Γιώργος Καλλής a, Joan Martinez-Alier b, Richard B. Norgaard c
a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
b Departament d’Economia i d’Historia Economica and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universitat Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
c Energy and Resources Group, University of California at Berkeley, Berkeley, California, USA.
Ο Benjamin M. Friedman, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Ηθικές Συνέπειες της Οικονομικής Ανάπτυξης» (The Moral Consequences of Economic Growth), αναφέρει ότι όταν εργαζόταν στην Morgan Stanley στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ετήσιες εκθέσεις της εταιρίας ήταν γεμάτες φωτογραφίες με εργοστάσια και άλλες χειροπιαστές δραστηριότητες. Σήμερα, οι ετήσιες εκθέσεις της Wall Street απεικονίζουν όχι τόσο το επιχειρηματικό αντικείμενο των εταιριών τις οποίες αντιπροσωπεύουν, αλλά τα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία, με ανοδικές και καθοδικές καμπύλες, γραφήματα, και φωτογραφίες των ίδιων των χρηματιστών. Σύμφωνα με τον Friedman η αίσθηση είναι ότι «σε πολλές από αυτές τις εταιρίες η επιχειρηματική δραστηριότητα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματική οικονομική δραστηριότητα». Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει την τρέχουσα κρίση. Οι χρηματιστές της Wall Street άρχισαν να πιστεύουν ότι οι χρηματικές αξίες με τις οποίες είχαν αξιολογήσει τα κάθε είδους κεφάλαια ήταν λογικές, επειδή απλούστατα, αυτοί οι ίδιοι τις είχαν αντιστοιχίσει σε αυτά τα κεφάλαια.
David Leonhardt, New York Times, 21 Σεπτεμβρίου 2008.
Πριν από πολύ καιρό ο Marx είχε παρατηρήσει το πώς ο αχαλίνωτος καπιταλισμός μετασχηματιζόταν σε κάτι σαν μυθολογία, αποδίδοντας πραγματική υπόσταση, δύναμη και ικανότητες σε αντικείμενα τα οποία δεν ήταν έμψυχα [...] Το να αποδίδεις ανεξάρτητη υπόσταση σε κάτι το οποίο, ουσιαστικά, έχεις φτιάξει εσύ, είναι ο τέλειος ορισμός αυτού που οι Εβραϊκές και οι Χριστιανικές Γραφές αποκαλούν ειδωλολατρία.
Rowan Williams, Αρχιεπίσκοπος Canterbury, The Spectator,
24 Σεπτεμβρίου 2008.
1. Εισαγωγή
Η δημόσια συζήτηση για την ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κυριαρχείται από ερμηνείες που επικεντρώνονται στα άμεσα και απτά αίτια: τους άπληστους τραπεζίτες, τα αλόγιστα δάνεια, τα χωρίς έλεγχο χρηματοοικονομικά προϊόντα ή την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Άλλοι, όπως οι Μαρξιστές ή οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι, δίνουν δικαίως έμφαση στις δομικές αιτίες της κρίσης, συνδέοντάς την με την εγγενή αστάθεια και ανισοκατανομή της συσσώρευσης κεφαλαίου στις καπιταλιστικές οικονομίες και την κυκλική επανάληψη οικονομικών κρίσεων σε αυτές. Εμείς εδώ θέλουμε να φωτίσουμε μια άλλη, εξίσου δομική, πλευρά της κρίσης, την οικολογική, στην οποία λίγη προσοχή έχει δοθεί μέχρι τώρα. Το παρόν κεφάλαιο θέτει ορισμένους βασικούς προβληματισμούς που αφορούν την τρέχουσα οικονομική κρίση από την σκοπιά της επιστήμης των οικολογικών οικονομικών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουμε ότι:
• Στις ρίζες της κρίσης βρίσκεται η συνεχώς αυξανόμενη αποσύνδεση της χάρτινης οικονομίας του χρήματος από την πραγματική οικονομία της παραγωγής.
• Οι μύθοι του οικονομισμού - δηλαδή, του συνδυασμού ακαδημαϊκών, λαϊκών και πολιτικών πεποιθήσεων που εξυπηρετούν στην ερμηνεία και την αιτιολόγηση της οικονομικής κρίσης - ήταν αυτοί οι οποίοι επέτρεψαν και δικαιολόγησαν την αποσύνδεση μεταξύ της πραγματικής και της χάρτινης οικονομίας.
• Το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης ωχριά μπροστά στο κόστος της οικολογικής κρίσης.
• Η κρίση δίνει ευκαιρίες, σε επιστημονικό επίπεδο, να ξεφύγουμε από τα πλαίσια του οικονομισμού, και σε πρακτικό επίπεδο, να προτείνουμε εναλλακτικά κοινωνικά-οικονομικά παραδείγματα, όπως η αποανάπτυξη και η περιβαλλοντική δικαιοσύνη.
Πρώτα όμως ας εξηγήσουμε σε τι συνίστανται τα οικολογικά οικονομικά τα οποία παρέχουν το πλαίσιο της ανάλυσής μας.
2. Οικολογικά οικονομικά: επαναφέροντας τη φυσική πραγματικότητα στην οικονομία
Το πεδίο που είναι γνωστό ως οικολογικά οικονομικά (ΟΟ) (ecological economics) γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων, κυρίως βιολόγων και οικολόγων, οι οποίοι διαφωνούσαν ριζικά με τον τρόπο με τον οποίο η συμβατική οικονομική επιστήμη αντιμετώπιζε, και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει, τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σήμερα τα ΟΟ συγκεράζουν ένα πολυσχιδές φάσμα ερευνών που τα συνδέει η φιλοδοξία της επανάκτησης αυτού που ήταν σημείο έναρξης για τα κλασικά οικονομικά, την αντίληψη δηλαδή της φύσης ως κομβικού παράγοντα στη λειτουργία της οικονομίας. Μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια πιο συντηρητική γραμμή οικολογικών οικονομικών, η οποία αποδέχεται τις βασικές αρχές της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και εργάζεται για την καλύτερη σύνδεση μεταξύ οικολογικών και οικονομικών μοντέλων ή για την καλύτερη κοστολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών, και μια πιο κριτική, πολιτική-οικονομική σχολή στην οποία ανήκουμε κι εμείς, η οποία αναζητά νέα παραδείγματα κατανόησης των οικολογικών-οικονομικών συστημάτων στο σύνολό τους, δίνοντας έμφαση σε θέματα διανομής, θεσμών και σχέσεων εξουσίας (Spash 1999). Οδηγό παράστασής μας αποτελεί η κριτική του Georgescu-Roegen (1971) στην οικονομική επιστήμη, στη βάση των νόμων της θερμοδυναμικής και ιδίως της εντροπίας, και η ουσιώδης διάκριση που έκανε μεταξύ αποθεμάτων και ροών (αν και υπάρχει μακρά γραμμή σκέψης σε αυτά τα θέματα και πριν από αυτόν - βλέπε Martinez-Alier 1990). Άλλες θεμελιώδεις συνεισφορές στα ΟΟ ήταν η θέση του Kenneth Boulding (1966) περί των βιοφυσικών περιορισμών της οικονομικής δραστηριότητας και η ερμηνεία από τον Karl William Kapp (1970) των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων (externalities) ως μετατόπιση ζημιών και άρα ως κανόνα και όχι εξαίρεση στις οικονομίες της αγοράς[1].
Τα ΟΟ θεωρούν την οικονομία ως μέρος και υποσύστημα ενός μεγαλύτερου από αυτές οικοσυστήματος (Daly 1991). Τα οικολογικά και τα οικονομικά συστήματα διαμορφώνουν το ένα το άλλο μέσα από μία σχέση μεταβολισμού, όπου η οικονομική διαδικασία τροφοδοτείται με ενέργεια και πρώτες ύλες από τη φύση, επιστρέφοντάς τες σε αυτή μετά τη χρήση τους (Giam- pietro 2003). Η σχέση αυτή είναι μια σχέση διαρκούς συνεξέλιξης όπου οικονομικές και οικολογικές συνθήκες αλληλομεταβάλλονται (Norgaard 1994). Τα ΟΟ απορρίπτουν τις υποθέσεις περί απόλυτα ορθολογικής ατομικής συμπεριφοράς (homo economicus) οι οποίες διέπουν τη συμβατική οικονομική επιστήμη, όπως και τη συναφή κανονιστική αρχή, η οποία εναποθέτει την επίλυση και ιεράρχηση των διαφορετικών ανθρώπινων αξιών στην αγορά και στις αναλύσεις κόστους-οφέλους. Τα ΟΟ αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν πολλαπλές αξίες, οι οποίες είναι συγκρίσιμες αλλά όχι προσμετρήσιμες, και σίγουρα όχι όλες αναγώγιμες σε χρήμα. Γ ι’ αυτό και συνηγορεί υπέρ των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπου πολλαπλές αξίες, ανάγκες και επιθυμίες λαμβάνονται υπόψη (Martinez-Allier et al. 1998, Nor- gaard 1994). Είναι αλήθεια πάντως, ότι αν και γενικώς είναι εναντίον της κοστολόγησης της φύσης, πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι αφού ζούμε σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η γενικευμένη αγορά, δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες φορές να μιλάμε με χρηματικούς όρους (όπως π.χ. όταν αξιολογούμε περιβαλλοντικές ζημίες).
Τα ΟΟ έχουν επικρίνει ιδιαίτερα τη σύγχυση της προόδου με την ανάπτυξη (Norgaard 1994) και τις αδυναμίες του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ως δείκτη ευημερίας τόσο λόγω των τεχνικών αδυναμιών του (van den Bergh 2006) όσο και, πιο ουσιαστικά, για το ότι αποκρύπτει και δεν μετρά τα κοινωνικά - περιβαλλοντικά και διανεμητικά - κόστη της οικονομικής ανάπτυξης (Martinez-Alier 2002). Σύμφωνα με τα ΟΟ, αυτά που οι οικονομολόγοι ονομάζουν εξωτερικότητες και αντιμετωπίζουν ως προβλήματα λογιστικής φύσης, είναι στην ουσία επιτυχείς μετατοπίσεις κόστους και εκφράσεις πολιτικής και θεσμικής ισχύος, όπου ισχυροί οικονομικοί παράγοντες καταφέρνουν να προσκομίζουν αυτοί το κέρδος από μια δραστηριότητα και να περνούν το κόστος της, συχνά περιβαλλοντικό, σε άλλους ή στην κοινωνία στο σύνολό της (Martinez-Alier 2002).
Τ ι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με την υφιστάμενη κρίση;
3. Πραγματικός και χάρτινος πλούτος
Αντί να εστιάζουμε την ανάλυση της οικονομίας και της κρίσης στα χρηματοπιστωτικά μεγέθη και τους χρηματικούς δείκτες, τα ΟΟ μας καλούν να δούμε την οικονομία σε τρία επίπεδα, τρεις ορόφους αν θέλετε. Στον επάνω «όροφο» βρίσκεται η χρηματική οικονομία, με την οποία συνήθως ασχολούμαστε, το μέγεθος της οποίας μπορεί να αυξηθεί με δάνεια από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, μερικές φορές χωρίς καν δυνατότητα αποπληρωμής - όπως στη περίπτωση της τρέχουσας κρίσης. Το χρηματοοικονομικό σύστημα δανείζεται από το μέλλον, με τον προσδοκία ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη θα κάνει δυνατή την αποπληρωμή των τόκων και των χρεών. Στον αμέσως από κάτω όροφο, έχουμε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «η πραγματική οικονομία», δηλαδή το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Όταν αυτό αυξάνεται πράγματι γίνεται δυνατή η αποπληρωμή μέρους ή όλου του χρέους το οποίο συσσωρεύεται στον επάνω όροφο, αλλά όταν δεν αυξάνεται επαρκώς, τότε αρχίζουν οι χρεωκοπίες. Η αύξηση των χρεών αναγκάζει την πραγματική οικονομία να μεγεθυνθεί, αλλά σε αυτή τη μεγέθυνση υπάρχουν όρια. Στο «ισόγειο» της οικονομίας και κάτω από την πραγματική οικονομία των οικονομολόγων, υπάρχει η «πραγματικά πραγματική» οικονομία των ΟΟ, δηλαδή οι ροές της ενέργειας και των πρώτων υλών οι οποίες τροφοδοτούν την οικονομία, και η μεγέθυνση των οποίων δεν εξαρτάται μόνο από οικονομικούς παράγοντες (αγορές και τιμές), αλλά και από φυσικούς και βιολογικούς περιορισμούς οι οποίοι βρίσκονται έξω από την αγορά. Η «πραγματικά πραγματική» οικονομία περιλαμβάνει επίσης και τη γη, την ικανότητα των ανθρώπων να εργάζονται και την αφανή οικιακή εργασία και εργασία αναπαραγωγής.
Η εξήγηση της κρίσης είναι απλή για τα ΟΟ: ο πάνω όροφος της οικονομίας μεγεθύνθηκε πολύ περισσότερο και γρηγορότερα απ’ ότι μπορούσε να υποστηρίξει η πραγματική οικονομία από κάτω. Αυτό ακριβώς το σημείο τόνισε ο Frederick Soddy, Νομπελίστας Χημείας στις αρχές του 20ου αιώνα, στο βιβλίο του «Πλούτος στα Λογιστικά Βιβλία, Εικονικός Πλούτος και Χρέος (Book Wealth, Virtual Wealth and Debt) (Soddy 1926) το οποίο εκδόθηκε το 1926 (Martinez-Alier 1990). Ο Soddy υποστήριξε ότι το οικονομικό σύστημα μπορεί εύκολα να αυξήσει τα χρέη του (ιδιωτικά ή δημόσια) και να παρανοήσει έτσι την επέκταση των χρεώσεων ως δημιουργία πραγματικού πλούτου. Ωστόσο, στο βιομηχανικό σύστημα, η αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης σημαίνουν και αύξηση στην εξαγωγή και τελική καύση ορυκτών καυσίμων. Η υποχρέωση αποπληρωμής των έντοκων χρεών θα μπορούσε να εκπληρωθεί αν πιέζονταν οι οφειλέτες (λιτότητα). Άλλοι τρόποι αποπληρωμής των χρεών είναι η υποτίμηση και ο πληθωρισμός ή η «οικονομική ανάπτυξη» (η οποία μετράται όμως με λανθασμένο τρόπο, επειδή βασίζεται σε υποτιμημένους περιορισμένους πόρους και δε λαμβάνει υπόψη τη ρύπανση που δημιουργεί).
