Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Η εργασία υπό την κουλτούρα της κατανάλωσης
Αντί να σκεφτόμαστε την κατανάλωση ως αντίθετο της εργασίας, λες και οι δύο αυτές δραστηριότητες απαιτούν τελείως διαφορετικές νοητικές και συναισθηματικές ιδιότητες, πρέπει να τις δούμε ως δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας...Ο καταναλωτισμός είναι μόνον η άλλη όψη της υποβάθμισης της εργασίας -η εξάλειψη του παιγνιώδους στοιχείου και της δεξιοτεχνίας από τη διαδικασία της παραγωγής.
Κρίστοφερ Λας1
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστηρίζει ότι έχουμε εδώ και καιρό περάσει από την κοινωνία των παραγωγών σε αυτήν των καταναλωτών2. Θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε αυτό το σκεπτικό λέγοντας ότι: αν κάποτε το κυρίαρχο φαντασιακό επέβαλε την «απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων»3, οι συνθήκες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προώθησαν το μοτίβο της «απεριόριστης ανάπτυξης των καταναλωτικών δυνατοτήτων». Αυτός ο μετασχηματισμός, που εξυπηρετήθηκε εκπληκτικά από την εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας, τη διαφημιστική βιομηχανία και την αντίστοιχη προσαρμογή των εκπαιδευτικών θεσμών, έχει τεράστιας σημασίας συνέπειες για την εργασιακή ζωή των ανθρώπων.
Μπορεί μια τέτοιου είδους συζήτηση να ξεκινά από τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τις διαφημίσεις, το νέο μάνατζμεντ, τις εταιρίες υπηρεσιών ή προώθησης του σύγχρονου life style κ.λπ., ωστόσο θα δούμε ότι ορισμένα από αυτά τα στοιχεία αλλοτρίωσης καθίστανται κυρίαρχα -με μια νέα σημασία τώρα- σε ολοένα και περισσότερα κομμάτια της κοινωνίας. Κατ’ αρχάς, το ίδιο το παραγωγικό προϊόν εξυπηρετεί σήμερα κυρίως τις βραχυπρόθεσμες ορέξεις ενός αδηφάγου καταναλωτικού κοινού. Είτε πρόκειται για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας (gadgets) είτε για παροχή υπηρεσιών, η παραγωγική διαδικασία σέρνεται πίσω από την ουρά των συνεχώς -και με (εκ)πληκτική ταχύτητα- κατασκευαζόμενων επιθυμιών. Σήμερα, έχουμε ξεπεράσει την καθιερωμένη στον καπιταλισμό ξένωση των ανθρώπων που προκύπτει από τις μεθόδους εργασίας και τον έλεγχο της παραγωγής. Πλέον και το ίδιο το περιεχόμενο και το αντικείμενο της παραγωγής πολλές φορές αποσυντίθεται. Στους τομείς της τεχνολογίας αιχμής και της καινοτομίας, μια επιχείρηση μπορεί πλέον να μην ορίζεται από το τι παράγει αλλά από το ποιον τομέα αναγκών ή επιθυμιών επέλεξε να καλύψει με τις «υπηρεσίες» της. Δε μετράει πια το τι προσφέρει αλλά το να μπορεί να ανταποκρίνεται στις νέες επιθυμίες όταν αυτές γεννιούνται ή προπαγανδίζονται. Σε αυτό το περιβάλλον, ένας εργαζόμενος ξεκινά πολλές φορές να εργάζεται κάπου χωρίς να μπορεί να ελέγξει τι θα κάνει μετά από λίγο καιρό ή να φανταστεί την εξέλιξή του σε ένα εργασιακό περιβάλλον. Έτσι, δύσκολα μπορεί να αφοσιωθεί στη «τέχνη του επαγγέλματος» ή να αποκτήσει ένα δεσμό με αυτό που κάνει. Αντί αυτού, του ζητείται να είναι προσαρμόσιμος στα νέα δεδομένα και να είναι σε θέση να αφομοιώνει συνεχώς νέες δεξιότητες. Η έννοια της μαστοριάς, της ομαδικότητας, της συναδελφικότητας, καθώς και η υπόσχεση για μια εργασιακή ταυτότητα υποχωρούν μπροστά στην κουλτούρα της «ευελιξίας»4.
