…
Η γενεαλογία του τουρισμού χωρίς να το γνωρίζει
Η Ελλάδα, όπως το μαρτυρούν οι άπειρες γκραβούρες, οι άφθονες περιηγητικές αναφορές από τα «ταξίδια» διανοουμένων, αρχαιολατρών, τυχοδιωκτών, ιεραποστόλων και πάσης φύσεως αποστολών, ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης μέχρι και τον 19ο αιώνα, ήταν στο επίκεντρο της αναζήτησης ταυτότητας από πλευράς των εθνικών αστικών τάξεων στην Ευρώπη που ήταν υπό διαμόρφωση. Ο κλασικισμός, το κυρίαρχο ρεύμα που διαπερνούσε την Πολιτική, την Τέχνη, τη Φιλοσοφία και τις Επιστήμες, έβρισκε στις όποιες προσλαμβάνουσες, την αρχαία Ελλάδα σαν το λίκνο και την αφετηρία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Το ταξίδι στην Ελλάδα και η γνωριμία με τις αρχαιότητές της ήταν η βασική προϋπόθεση τμήματος της αστικής τάξης δίπλα σ’ αυτού της οικονομικής τάσης για να μπορεί να τεκμηριώσει τις προβολές της και για να μπει στα πρώιμα θινκ τανκ των κρατικών σχηματισμών. Ο ρομαντισμός, κυρίαρχο ρεύμα,αργότερα, για τη συγκρότηση εθνικών κρατών (αν εξαιρέσουμε την μακρινή και πρώιμη Αγγλία η οποία στήριξε τον κρατικό της προορισμό κυρίως μέσω της αποικιοκρατίας) στηρίχτηκε στην αρχαία κλασική λογοτεχνία, φιλοσοφία και ιστορία, φορμαλιστικά και από άποψη έμπνευσης περιεχομένου. Έτσι, ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον αναπτύχθηκε έχοντας ως όχημα το ταξίδι και την επιτόπια έρευνα. Από κει και οι πρώτες αρχαιολογικές αποστολές οι οποίες λεηλάτησαν με τη βοήθεια των τοπικών αρχών τις ελληνικές αρχαιότητες μέχρι να καθιερωθούν ως οι αποκλειστικοί παράγοντες αργότερα για την ανάδειξή τους στην Ελλάδα. Σε όλα τα αρχαιολογικά ευρωπαϊκά μουσεία, η ύπαρξη ελληνικών αρχαιοτήτων υποδηλώνει όλη αυτήν την τάση και τη δίψα για ταυτοποίηση από τη μια αλλά και μια σοβαρή τάση κατάκτησης και νέας «διαχείρισης» της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Οι αρχαιότητες για την αστική τάξη μέχρι και το 1950-60, εποχή διεύρυνσης του δικαιώματος στη σχόλη (θερινές άδειες) της εργατοϋπαλληλικής τάξης της ανεπτυγμένης Ευρώπης, ήταν ο βασικός πυλώνας ενδιαφερόντων για το ταξίδι «αλλού». Από κει και το ρεύμα του φιλελληνισμού που ήταν και το εδάφιο για να δημιουργηθεί ένας δίαυλος που συνδύαζε το αυθεντικό ενδιαφέρον, την πολιτικής εξάρτηση και οικονομική διείσδυση μέσω δανείων, με πρώτο αυτό που αφορούσε το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1930. Την «ανεξαρτησία» του ελληνικού κράτους.
