Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Χάρτινα κεφάλαια, πραγματικά χρέη: η διερεύνηση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από τη σκοπιά των οικολογικών οικονομικών

11/8/2013

0 Comments

 
Γιώργος Καλλής a, Joan Martinez-Alier b, Richard B. Norgaard c

a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
b Departament d’Economia i d’Historia Economica and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universitat Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
c Energy and Re­sources Group, University of California at Berkeley, Berkeley, California, USA.

Ο Benjamin M. Friedman, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Ηθικές Συνέπειες της Οικονομικής Ανάπτυξης» (The Moral Consequences of Economic Growth), α­ναφέρει ότι όταν εργαζόταν στην Morgan Stanley στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ετήσιες εκθέσεις της εταιρίας ήταν γεμάτες φωτογραφίες με ερ­γοστάσια και άλλες χειροπιαστές δραστηριότητες. Σήμερα, οι ετήσιες εκθέσεις της Wall Street απεικονίζουν όχι τόσο το επιχειρηματικό αντικείμενο των εταιριών τις οποίες αντιπροσωπεύουν, αλλά τα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία, με ανοδικές και καθοδικές καμπύλες, γραφήματα, και φωτογραφίες των ίδιων των χρηματιστών. Σύμφωνα με τον Friedman η αίσθηση είναι ότι «σε πολλές από αυτές τις εταιρίες η επιχειρηματική δραστηριότητα απομα­κρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματική οικονομική δραστηριότη­τα». Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει την τρέχουσα κρίση. Οι χρημα­τιστές της Wall Street άρχισαν να πιστεύουν ότι οι χρηματικές αξίες με τις οποίες είχαν αξιολογήσει τα κάθε είδους κεφάλαια ήταν λογικές, επειδή α­πλούστατα, αυτοί οι ίδιοι τις είχαν αντιστοιχίσει σε αυτά τα κεφάλαια.

David Leonhardt, New York Times, 21 Σεπτεμβρίου 2008.

Πριν από πολύ καιρό ο Marx είχε παρατηρήσει το πώς ο αχαλίνωτος καπιτα­λισμός μετασχηματιζόταν σε κάτι σαν μυθολογία, αποδίδοντας πραγματική υπόσταση, δύναμη και ικανότητες σε αντικείμενα τα οποία δεν ήταν έμψυχα [...] Το να αποδίδεις ανεξάρτητη υπόσταση σε κάτι το οποίο, ουσιαστικά, έχεις φτιάξει εσύ, είναι ο τέλειος ορισμός αυτού που οι Εβραϊκές και οι Χριστιανικές Γραφές αποκαλούν ειδωλολατρία.

Rowan Williams, Αρχιεπίσκοπος Canterbury, The Spectator,

24 Σεπτεμβρίου 2008.

1.  Εισαγωγή

Η δημόσια συζήτηση για την ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κυριαρχείται από ερμηνείες που επικεντρώνονται στα άμεσα και απτά αίτια: τους άπληστους τραπεζίτες, τα αλόγιστα δάνεια, τα χωρίς έλεγχο χρηματο­οικονομικά προϊόντα ή την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Άλλοι, όπως οι Μαρξιστές ή οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι, δίνουν δικαίως έμφαση στις δομικές αιτίες της κρίσης, συνδέοντάς την με την εγγενή αστά­θεια και ανισοκατανομή της συσσώρευσης κεφαλαίου στις καπιταλιστικές οικονομίες και την κυκλική επανάληψη οικονομικών κρίσεων σε αυτές. Ε­μείς εδώ θέλουμε να φωτίσουμε μια άλλη, εξίσου δομική, πλευρά της κρίσης, την οικολογική, στην οποία λίγη προσοχή έχει δοθεί μέχρι τώρα. Το παρόν κεφάλαιο θέτει ορισμένους βασικούς προβληματισμούς που αφορούν την τρέχουσα οικονομική κρίση από την σκοπιά της επιστήμης των οικολογικών οικονομικών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουμε ότι:

•     Στις ρίζες της κρίσης βρίσκεται η συνεχώς αυξανόμενη αποσύνδεση της χάρτινης οικονομίας του χρήματος από την πραγματική οικονομία της παραγωγής.

•     Οι μύθοι του οικονομισμού - δηλαδή, του συνδυασμού ακαδημαϊκών, λαϊκών και πολιτικών πεποιθήσεων που εξυπηρετούν στην ερμηνεία και την αιτιολόγηση της οικονομικής κρίσης - ήταν αυτοί οι οποίοι επέτρε­ψαν και δικαιολόγησαν την αποσύνδεση μεταξύ της πραγματικής και της χάρτινης οικονομίας.

•     Το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης ωχριά μπροστά στο κόστος της οικολογικής κρίσης.

•     Η κρίση δίνει ευκαιρίες, σε επιστημονικό επίπεδο, να ξεφύγουμε από τα πλαίσια του οικονομισμού, και σε πρακτικό επίπεδο, να προτείνουμε ε­ναλλακτικά κοινωνικά-οικονομικά παραδείγματα, όπως η αποανάπτυξη και η περιβαλλοντική δικαιοσύνη.

Πρώτα όμως ας εξηγήσουμε σε τι συνίστανται τα οικολογικά οικονομικά τα οποία παρέχουν το πλαίσιο της ανάλυσής μας.

2.   Οικολογικά οικονομικά: επαναφέροντας τη φυσική πραγμα­τικότητα στην οικονομία

Το πεδίο που είναι γνωστό ως οικολογικά οικονομικά (ΟΟ) (ecological eco­nomics) γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων, κυρίως βιολόγων και οικολόγων, οι οποίοι διαφωνούσαν ριζι­κά με τον τρόπο με τον οποίο η συμβατική οικονομική επιστήμη αντιμετώ­πιζε, και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει, τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σήμε­ρα τα ΟΟ συγκεράζουν ένα πολυσχιδές φάσμα ερευνών που τα συνδέει η φιλοδοξία της επανάκτησης αυτού που ήταν σημείο έναρξης για τα κλασικά οικονομικά, την αντίληψη δηλαδή της φύσης ως κομβικού παράγοντα στη λειτουργία της οικονομίας. Μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια πιο συντηρητική γραμμή οικολογικών οικονομικών, η οποία αποδέχεται τις βα­σικές αρχές της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και εργάζεται για την καλύτερη σύνδεση μεταξύ οικολογικών και οικονομικών μοντέλων ή για την καλύτερη κοστολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών, και μια πιο κριτική, πολιτική-οικονομική σχολή στην οποία ανήκουμε κι εμείς, η οποία αναζητά νέα παραδείγματα κατανόησης των οικολογικών-οικονομικών συστημάτων στο σύνολό τους, δίνοντας έμφαση σε θέματα διανομής, θεσμών και σχέσε­ων εξουσίας (Spash 1999). Οδηγό παράστασής μας αποτελεί η κριτική του Georgescu-Roegen (1971) στην οικονομική επιστήμη, στη βάση των νόμων της θερμοδυναμικής και ιδίως της εντροπίας, και η ουσιώδης διάκριση που έκανε μεταξύ αποθεμάτων και ροών (αν και υπάρχει μακρά γραμμή σκέψης σε αυτά τα θέματα και πριν από αυτόν - βλέπε Martinez-Alier 1990). Άλλες θεμελιώδεις συνεισφορές στα ΟΟ ήταν η θέση του Kenneth Boulding (1966) περί των βιοφυσικών περιορισμών της οικονομικής δραστηριότητας και η ερμηνεία από τον Karl William Kapp (1970) των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων (externalities) ως μετατόπιση ζημιών και άρα ως κανόνα και όχι εξαίρεση στις οικονομίες της αγοράς[1].

