιµο – RDF), έχουµε να κάνουµε, κατά το µεγαλύτερο µέρος τους, µε την «πρώτη ύλη» των µελλοντικών εργοστασίων καύσης. Που σε µια επόµενη φάση, αν επιτρέψουµε την κατασκευή των µεγάλων µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων, θα µας «σερβιριστούν» σαν ένα αναγκαίο κακό. Προσθέτοντας νέα υπέρογκα κόστη στη διαχείριση των απορριµµάτων. Και αν κάποιος/α αναρωτιέται τι σηµαίνει «καύση απορριµµάτων», ας αναφέρουµε επιγραµµατικά πως σηµαίνει τεράστιο κόστος, σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, σπατάλη πολύτιµων πόρων και µηδαµινή ανάκτηση ενέργειας.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: γιατί σχεδιάζονται τόσο µεγάλες µονάδες αφού δεν υπάρχουν τόσα πολλά σκουπίδια; Οι εναλλακτικές απαντήσεις είναι, σχεδόν, προφανείς: είτε στοχεύουν στο όφελος από την κατασκευή και λειτουργία των υπερδιαστασιολογηµένων εγκαταστάσεων, είτε έχουν σκοπό να υποδέχονται και βιοµηχανικά απόβλητα –γιατί όχι– και απόβλητα εισαγωγής. Είναι µια πρακτική που έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες στο παρελθόν, ενώ πρόσφατο είναι το παράδειγµα µε την προσπάθεια αδειοδότησης µονάδας καύσης εισαγόµενων αποβλήτων στο Βόλο.
Αυτοί οι σχεδιασµοί από την πλευρά κεφαλαίου – πολιτείας – τρόικας δεν έχουν µείνει αναπάντητοι. Τα τελευταία χρόνια, κινήσεις πολιτών, από τη Λευκίµη της Κέρκυρας, το Καρβουνάρι Θεσπρωτίας, τη Μαυροράχη Θεσσαλονίκης και τη Φυλή, µέχρι το Γραµµατικό, την Κερατέα και την Ευκαρπία, επιχειρούν όχι µόνο να φρενάρουν τέτοια σχέδια και να αναδείξουν το πρόβληµα, αλλά και να διατυπώσουν ένα τεκµηριωµένο και συγκροτηµένο εναλλακτικό σχέδιο σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριµµάτων», που συµπλήρωσε τρία χρόνια λειτουργίας, αλλά και το υπό διαµόρφωση «Δίκτυο συντονισµού συλλογικοτήτων» εκφράζουν αυτήν ακριβώς τη στάση: την οργανωµένη κινηµατική δράση των κοινωνικών δυνάµεων, που διεκδικούν κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις για τη διαχείριση των απορριµµάτων.
ΤΑΣΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΠΑΝΟΥΔΗ
Πηγή
A. Να ανατρέψουµε τις κυοφορούµενες εξελίξεις για την κατασκευή φαραωνικών εργοστασίων «επεξεργασίας» και καύσης σκουπιδιών σε όλη την Ελλάδα, κατά παραγγελία της τρόικας και των µεγάλων εργολαβικών οµίλων
B. Να ανοίξουµε το δρόµο για ένα εντελώς διαφορετικό µοντέλο, που βασίζεται στην πρόληψη και στην ανακύκλωση, µέσα από την αποκέντρωση, τον κοινωνικό έλεγχο και το δηµόσιο σχεδιασµό. Ένα µοντέλο που εξασφαλίζει πολλαπλές ωφέλειες: τις περισσότερες θέσεις εργασίας, το χαµηλότερο κόστος για τους πολίτες, το µέγιστο όφελος για το περιβάλλον, την εξοικονόµηση ενέργειας και πρώτων υλών. Δεν είναι κάτι νέο, ούτε κάτι καινοτόµο. Στην πραγµατικότητα, είναι τόσο αυτονόητο αυτό, που θεωρητικά το υποστηρίζουν όλοι: η ΕΕ µέσα από τις οδηγίες της, η ελληνική πολιτεία µέσα από τους σχεδιασµούς που εξαγγέλλει, η αυτοδιοίκηση και οι ΜΚΟ. Στην πράξη, όµως, η επίκληση του «αυτονόητου» γίνεται –όπως πολύ συχνά άλλωστε– το προπέτασµα καπνού για ολωσδιόλου αντίθετες µεθοδεύσεις.
