Της Χριστίνας Τσαμουρά
«Όπως στη ρωμαϊκή εποχή έτσι και σήμερα η συμμετοχή στη res publica είναι κατά κανόνα ζήτημα συμπόρευσης και οι χώροι για μια τέτοια δημόσια ζωή –όπως και η πόλη– βρίσκονται σε παρακμή». [1] Ο δήμαρχος του Βύρωνα, Ν. Χαρδαλιάς, επιβεβαιώνοντας στο μέτρο που του αντιστοιχεί τη διαπίστωση του Σένετ, άφησε τους δημόσιους χώρους του Βύρωνα να παρακμάσουν έως σήψης, στερώντας τους τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως τέτοιοι. Και όταν βρέθηκαν κάτοικοι της γειτονιάς διαθέσιμοι και ικανοί να αντιστρέψουν έμπρακτα τη διαδικασία αποτελμάτωσης, τότε αποφάσισε να τους ιδιωτικοποιήσει.
Στα μέσα του Οκτώβρη του 2011 το Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα προχώρησε σε κατάληψη ενός κλειστού, παρατημένου κι εγκαταλελειμμένου δημοτικού αναψυκτηρίου που βρίσκεται στο Αλσάκι της Αγ. Τριάδας: τη «Λαμπηδόνα». Σπρώχτηκε στην πρακτική αυτή, προκειμένου να στεγάσει τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις για ένα πλούσιο διήμερο Φεστιβάλ άνευ εισιτηρίου, καθώς στη γειτονιά δεν έχει μείνει ίχνος δημόσιου χώρου για τέτοιες ανάγκες. Είχε προηγηθεί, βεβαίως, άρνηση του Δήμου να παραχωρήσει το χώρο (αν και κλειστός) διά της τυπικής οδού και η δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ βρισκόταν «στον αέρα» εξαιτίας της εξελισσόμενης φθινοπωρινής κακοκαιρίας. Μαυρίλα, κρύο και ένας ουρανός που από στιγμή σε στιγμή υποσχόταν να ρίξει καρέκλες, απειλούσε με ματαίωση εκθέσεις, προβολές, συναυλίες, συζητήσεις και συλλογική κουζίνα.
Ταυτόχρονα όμως απειλούσε με ματαίωση τη συλλογική επιθυμία όσων συνεργάστηκαν για τη δημιουργία του Φεστιβάλ (και όσων το επισκέφτηκαν) να υπάρξουν στη δημόσια σφαίρα της γειτονιάς με το δικό τους τρόπο και το δικό τους λόγο. Δεν ξέρω ποια ματαίωση από τις δύο θα ήταν η πιο βαριά, αλλά προς τιμήν τους οι κάτοικοι επέλεξαν να μη γευτούν καμία, προχωρώντας στην κατάληψη του χώρου.
Έστιν ουν δημόσιος χώρος…
Ένα «αυτόματο» πρώτο σχόλιο στο πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής σκέψης είναι προφανώς το: «Μπράβο στους κατοίκους που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, είπαν ΟΧΙ στις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων χώρων και διεκδικούν εμπράκτως έναν απ’ αυτούς». Είναι η σημαντική σκοπιά που θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Δεν Ανήκει σε Ιδιώτες. Ο αγώνας αυτός κορυφώνεται τις μέρες τούτες, καθώς ο Δήμαρχος προκήρυξε διαγωνισμό εκμίσθωσης της δημοτικής και αυτοδιαχειριζόμενης πλέον «Λαμπηδόνας» σε ιδιώτη (5 Δεκεμβρίου του 2012). Επειδή όμως απ’ τη σκοπιά αυτή ήδη έχουν λεχθεί πολλά και θα συνεχίσουν να λέγονται, όσο η κρίση θα επιταχύνει το κάθε μορφής «ξεπούλημα» ή «μοσχοπούλημα» της δημόσιας/δημοτικής περιουσίας και των δημόσιων/δημοτικών αγαθών– αξίζει ίσως να ασχοληθεί κανείς για λίγο με μια άλλη πλευρά του ζητήματος. Μια οπτική που, παραμερίζοντας προς στιγμήν το ιδιοκτησιακό καθεστώς, θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Παράγει και Στεγάζει Δημόσιο Βίο.