Το νέο τουριστικό υποκείμενο και η αναζήτηση της χαμένης ελληνικότητας: μια συνάντηση που δεν έγινε
Έτσι, πριν το «Κορίτσια στον ήλιο» και την αέναη εισροή ξανθού και λευκού πληθυσμού από την Ευρώπη το θέρος, έχουμε τις αρχαιότητες ως προορισμό δίπλα στο αντιπροσωπευτικό μεσογειακό κλίμα και το ενδιαφέρον για την καθυστερημένη Ελλάδα και τους Έλληνες, τα περίεργα αυτά ζώα που συνεχίζουν να έχουν ένα τρόπο ζωής διαφορετικό, παρόλη την «μεγαλειώδη Ιστορία τους». Οι προαναφερόμενες δεκαετίες 1950-60 θα είναι καθοριστικές στην αλλαγή του περιεχομένου του ταξιδιωτικού προορισμού αλλά και στην αλλαγή του υποκειμένου του. Το υποκείμενο διευρύνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο αλλαγών που αργότερα καταφθάνει και στην Ελλάδα, ενώ για την Ελλάδα το’ 60 είναι η περίοδος που σημαντικό τμήμα της διανόησης (Σεφέρης, Ελύτης, Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Πικιώνης, Κωνσταντινίδης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Μόραλης, Καπράλος, κλπ) αναζητά χωρίς δικαίωση, μια άλλη ελληνικότητα μακριά και πέρα από τις αφηγήσεις των ελλήνων «ρομαντικών». Γι’ αυτό και δεν μπορούν να συνδεθούν τα δυο ρεύματα. Το μεν πρώτο, εκ δυσμάς, επαρμένο και από οικολογικές ευαισθησίες, αλλοδαπό και πολιτισμικά κυρίαρχο, κυρίως νεολαιίστικο αναζητά την επαφή με τη φύση και τον έρωτα πλημμυρίζοντας τα ελληνικά νησιά με την παρουσία του, αργότερα το 1970 έως το 80, ενώ το δεύτερο της «χαμένης ελληνικότητας» έχει ήδη χάσει σε μια πάμφτωχη Ελλάδα, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, με μια βιομηχανία που έχει απλωθεί με κίνητρα (π.χ. το φάγωμα των αποθεματικών των Ταμείων Ασφάλισης) καταστρέφοντας λίγο-λίγο το ελληνικό τοπίο, με μια νέα μετανάστευση προς όλες τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες της Υφηλίου και με τις αναφαινόμενες τάσεις αστυφιλίας που δημιουργούν την Αθήνα-τερατούπολη. Χιλιάδες ταινίες που παρουσιάζουν τις ξεχωριστές τοπικότητες της Ελλάδας εκείνη την περίοδο παράγονται ενώ ξεκινούν και οι πρώτες συγκροτημένες καταγραφές εθίμων, δημοτικών τραγουδιών κλπ., μια πρώιμη λαογραφία που αργότερα θα μπορούσε να στηθεί τόσο για την εξυπηρέτηση του εθνικού κορμού όσο και για την μετέπειτα μεταμοντέρνα πώληση «εδωδίμων και αποικιακών» προϊόντων. Ο τουρίστας με το σακίδιο που βουτάει τα γένια του στο καρπούζι, περιπατητής, με το αντίσκηνο για το βράδυ, που τη «βγάζει με ντομάτα και τυρί» είναι εκείνη την εποχή το στερεότυπο του διευρυμένου τουριστικού υποκειμένου που δημιουργεί πρότυπα. Αργότερα στην πιο καταναλωτική του εκδοχή που παρουσιάζουν οι ελληνικές τουριστικές ταινίες του 1960-70, συμπορεύεται με τον ακριβό τουρισμό του jet-set για άραβες μεγιστάνες, κροίσους και αστέρια του κινηματογραφικού θεάματος σε πολύ συγκεκριμένους και περιγεγραμμένους τόπους (πχ. Ύδρα, Μύκονος κλπ.). Τότε γεννιέται και ο τύπος του γκρικ λάβερ και της μάνας του που πουλάει στις ταβέρνες παστίτσιο και μουσακά. Αυτή είναι και η εποχή που πλέον πιο σοβαρά και ύστερα από την διεύρυνση μετοίκισης πολλών δυτικών και βορείων στην ελληνική περιφέρεια (σοβαρό δείγμα της αύξησης του ενδιαφέροντος), ξεκινάει ο τουρισμός ως μια κεντρική επιλογή του κράτους (χαρακτηριστικό της εποχής είναι η δημιουργία περισσότερων γραφείων, τουριστικής αστυνομίας και το χτίσιμο των ΞΕΝΙΑ) αλλά και αποκλειστική οικονομική επιλογή του μεγάλου παράλιου και