Σύμφωνα με τον οικολόγο-οικονομολόγο Herman Daly, η τρέχουσα κρίση οφείλεται στην υπερ-ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων σε σχέση με τον πραγματικό πλούτο: αντίθετα από τη συχνά διατυπωμένη άποψη σε σχέση με την κρίση, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας, αλλά η υπερβολική ρευστότητα που προηγήθηκε. Μέσω του χρέους, της απελευθέρωσης των τραπεζών και των κακών δανείων, κυκλοφορεί στην αγορά πολύ περισσότερο χρήμα από αυτό που δικαιολογεί η πραγματική οικονομική δραστηριότητα, πόσο μάλλον η πραγματικά πραγματική (Daly 2008). Η αξία του παρόντος πλούτου δεν επαρκεί πλέον ως εγγύηση για το εκρηκτικό χρέος κι έτσι το χρέος με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο πρέπει να απαξιωθεί (Daly 2008).
Μπορεί η πραγματική οικονομία να προφτάσει να αναπτυχθεί τόσο ώστε να αποπληρώσει το συσσωρευμένο χρέος; Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι διαφωνούν με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους[2] σχετικά με το αν η διαρκής ανάπτυξη είναι εφικτή ή ακόμα και επιθυμητή. Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι αμφισβητούν την αισιόδοξη υπόθεση των νεοκλασικιστών (καθώς και των περισσότερων από τους κεϋνσιανούς ή τους μαρξιστές) ότι η υποκατάσταση φυσικών πόρων με βιομηχανικό κεφάλαιο και η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούν εσαεί να υπερβαίνουν τα όποια βιοφυσικά όρια (Daly 1991). Αυτό δεν συνιστά μια απλουστευμένη θέση ότι υπάρχουν απόλυτα βιοφυσικά όρια στην ανάπτυξη, αλλά μια σοβαρή εκτίμηση της πιθανότητας ότι η εξάντληση των ενεργειακών και υλικών αποθεμάτων, η υποβάθμιση των «δεξαμενών απορρόφησης ρύπων», όπως η ατμόσφαιρα, και η αυξανόμενη εποίκηση της χερσαίας γης, πιθανότατα να αποτελέσουν σε κάποια στιγμή περιορισμό όσον αφορά τη μεγέθυνση της κλίμακας της οικονομίας (Nor- gaard 1994). Το ανθρώπινο είδος ξέρει να προσαρμόζεται, αλλά η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες ενδέχεται να μην είναι βαθμιαία και οι όποιες αλλαγές στα οικοσυστήματα να μην είναι αναστρέψιμες. Οι πόροι, η ατμόσφαιρα ή τα οικοσυστήματα έχουν τα δικά τους όρια, τα οποία αν ξεπεραστούν τα οδηγούν σε δραματικές και ταχύτατες μεταμορφώσεις. Το ανθρώπινο είδος πιθανότατα θα προσαρμοστεί σε ό,τι επιφυλάξει το μέλλον, όμως το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοί θα επιβιώσουν, πώς θα ζουν και τί πόνο θα βιώσουμε κατά τη διαδικασία.
Οι βιοφυσικοί περιορισμοί και το ισόγειο της πραγματικά πραγματικής οικονομίας περιορίζουν και τον ρυθμό μεγέθυνσης της πραγματικής οικονομίας. Εκτός από τη χρηματοπιστωτική φούσκα και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων, στην τρέχουσα κρίση συνέβαλλαν και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ολιγοπώλιο του ΟΠΕΚ και την κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου αλλά και στο ότι προσεγγίζουμε το σημείο κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου (Deffeyes 2001) το οποίο γεννά και προσδοκίες για όρια στην προσφορά και τροφοδοτεί τη στροφή κεφαλαίων και κερδοσκόπων προς το πετρέλαιο. Ενώ στην κρίση της δεκαετίας του 1920 η τιμή των πρώτων υλών έπεσε για λίγα χρόνια πριν το 1929, αυτή τη φορά οι τιμές τους εκτοξεύθηκαν πριν την κρίση (κάτι στο οποίο συνέβαλλαν και οι λάθος επιδοτήσεις στα βιο-καύσιμα) και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα για αρκετούς μήνες μετά τη σοβαρή κάμψη στα χρηματιστήρια, η οποία άρχισε τον Ιανουάριο του 2008. Στα τέλη του 2008 οι τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών μειώθηκαν, αλλά αυτό οφειλόταν στην κάμψη της ζήτησης και τη μείωση της κατανάλωσης του πετρελαίου λόγω της κρίσης, και όχι στην αύξηση της προσφοράς (Financial Times 2008). Αμέσως μετά οι τιμές αυξήθηκαν εκ νέου.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το πετρέλαιο στα 150 δολάρια το βαρέλι είναι ακόμα φτηνό, αφού δεν λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική εξάντλησή του και άρα η βέλτιστη κατανομή του μεταξύ των γενεών, ούτε οι εξωτερικότητες από τη χρήση του, όπως η αλλαγή του κλίματος, το κόστος της οποίας είναι τεράστιο. Η τιμή του πετρελαίου στον 21ο αιώνα, για τον έναν ή το άλλον λόγο, θα παραμείνει υψηλή. Με υψηλές τιμές, γίνονται προσοδοφόρες οι επενδύσεις στα λιγότερο προσβάσιμα και χαμηλότερης ποιότητας αποθέματα, όπως οι αμμοπίσσες της Alberta στον Καναδά, η καύση των οποίων επιταχύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ή το πετρέλαιο στα βάθη του δάσους του Αμαζονίου, με τεράστιες κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις. Συνεπώς ο σημερινός ρυθμός ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα πιθανότατα δεν είναι βιώσιμος, και αν είναι, θα είναι καταστροφικός για μεγάλα μέρη του πλανήτη, άμεσα μέσω της άντλησης οριακών αποθεμάτων υδρογονανθράκων και έμμεσα μέσω της κλιματικής αλλαγής. Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει πειστεί ότι φτάνουμε το σημείο κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου, το γεγονός παραμένει ότι φαντάζει πολύ δύσκολο, για πλείστους άλλους λόγους, να μπορέσει η οικονομία να συνεχίσει να μεγεθύνεται αρκετά γρήγορα σε πραγματικούς όρους, ώστε να προφτάσει να αποπληρώσει την τεράστια συσσώρευση χρέους (Daly 2008). Σύμφωνα με τον Daly (2008) το να αντικαθιστούμε παλιά με νέα φυσικά κεφάλαια, στον ίδιο χώρο, κοστίζει όλο και περισσότερο. Έχουμε γεμίσει από αγαθά και υποδομές και υπάρχει λίγος χώρος για να κτίσουμε καινούρια, πόσο μάλλον όσο η ανισότητα στα εισοδήματα αυξάνεται, εμποδίζοντας τους περισσότερους ανθρώπους από το να αγοράσουν τα καινούργια αγαθά που θέλει να τους προσφέρει η αγορά - εκτός αν το κάνουν με πίστωση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι με τους προβαλλόμενους (επιθυμητούς) ρυθμούς ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία, η αλλαγή στη γήινη ατμόσφαιρα λόγω των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου θα έχει τόσο καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να αντισταθμίσουν και με το παραπάνω την όποια ανάπτυξη (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος - IPCC 2007). Τα ευχολόγια περί «άυλης ανάπτυξης» (de-materialised growth) είναι όνειρα θερινής νυκτός (Martinez-Alier 2002, Polimeni et al. 2008). Η αναπροσαρμογή του χρέους, όπως έγινε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαντάζει επιτακτική από την σκοπιά των ΟΟ, αφού δεν μπορούμε να καταστρέψουμε τον πλανήτη για να αποπληρώσουμε τις εσφαλμένες υποσχέσεις του παρελθόντος.
4. Τα πραγματικά τοξικά χρέη
Οι οικονομολόγοι ονομάζουν τα κεφάλαια που παίρνουν τη μορφή απαιτήσεων, ή και χρεών, και παραμένουν ανεξόφλητα «τοξικά» αφού η ονομαστική τους αξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική και ουσιαστικά αποτελούν ζημιά για αυτόν που τα κατέχει. Τι γίνεται όμως με υποχρεώσεις όπως το χρέος της Δύσης προς τις μελλοντικές γενιές και τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα με τις οποίες η ανάπτυξή της τις έχει επιβαρύνει (Srinivasan et al. 2008);
Τεράστια περιβαλλοντικά χρέη έχουν και οι πολυεθνικές εταιρίες. Η Chev- ron-Texaco για παράδειγμα πρέπει να πληρώσει 18 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ισημερινό για τη ρύπανση του Αμαζονίου. Η εταιρία Rio Tinto έχει τεράστια ιστορία απλήρωτων χρεών από την ίδρυσή της, το 1888, στην Ανδαλουσία, απ’ όπου πήρε και το όνομά της, καθώς και στην Bougainville, στη Ναμίμπια, και στην Δυτική Παπούα, μαζί με την Freeport McMoran (Martinez-Alier 2002). Αυτά είναι χρέη απλήρωτα προς τους εγχώριους πληθυσμούς, οι οποίοι στερούνται τα μέσα να τα διεκδικήσουν, το ίδιο και τα χρέη της Shell στο δέλτα του Νίγηρα. Αυτά είναι τα πραγματικά τοξικά χρέη, αλλά έχουν γραφτεί μόνο στα βιβλία της ιστορίας και όχι στα λογιστικά βιβλία.
Δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε την αξία του περιβάλλοντος σε δολάρια, για να καταλάβουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το οικονομικό κόστος από μια καθολική υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και από την διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή θα είναι κατά μία τάξη μεγέθους μεγαλύτερο από το συσσωρευμένο χρέος που βρίσκεται πίσω από τη σημερινή κρίση (Millenium Ecosystem Assessment 2005, IPCC 2007). Οι επερχόμενες οικολογικές κρίσεις θα έπρεπε να μας ανησυχούν ακόμα περισσότερο από ότι - δικαίως - ανησυχούμε για την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Αποτελεί ειρωνεία το ότι οι οικονομολόγοι προτείνουν ως λύση στα οικολογικά προβλήματα την ίδια συνταγή που κρύβεται πίσω από την οικονομική κρίση. Η ιδέα τους είναι να χρηματοποιήσουμε τις οικολογικές υπηρεσίες, δηλαδή να αποτιμήσουμε σε χρήματα τις υπηρεσίες που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον και να αφήσουμε μετά τις ελεύθερες αγορές να ρυθμίσουν την προσφορά τους χωρίς κρατική παρέμβαση. Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από την αγορά εκπομπών ρύπων άνθρακα. Ο Karl Polanyi (1944), στο έργο του «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός» (The Great Transformation), διέγνωσε το παράλληλο μεταξύ της εμπορευματοποίησης και εν τέλει απορρύθμισης της αγοράς του χρήματος και της εμπορευματοποίησης και μετατροπής της φύσης σε οικονομικό προϊόν, καθώς και τον διπλό κίνδυνο που αυτές ελλοχεύουν. Η θέση του ήταν ότι τα χρήματα, όπως η φύση και η εργασία, είναι πλασματικά προϊόντα, δηλαδή, προϊόντα τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και τα οποία δεν έχουν στόχο την ανταλλαγή, όμως κυκλοφορούν στην αγορά ως τέτοια με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι συνθήκες αναπαραγωγής τους. Όπως και ο Polanyi, έτσι και πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι επιμένουν ότι είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανεπιθύμητο να μετασχηματιστεί η φύση σε «προϊόν προς πώληση» (Vatn and Bromley 1994) και ότι τα όποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν στην υποβάθμιση και όχι στην προστασία της. Τα επιχειρήματα αυτά όμως πηγαίνουν αντίθετα στο κυρίαρχο ρεύμα: η τάση στον ύστερο καπιταλισμό είναι η δημιουργία διαρκώς νέων πλασματικών αγορών για την απορρόφηση κεφαλαίων, από τα χρηματικά παράγωγα μέχρι την αγορά ρύπων, τα δικαιώματα νερού και τις αμοιβές για περιβαλλοντικές υπηρεσίες (Kosoy 2008). Όσον αφορά το περιβάλλον, ο μέγας κίνδυνος είναι να συνδεθεί η αξία και το επίπεδο της προστασίας των υπηρεσιών του περιβάλλοντος με τα σκαμπανεβάσματα των αγορών (Harvey 1996, Kosoy 2008), όπως καταδεικνύει η πρόσφατη κατάρρευση της ευρωπαϊκής αγοράς ρύπων.
Για να καταλάβουμε όμως πώς δημιουργήθηκαν αυτοί οι μύθοι των αυτο- ρυθμιζόμενων αγορών, της αέναης ανάπτυξης και εν τέλει πως συντελέστηκε η αποσύνδεση της πλασματικής οικονομίας από την πραγματική, θα πρέπει να στραφούμε στον χώρο των ιδεών και στην αλληλεπίδρασή τους με την πολιτική και τα οικονομικά.
5. Οι μύθοι του οικονομισμού
Θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία που βρίσκεται «εκεί έξω» και στο σύμπλεγμα των μύθων που μας βοηθούν να της δίνουμε νόημα και να ζούμε και να συνεργαζόμαστε μέσα σε αυτήν. Αυτή τη διάκριση μπορούμε να την παραλληλίσουμε με εκείνη που αντιδιαστέλλει τη φύση ως πραγματικότητα από το σύμπλεγμα των μύθων που οι παραδοσιακές κοινωνίες διατηρούν για τη φύση και για τη σχέση τους με αυτήν. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι μύθοι παρέχουν ερμηνείες για τα φυσικά φαινόμενα, διευκολύνουν τις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις και δίνουν νόημα και συνοχή στη ζωή. Επειδή οι άνθρωποι ενεργούν με βάση τους μύθους τους, οι κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνονται και εξελίσσονται μαζί και γύρω από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, όπου δρούμε με βάση επιστημονικές ερμηνείες, οι οποίες στην αρχή προήλθαν από τη μηχανική, μετά από τη χημεία, και πρόσφατα από τη βιολογία, βλέπουμε τα καλλιεργούμενα εδάφη και τις αγροτικές κοινωνίες να μετασχηματίζονται και να εξελίσσονται μαζί και πάνω στους δρόμους και το φαντασιακό της επιστήμης (Norgaard 1994). Ως σύγχρονοι άνθρωποι, ενεργούμε με πεποιθήσεις για τον κόσμο μας, έναν κόσμο που είναι εν πολλοίς οικονομικός, πεποιθήσεις οι οποίες είναι ριζωμένες στην επιστήμη των οικονομικών. Αναφερόμαστε σε αυτό το σύμπλεγμα μύθων με τον όρο «οικονομισμός».