Οι συνθήκες που επιβάλλει η ικανοποίηση των αναλώσιμων ανθρώπινων επιθυμιών διαμορφώνουν και την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το σύγχρονο εταιρικό περιβάλλον του «βραχυπρόθεσμου κέρδους» επιβάλλει μια αντίστοιχη βραχυπρόθεσμη χρήση των αγαθών και των υπηρεσιών. Μια ανούσια τεχνολογική -ή ακόμα και αισθητική- λεπτομέρεια θα διαφημιστεί επιτυχώς ως η επιθυμητή καινοτομία ενώ τα προϊόντα κατασκευάζονται με τρόπο που να φθείρονται γρήγορα, ώστε να ανακυκλώνεται η παραγωγή. Πλέον η παραγωγική διαδικασία δε χρειάζεται επιμελή εργατικά χέρια να δουλέψουν με μεράκι αλλά πιο πολύ μια εφευρετική και πετυχημένη διαφημιστική προβολή για τα τυποποιημένα προϊόντα που κατασκευάζονται μέσω της αυτοματοποιημένης τεχνολογίας. Γι’ αυτό και η κατασκευαστική προχειρότητα και η τυποποίηση δεν προσφέρουν παρά «σκουπίδια» και αυξανόμενη ανεργία.
Παράλληλα, με την υποχώρηση της ηθικής της εργασίας και την επικράτηση των γρήγορων ρυθμών ζωής και της λατρείας του εφήμερου, οι άνθρωποι χάνουν το δεσμό με το αντικείμενο εργασίας τους ως μια συλλογική διαδικασία. Η εργασία παύει σιγά σιγά να προσφέρει το λεγόμενο κοινωνικό κύρος ως αναγνώριση της μαστοριάς και ανάδειξη της δημιουργικότητας -ακόμα και μέσα στα πλαίσια της γραφειοκρατικής πυραμίδας των επιχειρήσεων- και λειτουργεί περισσότερο ως μέσο για την απόκτηση μιας μισθολογικής αμοιβής που θα προσφέρει τη δυνατότητα κατανάλωσης. Η έννοια της καριέρας υποβαθμίζεται σε μια διαδικασία υπερνίκησης του άγχους της ανεργίας και εξασφάλισης μιας σχετικά ασφαλούς απασχολησιμότητας.
Η «απο-κοινωνικοποίηση» του εργασιακού βίου
Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση όλων αυτών είναι ότι η εργασία ολοένα και δυσκολεύεται να λειτουργήσει ως θεσμός μιας συνεκτικής κοινωνικοποίησης μεταξύ των συναδέλφων. Οι χώροι δουλειάς αδυνατούν να υλοποιήσουν την υπόσχεση μιας κοινωνικής ένταξης σε ένα σταθερό σύνολο. Οι άνθρωποι εισέρχονται σε -και εξέρχονται από- ένα εργασιακό περιβάλλον με επιφανειακό τρόπο, περιοριζόμενοι σε μια προσωπική τους υλική και ψυχική εξασφάλιση, χωρίς να δημιουργούν σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Ακόμα και στις μικρομεσαίες ή πιο πολυπληθείς επιχειρήσεις, όπου η ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων των μισθωτών και των διευθυντών σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας για την ανάδυση μια κοινής ταυτότητας ή μιας πολιτικής συνείδησης, δε δημιουργείται στις περισσότερες περιπτώσεις καμία ατμόσφαιρα συλλογικότητας ούτε αναπτύσσεται κάποια κοινή στάση απέναντι στα προβλήματα που εμφανίζονται. Και το σημαντικότερο: από τη στιγμή που η εργασία θεσμίζεται και αξιολογείται σύμφωνα, όχι με τα προσόντα, τη μαστοριά ή την γνωσιακό επίπεδο, αλλά με την κινητικότητα και την εκμάθηση δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι δε διαθέτουν πια κάτι σταθερό να πουλήσουν ως εργασιακή δύναμη και να διαπραγματευτούν τις συνθήκες στις οποίες θα δουλεύουν.