Τα ΟΟ θεωρούν την οικονομία ως μέρος και υποσύστημα ενός μεγαλύτερου από αυτές οικοσυστήματος (Daly 1991). Τα οικολογικά και τα οικονομικά συστήματα διαμορφώνουν το ένα το άλλο μέσα από μία σχέση μεταβολι­σμού, όπου η οικονομική διαδικασία τροφοδοτείται με ενέργεια και πρώτες ύλες από τη φύση, επιστρέφοντάς τες σε αυτή μετά τη χρήση τους (Giam- pietro 2003). Η σχέση αυτή είναι μια σχέση διαρκούς συνεξέλιξης όπου οι­κονομικές και οικολογικές συνθήκες αλληλομεταβάλλονται (Norgaard 1994). Τα ΟΟ απορρίπτουν τις υποθέσεις περί απόλυτα ορθολογικής ατομι­κής συμπεριφοράς (homo economicus) οι οποίες διέπουν τη συμβατική οικο­νομική επιστήμη, όπως και τη συναφή κανονιστική αρχή, η οποία εναποθέ­τει την επίλυση και ιεράρχηση των διαφορετικών ανθρώπινων αξιών στην αγορά και στις αναλύσεις κόστους-οφέλους. Τα ΟΟ αναγνωρίζουν ότι υπάρ­χουν πολλαπλές αξίες, οι οποίες είναι συγκρίσιμες αλλά όχι προσμετρήσιμες, και σίγουρα όχι όλες αναγώγιμες σε χρήμα. Γ ι’ αυτό και συνηγορεί υπέρ των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπου πολλαπλές αξίες, ανά­γκες και επιθυμίες λαμβάνονται υπόψη (Martinez-Allier et al. 1998, Nor- gaard 1994). Είναι αλήθεια πάντως, ότι αν και γενικώς είναι εναντίον της κοστολόγησης της φύσης, πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι αφού ζούμε σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η γενικευμένη αγορά, δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες φορές να μιλάμε με χρηματικούς όρους (όπως π.χ. όταν αξιολογούμε περιβαλλοντικές ζημίες).

Τα ΟΟ έχουν επικρίνει ιδιαίτερα τη σύγχυση της προόδου με την ανάπτυξη (Norgaard 1994) και τις αδυναμίες του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ως δείκτη ευημερίας τόσο λόγω των τεχνικών αδυναμιών του (van den Bergh 2006) όσο και, πιο ουσιαστικά, για το ότι αποκρύπτει και δεν μετρά τα κοινωνικά - περιβαλλοντικά και διανεμητικά - κόστη της οικονο­μικής ανάπτυξης (Martinez-Alier 2002). Σύμφωνα με τα ΟΟ, αυτά που οι οικονομολόγοι ονομάζουν εξωτερικότητες και αντιμετωπίζουν ως προβλή­ματα λογιστικής φύσης, είναι στην ουσία επιτυχείς μετατοπίσεις κόστους και εκφράσεις πολιτικής και θεσμικής ισχύος, όπου ισχυροί οικονομικοί πα­ράγοντες καταφέρνουν να προσκομίζουν αυτοί το κέρδος από μια δραστη­ριότητα και να περνούν το κόστος της, συχνά περιβαλλοντικό, σε άλλους ή στην κοινωνία στο σύνολό της (Martinez-Alier 2002).

Τ ι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με την υφιστάμενη κρίση;

3.   Πραγματικός και χάρτινος πλούτος

Αντί να εστιάζουμε την ανάλυση της οικονομίας και της κρίσης στα χρημα­τοπιστωτικά μεγέθη και τους χρηματικούς δείκτες, τα ΟΟ μας καλούν να δούμε την οικονομία σε τρία επίπεδα, τρεις ορόφους αν θέλετε. Στον επάνω «όροφο» βρίσκεται η χρηματική οικονομία, με την οποία συνήθως ασχολού­μαστε, το μέγεθος της οποίας μπορεί να αυξηθεί με δάνεια από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, μερικές φορές χωρίς καν δυνατότητα αποπληρωμής - όπως στη περίπτωση της τρέχουσας κρίσης. Το χρηματοοικονομικό σύστη­μα δανείζεται από το μέλλον, με τον προσδοκία ότι η απεριόριστη οικονομι­κή ανάπτυξη θα κάνει δυνατή την αποπληρωμή των τόκων και των χρεών. Στον αμέσως από κάτω όροφο, έχουμε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομά­ζουν «η πραγματική οικονομία», δηλαδή το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Όταν αυτό αυξάνεται πράγματι γίνεται δυνατή η αποπληρωμή μέρους ή όλου του χρέους το οποίο συσσωρεύεται στον επάνω όροφο, αλλά όταν δεν αυξάνε­ται επαρκώς, τότε αρχίζουν οι χρεωκοπίες. Η αύξηση των χρεών αναγκάζει την πραγματική οικονομία να μεγεθυνθεί, αλλά σε αυτή τη μεγέθυνση υπάρ­χουν όρια. Στο «ισόγειο» της οικονομίας και κάτω από την πραγματική οι­κονομία των οικονομολόγων, υπάρχει η «πραγματικά πραγματική» οικονο­μία των ΟΟ, δηλαδή οι ροές της ενέργειας και των πρώτων υλών οι οποίες τροφοδοτούν την οικονομία, και η μεγέθυνση των οποίων δεν εξαρτάται μόνο από οικονομικούς παράγοντες (αγορές και τιμές), αλλά και από φυσι­κούς και βιολογικούς περιορισμούς οι οποίοι βρίσκονται έξω από την αγορά. Η «πραγματικά πραγματική» οικονομία περιλαμβάνει επίσης και τη γη, την ικανότητα των ανθρώπων να εργάζονται και την αφανή οικιακή εργασία και εργασία αναπαραγωγής.

Η εξήγηση της κρίσης είναι απλή για τα ΟΟ: ο πάνω όροφος της οικονομίας μεγεθύνθηκε πολύ περισσότερο και γρηγορότερα απ’ ότι μπορούσε να υπο­στηρίξει η πραγματική οικονομία από κάτω. Αυτό ακριβώς το σημείο τόνισε ο Frederick Soddy, Νομπελίστας Χημείας στις αρχές του 20ου αιώνα, στο βιβλίο του «Πλούτος στα Λογιστικά Βιβλία, Εικονικός Πλούτος και Χρέος (Book Wealth, Virtual Wealth and Debt) (Soddy 1926) το οποίο εκδόθηκε το 1926 (Martinez-Alier 1990). Ο Soddy υποστήριξε ότι το οικονομικό σύστημα μπορεί εύκολα να αυξήσει τα χρέη του (ιδιωτικά ή δημόσια) και να παρανοήσει έτσι την επέκταση των χρεώσεων ως δημιουργία πραγματικού πλού­του. Ωστόσο, στο βιομηχανικό σύστημα, η αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης σημαίνουν και αύξηση στην εξαγωγή και τελική καύση ορυ­κτών καυσίμων. Η υποχρέωση αποπληρωμής των έντοκων χρεών θα μπο­ρούσε να εκπληρωθεί αν πιέζονταν οι οφειλέτες (λιτότητα). Άλλοι τρόποι αποπληρωμής των χρεών είναι η υποτίμηση και ο πληθωρισμός ή η «οικο­νομική ανάπτυξη» (η οποία μετράται όμως με λανθασμένο τρόπο, επειδή βασίζεται σε υποτιμημένους περιορισμένους πόρους και δε λαμβάνει υπόψη τη ρύπανση που δημιουργεί).

Σύμφωνα με τον οικολόγο-οικονομολόγο Herman Daly, η τρέχουσα κρίση οφείλεται στην υπερ-ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων σε σχέση με τον πραγματικό πλούτο: αντίθετα από τη συχνά διατυπωμένη άποψη σε σχέση με την κρίση, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότη­τας, αλλά η υπερβολική ρευστότητα που προηγήθηκε. Μέσω του χρέους, της απελευθέρωσης των τραπεζών και των κακών δανείων, κυκλοφορεί στην αγορά πολύ περισσότερο χρήμα από αυτό που δικαιολογεί η πραγματική οικονομική δραστηριότητα, πόσο μάλλον η πραγματικά πραγματική (Daly 2008). Η αξία του παρόντος πλούτου δεν επαρκεί πλέον ως εγγύηση για το εκρηκτικό χρέος κι έτσι το χρέος με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο πρέπει να απαξιωθεί (Daly 2008).

