Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Το πρόταγμα μιας άλλης κοινωνίας
Χωρίς ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής, η απο-ανάπτυξη θα είναι κι αυτή καταδικασμένη σε αποτυχία.
Σερζ Λατούς
Είναι φανερό ότι η σημερινή κοινωνία της γενικευμένης ανεργίας, των νεόπτωχων και της όξυνσης των ανισοτήτων δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί με σοσιαλδημοκρατικά μερεμέτια. Συνυπολογίζοντας και το -τεράστιων συνεπειών- οικολογικό πρόβλημα, συμπεραίνουμε ότι είναι απαραίτητο το ξεκίνημα μιας περιόδου όπου η συνεχής επαναθέσμιση και η συλλογική δημιουργία νέων δομών και νέων κοινωνικών σχέσεων θα τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα. Το κομβικό σημείο είναι η υπέρβαση του πλαισίου που στηρίζει την κριτική του στην αντιπαράθεση με τις «υπερβολές» και τις «στρεβλώσεις» της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης, καταλήγοντας να περιορίζεται στον μετριασμό της αδικίας ή του ανθρώπινου πόνου. Σήμερα, καλούμαστε να ξεπεράσουμε την προσκόλληση σε μια ποσοτικού τύπου κριτική, δηλαδή το γεγονός ότι επικεντρωνόμαστε στη μείωση του κακού και την ελαχιστοποίηση των τεχνολογικών δεινών, μέσω μιας επιστροφής σε ηπιότερες μεθόδους, αντί να αναζητούμε ένα καινούριο τεχνικό περιεχόμενο και μια επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων σχετικά με τις ανάγκες μας.
Υπό αυτή την έννοια, τι θα είχε να μας προσφέρει μια -χρήσιμη και πολιτικά υπερασπίσιμη κατά τα άλλα- μείωση του εργασιακού χρόνου; Ένας μετασχηματισμός στο πεδίο της εργασίας δε σημαίνει ασφαλώς «να κάνουμε το ίδιο πράγμα, αλλά λιγότερο»[1], αλλά να αναθεωρήσουμε το περιεχόμενο της χρονικότητας με ποιοτικό και όχι ποσοτικό τρόπο, συνδέοντας τους εργασιακούς ρυθμούς και προγραμματισμούς με τις υπόλοιπες συλλογικές διαδικασίες και προτεραιότητες[2]. Μια επιστροφή σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης (ακόμα και με δικαιότερη κατανομή του πλούτου, όπως είχαμε και στο παρελθόν) δε μας εξασφαλίζει κάποια ουσιώδη αλλαγή όσον αφορά στις αλλοτριωμένες σχέσεις εργασίας, την αποξένωση των ανθρώπων και τον αποχαυνωμένο τρόπο ζωής μας. Μια στροφή σε μια πιο «μαζεμένη» οικονομία, μακριά από χρηματοπιστωτικούς οργασμούς, δεν αγγίζει το ζήτημα της τεχνικής ούτε αμφισβητεί το ίδιο το αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τη σχέση της τελευταίας με το φυσικό περιβάλλον.
Αυτό που απαιτείται είναι μια νέα θεμελίωση της τεχνικής, των σχέσεων παραγωγής και κατανάλωσης και των τρόπων διανομής των αγαθών, ώστε η εργασία να επιτελεί το έργο μιας προσφοράς στην κοινωνίας και να αποτελεί το πεδίο αυτοπραγμάτωσης, προσωπικής ολοκλήρωσης και δημιουργικότητας του κάθε ανθρώπου. Ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τα εργαλεία και τις μηχανές και η συνεχής οριοθέτηση και επιλογή του παραγωγικού προϊόντος από την ίδια την ενδιαφερόμενη συλλογικότητα μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών συνιστούν την ουσία των νέων εργασιακών δομών (δημοκρατικές κολλεκτίβες, αλληλέγγυοι συναιτερισμοί, οριζόντιες συνελέυσεις παραγωγών). Νέοι τρόποι διανομής των αγαθών και μοιράσματος του πλούτου μπορούν να συγκροτήσουν μια οικονομία της αλληλοβοήθειας και της συνεργατικότητας. Τέτοιου είδους βάσεις στηρίζουν τον απεγκλωβισμό μας από τις ανυπέρβλητες (μέχρι σήμερα) αξίες της διαιωνιζόμενης Μεγέθυνσης, της Προόδου και της κυριάρχησης επί της φύσης και της κατασπατάλησης των πόρων της, στο δρόμο για την υιοθέτηση νέων σχέσεων με βάση την απο-ανάπτυξη.