Έκφανση αυτής της ανθρωπολογικής αδυναμίας να κοινωνικοποιηθούν θετικά οι εργαζόμενοι, αποτελεί και η συντριπτική -αλλά ομιχλώδης ιδεολογικά- κριτική στις παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γιατί, μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχει αναδυθεί εδώ στην Ελλάδα μια σωστή πολιτική κριτική από τα κάτω στη γραφειοκρατία και να έχουν δημιουργηθεί πρωτοβάθμια σωματεία και αντίστοιχες οριζόντιες συλλογικότητες που κάνουν σημαντική δουλειά, ωστόσο για ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων η απόρριψη των συνδικαλιστικών ενώσεων δε στηρίζεται σε κάποια δημοκρατικού περιεχομένου πολιτικά επιχειρήματα, αλλά περισσότερο συμβαδίζει με τη γενικότερη απαξίωση -είτε αυτή εκδηλώνεται ρητά είτε όχι- κάθε έννοιας συλλογικότητας και με την υποχώρηση της ανάγκης να ασχολούνται καθημερινά με τα κοινά.
Γι’ αυτό και σήμερα η αφήγηση της καθημερινής ζωής αντιστοιχεί πιο πολύ σε ένα άθροισμα και μια συλλογή ατομικών εμπειριών. Υπό αυτήν την έννοια, η εικόνα από τους χώρους δουλειάς αποκτά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν πιο πολύ σε χώρους μαζικής κατανάλωσης (όπως π.χ. τα εμπορικά κέντρα και τα ψώνια του ανώνυμου πλήθους), όχι μόνο όσον αφορά στους πελάτες αλλά και στο προσωπικό που εργάζεται σε αυτούς. Επόμενο είναι ότι στις νέες αυταρχικές συνθήκες, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις επιθέσεις των κυβερνήσεων και των εργοδοτών περισσότερο ως μισθολογική απώλεια και προσωπική δυστυχία, παρά ως ένα συνολικότερο δομικό μετασχηματισμό των δικαιωμάτων τους και των εργασιακών σχέσεων. Νιώθουν εύθραυστοι και απροστάτευτοι, αδυνατώντας να προτάξουν μια σοβαρή συλλογική αντίσταση. Αντί να σκεφτούν και να δράσουν συλλογικά, εσωτερικεύουν τα αδιέξοδα αναπαράγοντας την απόγνωση και την ανασφάλεια. Πράγματι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δε συναντάμε ούτε τα στοιχειώδη αντανακλαστικά για τη δημιουργία ενός συλλογικού αγώνα που θα προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα την καταβολή των δεδουλευμένων ή την εξασφάλιση της πλήρους (και με ασφάλιση) απασχόλησης. Στην καλύτερη περίπτωση θα βρούμε πραγματικά αγωνιστικές διαθέσεις μόνο κατά την ύστατη στιγμή των μαζικών απολύσεων ή του κλεισίματος μιας εταιρίας, όταν δηλαδή το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί.
1 Κρίστοφερ Λας, Ο ελάχιστος εαυτός, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 21.
2 «Ο λόγος που αυτός ο παλιότερος τύπος κοινωνίας αποκλήθηκε “κοινωνία των παραγωγών” ήταν ότι τα μέλη της συνέπρατταν σε αυτήν πρωτίστως ως παραγωγοί...Ο τρόπος που η παρούσα κοινωνία πλάθει τα μέλη καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ανάγκη να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο του καταναλωτή, και ο κανόνας που η κοινωνία μας επιβάλλει στα μέλη της είναι αυτός της ικανότητας και της βούλησής τους να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφρ. Κ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 77.
3 Είτε στη φιλελεύθερη είτε στη μαρξιστική του εκδοχή.
4 «Η λέξη-κλειδί είναι “ευελιξία”. Αυτή η έννοια, που γίνεται όλο και πιο πολύ του συρμού, αναφέρεται σε ένα παιχνίδι πρόσληψης και απόλυσης με ελάχιστους κανόνες να το καθορίζουν αλλά και με την εξουσία της μονομερούς αλλαγής των κανόνων και ενώ το παιχνίδι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη...η προοπτική να οικοδομηθεί μια δια βίου ταυτότητα επί τη βάσει της εργασίας είναι, για την πλειονότητα των ανθρώπων, πέραν του κόσμου ετούτου» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός…, ό. π., σ. 87).
Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύεται στο 4ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα που κυκλοφορεί
Η εργασία υπό την κουλτούρα της κατανάλωσης
Αντί να σκεφτόμαστε την κατανάλωση ως αντίθετο της εργασίας, λες και οι δύο αυτές δραστηριότητες απαιτούν τελείως διαφορετικές νοητικές και συναισθηματικές ιδιότητες, πρέπει να τις δούμε ως δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας...Ο καταναλωτισμός είναι μόνον η άλλη όψη της υποβάθμισης της εργασίας -η εξάλειψη του παιγνιώδους στοιχείου και της δεξιοτεχνίας από τη διαδικασία της παραγωγής.
Κρίστοφερ Λας1
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστηρίζει ότι έχουμε εδώ και καιρό περάσει από την κοινωνία των παραγωγών σε αυτήν των καταναλωτών2. Θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε αυτό το σκεπτικό λέγοντας ότι: αν κάποτε το κυρίαρχο φαντασιακό επέβαλε την «απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων»3, οι συνθήκες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προώθησαν το μοτίβο της «απεριόριστης ανάπτυξης των καταναλωτικών δυνατοτήτων». Αυτός ο μετασχηματισμός, που εξυπηρετήθηκε εκπληκτικά από την εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας, τη διαφημιστική βιομηχανία και την αντίστοιχη προσαρμογή των εκπαιδευτικών θεσμών, έχει τεράστιας σημασίας συνέπειες για την εργασιακή ζωή των ανθρώπων.
Μπορεί μια τέτοιου είδους συζήτηση να ξεκινά από τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τις διαφημίσεις, το νέο μάνατζμεντ, τις εταιρίες υπηρεσιών ή προώθησης του σύγχρονου life style κ.λπ., ωστόσο θα δούμε ότι ορισμένα από αυτά τα στοιχεία αλλοτρίωσης καθίστανται κυρίαρχα -με μια νέα σημασία τώρα- σε ολοένα και περισσότερα κομμάτια της κοινωνίας. Κατ’ αρχάς, το ίδιο το παραγωγικό προϊόν εξυπηρετεί σήμερα κυρίως τις βραχυπρόθεσμες ορέξεις ενός αδηφάγου καταναλωτικού κοινού. Είτε πρόκειται για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας (gadgets) είτε για παροχή υπηρεσιών, η παραγωγική διαδικασία σέρνεται πίσω από την ουρά των συνεχώς -και με (εκ)πληκτική ταχύτητα- κατασκευαζόμενων επιθυμιών. Σήμερα, έχουμε ξεπεράσει την καθιερωμένη στον καπιταλισμό ξένωση των ανθρώπων που προκύπτει από τις μεθόδους εργασίας και τον έλεγχο της παραγωγής. Πλέον και το ίδιο το περιεχόμενο και το αντικείμενο της παραγωγής πολλές φορές αποσυντίθεται. Στους τομείς της τεχνολογίας αιχμής και της καινοτομίας, μια επιχείρηση μπορεί πλέον να μην ορίζεται από το τι παράγει αλλά από το ποιον τομέα αναγκών ή επιθυμιών επέλεξε να καλύψει με τις «υπηρεσίες» της. Δε μετράει πια το τι προσφέρει αλλά το να μπορεί να ανταποκρίνεται στις νέες επιθυμίες όταν αυτές γεννιούνται ή προπαγανδίζονται. Σε αυτό το περιβάλλον, ένας εργαζόμενος ξεκινά πολλές φορές να εργάζεται κάπου χωρίς να μπορεί να ελέγξει τι θα κάνει μετά από λίγο καιρό ή να φανταστεί την εξέλιξή του σε ένα εργασιακό περιβάλλον. Έτσι, δύσκολα μπορεί να αφοσιωθεί στη «τέχνη του επαγγέλματος» ή να αποκτήσει ένα δεσμό με αυτό που κάνει. Αντί αυτού, του ζητείται να είναι προσαρμόσιμος στα νέα δεδομένα και να είναι σε θέση να αφομοιώνει συνεχώς νέες δεξιότητες. Η έννοια της μαστοριάς, της ομαδικότητας, της συναδελφικότητας, καθώς και η υπόσχεση για μια εργασιακή ταυτότητα υποχωρούν μπροστά στην κουλτούρα της «ευελιξίας»4.
