Το βασικό διακύβευμα της εποχής, υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να συνοψιστεί στην εξής περιγραφή: η συγκυρία στην οποία εισέρχονται σταδιακά οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζεται από μια βασική και προς το παρόν αξεπέραστη αντίφαση ανάμεσα, αφενός, στη διαιώνιση της κοινωνίας της κατανάλωσης σε φαντασιακό επίπεδο (δηλαδή ως εικόνας, επιθυμητού στόχου και επίσημης «ιδεολογίας» των σύγχρονων κοινωνιών, η οποία διαμορφώνει τα άτομα στην καθημερινή ζωή και τον «ελεύθερο χρόνο» τους) και τη συρρίκνωση, από την άλλη πλευρά, των οικονομικών βάσεων μιας τέτοιας κοινωνίας, μέσω της φτωχοποίησης των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων των δυτικών πληθυσμών. Με άλλα λόγια, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα ρήγμα ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο αναθρέφονται και διαμορφώνονται σε πολιτιστικό και ανθρωπολογικό επίπεδο τα άτομα που απαρτίζουν τις σημερινές κοινωνίες (μέσω, δηλαδή, της μαζικής κουλτούρας που προάγει έναν καταναλωτικό ευδαιμονισμό της ευκολίας, της άμεσης και υποχρεωτικής ικανοποίησης των επιθυμιών μας και της υπέρβασης κάθε μορφής ορίου, διαμέσου των πολυπλόκαμων καναλιών της: τηλεόραση, διαδίκτυο, γκάτζετς κ.λπ.) και τον τρόπο με τον οποίο καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε «υλικό» επίπεδο (συμπίεση των μισθών, επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, εκτίναξη της ανεργίας κ.λπ.).
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν διάφοροι επίδοξοι σταλινομαοϊκοί Ρομπέν των Δασών, όπως ένας ήρωας με κολάν ονόματι Α. Μ., που θεωρεί ότι το «πνεύμα» του καπιταλισμού είναι απλώς μια ιδεολογία, την οποία οι κυρίαρχες ολιγαρχίες μπορούν να αλλάζουν κατά βούληση, προκειμένου να χειραγωγούν αναλόγως τις μάζες[1]. Αυτές οι παλαιοαλτουσεριανές αντιλήψεις συγκαλύπτουν το ουσιώδες κάθε πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης: το γεγονός, με άλλα λόγια, ότι μια κοινωνική θέσμιση είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ιδεολογία, από μια «ψευδή συνείδηση» τεχνηέντως καλλιεργημένη από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη με σκοπό την εκμετάλλευση των κατώτερων στρωμάτων. Μια κοινωνική θέσμιση μπορεί και διαιωνίζεται, ακριβώς επειδή οι θεσμοί διαμορφώνουν τα άτομα με τρόπο ώστε αυτά να αντιστοιχούν στις κυρίαρχες σημασίες της κοινωνίας, να τις εσωτερικεύουν και να «πιστεύουν» σε αυτές. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και θεσμοί που επιβάλλονται από τα πάνω, από ένα σημείο κι έπειτα αναπαράγονται αυτόματα, εφόσον ριζώνουν στο κοινωνικό σώμα και καταφέρνουν να ενσαρκώνονται από τις επόμενες γενιές που εισέρχονται στην κοινωνία.
Εν προκειμένω, δε βλέπουμε τα μέτρα λιτότητας που υιοθετούνται πλέον όλο και περισσότερο μέσα στον δυτικό κόσμο να τροποποιούν την επίσημη «ιδεολογία» του καπιταλισμού. Δε βλέπουμε να περνάμε σε κάποιο είδος περιορισμού των υπερβολών της μαζικής κουλτούρας και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται το σύγχρονο άτομο, ούτε να γίνεται από κανέναν λόγος για την ανάγκη επιβολής ορίων. Το πολύ πολύ να πουν ορισμένοι ότι η κοινωνία της κατανάλωσης τέλειωσε για τα χαμηλότερα στρώματα, με την έννοια ότι δε θα έχουν πλέον την υλική δυνατότητα κατανάλωσης.