Η δραστηριότητα της παγκόσμιας αγοράς μεγάλωσε 25 φορές κατά τον εικοστό αιώνα, και η οικονομία έγινε ο ίδιος ο Κόσμος[3] για τους μισούς σχεδόν ανθρώπους του πλανήτη. Με τη διείσδυση της στην καθημερινή ζωή και την πραγματοποίηση ανταλλαγών σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις, η οικονομία της αγοράς παρεμβλήθηκε μεταξύ ημών και της φύσης, εμποδίζοντάς μας από το να βλέπουμε τις ηθικές συνέπειες των αποφάσεών μας. Η ανάπτυξη του οικονομικού Κόσμου διευκολύνεται και δικαιολογείται από την οικονομική σκέψη, αλλά το αποτέλεσμα είναι να απλοποιείται. Η απλοποίηση είναι το κλειδί στην κυρίαρχη προσέγγιση της ορθολογικής σκέψης, η οποία διέπει τις φυσικές επιστήμες και την ιδέα των ειδικοτήτων. Η ιστορία της ακαδημαϊκής οικονομικής σκέψης μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία θέσπισης των ορίων της ειδικότητας, μιας διεργασίας εξορθολογισμού των επιχειρημάτων, που είτε αγνοούν πλήρως είτε υιοθετούν χονδροειδείς απλουστεύσεις για τον φυσικό κόσμο και για τα ηθικά ζητήματα του τί είναι σωστό και τί λάθος.
Όλο και περισσότερο, οι σύγχρονοι άνθρωποι αναγκάζονται να κατανοούν το φυσικό κόσμο περνώντας μέσα από την οικονομία. Οι οικονομολόγοι, πρώτοι, ενθάρρυναν αυτήν την προσέγγιση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Barnett και Morse (1963). Το επιχείρημά τους ήταν ότι οι φυσικοί πόροι δεν μπορεί να γίνονται πιο σπάνιοι, αφού οι τιμές τους μειώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους οι αυξανόμενες τιμές είναι η καλύτερη ένδειξη σπανιότητας των φυσικών πόρων, είτε ακολουθώντας τη λογική της προσφοράς και της ζήτησης του Ricardo με τη βασική παρατήρησή του ότι στην παραγωγή πρώτα χρησιμοποιείται η καλύτερη γη, είτε μέσω του πιο εξειδικευμένου μοντέλου του Hotelling περί της βέλτιστης διαχρονικής χρήσης των φυσικών πόρων. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να συνοψιστεί σε ένα απλό λογικό συλλογισμό:
Αν οι πόροι είναι σπάνιοι, και
Αν οι συμμετέχοντες στην αγορά των πόρων γνωρίζουν ότι είναι σπάνιοι, τότε
Οι τιμές των πόρων θα αυξηθούν.
Οι Barnett & Morse, καθώς και πολυάριθμοι οικονομολόγοι και μη έκτοτε (Simon 1981, Lomborg 2001), απλώς αντέστρεψαν το επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι αφού οι τιμές των πόρων πέφτουν, τότε δεν γίνεται οι πόροι να είναι σπάνιοι. Αλλά η πρώτη προκείμενη του ίδιου επιχειρήματός, ότι δηλαδή η οικονομία συνδέεται με την πραγματικότητα, έχει ξεχαστεί. Αν οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν γνωρίζουν ότι οι πόροι είναι σπάνιοι, με την πραγματική έννοια της φράσης, τότε το οικονομικό επιχείρημα ακυρώνεται. Αν ξέρουν πράγματι, τότε θα μπορούσαμε απλώς να τους ρωτήσουμε πόσο σπάνιοι είναι. Αυτό θα ήταν προτιμότερο, αφού έτσι θα μπορούσαμε να δούμε τις διαφορές στην κατανόηση ή τη γνώση και τους διαφορετικούς κινδύνους που έχει η κάθε εκτίμηση, από το να συμπυκνώνουμε όλη την πολυπλοκότητα και όλη την πληροφορία σε έναν μόνο δείκτη, την τιμή, ο οποίος δεν δίνει καμία άλλη πληροφορία (Norgaard 1990).
Το κρίσιμο θέμα εδώ είναι ότι για να λειτουργούν καλά οι αγορές, πρέπει επαρκής αριθμός από τους συμμετέχοντες σε αυτές να κατανοούν, ανεξάρτητα ο καθένας, την πραγματικότητα πίσω από τις αγορές. Οι οικονομολόγοι όμως, υποστηρίζουν ότι μπορούμε να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσω των αγορών ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην αγορά κατανοούν την πραγματικότητα ή όχι. Εδώ βρίσκεται το κλειδί για την κρίση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Κρίνοντας την πραγματικότητα μέσω της αγοράς, οι αγοραστές σπιτιών και οι τράπεζες ήταν σίγουροι ότι οι τιμές των σπιτιών θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν, επειδή απλώς οι τιμές των σπιτιών, όπως έδειχνε η πρόσφατη ιστορία, «πάντα ανεβαίνουν». Οι δανειστές παρείχαν δάνεια σε ιδιοκτήτες σπιτιών, οι οποίοι είχαν ελάχιστες δυνατότητες να τα αποπληρώσουν, βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι η οικονομία θα παραμείνει υγιής και ότι οι τιμές των σπιτιών πάντα θα ανεβαίνουν. Οι δανειστές ήξεραν ότι οι νέοι ιδιοκτήτες σπιτιών ίσως να μην μπορούσαν να αποπληρώσουν τις υποθήκες τους, αλλά δεν το θεωρούσαν πρόβλημα, επειδή πίστευαν ότι στο κάτω-κάτω θα βρίσκονταν με ένα περιουσιακό στοιχείο στην κατοχή τους, η αξία του οποίου θα ήταν πάντα μεγαλύτερη από το ανεξόφλητο τμήμα της υποθήκης. Τότε οι επενδυτικές τράπεζες της Wall Street ανασκεύασαν αυτές τις επισφαλείς υποθήκες σε κεφάλαιο, παρουσιάζοντάς τες ως περιζήτητες μετοχές και δημιουργώντας μια ανερχόμενη αγορά. Η μαζική αυταπάτη δούλεψε και η αίσθηση αυξανόμενου πλούτου βοήθησε με την σειρά της να αυξηθούν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων, αυξάνοντας τη ζήτηση για σπίτια. Όλα ανέβαιναν, μέχρις ότου άρχισαν να ανεβαίνουν και οι τιμές του πετρελαίου και της βενζίνης, και η οικονομία άρχισε να μην δείχνει πια τόσο υγιής. Οι δόσεις των δανείων άρχισαν να μην πληρώνονται, οι χρεωκοπίες ακολούθησαν και οι τράπεζες άρχισαν να κατάσχουν, αλλά κάνοντάς το αυτό, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν και ξαφνικά οι τράπεζες να βρίσκουν εαυτούς με δάνεια και κεφάλαια τα οποία ήταν πλέον «τοξικά». Όλα τα μέρη που εμπλέκονταν σε αυτήν τη διαδικασία έβλεπαν αυτό που εκείνοι θεωρούσαν ότι ήταν πραγματικότητα μέσα από τις τάσεις που παρουσιάζονταν στην αγορά αντί να κοιτάζουν την ίδια την πραγματικότητα πίσω από την αγορά.
Γ ια τους ίδιους λόγους που προέκυψε η οικονομική κρίση, έτσι και η διαχείρισή της είναι δύσκολη, επειδή οι οικονομικοί παράγοντες κοιτάζουν τις τιμές των κεφαλαίων που καταρρέουν, αντί να κοιτάζουν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, η οποία σίγουρα δεν έχει αλλάξει και τόσο δραματικά. Κάνοντάς το αυτό, η αγορά καταρρέει ακόμα πιο γρήγορα, σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Όταν επιχειρούμε να αξιολογήσουμε την οικολογική βάση της οικονομίας, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Σύμφωνα με έναν σχετικά απλό δείκτη, το οικολογικό αποτύπωμα, ο παγκόσμιος πληθυσμός πρέπει να μειώσει την κατανάλωσή του κατά 25% ώστε η κατανάλωση και η διαχείριση των απορριμμάτων να είναι βιώσιμη (Wackernagel et al. 2002). Η αξιολόγηση από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC 2007) δείχνει ότι χρειάζεται να μειώσουμε τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου κατά 80% παγκοσμίως μέχρι το 2050 ώστε να αποφύγουμε επιβλαβείς, αν όχι καταστροφικές, κλιματικές αλλαγές. Οι Hansen et al. (2008) υποστηρίζουν ότι έχουμε ήδη ξεπεράσει το σημείο της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και πρέπει να μειώσουμε το υφιστάμενο επίπεδο των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (Millennium Ecosystem Assessment 2005: 1) υποστηρίζει ότι «οι αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί στα οικοσυστήματα είχαν οφέλη για την ευημερία των ανθρώπων και την οικονομική ανάπτυξη, όμως τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται με όλο και μεγαλύτερο κόστος, με επιδείνωση πολλών υπηρεσιών των οικοσυστημάτων, κίνδυνο μη γραμμικών αλλαγών και εν τέλει επιδείνωση της φτώχιας για σημαντικές μερίδες του πληθυσμού. Αυτά τα προβλήματα, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα μειώσουν σημαντικά τα οφέλη που οι μελλοντικές γενιές θα αποκομίσουν από τα οικοσυστήματα».
Θα χρειαστεί τεράστια προσπάθεια για να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γη, ώστε να μην αφήσουμε άδικα κόστη στις μελλοντικές γενιές, και για να μειώσουμε τις ήδη υφιστάμενες αδικίες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ξανά είναι κάποιοι οικονομολόγοι αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η προσαρμογή δεν είναι δα και τόσο δύσκολη, αφού το πολύ-πολύ η κλιματική αλλαγή ή η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων να στοιχίσει μερικά εκατοστά από το ΑΕΠ, τα οποία δεν είναι τίποτα μπροστά στην διαφαινόμενη αύξησή του. Διαπράττουν εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος. Κοιτώντας τις αγορές και τους οικονομικούς δείκτες, δεν γίνεται να εκτιμήσουμε αν και κατά πόσον η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα περάσει μέσα από οδύνες ή όχι. Το ΑΕΠ ανέβηκε και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν σε συρράξεις, εκατομμύρια έχασαν συγγενείς τους και εκτοπίστηκαν και εκατομμύρια πέθαναν πρόωρα από λιμούς και ασθένειες.
6. Πέρα από τον οικονομισμό
Χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις συνθήκες και τις πραγματικότητες οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις αγορές, και οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία τους. Το εγχείρημα αυτό είναι κρίσιμο αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όσο οι αγορές εκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις και περιλαμβάνουν όλο και πιο σύνθετες συναλλαγές και χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πώς μπορεί μια κοινωνία, η οποία βασίζεται στα οφέλη που προκύπτουν από την εξειδίκευση και τη συναλλαγή, διεργασίες οι οποίες από την φύση τους αποκόβουν τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και τις ηθικές συνέπειες των αποφάσεων, να είναι ενημερωμένη και ηθική; Μια απάντηση είναι, προφανώς, ότι το να είναι κανείς ενημερωμένος και ηθικός είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη της οικονομίας, και αντιστρέφοντας την ερώτηση, να θέσει όρια στη γεωγραφική, χρονική και θεματική επικράτεια των συναλλαγών (Norgaard και Liu 2007, Norgaard και Jin 2008). Ενώ οι οικονομολόγοι αρέσκονται στο να σημειώνουν ότι πάντοτε υπάρχουν κόστη και οφέλη, ένας από τους μύθους του οικονομισμού είναι ότι η επέκταση του εμπορίου είναι πάντοτε επωφελής. Η επέκταση των αγορών πάντα έχει ένα κόστος, που αντισταθμίζει το όφελος, και οι βέλτιστες αγορές θα πρέπει να είναι μάλλον πολύ πιο περιορισμένες, σε σύγκριση με αυτές που έχουμε σήμερα.
Για να είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι για την πραγματικότητα αλλά και πιο ηθικοί, θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς, οι οποίοι να μας διευκολύνουν σε αυτή την αναζήτηση. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (ΜΕΑ) είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα μιας τέτοιας συλλογικής διαδικασίας αξιολόγησης της πραγματικότητας, η οποία έθεσε τα ζητήματα ηθικής επί τάπητος και κατάφερε να διακρίνει και να αποφύγει τις παγίδες του οικονομισμού (Norgaard 2008). Περίπου 1400 επιστήμονες απ’ όλον τον κόσμο συμμετείχαν σε μια αξιολόγηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας σχετικά με την κατάσταση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που αυτά προσφέρουν καθώς και τους παράγοντες που οδηγούν στην υποβάθμισή τους. Οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις από τον αναπτυσσόμενο κόσμο διέκριναν την αδικία του να καθορίζεται η αξία των υπηρεσιών αυτών από την αγορά, όταν στην αγορά αυτή βαραίνουν πολύ περισσότερο οι προτιμήσεις και οι ανάγκες των πλουσίων. Οι αγορές εξισώνουν τα δολάρια που οι πλούσιοι οικοτουρίστες ξοδεύουν σε διεθνείς πτήσεις για να δουν ένα οικοσύστημα με τα δολάρια που δίνουν οι φτωχοί εργαζόμενοι στα εισιτήρια του λεωφορείου για να πάνε στον αγρό να δουλέψουν. Οι συμμετέχοντες στη ΜΕΑ είδαν πως η λογική της αγοράς οδηγεί σε παράλογες και άδικες λύσεις όπως οι πλούσιοι να πληρώνουν τους φτωχούς για να φυτεύουν δένδρα τα οποία θα δεσμεύουν άνθρακα, στερώντας τους όμως έτσι τις άλλες υπηρεσίες που θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα δάσος. Θα ήταν άραγε η δέσμευση άνθρακα μέσω της δενδροφύτευσης τόσο φτηνή σε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπήρχαν τεράστιες ανισότητες; Είναι δίκαιος ένας κόσμος στον οποίο οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να οδηγούν τα SUV τους, επειδή οι φτωχοί είναι πρόθυμοι να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τα δάση τους με μικρό αντάλλαγμα; Όταν αυτό έγινε σαφές μέσα από τη συζήτηση στην ΜΕΑ, ήταν πολύ δύσκολο πλέον για τους συμμετέχοντες να βλέπουν τις τιμές που δίνουν οι αγορές ως ουδέτερες μεταβλητές. Η ανοιχτή συμμετοχική διαδικασία της ΜΕΑ επέτρεψε την αποδόμηση του οικονομισμού (Norgaard 2008).
