Του Γιώργου Ν. Οικονόμου
Η πρόσφατη απόφαση των Ελβετών να περιορισθεί η εισαγωγή εργαζομένων από την Ευρώπη, με δημοψήφισμα οριακής πλειοψηφίας, έφερε στην επικαιρότητα το ιδιάζον πολίτευμα της κεντροευρωπαϊκής χώρας, η οποία έχει επίσης αποφασίσει με δημοψήφισμα την μη είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι είναι λοιπόν το ελβετικό πολίτευμα; Η αλήθεια είναι πως μόνο στην Ελβετία υπάρχουν ορισμένοι θεσμοί που επιτρέπουν κάποια συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη ορισμένων αποφάσεων και στη θέσπιση κάποιων νόμων. Τέτοιοι θεσμοί είναι τα δημοψηφίσματα (τοπικά, καντονιών, εθνικά) και οι λαϊκές συνελεύσεις (Landsgemeinde) σε ένα καντόνι και σε τέσσερα ημι-καντόνια (σε σύνολο 20 καντονιών και 6 ημι-καντονιών). Οι Landsgemeinde δημιουργήθηκαν στον Μεσαίωνα (13ος αι.) και συναντώνται μόνο στο γερμανόφωνο μέρος της Ελβετίας. Από τις αρχικές οκτώ λαϊκές συνελεύσεις διατηρήθηκαν πέντε, ενώ το 1848 καταργήθηκαν δύο και το 1928 άλλη μία. Παρατηρείται δηλαδή μία βαθμιαία συντηρητικοποίηση.
Οι κατακτήσεις αυτές είναι αναμφισβήτητα πολύ σημαντικές, το ερώτημα όμως που τίθεται είναι αν αυτές επιτρέπουν να χαρακτηρισθεί το ελβετικό πολίτευμα «άμεση δημοκρατία», όπως αποκαλείται από τους ίδιους τους Ελβετούς αλλά και από άλλους. Επιβάλλεται λοιπόν μία σύντομη περιγραφή του για να φανεί ο χαρακτήρας του.
Στην Ελβετία η εξουσία που αφορά την άμυνα, τις εξωτερικές υποθέσεις, τους σιδηροδρόμους, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, το νόμισμα και την οικονομία ασκείται αποκλειστικώς από την κεντρική κυβέρνηση και την ομοσπονδιακή βουλή (Nationalrat), συγκροτούμενες από αντιπροσώπους που εκλέγονται από τα κόμματα. O κύριος παράγοντας του πολιτικού βίου είναι τα κόμματα, τα οποία μέσω των εκλογών ελέγχουν και τις βουλές των καντονιών. Ακόμη και στα λίγα καντόνια που υπάρχουν συνελεύσεις τα πολιτικά κόμματα μπορούν πριν από τη Landsgemeinde να καλέσουν προκαταρκτικές συναντήσεις των μελών και των οπαδών τους για να τους καθοδηγήσουν τι να ψηφίσουν στα κρίσιμα ζητήματα. Η κομματική προπαγάνδα γίνεται επίσης από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, και επειδή τα κόμματα έχουν την οργάνωση και τη δύναμη έναντι των μη οργανωμένων, είναι αναμενόμενο να υπερισχύουν τις περισσότερες φορές οι κομματικές ντιρεκτίβες.
Επί πλέον ο βασικός μοχλός της ελβετικής οικονομίας είναι οι τράπεζες, οι οποίες πραγματοποιούν το ξέπλυμα του διεθνούς μαύρου χρήματος και δεν υπόκεινται στον έλεγχο των δημοψηφισμάτων, ούτε στον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Αρκετές πληροφορίες υπάρχουν στα βιβλία του ελβετού πανεπιστημιακού και σοσιαλδημοκράτη πολιτικού Jean Ziegler. Στο βιβλίο του λ.χ. Η Ελβετία, ο χρυσός και οι νεκροί αναφέρει τη βοήθεια που έδωσε η Ελβετία στον Χίτλερ στο διάστημα 1940-1945, χάρις στην οποία η ναζιστική Γερμανία κατάφερε να κυριαρχήσει επί πέντε έτη. Άλλωστε η κλήρωση – βασικός θεσμός της άμεσης δημοκρατίας στην εκτελεστική και δικαστική εξουσία – απουσιάζει εντελώς. Επίσης η κοινωνία δεν συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, ούτε στον έλεγχο των αξιωματούχων, οι οποίοι δεν είναι ανακλητοί. Δεν υπάρχουν δηλαδή στην Ελβετία τα βασικά χαρακτηριστικά της άμεσης δημοκρατίας, η πλήρης διαφάνεια και ο γενικευμένος έλεγχος.