νησιωτικού τμήματος της χώρας. Η ανάπτυξη του κοινωνικού τουρισμού στην Ευρώπη και πολύ αργότερα το 1990-2000 ως καρικατούρα στην Ελλάδα ανοίγει πλέον και τη δυνατότητα ίδρυσης γραφείων με τα πακέτα τουρισμού μέχρι και τα περίφημα διακοπο-δάνεια. Η θέσμιση και των θερινών αδειών για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης μετά το ‘70, δίνει και τη δυνατότητα του ανοίγματος ενός νέου πεδίου οικονομικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει την οικοδομική ανάπτυξη της τουριστικής υποδομής (ξενοδοχεία, ρουμς του λετ, διασκέδαση-επισιτισμός, εμπόριο κλπ) και του μόνιμου παραθερισμού, δηλαδή την επέκταση της δόμησης με μόνιμες εξοχικές κατοικίες. Αυτό όμως που πλέον αρχίζει και διαφαίνεται είναι η αλλαγή προτύπων με το καταναλωτικό να ξεπερνά το, ας πούμε «μορφωτικό» και «περιηγητικό». Δημιουργούνται όλο και πιο μόνιμες εστίες κατανάλωσης της φύσης με υποκατάστατα όλο και πιο βασισμένα στο αστικό τοπίο. Από τη χούντα η οποία στήριξε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της στην οικοδομική επέκταση και μέχρι σήμερα με την κρίση, παγιώνεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό ο τουρισμός ως η βιομηχανία των ατομικών τέρψεων. Από κει και μετά καθιερώνεται το «όλα για τον τουρίστα» μέχρι το «χαμογελάτε» της πάλαι ποτέ γιγαντοαφίσας-διαφήμισης του ΕΟΤ και της οριστικής ενσωμάτωσης των Υπουργείων Τουρισμού και Πολιτισμού λίγο πριν την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης. Έτσι καθιερώνεται το πρότυπο του πρωτοκοσμικού αστού τουρίστα που επιθυμεί ένα επίπεδο αστικής κατανάλωσης σε ένα μη αστικό τοπίο που ολοένα και διαμορφώνεται πολύ γρήγορα αφού «η αγορά τρέχει», σαν τέτοιο για λογαριασμό του. Έτσι αποκτά από κείνη την περίοδο ραγδαία ένα πολύ σημαντικό τμήμα της Ελλάδας τουριστική συνείδηση, όταν η τοπική οικονομία της συνδέεται απόλυτα με τον τουρισμό και ο τουρισμός αποτελεί τον προνομιακό χώρο και χρόνο της καθημερινής προσδοκίας του μισθωτού και του επαγγελματία.
Συμπερασματικά:
Η εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής που χαρακτήριζε μέχρι τότε τις κοινωνίες αυτές, τις μετέπειτα τουριστικές ζώνες, ήταν το μεγάλο βήμα για την οικονομική τους ανάπτυξη δίπλα στην υιοθέτηση προτύπων αστικής ζωής. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός περνούσε μέσα από την καπιταλιστική ανάπτυξη, γεγονός που σήμαινε: υποβάθμιση του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα και ανάπτυξη της τριτογενούς τουριστικής υπηρεσίας-οικοδομής (με την ανάπτυξη των συμπαρομαρτούντων ρίαλ εστέιτ-τουριστικών γραφείων-οικοδομικών επιχειρήσεων) , την ανάπτυξη μιας τουριστικής πολιτικής (που στο σύνολο των θεσμών της θα επέκτεινε αυτήν την τάση καταπατώντας κάθε κανονιστική διάταξη που ενέτασσε την πρωτογενή παραγωγή, τον περιορισμό της δόμησης και του σχεδίου πόλης, την ανάδειξη της ιδιαίτερης εθνικής φυσιογνωμίας μέσω της αρχιτεκτονικής, της Ιστορικής, περιβαλλοντικής φυσιογνωμίας και σ’ αυτό κινήθηκαν οι βασικοί παράγοντες της Πολεοδομίας και της Χωροταξίας) και τη διεύρυνση της επιβολής ενός καταναλωτικού μοντέλου μέσω της εμπορευματοποίησης των ελεύθερου χρόνου και της δημιουργίας ενός νέου οικονομικού κύκλου γύρω από αυτόν.
Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της εισήγησης «Η φυσιογνωμία της Αίγινας», του Γιώργου Κυριακού για τη συλλογικότητα "πολιτικό καφενείο Αίγινας".