Από μια τέτοια αφετηρία ένα ενδεχόμενο «μπράβο στους κατοίκους» θα ξεδίπλωνε μια σειρά από άλλα «που»:
• Μπράβο, λοιπόν, που λένε όχι στην ιδιώτευση, που αρνούνται εμπράκτως την ιδιωτική διαβίωση ως αυτοσκοπό της ύπαρξης, που απορρίπτουν την κοινή πεποίθηση πως το να ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του, την οικογένεια και τους στενούς του φίλους είναι τρόπος ζωής που πραγματικά τον ωφελεί, που αμφισβητούν τη–μαζική στη δυτική, καταναλωτική κοινωνία–αυταπάτη ότι μπορεί κανείς να εξελίσσεται υγιώς ως άτομο και μέλος μιας γειτονιάς, μιας πόλης, μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες και την κατάσταση του ευρύτερου περίγυρου που τον περιβάλλει, απλώς καταναλώνοντας προϊόντα βυθισμένος στη φαντασιακή «ασφάλεια» που του υπόσχεται ο καναπές…
• Μπράβο που δίνουν πίσω στο δημόσιο χώρο την πολιτισμική ουσία του δημόσιου χαρακτήρα του: όπου άνθρωποι, σε πρώτη φάση ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους, βρίσκουν λόγους και τρόπους να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν, βρίσκουν το χαμένο μέσα στις δεκαετίες καπιταλιστικής και νεοφιλελεύθερης σκέψης νόημα στο να προσφέρουν το χρόνο τους «αφιλοκερδώς», βρίσκουν κίνητρο στο να προβαίνουν σε αμοιβαίες δεσμεύσεις χωρίς «χρηματική ανταπόδοση», βρίσκουν ενδιαφέρον στο να συμπράξουν σε στόχους που δεν ανήκουν «στα του οίκου τους», ξαναβρίσκουν με άλλα λόγια το –χαμένο– «νόημα» στο να «συμμετέχουν στα κοινά».
• Εν ολίγοις, μπράβο που δημιουργούν σε ένα παλιό, εγκαταλειμμένο, δημόσιο αναψυκτήριο, που σάπιζε, όρους και προϋποθέσεις να ξαναγεννηθεί δημόσια ζωή, ίσως η πιο σημαντική και πιο παρηκμασμένη στο δυτικό πολιτισμό σφαίρα δράσης των κατοίκων μιας πόλης.
«Πολιτισμός» με τη βαθύτερη έννοια
Υπ’ αυτό το πρίσμα το Κοινωνικό – Πολιτιστικό Κέντρο του Βύρωνα –και όλες οι αντίστοιχες κινήσεις για δημιουργία τοπικών/συνοικιακών αυτοδιαχειριζόμενων χώρων σε δημοτικές, μαραζωμένες εγκαταστάσεις– φέρνει απείρως μεγαλύτερο κέρδος στην κοινότητα, απ’ ό,τι τα αμφίβολα ευρώ της όποιας «εκμίσθωσής» τους . Κι ακόμη κι αν δεν το δηλώνουν, τέτοια «κέντρα» πολιτών είναι εντελώς «πολιτικά», καθώς με την ίδια τους την ύπαρξη και το περιεχόμενό τους δρουν ανταγωνιστικά προς την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική, που βρίσκεται σε ανοιχτό πλέον πόλεμο με το δημόσιο χώρο, με όποιον τρόπο κι αν επιλέξει κανείς να τον ορίσει. Επίσης, είναι «κέντρα» πέρα για πέρα «πολιτισμικά», με τη βαθύτερη έννοια του όρου, αφού παρεμβαίνουν έμπρακτα στον παγιωμένο «τρόπο ζωής» του κέντρου και των συνοικιών μιας δυτικής μητρόπολης σε κρίση, όπως η Αθήνα, απαξιώνουν την «παντοδυναμία του χρήματος», μπαίνουν σφήνα στη «δημόσια αποχαύνωση», γίνονται «ζωντανά» πεδία διαμόρφωσης «κοινής γνώμης» υπονομεύοντας το μονοπώλιο της τηλεόρασης, τροποποιούν τις «κοσμοθεωρίες του καναπέ» και αλλάζουν την εικόνα των εμπλεκομένων για το «τι εστί ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα» παρέχοντάς τους επαρκείς λόγους να βγουν απ’ το σπίτι.