Ωστόσο η εξάρτηση του σύγχρονου ατόμου από το φαντασιακό της κατανάλωσης παραμένει ισχυρή, ανεξαρτήτως των υλικών του δυνατοτήτων του καθενός. Τάσεις όπως ο «καλπάζων υλισμός μέσα στις φτωχές κοινότητες» (που εκφράζεται με φαινόμενα όπως το λεγόμενο «βίαιο shopping» που παρατηρήθηκε τον περασμένο Αύγουστο κατά τις ταραχές στο Βόρειο Λονδίνο και άλλες βρετανικές πόλεις[2] ή η νεόπλουτη κουλτούρα του rap κ.λπ.) συνιστούν χαρακτηριστικές πτυχές αυτής της περίεργης κατάστασης όπου η καταναλωτική επιθυμία συνεχίζει να εκτρέφεται μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης υλικής στέρησης, οδηγώντας φυσικά σε ένα διαρκές υπαρξιακό δράμα και καθημερινό αδιέξοδο. Μπορεί μεν ο απότομος χαρακτήρας της αλλαγής στην ελληνική περίπτωση να δίνει την εντύπωση -ή ακόμα και να συντείνει προς την κατεύθυνση- μιας επίλυσης της αντίφασης προς όφελος ενός μοντέλου επιβεβλημένης και αναγκαστικής ολιγάρκειας, ωστόσο στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά[3]. Βλέπουμε μάλιστα ότι η ιδέα της ολιγάρκειας χρησιμοποιείται από το σύγχρονο μάρκετινγκ προκειμένου να προσαρμόσει την καταναλωτική παραγωγή στα νέα δεδομένα. Όπως διαβάζουμε, π.χ., σε ένα άρθρο του Economist, όλο και περισσότερο διαδίδονται πλέον και εντός του Πρώτου Κόσμου οι ιδέες της λεγόμενης «ολιγαρκούς κατανάλωσης», την οποία έχουν επεξεργαστεί οι ειδικοί του μάνατζμεντ στις λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες», με σκοπό να παράγουν φθηνά προϊόντα, προσιτά στις μειωμένες οικονομικές δυνατότητες των πληθυσμών αυτών των χωρών. «Η Δύση είναι καταδικασμένη σε μια μακρά περίοδο λιτότητας, καθώς η μεσαία τάξη συνθλίβεται και οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις δαπάνες. Περίπου 50 εκατομμύρια αμερικανοί δεν έχουν ιατρική ασφάλιση, ενώ άλλα 60 δε διαθέτουν σταθερό τραπεζικό λογαριασμό. Αυτές οι κατηγορίες έχουν άμεση ανάγκη νέων τρόπων για την εξοικονόμηση χρημάτων»[4]. Μια από τις λύσεις που συζητούνται, σύμφωνα με το περιοδικό, είναι αυτό το νέο είδος φτηνής κατανάλωσης, που μέχρι τώρα προοριζόταν κυρίως για τις «αναπτυσσόμενες» χώρες. Παραλλαγή αυτής της διεξόδου, θα μπορούσε να είναι -σύμφωνα και με το έγκυρο φαληρικό συγκρότημα του ΣΚΑΪ- η εξαπλώμενη χρήση οικολογικών αγαθών στη μόδα, η επονομαζόμενη και recolution, καθώς, όπως πληροφορούμαστε, «το δίκαιο εμπόριο αποτελεί στοιχείο που προσελκύει ολοένα και περισσότερους “ψαγμένους” καταναλωτές».