Οι συνθήκες που επιβάλλει η ικανοποίηση των αναλώσιμων ανθρώπινων επιθυμιών διαμορφώνουν και την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το σύγχρονο εταιρικό περιβάλλον του «βραχυπρόθεσμου κέρδους» επιβάλλει μια αντίστοιχη βραχυπρόθεσμη χρήση των αγαθών και των υπηρεσιών. Μια ανούσια τεχνολογική -ή ακόμα και αισθητική- λεπτομέρεια θα διαφημιστεί επιτυχώς ως η επιθυμητή καινοτομία ενώ τα προϊόντα κατασκευάζονται με τρόπο που να φθείρονται γρήγορα, ώστε να ανακυκλώνεται η παραγωγή. Πλέον η παραγωγική διαδικασία δε χρειάζεται επιμελή εργατικά χέρια να δουλέψουν με μεράκι αλλά πιο πολύ μια εφευρετική και πετυχημένη διαφημιστική προβολή για τα τυποποιημένα προϊόντα που κατασκευάζονται μέσω της αυτοματοποιημένης τεχνολογίας. Γι’ αυτό και η κατασκευαστική προχειρότητα και η τυποποίηση δεν προσφέρουν παρά «σκουπίδια» και αυξανόμενη ανεργία.
Παράλληλα, με την υποχώρηση της ηθικής της εργασίας και την επικράτηση των γρήγορων ρυθμών ζωής και της λατρείας του εφήμερου, οι άνθρωποι χάνουν το δεσμό με το αντικείμενο εργασίας τους ως μια συλλογική διαδικασία. Η εργασία παύει σιγά σιγά να προσφέρει το λεγόμενο κοινωνικό κύρος ως αναγνώριση της μαστοριάς και ανάδειξη της δημιουργικότητας -ακόμα και μέσα στα πλαίσια της γραφειοκρατικής πυραμίδας των επιχειρήσεων- και λειτουργεί περισσότερο ως μέσο για την απόκτηση μιας μισθολογικής αμοιβής που θα προσφέρει τη δυνατότητα κατανάλωσης. Η έννοια της καριέρας υποβαθμίζεται σε μια διαδικασία υπερνίκησης του άγχους της ανεργίας και εξασφάλισης μιας σχετικά ασφαλούς απασχολησιμότητας.
Η «απο-κοινωνικοποίηση» του εργασιακού βίου
Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση όλων αυτών είναι ότι η εργασία ολοένα και δυσκολεύεται να λειτουργήσει ως θεσμός μιας συνεκτικής κοινωνικοποίησης μεταξύ των συναδέλφων. Οι χώροι δουλειάς αδυνατούν να υλοποιήσουν την υπόσχεση μιας κοινωνικής ένταξης σε ένα σταθερό σύνολο. Οι άνθρωποι εισέρχονται σε -και εξέρχονται από- ένα εργασιακό περιβάλλον με επιφανειακό τρόπο, περιοριζόμενοι σε μια προσωπική τους υλική και ψυχική εξασφάλιση, χωρίς να δημιουργούν σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Ακόμα και στις μικρομεσαίες ή πιο πολυπληθείς επιχειρήσεις, όπου η ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων των μισθωτών και των διευθυντών σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας για την ανάδυση μια κοινής ταυτότητας ή μιας πολιτικής συνείδησης, δε δημιουργείται στις περισσότερες περιπτώσεις καμία ατμόσφαιρα συλλογικότητας ούτε αναπτύσσεται κάποια κοινή στάση απέναντι στα προβλήματα που εμφανίζονται. Και το σημαντικότερο: από τη στιγμή που η εργασία θεσμίζεται και αξιολογείται σύμφωνα, όχι με τα προσόντα, τη μαστοριά ή την γνωσιακό επίπεδο, αλλά με την κινητικότητα και την εκμάθηση δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι δε διαθέτουν πια κάτι σταθερό να πουλήσουν ως εργασιακή δύναμη και να διαπραγματευτούν τις συνθήκες στις οποίες θα δουλεύουν.
