«Ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα»
Του Κώστα Καπνίση
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει επικρατήσει στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας μια πραγματικά «λαϊκίστικη» άποψη και συμπεριφορά σε ότι αφορά το δίπτυχο δικαιώματα – υποχρεώσεις. Όπως κάθε φυσικό φαινόμενο έχει και αυτό την εξήγησή του. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες(λίγες) φωνές πραγματικά ανήσυχες είτε βρισκόμασταν σε περιόδους «ευημερίας» είτε ισχνών αγελάδων πάντα έβαζαν το καίριο ερώτημα: «Για να έχει κάποιος δικαιώματα πρέπει να είναι άξιος για αυτά;». Τα τρία τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει να ακούγεται στον δημόσιο διάλογο το επιχείρημα της συλλογικής ευθύνης, το όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι φταίμε για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Αυτό το «όλοι», το «τσουβάλιασμα», ακούγεται τόσο φασιστικό και απεχθές που φτάνει στο επίπεδο καταρχάς της γελοιότητας.
Είναι παραδεκτό όμως ότι ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής, το καταναλωτικό πρότυπο που επικράτησε, η ανασφάλεια που πάντα νιώθουμε ως άνθρωποι για το πως φαινόμαστε στα μάτια των άλλων, η ιδεολογική σύγχυση που οφείλεται στην προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε και στη δική μας έλλειψη κριτικού πνεύματος, η μέτρια ή αν θέλουμε κακή ή ακόμα και ανύπαρκτη παιδεία μας, η τυπικότητα και όχι η ουσία στην λειτουργία της Δημοκρατίας μας σε επίπεδο θεσμών και ρόλων, η έλλειψη οργανωτικού πνεύματος στον καταμερισμό της εργασίας που καλούμαστε κάθε φορά να κάνουμε αλλά και στην εξειδίκευση των προβλημάτων που καλούμαστε να επιλύσουμε ανασύροντάς τα κάτω από το χαλί που επιμελώς τα κρύβαμε τόσα χρόνια, η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Σίγουρα έχουμε ως κοινωνικό σύνολο ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Σιωπήσαμε. Αδιαφορήσαμε. Αφήσαμε αλήθεια ποτέ πίσω μας ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος που μας διαίρεσαν ως κοινωνία; Σύνδρομα που δε μας άφησαν να προχωρήσουμε μπροστά ως χώρα; Χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία γεννάται αυτόματα άλλο ένα βασανιστικό ερώτημα που ζητά απάντηση σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Μπορεί ο ανεύθυνος άνθρωπος να είναι ελεύθερος; Αναμφισβήτητα, ένα κοινωνικό σύνολο οφείλει να γνωρίζει τα δικαιώματά του, να τα διεκδικεί, να τα κατακτά και όταν ακόμα κινδυνεύει να τα χάσει ή ακόμα φτάνει και στο να τα χάνει τότε πρέπει να είναι έτοιμο να τα επανακτήσει μέσω ενός αδιάκοπου αγώνα. Μια κοινωνία οφείλει να προασπίσει πρώτα από όλα και τα δικαιώματα των αδυνάτων γιατί μόνο τότε είναι πραγματικά ελεύθερη, δεν έχει ενοχές και ανεβαίνει σε αξίες και ιδανικά. Πέρα από αυτή την καθαρά θεωρητική προσέγγιση οφείλουμε να κοιτάξουμε μέσα στον εαυτό μας, στον εσωτερικό μας καθρέφτη και να απαντήσουμε στο αν έχουμε κάνει αυτό που πρέπει. Ένας παλιός πολιτικός είχε κάποτε πει ότι δεν είμαστε ακόμα αυτοί που θα έπρεπε να είμαστε. Πότε θα είμαστε έτοιμοι; Όταν θα έχουμε ισοπεδωθεί ως κοινωνία;
