Του Γιώργου Σταματόπουλου
Καλά και σώνει θέλουν να φυτέψουν στο μυαλό μας την πίστη σε μια μεταμοντέρνα εποχή· έτσι θέλουν να τη λένε, στην ουσία, όμως, δεν είναι παρά η χοάνη του καπιταλισμού. Εξυπνη πράγματι ορολογία. Ζούμε μόνο το σήμερα, μας λένε, μακριά από τετριμμένες διακρίσεις και διαφορές, όπως αριστερός-δεξιός, πλούσιος-φτωχός, δύναμη-δίκιο, πνεύμα-ύλη, πολιτικό-κοινωνικό. Σημασία έχει να πάει κάποιος με την καλή πλευρά, με την εξουσία δηλαδή· όποιος δεν πάει, ας πάει για βρούβες καλύτερα. Δίκιο έχουν όσοι διασπείρουν αυτή τη φιλοσοφία. Οντως οι πολλοί έχουμε ξαμοληθεί για βρούβες, αλλά ούτε αυτές τις βρίσκουμε (και μερικοί πεθαίνουν από πείνα). Από έναν κατακλυσμό γεννιέται η κοινωνία, αλλά τρέμει να το παραδεχτεί· το κρύβει βαθιά μέσα της χάνοντας έτσι τη δυνατότητά της να επικρατεί παντού, προσφέροντας έτσι απλόχερα τον χώρο στην εξουσία. Εχουν άδικο μετά οι φιλόσοφοι της εξουσίας, της δύναμης τέλος πάντων;
Μιλάμε για την κοινωνία, την υπερασπιζόμαστε, αλλά για ποιαν ακριβώς κοινωνία μιλάμε; Αυτή που τρέμει, αυτή που κρύβει τη δύναμή της, αυτή που σιωπά (και πόσο εκκωφαντικά), αυτή που συνεχίζει ατάραχη σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αυτή που στρουθοκαμηλίζει και χαριεντίζεται επαναπαυόμενη στις μικρές εξουσίες του καθενός; Αλλά και όσοι ακούν τα κλέφτικα σφυρίγματα της κοινωνίας, τι κάνουν, πώς αντιδρούν; Δείχνουν σ' όλους εμάς τους χάσκακες τρόπους να αρχίζουμε να σκεφτόμαστε χωρίς να έχουμε ανάγκη από ειδικούς, από λογής προφήτες, από χαιρέκακους δικαστικούς και πολιτικούς, βουτηγμένους στη διαπλοκή με το κεφάλαιο, χωρίς εξουσιαστές; Α, μπα. Αρα μιλάμε για μια ανύπαρκτη κοινωνία, για μια κάποτε κοινωνία που έχει μεταλλαγεί σ' ένα κρατικό υβρίδιο υπάκουων, υπήκοων (ραγιάδων, για να μιλήσουμε με οιονεί ιστορικούς όρους). Ολοι μαζί έχουμε πέσει στον βούρκο, αλλά ο καθένας ξεχωριστά πιστεύει πως έχει πέσει ο άλλος, ο διπλανός, ο γραφικός, ο αστοιχείωτος, το ντουβάρι, ο μαλάκας, όλοι τέλος πάντων όσοι αρνούνται τη θλιβερή μετάλλαξη της κοινωνίας πολιτών σε κοινωνία υπηκόων. Ελπίσαμε ότι θα ταρακουνηθεί η συνείδηση, η σκέψη, ότι θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αφθονία του ολίγου, την πλούσια ολιγάρκεια, το ανθρώπινον, έστω και μέσα από συγκρούσεις, των καθημερινών σχέσεων. Φρούδες ελπίδες, έως και γελοίες, κατά τους αμοραλιστές…
