Ηλίας Μπεριάτος*
Εχει γίνει συνήθεια μετά από κάθε «φυσική» καταστροφή να ανακαλύπτουμε ξανά την… Αμερική.
Ολοι αναθεματίζουν την άναρχη και αυθαίρετη δόμηση, τα μπαζώματα, τη γραφειοκρατία και τα άλλα κακά και ύστερα όλοι ξαναθυμούνται τα καλά του σχεδιασμού: αντισεισμικού, αντιπυρικού, αντιπλημμυρικού και, γενικά, του χωροταξικού και πολεοδομικού. Ξεχνώντας όμως τις προϋποθέσεις και υποχρεώσεις που αυτός συνεπάγεται.
Γιατί, όταν τίθενται προφανείς, ορθολογικοί κανόνες ρύθμισης του χώρου σε μία περιοχή, τότε σχεδόν όλοι, κεντρικοί και τοπικοί παράγοντες αλλά και πολίτες, δυσανασχετούν και εξεγείρονται ότι δήθεν εμποδίζεται η τοπική ανάπτυξη (ή τα αθέμιτα συμφέροντα;).
Οταν το ΣτΕ ζητεί οριοθέτηση των ρεμάτων πριν από την έγκριση των πολεοδομικών σχεδίων (όπως απαιτεί ο νόμος) τότε πάλι αγανακτούν για την καθυστέρηση και τον χρόνο που δήθεν χάνεται. Μία χώρα και μία κοινωνία, με το διπλό πρόσωπο του Ιανού.
Για την έννοια του χρόνου στον σχεδιασμό υπάρχει δυστυχώς μεγάλη σύγχυση. Στους θιασώτες του laisser-faire επικρατεί η αντίληψη ότι είναι χαμένος χρόνος και περιττή πολυτέλεια το να σχεδιάζουμε οικισμούς, πόλεις και περιφέρειες. Ενώ οι υποτιθέμενοι υποστηρικτές του σχεδιασμού ζητούν (κάποτε καλοπροαίρετα) συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς διαβουλεύσεις και κοινωνική συμμετοχή.
Ομως ο σχεδιασμός, ως κοινωνική πρακτική και διαδικασία «θέλει τον χρόνο του», απαιτεί δηλαδή ένα ελάχιστο διάστημα, το οποίο είναι δομικό συστατικό στοιχείο του, που δεν επιδέχεται καμία περαιτέρω σύντμηση.
Στο ερώτημα, επομένως, αν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος, η απάντηση είναι καταφατική. Αρκεί να φροντίζουμε να τον χρησιμοποιούμε και όχι να τον αφήνουμε να φεύγει άπραγα.
Το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις είναι μία δικαιολογία που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Μπροστά στην αδράνεια και την απραγία ετών, η όποια γραφειοκρατική καθυστέρηση είναι σταγόνα στον ωκεανό. Γιατί πάντα υπάρχει αρκετός χρόνος να προγραμματίσουμε και να σχεδιάσουμε ΕΓΚΑΙΡΑ την αντιμετώπιση φαινομένων των οποίων την εμφάνιση γνωρίζουμε, εκ των προτέρων, καθ’ ότι περιοδικά και επαναλαμβανόμενα.
Μία άλλη διάσταση της χρονικής παραμέτρου είναι ότι ο σχεδιασμός αποτελεί μία δυναμική και κυλιόμενη διαδικασία. Εκεί που τελειώνει η εφαρμογή ενός σχεδίου αρχίζει η εκπόνηση ενός νέου ώστε να υπάρχει πάντα ένα επικαιροποιημένο σχεδιαστικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβλήματα προλαμβάνοντας ή αμβλύνοντας τις επιπτώσεις τους.
Δυστυχώς, στη σημερινή μνημονιακή εποχή (που κυνηγάμε τις επενδύσεις με όποιο τίμημα) ο σχεδιασμός έχει καταντήσει ένα άλλοθι, ένα πρόσχημα και, άρα, χαμένη υπόθεση.
Δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα: είναι τυχαίο, ότι ακόμα και από τον τίτλο του αρμόδιου για τον σχεδιασμό υπουργείου χάθηκε -προ 6ετίας- το βασικό του συστατικό, η χωροταξία;;;
Γι’ αυτό, κάθε προσπάθεια σχεδιασμού εγκαταλείπεται και απαξιώνεται πριν καν αρχίσει να αποδίδει, αφού δεν έχει εμπεδωθεί η σχετική κουλτούρα σε διοικούντες και διοικούμενους.
Αυτό φαίνεται και στο πολιτικό/συμβολικό επίπεδο: Για παράδειγμα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις ευρωπαϊκές πόλεις, στην Ελλάδα σπάνια θα δει κάποιος αναρτημένο στο γραφείο του δήμαρχου (δίπλα στις σημαίες και τα διάφορα τρόπαια…) το πολεοδομικό και χωροταξικό σχέδιο του δήμου που στην ουσία αποτελεί το εδαφικό του «σύνταγμα» και σηματοδοτεί μία βιώσιμη προοπτική ανάπτυξης.
Σχετικά με τις καταστροφές από πλημμύρες πρέπει να θυμίσουμε ότι ήδη, από τις αρχές του ’80 (με βάση τον οικιστικό νόμο 1337/83 και την Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης) αλλά και μετά, τη δεκαετία του ’90 (με τον Νόμο 2508/97 για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη), σε όλα τα γενικά πολεοδομικά σχέδια προβλέπεται άμεσα ή έμμεσα η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Μόνο που κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα εφαρμόσει.
Στο θεσμικό μας οπλοστάσιο, υπάρχουν επίσης αρκετές διατάξεις για την οριοθέτηση των ρεμάτων και τις σχετικές ρυθμίσεις (π.χ. άρθρα 188 και 349 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) για να μας υπενθυμίζουν την απόσταση ανάμεσα σε θεωρία και πράξη!..
Να θυμίσουμε ακόμη τη θέσπιση ειδικής Κοινοτικής Οδηγίας (2007/60) για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό Δίκαιο με ΚΥΑ (ΦΕΚ 1108Β/21-7-2010).
Ωστόσο, (όπως δυστυχώς συμβαίνει και με άλλες Οδηγίες), δέκα ολόκληρα χρόνια μετά δεν έχει τύχει αποτελεσματικής εφαρμογής σύμφωνα με τα τεθέντα χρονοδιαγράμματα και σε συνδυασμό με την «αδελφή» Οδηγία για τους υδάτινους πόρους (2000/60), παρά τις προσπάθειες του αρμόδιου υπουργείου και των ανά την Ελλάδα κρατικών και αυτοδιοικητικών υπηρεσιών.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο σχεδιασμός δεν είναι απλώς διαχείριση (λύση ανάγκης) αλλά παρέμβαση για δραστική/ριζική επίλυση των προβλημάτων.
Είναι μία προσπάθεια ΑΛΛΑΓΗΣ της υφισταμένης κατάστασης προς μία νέα κατάσταση πραγμάτων. Είναι, κάθε φορά, μία τομή (μία διαρκής καινοτομία) στην εξέλιξη ενός χώρο-κοινωνικού σχηματισμού. Για τον λόγο αυτό συνιστά ένα προοδευτικό και «επαναστατικό» στοιχείο που απαιτεί διαχρονική συνέπεια, συνέχεια και στόχευση στο μέλλον.
Γιατί, όπως έλεγε και ο Buckminster Fuller, «δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον μας, μπορούμε όμως να το “κατασκευάσουμε”».
Και ο σχεδιασμός είναι το ατελές μεν αλλά μοναδικό εργαλείο για να «κατασκευάσουμε» το εγγύς τουλάχιστον μέλλον μας.