Αν επιμένουμε τόσο σε αυτό το σημείο, είναι γιατί πιστεύουμε ότι καθιστά το βασικό διακύβευμα της περιόδου, που θα καθορίσει την εξέλιξη των επόμενων δεκαετιών. Ο τρόπος με τον οποίο θα «επιλυθεί» σε πρακτικό επίπεδο αυτή η αντίφαση θα καθορίσει και τις μορφές που θα πάρει η έξοδος από τη σημερινή «κρίση». Χωρίς να θέλουμε να προβούμε σε προφητείες και προβλέψεις, είμαστε, ωστόσο, υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να υπογραμμίσουμε ότι οι προοπτικές δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες σε ό,τι αφορά στο πρόταγμα της αυτονομίας, δηλαδή στο πρόταγμα ενός δημοκρατικού αυτομετασχηματισμού των κοινωνιών μας. Το φαινόμενο των αυτοκτονιών, εξαιτίας των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, που πήρε προβολή μετά την αυτοκτονία του 77χρονου πρώην φαρμακοποιού, Δημήτρη Χριστούλα, και του δασκάλου (και συνδικαλιστή), Σάββα Μετοικίδη, συνιστά, υπό αυτή την άποψη, ένα εξόχως σημαντικό φαινόμενο, που δείχνει με τι τρόπο επιλέγει ο κόσμος να αντιδράσει στα αδιέξοδα που βιώνει, όταν δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό κίνημα, κανένας, ουσιαστικά, κοινωνικός δεσμός, ικανός να εμπνεύσει μια προσπάθεια συλλογικής κινητοποίησης και αντίστασης[5].
[1] Radical Desire, «Η πανουργία του Λόγου, ή, περί περιβλήματος, καρπού και εξόχως διασκεδαστικής ιστορίας του καπιταλισμού» (http://radicaldesire.blogspot.fr/2010/02/blog-post_21.html). Πρόκειται για μία μόνο από τις περσόνες μιας πρόσφατης μετενσάρκωσης του πνεύματος του γνήσιου μπολσεβικισμού, η οποία τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιεί ένα άλλο άβαταρ, το Leninreloaded (http://leninreloaded.blogspot.com/).
[2] N. Lawson, «“Violent shopping”: the riots and consummer capitalism» [«“Βίαιο shopping”: οι εξεγέρσεις και ο καταναλωτικός καπιταλισμός»], http://www.opendemocracy.net/ourkingdom/neal-lawson/violent-shopping-riots-and-consumer-capitalism.
[3] «Σε μια χώρα που πλέον η μεσαία τάξη προλεταριοποιείται, ενώ μεγάλο μέρος της αστικής τάξης θα χάσει τα κεφάλαιά του (καταστροφή κεφαλαίων με το κούρεμα) και έχει μέσα της βαθιά έχει σβήσει το όνειρο της ταξικής αναβάθμισης (και αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια) φυσικά ένα Κλικ τύπου Κωστόπουλου, δεν θα είχε καμία τύχη για τον απλούστατο λόγο ότι όταν το παιδί στο σχολείο κάνει βερεσέ στο κυλικείο (μου το είπε φύλακας του σχολείου της γειτονιάς μου), δεν θα κάτσει να δει τι μάρκα φούτερ θα βάλει ούτε σε πια πίστα θα πάει πρώτο τραπέζι... Με τόσο μεγάλη οικονομική κρίση ούτε τους αστούς και τους έχοντες φράγκα δεν θα απασχολεί το lifestyle πλέον. Η υπερκατανάλωση έσβησε και το παραμύθι ότι στον καπιταλισμό μπορούμε όλοι να γίνουμε πλούσιοι και Ζεν Πρεμιέ ή Ρίτες Χέιγουορθ […] τελείωσε οριστικά» διαβάζουμε σε ένα διαδικτυακό σχόλιο σχετικά με την Πτώση του βασιλιά του βλαχογκλάμουρ, Π. Κωστόπουλου (σχόλιο στο άρθρο του Α. Τερζόπουλου, «Ο Θάνατος και η ζωή του Κλικ», στην ιστοσελίδα www.klik.gr). Ωστόσο αυτός ο συλλογισμός είναι λιγάκι απλοϊκός, διότι, ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες υλικής ανέχειας, βλέπουμε ότι οι διάδοχοι της κωστοπουλικής ιδεολογίας, δηλαδή έντυπα όπως η Athens Voice, η Lifo κ.λπ., που προπαγανδίζουν ένα μοντέλο πιο εκλεπτυσμένης και λιγότερο κραυγαλέας κατανάλωσης, τα πάνε μια χαρά.