Έκφανση αυτής της ανθρωπολογικής αδυναμίας να κοινωνικοποιηθούν θετικά οι εργαζόμενοι, αποτελεί και η συντριπτική -αλλά ομιχλώδης ιδεολογικά- κριτική στις παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γιατί, μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχει αναδυθεί εδώ στην Ελλάδα μια σωστή πολιτική κριτική από τα κάτω στη γραφειοκρατία και να έχουν δημιουργηθεί πρωτοβάθμια σωματεία και αντίστοιχες οριζόντιες συλλογικότητες που κάνουν σημαντική δουλειά, ωστόσο για ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων η απόρριψη των συνδικαλιστικών ενώσεων δε στηρίζεται σε κάποια δημοκρατικού περιεχομένου πολιτικά επιχειρήματα, αλλά περισσότερο συμβαδίζει με τη γενικότερη απαξίωση -είτε αυτή εκδηλώνεται ρητά είτε όχι- κάθε έννοιας συλλογικότητας και με την υποχώρηση της ανάγκης να ασχολούνται καθημερινά με τα κοινά.
Γι’ αυτό και σήμερα η αφήγηση της καθημερινής ζωής αντιστοιχεί πιο πολύ σε ένα άθροισμα και μια συλλογή ατομικών εμπειριών. Υπό αυτήν την έννοια, η εικόνα από τους χώρους δουλειάς αποκτά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν πιο πολύ σε χώρους μαζικής κατανάλωσης (όπως π.χ. τα εμπορικά κέντρα και τα ψώνια του ανώνυμου πλήθους), όχι μόνο όσον αφορά στους πελάτες αλλά και στο προσωπικό που εργάζεται σε αυτούς. Επόμενο είναι ότι στις νέες αυταρχικές συνθήκες, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις επιθέσεις των κυβερνήσεων και των εργοδοτών περισσότερο ως μισθολογική απώλεια και προσωπική δυστυχία, παρά ως ένα συνολικότερο δομικό μετασχηματισμό των δικαιωμάτων τους και των εργασιακών σχέσεων. Νιώθουν εύθραυστοι και απροστάτευτοι, αδυνατώντας να προτάξουν μια σοβαρή συλλογική αντίσταση. Αντί να σκεφτούν και να δράσουν συλλογικά, εσωτερικεύουν τα αδιέξοδα αναπαράγοντας την απόγνωση και την ανασφάλεια. Πράγματι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δε συναντάμε ούτε τα στοιχειώδη αντανακλαστικά για τη δημιουργία ενός συλλογικού αγώνα που θα προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα την καταβολή των δεδουλευμένων ή την εξασφάλιση της πλήρους (και με ασφάλιση) απασχόλησης. Στην καλύτερη περίπτωση θα βρούμε πραγματικά αγωνιστικές διαθέσεις μόνο κατά την ύστατη στιγμή των μαζικών απολύσεων ή του κλεισίματος μιας εταιρίας, όταν δηλαδή το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί.
1 Κρίστοφερ Λας, Ο ελάχιστος εαυτός, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 21.
2 «Ο λόγος που αυτός ο παλιότερος τύπος κοινωνίας αποκλήθηκε “κοινωνία των παραγωγών” ήταν ότι τα μέλη της συνέπρατταν σε αυτήν πρωτίστως ως παραγωγοί...Ο τρόπος που η παρούσα κοινωνία πλάθει τα μέλη καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ανάγκη να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο του καταναλωτή, και ο κανόνας που η κοινωνία μας επιβάλλει στα μέλη της είναι αυτός της ικανότητας και της βούλησής τους να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφρ. Κ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 77.
3 Είτε στη φιλελεύθερη είτε στη μαρξιστική του εκδοχή.
4 «Η λέξη-κλειδί είναι “ευελιξία”. Αυτή η έννοια, που γίνεται όλο και πιο πολύ του συρμού, αναφέρεται σε ένα παιχνίδι πρόσληψης και απόλυσης με ελάχιστους κανόνες να το καθορίζουν αλλά και με την εξουσία της μονομερούς αλλαγής των κανόνων και ενώ το παιχνίδι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη...η προοπτική να οικοδομηθεί μια δια βίου ταυτότητα επί τη βάσει της εργασίας είναι, για την πλειονότητα των ανθρώπων, πέραν του κόσμου ετούτου» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός…, ό. π., σ. 87).
Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύεται στο 4ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα που κυκλοφορεί