Η αλήθεια είναι εκεί έξω…
Από εκφυλισμένη, βαρετή, τυπολατρική, παθητική, συμβατική, «στημένη» και ανούσια, η δημόσια ζωή μοιάζει δειλά δειλά να κερδίζει τη ρημαγμένη γοητεία της στα μάτια αρκετών ανθρώπων, που παλεύουν με νύχια και δόντια να της βρουν ελεύθερους δημόσιους χώρους για να τη «στεγάσουν»... Το ποιοι , πότε και πώς τη ρήμαξαν είναι μια ολόκληρη συζήτηση που αξίζει κάποτε να ανοίξει. Το σίγουρο είναι ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και τις πρώτες του 21ουαιώ., όπως καυτηριάζει ο Σένετ, «μάζες ανθρώπων ασχολούνταν με τις μεμονωμένες βιογραφίες τους όσο ποτέ άλλοτε» πιστεύοντας ότι η ενασχόλησή τους αυτή συνιστά «απελευθέρωση του ατόμου».
Όμως, το ζοφερό τοπίο της απύθμενης κρίσης με τρόπο σοκαριστικό ανατρέπει παλιές βεβαιότητες. Υπάρχει κάτι που συνδέει τις εντυπωσιακά μαζικές λαϊκές συνελεύσεις του προπέρσινου καλοκαιριού, που έδωσαν στην Πλατεία Συντάγματος μια άλλη διάσταση της χρήσης της πλατείας (πέρα από την εμπορική), τις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών (που επίσης ανέδειξαν τις συνοικιακές πλατείες ως χώρους παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα) και την ανοιχτή συνέλευση της δημοτικής Λαμπηδόνας , για την οποία δίνουν μάχη σήμερα οι κάτοικοι να μην ιδιωτικοποιηθεί, προκειμένου να συνεχίζουν να στεγάζουν εκεί συζητήσεις, εκδηλώσεις, δράσεις πολιτισμού και αλληλεγγύης; Ναι! Ότι καταγράφεται σταθερά μια εναγώνια προσπάθεια του «πλήθους», του «λαού», της «κοινωνίας», «της κοινότητας» ή όπως θέλετε πείτε το, να βρει το νέο εκείνο κανάλι που οδηγεί από την «ιδιωτική σφαίρα» στη «δημόσια» και να του εξασφαλίσει ελεύθερο ζωτικό χώρο. Καινούριες πολυπληθείς ομάδες κόσμου επανακάμπτουν σταθερά στο προσκήνιο της πόλης των μνημονίων διεκδικώντας με νέες φόρμες και άλλους κώδικες δημόσιο χώρο, δημόσιο λόγο και δημόσια παρέμβαση.
Φαίνεται πως στις μέρες μας αρκετοί είναι εκείνοι που υποπτεύονται πως η «βιογραφία», αν θέλει να υπάρξει –ακόμη και ως μεμονωμένη– οφείλει να βρει τρόπους να καταστεί πρώτ’ απ’ όλα συλλογική. Και δημόσιους χώρους να στεγάζεται. Κι αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος να μην περάσουν αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις.