[4] “Asian innovation. Frugal ideas are spreading from East to West”, The Economist, 24/3/2012.
[5] Σχετικά με την πολιτική σημασία των αυτοκτονιών μέσα στη σημερινή Δύση, βλ. και την ανάλυση του Κριστόφ Ντεζούρ (στο κείμενό του που δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος) αναφορικά προς το κύμα των αυτοκτονιών σε ορισμένες γαλλικές επιχειρήσεις.
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα υποκεφάλαιο στο γενικότερο κείμενο:
"Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει"
της Πολιτικής Ομάδας για την Αυτονομία
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν διάφοροι επίδοξοι σταλινομαοϊκοί Ρομπέν των Δασών, όπως ένας ήρωας με κολάν ονόματι Α. Μ., που θεωρεί ότι το «πνεύμα» του καπιταλισμού είναι απλώς μια ιδεολογία, την οποία οι κυρίαρχες ολιγαρχίες μπορούν να αλλάζουν κατά βούληση, προκειμένου να χειραγωγούν αναλόγως τις μάζες[1]. Αυτές οι παλαιοαλτουσεριανές αντιλήψεις συγκαλύπτουν το ουσιώδες κάθε πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης: το γεγονός, με άλλα λόγια, ότι μια κοινωνική θέσμιση είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ιδεολογία, από μια «ψευδή συνείδηση» τεχνηέντως καλλιεργημένη από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη με σκοπό την εκμετάλλευση των κατώτερων στρωμάτων. Μια κοινωνική θέσμιση μπορεί και διαιωνίζεται, ακριβώς επειδή οι θεσμοί διαμορφώνουν τα άτομα με τρόπο ώστε αυτά να αντιστοιχούν στις κυρίαρχες σημασίες της κοινωνίας, να τις εσωτερικεύουν και να «πιστεύουν» σε αυτές. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και θεσμοί που επιβάλλονται από τα πάνω, από ένα σημείο κι έπειτα αναπαράγονται αυτόματα, εφόσον ριζώνουν στο κοινωνικό σώμα και καταφέρνουν να ενσαρκώνονται από τις επόμενες γενιές που εισέρχονται στην κοινωνία.
Εν προκειμένω, δε βλέπουμε τα μέτρα λιτότητας που υιοθετούνται πλέον όλο και περισσότερο μέσα στον δυτικό κόσμο να τροποποιούν την επίσημη «ιδεολογία» του καπιταλισμού. Δε βλέπουμε να περνάμε σε κάποιο είδος περιορισμού των υπερβολών της μαζικής κουλτούρας και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται το σύγχρονο άτομο, ούτε να γίνεται από κανέναν λόγος για την ανάγκη επιβολής ορίων. Το πολύ πολύ να πουν ορισμένοι ότι η κοινωνία της κατανάλωσης τέλειωσε για τα χαμηλότερα στρώματα, με την έννοια ότι δε θα έχουν πλέον την υλική δυνατότητα κατανάλωσης.
