Ο τυφώνας «Σάντι» ξεκίνησε στα μέσα του Οκτώβρη στην ανατολική Καραϊβική, σαν βαρομετρικό χαμηλό. Οι υψηλές θερμοκρασίες των θαλάσσιων υδάτων έδωσε μεγάλη δυναμική στο σύστημα και στις 24 Οκτώβρη μετατράπηκε σε τυφώνα στη περιοχή κάπου 500 χιλ. νότια της Τζαμάικα. Στη συνέχεια ακολούθησε τη διαδρομή προς τις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ.
Στην Καραϊβική η «Sandy» επέφερε μεγάλες καταστροφές. Στη Τζαμάικα, στη Δομινικανική Δημοκρατία, στη Κούβα και κυρίως στην Αϊτή. Μετά από μια βδομάδα από το πέρασμά της φαίνεται καθαρά το μέγεθος της καταστροφής σε αυτές τις περιοχές.
Πέθαναν πάνω από 70 άνθρωποι εκ των οποίων οι 54 στην Αϊτή. Υπάρχουν ακόμα και αγνοούμενοι. Στη Τζαμάικα το 40% των δρόμων είναι αδιάβατοι και σε 3 επαρχίες καταστράφηκε όλη η γεωργική παραγωγή. Στο Σιαντάγκο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κούβας, ολόκληρες συνοικίες είναι διαλυμένες και 500.000 κάτοικοι δεν έχουν νερό και ρεύμα. Το 20% των σπιτιών στις πληγείσες περιοχές είναι ακατοίκητα. Η μεγαλύτερη καταστροφή εδώ και 50 χρόνια, σύμφωνα με τη Κυβέρνηση.
Αλλά χειρότερα από όλες αυτές τις περιοχές πλήγηκε η Αϊτή[1]. 20.000 μείνανε και πάλι άστεγοι και το 70% της σοδειάς στα νότια της χώρας καταστράφηκε. Ο υπεύθυνος για την ανθρωπιστική βοήθεια του ΟΗΕ στο νησί Nigel Fisher αναγκάσθηκε να δηλώσει: «το μέγεθος των καταστροφών είναι πολύ μεγάλο, αλλά δυστυχώς το διεθνές ενδιαφέρον πολύ μικρό», ενώ η διευθύντρια του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού «φοβάται ότι ασθένειες όπως η χολέρα πολύ γρήγορα θα γίνουν επιδημίες».
Τα διεθνή ΜΜΕ δεν ασχολούνται βέβαια με τα αποτελέσματα της «Σάντυ» στην Καραϊβική. Ασχολούνται περισσότερο με αυτά στις ανατολικές περιοχές των ΗΠΑ. Εδώ η διαχείρισή τους επιδρά στην τελική ευθεία των εκλογών για τον πρόεδρο. Μπορεί στη μέχρι πριν τη «Σάντυ» προεκλογική εκστρατεία των δύο υποψηφίων να μη λέχθηκε κάτι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μετά όμως τις καταστροφές στις ανατολικές ακτές και τους 90 νεκρούς Αμερικανούς, ο δήμαρχος της Ν. Υόρκης Bloomberg(μέχρι πρότινος ρεπουμπλικάνος) αναγκάσθηκε να δηλώσει: «το κλίμα μας αλλάζει και η υπερθέρμανση του πλανήτη οδηγεί σε ακραία καιρικά φαινόμενα». Πρότεινε δε στους Αμερικανούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν τον Ομπάμα, γιατί αυτός ενδιαφέρεται περισσότερο από τον Ρόμνεϊ για τη κλιματική αλλαγή.
Ο Ομπάμα πριν τη «Σάντυ» δεν είχε αναφερθεί καθόλου στην κλιματική αλλαγή. Τώρα όμως, αντιδρώντας στη δήλωση του Bloomberg, είπε: «η υπερθέρμανση είναι μια μεγάλη απειλή για το μέλλον των παιδιών μας. Έχουμε υποχρέωση απέναντί τους να κάνουμε κάτι ενάντια στην υπερθέρμανση».