Επίσης άλλη μια μεγάλη αντίθεση με τη λογική της αγοράς προέκυψε στο πλαίσιο της ΜΕΑ. Αρκετοί επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι σύμφωνα με τις υποθέσεις των οικονομικών, η χρηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών υπηρεσιών βασίζεται στην υπόθεση ότι οι προτιμήσεις τις οποίες εκφράζουν για τα οικοσυστήματα οι διάφοροι ιδιώτες στην αγορά είναι ορθολογικές και βασίζονται στην πλήρη πληροφόρηση. Πως όμως είναι αυτό δυνατό όταν οι ίδιοι οι ειδικοί επιστήμονες δεν είναι σίγουροι για τις πολυ- πλοκότητες των οικοσυστημάτων και παλεύουν να τις κατανοήσουν; Η υπόθεση ότι οι αγορές εκφράζουν κάποια ανώτερη γνώση έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον στόχο της ΜΕΑ ο οποίος ήταν να δώσει επαρκή ενημέρωση στο κοινό και στους φορείς χάραξης πολιτικής για την κατάσταση των οικοσυστημάτων. Εν κατακλείδι, όπως με το πρόβλημα της αξιολόγησης της σπανιότητας των φυσικών πόρων (Norgaard 1990), το πρόβλημα με τη χρήση χρηματικών αξιών για να αξιολογήσουμε τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων είναι ότι η αξιολόγηση αυτή είναι ενσωματωμένη στο ίδιο το κοι- νωνικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο δημιουργεί τα προβλήματα τα οποία η ΜΕΑ προσπαθεί να κατανοήσει ώστε να σχεδιάσει καλύτερες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές. Αυτή η κυκλικότητα τονίζει το πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε τη φύση χωρίς να την κοιτάζουμε μέσα από την οικονομία και αποφεύγοντας τον οικονομισμό. Η πρόκληση μπροστά μας είναι να δημιουργήσουμε νέους χώρους και διαδικασίες αποφάσεων, οι οποίοι πραγματικά να ξεφεύγουν από τον οικονομισμό και να τον θέτουν υπό συζήτηση.
7. Πέρα από την ανάπτυξη
Η οικονομική κρίση, η οποία κράτησε μόλις ένα έτος, το 2008, μείωσε πρόσκαιρα τις παγκόσμιες εκπομπές ^2 και επιβράδυνε για λίγο την αυξανόμενη τάση προς την καταστροφή της βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλαγή. Από την άλλη, οι χώρες οι οποίες παρέμειναν σε κρίση βιώνουν μια μείωση των δημόσιων και των ιδιωτικών δαπανών, η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την περιβαλλοντική προστασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύφεση πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα. Αλλά το πρόβλημα με αυτή τη διατύπωση είναι ότι παγιδευόμαστε εκ νέου στους όρους του οικονομισμού και της ανάπτυξης. Βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια κυκλικότητα και μια αίσθηση άβ]α νυ με μια παλαιότερη συζήτηση στους κύκλους των ΟΟ περί των επιτοκίων, όπου τα υψηλά επιτόκια υποτίθεται ότι καθιστούν μη οικονομικές τις επενδύσεις οι οποίες βλάπτουν το περιβάλλον, αλλά από την άλλη επιβραδύνουν και τις περιβαλλοντικές επενδύσεις. Από τη σκοπιά του οικονομισμού, το περιβάλλον και η απασχόληση, το περιβάλλον και η φτώχεια, τοποθετούνται στα αντίθετα άκρα και η φιλική προς το περιβάλλον οικονομική ανάπτυξη υποτίθεται ότι είναι ο μόνος τρόπος συμφιλίωσής τους. Αλλά τα διλήμματα αυτά είναι πλαστά.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια εντελώς διαφορετική οπτική, μια διατύπωση του Αριστοτέλειου ευ ζην, όπως προτάσσει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, διατύπωση η οποία να καθοδηγείται από την «οικονομική» και όχι τη «χρηματιστική» σκοπιά, έννοιες τις οποίες ο Αριστοτέλης διαχώρισε. Η κρίση, που οι οικολόγοι-οικονομολόγοι περίμεναν αργά ή γρήγορα να προκόψει, δεδομένης της εν γένει μη βιωσιμότητας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ανοίγει ευκαιρίες. Τώρα είναι η στιγμή για νέα κοινωνικά οράματα ευημερίας χωρίς ανάπτυξη, για οράματα ευ ζην, δημιουργικής εργασίας και διατήρησης των οικοσυστημάτων.[4]
Θυμίζουμε εδώ την έννοια της κοινωνικά βιώσιμης οικονομικής αποανάπτυ- ξης, που εισήγαγε ο Georgescu-Roegen πριν από 30 χρόνια (Latouche 2004). Η αποανάπτυξη δεν αφορά τη μείωση του ΑΕΠ, επειδή πάντα μπορούμε να αλλάξουμε τις λογιστικές συμβάσεις και να συμπεριλάβουμε στο ΑΕΠ και άλλες παραμέτρους (τη μη αμειβόμενη οικιακή εργασία ή την εθελοντική εργασία) και να συνυπολογίσουμε σε αυτό τις αρνητικές συνέπειες από την καταστροφή της βιοποικιλότητας, την κλιματική αλλαγή και την εξαφάνιση ολόκληρων πολιτισμών. Τεχνικά αυτό δεν είναι δύσκολο. Η βιώσιμη αποανάπτυξη αφορά την πρόταση δημιουργία μιας εναλλακτικής, μικρότερης κλίμακας, οικονομίας η οποία θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων. Με την οικονομική κρίση, η αποανάπτυξη έχει ήδη φτάσει στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Τώρα είναι η ευκαιρία για την κοινωνικό-οικολογική μετάβαση η οποία θα κάνει την αποανάπτυξη κοινωνικά βιώσιμη. Η πρόκληση είναι πώς να διαχειριστούμε τη μετάβαση προς μια μικρότερη οικονομία με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, έτσι
ώστε το μεγαλύτερο βάρος να πέσει στους ήδη «έχοντες» οι οποίοι ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την προηγηθείσα μη βιώσιμη συσσώρευσης, που μας έφερε στην κρίση.
Εκ πρώτης όψεως οι χώρες του Νότου έχουν κάτι να χάσουν και λίγα να κερδίσουν από την αποανάπτυξη του Βορρά: λιγότερες ευκαιρίες για εξαγωγές, λιγότερες πιστώσεις και εξωτερική βοήθεια. Αλλά τα κινήματα για περιβαλλοντική δικαιοσύνη και για έναν «περιβαλλοντισμό των φτωχών» στο Νότο είναι οι κύριοι σύμμαχοι του κινήματος της αποανάπτυξης στο Βορρά. Αυτά τα κινήματα εναντιώνονται στην δυσανάλογη ρύπανση (σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο με απαίτηση αποπληρωμής του οικολογικού χρέους) και στις εξαγωγές απορριμμάτων από τον Βορρά προς τον Νότο και απαιτούν οι πολυεθνικές να πληρώσουν επιτέλους τα οικολογικά χρέη τους (Martinez- Α^γ 2002). Οι στόχοι τους είναι κοινοί και έχουν να κάνουν με μια οικονομία η οποία με βιώσιμο τρόπο να καλύπτει τις ανάγκες διατροφής, υγείας, παιδείας και στέγασης για όλους. Η μετάβαση σε μια μικρότερη οικονομία ανθρώπινης και οικολογικής κλίμακας μόνο εύκολη δεν είναι. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να την διαχειριστούμε με ομαλό τρόπο και να αναδιανεί- μουμε το κύριο βάρος και τα κόστη της μετάβασης σε όσους έχουν ωφεληθεί ήδη από το μη βιώσιμο μοντέλο που μας έφερε μέχρι εδώ. Η αποανάπτυξη δεν είναι απολιτική. Για να υλοποιηθεί απαιτεί μια ριζικά νέα πολιτική και μια δραστική αναδιανομή της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος.
Αναφορές
Barnett, H.J. and Morse, C. (1963), Scarcity and Growth, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD.
Boulding, K.E. (1966), "The economics of the coming Spaceship Earth", in Jarrett, H. (Ed.), Environmental Quality in a Growing Economy: Essays from the Sixth RFF Forum, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD, pp. 3-14.
Daly, H.E. (1991), Steady-State Economics, 2nd ed., Island Press, Washington DC.
Daly, H. (2008), "Credit crisis, financial assets and real wealth", The Oil Drum, October 13, available at: www.theoildrum.com.
Deffeyes, K.S. (2001), Hubbert's Peak: The Impending World of Oil Shortages, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Financial Times (2008), "Crude falls on clear signs of weak demand", Financial Times, 23 October, p. 30.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The Entropy Law and the Economic Process, Harvard University Press, Cambridge, MA.
Giampietro, M. (2003), Multi-scale Integrated Analysis of Agroecosystems, CRC Press, Boca Raton, FL. Paper assets, real debts.
Hansen, J., Sato, M., Kharecha, P., Beerling, D., Berner, R., Masson-Delmotte, V., Pagani, M., Raymo, M., Royer, D.L. and Zachos, J.C. (2008), "Target atmospheric CO2: where should humanity aim?", Open Atmospheric Science Journal, Vol. 2, pp. 217-31.
Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Blackwell, Oxford.
Intergovernmental Panel on Climate Change (2007), Summary for Policymakers. The Physical Science Basis. Working Group 1 Contribution to the Fourth Assessment Report of the IPCC, Cambridge University Press, Cambridge.
Kapp, K.W. (1970), "Environmental disruptions and social costs: a challenge to economists", Kyklos, Vol. 23, pp. 833-47.
Kosoy, N. (2008), "Branded nature and fictitious commodity fetishism", Ecological Economics, submitted for publication.
Latouche, S. (2004), "De-growth economics", Le monde diplomatique (English edition), November.
Lomborg, B. (2001), The Sceptical Environmentalist: Measuring the Real State of the World, Cambridge University Press, Cambridge.
Martinez-Alier, J. (1990), Ecological Economics: Energy, Environment and Society, Basil Blackwell, Oxford.
Martinez-Alier, J. (2002), The Environmentalism of the Poor: A Study of Ecological Conflicts and Valuation, Edward Elgar, Cheltenham.
Martinez-Allier, J., Munda, G. and O'Neill, J. (1998), "Weak comparability of values as a foundation for ecological economics", Ecological Economics, Vol. 26, pp. 277-86.
Millennium Ecosystem Assessment (2005), Ecosystems and Human Well-Being: Synthesis, Island Press, Washington, DC.
Norgaard, R.B. (1990), "Economic indicators of resource scarcity: a critical essay", Journal of Environmental Economics and Management, Vol. 19, pp. 19-25.
Norgaard, R.B. (1994), Development Betrayed: The End of Progress and a Revolutionary Revisioning of the Future, Routledge, London.
Norgaard, R.B. (2008), "Finding hope in the Millennium Ecosystem Assessment", BioScience, Vol. 22 No. 4, pp. 862-9.
Norgaard, R.B. and Jin, L. (2008), "Trade and the governance of ecosystem services", Ecological Economics, Vol. 66 No. 4, pp. 638-52.
Norgaard, R.B. and Liu, X. (2007), "Market governance failure", Ecological Economics, Vol. 60 No. 3, pp. 634-41.
Polanyi, K. (1944), The Great Transformation, Beacon Press, Boston, MA.
Polimeni, J.M., Mayumi, K., Giampietro, M. and Alcott, B. (2008), The Jevons Paradox and the Myth of Resource Efficiency Improvements, Earthscan, London.
Simon, J. (1981), The Ultimate Resource, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Soddy, F. (1926), Wealth,Virtual Wealth and Debt, E.P. Dutton, New York, NY.
Spash, C.L. (1999), "The development of environmental thinking in economics", Environmental Values, Vol. 8, pp. 413-35.
Srinivasan, U.T., Carey, S.P., Hallstein, E., Higgins, P.A.T., Kerr, A.C., Koteen, L.E., Smith, A.B., Watson, R., Harte, J. and Norgaard, R.B. (2008), "The debt of nations and the distribution of ecological impacts from human activities", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 105 No. 5, pp. 1768-73.
van den Bergh, J.C.J.M. (2006), "Abolishing GDP: the largest information failure in the world", working paper, Department of Spatial Economics, Free University, Amsterdam.
Vatn, A. and Bromley, D.W. (1994), "Choices without prices without apologies", Journal of Environmental Economics and Management, Vol. 26, pp. 129-48.
Wackernagel, M., Schulz, N.B., Deumling, D., Callejas Linares, A., Jenkins, M., Kapos, V., Loh, J., Myers, N., Norgaard, R.B., Randers, J. and Monfreda, C. (2002), "Tracking the ecological overshoot of the human economy", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 99, pp. 9266-71.
[1] [Σ.τ.Μ.] Στην οικονομική επιστήμη, η έννοια της εξωτερικότητας αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η δράση ενός υποκειμένου έχει επιπτώσεις στην ευημερία ενός άλλου υποκειμένου, χωρίς το πρώτο υποκείμενο να υφίσταται τα κόστη ή τα οφέλη που προκαλεί η δράση του στο δεύτερο υποκείμενο μέσα από τον μηχανισμό της αγοράς. Το κλασσικό παράδειγμα είναι το εργοστάσιο που αδειάζει τα απόβλητα του σε ένα ποτάμι χωρίς να πληρώνει το κόστος που έχει αυτό για τους ψαράδες που ψαρεύουν λίγο παρακάτω από το εργοστάσιο. Η έννοια της εξωτερικότητας οριοθετεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως προβλήματα έλλειψης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και αγορών συναλλαγής. Αν για παράδειγμα, οι ψαράδες είχαν δικαίωμα σε μια συγκεκριμένη ποιότητα νερού το εργοστάσιο θα έπρεπε να τους αποζημιώσει. Η πολιτική οικονομία αντιθέτως αναγνωρίζει ότι αυτή η μετατόπιση του κόστους είναι εγγενής και συστηματική διαδικασία εντός του καπιταλισμού και του κυνηγιού για κέρδος, και άρα αποτέλεσμα της γενικευμένης αγοράς και όχι προϊόν της έλλειψής της.
[2] [Σ.τ.Μ.] Τα νεοκλασικά οικονομικά είναι όρος που χρησιμοποιείται για τους διάφορους κλάδους της οικονομικής επιστήμης οι οποίοι εστιάζουν στον προσδιορισμό τιμών, αποτελεσμάτων και διανομής εισοδημάτων στις αγορές μέσω προσφοράς και ζήτησης και με βάση τη θεωρία ορθολογικής επιλογής (rational choice theory), η οποία βασίζεται στην τυποποίηση οικονομικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Τα νεοκλασικά οικονομικά κυριαρχούν στον τομέα των μικρο-οικονομικών και μαζί με τα κεϋνσιανά οικονομικά συνιστούν τον πιο διαδεδομένο κλάδο οικονομικών σήμερα.
[3] [Σ.τ.Μ] Με τον όρο Κόσμος, με κεφαλαίο, αποδίδουμε τον όρο «cosmos» και με τον όρο κόσμος, με πεζό, τον όρο «world».
[Σ.τ.Μ] Το κείμενο αυτό γράφτηκε το Φθινόπωρο του 2008.
a ICREA and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universität Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
b Departament d’Economia i d’Historia Economica and Institut de Ciencia i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universitat Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain,
c Energy and Resources Group, University of California at Berkeley, Berkeley, California, USA.