Εδώ και τρία χρόνια παρατηρείται μια στασιμότητα, αδιαφορία, οκνηρία ακόμα και κυνική συμπεριφορά μπροστά στα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Οι συζητήσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, φίλων και γνωστών δίνουν και παίρνουν. Πάντα μας φταίνε κάποιοι άλλοι. Ποτέ εμείς. Η κακή η κοινωνία. Ο κόσμος που είναι κακός. Εμείς; Όλοι όσοι πηγαίνουν στις συγκεντρώσεις – διαμαρτυρίες- διαδηλώσεις έχουν να το λένε στον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι καταρρακωμένοι από τα χημικά, κατάκοποι από την πολύωρη ορθοστασία, τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. «Σήμερα ήμασταν περισσότεροι». Μπορεί να είναι αλήθεια. Μπορεί και να πλησιάζει στην αλήθεια αυτό το ερώτημα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κυρίως λέγεται για να πιστέψουν οι ίδιοι λίγο παραπάνω στον αγώνα. Να «ανεβούν» παραπάνω για ψυχολογικούς λόγους. Για να μπορέσουν να ξανακατεβούν και να διαμαρτυρηθούν για τις ζωές τους που καταστρέφονται λόγω αυτής της βάρβαρης και αντιλαϊκής πολιτικής. Πολλές φορές όμως ακούγεται και το άλλο βασανιστικό ερώτημα. «Οι υπόλοιποι που είναι;». Εύλογο ερώτημα. Μόνο οι άνεργοι σε αυτή τη χώρα αγγίζουν το 1.500.000. Που είναι όλοι αυτοί; Τι κάνουν; Γιατί δεν αντιδρούν; Προφανώς περιμένουν ότι κάποιοι άλλοι θα τους σώσουν. Ήδη φυτοζωούν με ελάχιστους πόρους που εξασφαλίζουν από το σπίτι και απλά περιμένουν ότι θα τους βοηθήσει ο ξεσηκωμός των άλλων. Η γενιά των 30 και κάτι είναι αυτή που περιγράφεται και φωτογραφίζεται στο κάδρο. Η γενιά αυτή όμως λείπει. Είναι απούσα. Όσοι κατάφεραν και εξασφάλισαν έστω μια εργασία με μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αμοιβή δεν εμφανίζεται.
Είναι η γενιά που προέρχεται από δύο προηγούμενες γενιές που πέρασαν πολλά. Πέρασαν Κατοχή, Εμφύλιο, Χούντα. Τους έλειψαν πολλά και όταν βελτιώθηκε το βιοτικό τους επίπεδο γαλούχησαν τα βλαστάρια τους με την λογική του «προχώρα μπροστά και μην κοιτάς πίσω» , «μη νοιάζεσαι για τον διπλανό σου», «κοίτα το σπίτι σου», «έχει ο θεός», «άκου – βλέπε- σώπα» και πολλές άλλες τέτοιες φράσεις και εκφράσεις. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή τη γενιά γιατί αυτή είναι που νομοτελειακά από πλευράς ηλικίας καλείται να κάνει οικογένεια και να φέρει στον κόσμο νέους ανθρώπους. Το ερώτημα είναι αν μπορεί. Η απάντηση προφανής. Δε μπορεί. Δε γίνεται να κάνει ένα νεαρό ζευγάρι οικογένεια όταν το ένα μέλος ή ακόμα και τα δύο είναι άνεργοι. Όσοι πάλι εργάζονται, το κάνουν μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανασφαλές περιβάλλον που εκπέμπει αγωνία και αβεβαιότητα για το παρόν και το άμεσο μέλλον. Κι όμως αυτή η γενιά είναι που καλείται να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων είναι που