Σημείωση
1. Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στο δυτικό πολιτισμό
Πηγή: rednotebook.gr
«Όπως στη ρωμαϊκή εποχή έτσι και σήμερα η συμμετοχή στη res publica είναι κατά κανόνα ζήτημα συμπόρευσης και οι χώροι για μια τέτοια δημόσια ζωή –όπως και η πόλη– βρίσκονται σε παρακμή». [1] Ο δήμαρχος του Βύρωνα, Ν. Χαρδαλιάς, επιβεβαιώνοντας στο μέτρο που του αντιστοιχεί τη διαπίστωση του Σένετ, άφησε τους δημόσιους χώρους του Βύρωνα να παρακμάσουν έως σήψης, στερώντας τους τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως τέτοιοι. Και όταν βρέθηκαν κάτοικοι της γειτονιάς διαθέσιμοι και ικανοί να αντιστρέψουν έμπρακτα τη διαδικασία αποτελμάτωσης, τότε αποφάσισε να τους ιδιωτικοποιήσει.
Στα μέσα του Οκτώβρη του 2011 το Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα προχώρησε σε κατάληψη ενός κλειστού, παρατημένου κι εγκαταλελειμμένου δημοτικού αναψυκτηρίου που βρίσκεται στο Αλσάκι της Αγ. Τριάδας: τη «Λαμπηδόνα». Σπρώχτηκε στην πρακτική αυτή, προκειμένου να στεγάσει τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις για ένα πλούσιο διήμερο Φεστιβάλ άνευ εισιτηρίου, καθώς στη γειτονιά δεν έχει μείνει ίχνος δημόσιου χώρου για τέτοιες ανάγκες. Είχε προηγηθεί, βεβαίως, άρνηση του Δήμου να παραχωρήσει το χώρο (αν και κλειστός) διά της τυπικής οδού και η δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ βρισκόταν «στον αέρα» εξαιτίας της εξελισσόμενης φθινοπωρινής κακοκαιρίας. Μαυρίλα, κρύο και ένας ουρανός που από στιγμή σε στιγμή υποσχόταν να ρίξει καρέκλες, απειλούσε με ματαίωση εκθέσεις, προβολές, συναυλίες, συζητήσεις και συλλογική κουζίνα.
Ταυτόχρονα όμως απειλούσε με ματαίωση τη συλλογική επιθυμία όσων συνεργάστηκαν για τη δημιουργία του Φεστιβάλ (και όσων το επισκέφτηκαν) να υπάρξουν στη δημόσια σφαίρα της γειτονιάς με το δικό τους τρόπο και το δικό τους λόγο. Δεν ξέρω ποια ματαίωση από τις δύο θα ήταν η πιο βαριά, αλλά προς τιμήν τους οι κάτοικοι επέλεξαν να μη γευτούν καμία, προχωρώντας στην κατάληψη του χώρου.
Έστιν ουν δημόσιος χώρος…
Ένα «αυτόματο» πρώτο σχόλιο στο πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής σκέψης είναι προφανώς το: «Μπράβο στους κατοίκους που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, είπαν ΟΧΙ στις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων χώρων και διεκδικούν εμπράκτως έναν απ’ αυτούς». Είναι η σημαντική σκοπιά που θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Δεν Ανήκει σε Ιδιώτες. Ο αγώνας αυτός κορυφώνεται τις μέρες τούτες, καθώς ο Δήμαρχος προκήρυξε διαγωνισμό εκμίσθωσης της δημοτικής και αυτοδιαχειριζόμενης πλέον «Λαμπηδόνας» σε ιδιώτη (5 Δεκεμβρίου του 2012). Επειδή όμως απ’ τη σκοπιά αυτή ήδη έχουν λεχθεί πολλά και θα συνεχίσουν να λέγονται, όσο η κρίση θα επιταχύνει το κάθε μορφής «ξεπούλημα» ή «μοσχοπούλημα» της δημόσιας/δημοτικής περιουσίας και των δημόσιων/δημοτικών αγαθών– αξίζει ίσως να ασχοληθεί κανείς για λίγο με μια άλλη πλευρά του ζητήματος. Μια οπτική που, παραμερίζοντας προς στιγμήν το ιδιοκτησιακό καθεστώς, θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Παράγει και Στεγάζει Δημόσιο Βίο.
