του Γιάννη Κουζή, καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ηκυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, ως ακραία επιθετικής έκφρασης του κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας, έχει σημαντικά επηρεάσει και τα συνδικάτα. Το πρόταγμα του ατομικού εις βάρος της συλλογικότητας απαξιώνεται από την κυρίαρχη ιδεολογία και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα επιφυλάσσουν στα συνδικάτα τον ρόλο ενός παρωχημένου, αναχρονιστικού και αντιπαραγωγικού μορφώματος.
Στο ίδιο πλαίσιο η συντελούμενη αντιμεταρρύθμιση με όρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες επικεντρώνεται στην ευελικτοποίηση της «άκαμπτης» εργατικής νομοθεσίας χάριν της ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα η εκδηλωμένη αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως εργαλείου διαμόρφωσης των μισθών περιορίζει και τον ρόλο των συνδικάτων ενισχύοντας την εξατομίκευση των όρων εργασίας.
Οι αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, η ένταση της διεθνοποίησης αλλά και η υποστολή των συλλογικών οραμάτων έχουν συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και της δυναμικής των συνδικάτων. Και αυτό γιατί η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες τις συνειδήσεις συμβάλλοντας στη μετάλλαξη πολιτικών δυνάμεων με ιστορικούς δεσμούς με τον κόσμο της εργασίας, αλλά και των συνδικάτων, που και τα μέλη τους ακολουθούν το ρεύμα της εποχής.
Έτσι λοιπόν η προσαρμογή στον ρεαλιστικό μονόδρομο της νέας σκέψης δεν έχει αποτέλεσμα μόνο τη σταδιακή διολίσθηση των συνδικάτων στο πεδίο του κυρίαρχου λόγου χάριν μιας γενικόλογης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας και τη συμμετοχή τους στη διαχείριση των επιπτώσεων πολιτικών επιλογών απέναντι στις οποίες τα ίδια αντιτίθενται στις διακηρύξεις τους.
Επιπλέον ο κυρίαρχος λόγος απογείωσης της ατομικότητας ενισχύει τις προσωπικές στρατηγικές μέσα στους κόλπους των συνδικάτων και τις μορφές γραφειοκρατίας ανάμεσα στην ηγεσία και την οργανωμένη βάση, καθώς και τις ευρύτερες δυνάμεις που συνθέτουν σήμερα τον κόσμο της εργασίας . Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος αποτελούν οι όροι αναπαραγωγής ηγεσιών στα συνδικάτα την ίδια στιγμή που οι κρατικές και υπερεθνικές εξουσίες έχουν κάθε λόγο, ακόμα και έμμεσα συμβάλλοντας, να έχουν απέναντι στην πολιτική τους συνδικάτα αποξενωμένα από τους εργαζόμενους, τα οποία να βαδίζουν σε ράγες που τα εκτρέπουν από τον κύριο ρόλο τους.
Είναι, επίσης, σημαντικός ο συμβολισμός που εκπέμπουν πρώην ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη, τα οποία από κρατικές πλέον θέσεις εκτελούν το εργατικό δίκαιο. Και την ίδια στιγμή να μην υπάρχει κανένας πολιτικός στιγματισμός από κορυφαία συνδικαλιστικά όργανα απέναντι σε πρόσωπα που, χρησιμοποιώντας τον συνδικαλισμό ως εφαλτήριο ανέλιξης, πλήττουν βαριά το κύρος του. Ή όταν και σήμερα συνδικαλιστικά στελέχη κατέχουν θέσεις σε ανώτατα όργανα πολιτικών κομμάτων τα οποία με την ψήφο τους έχουν ενταφιάσει τα εργασιακά δικαιώματα.
Η αποδυνάμωση, επομένως, των συνδικάτων δεν είναι απόρροια μόνο εξωγενών παραγόντων, αλλά σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και σε ενδογενείς αιτίες που στην Ελλάδα συνδέονται με παθογένειες δεκαετιών, που εντοπίζονται μεν από τα ίδια ως διαπιστώσεις, αλλά χωρίς τη λήψη μέτρων αντιμετώπισής τους. Προβλήματα όπως ο οργανωτικός πολυκερματισμός, η παραταξιοποίηση, η κομματικοποίηση, η έλλειψη παντελούς προγραμματισμού για την προσέλκυση νέων μελών παραμένουν απλές παραδοχές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η κρίση των τελευταίων ετών και οι καταστροφικοί όροι της διαχείρισής της βρήκαν τα συνδικάτα εντελώς απροετοίμαστα, παρά τις επεξεργασίες που είχαν προηγηθεί από μελέτες που προέρχονταν από τους κόλπους τους και οι οποίες παρέμειναν αναξιοποίητες.
Η καθολική ήττα που υπέστη το συνδικαλιστικό κίνημα στην περίοδο της κρίσης αποτελεί ευκαιρία για σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον του, όταν μάλιστα η συλλογική δράση του κόσμου της εργασίας είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Προκειμένου οι διαπιστώσεις να γίνουν πράξεις, βασικό εργαλείο αποτελεί η επιστροφή στις αρχές και τις αξίες που γέννησαν και ανέδειξαν τον συνδικαλισμό ως βασικό συντελεστή των κοινωνικών κατακτήσεων. Αρχές όπως η αλληλεγγύη, η ενότητα, η αυτονομία, η ανιδιοτέλεια, που έχουν σε μεγάλο βαθμό απεμποληθεί στις μέρες μας και που συμπυκνώνονται στη δημιουργία όρων για μια γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα.