Το 2009, στη Κοπεγχάγη, ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί ότι μέχρι το 2020 οι ΗΠΑ θα μείωναν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 17% σε σχέση με τις εκπομπές του 2005. Αλλά τον αντίστοιχο νόμο δε μπόρεσε να τον «περάσει» από το Κογκρέσο. Από τότε ο Ομπάμπα είχε υποβαθμίσει κατά πολύ το θέμα στην ατζέντα του. Εξάλλου δεν είναι δημοφιλές και στους ψηφοφόρους: σε μια έρευνα γνώμης στο τέλος Σεπτεμβρίου, το 87% θεωρούν σαν μεγαλύτερο πρόβλημα την οικονομική κατάσταση στη χώρα απαιτούν σαν πρώτη προτεραιότητα την «ανάπτυξη»( το μοντέλο της οποίας είναι και η βασική αιτία για την κλιματική αλλαγή). Η κλιματική αλλαγή ήταν προς το τέλος της λίστας των προβλημάτων, που πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Οι ρεπουμπλικάνοι από την άλλη πλευρά πιστεύουν ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής είναι κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ και δεν έχει σχέση με το «τεχνικό θερμοκήπιο» σαν αποτέλεσμα των κάθε μορφής καύσεων από τις ανθρώπινες οικονομικές και άλλες δραστηριότητες. Ο Ρόμνεϊ μάλιστα σε μια σύνοδο του ρεπουμπλικανικού κόμματος στο τέλος Αυγούστου είχε δηλώσει ειρωνικά: « Ο Ομπάμα υποσχέθηκε κάποτε ότι θα σταματήσει την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας για να σώσει τον πλανήτη. Εγώ υπόσχομαι να βοηθήσω εσάς και τις οικογένειές σας». Πόνταρε στην ανησυχία των Αμερικανών εργαζόμενων που είναι πολύ μεγαλύτερη για την ανεργία, παρά για τη κλιματική αλλαγή.
Η οικονομική ελίτ βέβαια «τρίβει τα χέρια της» με τέτοιες καταστροφές. «Ανοίγουν πόρτες» για τις εταιρείες και τους «επενδυτές», που τις βλέπουν σαν ευκαιρίες πραγματοποίησης μεγάλων κερδών.
[1] Η Αϊτή ζει εδώ και δεκαετίες μια ανθρωπιστική καταστροφή. Μετά τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Ιανουαρίου του 2010, υποτίθεται ότι με τη διεθνή βοήθεια θα βελτιωνόταν η κατάσταση. Θα βοηθούσαν σε αυτό 10 δις. δολ της βοήθειας για τη κατασκευή σπιτιών για τους άστεγους, τη βελτίωση των υποδομών της χώρας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Τρία χρόνια μετά η «Σάντυ» αποδεικνύει: τίποτα δεν άλλαξε για το 80% του πληθυσμού. Οι κερδισμένοι της διεθνούς βοήθειας είναι οι ξένες εταιρείες και επενδυτές καθώς και η ντόπια οικονομική ελίτ. Αυτοί κατασκευάζουν αεροδρόμια, δρόμους εργοστάσια κ.λπ. χωρίς να φορολογούνται ούτε για τα υλικά ούτε για τα μηχανήματα που εισάγουν για αυτό το σκοπό.
Στην ατζέντα της κυβέρνησης υπάρχουν μόνο οι στόχοι για δημιουργία καλού επιχειρηματικού κλίματος, για το άνοιγμα των αγορών και την αύξηση των κερδών. Για την επίτευξη αυτών των στόχων βοηθούν πολύ καλά οι καταστροφές αυτές, γιατί «ανοίγουν πόρτες» για τους επενδυτές, που τις βλέπουν σαν ευκαιρίες πραγματοποίησης μεγάλων κερδών. Για τους απλούς ανθρώπους και την επιβίωσή τους μένουν μόνο οι προσπάθειες των ξένων μη κυβερνητικών οργανώσεων, που έχουν να αντιμετωπίσουν όμως μια στρατιά γραφειοκρατών και διεφθαρμένων «ενδιάμεσων».