Ο Benjamin M. Friedman, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Ηθικές Συνέπειες της Οικονομικής Ανάπτυξης» (The Moral Consequences of Economic Growth), αναφέρει ότι όταν εργαζόταν στην Morgan Stanley στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ετήσιες εκθέσεις της εταιρίας ήταν γεμάτες φωτογραφίες με εργοστάσια και άλλες χειροπιαστές δραστηριότητες. Σήμερα, οι ετήσιες εκθέσεις της Wall Street απεικονίζουν όχι τόσο το επιχειρηματικό αντικείμενο των εταιριών τις οποίες αντιπροσωπεύουν, αλλά τα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία, με ανοδικές και καθοδικές καμπύλες, γραφήματα, και φωτογραφίες των ίδιων των χρηματιστών. Σύμφωνα με τον Friedman η αίσθηση είναι ότι «σε πολλές από αυτές τις εταιρίες η επιχειρηματική δραστηριότητα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματική οικονομική δραστηριότητα». Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει την τρέχουσα κρίση. Οι χρηματιστές της Wall Street άρχισαν να πιστεύουν ότι οι χρηματικές αξίες με τις οποίες είχαν αξιολογήσει τα κάθε είδους κεφάλαια ήταν λογικές, επειδή απλούστατα, αυτοί οι ίδιοι τις είχαν αντιστοιχίσει σε αυτά τα κεφάλαια.
David Leonhardt, New York Times, 21 Σεπτεμβρίου 2008.
Πριν από πολύ καιρό ο Marx είχε παρατηρήσει το πώς ο αχαλίνωτος καπιταλισμός μετασχηματιζόταν σε κάτι σαν μυθολογία, αποδίδοντας πραγματική υπόσταση, δύναμη και ικανότητες σε αντικείμενα τα οποία δεν ήταν έμψυχα [...] Το να αποδίδεις ανεξάρτητη υπόσταση σε κάτι το οποίο, ουσιαστικά, έχεις φτιάξει εσύ, είναι ο τέλειος ορισμός αυτού που οι Εβραϊκές και οι Χριστιανικές Γραφές αποκαλούν ειδωλολατρία.
Rowan Williams, Αρχιεπίσκοπος Canterbury, The Spectator,
24 Σεπτεμβρίου 2008.
1. Εισαγωγή
Η δημόσια συζήτηση για την ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κυριαρχείται από ερμηνείες που επικεντρώνονται στα άμεσα και απτά αίτια: τους άπληστους τραπεζίτες, τα αλόγιστα δάνεια, τα χωρίς έλεγχο χρηματοοικονομικά προϊόντα ή την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Άλλοι, όπως οι Μαρξιστές ή οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι, δίνουν δικαίως έμφαση στις δομικές αιτίες της κρίσης, συνδέοντάς την με την εγγενή αστάθεια και ανισοκατανομή της συσσώρευσης κεφαλαίου στις καπιταλιστικές οικονομίες και την κυκλική επανάληψη οικονομικών κρίσεων σε αυτές. Εμείς εδώ θέλουμε να φωτίσουμε μια άλλη, εξίσου δομική, πλευρά της κρίσης, την οικολογική, στην οποία λίγη προσοχή έχει δοθεί μέχρι τώρα. Το παρόν κεφάλαιο θέτει ορισμένους βασικούς προβληματισμούς που αφορούν την τρέχουσα οικονομική κρίση από την σκοπιά της επιστήμης των οικολογικών οικονομικών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουμε ότι:
• Στις ρίζες της κρίσης βρίσκεται η συνεχώς αυξανόμενη αποσύνδεση της χάρτινης οικονομίας του χρήματος από την πραγματική οικονομία της παραγωγής.
• Οι μύθοι του οικονομισμού - δηλαδή, του συνδυασμού ακαδημαϊκών, λαϊκών και πολιτικών πεποιθήσεων που εξυπηρετούν στην ερμηνεία και την αιτιολόγηση της οικονομικής κρίσης - ήταν αυτοί οι οποίοι επέτρεψαν και δικαιολόγησαν την αποσύνδεση μεταξύ της πραγματικής και της χάρτινης οικονομίας.
• Το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης ωχριά μπροστά στο κόστος της οικολογικής κρίσης.
• Η κρίση δίνει ευκαιρίες, σε επιστημονικό επίπεδο, να ξεφύγουμε από τα πλαίσια του οικονομισμού, και σε πρακτικό επίπεδο, να προτείνουμε εναλλακτικά κοινωνικά-οικονομικά παραδείγματα, όπως η αποανάπτυξη και η περιβαλλοντική δικαιοσύνη.
Πρώτα όμως ας εξηγήσουμε σε τι συνίστανται τα οικολογικά οικονομικά τα οποία παρέχουν το πλαίσιο της ανάλυσής μας.
2. Οικολογικά οικονομικά: επαναφέροντας τη φυσική πραγματικότητα στην οικονομία
Το πεδίο που είναι γνωστό ως οικολογικά οικονομικά (ΟΟ) (ecological economics) γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων, κυρίως βιολόγων και οικολόγων, οι οποίοι διαφωνούσαν ριζικά με τον τρόπο με τον οποίο η συμβατική οικονομική επιστήμη αντιμετώπιζε, και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει, τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σήμερα τα ΟΟ συγκεράζουν ένα πολυσχιδές φάσμα ερευνών που τα συνδέει η φιλοδοξία της επανάκτησης αυτού που ήταν σημείο έναρξης για τα κλασικά οικονομικά, την αντίληψη δηλαδή της φύσης ως κομβικού παράγοντα στη λειτουργία της οικονομίας. Μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια πιο συντηρητική γραμμή οικολογικών οικονομικών, η οποία αποδέχεται τις βασικές αρχές της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και εργάζεται για την καλύτερη σύνδεση μεταξύ οικολογικών και οικονομικών μοντέλων ή για την καλύτερη κοστολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών, και μια πιο κριτική, πολιτική-οικονομική σχολή στην οποία ανήκουμε κι εμείς, η οποία αναζητά νέα παραδείγματα κατανόησης των οικολογικών-οικονομικών συστημάτων στο σύνολό τους, δίνοντας έμφαση σε θέματα διανομής, θεσμών και σχέσεων εξουσίας (Spash 1999). Οδηγό παράστασής μας αποτελεί η κριτική του Georgescu-Roegen (1971) στην οικονομική επιστήμη, στη βάση των νόμων της θερμοδυναμικής και ιδίως της εντροπίας, και η ουσιώδης διάκριση που έκανε μεταξύ αποθεμάτων και ροών (αν και υπάρχει μακρά γραμμή σκέψης σε αυτά τα θέματα και πριν από αυτόν - βλέπε Martinez-Alier 1990). Άλλες θεμελιώδεις συνεισφορές στα ΟΟ ήταν η θέση του Kenneth Boulding (1966) περί των βιοφυσικών περιορισμών της οικονομικής δραστηριότητας και η ερμηνεία από τον Karl William Kapp (1970) των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων (externalities) ως μετατόπιση ζημιών και άρα ως κανόνα και όχι εξαίρεση στις οικονομίες της αγοράς[1].
Τα ΟΟ θεωρούν την οικονομία ως μέρος και υποσύστημα ενός μεγαλύτερου από αυτές οικοσυστήματος (Daly 1991). Τα οικολογικά και τα οικονομικά συστήματα διαμορφώνουν το ένα το άλλο μέσα από μία σχέση μεταβολισμού, όπου η οικονομική διαδικασία τροφοδοτείται με ενέργεια και πρώτες ύλες από τη φύση, επιστρέφοντάς τες σε αυτή μετά τη χρήση τους (Giam- pietro 2003). Η σχέση αυτή είναι μια σχέση διαρκούς συνεξέλιξης όπου οικονομικές και οικολογικές συνθήκες αλληλομεταβάλλονται (Norgaard 1994). Τα ΟΟ απορρίπτουν τις υποθέσεις περί απόλυτα ορθολογικής ατομικής συμπεριφοράς (homo economicus) οι οποίες διέπουν τη συμβατική οικονομική επιστήμη, όπως και τη συναφή κανονιστική αρχή, η οποία εναποθέτει την επίλυση και ιεράρχηση των διαφορετικών ανθρώπινων αξιών στην αγορά και στις αναλύσεις κόστους-οφέλους. Τα ΟΟ αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν πολλαπλές αξίες, οι οποίες είναι συγκρίσιμες αλλά όχι προσμετρήσιμες, και σίγουρα όχι όλες αναγώγιμες σε χρήμα. Γ ι’ αυτό και συνηγορεί υπέρ των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπου πολλαπλές αξίες, ανάγκες και επιθυμίες λαμβάνονται υπόψη (Martinez-Allier et al. 1998, Nor- gaard 1994). Είναι αλήθεια πάντως, ότι αν και γενικώς είναι εναντίον της κοστολόγησης της φύσης, πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι αφού ζούμε σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η γενικευμένη αγορά, δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες φορές να μιλάμε με χρηματικούς όρους (όπως π.χ. όταν αξιολογούμε περιβαλλοντικές ζημίες).
Τα ΟΟ έχουν επικρίνει ιδιαίτερα τη σύγχυση της προόδου με την ανάπτυξη (Norgaard 1994) και τις αδυναμίες του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ως δείκτη ευημερίας τόσο λόγω των τεχνικών αδυναμιών του (van den Bergh 2006) όσο και, πιο ουσιαστικά, για το ότι αποκρύπτει και δεν μετρά τα κοινωνικά - περιβαλλοντικά και διανεμητικά - κόστη της οικονομικής ανάπτυξης (Martinez-Alier 2002). Σύμφωνα με τα ΟΟ, αυτά που οι οικονομολόγοι ονομάζουν εξωτερικότητες και αντιμετωπίζουν ως προβλήματα λογιστικής φύσης, είναι στην ουσία επιτυχείς μετατοπίσεις κόστους και εκφράσεις πολιτικής και θεσμικής ισχύος, όπου ισχυροί οικονομικοί παράγοντες καταφέρνουν να προσκομίζουν αυτοί το κέρδος από μια δραστηριότητα και να περνούν το κόστος της, συχνά περιβαλλοντικό, σε άλλους ή στην κοινωνία στο σύνολό της (Martinez-Alier 2002).
Τ ι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με την υφιστάμενη κρίση;
3. Πραγματικός και χάρτινος πλούτος
Αντί να εστιάζουμε την ανάλυση της οικονομίας και της κρίσης στα χρηματοπιστωτικά μεγέθη και τους χρηματικούς δείκτες, τα ΟΟ μας καλούν να δούμε την οικονομία σε τρία επίπεδα, τρεις ορόφους αν θέλετε. Στον επάνω «όροφο» βρίσκεται η χρηματική οικονομία, με την οποία συνήθως ασχολούμαστε, το μέγεθος της οποίας μπορεί να αυξηθεί με δάνεια από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, μερικές φορές χωρίς καν δυνατότητα αποπληρωμής - όπως στη περίπτωση της τρέχουσας κρίσης. Το χρηματοοικονομικό σύστημα δανείζεται από το μέλλον, με τον προσδοκία ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη θα κάνει δυνατή την αποπληρωμή των τόκων και των χρεών. Στον αμέσως από κάτω όροφο, έχουμε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «η πραγματική οικονομία», δηλαδή το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Όταν αυτό αυξάνεται πράγματι γίνεται δυνατή η αποπληρωμή μέρους ή όλου του χρέους το οποίο συσσωρεύεται στον επάνω όροφο, αλλά όταν δεν αυξάνεται επαρκώς, τότε αρχίζουν οι χρεωκοπίες. Η αύξηση των χρεών αναγκάζει την πραγματική οικονομία να μεγεθυνθεί, αλλά σε αυτή τη μεγέθυνση υπάρχουν όρια. Στο «ισόγειο» της οικονομίας και κάτω από την πραγματική οικονομία των οικονομολόγων, υπάρχει η «πραγματικά πραγματική» οικονομία των ΟΟ, δηλαδή οι ροές της ενέργειας και των πρώτων υλών οι οποίες τροφοδοτούν την οικονομία, και η μεγέθυνση των οποίων δεν εξαρτάται μόνο από οικονομικούς παράγοντες (αγορές και τιμές), αλλά και από φυσικούς και βιολογικούς περιορισμούς οι οποίοι βρίσκονται έξω από την αγορά. Η «πραγματικά πραγματική» οικονομία περιλαμβάνει επίσης και τη γη, την ικανότητα των ανθρώπων να εργάζονται και την αφανή οικιακή εργασία και εργασία αναπαραγωγής.
Η εξήγηση της κρίσης είναι απλή για τα ΟΟ: ο πάνω όροφος της οικονομίας μεγεθύνθηκε πολύ περισσότερο και γρηγορότερα απ’ ότι μπορούσε να υποστηρίξει η πραγματική οικονομία από κάτω. Αυτό ακριβώς το σημείο τόνισε ο Frederick Soddy, Νομπελίστας Χημείας στις αρχές του 20ου αιώνα, στο βιβλίο του «Πλούτος στα Λογιστικά Βιβλία, Εικονικός Πλούτος και Χρέος (Book Wealth, Virtual Wealth and Debt) (Soddy 1926) το οποίο εκδόθηκε το 1926 (Martinez-Alier 1990). Ο Soddy υποστήριξε ότι το οικονομικό σύστημα μπορεί εύκολα να αυξήσει τα χρέη του (ιδιωτικά ή δημόσια) και να παρανοήσει έτσι την επέκταση των χρεώσεων ως δημιουργία πραγματικού πλούτου. Ωστόσο, στο βιομηχανικό σύστημα, η αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης σημαίνουν και αύξηση στην εξαγωγή και τελική καύση ορυκτών καυσίμων. Η υποχρέωση αποπληρωμής των έντοκων χρεών θα μπορούσε να εκπληρωθεί αν πιέζονταν οι οφειλέτες (λιτότητα). Άλλοι τρόποι αποπληρωμής των χρεών είναι η υποτίμηση και ο πληθωρισμός ή η «οικονομική ανάπτυξη» (η οποία μετράται όμως με λανθασμένο τρόπο, επειδή βασίζεται σε υποτιμημένους περιορισμένους πόρους και δε λαμβάνει υπόψη τη ρύπανση που δημιουργεί).