*ομότ. καθηγητής Χωροταξικού και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Παν. Θεσσαλίας
http://www.efsyn.gr/arthro/shediasmos-kai-fysikes-katastrofes
Εχει γίνει συνήθεια μετά από κάθε «φυσική» καταστροφή να ανακαλύπτουμε ξανά την… Αμερική.
Ολοι αναθεματίζουν την άναρχη και αυθαίρετη δόμηση, τα μπαζώματα, τη γραφειοκρατία και τα άλλα κακά και ύστερα όλοι ξαναθυμούνται τα καλά του σχεδιασμού: αντισεισμικού, αντιπυρικού, αντιπλημμυρικού και, γενικά, του χωροταξικού και πολεοδομικού. Ξεχνώντας όμως τις προϋποθέσεις και υποχρεώσεις που αυτός συνεπάγεται.
Γιατί, όταν τίθενται προφανείς, ορθολογικοί κανόνες ρύθμισης του χώρου σε μία περιοχή, τότε σχεδόν όλοι, κεντρικοί και τοπικοί παράγοντες αλλά και πολίτες, δυσανασχετούν και εξεγείρονται ότι δήθεν εμποδίζεται η τοπική ανάπτυξη (ή τα αθέμιτα συμφέροντα;).
Οταν το ΣτΕ ζητεί οριοθέτηση των ρεμάτων πριν από την έγκριση των πολεοδομικών σχεδίων (όπως απαιτεί ο νόμος) τότε πάλι αγανακτούν για την καθυστέρηση και τον χρόνο που δήθεν χάνεται. Μία χώρα και μία κοινωνία, με το διπλό πρόσωπο του Ιανού.
Για την έννοια του χρόνου στον σχεδιασμό υπάρχει δυστυχώς μεγάλη σύγχυση. Στους θιασώτες του laisser-faire επικρατεί η αντίληψη ότι είναι χαμένος χρόνος και περιττή πολυτέλεια το να σχεδιάζουμε οικισμούς, πόλεις και περιφέρειες. Ενώ οι υποτιθέμενοι υποστηρικτές του σχεδιασμού ζητούν (κάποτε καλοπροαίρετα) συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς διαβουλεύσεις και κοινωνική συμμετοχή.
Ομως ο σχεδιασμός, ως κοινωνική πρακτική και διαδικασία «θέλει τον χρόνο του», απαιτεί δηλαδή ένα ελάχιστο διάστημα, το οποίο είναι δομικό συστατικό στοιχείο του, που δεν επιδέχεται καμία περαιτέρω σύντμηση.
Στο ερώτημα, επομένως, αν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος, η απάντηση είναι καταφατική. Αρκεί να φροντίζουμε να τον χρησιμοποιούμε και όχι να τον αφήνουμε να φεύγει άπραγα.
Το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις είναι μία δικαιολογία που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Μπροστά στην αδράνεια και την απραγία ετών, η όποια γραφειοκρατική καθυστέρηση είναι σταγόνα στον ωκεανό. Γιατί πάντα υπάρχει αρκετός χρόνος να προγραμματίσουμε και να σχεδιάσουμε ΕΓΚΑΙΡΑ την αντιμετώπιση φαινομένων των οποίων την εμφάνιση γνωρίζουμε, εκ των προτέρων, καθ’ ότι περιοδικά και επαναλαμβανόμενα.
Μία άλλη διάσταση της χρονικής παραμέτρου είναι ότι ο σχεδιασμός αποτελεί μία δυναμική και κυλιόμενη διαδικασία. Εκεί που τελειώνει η εφαρμογή ενός σχεδίου αρχίζει η εκπόνηση ενός νέου ώστε να υπάρχει πάντα ένα επικαιροποιημένο σχεδιαστικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβλήματα προλαμβάνοντας ή αμβλύνοντας τις επιπτώσεις τους.
Δυστυχώς, στη σημερινή μνημονιακή εποχή (που κυνηγάμε τις επενδύσεις με όποιο τίμημα) ο σχεδιασμός έχει καταντήσει ένα άλλοθι, ένα πρόσχημα και, άρα, χαμένη υπόθεση.
Δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα: είναι τυχαίο, ότι ακόμα και από τον τίτλο του αρμόδιου για τον σχεδιασμό υπουργείου χάθηκε -προ 6ετίας- το βασικό του συστατικό, η χωροταξία;;;
Γι’ αυτό, κάθε προσπάθεια σχεδιασμού εγκαταλείπεται και απαξιώνεται πριν καν αρχίσει να αποδίδει, αφού δεν έχει εμπεδωθεί η σχετική κουλτούρα σε διοικούντες και διοικούμενους.
Αυτό φαίνεται και στο πολιτικό/συμβολικό επίπεδο: Για παράδειγμα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις ευρωπαϊκές πόλεις, στην Ελλάδα σπάνια θα δει κάποιος αναρτημένο στο γραφείο του δήμαρχου (δίπλα στις σημαίες και τα διάφορα τρόπαια…) το πολεοδομικό και χωροταξικό σχέδιο του δήμου που στην ουσία αποτελεί το εδαφικό του «σύνταγμα» και σηματοδοτεί μία βιώσιμη προοπτική ανάπτυξης.
Σχετικά με τις καταστροφές από πλημμύρες πρέπει να θυμίσουμε ότι ήδη, από τις αρχές του ’80 (με βάση τον οικιστικό νόμο 1337/83 και την Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης) αλλά και μετά, τη δεκαετία του ’90 (με τον Νόμο 2508/97 για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη), σε όλα τα γενικά πολεοδομικά σχέδια προβλέπεται άμεσα ή έμμεσα η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Μόνο που κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα εφαρμόσει.
Στο θεσμικό μας οπλοστάσιο, υπάρχουν επίσης αρκετές διατάξεις για την οριοθέτηση των ρεμάτων και τις σχετικές ρυθμίσεις (π.χ. άρθρα 188 και 349 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) για να μας υπενθυμίζουν την απόσταση ανάμεσα σε θεωρία και πράξη!..
Να θυμίσουμε ακόμη τη θέσπιση ειδικής Κοινοτικής Οδηγίας (2007/60) για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό Δίκαιο με ΚΥΑ (ΦΕΚ 1108Β/21-7-2010).
Ωστόσο, (όπως δυστυχώς συμβαίνει και με άλλες Οδηγίες), δέκα ολόκληρα χρόνια μετά δεν έχει τύχει αποτελεσματικής εφαρμογής σύμφωνα με τα τεθέντα χρονοδιαγράμματα και σε συνδυασμό με την «αδελφή» Οδηγία για τους υδάτινους πόρους (2000/60), παρά τις προσπάθειες του αρμόδιου υπουργείου και των ανά την Ελλάδα κρατικών και αυτοδιοικητικών υπηρεσιών.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο σχεδιασμός δεν είναι απλώς διαχείριση (λύση ανάγκης) αλλά παρέμβαση για δραστική/ριζική επίλυση των προβλημάτων.
Είναι μία προσπάθεια ΑΛΛΑΓΗΣ της υφισταμένης κατάστασης προς μία νέα κατάσταση πραγμάτων. Είναι, κάθε φορά, μία τομή (μία διαρκής καινοτομία) στην εξέλιξη ενός χώρο-κοινωνικού σχηματισμού. Για τον λόγο αυτό συνιστά ένα προοδευτικό και «επαναστατικό» στοιχείο που απαιτεί διαχρονική συνέπεια, συνέχεια και στόχευση στο μέλλον.
Γιατί, όπως έλεγε και ο Buckminster Fuller, «δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον μας, μπορούμε όμως να το “κατασκευάσουμε”».
Και ο σχεδιασμός είναι το ατελές μεν αλλά μοναδικό εργαλείο για να «κατασκευάσουμε» το εγγύς τουλάχιστον μέλλον μας.
*ομότ. καθηγητής Χωροταξικού και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Παν. Θεσσαλίας
http://www.efsyn.gr/arthro/shediasmos-kai-fysikes-katastrofes