Μπορεί η πραγματική οικονομία να προφτάσει να αναπτυχθεί τόσο ώστε να αποπληρώσει το συσσωρευμένο χρέος; Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι διαφω­νούν με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους[2] σχετικά με το αν η διαρκής ανάπτυξη είναι εφικτή ή ακόμα και επιθυμητή. Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι αμφισβητούν την αισιόδοξη υπόθεση των νεοκλασικιστών (καθώς και των περισσότερων από τους κεϋνσιανούς ή τους μαρξιστές) ότι η υποκατάσταση φυσικών πόρων με βιομηχανικό κεφάλαιο και η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούν εσαεί να υπερβαίνουν τα όποια βιοφυσικά όρια (Daly 1991). Αυτό δεν συνιστά μια απλουστευμένη θέση ότι υπάρχουν απόλυτα βιοφυσικά όρια στην ανάπτυξη, αλλά μια σοβαρή εκτίμηση της πιθανότητας ότι η εξά­ντληση των ενεργειακών και υλικών αποθεμάτων, η υποβάθμιση των «δε­ξαμενών απορρόφησης ρύπων», όπως η ατμόσφαιρα, και η αυξανόμενη εποίκηση της χερσαίας γης, πιθανότατα να αποτελέσουν σε κάποια στιγμή περιορισμό όσον αφορά τη μεγέθυνση της κλίμακας της οικονομίας (Nor- gaard 1994). Το ανθρώπινο είδος ξέρει να προσαρμόζεται, αλλά η προσαρ­μογή στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες ενδέχεται να μην είναι βαθμιαία και οι όποιες αλλαγές στα οικοσυστήματα να μην είναι αναστρέ­ψιμες. Οι πόροι, η ατμόσφαιρα ή τα οικοσυστήματα έχουν τα δικά τους όρια, τα οποία αν ξεπεραστούν τα οδηγούν σε δραματικές και ταχύτατες μετα­μορφώσεις. Το ανθρώπινο είδος πιθανότατα θα προσαρμοστεί σε ό,τι επι­φυλάξει το μέλλον, όμως το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοί θα επιβιώσουν, πώς θα ζουν και τί πόνο θα βιώσουμε κατά τη διαδικασία.

Οι βιοφυσικοί περιορισμοί και το ισόγειο της πραγματικά πραγματικής οι­κονομίας περιορίζουν και τον ρυθμό μεγέθυνσης της πραγματικής οικονομί­ας. Εκτός από τη χρηματοπιστωτική φούσκα και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων, στην τρέχουσα κρίση συνέβαλλαν και οι υψηλές τιμές του πετρε­λαίου. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ολιγοπώλιο του ΟΠΕΚ και την κερδο­σκοπία στην αγορά πετρελαίου αλλά και στο ότι προσεγγίζουμε το σημείο κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου (Deffeyes 2001) το οποίο γεννά και προσδοκίες για όρια στην προσφορά και τροφοδοτεί τη στροφή κεφαλαίων και κερδοσκόπων προς το πετρέλαιο. Ενώ στην κρίση της δεκαετίας του 1920 η τιμή των πρώτων υλών έπεσε για λίγα χρόνια πριν το 1929, αυτή τη φορά οι τιμές τους εκτοξεύθηκαν πριν την κρίση (κάτι στο οποίο συνέβαλ­λαν και οι λάθος επιδοτήσεις στα βιο-καύσιμα) και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα για αρκετούς μήνες μετά τη σοβαρή κάμψη στα χρηματιστήρια, η οποία άρχισε τον Ιανουάριο του 2008. Στα τέλη του 2008 οι τιμές του πε­τρελαίου και των πρώτων υλών μειώθηκαν, αλλά αυτό οφειλόταν στην κάμψη της ζήτησης και τη μείωση της κατανάλωσης του πετρελαίου λόγω της κρίσης, και όχι στην αύξηση της προσφοράς (Financial Times 2008). Αμέσως μετά οι τιμές αυξήθηκαν εκ νέου.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το πετρέλαιο στα 150 δολάρια το βαρέλι είναι ακόμα φτηνό, αφού δεν λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική εξά­ντλησή του και άρα η βέλτιστη κατανομή του μεταξύ των γενεών, ούτε οι εξωτερικότητες από τη χρήση του, όπως η αλλαγή του κλίματος, το κόστος της οποίας είναι τεράστιο. Η τιμή του πετρελαίου στον 21ο αιώνα, για τον έναν ή το άλλον λόγο, θα παραμείνει υψηλή. Με υψηλές τιμές, γίνονται προ­σοδοφόρες οι επενδύσεις στα λιγότερο προσβάσιμα και χαμηλότερης ποιό­τητας αποθέματα, όπως οι αμμοπίσσες της Alberta στον Καναδά, η καύση των οποίων επιταχύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ή το πετρέλαιο στα βάθη του δάσους του Αμαζονίου, με τεράστιες κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις. Συνεπώς ο σημερινός ρυθμός ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα πιθανότατα δεν είναι βιώσιμος, και αν είναι, θα είναι κατα­στροφικός για μεγάλα μέρη του πλανήτη, άμεσα μέσω της άντλησης ορια­κών αποθεμάτων υδρογονανθράκων και έμμεσα μέσω της κλιματικής αλλα­γής. Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει πειστεί ότι φτάνουμε το σημείο κορύ­φωσης παραγωγής πετρελαίου, το γεγονός παραμένει ότι φαντάζει πολύ δύσκολο, για πλείστους άλλους λόγους, να μπορέσει η οικονομία να συνεχί­σει να μεγεθύνεται αρκετά γρήγορα σε πραγματικούς όρους, ώστε να προφτάσει να αποπληρώσει την τεράστια συσσώρευση χρέους (Daly 2008). Σύμφωνα με τον Daly (2008) το να αντικαθιστούμε παλιά με νέα φυσικά κεφάλαια, στον ίδιο χώρο, κοστίζει όλο και περισσότερο. Έχουμε γεμίσει από αγαθά και υποδομές και υπάρχει λίγος χώρος για να κτίσουμε καινού­ρια, πόσο μάλλον όσο η ανισότητα στα εισοδήματα αυξάνεται, εμποδίζοντας τους περισσότερους ανθρώπους από το να αγοράσουν τα καινούργια αγαθά που θέλει να τους προσφέρει η αγορά - εκτός αν το κάνουν με πίστωση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι με τους προβαλλόμενους (επιθυμητούς) ρυθμούς ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία, η αλλαγή στη γήινη ατμόσφαιρα λόγω των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου θα έχει τόσο καταστρο­φικές συνέπειες που μπορεί να αντισταθμίσουν και με το παραπάνω την όποια ανάπτυξη (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος - IPCC 2007). Τα ευχολόγια περί «άυλης ανάπτυξης» (de-materialised growth) είναι όνειρα θερινής νυκτός (Martinez-Alier 2002, Polimeni et al. 2008). Η αναπροσαρμογή του χρέους, όπως έγινε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαντάζει επιτακτική από την σκοπιά των ΟΟ, αφού δεν μπορούμε να καταστρέψουμε τον πλανήτη για να αποπληρώσουμε τις εσφαλμένες υποσχέσεις του παρελθόντος.

4.   Τα πραγματικά τοξικά χρέη

Οι οικονομολόγοι ονομάζουν τα κεφάλαια που παίρνουν τη μορφή απαιτή­σεων, ή και χρεών, και παραμένουν ανεξόφλητα «τοξικά» αφού η ονομαστι­κή τους αξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική και ουσιαστικά αποτελούν ζημιά για αυτόν που τα κατέχει. Τι γίνεται όμως με υποχρεώσεις όπως το χρέος της Δύσης προς τις μελλοντικές γενιές και τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα με τις οποίες η ανάπτυξή της τις έχει επιβαρύνει (Srinivasan et al. 2008);

Τεράστια περιβαλλοντικά χρέη έχουν και οι πολυεθνικές εταιρίες. Η Chev- ron-Texaco για παράδειγμα πρέπει να πληρώσει 18 δισεκατομμύρια δολά­ρια τον Ισημερινό για τη ρύπανση του Αμαζονίου. Η εταιρία Rio Tinto έχει τεράστια ιστορία απλήρωτων χρεών από την ίδρυσή της, το 1888, στην Αν­δαλουσία, απ’ όπου πήρε και το όνομά της, καθώς και στην Bougainville, στη Ναμίμπια, και στην Δυτική Παπούα, μαζί με την Freeport McMoran (Martinez-Alier 2002). Αυτά είναι χρέη απλήρωτα προς τους εγχώριους πληθυσμούς, οι οποίοι στερούνται τα μέσα να τα διεκδικήσουν, το ίδιο και τα χρέη της Shell στο δέλτα του Νίγηρα. Αυτά είναι τα πραγματικά τοξικά χρέη, αλλά έχουν γραφτεί μόνο στα βιβλία της ιστορίας και όχι στα λογιστι­κά βιβλία.

Δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε την αξία του περιβάλλοντος σε δολάρια, για να καταλάβουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το οικονομικό κόστος από μια καθολική υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και από την διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή θα είναι κατά μία τάξη μεγέθους μεγαλύτερο από το συσσωρευμένο χρέος που βρίσκεται πίσω από τη σημερινή κρίση (Millenium Ecosystem Assessment 2005, IPCC 2007). Οι επερχόμενες οικολογικές κρί­σεις θα έπρεπε να μας ανησυχούν ακόμα περισσότερο από ότι - δικαίως - ανησυχούμε για την τρέχουσα οικονομική κρίση.

Αποτελεί ειρωνεία το ότι οι οικονομολόγοι προτείνουν ως λύση στα οικολο­γικά προβλήματα την ίδια συνταγή που κρύβεται πίσω από την οικονομική κρίση. Η ιδέα τους είναι να χρηματοποιήσουμε τις οικολογικές υπηρεσίες, δηλαδή να αποτιμήσουμε σε χρήματα τις υπηρεσίες που προσφέρει το φυ­σικό περιβάλλον και να αφήσουμε μετά τις ελεύθερες αγορές να ρυθμίσουν την προσφορά τους χωρίς κρατική παρέμβαση. Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από την αγορά εκπομπών ρύπων άνθρακα. Ο Karl Polanyi (1944), στο έργο του «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός» (The Great Transformation), διέγνωσε το παράλληλο μεταξύ της εμπορευματοποίησης και εν τέλει απορ­ρύθμισης της αγοράς του χρήματος και της εμπορευματοποίησης και μετα­τροπής της φύσης σε οικονομικό προϊόν, καθώς και τον διπλό κίνδυνο που αυτές ελλοχεύουν. Η θέση του ήταν ότι τα χρήματα, όπως η φύση και η ερ­γασία, είναι πλασματικά προϊόντα, δηλαδή, προϊόντα τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και τα οποία δεν έχουν στόχο την ανταλλαγή, όμως κυκλοφορούν στην αγορά ως τέτοια με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι συνθήκες αναπαραγωγής τους. Όπως και ο Polanyi, έτσι και πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι επιμένουν ότι είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανεπιθύμητο να μετασχηματιστεί η φύση σε «προϊόν προς πώλη­ση» (Vatn and Bromley 1994) και ότι τα όποια βήματα προς αυτή την κα­τεύθυνση οδηγούν στην υποβάθμιση και όχι στην προστασία της. Τα επιχει­ρήματα αυτά όμως πηγαίνουν αντίθετα στο κυρίαρχο ρεύμα: η τάση στον ύστερο καπιταλισμό είναι η δημιουργία διαρκώς νέων πλασματικών αγορών για την απορρόφηση κεφαλαίων, από τα χρηματικά παράγωγα μέχρι την αγορά ρύπων, τα δικαιώματα νερού και τις αμοιβές για περιβαλλοντικές υπηρεσίες (Kosoy 2008). Όσον αφορά το περιβάλλον, ο μέγας κίνδυνος είναι να συνδεθεί η αξία και το επίπεδο της προστασίας των υπηρεσιών του περι­βάλλοντος με τα σκαμπανεβάσματα των αγορών (Harvey 1996, Kosoy 2008), όπως καταδεικνύει η πρόσφατη κατάρρευση της ευρωπαϊκής αγοράς ρύπων.

Για να καταλάβουμε όμως πώς δημιουργήθηκαν αυτοί οι μύθοι των αυτο- ρυθμιζόμενων αγορών, της αέναης ανάπτυξης και εν τέλει πως συντελέστηκε η αποσύνδεση της πλασματικής οικονομίας από την πραγματική, θα πρέ­πει να στραφούμε στον χώρο των ιδεών και στην αλληλεπίδρασή τους με την πολιτική και τα οικονομικά.

5.   Οι μύθοι του οικονομισμού

Θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία που βρίσκεται «εκεί έξω» και στο σύμπλεγμα των μύθων που μας βοηθούν να της δίνουμε νόημα και να ζούμε και να συνεργαζόμαστε μέσα σε αυτήν. Αυτή τη διάκριση μπορούμε να την παραλληλίσουμε με εκείνη που αντιδια­στέλλει τη φύση ως πραγματικότητα από το σύμπλεγμα των μύθων που οι παραδοσιακές κοινωνίες διατηρούν για τη φύση και για τη σχέση τους με αυτήν. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι μύθοι παρέχουν ερμηνείες για τα φυσικά φαινόμενα, διευκολύνουν τις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις και δίνουν νόημα και συνοχή στη ζωή. Επειδή οι άνθρωποι ενεργούν με βάση τους μύθους τους, οι κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνονται και εξελίσσονται μαζί και γύρω από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, όπου δρούμε με βάση επιστημονικές ερμηνείες, οι οποίες στην αρχή προήλθαν από τη μηχανική, μετά από τη χημεία, και πρόσφατα από τη βιολογία, βλέ­πουμε τα καλλιεργούμενα εδάφη και τις αγροτικές κοινωνίες να μετασχημα­τίζονται και να εξελίσσονται μαζί και πάνω στους δρόμους και το φαντασιακό της επιστήμης (Norgaard 1994). Ως σύγχρονοι άνθρωποι, ενεργούμε με πεποιθήσεις για τον κόσμο μας, έναν κόσμο που είναι εν πολλοίς οικονομι­κός, πεποιθήσεις οι οποίες είναι ριζωμένες στην επιστήμη των οικονομικών. Αναφερόμαστε σε αυτό το σύμπλεγμα μύθων με τον όρο «οικονομισμός».

Η δραστηριότητα της παγκόσμιας αγοράς μεγάλωσε 25 φορές κατά τον εικοστό αιώνα, και η οικονομία έγινε ο ίδιος ο Κόσμος[3] για τους μισούς σχε­δόν ανθρώπους του πλανήτη. Με τη διείσδυση της στην καθημερινή ζωή και την πραγματοποίηση ανταλλαγών σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις, η οικονομία της αγοράς παρεμβλήθηκε μεταξύ ημών και της φύσης, εμποδίζοντάς μας από το να βλέπουμε τις ηθικές συνέπειες των αποφάσεών μας. Η ανάπτυξη του οικονομικού Κόσμου διευκολύνεται και δικαιολογείται από την οικονομική σκέψη, αλλά το αποτέλεσμα είναι να απλοποιείται. Η απλο­ποίηση είναι το κλειδί στην κυρίαρχη προσέγγιση της ορθολογικής σκέψης, η οποία διέπει τις φυσικές επιστήμες και την ιδέα των ειδικοτήτων. Η ιστο­ρία της ακαδημαϊκής οικονομικής σκέψης μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία θέσπισης των ορίων της ειδικότητας, μιας διεργασίας εξορθολογισμού των επιχειρημάτων, που είτε αγνοούν πλήρως είτε υιοθετούν χον­δροειδείς απλουστεύσεις για τον φυσικό κόσμο και για τα ηθικά ζητήματα του τί είναι σωστό και τί λάθος.

Όλο και περισσότερο, οι σύγχρονοι άνθρωποι αναγκάζονται να κατανοούν το φυσικό κόσμο περνώντας μέσα από την οικονομία. Οι οικονομολόγοι, πρώτοι, ενθάρρυναν αυτήν την προσέγγιση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Barnett και Morse (1963). Το επιχείρημά τους ήταν ότι οι φυσικοί πό­ροι δεν μπορεί να γίνονται πιο σπάνιοι, αφού οι τιμές τους μειώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 20ου αιώνα. Σύμ­φωνα με τους οικονομολόγους οι αυξανόμενες τιμές είναι η καλύτερη ένδει­ξη σπανιότητας των φυσικών πόρων, είτε ακολουθώντας τη λογική της προσφοράς και της ζήτησης του Ricardo με τη βασική παρατήρησή του ότι στην παραγωγή πρώτα χρησιμοποιείται η καλύτερη γη, είτε μέσω του πιο εξειδικευμένου μοντέλου του Hotelling περί της βέλτιστης διαχρονικής χρή­σης των φυσικών πόρων. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να συνοψιστεί σε ένα απλό λογικό συλλογισμό:

Αν οι πόροι είναι σπάνιοι, και
Αν οι συμμετέχοντες στην αγορά των πόρων γνωρίζουν ότι είναι σπάνιοι, τότε
Οι τιμές των πόρων θα αυξηθούν.