Το ελβετικό σύστημα χαρακτηρίζεται επί πλέον από έναν συντηρητισμό, εκδηλώσεις του οποίου είναι τα εξής φαινόμενα: η πραγματική συμμετοχή είναι γύρω στο 40% των εγγεγραμμένων που σημαίνει πως με ένα 20% εξασφαλίζεται η πλειοψηφία. οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου από το 1971 και σε μερικά καντόνια αργότερα, ενώ ήταν αποκλεισμένες ακόμη το 1995 από τη συνέλευση του ημι-καντονίου Appenzel-Ausserrhoben. έχουν ψηφισθεί μέτρα κατά των μεταναστών και κατά της χορήγησης πολιτικού ασύλου. Επίσης το ελβετικό Σύνταγμα ξεκινά με τη φράση «Στο όνομα του παντοδύναμου θεού», και όχι του παντοδύναμου δήμου, συγκαλύπτοντας έτσι τη θεσμιστική δύναμη των ανθρώπων, που είναι βασική αρχή της δημοκρατικής αντίληψης. Στο σημείο αυτό υπολείπεται ακόμη και του Διαφωτισμού, ο οποίος είχε ως βασικό στοιχείο την κριτική στη θρησκεία και την απεξάρτηση από εκκλησιαστικές εξουσίες και θρησκευτικά ιδεολογήματα.
Ο συντηρητισμός αυτός οφείλεται, κατά τον ελβετό πανεπιστημιακό Urs Marti, μάλλον σε μία «συνομωσία των ελίτ», ήτοι στην επικράτηση των συμφερόντων των ανώτερων και μεσαίων τάξεων. Όπως παρατηρεί ο Κορνήλιος Καστοριάδης, παρά τον δεδηλωμένο φιλελευθερισμό της η ελβετική κοινωνία παραμένει κρατικιστική και απρόθυμη να αλλάξει.
Συνεπώς, το ελβετικό πολίτευμα δεν είναι άμεση δημοκρατία αφού ο δήμος δεν είναι κυρίαρχος. Όπως τα δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα κατ’ ουδένα τρόπο δεν είναι δημοκρατίες (αντιπροσωπευτικές, έμμεσες, αστικές), αλλά φιλελεύθερες ολιγαρχίες, όπως σωστά τα απεκάλεσε ο Καστοριάδης, έτσι και η Ελβετία δεν έχει άμεση δημοκρατία. Με τα δημοψηφίσματα και ορισμένες συνελεύσεις έχει διαμορφωθεί ένα ενδιάμεσο πολίτευμα, κάτι μεταξύ κοινοβουλευτισμού και άμεσης δημοκρατίας – ένα μεικτό πολίτευμα που θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Εάν θα γινόταν κάποια αξιολογική ταξινόμηση των πολιτευμάτων με πρώτη την άμεση δημοκρατία, το ελβετικό πολίτευμα θα ήταν δεύτερο και το κοινοβουλευτικό των δυτικών χωρών τρίτο. Θα ακολουθούσε το νεοελληνικό κομματοκρατικό πελατειακό κατασκεύασμα, ενώ στην πέμπτη θέση θα ήταν οι στρατιωτικές και άλλες δικτατορίες, κατόπιν τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα, όπως τα μουσουλμανικά, και τέλος τα ολοκληρωτικά φασιστικά, ναζιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα με εναπομείναντα πλέον δείγματα των τελευταίων την Β. Κορέα, την Κίνα, την Κούβα, το Λάος και το Βιετνάμ. Η Ελλάς πάντως ερωτοτροπεί ενίοτε με την πέμπτη θέση.