πιέστηκε από τις μεγαλύτερες γενιές στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη ώστε με την ψήφο της να μην αλλάξει μια και για πάντα το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Όχι απαραίτητα να σωθεί. Απλώς να αλλάξει τα πράγματα. Να υπάρξει έστω μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Να ανοιχτεί ένας άλλος δρόμος. Πολλοί το αποτόλμησαν. Όχι τόσοι ώστε να αλλάξουν τη ροή του ποταμού. Καταγράφηκε λοιπόν άλλη μια ήττα του λαού. Οριακή μεν αλλά ήττα. Αλήθεια είναι ότι όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι άνθρωποι ειδικά μετά από την ψήφιση των μέτρων της προηγούμενης εβδομάδας που ισοπεδώνουν και καταστρέφουν την ελληνική κοινωνία αλλά και της χθεσινής υπερψήφισης του προϋπολογισμού που τα υλοποιεί καταλαβαίνουν το στημένο παιχνίδι που παίζεται. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν την ίδια τους την αυτοπαγίδευση και να νιώθουν ότι όλα βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σκοινί που ταλαντώνεται επικίνδυνα και όσο και αν οι ίδιοι είναι επιδέξιοι και ακροβατούν πάνω του υπάρχει πια ολοφάνερη η πιθανότητα το σχοινί να σπάσει και να βρεθούν στο κενό. Αν το σχοινί σπάσει τότε όλοι γνωρίζουν ότι τα πράγματα θα έχουν πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή. Δε θα μπορούν πια να «διαμαρτύρονται» καθαρά φιλολογικά και όχι αγωνιστικά και ούτε θα μπορούν να περιμένουν από τους άλλους για να τους σώσουν.
Καλό είναι να καταλάβουν όλοι προτού να είναι αργά ότι κανένας πια δε μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να καταλάβουν ότι για να είναι κυρίαρχος ο λαός πρέπει να είναι και υπεύθυνος ο ίδιος άρα και υποχρεωμένος να λάβει επιτέλους μέρος στις εξελίξεις και όχι να παραμένει απαθής και φοβισμένος. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα έργου του 1624 του Άγγλου ποιητή Τζον Νταν: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου. Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Πηγή: periodista.gr
Του Κώστα Καπνίση
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει επικρατήσει στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας μια πραγματικά «λαϊκίστικη» άποψη και συμπεριφορά σε ότι αφορά το δίπτυχο δικαιώματα – υποχρεώσεις. Όπως κάθε φυσικό φαινόμενο έχει και αυτό την εξήγησή του. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες(λίγες) φωνές πραγματικά ανήσυχες είτε βρισκόμασταν σε περιόδους «ευημερίας» είτε ισχνών αγελάδων πάντα έβαζαν το καίριο ερώτημα: «Για να έχει κάποιος δικαιώματα πρέπει να είναι άξιος για αυτά;». Τα τρία τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει να ακούγεται στον δημόσιο διάλογο το επιχείρημα της συλλογικής ευθύνης, το όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι φταίμε για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Αυτό το «όλοι», το «τσουβάλιασμα», ακούγεται τόσο φασιστικό και απεχθές που φτάνει στο επίπεδο καταρχάς της γελοιότητας.