Η γενεαλογία του τουρισμού χωρίς να το γνωρίζει
Η Ελλάδα, όπως το μαρτυρούν οι άπειρες γκραβούρες, οι άφθονες περιηγητικές αναφορές από τα «ταξίδια» διανοουμένων, αρχαιολατρών, τυχοδιωκτών, ιεραποστόλων και πάσης φύσεως αποστολών, ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης μέχρι και τον 19ο αιώνα, ήταν στο επίκεντρο της αναζήτησης ταυτότητας από πλευράς των εθνικών αστικών τάξεων στην Ευρώπη που ήταν υπό διαμόρφωση. Ο κλασικισμός, το κυρίαρχο ρεύμα που διαπερνούσε την Πολιτική, την Τέχνη, τη Φιλοσοφία και τις Επιστήμες, έβρισκε στις όποιες προσλαμβάνουσες, την αρχαία Ελλάδα σαν το λίκνο και την αφετηρία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Το ταξίδι στην Ελλάδα και η γνωριμία με τις αρχαιότητές της ήταν η βασική προϋπόθεση τμήματος της αστικής τάξης δίπλα σ’ αυτού της οικονομικής τάσης για να μπορεί να τεκμηριώσει τις προβολές της και για να μπει στα πρώιμα θινκ τανκ των κρατικών σχηματισμών. Ο ρομαντισμός, κυρίαρχο ρεύμα,αργότερα, για τη συγκρότηση εθνικών κρατών (αν εξαιρέσουμε την μακρινή και πρώιμη Αγγλία η οποία στήριξε τον κρατικό της προορισμό κυρίως μέσω της αποικιοκρατίας) στηρίχτηκε στην αρχαία κλασική λογοτεχνία, φιλοσοφία και ιστορία, φορμαλιστικά και από άποψη έμπνευσης περιεχομένου. Έτσι, ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον αναπτύχθηκε έχοντας ως όχημα το ταξίδι και την επιτόπια έρευνα. Από κει και οι πρώτες αρχαιολογικές αποστολές οι οποίες λεηλάτησαν με τη βοήθεια των τοπικών αρχών τις ελληνικές αρχαιότητες μέχρι να καθιερωθούν ως οι αποκλειστικοί παράγοντες αργότερα για την ανάδειξή τους στην Ελλάδα. Σε όλα τα αρχαιολογικά ευρωπαϊκά μουσεία, η ύπαρξη ελληνικών αρχαιοτήτων υποδηλώνει όλη αυτήν την τάση και τη δίψα για ταυτοποίηση από τη μια αλλά και μια σοβαρή τάση κατάκτησης και νέας «διαχείρισης» της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Οι αρχαιότητες για την αστική τάξη μέχρι και το 1950-60, εποχή διεύρυνσης του δικαιώματος στη σχόλη (θερινές άδειες) της εργατοϋπαλληλικής τάξης της ανεπτυγμένης Ευρώπης, ήταν ο βασικός πυλώνας ενδιαφερόντων για το ταξίδι «αλλού». Από κει και το ρεύμα του φιλελληνισμού που ήταν και το εδάφιο για να δημιουργηθεί ένας δίαυλος που συνδύαζε το αυθεντικό ενδιαφέρον, την πολιτικής εξάρτηση και οικονομική διείσδυση μέσω δανείων, με πρώτο αυτό που αφορούσε το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1930. Την «ανεξαρτησία» του ελληνικού κράτους.