Ωστόσο η εξάρτηση του σύγχρονου ατόμου από το φαντασιακό της κατανάλωσης παραμένει ισχυρή, ανεξαρτήτως των υλικών του δυνατοτήτων του καθενός. Τάσεις όπως ο «καλπάζων υλισμός μέσα στις φτωχές κοινότητες» (που εκφράζεται με φαινόμενα όπως το λεγόμενο «βίαιο shopping» που παρατηρήθηκε τον περασμένο Αύγουστο κατά τις ταραχές στο Βόρειο Λονδίνο και άλλες βρετανικές πόλεις[2] ή η νεόπλουτη κουλτούρα του rap κ.λπ.) συνιστούν χαρακτηριστικές πτυχές αυτής της περίεργης κατάστασης όπου η καταναλωτική επιθυμία συνεχίζει να εκτρέφεται μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης υλικής στέρησης, οδηγώντας φυσικά σε ένα διαρκές υπαρξιακό δράμα και καθημερινό αδιέξοδο. Μπορεί μεν ο απότομος χαρακτήρας της αλλαγής στην ελληνική περίπτωση να δίνει την εντύπωση -ή ακόμα και να συντείνει προς την κατεύθυνση- μιας επίλυσης της αντίφασης προς όφελος ενός μοντέλου επιβεβλημένης και αναγκαστικής ολιγάρκειας, ωστόσο στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά[3]. Βλέπουμε μάλιστα ότι η ιδέα της ολιγάρκειας χρησιμοποιείται από το σύγχρονο μάρκετινγκ προκειμένου να προσαρμόσει την καταναλωτική παραγωγή στα νέα δεδομένα. Όπως διαβάζουμε, π.χ., σε ένα άρθρο του Economist, όλο και περισσότερο διαδίδονται πλέον και εντός του Πρώτου Κόσμου οι ιδέες της λεγόμενης «ολιγαρκούς κατανάλωσης», την οποία έχουν επεξεργαστεί οι ειδικοί του μάνατζμεντ στις λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες», με σκοπό να παράγουν φθηνά προϊόντα, προσιτά στις μειωμένες οικονομικές δυνατότητες των πληθυσμών αυτών των χωρών. «Η Δύση είναι καταδικασμένη σε μια μακρά περίοδο λιτότητας, καθώς η μεσαία τάξη συνθλίβεται και οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις δαπάνες. Περίπου 50 εκατομμύρια αμερικανοί δεν έχουν ιατρική ασφάλιση, ενώ άλλα 60 δε διαθέτουν σταθερό τραπεζικό λογαριασμό. Αυτές οι κατηγορίες έχουν άμεση ανάγκη νέων τρόπων για την εξοικονόμηση χρημάτων»[4]. Μια από τις λύσεις που συζητούνται, σύμφωνα με το περιοδικό, είναι αυτό το νέο είδος φτηνής κατανάλωσης, που μέχρι τώρα προοριζόταν κυρίως για τις «αναπτυσσόμενες» χώρες. Παραλλαγή αυτής της διεξόδου, θα μπορούσε να είναι -σύμφωνα και με το έγκυρο φαληρικό συγκρότημα του ΣΚΑΪ- η εξαπλώμενη χρήση οικολογικών αγαθών στη μόδα, η επονομαζόμενη και recolution, καθώς, όπως πληροφορούμαστε, «το δίκαιο εμπόριο αποτελεί στοιχείο που προσελκύει ολοένα και περισσότερους “ψαγμένους” καταναλωτές».
Αν επιμένουμε τόσο σε αυτό το σημείο, είναι γιατί πιστεύουμε ότι καθιστά το βασικό διακύβευμα της περιόδου, που θα καθορίσει την εξέλιξη των επόμενων δεκαετιών. Ο τρόπος με τον οποίο θα «επιλυθεί» σε πρακτικό επίπεδο αυτή η αντίφαση θα καθορίσει και τις μορφές που θα πάρει η έξοδος από τη σημερινή «κρίση». Χωρίς να θέλουμε να προβούμε σε προφητείες και προβλέψεις, είμαστε, ωστόσο, υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να υπογραμμίσουμε ότι οι προοπτικές δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες σε ό,τι αφορά στο πρόταγμα της αυτονομίας, δηλαδή στο πρόταγμα ενός δημοκρατικού αυτομετασχηματισμού των κοινωνιών μας. Το φαινόμενο των αυτοκτονιών, εξαιτίας των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, που πήρε προβολή μετά την αυτοκτονία του 77χρονου πρώην φαρμακοποιού, Δημήτρη Χριστούλα, και του δασκάλου (και συνδικαλιστή), Σάββα Μετοικίδη, συνιστά, υπό αυτή την άποψη, ένα εξόχως σημαντικό φαινόμενο, που δείχνει με τι τρόπο επιλέγει ο κόσμος να αντιδράσει στα αδιέξοδα που βιώνει, όταν δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό κίνημα, κανένας, ουσιαστικά, κοινωνικός δεσμός, ικανός να εμπνεύσει μια προσπάθεια συλλογικής κινητοποίησης και αντίστασης[5].