Είναι παραδεκτό όμως ότι ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής, το καταναλωτικό πρότυπο που επικράτησε, η ανασφάλεια που πάντα νιώθουμε ως άνθρωποι για το πως φαινόμαστε στα μάτια των άλλων, η ιδεολογική σύγχυση που οφείλεται στην προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε και στη δική μας έλλειψη κριτικού πνεύματος, η μέτρια ή αν θέλουμε κακή ή ακόμα και ανύπαρκτη παιδεία μας, η τυπικότητα και όχι η ουσία στην λειτουργία της Δημοκρατίας μας σε επίπεδο θεσμών και ρόλων, η έλλειψη οργανωτικού πνεύματος στον καταμερισμό της εργασίας που καλούμαστε κάθε φορά να κάνουμε αλλά και στην εξειδίκευση των προβλημάτων που καλούμαστε να επιλύσουμε ανασύροντάς τα κάτω από το χαλί που επιμελώς τα κρύβαμε τόσα χρόνια, η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Σίγουρα έχουμε ως κοινωνικό σύνολο ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Σιωπήσαμε. Αδιαφορήσαμε. Αφήσαμε αλήθεια ποτέ πίσω μας ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος που μας διαίρεσαν ως κοινωνία; Σύνδρομα που δε μας άφησαν να προχωρήσουμε μπροστά ως χώρα; Χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία γεννάται αυτόματα άλλο ένα βασανιστικό ερώτημα που ζητά απάντηση σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Μπορεί ο ανεύθυνος άνθρωπος να είναι ελεύθερος; Αναμφισβήτητα, ένα κοινωνικό σύνολο οφείλει να γνωρίζει τα δικαιώματά του, να τα διεκδικεί, να τα κατακτά και όταν ακόμα κινδυνεύει να τα χάσει ή ακόμα φτάνει και στο να τα χάνει τότε πρέπει να είναι έτοιμο να τα επανακτήσει μέσω ενός αδιάκοπου αγώνα. Μια κοινωνία οφείλει να προασπίσει πρώτα από όλα και τα δικαιώματα των αδυνάτων γιατί μόνο τότε είναι πραγματικά ελεύθερη, δεν έχει ενοχές και ανεβαίνει σε αξίες και ιδανικά. Πέρα από αυτή την καθαρά θεωρητική προσέγγιση οφείλουμε να κοιτάξουμε μέσα στον εαυτό μας, στον εσωτερικό μας καθρέφτη και να απαντήσουμε στο αν έχουμε κάνει αυτό που πρέπει. Ένας παλιός πολιτικός είχε κάποτε πει ότι δεν είμαστε ακόμα αυτοί που θα έπρεπε να είμαστε. Πότε θα είμαστε έτοιμοι; Όταν θα έχουμε ισοπεδωθεί ως κοινωνία;
Εδώ και τρία χρόνια παρατηρείται μια στασιμότητα, αδιαφορία, οκνηρία ακόμα και κυνική συμπεριφορά μπροστά στα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Οι συζητήσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, φίλων και γνωστών δίνουν και παίρνουν. Πάντα μας φταίνε κάποιοι άλλοι. Ποτέ εμείς. Η κακή η κοινωνία. Ο κόσμος που είναι κακός. Εμείς; Όλοι όσοι πηγαίνουν στις συγκεντρώσεις – διαμαρτυρίες- διαδηλώσεις έχουν να το λένε στον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι καταρρακωμένοι από τα χημικά, κατάκοποι από την πολύωρη ορθοστασία, τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. «Σήμερα ήμασταν περισσότεροι». Μπορεί να είναι αλήθεια. Μπορεί και να πλησιάζει στην αλήθεια αυτό το ερώτημα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κυρίως λέγεται για να πιστέψουν οι ίδιοι λίγο παραπάνω στον αγώνα. Να «ανεβούν» παραπάνω για ψυχολογικούς λόγους. Για να μπορέσουν να ξανακατεβούν και να διαμαρτυρηθούν για τις ζωές τους που καταστρέφονται λόγω αυτής της βάρβαρης και αντιλαϊκής πολιτικής. Πολλές φορές όμως ακούγεται και το άλλο βασανιστικό ερώτημα. «Οι υπόλοιποι που είναι;». Εύλογο ερώτημα. Μόνο οι άνεργοι σε αυτή τη χώρα αγγίζουν το 1.500.000. Που είναι όλοι αυτοί; Τι κάνουν; Γιατί δεν αντιδρούν; Προφανώς περιμένουν ότι κάποιοι άλλοι θα τους σώσουν. Ήδη φυτοζωούν με ελάχιστους πόρους που εξασφαλίζουν από το σπίτι και απλά περιμένουν ότι θα τους βοηθήσει ο ξεσηκωμός των άλλων. Η γενιά των 30 και κάτι είναι αυτή που περιγράφεται και φωτογραφίζεται στο κάδρο. Η γενιά αυτή όμως λείπει. Είναι απούσα. Όσοι κατάφεραν και εξασφάλισαν έστω μια εργασία με μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αμοιβή δεν εμφανίζεται.