Πηγή
Ηκυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, ως ακραία επιθετικής έκφρασης του κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας, έχει σημαντικά επηρεάσει και τα συνδικάτα. Το πρόταγμα του ατομικού εις βάρος της συλλογικότητας απαξιώνεται από την κυρίαρχη ιδεολογία και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα επιφυλάσσουν στα συνδικάτα τον ρόλο ενός παρωχημένου, αναχρονιστικού και αντιπαραγωγικού μορφώματος.
Στο ίδιο πλαίσιο η συντελούμενη αντιμεταρρύθμιση με όρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες επικεντρώνεται στην ευελικτοποίηση της «άκαμπτης» εργατικής νομοθεσίας χάριν της ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα η εκδηλωμένη αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως εργαλείου διαμόρφωσης των μισθών περιορίζει και τον ρόλο των συνδικάτων ενισχύοντας την εξατομίκευση των όρων εργασίας.
Οι αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, η ένταση της διεθνοποίησης αλλά και η υποστολή των συλλογικών οραμάτων έχουν συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και της δυναμικής των συνδικάτων. Και αυτό γιατί η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες τις συνειδήσεις συμβάλλοντας στη μετάλλαξη πολιτικών δυνάμεων με ιστορικούς δεσμούς με τον κόσμο της εργασίας, αλλά και των συνδικάτων, που και τα μέλη τους ακολουθούν το ρεύμα της εποχής.
Έτσι λοιπόν η προσαρμογή στον ρεαλιστικό μονόδρομο της νέας σκέψης δεν έχει αποτέλεσμα μόνο τη σταδιακή διολίσθηση των συνδικάτων στο πεδίο του κυρίαρχου λόγου χάριν μιας γενικόλογης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας και τη συμμετοχή τους στη διαχείριση των επιπτώσεων πολιτικών επιλογών απέναντι στις οποίες τα ίδια αντιτίθενται στις διακηρύξεις τους.
Επιπλέον ο κυρίαρχος λόγος απογείωσης της ατομικότητας ενισχύει τις προσωπικές στρατηγικές μέσα στους κόλπους των συνδικάτων και τις μορφές γραφειοκρατίας ανάμεσα στην ηγεσία και την οργανωμένη βάση, καθώς και τις ευρύτερες δυνάμεις που συνθέτουν σήμερα τον κόσμο της εργασίας . Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος αποτελούν οι όροι αναπαραγωγής ηγεσιών στα συνδικάτα την ίδια στιγμή που οι κρατικές και υπερεθνικές εξουσίες έχουν κάθε λόγο, ακόμα και έμμεσα συμβάλλοντας, να έχουν απέναντι στην πολιτική τους συνδικάτα αποξενωμένα από τους εργαζόμενους, τα οποία να βαδίζουν σε ράγες που τα εκτρέπουν από τον κύριο ρόλο τους.
Είναι, επίσης, σημαντικός ο συμβολισμός που εκπέμπουν πρώην ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη, τα οποία από κρατικές πλέον θέσεις εκτελούν το εργατικό δίκαιο. Και την ίδια στιγμή να μην υπάρχει κανένας πολιτικός στιγματισμός από κορυφαία συνδικαλιστικά όργανα απέναντι σε πρόσωπα που, χρησιμοποιώντας τον συνδικαλισμό ως εφαλτήριο ανέλιξης, πλήττουν βαριά το κύρος του. Ή όταν και σήμερα συνδικαλιστικά στελέχη κατέχουν θέσεις σε ανώτατα όργανα πολιτικών κομμάτων τα οποία με την ψήφο τους έχουν ενταφιάσει τα εργασιακά δικαιώματα.
Η αποδυνάμωση, επομένως, των συνδικάτων δεν είναι απόρροια μόνο εξωγενών παραγόντων, αλλά σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και σε ενδογενείς αιτίες που στην Ελλάδα συνδέονται με παθογένειες δεκαετιών, που εντοπίζονται μεν από τα ίδια ως διαπιστώσεις, αλλά χωρίς τη λήψη μέτρων αντιμετώπισής τους. Προβλήματα όπως ο οργανωτικός πολυκερματισμός, η παραταξιοποίηση, η κομματικοποίηση, η έλλειψη παντελούς προγραμματισμού για την προσέλκυση νέων μελών παραμένουν απλές παραδοχές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η κρίση των τελευταίων ετών και οι καταστροφικοί όροι της διαχείρισής της βρήκαν τα συνδικάτα εντελώς απροετοίμαστα, παρά τις επεξεργασίες που είχαν προηγηθεί από μελέτες που προέρχονταν από τους κόλπους τους και οι οποίες παρέμειναν αναξιοποίητες.
Η καθολική ήττα που υπέστη το συνδικαλιστικό κίνημα στην περίοδο της κρίσης αποτελεί ευκαιρία για σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον του, όταν μάλιστα η συλλογική δράση του κόσμου της εργασίας είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Προκειμένου οι διαπιστώσεις να γίνουν πράξεις, βασικό εργαλείο αποτελεί η επιστροφή στις αρχές και τις αξίες που γέννησαν και ανέδειξαν τον συνδικαλισμό ως βασικό συντελεστή των κοινωνικών κατακτήσεων. Αρχές όπως η αλληλεγγύη, η ενότητα, η αυτονομία, η ανιδιοτέλεια, που έχουν σε μεγάλο βαθμό απεμποληθεί στις μέρες μας και που συμπυκνώνονται στη δημιουργία όρων για μια γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα.
Πηγή