Από μια τέτοια αφετηρία ένα ενδεχόμενο «μπράβο στους κατοίκους» θα ξεδίπλωνε μια σειρά από άλλα «που»:
• Μπράβο, λοιπόν, που λένε όχι στην ιδιώτευση, που αρνούνται εμπράκτως την ιδιωτική διαβίωση ως αυτοσκοπό της ύπαρξης, που απορρίπτουν την κοινή πεποίθηση πως το να ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του, την οικογένεια και τους στενούς του φίλους είναι τρόπος ζωής που πραγματικά τον ωφελεί, που αμφισβητούν τη–μαζική στη δυτική, καταναλωτική κοινωνία–αυταπάτη ότι μπορεί κανείς να εξελίσσεται υγιώς ως άτομο και μέλος μιας γειτονιάς, μιας πόλης, μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες και την κατάσταση του ευρύτερου περίγυρου που τον περιβάλλει, απλώς καταναλώνοντας προϊόντα βυθισμένος στη φαντασιακή «ασφάλεια» που του υπόσχεται ο καναπές…
• Μπράβο που δίνουν πίσω στο δημόσιο χώρο την πολιτισμική ουσία του δημόσιου χαρακτήρα του: όπου άνθρωποι, σε πρώτη φάση ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους, βρίσκουν λόγους και τρόπους να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν, βρίσκουν το χαμένο μέσα στις δεκαετίες καπιταλιστικής και νεοφιλελεύθερης σκέψης νόημα στο να προσφέρουν το χρόνο τους «αφιλοκερδώς», βρίσκουν κίνητρο στο να προβαίνουν σε αμοιβαίες δεσμεύσεις χωρίς «χρηματική ανταπόδοση», βρίσκουν ενδιαφέρον στο να συμπράξουν σε στόχους που δεν ανήκουν «στα του οίκου τους», ξαναβρίσκουν με άλλα λόγια το –χαμένο– «νόημα» στο να «συμμετέχουν στα κοινά».
• Εν ολίγοις, μπράβο που δημιουργούν σε ένα παλιό, εγκαταλειμμένο, δημόσιο αναψυκτήριο, που σάπιζε, όρους και προϋποθέσεις να ξαναγεννηθεί δημόσια ζωή, ίσως η πιο σημαντική και πιο παρηκμασμένη στο δυτικό πολιτισμό σφαίρα δράσης των κατοίκων μιας πόλης.
«Πολιτισμός» με τη βαθύτερη έννοια
Υπ’ αυτό το πρίσμα το Κοινωνικό – Πολιτιστικό Κέντρο του Βύρωνα –και όλες οι αντίστοιχες κινήσεις για δημιουργία τοπικών/συνοικιακών αυτοδιαχειριζόμενων χώρων σε δημοτικές, μαραζωμένες εγκαταστάσεις– φέρνει απείρως μεγαλύτερο κέρδος στην κοινότητα, απ’ ό,τι τα αμφίβολα ευρώ της όποιας «εκμίσθωσής» τους . Κι ακόμη κι αν δεν το δηλώνουν, τέτοια «κέντρα» πολιτών είναι εντελώς «πολιτικά», καθώς με την ίδια τους την ύπαρξη και το περιεχόμενό τους δρουν ανταγωνιστικά προς την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική, που βρίσκεται σε ανοιχτό πλέον πόλεμο με το δημόσιο χώρο, με όποιον τρόπο κι αν επιλέξει κανείς να τον ορίσει. Επίσης, είναι «κέντρα» πέρα για πέρα «πολιτισμικά», με τη βαθύτερη έννοια του όρου, αφού παρεμβαίνουν έμπρακτα στον παγιωμένο «τρόπο ζωής» του κέντρου και των συνοικιών μιας δυτικής μητρόπολης σε κρίση, όπως η Αθήνα, απαξιώνουν την «παντοδυναμία του χρήματος», μπαίνουν σφήνα στη «δημόσια αποχαύνωση», γίνονται «ζωντανά» πεδία διαμόρφωσης «κοινής γνώμης» υπονομεύοντας το μονοπώλιο της τηλεόρασης, τροποποιούν τις «κοσμοθεωρίες του καναπέ» και αλλάζουν την εικόνα των εμπλεκομένων για το «τι εστί ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα» παρέχοντάς τους επαρκείς λόγους να βγουν απ’ το σπίτι.