Σύμφωνα με τον οικολόγο-οικονομολόγο Herman Daly, η τρέχουσα κρίση οφείλεται στην υπερ-ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων σε σχέση με τον πραγματικό πλούτο: αντίθετα από τη συχνά διατυπωμένη άποψη σε σχέση με την κρίση, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας, αλλά η υπερβολική ρευστότητα που προηγήθηκε. Μέσω του χρέους, της απελευθέρωσης των τραπεζών και των κακών δανείων, κυκλοφορεί στην αγορά πολύ περισσότερο χρήμα από αυτό που δικαιολογεί η πραγματική οικονομική δραστηριότητα, πόσο μάλλον η πραγματικά πραγματική (Daly 2008). Η αξία του παρόντος πλούτου δεν επαρκεί πλέον ως εγγύηση για το εκρηκτικό χρέος κι έτσι το χρέος με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο πρέπει να απαξιωθεί (Daly 2008).
Μπορεί η πραγματική οικονομία να προφτάσει να αναπτυχθεί τόσο ώστε να αποπληρώσει το συσσωρευμένο χρέος; Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι διαφωνούν με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους[2] σχετικά με το αν η διαρκής ανάπτυξη είναι εφικτή ή ακόμα και επιθυμητή. Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι αμφισβητούν την αισιόδοξη υπόθεση των νεοκλασικιστών (καθώς και των περισσότερων από τους κεϋνσιανούς ή τους μαρξιστές) ότι η υποκατάσταση φυσικών πόρων με βιομηχανικό κεφάλαιο και η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούν εσαεί να υπερβαίνουν τα όποια βιοφυσικά όρια (Daly 1991). Αυτό δεν συνιστά μια απλουστευμένη θέση ότι υπάρχουν απόλυτα βιοφυσικά όρια στην ανάπτυξη, αλλά μια σοβαρή εκτίμηση της πιθανότητας ότι η εξάντληση των ενεργειακών και υλικών αποθεμάτων, η υποβάθμιση των «δεξαμενών απορρόφησης ρύπων», όπως η ατμόσφαιρα, και η αυξανόμενη εποίκηση της χερσαίας γης, πιθανότατα να αποτελέσουν σε κάποια στιγμή περιορισμό όσον αφορά τη μεγέθυνση της κλίμακας της οικονομίας (Nor- gaard 1994). Το ανθρώπινο είδος ξέρει να προσαρμόζεται, αλλά η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες ενδέχεται να μην είναι βαθμιαία και οι όποιες αλλαγές στα οικοσυστήματα να μην είναι αναστρέψιμες. Οι πόροι, η ατμόσφαιρα ή τα οικοσυστήματα έχουν τα δικά τους όρια, τα οποία αν ξεπεραστούν τα οδηγούν σε δραματικές και ταχύτατες μεταμορφώσεις. Το ανθρώπινο είδος πιθανότατα θα προσαρμοστεί σε ό,τι επιφυλάξει το μέλλον, όμως το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοί θα επιβιώσουν, πώς θα ζουν και τί πόνο θα βιώσουμε κατά τη διαδικασία.
Οι βιοφυσικοί περιορισμοί και το ισόγειο της πραγματικά πραγματικής οικονομίας περιορίζουν και τον ρυθμό μεγέθυνσης της πραγματικής οικονομίας. Εκτός από τη χρηματοπιστωτική φούσκα και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων, στην τρέχουσα κρίση συνέβαλλαν και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ολιγοπώλιο του ΟΠΕΚ και την κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου αλλά και στο ότι προσεγγίζουμε το σημείο κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου (Deffeyes 2001) το οποίο γεννά και προσδοκίες για όρια στην προσφορά και τροφοδοτεί τη στροφή κεφαλαίων και κερδοσκόπων προς το πετρέλαιο. Ενώ στην κρίση της δεκαετίας του 1920 η τιμή των πρώτων υλών έπεσε για λίγα χρόνια πριν το 1929, αυτή τη φορά οι τιμές τους εκτοξεύθηκαν πριν την κρίση (κάτι στο οποίο συνέβαλλαν και οι λάθος επιδοτήσεις στα βιο-καύσιμα) και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα για αρκετούς μήνες μετά τη σοβαρή κάμψη στα χρηματιστήρια, η οποία άρχισε τον Ιανουάριο του 2008. Στα τέλη του 2008 οι τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών μειώθηκαν, αλλά αυτό οφειλόταν στην κάμψη της ζήτησης και τη μείωση της κατανάλωσης του πετρελαίου λόγω της κρίσης, και όχι στην αύξηση της προσφοράς (Financial Times 2008). Αμέσως μετά οι τιμές αυξήθηκαν εκ νέου.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το πετρέλαιο στα 150 δολάρια το βαρέλι είναι ακόμα φτηνό, αφού δεν λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική εξάντλησή του και άρα η βέλτιστη κατανομή του μεταξύ των γενεών, ούτε οι εξωτερικότητες από τη χρήση του, όπως η αλλαγή του κλίματος, το κόστος της οποίας είναι τεράστιο. Η τιμή του πετρελαίου στον 21ο αιώνα, για τον έναν ή το άλλον λόγο, θα παραμείνει υψηλή. Με υψηλές τιμές, γίνονται προσοδοφόρες οι επενδύσεις στα λιγότερο προσβάσιμα και χαμηλότερης ποιότητας αποθέματα, όπως οι αμμοπίσσες της Alberta στον Καναδά, η καύση των οποίων επιταχύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ή το πετρέλαιο στα βάθη του δάσους του Αμαζονίου, με τεράστιες κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις. Συνεπώς ο σημερινός ρυθμός ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα πιθανότατα δεν είναι βιώσιμος, και αν είναι, θα είναι καταστροφικός για μεγάλα μέρη του πλανήτη, άμεσα μέσω της άντλησης οριακών αποθεμάτων υδρογονανθράκων και έμμεσα μέσω της κλιματικής αλλαγής. Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει πειστεί ότι φτάνουμε το σημείο κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου, το γεγονός παραμένει ότι φαντάζει πολύ δύσκολο, για πλείστους άλλους λόγους, να μπορέσει η οικονομία να συνεχίσει να μεγεθύνεται αρκετά γρήγορα σε πραγματικούς όρους, ώστε να προφτάσει να αποπληρώσει την τεράστια συσσώρευση χρέους (Daly 2008). Σύμφωνα με τον Daly (2008) το να αντικαθιστούμε παλιά με νέα φυσικά κεφάλαια, στον ίδιο χώρο, κοστίζει όλο και περισσότερο. Έχουμε γεμίσει από αγαθά και υποδομές και υπάρχει λίγος χώρος για να κτίσουμε καινούρια, πόσο μάλλον όσο η ανισότητα στα εισοδήματα αυξάνεται, εμποδίζοντας τους περισσότερους ανθρώπους από το να αγοράσουν τα καινούργια αγαθά που θέλει να τους προσφέρει η αγορά - εκτός αν το κάνουν με πίστωση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι με τους προβαλλόμενους (επιθυμητούς) ρυθμούς ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία, η αλλαγή στη γήινη ατμόσφαιρα λόγω των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου θα έχει τόσο καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να αντισταθμίσουν και με το παραπάνω την όποια ανάπτυξη (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος - IPCC 2007). Τα ευχολόγια περί «άυλης ανάπτυξης» (de-materialised growth) είναι όνειρα θερινής νυκτός (Martinez-Alier 2002, Polimeni et al. 2008). Η αναπροσαρμογή του χρέους, όπως έγινε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαντάζει επιτακτική από την σκοπιά των ΟΟ, αφού δεν μπορούμε να καταστρέψουμε τον πλανήτη για να αποπληρώσουμε τις εσφαλμένες υποσχέσεις του παρελθόντος.
4. Τα πραγματικά τοξικά χρέη
Οι οικονομολόγοι ονομάζουν τα κεφάλαια που παίρνουν τη μορφή απαιτήσεων, ή και χρεών, και παραμένουν ανεξόφλητα «τοξικά» αφού η ονομαστική τους αξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική και ουσιαστικά αποτελούν ζημιά για αυτόν που τα κατέχει. Τι γίνεται όμως με υποχρεώσεις όπως το χρέος της Δύσης προς τις μελλοντικές γενιές και τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα με τις οποίες η ανάπτυξή της τις έχει επιβαρύνει (Srinivasan et al. 2008);
Τεράστια περιβαλλοντικά χρέη έχουν και οι πολυεθνικές εταιρίες. Η Chev- ron-Texaco για παράδειγμα πρέπει να πληρώσει 18 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ισημερινό για τη ρύπανση του Αμαζονίου. Η εταιρία Rio Tinto έχει τεράστια ιστορία απλήρωτων χρεών από την ίδρυσή της, το 1888, στην Ανδαλουσία, απ’ όπου πήρε και το όνομά της, καθώς και στην Bougainville, στη Ναμίμπια, και στην Δυτική Παπούα, μαζί με την Freeport McMoran (Martinez-Alier 2002). Αυτά είναι χρέη απλήρωτα προς τους εγχώριους πληθυσμούς, οι οποίοι στερούνται τα μέσα να τα διεκδικήσουν, το ίδιο και τα χρέη της Shell στο δέλτα του Νίγηρα. Αυτά είναι τα πραγματικά τοξικά χρέη, αλλά έχουν γραφτεί μόνο στα βιβλία της ιστορίας και όχι στα λογιστικά βιβλία.
Δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε την αξία του περιβάλλοντος σε δολάρια, για να καταλάβουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το οικονομικό κόστος από μια καθολική υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και από την διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή θα είναι κατά μία τάξη μεγέθους μεγαλύτερο από το συσσωρευμένο χρέος που βρίσκεται πίσω από τη σημερινή κρίση (Millenium Ecosystem Assessment 2005, IPCC 2007). Οι επερχόμενες οικολογικές κρίσεις θα έπρεπε να μας ανησυχούν ακόμα περισσότερο από ότι - δικαίως - ανησυχούμε για την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Αποτελεί ειρωνεία το ότι οι οικονομολόγοι προτείνουν ως λύση στα οικολογικά προβλήματα την ίδια συνταγή που κρύβεται πίσω από την οικονομική κρίση. Η ιδέα τους είναι να χρηματοποιήσουμε τις οικολογικές υπηρεσίες, δηλαδή να αποτιμήσουμε σε χρήματα τις υπηρεσίες που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον και να αφήσουμε μετά τις ελεύθερες αγορές να ρυθμίσουν την προσφορά τους χωρίς κρατική παρέμβαση. Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από την αγορά εκπομπών ρύπων άνθρακα. Ο Karl Polanyi (1944), στο έργο του «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός» (The Great Transformation), διέγνωσε το παράλληλο μεταξύ της εμπορευματοποίησης και εν τέλει απορρύθμισης της αγοράς του χρήματος και της εμπορευματοποίησης και μετατροπής της φύσης σε οικονομικό προϊόν, καθώς και τον διπλό κίνδυνο που αυτές ελλοχεύουν. Η θέση του ήταν ότι τα χρήματα, όπως η φύση και η εργασία, είναι πλασματικά προϊόντα, δηλαδή, προϊόντα τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και τα οποία δεν έχουν στόχο την ανταλλαγή, όμως κυκλοφορούν στην αγορά ως τέτοια με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι συνθήκες αναπαραγωγής τους. Όπως και ο Polanyi, έτσι και πολλοί οικολόγοι-οικονομολόγοι επιμένουν ότι είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανεπιθύμητο να μετασχηματιστεί η φύση σε «προϊόν προς πώληση» (Vatn and Bromley 1994) και ότι τα όποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν στην υποβάθμιση και όχι στην προστασία της. Τα επιχειρήματα αυτά όμως πηγαίνουν αντίθετα στο κυρίαρχο ρεύμα: η τάση στον ύστερο καπιταλισμό είναι η δημιουργία διαρκώς νέων πλασματικών αγορών για την απορρόφηση κεφαλαίων, από τα χρηματικά παράγωγα μέχρι την αγορά ρύπων, τα δικαιώματα νερού και τις αμοιβές για περιβαλλοντικές υπηρεσίες (Kosoy 2008). Όσον αφορά το περιβάλλον, ο μέγας κίνδυνος είναι να συνδεθεί η αξία και το επίπεδο της προστασίας των υπηρεσιών του περιβάλλοντος με τα σκαμπανεβάσματα των αγορών (Harvey 1996, Kosoy 2008), όπως καταδεικνύει η πρόσφατη κατάρρευση της ευρωπαϊκής αγοράς ρύπων.
Για να καταλάβουμε όμως πώς δημιουργήθηκαν αυτοί οι μύθοι των αυτο- ρυθμιζόμενων αγορών, της αέναης ανάπτυξης και εν τέλει πως συντελέστηκε η αποσύνδεση της πλασματικής οικονομίας από την πραγματική, θα πρέπει να στραφούμε στον χώρο των ιδεών και στην αλληλεπίδρασή τους με την πολιτική και τα οικονομικά.
5. Οι μύθοι του οικονομισμού
Θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία που βρίσκεται «εκεί έξω» και στο σύμπλεγμα των μύθων που μας βοηθούν να της δίνουμε νόημα και να ζούμε και να συνεργαζόμαστε μέσα σε αυτήν. Αυτή τη διάκριση μπορούμε να την παραλληλίσουμε με εκείνη που αντιδιαστέλλει τη φύση ως πραγματικότητα από το σύμπλεγμα των μύθων που οι παραδοσιακές κοινωνίες διατηρούν για τη φύση και για τη σχέση τους με αυτήν. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι μύθοι παρέχουν ερμηνείες για τα φυσικά φαινόμενα, διευκολύνουν τις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις και δίνουν νόημα και συνοχή στη ζωή. Επειδή οι άνθρωποι ενεργούν με βάση τους μύθους τους, οι κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνονται και εξελίσσονται μαζί και γύρω από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, όπου δρούμε με βάση επιστημονικές ερμηνείες, οι οποίες στην αρχή προήλθαν από τη μηχανική, μετά από τη χημεία, και πρόσφατα από τη βιολογία, βλέπουμε τα καλλιεργούμενα εδάφη και τις αγροτικές κοινωνίες να μετασχηματίζονται και να εξελίσσονται μαζί και πάνω στους δρόμους και το φαντασιακό της επιστήμης (Norgaard 1994). Ως σύγχρονοι άνθρωποι, ενεργούμε με πεποιθήσεις για τον κόσμο μας, έναν κόσμο που είναι εν πολλοίς οικονομικός, πεποιθήσεις οι οποίες είναι ριζωμένες στην επιστήμη των οικονομικών. Αναφερόμαστε σε αυτό το σύμπλεγμα μύθων με τον όρο «οικονομισμός».