Αν, όπως υποστηρίζουμε, στη σημερινή πολύ δύσκολη περίοδο μπορέσει να συγκροτηθεί ένα κίνημα προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης των θεσμισμένων μορφών εργασίας και παραγωγής και της δημιουργίας πειραμάτων αυτοδιαχείρισης, αυτό θα χρειαστεί να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά (πολύ παραπέρα από τα έως τώρα κυρίαρχα αντικαπιταλιστικά υποδείγματα) και να θέσει νέα ερωτήματα πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Αν διαθέτουμε μια στοιχειώδη συνέπεια και υπευθυνότητα, δεν μπορούμε να κρύβουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει ριζική αλλαγή στην παραγωγή χωρίς μια επανανοηματοδότηση της εργασίας˙ και η τελευταία είναι αδύνατη δίχως την αμφισβήτηση και την συνολική επαναθεμελίωση της τεχνικής, στη οποία εγγράφονται οι τεχνικές παραγωγής, η τεχνολογία, η ποιότητα των προϊόντων, οι μορφές πολύτου, ο βαθμός εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, οι χρονικότητες της εργασιακής ζωής, αλλά και η ίδια η συγκρότηση των αναγκών και των επιθυμιών μας.
Ακόμα παραπέρα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εργασία, που είναι μία μόνο από τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, έχει αυτονομηθεί, λειτουργώντας κατά κάποιον (δήθεν ορθολογικό) τρόπο «απο-κοινωνικοποιημένα». Η ανάπτυξη «αυτόνομων» ζωνών κοινωνικού πειραματισμού ή χώρων «οικονομικής χειραφέτησης» δε φτάνει από μόνη της για να κάνει τη ζημιά στον καπιταλισμό[3]. Οι οριζόντιες, αντιιεραρχικές και δημοκρατικές δομές των κολλεκτίβων που (έστω και σε εμβρυακό επίπεδο) δημιουργούνται χρειάζεται να πλαισιωθούν από τις ανάλογες κινήσεις σε κάθε περιοχή (τοπικές συνελεύσεις, δίκτυα αλληλεγγύης, χαριστικά παζάρια, πρωτοβουλίες γειτονιάς, σωματεία βάσης κ.λπ.), ώστε να κοινωνικοποιηθούν με την ευρύτερη έννοια του όρου. Μια τέτοια διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασιακής ζωής θα αποσκοπεί σε ένα άνοιγμα και σε άλλες δραστηριότητες μιας γειτονιάς, ενός δήμου ή του χωριού και της πόλης, όπως είναι η ψυχαγωγία, οι γιορτές, τα λαϊκά έθιμα, η καλλιτεχνική δημιουργία, η εκπαίδευση των παιδιών[4]. Έτσι, η δουλειά, ως χώρος και ως δραστηριότητα, αφενός θα επανασυνδεθεί με τις υπόλοιπες αφηγήσεις της κοινωνικής ζωής ενός τόπου και αφετέρου θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα είδος σχολείου ισότητας, αλληλεγγύης και υπευθυνότητας για τους ανθρώπους[5]. Η ισότητα στη λήψη των αποφάσεων και των εισοδημάτων και η κυκλικότητα στην ανάθεση των καθηκόντων μπορεί να τροφοδοτήσει μια αντίστοιχη δημοκρατική κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά.
Το στοίχημα της εξόδου από τον καπιταλισμό είναι να εμπλουτισθεί έμπρακτα η κριτική στον ετερόνομο τρόπο σκέψης και πράξης με ένα θετικό πολιτικό πρόταγμα που θα οδηγήσει σε μια χειμαρρώδη φαντασιακή και θεσμική δημιουργία. Το πρόταγμα αυτό δεν μπορεί να εισαχθεί απλά, με ένα τεχνικό τρόπο, ως συνταγή στα βάσανα και τα αδιέξοδά μας. Το ζήτημα είναι να μπορέσει να αποτελέσει έμπνευση για ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής από τις αξίες της αλληλέγγυας κοινωνικότητας και της αναστοχαζόμενης σκέψης και πράξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
[1] Σύμφωνα με την έκφραση του Paul Ariès.
[2] Βλ. την ανάλυση του Αλέν Μεϊγιάρ, «Ε.Π. Τόμσον: αναζητώντας έναν άλλο κοινωνικό χρόνο», Πρόταγμα, τ.1, Δεκέμβριος 2010.