Πηγή:Eagainst
Η πρόσφατη απόφαση των Ελβετών να περιορισθεί η εισαγωγή εργαζομένων από την Ευρώπη, με δημοψήφισμα οριακής πλειοψηφίας, έφερε στην επικαιρότητα το ιδιάζον πολίτευμα της κεντροευρωπαϊκής χώρας, η οποία έχει επίσης αποφασίσει με δημοψήφισμα την μη είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι είναι λοιπόν το ελβετικό πολίτευμα; Η αλήθεια είναι πως μόνο στην Ελβετία υπάρχουν ορισμένοι θεσμοί που επιτρέπουν κάποια συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη ορισμένων αποφάσεων και στη θέσπιση κάποιων νόμων. Τέτοιοι θεσμοί είναι τα δημοψηφίσματα (τοπικά, καντονιών, εθνικά) και οι λαϊκές συνελεύσεις (Landsgemeinde) σε ένα καντόνι και σε τέσσερα ημι-καντόνια (σε σύνολο 20 καντονιών και 6 ημι-καντονιών). Οι Landsgemeinde δημιουργήθηκαν στον Μεσαίωνα (13ος αι.) και συναντώνται μόνο στο γερμανόφωνο μέρος της Ελβετίας. Από τις αρχικές οκτώ λαϊκές συνελεύσεις διατηρήθηκαν πέντε, ενώ το 1848 καταργήθηκαν δύο και το 1928 άλλη μία. Παρατηρείται δηλαδή μία βαθμιαία συντηρητικοποίηση.
Οι κατακτήσεις αυτές είναι αναμφισβήτητα πολύ σημαντικές, το ερώτημα όμως που τίθεται είναι αν αυτές επιτρέπουν να χαρακτηρισθεί το ελβετικό πολίτευμα «άμεση δημοκρατία», όπως αποκαλείται από τους ίδιους τους Ελβετούς αλλά και από άλλους. Επιβάλλεται λοιπόν μία σύντομη περιγραφή του για να φανεί ο χαρακτήρας του.
Στην Ελβετία η εξουσία που αφορά την άμυνα, τις εξωτερικές υποθέσεις, τους σιδηροδρόμους, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, το νόμισμα και την οικονομία ασκείται αποκλειστικώς από την κεντρική κυβέρνηση και την ομοσπονδιακή βουλή (Nationalrat), συγκροτούμενες από αντιπροσώπους που εκλέγονται από τα κόμματα. O κύριος παράγοντας του πολιτικού βίου είναι τα κόμματα, τα οποία μέσω των εκλογών ελέγχουν και τις βουλές των καντονιών. Ακόμη και στα λίγα καντόνια που υπάρχουν συνελεύσεις τα πολιτικά κόμματα μπορούν πριν από τη Landsgemeinde να καλέσουν προκαταρκτικές συναντήσεις των μελών και των οπαδών τους για να τους καθοδηγήσουν τι να ψηφίσουν στα κρίσιμα ζητήματα. Η κομματική προπαγάνδα γίνεται επίσης από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, και επειδή τα κόμματα έχουν την οργάνωση και τη δύναμη έναντι των μη οργανωμένων, είναι αναμενόμενο να υπερισχύουν τις περισσότερες φορές οι κομματικές ντιρεκτίβες.
Επί πλέον ο βασικός μοχλός της ελβετικής οικονομίας είναι οι τράπεζες, οι οποίες πραγματοποιούν το ξέπλυμα του διεθνούς μαύρου χρήματος και δεν υπόκεινται στον έλεγχο των δημοψηφισμάτων, ούτε στον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Αρκετές πληροφορίες υπάρχουν στα βιβλία του ελβετού πανεπιστημιακού και σοσιαλδημοκράτη πολιτικού Jean Ziegler. Στο βιβλίο του λ.χ. Η Ελβετία, ο χρυσός και οι νεκροί αναφέρει τη βοήθεια που έδωσε η Ελβετία στον Χίτλερ στο διάστημα 1940-1945, χάρις στην οποία η ναζιστική Γερμανία κατάφερε να κυριαρχήσει επί πέντε έτη. Άλλωστε η κλήρωση – βασικός θεσμός της άμεσης δημοκρατίας στην εκτελεστική και δικαστική εξουσία – απουσιάζει εντελώς. Επίσης η κοινωνία δεν συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, ούτε στον έλεγχο των αξιωματούχων, οι οποίοι δεν είναι ανακλητοί. Δεν υπάρχουν δηλαδή στην Ελβετία τα βασικά χαρακτηριστικά της άμεσης δημοκρατίας, η πλήρης διαφάνεια και ο γενικευμένος έλεγχος.
