Και στα τρία βασικά μεγέθη (μεταβολή του ΑΕΠ, κεφαλαιακό απόθεμα, παραγωγικότητα) σε όλες τις χώρες υπάρχει μια διαρκώς φθίνουσα πορεία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα πως αναδύεται ένα σημαντικό πρόβλημα στη σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Το πρόβλημα αυτό δε φαίνεται να επιλύεται ούτε μέσω της υιοθέτησης των χαμηλών μισθών και του περιορισμού της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Πράγματι τα στοιχεία φανερώνουν πως οι μισθοί και η ιδιωτική κατανάλωση ακολουθούν μια σταθερή πτωτική πορεία. Αυτό φανερώνει πως το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών και αν συνεχίζει να υπάρχει οφείλεται στο γεγονός πως όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου. Το πρόβλημα δεν επιλύθηκε ούτε ύστερα από την εφαρμογή των λεγόμενων μεταφορντικών μορφών οργάνωσης της εργασίας αλλά ούτε και μέσω της εισαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.
Παρατηρούμε π.χ. πως και στις τρεις βασικές καπιταλιστικές χώρες
ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και στους δύο τομείς (ποσοστά κέρδους και η εξέλιξη του συνολικού εργασιακού ) τα ποσοστά κερδοφορίας ποτέ δεν κατορθώνουν να φτάσουν τα επίπεδα της δεκαετίας του '60. Βέβαια, για ορισμένες περιόδους, υπάρχει μια ανάκαμψη, αποτέλεσμα των πολιτικών που προαναφέραμε, ωστόσο αυτή είτε είναι παροδική είτε δε φτάνει τα μεγέθη της δεκαετίας του '60.
Όλα αυτά οδηγούσαν στη ανάγκη για την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Αυτό που έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση ήταν η λεγόμενη χρηματιστικοποίηση. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά : α) τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν επενδύσεις βάση αδιανέμητων κερδών καθώς και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δικό τους λογαριασμό β) την κατεύθυνση των τραπεζών προς την πραγματοποίηση κερδών από συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές καθώς και από το δανεισμό σε ιδιώτες γ) την αυξανόμενη συμμετοχή των εργαζομένων και των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές τόσο για να δανειστούν όσο και για να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους (Λαπαβίτσας 2012: 35) Το αποτέλεσμα ήταν τα τελευταία 30 χρόνια ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων προς το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει τριπλασιαστεί από 1,5 σε 4,5 (Fine 2011: 21). Απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει την εξέλιξη που πήρε η χρηματιστικοποίηση ήταν και η λεγόμενη «απελευθέρωση» των τραπεζικών αγορών- συνέπεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Από εκεί και πέρα συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες όπως η χρησιμοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η δημιουργία των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, η αύξηση του σωρευτικού όγκου των τόκων, η αύξηση της τιμής των μετοχών, η αύξηση του διανεμόμενου ύψους των μερισμάτων στους μετόχους κ.α.
Η εμπέδωση της χρηματιστικοποίησης έγινε με δύο τρόπους. Ο πρώτος είχε να κάνει με τη σχέση τραπεζών και πάσης φύσεως ιδιωτών. Οι επιχειρήσεις, αφού σε πρώτο χρόνο είχαν καταθέσει τα κέρδη τους, σε δεύτερο χρόνο αγόραζαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και τα νοικοκυριά σύναπταν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν κατοικίες και προϊόντα από τους μισθούς τους. Στην τάση αυτή συνέβαλε η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που υιοθέτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη διάρκεια των ετών 2001- 2003. Δημιουργήθηκε έτσι μια φούσκα την οποία ενίσχυσε η εισροή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες κάτω από τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς διατηρούσαν τα αποθεματικά τους σε δολάρια (Λαπαβίτσας 2012: 35- 36). Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση του δανεισμού και η μετατροπή των δανείων σε ειδικά ομόλογα που αγοράστηκαν από μια σειρά από καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες). Αρχικά αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αφού σε περίπτωση που κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες αυτό δεν θα επιβάρυνε ένα πιστωτικό ίδρυμα αφού το ρίσκο είχε μοιραστεί μεταξύ διαφορετικών αγοραστών ομολόγων. Ωστόσο όταν άρχισαν να καταρρέουν οι τιμές των ακινήτων, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων, τότε έγινε σαφές πως το σύστημα είχε διπλό πρόβλημα: από τη μια δεν ήταν σαφές ποιος είχε στην κατοχή του τα προβληματικά δάνεια με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να εκτιμήσουν τη φερεγγυότητα του κάθε πελάτη και τελικά έπαψαν να δανείζουν σε όλους. Από την άλλη η γενικευμένη αυτή ασάφεια έκανε το λόγο αποθεματικά προς δάνεια να χάσει το νόημά του καθώς επίσης και ο λόγος κεφαλαίων/ δανείων με συνέπεια οι τράπεζες να μην μπορούν να παρακολουθούν το ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης (Γκαργκάνας 2010: 40- 41). Οι αθετήσεις πληρωμών ξεκίνησαν από εκείνους που είχαν την πιο περιορισμένη δυνατότητα να εξυπηρετούν τα ενυπόθηκα χρέη, γεγονός που γέμισε με ακίνητα τις τράπεζες, έριξε την αξία τους και αυτό μεταβιβάστηκε στα νέα τραπεζικά παράγωγα. Στη συνέχεια η κρίση αυτή μεταφέρθηκε και σε αυτούς που είχαν μεγαλύτερη ικανότητα ακριβώς επειδή οι υποθήκες των ακινήτων τους έχασαν σταδιακά σημαντικό τμήμα της αρχικής τους αξίας (Wolff 2011: 65). Γι αυτό η κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ όπου οι τράπεζες ήταν πιο εκτεθειμένες στα διάφορα τραπεζικά παράγωγα.