Είναι η γενιά που προέρχεται από δύο προηγούμενες γενιές που πέρασαν πολλά. Πέρασαν Κατοχή, Εμφύλιο, Χούντα. Τους έλειψαν πολλά και όταν βελτιώθηκε το βιοτικό τους επίπεδο γαλούχησαν τα βλαστάρια τους με την λογική του «προχώρα μπροστά και μην κοιτάς πίσω» , «μη νοιάζεσαι για τον διπλανό σου», «κοίτα το σπίτι σου», «έχει ο θεός», «άκου – βλέπε- σώπα» και πολλές άλλες τέτοιες φράσεις και εκφράσεις. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή τη γενιά γιατί αυτή είναι που νομοτελειακά από πλευράς ηλικίας καλείται να κάνει οικογένεια και να φέρει στον κόσμο νέους ανθρώπους. Το ερώτημα είναι αν μπορεί. Η απάντηση προφανής. Δε μπορεί. Δε γίνεται να κάνει ένα νεαρό ζευγάρι οικογένεια όταν το ένα μέλος ή ακόμα και τα δύο είναι άνεργοι. Όσοι πάλι εργάζονται, το κάνουν μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανασφαλές περιβάλλον που εκπέμπει αγωνία και αβεβαιότητα για το παρόν και το άμεσο μέλλον. Κι όμως αυτή η γενιά είναι που καλείται να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων είναι που πιέστηκε από τις μεγαλύτερες γενιές στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη ώστε με την ψήφο της να μην αλλάξει μια και για πάντα το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Όχι απαραίτητα να σωθεί. Απλώς να αλλάξει τα πράγματα. Να υπάρξει έστω μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Να ανοιχτεί ένας άλλος δρόμος. Πολλοί το αποτόλμησαν. Όχι τόσοι ώστε να αλλάξουν τη ροή του ποταμού. Καταγράφηκε λοιπόν άλλη μια ήττα του λαού. Οριακή μεν αλλά ήττα. Αλήθεια είναι ότι όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι άνθρωποι ειδικά μετά από την ψήφιση των μέτρων της προηγούμενης εβδομάδας που ισοπεδώνουν και καταστρέφουν την ελληνική κοινωνία αλλά και της χθεσινής υπερψήφισης του προϋπολογισμού που τα υλοποιεί καταλαβαίνουν το στημένο παιχνίδι που παίζεται. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν την ίδια τους την αυτοπαγίδευση και να νιώθουν ότι όλα βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σκοινί που ταλαντώνεται επικίνδυνα και όσο και αν οι ίδιοι είναι επιδέξιοι και ακροβατούν πάνω του υπάρχει πια ολοφάνερη η πιθανότητα το σχοινί να σπάσει και να βρεθούν στο κενό. Αν το σχοινί σπάσει τότε όλοι γνωρίζουν ότι τα πράγματα θα έχουν πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή. Δε θα μπορούν πια να «διαμαρτύρονται» καθαρά φιλολογικά και όχι αγωνιστικά και ούτε θα μπορούν να περιμένουν από τους άλλους για να τους σώσουν.
Καλό είναι να καταλάβουν όλοι προτού να είναι αργά ότι κανένας πια δε μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να καταλάβουν ότι για να είναι κυρίαρχος ο λαός πρέπει να είναι και υπεύθυνος ο ίδιος άρα και υποχρεωμένος να λάβει επιτέλους μέρος στις εξελίξεις και όχι να παραμένει απαθής και φοβισμένος. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα έργου του 1624 του Άγγλου ποιητή Τζον Νταν: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου. Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Πηγή: periodista.gr