Η δραστηριότητα της παγκόσμιας αγοράς μεγάλωσε 25 φορές κατά τον εικοστό αιώνα, και η οικονομία έγινε ο ίδιος ο Κόσμος[3] για τους μισούς σχεδόν ανθρώπους του πλανήτη. Με τη διείσδυση της στην καθημερινή ζωή και την πραγματοποίηση ανταλλαγών σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις, η οικονομία της αγοράς παρεμβλήθηκε μεταξύ ημών και της φύσης, εμποδίζοντάς μας από το να βλέπουμε τις ηθικές συνέπειες των αποφάσεών μας. Η ανάπτυξη του οικονομικού Κόσμου διευκολύνεται και δικαιολογείται από την οικονομική σκέψη, αλλά το αποτέλεσμα είναι να απλοποιείται. Η απλοποίηση είναι το κλειδί στην κυρίαρχη προσέγγιση της ορθολογικής σκέψης, η οποία διέπει τις φυσικές επιστήμες και την ιδέα των ειδικοτήτων. Η ιστορία της ακαδημαϊκής οικονομικής σκέψης μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια διαδικασία θέσπισης των ορίων της ειδικότητας, μιας διεργασίας εξορθολογισμού των επιχειρημάτων, που είτε αγνοούν πλήρως είτε υιοθετούν χονδροειδείς απλουστεύσεις για τον φυσικό κόσμο και για τα ηθικά ζητήματα του τί είναι σωστό και τί λάθος.
Όλο και περισσότερο, οι σύγχρονοι άνθρωποι αναγκάζονται να κατανοούν το φυσικό κόσμο περνώντας μέσα από την οικονομία. Οι οικονομολόγοι, πρώτοι, ενθάρρυναν αυτήν την προσέγγιση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Barnett και Morse (1963). Το επιχείρημά τους ήταν ότι οι φυσικοί πόροι δεν μπορεί να γίνονται πιο σπάνιοι, αφού οι τιμές τους μειώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους οι αυξανόμενες τιμές είναι η καλύτερη ένδειξη σπανιότητας των φυσικών πόρων, είτε ακολουθώντας τη λογική της προσφοράς και της ζήτησης του Ricardo με τη βασική παρατήρησή του ότι στην παραγωγή πρώτα χρησιμοποιείται η καλύτερη γη, είτε μέσω του πιο εξειδικευμένου μοντέλου του Hotelling περί της βέλτιστης διαχρονικής χρήσης των φυσικών πόρων. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να συνοψιστεί σε ένα απλό λογικό συλλογισμό:
Αν οι πόροι είναι σπάνιοι, και
Αν οι συμμετέχοντες στην αγορά των πόρων γνωρίζουν ότι είναι σπάνιοι, τότε
Οι τιμές των πόρων θα αυξηθούν.
Οι Barnett & Morse, καθώς και πολυάριθμοι οικονομολόγοι και μη έκτοτε (Simon 1981, Lomborg 2001), απλώς αντέστρεψαν το επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι αφού οι τιμές των πόρων πέφτουν, τότε δεν γίνεται οι πόροι να είναι σπάνιοι. Αλλά η πρώτη προκείμενη του ίδιου επιχειρήματός, ότι δηλαδή η οικονομία συνδέεται με την πραγματικότητα, έχει ξεχαστεί. Αν οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν γνωρίζουν ότι οι πόροι είναι σπάνιοι, με την πραγματική έννοια της φράσης, τότε το οικονομικό επιχείρημα ακυρώνεται. Αν ξέρουν πράγματι, τότε θα μπορούσαμε απλώς να τους ρωτήσουμε πόσο σπάνιοι είναι. Αυτό θα ήταν προτιμότερο, αφού έτσι θα μπορούσαμε να δούμε τις διαφορές στην κατανόηση ή τη γνώση και τους διαφορετικούς κινδύνους που έχει η κάθε εκτίμηση, από το να συμπυκνώνουμε όλη την πολυπλοκότητα και όλη την πληροφορία σε έναν μόνο δείκτη, την τιμή, ο οποίος δεν δίνει καμία άλλη πληροφορία (Norgaard 1990).
Το κρίσιμο θέμα εδώ είναι ότι για να λειτουργούν καλά οι αγορές, πρέπει επαρκής αριθμός από τους συμμετέχοντες σε αυτές να κατανοούν, ανεξάρτητα ο καθένας, την πραγματικότητα πίσω από τις αγορές. Οι οικονομολόγοι όμως, υποστηρίζουν ότι μπορούμε να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσω των αγορών ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην αγορά κατανοούν την πραγματικότητα ή όχι. Εδώ βρίσκεται το κλειδί για την κρίση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Κρίνοντας την πραγματικότητα μέσω της αγοράς, οι αγοραστές σπιτιών και οι τράπεζες ήταν σίγουροι ότι οι τιμές των σπιτιών θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν, επειδή απλώς οι τιμές των σπιτιών, όπως έδειχνε η πρόσφατη ιστορία, «πάντα ανεβαίνουν». Οι δανειστές παρείχαν δάνεια σε ιδιοκτήτες σπιτιών, οι οποίοι είχαν ελάχιστες δυνατότητες να τα αποπληρώσουν, βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι η οικονομία θα παραμείνει υγιής και ότι οι τιμές των σπιτιών πάντα θα ανεβαίνουν. Οι δανειστές ήξεραν ότι οι νέοι ιδιοκτήτες σπιτιών ίσως να μην μπορούσαν να αποπληρώσουν τις υποθήκες τους, αλλά δεν το θεωρούσαν πρόβλημα, επειδή πίστευαν ότι στο κάτω-κάτω θα βρίσκονταν με ένα περιουσιακό στοιχείο στην κατοχή τους, η αξία του οποίου θα ήταν πάντα μεγαλύτερη από το ανεξόφλητο τμήμα της υποθήκης. Τότε οι επενδυτικές τράπεζες της Wall Street ανασκεύασαν αυτές τις επισφαλείς υποθήκες σε κεφάλαιο, παρουσιάζοντάς τες ως περιζήτητες μετοχές και δημιουργώντας μια ανερχόμενη αγορά. Η μαζική αυταπάτη δούλεψε και η αίσθηση αυξανόμενου πλούτου βοήθησε με την σειρά της να αυξηθούν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων, αυξάνοντας τη ζήτηση για σπίτια. Όλα ανέβαιναν, μέχρις ότου άρχισαν να ανεβαίνουν και οι τιμές του πετρελαίου και της βενζίνης, και η οικονομία άρχισε να μην δείχνει πια τόσο υγιής. Οι δόσεις των δανείων άρχισαν να μην πληρώνονται, οι χρεωκοπίες ακολούθησαν και οι τράπεζες άρχισαν να κατάσχουν, αλλά κάνοντάς το αυτό, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν και ξαφνικά οι τράπεζες να βρίσκουν εαυτούς με δάνεια και κεφάλαια τα οποία ήταν πλέον «τοξικά». Όλα τα μέρη που εμπλέκονταν σε αυτήν τη διαδικασία έβλεπαν αυτό που εκείνοι θεωρούσαν ότι ήταν πραγματικότητα μέσα από τις τάσεις που παρουσιάζονταν στην αγορά αντί να κοιτάζουν την ίδια την πραγματικότητα πίσω από την αγορά.
Γ ια τους ίδιους λόγους που προέκυψε η οικονομική κρίση, έτσι και η διαχείρισή της είναι δύσκολη, επειδή οι οικονομικοί παράγοντες κοιτάζουν τις τιμές των κεφαλαίων που καταρρέουν, αντί να κοιτάζουν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, η οποία σίγουρα δεν έχει αλλάξει και τόσο δραματικά. Κάνοντάς το αυτό, η αγορά καταρρέει ακόμα πιο γρήγορα, σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Όταν επιχειρούμε να αξιολογήσουμε την οικολογική βάση της οικονομίας, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Σύμφωνα με έναν σχετικά απλό δείκτη, το οικολογικό αποτύπωμα, ο παγκόσμιος πληθυσμός πρέπει να μειώσει την κατανάλωσή του κατά 25% ώστε η κατανάλωση και η διαχείριση των απορριμμάτων να είναι βιώσιμη (Wackernagel et al. 2002). Η αξιολόγηση από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC 2007) δείχνει ότι χρειάζεται να μειώσουμε τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου κατά 80% παγκοσμίως μέχρι το 2050 ώστε να αποφύγουμε επιβλαβείς, αν όχι καταστροφικές, κλιματικές αλλαγές. Οι Hansen et al. (2008) υποστηρίζουν ότι έχουμε ήδη ξεπεράσει το σημείο της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και πρέπει να μειώσουμε το υφιστάμενο επίπεδο των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (Millennium Ecosystem Assessment 2005: 1) υποστηρίζει ότι «οι αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί στα οικοσυστήματα είχαν οφέλη για την ευημερία των ανθρώπων και την οικονομική ανάπτυξη, όμως τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται με όλο και μεγαλύτερο κόστος, με επιδείνωση πολλών υπηρεσιών των οικοσυστημάτων, κίνδυνο μη γραμμικών αλλαγών και εν τέλει επιδείνωση της φτώχιας για σημαντικές μερίδες του πληθυσμού. Αυτά τα προβλήματα, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα μειώσουν σημαντικά τα οφέλη που οι μελλοντικές γενιές θα αποκομίσουν από τα οικοσυστήματα».
Θα χρειαστεί τεράστια προσπάθεια για να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γη, ώστε να μην αφήσουμε άδικα κόστη στις μελλοντικές γενιές, και για να μειώσουμε τις ήδη υφιστάμενες αδικίες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ξανά είναι κάποιοι οικονομολόγοι αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η προσαρμογή δεν είναι δα και τόσο δύσκολη, αφού το πολύ-πολύ η κλιματική αλλαγή ή η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων να στοιχίσει μερικά εκατοστά από το ΑΕΠ, τα οποία δεν είναι τίποτα μπροστά στην διαφαινόμενη αύξησή του. Διαπράττουν εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος. Κοιτώντας τις αγορές και τους οικονομικούς δείκτες, δεν γίνεται να εκτιμήσουμε αν και κατά πόσον η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα περάσει μέσα από οδύνες ή όχι. Το ΑΕΠ ανέβηκε και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν σε συρράξεις, εκατομμύρια έχασαν συγγενείς τους και εκτοπίστηκαν και εκατομμύρια πέθαναν πρόωρα από λιμούς και ασθένειες.
6. Πέρα από τον οικονομισμό
Χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις συνθήκες και τις πραγματικότητες οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις αγορές, και οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία τους. Το εγχείρημα αυτό είναι κρίσιμο αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όσο οι αγορές εκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις και περιλαμβάνουν όλο και πιο σύνθετες συναλλαγές και χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πώς μπορεί μια κοινωνία, η οποία βασίζεται στα οφέλη που προκύπτουν από την εξειδίκευση και τη συναλλαγή, διεργασίες οι οποίες από την φύση τους αποκόβουν τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και τις ηθικές συνέπειες των αποφάσεων, να είναι ενημερωμένη και ηθική; Μια απάντηση είναι, προφανώς, ότι το να είναι κανείς ενημερωμένος και ηθικός είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη της οικονομίας, και αντιστρέφοντας την ερώτηση, να θέσει όρια στη γεωγραφική, χρονική και θεματική επικράτεια των συναλλαγών (Norgaard και Liu 2007, Norgaard και Jin 2008). Ενώ οι οικονομολόγοι αρέσκονται στο να σημειώνουν ότι πάντοτε υπάρχουν κόστη και οφέλη, ένας από τους μύθους του οικονομισμού είναι ότι η επέκταση του εμπορίου είναι πάντοτε επωφελής. Η επέκταση των αγορών πάντα έχει ένα κόστος, που αντισταθμίζει το όφελος, και οι βέλτιστες αγορές θα πρέπει να είναι μάλλον πολύ πιο περιορισμένες, σε σύγκριση με αυτές που έχουμε σήμερα.
Για να είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι για την πραγματικότητα αλλά και πιο ηθικοί, θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς, οι οποίοι να μας διευκολύνουν σε αυτή την αναζήτηση. Η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (ΜΕΑ) είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα μιας τέτοιας συλλογικής διαδικασίας αξιολόγησης της πραγματικότητας, η οποία έθεσε τα ζητήματα ηθικής επί τάπητος και κατάφερε να διακρίνει και να αποφύγει τις παγίδες του οικονομισμού (Norgaard 2008). Περίπου 1400 επιστήμονες απ’ όλον τον κόσμο συμμετείχαν σε μια αξιολόγηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας σχετικά με την κατάσταση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που αυτά προσφέρουν καθώς και τους παράγοντες που οδηγούν στην υποβάθμισή τους. Οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις από τον αναπτυσσόμενο κόσμο διέκριναν την αδικία του να καθορίζεται η αξία των υπηρεσιών αυτών από την αγορά, όταν στην αγορά αυτή βαραίνουν πολύ περισσότερο οι προτιμήσεις και οι ανάγκες των πλουσίων. Οι αγορές εξισώνουν τα δολάρια που οι πλούσιοι οικοτουρίστες ξοδεύουν σε διεθνείς πτήσεις για να δουν ένα οικοσύστημα με τα δολάρια που δίνουν οι φτωχοί εργαζόμενοι στα εισιτήρια του λεωφορείου για να πάνε στον αγρό να δουλέψουν. Οι συμμετέχοντες στη ΜΕΑ είδαν πως η λογική της αγοράς οδηγεί σε παράλογες και άδικες λύσεις όπως οι πλούσιοι να πληρώνουν τους φτωχούς για να φυτεύουν δένδρα τα οποία θα δεσμεύουν άνθρακα, στερώντας τους όμως έτσι τις άλλες υπηρεσίες που θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα δάσος. Θα ήταν άραγε η δέσμευση άνθρακα μέσω της δενδροφύτευσης τόσο φτηνή σε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπήρχαν τεράστιες ανισότητες; Είναι δίκαιος ένας κόσμος στον οποίο οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να οδηγούν τα SUV τους, επειδή οι φτωχοί είναι πρόθυμοι να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τα δάση τους με μικρό αντάλλαγμα; Όταν αυτό έγινε σαφές μέσα από τη συζήτηση στην ΜΕΑ, ήταν πολύ δύσκολο πλέον για τους συμμετέχοντες να βλέπουν τις τιμές που δίνουν οι αγορές ως ουδέτερες μεταβλητές. Η ανοιχτή συμμετοχική διαδικασία της ΜΕΑ επέτρεψε την αποδόμηση του οικονομισμού (Norgaard 2008).