Σήµερα, ενώ η διαχείριση των απορριµµάτων στη χώρα διατηρείται σε τριτοκοσµική κατάσταση, τα µεγαλοεργολαβικά σχέδια βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Είµαστε µάρτυρες µιας πραγµατικότητας που χαρακτηρίζεται:
• Από ελάχιστα ποσοστά ανακύκλωσης (θεωρητικά 15%, στην πράξη πολύ λιγότερο).
• Από ανεξέλεγκτη διάθεση σε παράνοµους χώρους αστικών και βιοµηχανικών αποβλήτων.
• Από ηµι-ελεγχόµενη διάθεση στους περισσότερους Χώρους Υγειονοµικής (υποτίθεται) Ταφής Απορριµµάτων της χώρας, µε χαρακτηριστικότερη την τοξική βόµβα στη Φυλή.
• Από ελάχιστες περιπτώσεις πιο οργανωµένης διάθεσης-διαχείρισης, που, ωστόσο, απέχει πολύ από την περιβαλλοντικά ασφαλή και κοινωνικά ορθολογική διαχείριση.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για µια κατάσταση που διαιωνίζεται σκόπιµα και που οδηγεί σε αδιέξοδο, προκειµένου κάποιοι να µας «σώσουν», µε το αζηµίωτο φυσικά, προτείνοντας λύσεις που κάθε άλλο παρά λύνουν το πρόβληµα. Αντίθετα, το µεγεθύνουν, προσθέτοντας στην ήδη προβληµατική κατάσταση τη µελλοντική δραµατική αύξηση του κόστους που θα κληθούµε να καταβάλουµε στους συνήθεις «σωτήρες».
Σήµερα, σχεδόν σε όλη τη χώρα, βρίσκονται σε εξέλιξη δηµοπρατήσεις φαραωνικών έργων µε τη µέθοδο σύµπραξης Δηµόσιου – Ιδιωτικού Τοµέα, που στην πραγµατικότητα αφορά στους γνωστούς µνηστήρες του δηµόσιου χρήµατος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποσότητες των απορριµµάτων που σχεδιάζεται να «επεξεργαστούν» αυτές οι µονάδες είναι τόσο µεγάλες, ώστε να αγνοούνται όχι µόνο οι στόχοι που η ίδια η πολιτεία θέτει για την ανακύκλωση, αλλά και τα στοιχεία που ανακοινώνουν για την παρούσα κατάσταση. Έτσι, ενώ σήµερα ανακοινώνουν ότι το 82% των απορριµµάτων οδηγείται στην ταφή, ο σχεδιασµός της δυναµικότητας των µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων απορριµµάτων αφορά στο 93% του συνόλου των παραγόµενων απορριµµάτων της χώρας. Και, µάλιστα, χωρίς να συνυπολογίζουν τη δραστική µείωση των απορριµµάτων λόγω της κρίσης.
Μέχρι τώρα έχει ανακηρυχθεί προσωρινός ανάδοχος:
• η ΤΕΡΝΑ στην περιφέρεια Πελοποννήσου
• η ΑΚΤΩΡ – ΗΛΕΚΤΩΡ στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας
• η κοινοπραξία ARCHIRODON – ΙΝΤΡΑΚΑΤ – ENVITEC στο ν. Σερρών
• η κοινοπραξία ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ – J&P ΑΒΑΞ – ΑΑΓΗΣ στο ν. Ηλείας
Ενώ οι διαγωνισµοί σε εξέλιξη αφορούν στις 4 µονάδες στην Αττική, καθώς και στην Ήπειρο, στην Αν. Μακεδονία – Θράκη, στην Αιτωλοακαρνανία, στην Αχαΐα και στην Κέρκυρα.