[3] Όπως αναφέρουν και οι συμμετέχοντες σε μια τέτοια προσπάθεια αυτοδιαχείρισης: «Ζητούμενο δεν είναι η αναπαραγωγή ή καλύτερα ο επαναπροσδιορισμός της μορφής και των περιεχομένων της αυτοαπασχόλησης μέσα από τέτοιου είδους εγχειρήματα. Ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των εγχειρημάτων αυτών ως ξεκάθαρο πρόταγμα και η δόμηση των προϋποθέσεων για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής με το μοντέλο της γενικευμένης αυτοδιαχείρισης-κολεκτιβοποίησης» (Κολλεκτίβα Ζερμινάλ, 09/12/11, βλ. http://kolektivagerminal.blogspot.gr/).
[4] Αναφερόμαστε σε μια βασική κοινωνική αρχή -η οποία (παρα)βιάστηκε από τη βιομηχανική κοινωνία και σχεδόν εξαφανίζεται στη σημερινή αυτοματοποιημένη καταναλωτική κοινωνία- που συνδέει άμεσα τη σφαίρα της εργασίας με τη γενικότερη συλλογική ζωή μιας κοινότητας ανθρώπων. Χωρίς να εξιδανικεύουμε τους παλαιότερους τρόπους θέσμισης ή να προτρέπουμε σε μια επιστροφή σε αυτού του είδους την οργάνωση της ζωής, πιστεύουμε ότι μια νέα αντίληψη γύρω από αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να περιλαμβάνει την επανασύνδεση «εργασίας» και «ζωής».
[5] Όπως πολύ ωραία αναφέρει ο Κριστόφ Ντεζούρ, στο κείμενο που έχουμε μεταφράσει για το παρόν τεύχος: «Στο βαθμό που συνεπάγεται τον εθελούσιο συντονισμό των συμμετεχόντων, η εργασία ωθεί επίσης τους εργαζόμενους να ασχοληθούν με τη δημιουργία κανόνων που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη ρύθμιση της εργασίας αλλά και με την οργάνωση της ανθρώπινης συνύπαρξης. Διότι δουλεύω δε σημαίνει μόνο καταπιάνομαι με μια δραστηριότητα, σημαίνει επίσης ότι συνάπτω δεσμούς με τους γύρω μου».
Περισσότερα στο: http://protagma.wordpress.com/
Το πρόταγμα μιας άλλης κοινωνίας
Χωρίς ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής, η απο-ανάπτυξη θα είναι κι αυτή καταδικασμένη σε αποτυχία.
Σερζ Λατούς
Είναι φανερό ότι η σημερινή κοινωνία της γενικευμένης ανεργίας, των νεόπτωχων και της όξυνσης των ανισοτήτων δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί με σοσιαλδημοκρατικά μερεμέτια. Συνυπολογίζοντας και το -τεράστιων συνεπειών- οικολογικό πρόβλημα, συμπεραίνουμε ότι είναι απαραίτητο το ξεκίνημα μιας περιόδου όπου η συνεχής επαναθέσμιση και η συλλογική δημιουργία νέων δομών και νέων κοινωνικών σχέσεων θα τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα. Το κομβικό σημείο είναι η υπέρβαση του πλαισίου που στηρίζει την κριτική του στην αντιπαράθεση με τις «υπερβολές» και τις «στρεβλώσεις» της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης, καταλήγοντας να περιορίζεται στον μετριασμό της αδικίας ή του ανθρώπινου πόνου. Σήμερα, καλούμαστε να ξεπεράσουμε την προσκόλληση σε μια ποσοτικού τύπου κριτική, δηλαδή το γεγονός ότι επικεντρωνόμαστε στη μείωση του κακού και την ελαχιστοποίηση των τεχνολογικών δεινών, μέσω μιας επιστροφής σε ηπιότερες μεθόδους, αντί να αναζητούμε ένα καινούριο τεχνικό περιεχόμενο και μια επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων σχετικά με τις ανάγκες μας.