Το ελβετικό σύστημα χαρακτηρίζεται επί πλέον από έναν συντηρητισμό, εκδηλώσεις του οποίου είναι τα εξής φαινόμενα: η πραγματική συμμετοχή είναι γύρω στο 40% των εγγεγραμμένων που σημαίνει πως με ένα 20% εξασφαλίζεται η πλειοψηφία. οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου από το 1971 και σε μερικά καντόνια αργότερα, ενώ ήταν αποκλεισμένες ακόμη το 1995 από τη συνέλευση του ημι-καντονίου Appenzel-Ausserrhoben. έχουν ψηφισθεί μέτρα κατά των μεταναστών και κατά της χορήγησης πολιτικού ασύλου. Επίσης το ελβετικό Σύνταγμα ξεκινά με τη φράση «Στο όνομα του παντοδύναμου θεού», και όχι του παντοδύναμου δήμου, συγκαλύπτοντας έτσι τη θεσμιστική δύναμη των ανθρώπων, που είναι βασική αρχή της δημοκρατικής αντίληψης. Στο σημείο αυτό υπολείπεται ακόμη και του Διαφωτισμού, ο οποίος είχε ως βασικό στοιχείο την κριτική στη θρησκεία και την απεξάρτηση από εκκλησιαστικές εξουσίες και θρησκευτικά ιδεολογήματα.
Ο συντηρητισμός αυτός οφείλεται, κατά τον ελβετό πανεπιστημιακό Urs Marti, μάλλον σε μία «συνομωσία των ελίτ», ήτοι στην επικράτηση των συμφερόντων των ανώτερων και μεσαίων τάξεων. Όπως παρατηρεί ο Κορνήλιος Καστοριάδης, παρά τον δεδηλωμένο φιλελευθερισμό της η ελβετική κοινωνία παραμένει κρατικιστική και απρόθυμη να αλλάξει.
Συνεπώς, το ελβετικό πολίτευμα δεν είναι άμεση δημοκρατία αφού ο δήμος δεν είναι κυρίαρχος. Όπως τα δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα κατ’ ουδένα τρόπο δεν είναι δημοκρατίες (αντιπροσωπευτικές, έμμεσες, αστικές), αλλά φιλελεύθερες ολιγαρχίες, όπως σωστά τα απεκάλεσε ο Καστοριάδης, έτσι και η Ελβετία δεν έχει άμεση δημοκρατία. Με τα δημοψηφίσματα και ορισμένες συνελεύσεις έχει διαμορφωθεί ένα ενδιάμεσο πολίτευμα, κάτι μεταξύ κοινοβουλευτισμού και άμεσης δημοκρατίας – ένα μεικτό πολίτευμα που θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Εάν θα γινόταν κάποια αξιολογική ταξινόμηση των πολιτευμάτων με πρώτη την άμεση δημοκρατία, το ελβετικό πολίτευμα θα ήταν δεύτερο και το κοινοβουλευτικό των δυτικών χωρών τρίτο. Θα ακολουθούσε το νεοελληνικό κομματοκρατικό πελατειακό κατασκεύασμα, ενώ στην πέμπτη θέση θα ήταν οι στρατιωτικές και άλλες δικτατορίες, κατόπιν τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα, όπως τα μουσουλμανικά, και τέλος τα ολοκληρωτικά φασιστικά, ναζιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα με εναπομείναντα πλέον δείγματα των τελευταίων την Β. Κορέα, την Κίνα, την Κούβα, το Λάος και το Βιετνάμ. Η Ελλάς πάντως ερωτοτροπεί ενίοτε με την πέμπτη θέση.
Πηγή:Eagainst