Ο δεύτερος τρόπος είχε να κάνει με το διευρυμένο δανεισμό των κρατών. Η προσπάθεια των κρατών, ως συλλογικών καπιταλιστών, στο να αυξήσουν την κερδοφορία των εγχώριων κεφαλαίων, οδήγησε στο να υπάρξει μια πολύ μεγάλη αύξηση των δημόσιων δαπανών. Με τα ποσά αυτά το κράτος αγόραζε τις υπηρεσίες και τα καταναλωτικά αγαθά που του πουλούσαν οι ιδιώτες επιχειρηματίες. Αυτό οδήγησε σε μία αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων η οποία αντισταθμιζόταν μέσω της προσφυγής στο δανεισμό του κράτους. Επειδή η κερδοφορία δεν ανέκαμπτε η κατάσταση αυτή διαιωνιζόταν. Ήταν θέμα χρόνου οι πιο αδύναμες οικονομίες να βρεθούν σε δυσκολία εξυπηρέτησης αυτού του χρέους.
Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί, και σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, είναι πως η χρηματιστικοποίηση συνδέεται με τη διατήρηση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, πράγμα που οφείλεται σε δύο λόγους: αφενός στο ότι οι ΗΠΑ παρέμειναν η χώρα με την μεγαλύτερη παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών του G7 και αφετέρου στην αναμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ και στην αντίστοιχη γεωπολιτική επιρροή. Η βαρύτητα αυτή του δολαρίου είναι που εξηγεί γιατί παρά την κρίση του 2007-2008 οι ΗΠΑ δεν κατέρρευσαν. Όχι μόνο δεν είδαμε ενορχηστρωμένε επιθέσεις εναντίον του δολαρίου αλλά αντίθετα υπήρξαν συντονισμένες προσπάθειες για να διατηρηθεί η αξία του από χώρες που συνέχισαν να το διατηρούν ως αποθεματικό νόμισμα (Fine 2011: 24 ). Και γι' αυτό οι επιπτώσεις από την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ είχαν και σημαντικές επιπτώσεις και στον ευρωπαϊκό χώρο προκαλώντας την κατάρρευση της συνολικής ζήτησης κατά ένα μέρος μέσω των επενδύσεων και κατά ένα μέρος μέσω των εξαγωγών. Ειδικά η Γερμανία επλήγη πολύ σοβαρά γιατί από τη μια περιορίστηκαν οι εξαγωγές της στις εκτός ΕΕ χώρες και από την άλλη γιατί οι τράπεζές της βρέθηκαν εκτεθειμένες σε επισφαλή τιτλοποιημένα χρέη (Λαπαβίτσας 2012: 36).
β) Η κρίση στην ΕΕ και στην ΟΝΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα είχε καταλάβει πως βρισκόταν σε δυσκολία να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους δυτικούς οικονομικούς πόλους (Β. Αμερική, Ιαπωνία) καθώς και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, χώρες της ΝΑ Ασίας). Για το λόγο αυτό υιοθέτησε τη Στρατηγική της Λισσαβόνας η οποία αποσκοπούσε σε μια συντονισμένη προσπάθεια ακόμα μεγαλύτερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό της. Ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν οι ευρωπαϊκές ελίτ ενώ η χρήση του ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης περιέπλεξε ακόμα περισσότερα τα πράγματα. Κι αυτό γιατί οι πολύ μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης λειτούργησαν υπονομευτικά για τις οικονομίες των χωρών αυτών. Η έλευση της κρίσης και στην ευρωπαϊκή οικονομία έπληξε τις περισσότερες χώρες εντός και εκτός της Ευρωζώνης, αν και με διαφορετικό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, για την ώρα, οι πιο πληγμένες είναι είτε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Ρουμανία, Λετονία) είτε χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία).