Η αλήθεια είναι εκεί έξω…
Από εκφυλισμένη, βαρετή, τυπολατρική, παθητική, συμβατική, «στημένη» και ανούσια, η δημόσια ζωή μοιάζει δειλά δειλά να κερδίζει τη ρημαγμένη γοητεία της στα μάτια αρκετών ανθρώπων, που παλεύουν με νύχια και δόντια να της βρουν ελεύθερους δημόσιους χώρους για να τη «στεγάσουν»... Το ποιοι , πότε και πώς τη ρήμαξαν είναι μια ολόκληρη συζήτηση που αξίζει κάποτε να ανοίξει. Το σίγουρο είναι ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και τις πρώτες του 21ουαιώ., όπως καυτηριάζει ο Σένετ, «μάζες ανθρώπων ασχολούνταν με τις μεμονωμένες βιογραφίες τους όσο ποτέ άλλοτε» πιστεύοντας ότι η ενασχόλησή τους αυτή συνιστά «απελευθέρωση του ατόμου».
Όμως, το ζοφερό τοπίο της απύθμενης κρίσης με τρόπο σοκαριστικό ανατρέπει παλιές βεβαιότητες. Υπάρχει κάτι που συνδέει τις εντυπωσιακά μαζικές λαϊκές συνελεύσεις του προπέρσινου καλοκαιριού, που έδωσαν στην Πλατεία Συντάγματος μια άλλη διάσταση της χρήσης της πλατείας (πέρα από την εμπορική), τις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών (που επίσης ανέδειξαν τις συνοικιακές πλατείες ως χώρους παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα) και την ανοιχτή συνέλευση της δημοτικής Λαμπηδόνας , για την οποία δίνουν μάχη σήμερα οι κάτοικοι να μην ιδιωτικοποιηθεί, προκειμένου να συνεχίζουν να στεγάζουν εκεί συζητήσεις, εκδηλώσεις, δράσεις πολιτισμού και αλληλεγγύης; Ναι! Ότι καταγράφεται σταθερά μια εναγώνια προσπάθεια του «πλήθους», του «λαού», της «κοινωνίας», «της κοινότητας» ή όπως θέλετε πείτε το, να βρει το νέο εκείνο κανάλι που οδηγεί από την «ιδιωτική σφαίρα» στη «δημόσια» και να του εξασφαλίσει ελεύθερο ζωτικό χώρο. Καινούριες πολυπληθείς ομάδες κόσμου επανακάμπτουν σταθερά στο προσκήνιο της πόλης των μνημονίων διεκδικώντας με νέες φόρμες και άλλους κώδικες δημόσιο χώρο, δημόσιο λόγο και δημόσια παρέμβαση.
Φαίνεται πως στις μέρες μας αρκετοί είναι εκείνοι που υποπτεύονται πως η «βιογραφία», αν θέλει να υπάρξει –ακόμη και ως μεμονωμένη– οφείλει να βρει τρόπους να καταστεί πρώτ’ απ’ όλα συλλογική. Και δημόσιους χώρους να στεγάζεται. Κι αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος να μην περάσουν αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις.
Σημείωση
1. Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στο δυτικό πολιτισμό
Πηγή: rednotebook.gr
- Πορεία διαμαρτυρίας ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης του Κοινωνικού και Πολιτιστικού Κέντρου Βύρωνα και εκμίσθωσης του αναψυκτηρίου της Λαμπηδόνας Πέμπτη 29/11 και ώρα 7:00 μμ στο χώρο της Λαμπηδόνας
- Παράσταση διαμαρτυρίας και ακύρωση του διαγωνισμού για την εκμίσθωση του αναψυκτηρίου της Λαμπηδόνας Τετάρτη 5/12 ώρα 8.30 πμ μπροστά από το Δημαρχείο Βύρωνα.