Οι Barnett & Morse, καθώς και πολυάριθμοι οικονομολόγοι και μη έκτοτε (Simon 1981, Lomborg 2001), απλώς αντέστρεψαν το επιχείρημα, υποστη­ρίζοντας ότι αφού οι τιμές των πόρων πέφτουν, τότε δεν γίνεται οι πόροι να είναι σπάνιοι. Αλλά η πρώτη προκείμενη του ίδιου επιχειρήματός, ότι δηλα­δή η οικονομία συνδέεται με την πραγματικότητα, έχει ξεχαστεί. Αν οι συμ­μετέχοντες στην αγορά δεν γνωρίζουν ότι οι πόροι είναι σπάνιοι, με την πραγματική έννοια της φράσης, τότε το οικονομικό επιχείρημα ακυρώνεται. Αν ξέρουν πράγματι, τότε θα μπορούσαμε απλώς να τους ρωτήσουμε πόσο σπάνιοι είναι. Αυτό θα ήταν προτιμότερο, αφού έτσι θα μπορούσαμε να δούμε τις διαφορές στην κατανόηση ή τη γνώση και τους διαφορετικούς κινδύνους που έχει η κάθε εκτίμηση, από το να συμπυκνώνουμε όλη την πολυπλοκότητα και όλη την πληροφορία σε έναν μόνο δείκτη, την τιμή, ο οποίος δεν δίνει καμία άλλη πληροφορία (Norgaard 1990).

Το κρίσιμο θέμα εδώ είναι ότι για να λειτουργούν καλά οι αγορές, πρέπει επαρκής αριθμός από τους συμμετέχοντες σε αυτές να κατανοούν, ανεξάρ­τητα ο καθένας, την πραγματικότητα πίσω από τις αγορές. Οι οικονομολό­γοι όμως, υποστηρίζουν ότι μπορούμε να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσω των αγορών ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην αγορά κατανοούν την πραγματικότητα ή όχι. Εδώ βρίσκεται το κλειδί για την κρίση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Κρίνοντας την πραγματικότητα μέσω της αγοράς, οι αγοραστές σπιτιών και οι τράπεζες ήταν σίγουροι ότι οι τιμές των σπιτιών θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν, επειδή απλώς οι τιμές των σπιτιών, όπως έδειχνε η πρόσφατη ιστορία, «πάντα ανεβαίνουν». Οι δανει­στές παρείχαν δάνεια σε ιδιοκτήτες σπιτιών, οι οποίοι είχαν ελάχιστες δυνα­τότητες να τα αποπληρώσουν, βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι η οικονομία θα παραμείνει υγιής και ότι οι τιμές των σπιτιών πάντα θα ανεβαίνουν. Οι δανειστές ήξεραν ότι οι νέοι ιδιοκτήτες σπιτιών ίσως να μην μπορούσαν να αποπληρώσουν τις υποθήκες τους, αλλά δεν το θεωρούσαν πρόβλημα, επει­δή πίστευαν ότι στο κάτω-κάτω θα βρίσκονταν με ένα περιουσιακό στοιχείο στην κατοχή τους, η αξία του οποίου θα ήταν πάντα μεγαλύτερη από το ανεξόφλητο τμήμα της υποθήκης. Τότε οι επενδυτικές τράπεζες της Wall Street ανασκεύασαν αυτές τις επισφαλείς υποθήκες σε κεφάλαιο, παρουσιάζοντάς τες ως περιζήτητες μετοχές και δημιουργώντας μια ανερχόμενη αγο­ρά. Η μαζική αυταπάτη δούλεψε και η αίσθηση αυξανόμενου πλούτου βοή­θησε με την σειρά της να αυξηθούν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων, αυξάνο­ντας τη ζήτηση για σπίτια. Όλα ανέβαιναν, μέχρις ότου άρχισαν να ανεβαί­νουν και οι τιμές του πετρελαίου και της βενζίνης, και η οικονομία άρχισε να μην δείχνει πια τόσο υγιής. Οι δόσεις των δανείων άρχισαν να μην πληρώνο­νται, οι χρεωκοπίες ακολούθησαν και οι τράπεζες άρχισαν να κατάσχουν, αλλά κάνοντάς το αυτό, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν και ξαφνικά οι τράπεζες να βρίσκουν εαυτούς με δάνεια και κεφάλαια τα οποία ήταν πλέον «τοξικά». Όλα τα μέρη που εμπλέκονταν σε αυτήν τη διαδικασία έβλεπαν αυτό που εκείνοι θεωρούσαν ότι ήταν πραγματικότητα μέσα από τις τάσεις που παρουσιάζονταν στην αγορά αντί να κοιτάζουν την ίδια την πραγματικότητα πίσω από την αγορά.

Γ ια τους ίδιους λόγους που προέκυψε η οικονομική κρίση, έτσι και η διαχεί­ρισή της είναι δύσκολη, επειδή οι οικονομικοί παράγοντες κοιτάζουν τις τιμές των κεφαλαίων που καταρρέουν, αντί να κοιτάζουν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, η οποία σίγουρα δεν έχει αλλάξει και τόσο δρα­ματικά. Κάνοντάς το αυτό, η αγορά καταρρέει ακόμα πιο γρήγορα, σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Όταν επιχειρούμε να αξιολογήσουμε την οικολογική βάση της οικονομίας, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Σύμφωνα με έναν σχετικά απλό δείκτη, το οικολογικό αποτύπωμα, ο παγκόσμιος πληθυσμός πρέπει να μει­ώσει την κατανάλωσή του κατά 25% ώστε η κατανάλωση και η διαχείριση των απορριμμάτων να είναι βιώσιμη (Wackernagel et al. 2002). Η αξιολόγη­ση από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC 2007)      δείχνει ότι χρειάζεται να μειώσουμε τις εκπομπές των αερίων θερμο­κηπίου κατά 80% παγκοσμίως μέχρι το 2050 ώστε να αποφύγουμε επιβλα­βείς, αν όχι καταστροφικές, κλιματικές αλλαγές. Οι Hansen et al. (2008) υ­ποστηρίζουν ότι έχουμε ήδη ξεπεράσει το σημείο της καταστροφικής κλιμα­τικής αλλαγής και πρέπει να μειώσουμε το υφιστάμενο επίπεδο των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (Millennium Ecosystem Assessment 2005: 1) υποστηρίζει ότι «οι αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί στα οικοσυστήματα είχαν οφέλη για την ευημερία των ανθρώπων και την οικονομική ανάπτυξη, όμως τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται με όλο και μεγαλύτερο κόστος, με επιδείνωση πολλών υπηρε­σιών των οικοσυστημάτων, κίνδυνο μη γραμμικών αλλαγών και εν τέλει επι­δείνωση της φτώχιας για σημαντικές μερίδες του πληθυσμού. Αυτά τα προ­βλήματα, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα μειώσουν σημαντικά τα οφέλη που οι μελλοντικές γενιές θα αποκομίσουν από τα οικοσυστήματα».

Θα χρειαστεί τεράστια προσπάθεια για να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γη, ώστε να μην αφήσουμε άδικα κόστη στις μελ­λοντικές γενιές, και για να μειώσουμε τις ήδη υφιστάμενες αδικίες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ξανά είναι κάποιοι οικονομολόγοι αυτοί οι οποίοι υποστη­ρίζουν ότι η προσαρμογή δεν είναι δα και τόσο δύσκολη, αφού το πολύ-πολύ η κλιματική αλλαγή ή η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων να στοιχίσει με­ρικά εκατοστά από το ΑΕΠ, τα οποία δεν είναι τίποτα μπροστά στην διαφαινόμενη αύξησή του. Διαπράττουν εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος. Κοιτώντας τις αγορές και τους οικονομικούς δείκτες, δεν γίνεται να εκτιμήσουμε αν και κατά πόσον η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα περάσει μέσα από οδύνες ή όχι. Το ΑΕΠ ανέβηκε και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν σε συρράξεις, εκατομμύρια έχασαν συγγε­νείς τους και εκτοπίστηκαν και εκατομμύρια πέθαναν πρόωρα από λιμούς και ασθένειες.