Επίσης άλλη μια μεγάλη αντίθεση με τη λογική της αγοράς προέκυψε στο πλαίσιο της ΜΕΑ. Αρκετοί επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι σύμφωνα με τις υποθέσεις των οικονομικών, η χρηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών υπηρεσιών βασίζεται στην υπόθεση ότι οι προτιμήσεις τις οποίες εκφράζουν για τα οικοσυστήματα οι διάφοροι ιδιώτες στην αγορά είναι ορθολογικές και βασίζονται στην πλήρη πληροφόρηση. Πως όμως είναι αυτό δυνατό όταν οι ίδιοι οι ειδικοί επιστήμονες δεν είναι σίγουροι για τις πολυ- πλοκότητες των οικοσυστημάτων και παλεύουν να τις κατανοήσουν; Η υπόθεση ότι οι αγορές εκφράζουν κάποια ανώτερη γνώση έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον στόχο της ΜΕΑ ο οποίος ήταν να δώσει επαρκή ενημέρωση στο κοινό και στους φορείς χάραξης πολιτικής για την κατάσταση των οικοσυστημάτων. Εν κατακλείδι, όπως με το πρόβλημα της αξιολόγησης της σπανιότητας των φυσικών πόρων (Norgaard 1990), το πρόβλημα με τη χρήση χρηματικών αξιών για να αξιολογήσουμε τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων είναι ότι η αξιολόγηση αυτή είναι ενσωματωμένη στο ίδιο το κοι- νωνικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο δημιουργεί τα προβλήματα τα οποία η ΜΕΑ προσπαθεί να κατανοήσει ώστε να σχεδιάσει καλύτερες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές. Αυτή η κυκλικότητα τονίζει το πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε τη φύση χωρίς να την κοιτάζουμε μέσα από την οικονομία και αποφεύγοντας τον οικονομισμό. Η πρόκληση μπροστά μας είναι να δημιουργήσουμε νέους χώρους και διαδικασίες αποφάσεων, οι οποίοι πραγματικά να ξεφεύγουν από τον οικονομισμό και να τον θέτουν υπό συζήτηση.
7. Πέρα από την ανάπτυξη
Η οικονομική κρίση, η οποία κράτησε μόλις ένα έτος, το 2008, μείωσε πρόσκαιρα τις παγκόσμιες εκπομπές ^2 και επιβράδυνε για λίγο την αυξανόμενη τάση προς την καταστροφή της βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλαγή. Από την άλλη, οι χώρες οι οποίες παρέμειναν σε κρίση βιώνουν μια μείωση των δημόσιων και των ιδιωτικών δαπανών, η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την περιβαλλοντική προστασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύφεση πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα. Αλλά το πρόβλημα με αυτή τη διατύπωση είναι ότι παγιδευόμαστε εκ νέου στους όρους του οικονομισμού και της ανάπτυξης. Βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια κυκλικότητα και μια αίσθηση άβ]α νυ με μια παλαιότερη συζήτηση στους κύκλους των ΟΟ περί των επιτοκίων, όπου τα υψηλά επιτόκια υποτίθεται ότι καθιστούν μη οικονομικές τις επενδύσεις οι οποίες βλάπτουν το περιβάλλον, αλλά από την άλλη επιβραδύνουν και τις περιβαλλοντικές επενδύσεις. Από τη σκοπιά του οικονομισμού, το περιβάλλον και η απασχόληση, το περιβάλλον και η φτώχεια, τοποθετούνται στα αντίθετα άκρα και η φιλική προς το περιβάλλον οικονομική ανάπτυξη υποτίθεται ότι είναι ο μόνος τρόπος συμφιλίωσής τους. Αλλά τα διλήμματα αυτά είναι πλαστά.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια εντελώς διαφορετική οπτική, μια διατύπωση του Αριστοτέλειου ευ ζην, όπως προτάσσει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, διατύπωση η οποία να καθοδηγείται από την «οικονομική» και όχι τη «χρηματιστική» σκοπιά, έννοιες τις οποίες ο Αριστοτέλης διαχώρισε. Η κρίση, που οι οικολόγοι-οικονομολόγοι περίμεναν αργά ή γρήγορα να προκόψει, δεδομένης της εν γένει μη βιωσιμότητας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ανοίγει ευκαιρίες. Τώρα είναι η στιγμή για νέα κοινωνικά οράματα ευημερίας χωρίς ανάπτυξη, για οράματα ευ ζην, δημιουργικής εργασίας και διατήρησης των οικοσυστημάτων.[4]
Θυμίζουμε εδώ την έννοια της κοινωνικά βιώσιμης οικονομικής αποανάπτυ- ξης, που εισήγαγε ο Georgescu-Roegen πριν από 30 χρόνια (Latouche 2004). Η αποανάπτυξη δεν αφορά τη μείωση του ΑΕΠ, επειδή πάντα μπορούμε να αλλάξουμε τις λογιστικές συμβάσεις και να συμπεριλάβουμε στο ΑΕΠ και άλλες παραμέτρους (τη μη αμειβόμενη οικιακή εργασία ή την εθελοντική εργασία) και να συνυπολογίσουμε σε αυτό τις αρνητικές συνέπειες από την καταστροφή της βιοποικιλότητας, την κλιματική αλλαγή και την εξαφάνιση ολόκληρων πολιτισμών. Τεχνικά αυτό δεν είναι δύσκολο. Η βιώσιμη αποανάπτυξη αφορά την πρόταση δημιουργία μιας εναλλακτικής, μικρότερης κλίμακας, οικονομίας η οποία θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων. Με την οικονομική κρίση, η αποανάπτυξη έχει ήδη φτάσει στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Τώρα είναι η ευκαιρία για την κοινωνικό-οικολογική μετάβαση η οποία θα κάνει την αποανάπτυξη κοινωνικά βιώσιμη. Η πρόκληση είναι πώς να διαχειριστούμε τη μετάβαση προς μια μικρότερη οικονομία με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, έτσι
ώστε το μεγαλύτερο βάρος να πέσει στους ήδη «έχοντες» οι οποίοι ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την προηγηθείσα μη βιώσιμη συσσώρευσης, που μας έφερε στην κρίση.
Εκ πρώτης όψεως οι χώρες του Νότου έχουν κάτι να χάσουν και λίγα να κερδίσουν από την αποανάπτυξη του Βορρά: λιγότερες ευκαιρίες για εξαγωγές, λιγότερες πιστώσεις και εξωτερική βοήθεια. Αλλά τα κινήματα για περιβαλλοντική δικαιοσύνη και για έναν «περιβαλλοντισμό των φτωχών» στο Νότο είναι οι κύριοι σύμμαχοι του κινήματος της αποανάπτυξης στο Βορρά. Αυτά τα κινήματα εναντιώνονται στην δυσανάλογη ρύπανση (σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο με απαίτηση αποπληρωμής του οικολογικού χρέους) και στις εξαγωγές απορριμμάτων από τον Βορρά προς τον Νότο και απαιτούν οι πολυεθνικές να πληρώσουν επιτέλους τα οικολογικά χρέη τους (Martinez- Α^γ 2002). Οι στόχοι τους είναι κοινοί και έχουν να κάνουν με μια οικονομία η οποία με βιώσιμο τρόπο να καλύπτει τις ανάγκες διατροφής, υγείας, παιδείας και στέγασης για όλους. Η μετάβαση σε μια μικρότερη οικονομία ανθρώπινης και οικολογικής κλίμακας μόνο εύκολη δεν είναι. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να την διαχειριστούμε με ομαλό τρόπο και να αναδιανεί- μουμε το κύριο βάρος και τα κόστη της μετάβασης σε όσους έχουν ωφεληθεί ήδη από το μη βιώσιμο μοντέλο που μας έφερε μέχρι εδώ. Η αποανάπτυξη δεν είναι απολιτική. Για να υλοποιηθεί απαιτεί μια ριζικά νέα πολιτική και μια δραστική αναδιανομή της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος.
Αναφορές
Barnett, H.J. and Morse, C. (1963), Scarcity and Growth, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD.
Boulding, K.E. (1966), "The economics of the coming Spaceship Earth", in Jarrett, H. (Ed.), Environmental Quality in a Growing Economy: Essays from the Sixth RFF Forum, Johns Hopkins University Press, Baltimore, MD, pp. 3-14.
Daly, H.E. (1991), Steady-State Economics, 2nd ed., Island Press, Washington DC.
Daly, H. (2008), "Credit crisis, financial assets and real wealth", The Oil Drum, October 13, available at: www.theoildrum.com.
Deffeyes, K.S. (2001), Hubbert's Peak: The Impending World of Oil Shortages, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Financial Times (2008), "Crude falls on clear signs of weak demand", Financial Times, 23 October, p. 30.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The Entropy Law and the Economic Process, Harvard University Press, Cambridge, MA.
Giampietro, M. (2003), Multi-scale Integrated Analysis of Agroecosystems, CRC Press, Boca Raton, FL. Paper assets, real debts.
Hansen, J., Sato, M., Kharecha, P., Beerling, D., Berner, R., Masson-Delmotte, V., Pagani, M., Raymo, M., Royer, D.L. and Zachos, J.C. (2008), "Target atmospheric CO2: where should humanity aim?", Open Atmospheric Science Journal, Vol. 2, pp. 217-31.
Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Blackwell, Oxford.
Intergovernmental Panel on Climate Change (2007), Summary for Policymakers. The Physical Science Basis. Working Group 1 Contribution to the Fourth Assessment Report of the IPCC, Cambridge University Press, Cambridge.
Kapp, K.W. (1970), "Environmental disruptions and social costs: a challenge to economists", Kyklos, Vol. 23, pp. 833-47.
Kosoy, N. (2008), "Branded nature and fictitious commodity fetishism", Ecological Economics, submitted for publication.
Latouche, S. (2004), "De-growth economics", Le monde diplomatique (English edition), November.
Lomborg, B. (2001), The Sceptical Environmentalist: Measuring the Real State of the World, Cambridge University Press, Cambridge.
Martinez-Alier, J. (1990), Ecological Economics: Energy, Environment and Society, Basil Blackwell, Oxford.
Martinez-Alier, J. (2002), The Environmentalism of the Poor: A Study of Ecological Conflicts and Valuation, Edward Elgar, Cheltenham.
Martinez-Allier, J., Munda, G. and O'Neill, J. (1998), "Weak comparability of values as a foundation for ecological economics", Ecological Economics, Vol. 26, pp. 277-86.
Millennium Ecosystem Assessment (2005), Ecosystems and Human Well-Being: Synthesis, Island Press, Washington, DC.
Norgaard, R.B. (1990), "Economic indicators of resource scarcity: a critical essay", Journal of Environmental Economics and Management, Vol. 19, pp. 19-25.
Norgaard, R.B. (1994), Development Betrayed: The End of Progress and a Revolutionary Revisioning of the Future, Routledge, London.
Norgaard, R.B. (2008), "Finding hope in the Millennium Ecosystem Assessment", BioScience, Vol. 22 No. 4, pp. 862-9.
Norgaard, R.B. and Jin, L. (2008), "Trade and the governance of ecosystem services", Ecological Economics, Vol. 66 No. 4, pp. 638-52.
Norgaard, R.B. and Liu, X. (2007), "Market governance failure", Ecological Economics, Vol. 60 No. 3, pp. 634-41.
Polanyi, K. (1944), The Great Transformation, Beacon Press, Boston, MA.
Polimeni, J.M., Mayumi, K., Giampietro, M. and Alcott, B. (2008), The Jevons Paradox and the Myth of Resource Efficiency Improvements, Earthscan, London.
Simon, J. (1981), The Ultimate Resource, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Soddy, F. (1926), Wealth,Virtual Wealth and Debt, E.P. Dutton, New York, NY.
Spash, C.L. (1999), "The development of environmental thinking in economics", Environmental Values, Vol. 8, pp. 413-35.
Srinivasan, U.T., Carey, S.P., Hallstein, E., Higgins, P.A.T., Kerr, A.C., Koteen, L.E., Smith, A.B., Watson, R., Harte, J. and Norgaard, R.B. (2008), "The debt of nations and the distribution of ecological impacts from human activities", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 105 No. 5, pp. 1768-73.
van den Bergh, J.C.J.M. (2006), "Abolishing GDP: the largest information failure in the world", working paper, Department of Spatial Economics, Free University, Amsterdam.
Vatn, A. and Bromley, D.W. (1994), "Choices without prices without apologies", Journal of Environmental Economics and Management, Vol. 26, pp. 129-48.
Wackernagel, M., Schulz, N.B., Deumling, D., Callejas Linares, A., Jenkins, M., Kapos, V., Loh, J., Myers, N., Norgaard, R.B., Randers, J. and Monfreda, C. (2002), "Tracking the ecological overshoot of the human economy", Proceedings of the National Academy of Sciences, Vol. 99, pp. 9266-71.
[1] [Σ.τ.Μ.] Στην οικονομική επιστήμη, η έννοια της εξωτερικότητας αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η δράση ενός υποκειμένου έχει επιπτώσεις στην ευημερία ενός άλλου υποκειμένου, χωρίς το πρώτο υποκείμενο να υφίσταται τα κόστη ή τα οφέλη που προκαλεί η δράση του στο δεύτερο υποκείμενο μέσα από τον μηχανισμό της αγοράς. Το κλασσικό παράδειγμα είναι το εργοστάσιο που αδειάζει τα απόβλητα του σε ένα ποτάμι χωρίς να πληρώνει το κόστος που έχει αυτό για τους ψαράδες που ψαρεύουν λίγο παρακάτω από το εργοστάσιο. Η έννοια της εξωτερικότητας οριοθετεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως προβλήματα έλλειψης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και αγορών συναλλαγής. Αν για παράδειγμα, οι ψαράδες είχαν δικαίωμα σε μια συγκεκριμένη ποιότητα νερού το εργοστάσιο θα έπρεπε να τους αποζημιώσει. Η πολιτική οικονομία αντιθέτως αναγνωρίζει ότι αυτή η μετατόπιση του κόστους είναι εγγενής και συστηματική διαδικασία εντός του καπιταλισμού και του κυνηγιού για κέρδος, και άρα αποτέλεσμα της γενικευμένης αγοράς και όχι προϊόν της έλλειψής της.
[2] [Σ.τ.Μ.] Τα νεοκλασικά οικονομικά είναι όρος που χρησιμοποιείται για τους διάφορους κλάδους της οικονομικής επιστήμης οι οποίοι εστιάζουν στον προσδιορισμό τιμών, αποτελεσμάτων και διανομής εισοδημάτων στις αγορές μέσω προσφοράς και ζήτησης και με βάση τη θεωρία ορθολογικής επιλογής (rational choice theory), η οποία βασίζεται στην τυποποίηση οικονομικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Τα νεοκλασικά οικονομικά κυριαρχούν στον τομέα των μικρο-οικονομικών και μαζί με τα κεϋνσιανά οικονομικά συνιστούν τον πιο διαδεδομένο κλάδο οικονομικών σήμερα.
[3] [Σ.τ.Μ] Με τον όρο Κόσμος, με κεφαλαίο, αποδίδουμε τον όρο «cosmos» και με τον όρο κόσμος, με πεζό, τον όρο «world».
[Σ.τ.Μ] Το κείμενο αυτό γράφτηκε το Φθινόπωρο του 2008.