Υπό αυτή την έννοια, τι θα είχε να μας προσφέρει μια -χρήσιμη και πολιτικά υπερασπίσιμη κατά τα άλλα- μείωση του εργασιακού χρόνου; Ένας μετασχηματισμός στο πεδίο της εργασίας δε σημαίνει ασφαλώς «να κάνουμε το ίδιο πράγμα, αλλά λιγότερο»[1], αλλά να αναθεωρήσουμε το περιεχόμενο της χρονικότητας με ποιοτικό και όχι ποσοτικό τρόπο, συνδέοντας τους εργασιακούς ρυθμούς και προγραμματισμούς με τις υπόλοιπες συλλογικές διαδικασίες και προτεραιότητες[2]. Μια επιστροφή σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης (ακόμα και με δικαιότερη κατανομή του πλούτου, όπως είχαμε και στο παρελθόν) δε μας εξασφαλίζει κάποια ουσιώδη αλλαγή όσον αφορά στις αλλοτριωμένες σχέσεις εργασίας, την αποξένωση των ανθρώπων και τον αποχαυνωμένο τρόπο ζωής μας. Μια στροφή σε μια πιο «μαζεμένη» οικονομία, μακριά από χρηματοπιστωτικούς οργασμούς, δεν αγγίζει το ζήτημα της τεχνικής ούτε αμφισβητεί το ίδιο το αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τη σχέση της τελευταίας με το φυσικό περιβάλλον.
Αυτό που απαιτείται είναι μια νέα θεμελίωση της τεχνικής, των σχέσεων παραγωγής και κατανάλωσης και των τρόπων διανομής των αγαθών, ώστε η εργασία να επιτελεί το έργο μιας προσφοράς στην κοινωνίας και να αποτελεί το πεδίο αυτοπραγμάτωσης, προσωπικής ολοκλήρωσης και δημιουργικότητας του κάθε ανθρώπου. Ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τα εργαλεία και τις μηχανές και η συνεχής οριοθέτηση και επιλογή του παραγωγικού προϊόντος από την ίδια την ενδιαφερόμενη συλλογικότητα μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών συνιστούν την ουσία των νέων εργασιακών δομών (δημοκρατικές κολλεκτίβες, αλληλέγγυοι συναιτερισμοί, οριζόντιες συνελέυσεις παραγωγών). Νέοι τρόποι διανομής των αγαθών και μοιράσματος του πλούτου μπορούν να συγκροτήσουν μια οικονομία της αλληλοβοήθειας και της συνεργατικότητας. Τέτοιου είδους βάσεις στηρίζουν τον απεγκλωβισμό μας από τις ανυπέρβλητες (μέχρι σήμερα) αξίες της διαιωνιζόμενης Μεγέθυνσης, της Προόδου και της κυριάρχησης επί της φύσης και της κατασπατάλησης των πόρων της, στο δρόμο για την υιοθέτηση νέων σχέσεων με βάση την απο-ανάπτυξη.
Αν, όπως υποστηρίζουμε, στη σημερινή πολύ δύσκολη περίοδο μπορέσει να συγκροτηθεί ένα κίνημα προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης των θεσμισμένων μορφών εργασίας και παραγωγής και της δημιουργίας πειραμάτων αυτοδιαχείρισης, αυτό θα χρειαστεί να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά (πολύ παραπέρα από τα έως τώρα κυρίαρχα αντικαπιταλιστικά υποδείγματα) και να θέσει νέα ερωτήματα πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Αν διαθέτουμε μια στοιχειώδη συνέπεια και υπευθυνότητα, δεν μπορούμε να κρύβουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει ριζική αλλαγή στην παραγωγή χωρίς μια επανανοηματοδότηση της εργασίας˙ και η τελευταία είναι αδύνατη δίχως την αμφισβήτηση και την συνολική επαναθεμελίωση της τεχνικής, στη οποία εγγράφονται οι τεχνικές παραγωγής, η τεχνολογία, η ποιότητα των προϊόντων, οι μορφές πολύτου, ο βαθμός εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, οι χρονικότητες της εργασιακής ζωής, αλλά και η ίδια η συγκρότηση των αναγκών και των επιθυμιών μας.