6.   Πέρα από τον οικονομισμό

Χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις συν­θήκες και τις πραγματικότητες οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις αγορές, και οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία τους. Το εγχείρημα αυτό είναι κρίσιμο αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όσο οι αγορές εκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις και περιλαμβάνουν όλο και πιο σύνθε­τες συναλλαγές και χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πώς μπορεί μια κοινωνία, η οποία βασίζεται στα οφέλη που προκύπτουν από την εξειδίκευση και τη συναλλαγή, διεργασίες οι οποίες από την φύση τους αποκόβουν τους αν­θρώπους από την πραγματικότητα και τις ηθικές συνέπειες των αποφάσε­ων, να είναι ενημερωμένη και ηθική; Μια απάντηση είναι, προφανώς, ότι το να είναι κανείς ενημερωμένος και ηθικός είναι απαραίτητο για τη σταθερό­τητα, τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη της οικονομίας, και αντιστρέφο­ντας την ερώτηση, να θέσει όρια στη γεωγραφική, χρονική και θεματική επικράτεια των συναλλαγών (Norgaard και Liu 2007, Norgaard και Jin 2008). Ενώ οι οικονομολόγοι αρέσκονται στο να σημειώνουν ότι πάντοτε υπάρχουν κόστη και οφέλη, ένας από τους μύθους του οικονομισμού είναι ότι η επέκταση του εμπορίου είναι πάντοτε επωφελής. Η επέκταση των α­γορών πάντα έχει ένα κόστος, που αντισταθμίζει το όφελος, και οι βέλτιστες αγορές θα πρέπει να είναι μάλλον πολύ πιο περιορισμένες, σε σύγκριση με αυτές που έχουμε σήμερα.

Για να είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι για την πραγματικότητα αλλά και πιο ηθικοί, θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς, οι οποίοι να μας διευκολύνουν σε αυτή την αναζήτηση. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (ΜΕΑ) είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα μιας τέτοιας συλλογικής διαδικασίας αξιολόγησης της πραγματικότητας, η οποία έθεσε τα ζητήματα ηθικής επί τάπητος και κατάφερε να διακρίνει και να αποφύγει τις παγίδες του οικονομισμού (Norgaard 2008). Περίπου 1400 επιστήμονες απ’ όλον τον κόσμο συμμετείχαν σε μια αξιολόγηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας σχε­τικά με την κατάσταση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που αυτά προσφέρουν καθώς και τους παράγοντες που οδηγούν στην υποβάθμισή τους. Οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις από τον αναπτυσσόμενο κόσμο διέκριναν την αδικία του να καθορίζεται η αξία των υπηρεσιών αυτών από την αγορά, όταν στην αγορά αυτή βαραίνουν πολύ περισσότερο οι προτιμή­σεις και οι ανάγκες των πλουσίων. Οι αγορές εξισώνουν τα δολάρια που οι πλούσιοι οικοτουρίστες ξοδεύουν σε διεθνείς πτήσεις για να δουν ένα οικο­σύστημα με τα δολάρια που δίνουν οι φτωχοί εργαζόμενοι στα εισιτήρια του λεωφορείου για να πάνε στον αγρό να δουλέψουν. Οι συμμετέχοντες στη ΜΕΑ είδαν πως η λογική της αγοράς οδηγεί σε παράλογες και άδικες λύσεις όπως οι πλούσιοι να πληρώνουν τους φτωχούς για να φυτεύουν δένδρα τα οποία θα δεσμεύουν άνθρακα, στερώντας τους όμως έτσι τις άλλες υπηρεσί­ες που θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα δάσος. Θα ήταν άραγε η δέ­σμευση άνθρακα μέσω της δενδροφύτευσης τόσο φτηνή σε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπήρχαν τεράστιες ανισότητες; Είναι δίκαιος ένας κόσμος στον οποίο οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να οδηγούν τα SUV τους, επειδή οι φτωχοί είναι πρόθυμοι να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τα δάση τους με μικρό αντάλλαγμα; Όταν αυτό έγινε σαφές μέσα από τη συζήτηση στην ΜΕ­Α, ήταν πολύ δύσκολο πλέον για τους συμμετέχοντες να βλέπουν τις τιμές που δίνουν οι αγορές ως ουδέτερες μεταβλητές. Η ανοιχτή συμμετοχική δια­δικασία της ΜΕΑ επέτρεψε την αποδόμηση του οικονομισμού (Norgaard 2008).

Επίσης άλλη μια μεγάλη αντίθεση με τη λογική της αγοράς προέκυψε στο πλαίσιο της ΜΕΑ. Αρκετοί επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι σύμφωνα με τις υποθέσεις των οικονομικών, η χρηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντι­κών υπηρεσιών βασίζεται στην υπόθεση ότι οι προτιμήσεις τις οποίες εκ­φράζουν για τα οικοσυστήματα οι διάφοροι ιδιώτες στην αγορά είναι ορθο­λογικές και βασίζονται στην πλήρη πληροφόρηση. Πως όμως είναι αυτό δυνατό όταν οι ίδιοι οι ειδικοί επιστήμονες δεν είναι σίγουροι για τις πολυ- πλοκότητες των οικοσυστημάτων και παλεύουν να τις κατανοήσουν; Η υ­πόθεση ότι οι αγορές εκφράζουν κάποια ανώτερη γνώση έρχεται σε αντίθε­ση με τον ίδιο τον στόχο της ΜΕΑ ο οποίος ήταν να δώσει επαρκή ενημέρω­ση στο κοινό και στους φορείς χάραξης πολιτικής για την κατάσταση των οικοσυστημάτων. Εν κατακλείδι, όπως με το πρόβλημα της αξιολόγησης της σπανιότητας των φυσικών πόρων (Norgaard 1990), το πρόβλημα με τη χρήση χρηματικών αξιών για να αξιολογήσουμε τις υπηρεσίες των οικοσυ­στημάτων είναι ότι η αξιολόγηση αυτή είναι ενσωματωμένη στο ίδιο το κοι- νωνικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο δημιουργεί τα προβλήματα τα οποία η ΜΕΑ προσπαθεί να κατανοήσει ώστε να σχεδιάσει καλύτερες κοινωνικο­οικονομικές πολιτικές. Αυτή η κυκλικότητα τονίζει το πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε τη φύση χωρίς να την κοιτάζουμε μέσα από την οικονομία και αποφεύγοντας τον οικονομισμό. Η πρόκληση μπροστά μας είναι να δη­μιουργήσουμε νέους χώρους και διαδικασίες αποφάσεων, οι οποίοι πραγμα­τικά να ξεφεύγουν από τον οικονομισμό και να τον θέτουν υπό συζήτηση.


7.   Πέρα από την ανάπτυξη

Η οικονομική κρίση, η οποία κράτησε μόλις ένα έτος, το 2008, μείωσε πρό­σκαιρα τις παγκόσμιες εκπομπές ^2 και επιβράδυνε για λίγο την αυξανόμε­νη τάση προς την καταστροφή της βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλα­γή. Από την άλλη, οι χώρες οι οποίες παρέμειναν σε κρίση βιώνουν μια μείω­ση των δημόσιων και των ιδιωτικών δαπανών, η οποία δεν αφήνει ανεπη­ρέαστη και την περιβαλλοντική προστασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύφεση πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα. Αλλά το πρόβλημα με αυτή τη διατύ­πωση είναι ότι παγιδευόμαστε εκ νέου στους όρους του οικονομισμού και της ανάπτυξης. Βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια κυκλικότητα και μια αί­σθηση άβ]α νυ με μια παλαιότερη συζήτηση στους κύκλους των ΟΟ περί των επιτοκίων, όπου τα υψηλά επιτόκια υποτίθεται ότι καθιστούν μη οικονομι­κές τις επενδύσεις οι οποίες βλάπτουν το περιβάλλον, αλλά από την άλλη επιβραδύνουν και τις περιβαλλοντικές επενδύσεις. Από τη σκοπιά του οικο­νομισμού, το περιβάλλον και η απασχόληση, το περιβάλλον και η φτώχεια, τοποθετούνται στα αντίθετα άκρα και η φιλική προς το περιβάλλον οικονο­μική ανάπτυξη υποτίθεται ότι είναι ο μόνος τρόπος συμφιλίωσής τους. Αλλά τα διλήμματα αυτά είναι πλαστά.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια εντελώς διαφορετική οπτική, μια διατύ­πωση του Αριστοτέλειου ευ ζην, όπως προτάσσει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, διατύπωση η οποία να καθοδηγείται από την «οικονομική» και όχι τη «χρηματιστική» σκοπιά, έννοιες τις οποίες ο Αριστοτέλης διαχώρισε. Η κρίση, που οι οικολόγοι-οικονομολόγοι περίμεναν αργά ή γρήγορα να προ­κόψει, δεδομένης της εν γένει μη βιωσιμότητας της καπιταλιστικής ανάπτυ­ξης, ανοίγει ευκαιρίες. Τώρα είναι η στιγμή για νέα κοινωνικά οράματα ευη­μερίας χωρίς ανάπτυξη, για οράματα ευ ζην, δημιουργικής εργασίας και δια­τήρησης των οικοσυστημάτων.[4]