Στο μεταξύ οι ομάδες επιρροής δεν πτοούνται, συνεχίζουν το βιολί τους, προκαλώντας μεγάλη φασαρία: φωνασκούν, υβρίζουν, κομπορρημονούν, καταγγέλλουν μόνο και μόνο για να ακούγονται, να φαίνονται, φτάνουν έως εκεί που δεν κινδυνεύει η θεσούλα τους, το βήμα δημοσιότητας, η μικρή τους εξουσία. Ξεχωρίζουν στη βιολιστική αυτή ικανότητα τα τζιμάνια της πολιτικής και της δημοσιογραφίας· ακολουθούν πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και λοιποί. Ουδείς τολμά να αντικρίσει τον καθρέφτη της ψυχής του, διότι εκεί καραδοκούν η ανειλικρίνεια και το ψεύδος, το δήθεν και τα μικροσυμφέροντα, το επίπλαστον και το τραγικό. Βάζουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί και γκαρίζουμε ταυτόχρονα διαλαλώντας και υμνώντας την καθαριότητα. Βλέπουμε καθαρά ότι νοσούμε, παρά ταύτα αρνούμαστε κάθε είδους ίαμα που προτείνει ο κοινός νους και ο στοχασμός και αρκούμαστε να επιρρίπτουμε τις ευθύνες στους πολιτικούς (κρεμάμενοι από τα ρούχα τους πάντα!) και σε μερικούς σαλούς: μετανάστες, αναρχικούς, «τρομοκράτες» και άλλους καταδικασμένους από τη φτηνή και υπόδουλη κριτική μας. «Για να σπάσεις τα μούτρα σου στον τοίχο (δεν θυμάμαι πια ποιος το έλεγε) δεν είναι ανάγκη να έχεις και το σχεδιάγραμμα του σπιτιού».
Γλαφυρά και νόστιμα θα τα αποκαλούσε αυτά ένας οργανικός διανοούμενος από αυτούς που αφθονούν στις μέρες μας, αλλά αυτό δεν θα αναιρούσε την αλήθεια ότι είναι μακριά νυχτωμένος από την πραγματικότητα και τον βρόχο που πνίγει την κοινωνία. Τώρα, ποιοι δημιουργούν τον βρόχο: οποιοσδήποτε από το Ποτάμι, άφθονοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί από τη ΔΗΜΑΡ, σχεδόν όλοι από ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., ΑΝ.ΕΛΛ. Αλλη φορά θα γίνει λόγος για τα κομμουνιστικά κόμματα, οργανώσεις κ.λπ.
[email protected]
Καλά και σώνει θέλουν να φυτέψουν στο μυαλό μας την πίστη σε μια μεταμοντέρνα εποχή· έτσι θέλουν να τη λένε, στην ουσία, όμως, δεν είναι παρά η χοάνη του καπιταλισμού. Εξυπνη πράγματι ορολογία. Ζούμε μόνο το σήμερα, μας λένε, μακριά από τετριμμένες διακρίσεις και διαφορές, όπως αριστερός-δεξιός, πλούσιος-φτωχός, δύναμη-δίκιο, πνεύμα-ύλη, πολιτικό-κοινωνικό. Σημασία έχει να πάει κάποιος με την καλή πλευρά, με την εξουσία δηλαδή· όποιος δεν πάει, ας πάει για βρούβες καλύτερα. Δίκιο έχουν όσοι διασπείρουν αυτή τη φιλοσοφία. Οντως οι πολλοί έχουμε ξαμοληθεί για βρούβες, αλλά ούτε αυτές τις βρίσκουμε (και μερικοί πεθαίνουν από πείνα). Από έναν κατακλυσμό γεννιέται η κοινωνία, αλλά τρέμει να το παραδεχτεί· το κρύβει βαθιά μέσα της χάνοντας έτσι τη δυνατότητά της να επικρατεί παντού, προσφέροντας έτσι απλόχερα τον χώρο στην εξουσία. Εχουν άδικο μετά οι φιλόσοφοι της εξουσίας, της δύναμης τέλος πάντων;
Μιλάμε για την κοινωνία, την υπερασπιζόμαστε, αλλά για ποιαν ακριβώς κοινωνία μιλάμε; Αυτή που τρέμει, αυτή που κρύβει τη δύναμή της, αυτή που σιωπά (και πόσο εκκωφαντικά), αυτή που συνεχίζει ατάραχη σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αυτή που στρουθοκαμηλίζει και χαριεντίζεται επαναπαυόμενη στις μικρές εξουσίες του καθενός; Αλλά και όσοι ακούν τα κλέφτικα σφυρίγματα της κοινωνίας, τι κάνουν, πώς αντιδρούν; Δείχνουν