Το νέο τουριστικό υποκείμενο και η αναζήτηση της χαμένης ελληνικότητας: μια συνάντηση που δεν έγινε
Έτσι, πριν το «Κορίτσια στον ήλιο» και την αέναη εισροή ξανθού και λευκού πληθυσμού από την Ευρώπη το θέρος, έχουμε τις αρχαιότητες ως προορισμό δίπλα στο αντιπροσωπευτικό μεσογειακό κλίμα και το ενδιαφέρον για την καθυστερημένη Ελλάδα και τους Έλληνες, τα περίεργα αυτά ζώα που συνεχίζουν να έχουν ένα τρόπο ζωής διαφορετικό, παρόλη την «μεγαλειώδη Ιστορία τους». Οι προαναφερόμενες δεκαετίες 1950-60 θα είναι καθοριστικές στην αλλαγή του περιεχομένου του ταξιδιωτικού προορισμού αλλά και στην αλλαγή του υποκειμένου του. Το υποκείμενο διευρύνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο αλλαγών που αργότερα καταφθάνει και στην Ελλάδα, ενώ για την Ελλάδα το’ 60 είναι η περίοδος που σημαντικό τμήμα της διανόησης (Σεφέρης, Ελύτης, Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Πικιώνης, Κωνσταντινίδης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Μόραλης, Καπράλος, κλπ) αναζητά χωρίς δικαίωση, μια άλλη ελληνικότητα μακριά και πέρα από τις αφηγήσεις των ελλήνων «ρομαντικών». Γι’ αυτό και δεν μπορούν να συνδεθούν τα δυο ρεύματα. Το μεν πρώτο, εκ δυσμάς, επαρμένο και από οικολογικές ευαισθησίες, αλλοδαπό και πολιτισμικά κυρίαρχο, κυρίως νεολαιίστικο αναζητά την επαφή με τη φύση και τον έρωτα πλημμυρίζοντας τα ελληνικά νησιά με την παρουσία του, αργότερα το 1970 έως το 80, ενώ το δεύτερο της «χαμένης ελληνικότητας» έχει ήδη χάσει σε μια πάμφτωχη Ελλάδα, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, με μια βιομηχανία που έχει απλωθεί με κίνητρα (π.χ. το φάγωμα των αποθεματικών των Ταμείων Ασφάλισης) καταστρέφοντας λίγο-λίγο το ελληνικό τοπίο, με μια νέα μετανάστευση προς όλες τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες της Υφηλίου και με τις αναφαινόμενες τάσεις αστυφιλίας που δημιουργούν την Αθήνα-τερατούπολη. Χιλιάδες ταινίες που παρουσιάζουν τις ξεχωριστές τοπικότητες της Ελλάδας εκείνη την περίοδο παράγονται ενώ ξεκινούν και οι πρώτες συγκροτημένες καταγραφές εθίμων, δημοτικών τραγουδιών κλπ., μια πρώιμη λαογραφία που αργότερα θα μπορούσε να στηθεί τόσο για την εξυπηρέτηση του εθνικού κορμού όσο και για την μετέπειτα μεταμοντέρνα πώληση «εδωδίμων και αποικιακών» προϊόντων. Ο τουρίστας με το σακίδιο που βουτάει τα γένια του στο καρπούζι, περιπατητής, με το αντίσκηνο για το βράδυ, που τη «βγάζει με ντομάτα και τυρί» είναι εκείνη την εποχή το στερεότυπο του διευρυμένου τουριστικού υποκειμένου που δημιουργεί πρότυπα. Αργότερα στην πιο καταναλωτική του εκδοχή που παρουσιάζουν οι ελληνικές τουριστικές ταινίες του 1960-70, συμπορεύεται με τον ακριβό τουρισμό του jet-set για άραβες μεγιστάνες, κροίσους και αστέρια του κινηματογραφικού θεάματος σε πολύ συγκεκριμένους και περιγεγραμμένους τόπους (πχ. Ύδρα, Μύκονος κλπ.). Τότε γεννιέται και ο τύπος του γκρικ λάβερ και της μάνας του που πουλάει στις ταβέρνες παστίτσιο και μουσακά. Αυτή είναι και η εποχή που πλέον πιο σοβαρά και ύστερα από την διεύρυνση μετοίκισης πολλών δυτικών και βορείων στην ελληνική περιφέρεια (σοβαρό δείγμα της αύξησης του ενδιαφέροντος), ξεκινάει ο τουρισμός ως μια κεντρική επιλογή του κράτους (χαρακτηριστικό της εποχής είναι η δημιουργία περισσότερων γραφείων, τουριστικής αστυνομίας και το χτίσιμο των ΞΕΝΙΑ) αλλά και αποκλειστική οικονομική επιλογή του μεγάλου παράλιου και