Θυμίζουμε εδώ την έννοια της κοινωνικά βιώσιμης οικονομικής αποανάπτυ- ξης, που εισήγαγε ο Georgescu-Roegen πριν από 30 χρόνια (Latouche 2004). Η αποανάπτυξη δεν αφορά τη μείωση του ΑΕΠ, επειδή πάντα μπορούμε να αλλάξουμε τις λογιστικές συμβάσεις και να συμπεριλάβουμε στο ΑΕΠ και άλλες παραμέτρους (τη μη αμειβόμενη οικιακή εργασία ή την εθελοντική εργασία) και να συνυπολογίσουμε σε αυτό τις αρνητικές συνέπειες από την καταστροφή της βιοποικιλότητας, την κλιματική αλλαγή και την εξαφάνιση ολόκληρων πολιτισμών. Τεχνικά αυτό δεν είναι δύσκολο. Η βιώσιμη αποα­νάπτυξη αφορά την πρόταση δημιουργία μιας εναλλακτικής, μικρότερης κλίμακας, οικονομίας η οποία θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων. Με την οικονομική κρίση, η αποανά­πτυξη έχει ήδη φτάσει στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Τώρα είναι η ευκαιρία για την κοινωνικό-οικολογική μετάβαση η οποία θα κάνει την απο­ανάπτυξη κοινωνικά βιώσιμη. Η πρόκληση είναι πώς να διαχειριστούμε τη μετάβαση προς μια μικρότερη οικονομία με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, έτσι
ώστε το μεγαλύτερο βάρος να πέσει στους ήδη «έχοντες» οι οποίοι ωφελή­θηκαν τα μέγιστα από την προηγηθείσα μη βιώσιμη συσσώρευσης, που μας έφερε στην κρίση.

Εκ πρώτης όψεως οι χώρες του Νότου έχουν κάτι να χάσουν και λίγα να κερδίσουν από την αποανάπτυξη του Βορρά: λιγότερες ευκαιρίες για εξαγω­γές, λιγότερες πιστώσεις και εξωτερική βοήθεια. Αλλά τα κινήματα για περι­βαλλοντική δικαιοσύνη και για έναν «περιβαλλοντισμό των φτωχών» στο Νότο είναι οι κύριοι σύμμαχοι του κινήματος της αποανάπτυξης στο Βορρά. Αυτά τα κινήματα εναντιώνονται στην δυσανάλογη ρύπανση (σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο με απαίτηση αποπληρωμής του οικολογικού χρέους) και στις εξαγωγές απορριμμάτων από τον Βορρά προς τον Νότο και απαιτούν οι πολυεθνικές να πληρώσουν επιτέλους τα οικολογικά χρέη τους (Martinez- Α^γ 2002). Οι στόχοι τους είναι κοινοί και έχουν να κάνουν με μια οικονο­μία η οποία με βιώσιμο τρόπο να καλύπτει τις ανάγκες διατροφής, υγείας, παιδείας και στέγασης για όλους. Η μετάβαση σε μια μικρότερη οικονομία ανθρώπινης και οικολογικής κλίμακας μόνο εύκολη δεν είναι. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να την διαχειριστούμε με ομαλό τρόπο και να αναδιανεί- μουμε το κύριο βάρος και τα κόστη της μετάβασης σε όσους έχουν ωφεληθεί ήδη από το μη βιώσιμο μοντέλο που μας έφερε μέχρι εδώ. Η αποανάπτυξη δεν είναι απολιτική. Για να υλοποιηθεί απαιτεί μια ριζικά νέα πολιτική και μια δραστική αναδιανομή της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος.

Αναφορές

Barnett, H.J. and Morse, C. (1963), Scarcity and Growth, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD.

Boulding, K.E. (1966), "The economics of the coming Spaceship Earth", in Jarrett, H. (Ed.), Environmental Quality in a Growing Economy: Essays from the Sixth RFF Fo­rum, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD, pp. 3-14.

Daly, H.E. (1991), Steady-State Economics, 2nd ed., Island Press, Washington DC.

Daly, H. (2008), "Credit crisis, financial assets and real wealth", The Oil Drum, October 13, available at: www.theoildrum.com.

Deffeyes, K.S. (2001), Hubbert's Peak: The Impending World of Oil Shortages, Prince­ton University Press, Princeton, NJ.

Financial Times (2008), "Crude falls on clear signs of weak demand", Financial Times, 23 October, p. 30.

Georgescu-Roegen, N. (1971), The Entropy Law and the Economic Process, Harvard University Press, Cambridge, MA.

Giampietro, M. (2003), Multi-scale Integrated Analysis of Agroecosystems, CRC Press, Boca Raton, FL. Paper assets, real debts.

Hansen, J., Sato, M., Kharecha, P., Beerling, D., Berner, R., Masson-Delmotte, V., Pagani, M., Raymo, M., Royer, D.L. and Zachos, J.C. (2008), "Target atmospheric CO2: where should humanity aim?", Open Atmospheric Science Journal, Vol. 2, pp. 217-31.

Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Blackwell, Oxford.

Intergovernmental Panel on Climate Change (2007), Summary for Policymakers. The Physical Science Basis. Working Group 1 Contribution to the Fourth Assessment Re­port of the IPCC, Cambridge University Press, Cambridge.

Kapp, K.W. (1970), "Environmental disruptions and social costs: a challenge to economists", Kyklos, Vol. 23, pp. 833-47.

Kosoy, N. (2008), "Branded nature and fictitious commodity fetishism", Ecological Economics, submitted for publication.

Latouche, S. (2004), "De-growth economics", Le monde diplomatique (English edi­tion), November.

Lomborg, B. (2001), The Sceptical Environmentalist: Measuring the Real State of the World, Cambridge University Press, Cambridge.

Martinez-Alier, J. (1990), Ecological Economics: Energy, Environment and Society, Basil Blackwell, Oxford.

Martinez-Alier, J. (2002), The Environmentalism of the Poor: A Study of Ecological Conflicts and Valuation, Edward Elgar, Cheltenham.

Martinez-Allier, J., Munda, G. and O'Neill, J. (1998), "Weak comparability of values as a foundation for ecological economics", Ecological Economics, Vol. 26, pp. 277-86.

Millennium Ecosystem Assessment (2005), Ecosystems and Human Well-Being: Syn­thesis, Island Press, Washington, DC.

Norgaard, R.B. (1990), "Economic indicators of resource scarcity: a critical essay", Journal of Environmental Economics and Management, Vol. 19, pp. 19-25.

Norgaard, R.B. (1994), Development Betrayed: The End of Progress and a Revolu­tionary Revisioning of the Future, Routledge, London.

Norgaard, R.B. (2008), "Finding hope in the Millennium Ecosystem Assessment", BioScience, Vol. 22 No. 4, pp. 862-9.

Norgaard, R.B. and Jin, L. (2008), "Trade and the governance of ecosystem services", Ecological Economics, Vol. 66 No. 4, pp. 638-52.

Norgaard, R.B. and Liu, X. (2007), "Market governance failure", Ecological Economics, Vol. 60 No. 3, pp. 634-41.

Polanyi, K. (1944), The Great Transformation, Beacon Press, Boston, MA.