σ' όλους εμάς τους χάσκακες τρόπους να αρχίζουμε να σκεφτόμαστε χωρίς να έχουμε ανάγκη από ειδικούς, από λογής προφήτες, από χαιρέκακους δικαστικούς και πολιτικούς, βουτηγμένους στη διαπλοκή με το κεφάλαιο, χωρίς εξουσιαστές; Α, μπα. Αρα μιλάμε για μια ανύπαρκτη κοινωνία, για μια κάποτε κοινωνία που έχει μεταλλαγεί σ' ένα κρατικό υβρίδιο υπάκουων, υπήκοων (ραγιάδων, για να μιλήσουμε με οιονεί ιστορικούς όρους). Ολοι μαζί έχουμε πέσει στον βούρκο, αλλά ο καθένας ξεχωριστά πιστεύει πως έχει πέσει ο άλλος, ο διπλανός, ο γραφικός, ο αστοιχείωτος, το ντουβάρι, ο μαλάκας, όλοι τέλος πάντων όσοι αρνούνται τη θλιβερή μετάλλαξη της κοινωνίας πολιτών σε κοινωνία υπηκόων. Ελπίσαμε ότι θα ταρακουνηθεί η συνείδηση, η σκέψη, ότι θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αφθονία του ολίγου, την πλούσια ολιγάρκεια, το ανθρώπινον, έστω και μέσα από συγκρούσεις, των καθημερινών σχέσεων. Φρούδες ελπίδες, έως και γελοίες, κατά τους αμοραλιστές…
Στο μεταξύ οι ομάδες επιρροής δεν πτοούνται, συνεχίζουν το βιολί τους, προκαλώντας μεγάλη φασαρία: φωνασκούν, υβρίζουν, κομπορρημονούν, καταγγέλλουν μόνο και μόνο για να ακούγονται, να φαίνονται, φτάνουν έως εκεί που δεν κινδυνεύει η θεσούλα τους, το βήμα δημοσιότητας, η μικρή τους εξουσία. Ξεχωρίζουν στη βιολιστική αυτή ικανότητα τα τζιμάνια της πολιτικής και της δημοσιογραφίας· ακολουθούν πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και λοιποί. Ουδείς τολμά να αντικρίσει τον καθρέφτη της ψυχής του, διότι εκεί καραδοκούν η ανειλικρίνεια και το ψεύδος, το δήθεν και τα μικροσυμφέροντα, το επίπλαστον και το τραγικό. Βάζουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί και γκαρίζουμε ταυτόχρονα διαλαλώντας και υμνώντας την καθαριότητα. Βλέπουμε καθαρά ότι νοσούμε, παρά ταύτα αρνούμαστε κάθε είδους ίαμα που προτείνει ο κοινός νους και ο στοχασμός και αρκούμαστε να επιρρίπτουμε τις ευθύνες στους πολιτικούς (κρεμάμενοι από τα ρούχα τους πάντα!) και σε μερικούς σαλούς: μετανάστες, αναρχικούς, «τρομοκράτες» και άλλους καταδικασμένους από τη φτηνή και υπόδουλη κριτική μας. «Για να σπάσεις τα μούτρα σου στον τοίχο (δεν θυμάμαι πια ποιος το έλεγε) δεν είναι ανάγκη να έχεις και το σχεδιάγραμμα του σπιτιού».
Γλαφυρά και νόστιμα θα τα αποκαλούσε αυτά ένας οργανικός διανοούμενος από αυτούς που αφθονούν στις μέρες μας, αλλά αυτό δεν θα αναιρούσε την αλήθεια ότι είναι μακριά νυχτωμένος από την πραγματικότητα και τον βρόχο που πνίγει την κοινωνία. Τώρα, ποιοι δημιουργούν τον βρόχο: οποιοσδήποτε από το Ποτάμι, άφθονοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί από τη ΔΗΜΑΡ, σχεδόν όλοι από ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., ΑΝ.ΕΛΛ. Αλλη φορά θα γίνει λόγος για τα κομμουνιστικά κόμματα, οργανώσεις κ.λπ.
[email protected]