[1] Radical Desire, «Η πανουργία του Λόγου, ή, περί περιβλήματος, καρπού και εξόχως διασκεδαστικής ιστορίας του καπιταλισμού» (http://radicaldesire.blogspot.fr/2010/02/blog-post_21.html). Πρόκειται για μία μόνο από τις περσόνες μιας πρόσφατης μετενσάρκωσης του πνεύματος του γνήσιου μπολσεβικισμού, η οποία τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιεί ένα άλλο άβαταρ, το Leninreloaded (http://leninreloaded.blogspot.com/).
[2] N. Lawson, «“Violent shopping”: the riots and consummer capitalism» [«“Βίαιο shopping”: οι εξεγέρσεις και ο καταναλωτικός καπιταλισμός»], http://www.opendemocracy.net/ourkingdom/neal-lawson/violent-shopping-riots-and-consumer-capitalism.
[3] «Σε μια χώρα που πλέον η μεσαία τάξη προλεταριοποιείται, ενώ μεγάλο μέρος της αστικής τάξης θα χάσει τα κεφάλαιά του (καταστροφή κεφαλαίων με το κούρεμα) και έχει μέσα της βαθιά έχει σβήσει το όνειρο της ταξικής αναβάθμισης (και αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια) φυσικά ένα Κλικ τύπου Κωστόπουλου, δεν θα είχε καμία τύχη για τον απλούστατο λόγο ότι όταν το παιδί στο σχολείο κάνει βερεσέ στο κυλικείο (μου το είπε φύλακας του σχολείου της γειτονιάς μου), δεν θα κάτσει να δει τι μάρκα φούτερ θα βάλει ούτε σε πια πίστα θα πάει πρώτο τραπέζι... Με τόσο μεγάλη οικονομική κρίση ούτε τους αστούς και τους έχοντες φράγκα δεν θα απασχολεί το lifestyle πλέον. Η υπερκατανάλωση έσβησε και το παραμύθι ότι στον καπιταλισμό μπορούμε όλοι να γίνουμε πλούσιοι και Ζεν Πρεμιέ ή Ρίτες Χέιγουορθ […] τελείωσε οριστικά» διαβάζουμε σε ένα διαδικτυακό σχόλιο σχετικά με την Πτώση του βασιλιά του βλαχογκλάμουρ, Π. Κωστόπουλου (σχόλιο στο άρθρο του Α. Τερζόπουλου, «Ο Θάνατος και η ζωή του Κλικ», στην ιστοσελίδα www.klik.gr). Ωστόσο αυτός ο συλλογισμός είναι λιγάκι απλοϊκός, διότι, ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες υλικής ανέχειας, βλέπουμε ότι οι διάδοχοι της κωστοπουλικής ιδεολογίας, δηλαδή έντυπα όπως η Athens Voice, η Lifo κ.λπ., που προπαγανδίζουν ένα μοντέλο πιο εκλεπτυσμένης και λιγότερο κραυγαλέας κατανάλωσης, τα πάνε μια χαρά.
[4] “Asian innovation. Frugal ideas are spreading from East to West”, The Economist, 24/3/2012.
[5] Σχετικά με την πολιτική σημασία των αυτοκτονιών μέσα στη σημερινή Δύση, βλ. και την ανάλυση του Κριστόφ Ντεζούρ (στο κείμενό του που δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος) αναφορικά προς το κύμα των αυτοκτονιών σε ορισμένες γαλλικές επιχειρήσεις.
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα υποκεφάλαιο στο γενικότερο κείμενο:
"Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει"
της Πολιτικής Ομάδας για την Αυτονομία