Στην Καραϊβική η «Sandy» επέφερε μεγάλες καταστροφές. Στη Τζαμάικα, στη Δομινικανική Δημοκρατία, στη Κούβα και κυρίως στην Αϊτή. Μετά από μια βδομάδα από το πέρασμά της φαίνεται καθαρά το μέγεθος της καταστροφής σε αυτές τις περιοχές.
Πέθαναν πάνω από 70 άνθρωποι εκ των οποίων οι 54 στην Αϊτή. Υπάρχουν ακόμα και αγνοούμενοι. Στη Τζαμάικα το 40% των δρόμων είναι αδιάβατοι και σε 3 επαρχίες καταστράφηκε όλη η γεωργική παραγωγή. Στο Σιαντάγκο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κούβας, ολόκληρες συνοικίες είναι διαλυμένες και 500.000 κάτοικοι δεν έχουν νερό και ρεύμα. Το 20% των σπιτιών στις πληγείσες περιοχές είναι ακατοίκητα. Η μεγαλύτερη καταστροφή εδώ και 50 χρόνια, σύμφωνα με τη Κυβέρνηση.
Αλλά χειρότερα από όλες αυτές τις περιοχές πλήγηκε η Αϊτή[1]. 20.000 μείνανε και πάλι άστεγοι και το 70% της σοδειάς στα νότια της χώρας καταστράφηκε. Ο υπεύθυνος για την ανθρωπιστική βοήθεια του ΟΗΕ στο νησί Nigel Fisher αναγκάσθηκε να δηλώσει: «το μέγεθος των καταστροφών είναι πολύ μεγάλο, αλλά δυστυχώς το διεθνές ενδιαφέρον πολύ μικρό», ενώ η διευθύντρια του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού «φοβάται ότι ασθένειες όπως η χολέρα πολύ γρήγορα θα γίνουν επιδημίες».
Τα διεθνή ΜΜΕ δεν ασχολούνται βέβαια με τα αποτελέσματα της «Σάντυ» στην Καραϊβική. Ασχολούνται περισσότερο με αυτά στις ανατολικές περιοχές των ΗΠΑ. Εδώ η διαχείρισή τους επιδρά στην τελική ευθεία των εκλογών για τον πρόεδρο. Μπορεί στη μέχρι πριν τη «Σάντυ» προεκλογική εκστρατεία των δύο υποψηφίων να μη λέχθηκε κάτι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μετά όμως τις καταστροφές στις ανατολικές ακτές και τους 90 νεκρούς Αμερικανούς, ο δήμαρχος της Ν. Υόρκης Bloomberg(μέχρι πρότινος ρεπουμπλικάνος) αναγκάσθηκε να δηλώσει: «το κλίμα μας αλλάζει και η υπερθέρμανση του πλανήτη οδηγεί σε ακραία καιρικά φαινόμενα». Πρότεινε δε στους Αμερικανούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν τον Ομπάμα, γιατί αυτός ενδιαφέρεται περισσότερο από τον Ρόμνεϊ για τη κλιματική αλλαγή.
Ο Ομπάμα πριν τη «Σάντυ» δεν είχε αναφερθεί καθόλου στην κλιματική αλλαγή. Τώρα όμως, αντιδρώντας στη δήλωση του Bloomberg, είπε: «η υπερθέρμανση είναι μια μεγάλη απειλή για το μέλλον των παιδιών μας. Έχουμε υποχρέωση απέναντί τους να κάνουμε κάτι ενάντια στην υπερθέρμανση».