Ακόμα παραπέρα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εργασία, που είναι μία μόνο από τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, έχει αυτονομηθεί, λειτουργώντας κατά κάποιον (δήθεν ορθολογικό) τρόπο «απο-κοινωνικοποιημένα». Η ανάπτυξη «αυτόνομων» ζωνών κοινωνικού πειραματισμού ή χώρων «οικονομικής χειραφέτησης» δε φτάνει από μόνη της για να κάνει τη ζημιά στον καπιταλισμό[3]. Οι οριζόντιες, αντιιεραρχικές και δημοκρατικές δομές των κολλεκτίβων που (έστω και σε εμβρυακό επίπεδο) δημιουργούνται χρειάζεται να πλαισιωθούν από τις ανάλογες κινήσεις σε κάθε περιοχή (τοπικές συνελεύσεις, δίκτυα αλληλεγγύης, χαριστικά παζάρια, πρωτοβουλίες γειτονιάς, σωματεία βάσης κ.λπ.), ώστε να κοινωνικοποιηθούν με την ευρύτερη έννοια του όρου. Μια τέτοια διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασιακής ζωής θα αποσκοπεί σε ένα άνοιγμα και σε άλλες δραστηριότητες μιας γειτονιάς, ενός δήμου ή του χωριού και της πόλης, όπως είναι η ψυχαγωγία, οι γιορτές, τα λαϊκά έθιμα, η καλλιτεχνική δημιουργία, η εκπαίδευση των παιδιών[4]. Έτσι, η δουλειά, ως χώρος και ως δραστηριότητα, αφενός θα επανασυνδεθεί με τις υπόλοιπες αφηγήσεις της κοινωνικής ζωής ενός τόπου και αφετέρου θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα είδος σχολείου ισότητας, αλληλεγγύης και υπευθυνότητας για τους ανθρώπους[5]. Η ισότητα στη λήψη των αποφάσεων και των εισοδημάτων και η κυκλικότητα στην ανάθεση των καθηκόντων μπορεί να τροφοδοτήσει μια αντίστοιχη δημοκρατική κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά.
Το στοίχημα της εξόδου από τον καπιταλισμό είναι να εμπλουτισθεί έμπρακτα η κριτική στον ετερόνομο τρόπο σκέψης και πράξης με ένα θετικό πολιτικό πρόταγμα που θα οδηγήσει σε μια χειμαρρώδη φαντασιακή και θεσμική δημιουργία. Το πρόταγμα αυτό δεν μπορεί να εισαχθεί απλά, με ένα τεχνικό τρόπο, ως συνταγή στα βάσανα και τα αδιέξοδά μας. Το ζήτημα είναι να μπορέσει να αποτελέσει έμπνευση για ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής από τις αξίες της αλληλέγγυας κοινωνικότητας και της αναστοχαζόμενης σκέψης και πράξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
[1] Σύμφωνα με την έκφραση του Paul Ariès.
[2] Βλ. την ανάλυση του Αλέν Μεϊγιάρ, «Ε.Π. Τόμσον: αναζητώντας έναν άλλο κοινωνικό χρόνο», Πρόταγμα, τ.1, Δεκέμβριος 2010.
[3] Όπως αναφέρουν και οι συμμετέχοντες σε μια τέτοια προσπάθεια αυτοδιαχείρισης: «Ζητούμενο δεν είναι η αναπαραγωγή ή καλύτερα ο επαναπροσδιορισμός της μορφής και των περιεχομένων της αυτοαπασχόλησης μέσα από τέτοιου είδους εγχειρήματα. Ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των εγχειρημάτων αυτών ως ξεκάθαρο πρόταγμα και η δόμηση των προϋποθέσεων για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής με το μοντέλο της γενικευμένης αυτοδιαχείρισης-κολεκτιβοποίησης» (Κολλεκτίβα Ζερμινάλ, 09/12/11, βλ. http://kolektivagerminal.blogspot.gr/).
[4] Αναφερόμαστε σε μια βασική κοινωνική αρχή -η οποία (παρα)βιάστηκε από τη βιομηχανική κοινωνία και σχεδόν εξαφανίζεται στη σημερινή αυτοματοποιημένη καταναλωτική κοινωνία- που συνδέει άμεσα τη σφαίρα της εργασίας με τη γενικότερη συλλογική ζωή μιας κοινότητας ανθρώπων. Χωρίς να εξιδανικεύουμε τους παλαιότερους τρόπους θέσμισης ή να προτρέπουμε σε μια επιστροφή σε αυτού του είδους την οργάνωση της ζωής, πιστεύουμε ότι μια νέα αντίληψη γύρω από αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να περιλαμβάνει την επανασύνδεση «εργασίας» και «ζωής».
[5] Όπως πολύ ωραία αναφέρει ο Κριστόφ Ντεζούρ, στο κείμενο που έχουμε μεταφράσει για το παρόν τεύχος: «Στο βαθμό που συνεπάγεται τον εθελούσιο συντονισμό των συμμετεχόντων, η εργασία ωθεί επίσης τους εργαζόμενους να ασχοληθούν με τη δημιουργία κανόνων που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη ρύθμιση της εργασίας αλλά και με την οργάνωση της ανθρώπινης συνύπαρξης. Διότι δουλεύω δε σημαίνει μόνο καταπιάνομαι με μια δραστηριότητα, σημαίνει επίσης ότι συνάπτω δεσμούς με τους γύρω μου».
Περισσότερα στο: http://protagma.wordpress.com/