νησιωτικού τμήματος της χώρας. Η ανάπτυξη του κοινωνικού τουρισμού στην Ευρώπη και πολύ αργότερα το 1990-2000 ως καρικατούρα στην Ελλάδα ανοίγει πλέον και τη δυνατότητα ίδρυσης γραφείων με τα πακέτα τουρισμού μέχρι και τα περίφημα διακοπο-δάνεια. Η θέσμιση και των θερινών αδειών για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης μετά το ‘70, δίνει και τη δυνατότητα του ανοίγματος ενός νέου πεδίου οικονομικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει την οικοδομική ανάπτυξη της τουριστικής υποδομής (ξενοδοχεία, ρουμς του λετ, διασκέδαση-επισιτισμός, εμπόριο κλπ) και του μόνιμου παραθερισμού, δηλαδή την επέκταση της δόμησης με μόνιμες εξοχικές κατοικίες. Αυτό όμως που πλέον αρχίζει και διαφαίνεται είναι η αλλαγή προτύπων με το καταναλωτικό να ξεπερνά το, ας πούμε «μορφωτικό» και «περιηγητικό». Δημιουργούνται όλο και πιο μόνιμες εστίες κατανάλωσης της φύσης με υποκατάστατα όλο και πιο βασισμένα στο αστικό τοπίο. Από τη χούντα η οποία στήριξε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της στην οικοδομική επέκταση και μέχρι σήμερα με την κρίση, παγιώνεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό ο τουρισμός ως η βιομηχανία των ατομικών τέρψεων. Από κει και μετά καθιερώνεται το «όλα για τον τουρίστα» μέχρι το «χαμογελάτε» της πάλαι ποτέ γιγαντοαφίσας-διαφήμισης του ΕΟΤ και της οριστικής ενσωμάτωσης των Υπουργείων Τουρισμού και Πολιτισμού λίγο πριν την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης. Έτσι καθιερώνεται το πρότυπο του πρωτοκοσμικού αστού τουρίστα που επιθυμεί ένα επίπεδο αστικής κατανάλωσης σε ένα μη αστικό τοπίο που ολοένα και διαμορφώνεται πολύ γρήγορα αφού «η αγορά τρέχει», σαν τέτοιο για λογαριασμό του. Έτσι αποκτά από κείνη την περίοδο ραγδαία ένα πολύ σημαντικό τμήμα της Ελλάδας τουριστική συνείδηση, όταν η τοπική οικονομία της συνδέεται απόλυτα με τον τουρισμό και ο τουρισμός αποτελεί τον προνομιακό χώρο και χρόνο της καθημερινής προσδοκίας του μισθωτού και του επαγγελματία.
Συμπερασματικά:
Η εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής που χαρακτήριζε μέχρι τότε τις κοινωνίες αυτές, τις μετέπειτα τουριστικές ζώνες, ήταν το μεγάλο βήμα για την οικονομική τους ανάπτυξη δίπλα στην υιοθέτηση προτύπων αστικής ζωής. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός περνούσε μέσα από την καπιταλιστική ανάπτυξη, γεγονός που σήμαινε: υποβάθμιση του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα και ανάπτυξη της τριτογενούς τουριστικής υπηρεσίας-οικοδομής (με την ανάπτυξη των συμπαρομαρτούντων ρίαλ εστέιτ-τουριστικών γραφείων-οικοδομικών επιχειρήσεων) , την ανάπτυξη μιας τουριστικής πολιτικής (που στο σύνολο των θεσμών της θα επέκτεινε αυτήν την τάση καταπατώντας κάθε κανονιστική διάταξη που ενέτασσε την πρωτογενή παραγωγή, τον περιορισμό της δόμησης και του σχεδίου πόλης, την ανάδειξη της ιδιαίτερης εθνικής φυσιογνωμίας μέσω της αρχιτεκτονικής, της Ιστορικής, περιβαλλοντικής φυσιογνωμίας και σ’ αυτό κινήθηκαν οι βασικοί παράγοντες της Πολεοδομίας και της Χωροταξίας) και τη διεύρυνση της επιβολής ενός καταναλωτικού μοντέλου μέσω της εμπορευματοποίησης των ελεύθερου χρόνου και της δημιουργίας ενός νέου οικονομικού κύκλου γύρω από αυτόν.
Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της εισήγησης «Η φυσιογνωμία της Αίγινας», του Γιώργου Κυριακού για τη συλλογικότητα "πολιτικό καφενείο Αίγινας".