Polimeni, J.M., Mayumi, K., Giampietro, M. and Alcott, B. (2008), The Jevons Paradox and the Myth of Resource Efficiency Improvements, Earthscan, London.

Simon, J. (1981), The Ultimate Resource, Princeton University Press, Princeton, NJ.

Soddy, F. (1926), Wealth,Virtual Wealth and Debt, E.P. Dutton, New York, NY.

Spash, C.L. (1999), "The development of environmental thinking in economics", Envi­ronmental Values, Vol. 8, pp. 413-35.

Srinivasan, U.T., Carey, S.P., Hallstein, E., Higgins, P.A.T., Kerr, A.C., Koteen, L.E., Smith, A.B., Watson, R., Harte, J. and Norgaard, R.B. (2008), "The debt of nations and the distribution of ecological impacts from human activities", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 105 No. 5, pp. 1768-73.

van den Bergh, J.C.J.M. (2006), "Abolishing GDP: the largest information failure in the world", working paper, Department of Spatial Economics, Free University, Amster­dam.

Vatn, A. and Bromley, D.W. (1994), "Choices without prices without apologies", Jour­nal of Environmental Economics and Management, Vol. 26, pp. 129-48.

Wackernagel, M., Schulz, N.B., Deumling, D., Callejas Linares, A., Jenkins, M., Kapos, V., Loh, J., Myers, N., Norgaard, R.B., Randers, J. and Monfreda, C. (2002), "Tracking the ecological overshoot of the human economy", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 99, pp. 9266-71.



[1]         [Σ.τ.Μ.] Στην οικονομική επιστήμη, η έννοια της εξωτερικότητας αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η δράση ενός υποκειμένου έχει επιπτώσεις στην ευημερία ενός άλλου υποκειμένου, χωρίς το πρώτο υποκείμενο να υφίσταται τα κόστη ή τα οφέλη που προκαλεί η δράση του στο δεύτερο υποκείμενο μέσα από τον μηχανισμό της αγοράς. Το κλασσικό παράδειγμα είναι το εργοστάσιο που αδειάζει τα απόβλητα του σε ένα ποτάμι χωρίς να πληρώνει το κόστος που έχει αυτό για τους ψαράδες που ψαρεύουν λίγο παρακάτω από το εργοστάσιο. Η έννοια της εξωτερικότητας οριοθετεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως προβλήματα έλλειψης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και αγορών συναλλαγής. Αν για παράδειγμα, οι ψαράδες είχαν δικαίωμα σε μια συγκεκριμένη ποιότητα νερού το εργοστάσιο θα έπρεπε να τους αποζημιώσει. Η πολιτική οικονομία αντιθέτως αναγνωρίζει ότι αυτή η μετατόπιση του κόστους είναι εγγενής και συστηματική διαδικασία εντός του καπιταλισμού και του κυνηγιού για κέρδος, και άρα αποτέλεσμα της γενικευμένης αγοράς και όχι προϊόν της έλλειψής της.

[2]         [Σ.τ.Μ.] Τα νεοκλασικά οικονομικά είναι όρος που χρησιμοποιείται για τους διάφορους κλάδους της οικονομικής επιστήμης οι οποίοι εστιάζουν στον προσδιορισμό τιμών, αποτελεσμάτων και διανομής εισοδημάτων στις αγορές μέσω προσφοράς και ζήτησης και με βάση τη θεωρία ορθολογικής επιλογής (rational choice theory), η οποία βασίζεται στην τυποποίηση οικονομικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Τα νεοκλασικά οικονομικά κυριαρχούν στον τομέα των μικρο-οικονομικών και μαζί με τα κεϋνσιανά οικονομικά συνιστούν τον πιο διαδεδομένο κλάδο οικονομικών σήμερα.

[3]         [Σ.τ.Μ] Με τον όρο Κόσμος, με κεφαλαίο, αποδίδουμε τον όρο «cosmos» και με τον όρο κόσμος, με πεζό, τον όρο «world».

[Σ.τ.Μ] Το κείμενο αυτό γράφτηκε το Φθινόπωρο του 2008.

0 Comments



Leave a Reply.

    RSS Feed

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ

    Επικοινωνία: [email protected]


    Για να δείτε παλαιότερα άρθρα μεταφερθείτε στον παρακάτω 
    σύνδεσμο
    Αποανάπτυξη-Κοινοτισμός

    Ομιλία του Γιώργου Κολέμπα για την "αποανάπτυξη και τον κοινοτισμό" στα μέλη του Τομέα Ενέργειας του ΜΕΡΑ25
    Δείτε ένα animation για την "ευτυχία":
    https://youtu.be/e9dZQelULDk
    Uni4sse – Ημερίδα: Τα παιδία Κ.Αλ.Ο. παίζει
    https://open.tube/videos/watch/bf2fd4a2-0a89-46c2-a3fa-c69a5141a0f5?fbclid=IwAR0SDEErwdjE1xvCEalGyG15U7xjowCIOplDI7qL5N9DkJMIZhCHsmyDAro

    Ένα καταπληκτικό βίντεο για την σημερινή "καταναλωτική ευτυχία"

    Pursuit of Happiness, The Rat Race - A Short Film Animation By Steve Cutts | World King:

    https://www.youtube.com/watch?v=MZZz1XrNnO8
    Το πρόταγμα της αποανάπτυξης και η επανανοηματοδότηση της ζωής ως ζητούμενο
    https://www.youtube.com/watch?v=wactd4Y5Wk4&feature=youtu.be

    Αποανάπτυξη - Τοπικοποίηση - Κοινοτισμός
    Θέατρο Ροές - 23 Οκτωβρίου 2018
    Συζητούν:
    -Δημήτρης Αποστολάκης (Χαϊνης)
    -Γιώργος Κολέμπας
    -Δημήτρης Κορνάρος
    -Γιάννης Μπίλλας
    Δείτε το βίντεο:


    Διεθνής Συμμαχία για την Τοπικοποίηση-International Alliance for Localization (IAL)
    Η Διεθνής Συμμαχία για τον Τοπικοποίηση (IAL) είναι ένα διαπολιτισμικό δίκτυο διανοούμενων, ακτιβιστών και ΜΚΟ αφιερωμένων στην διερεύνηση ριζικά νέων οραμάτων κοινωνικής εξέλιξης. Μέχρι τώρα έχουν συνευρεθεί άτομα και ομάδες από 58 διαφορετικές χώρες.
    https://www.localfutures.org/programs/global-to-local/international-alliance-localization/

    ΠΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΤ ΧΑΝΙΩΝ: μια συζήτηση με τον Γιώργο Κολέμπα​
    ​​Μια συζήτηση στα πλαίσια της εκδήλωσης:  “Η Κοινωνική Οικονομία Αγαθό για Όλη την Κοινωνία”. 

    ​Όλη η συζήτηση εδώ
    O συγγραφέας και βιοκαλλιεργητής Γιώργος Κολέμπας στον 958fm του ΡΣΜ ...
    http://webtv.ert.gr/ert3/radiofonikes-sinentefxis/o-singrafeas-ke-viokalliergitis-giorgos-kolempas-ston-958fm-tou-rsm-tis-ert3/
    ​
    Περιμπανού "Η Κοινωνική Οικονομία Αγαθό για Όλη την Κοινωνία"
    ΕΔΩ
    "Η ΕΡΤ στην Περιφέρεια":  Συζήτηση για την Τοπικοποίηση- Αποανάπτυξη, την Αμεσοδημοκρατία, την Οικολογική Κοινωνία της Ισοκατανομής
    "Επιστροφή ... προς τα μπρος", στους 90,1 της Λάρισας
    Αντιδραστήριο της Ερτ 3: Η δύναμη της κοινότητας
    http://webtv.ert.gr/ert3/28sep2016-antidrastirio/
    ΕΡΤ3 - Θεματική συζήτηση : Αποανάπτυξη - Τοπικοποίηση:
    https://www.youtube.com/watch?v=hTzh9DooEoU&feature=c4-overview&list=UUqrgAOkMe5fpHqeebbWI-3w
    Συνεργατικές εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας:
    https://www.youtube.com/watch?v=8kK8aFqO-JQ
    Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης:
    https://www.youtube.com/watch?v=unjCjXh8gNc
    Συζήτηση: Τοπικοποίηση, κοινωνικοποίηση, αποανάπτυξη:
    http://www.dailymotion.com/video/xuld8b

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.