Το 2009, στη Κοπεγχάγη, ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί ότι μέχρι το 2020 οι ΗΠΑ θα μείωναν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 17% σε σχέση με τις εκπομπές του 2005. Αλλά τον αντίστοιχο νόμο δε μπόρεσε να τον «περάσει» από το Κογκρέσο. Από τότε ο Ομπάμπα είχε υποβαθμίσει κατά πολύ το θέμα στην ατζέντα του. Εξάλλου δεν είναι δημοφιλές και στους ψηφοφόρους: σε μια έρευνα γνώμης στο τέλος Σεπτεμβρίου, το 87% θεωρούν σαν μεγαλύτερο πρόβλημα την οικονομική κατάσταση στη χώρα απαιτούν σαν πρώτη προτεραιότητα την «ανάπτυξη»( το μοντέλο της οποίας είναι και η βασική αιτία για την κλιματική αλλαγή). Η κλιματική αλλαγή ήταν προς το τέλος της λίστας των προβλημάτων, που πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Οι ρεπουμπλικάνοι από την άλλη πλευρά πιστεύουν ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής είναι κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ και δεν έχει σχέση με το «τεχνικό θερμοκήπιο» σαν αποτέλεσμα των κάθε μορφής καύσεων από τις ανθρώπινες οικονομικές και άλλες δραστηριότητες. Ο Ρόμνεϊ μάλιστα σε μια σύνοδο του ρεπουμπλικανικού κόμματος στο τέλος Αυγούστου είχε δηλώσει ειρωνικά: « Ο Ομπάμα υποσχέθηκε κάποτε ότι θα σταματήσει την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας για να σώσει τον πλανήτη. Εγώ υπόσχομαι να βοηθήσω εσάς και τις οικογένειές σας». Πόνταρε στην ανησυχία των Αμερικανών εργαζόμενων που είναι πολύ μεγαλύτερη για την ανεργία, παρά για τη κλιματική αλλαγή.
Η οικονομική ελίτ βέβαια «τρίβει τα χέρια της» με τέτοιες καταστροφές. «Ανοίγουν πόρτες» για τις εταιρείες και τους «επενδυτές», που τις βλέπουν σαν ευκαιρίες πραγματοποίησης μεγάλων κερδών.
[1] Η Αϊτή ζει εδώ και δεκαετίες μια ανθρωπιστική καταστροφή. Μετά τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Ιανουαρίου του 2010, υποτίθεται ότι με τη διεθνή βοήθεια θα βελτιωνόταν η κατάσταση. Θα βοηθούσαν σε αυτό 10 δις. δολ της βοήθειας για τη κατασκευή σπιτιών για τους άστεγους, τη βελτίωση των υποδομών της χώρας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Τρία χρόνια μετά η «Σάντυ» αποδεικνύει: τίποτα δεν άλλαξε για το 80% του πληθυσμού. Οι κερδισμένοι της διεθνούς βοήθειας είναι οι ξένες εταιρείες και επενδυτές καθώς και η ντόπια οικονομική ελίτ. Αυτοί κατασκευάζουν αεροδρόμια, δρόμους εργοστάσια κ.λπ. χωρίς να φορολογούνται ούτε για τα υλικά ούτε για τα μηχανήματα που εισάγουν για αυτό το σκοπό.
Στην ατζέντα της κυβέρνησης υπάρχουν μόνο οι στόχοι για δημιουργία καλού επιχειρηματικού κλίματος, για το άνοιγμα των αγορών και την αύξηση των κερδών. Για την επίτευξη αυτών των στόχων βοηθούν πολύ καλά οι καταστροφές αυτές, γιατί «ανοίγουν πόρτες» για τους επενδυτές, που τις βλέπουν σαν ευκαιρίες πραγματοποίησης μεγάλων κερδών. Για τους απλούς ανθρώπους και την επιβίωσή τους μένουν μόνο οι προσπάθειες των ξένων μη κυβερνητικών οργανώσεων, που έχουν να αντιμετωπίσουν όμως μια στρατιά γραφειοκρατών και διεφθαρμένων «ενδιάμεσων».