Τι θα παράγουν όµως αυτές οι τεράστιες και πανάκριβες, τόσο στην κατασκευή όσο και στη λειτουργία, µονάδες; Αν κρίνουµε από τα αποτελέσµατα της υφιστάµενης µονάδας µηχανικής επεξεργασίας (ΕΜΑΚ) στη Φυλή και από τα (ωραιοποιηµένα) στοιχεία της ΜΠΕ των µονάδων επεξεργασίας της Πελοποννήσου (τα µόνα διαθέσιµα), διαπιστώνουµε ότι:
• Η ανάκτηση ανακυκλώσιµων υλικών θα φτάνει, το πολύ, το 15%.
• Το 40% θα αφορά ζυµώσιµη-οργανική ύλη, πιθανότατα επιµολυσµένη, από την οποία το µόνο που δεν περιµένουµε είναι την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού-κόµποστ.
• Το υπόλοιπο 45% θα αφορά σε ένα µείγµα, αποτελούµενο, κυρίως, από χαρτί, πλαστικό και µη διαχωρισµένη οργανική ύλη.
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το πώς θα βαφτίζονται τα παραγόµενα προϊόντα των σχεδιαζόµενων µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων απορριµµάτων (κοµπόστ – CLO, υπόλειµµα ή δευτερογενές καύσιµο – RDF), έχουµε να κάνουµε, κατά το µεγαλύτερο µέρος τους, µε την «πρώτη ύλη» των µελλοντικών εργοστασίων καύσης. Που σε µια επόµενη φάση, αν επιτρέψουµε την κατασκευή των µεγάλων µονάδων επεξεργασίας σύµµεικτων, θα µας «σερβιριστούν» σαν ένα αναγκαίο κακό. Προσθέτοντας νέα υπέρογκα κόστη στη διαχείριση των απορριµµάτων. Και αν κάποιος/α αναρωτιέται τι σηµαίνει «καύση απορριµµάτων», ας αναφέρουµε επιγραµµατικά πως σηµαίνει τεράστιο κόστος, σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, σπατάλη πολύτιµων πόρων και µηδαµινή ανάκτηση ενέργειας.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: γιατί σχεδιάζονται τόσο µεγάλες µονάδες αφού δεν υπάρχουν τόσα πολλά σκουπίδια; Οι εναλλακτικές απαντήσεις είναι, σχεδόν, προφανείς: είτε στοχεύουν στο όφελος από την κατασκευή και λειτουργία των υπερδιαστασιολογηµένων εγκαταστάσεων, είτε έχουν σκοπό να υποδέχονται και βιοµηχανικά απόβλητα –γιατί όχι– και απόβλητα εισαγωγής. Είναι µια πρακτική που έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες στο παρελθόν, ενώ πρόσφατο είναι το παράδειγµα µε την προσπάθεια αδειοδότησης µονάδας καύσης εισαγόµενων αποβλήτων στο Βόλο.
Αυτοί οι σχεδιασµοί από την πλευρά κεφαλαίου – πολιτείας – τρόικας δεν έχουν µείνει αναπάντητοι. Τα τελευταία χρόνια, κινήσεις πολιτών, από τη Λευκίµη της Κέρκυρας, το Καρβουνάρι Θεσπρωτίας, τη Μαυροράχη Θεσσαλονίκης και τη Φυλή, µέχρι το Γραµµατικό, την Κερατέα και την Ευκαρπία, επιχειρούν όχι µόνο να φρενάρουν τέτοια σχέδια και να αναδείξουν το πρόβληµα, αλλά και να διατυπώσουν ένα τεκµηριωµένο και συγκροτηµένο εναλλακτικό σχέδιο σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριµµάτων», που συµπλήρωσε τρία χρόνια λειτουργίας, αλλά και το υπό διαµόρφωση «Δίκτυο συντονισµού συλλογικοτήτων» εκφράζουν αυτήν ακριβώς τη στάση: την οργανωµένη κινηµατική δράση των κοινωνικών δυνάµεων, που διεκδικούν κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις για τη διαχείριση των απορριµµάτων.
ΤΑΣΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΠΑΝΟΥΔΗ
Πηγή