Το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις δεδομένου πως οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά βάση συναλλάσσονται μεταξύ τους και η διάχυση των πιέσεων από τη μια στην άλλη έγινε γρήγορα εμφανής. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των νέων οικονομικών ανταγωνιστών (κυρίως Κίνα, Ινδία, Ρωσία) δυσχέραινε την επίλυση της κρίσης μέσω της εξωστρεφούς επέκτασης. Η μεγάλη φιλοδοξία που ήταν η ανάδειξη του ευρώ σε παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, άρα και προφυλαγμένου από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο- οικονομικά προιόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, , και το γιεν στο 2,9%. (Μελάς 2010: 35).
Ακόμα και η Γερμανία που θεωρείται η πιο ισχυρή οικονομική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εμφανίσει σημάδια κόπωσης. Αυτό μόνο ως ένα βαθμό οφείλεται στη δυσκολία που υπήρξε στο να ενσωματωθεί το παραγωγικό δυναμικό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Στην πραγματικότητα το γεγονός του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος, πέραν της υψηλής παραγωγικότητας σε ορισμένους τομείς, σημαντικό ρόλο είχε και η μείωση του εργατικού εισοδήματος η οποία έδρασε ως μηχανισμός εσωτερικής υποτίμησης. Το ζήτημα είναι πως η μείωση των αμοιβών λειτούργησε ως κίνητρο για τους γερμανούς εργαζόμενους στο να αποταμιεύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ' ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τ' ότι περιορίστηκαν οι άμεσες εγχώριες επενδύσεις είχε ως αποτέλεσμα οι γερμανικές τράπεζες να βρεθούν με αυξημένη ρευστότητα σε ισχυρό νόμισμα. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της ρευστότητας κατευθύνθηκε σε επισφαλή τραπεζικά παράγωγα σε διάφορες χώρες με συνέπεια η έναρξη της κρίσης να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στη γερμανική οικονομία (Λένης 2011: 26- 27).
γ) Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού
Το πρόβλημα ελληνικής οικονομίας είναι πως χρόνιες υστερήσεις του ελληνικού καπιταλισμού ήρθαν στην επιφάνεια με την εκδήλωση γενικευμένης κρίσης που λόγω της έντασής της η Ελλάδα θα οδηγηθεί στη ραγδαία μείωση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί: α) σε μια περίοδο διεθνοποίησης οι σχηματισμοί με χαμηλοί παραγωγικότητα βρίσκονται σε δυσχερή θέση β) η οικοδομή ως ατμομηχανή της ανάπτυξης έφτασε στα όριά της (ούτε νέα μεγάλα έργα είναι εύκολο να γίνουν ούτε υπάρχει η δυνατότητα να κατασκευαστούν περισσότερες κατοικίες και κτίρια) γ) ο ελληνικός εφοπλισμός, ο ατσάλινος βραχίονας του ελληνικού καπιταλισμού, δέχθηκε σημαντικό πλήγμα δεδομένου ότι η παγκόσμια κρίση περιόρισε τη ζήτηση και κατά συνέπεια τις διεθνείς μεταφορές δ) οι χαμηλοί μισθοί του ελληνικού εργατικού δυναμικού και η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών δεν επαρκούσαν για να ανασχέσουν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα το 2009 περιοριζόταν στο 59,2% της αμερικάνικης, όταν η αντίστοιχη Γερμανική βρίσκεται στο 92,9%, και με την εξαίρεση της Πορτογαλίας υπολείπεται από όλες τις χώρες της ΟΝΕ-12. Το αποτέλεσμα ήταν τα ήδη υψηλά ελλείμματα στα ισοζύγια να εκτοξευτούν μέσα σε μια δεκαετία. Το 1998 το έλλειμμα του ελληνικού εμπορικού ισοζυγίου ήταν 12,18% του ΑΕΠ ενώ η ΕΕ10 (πλην Βελγίου/ Λουξεμβούργου) παρουσιάζει πλεόνασμα 2,09% του ΑΕΠ. Το 2008 το εμπορικό έλλειμμα έχει φτάσει στο 18,42% ενώ στην ΕΕ12 υπάρχει ελαφρύ πλεόνασμα της τάξης του 0,21%. Αντίστοιχα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το έλλειμμα για την Ελλάδα ήταν 2,70% το 1998 ενώ στην Ε10 υπήρχε ελαφρύ πλεόνασμα 0,65%. Δέκα χρόνια μετά, το 2008, το ελληνικό έλλειμμα ήταν 14,55% και το έλλειμμα της ΕΕ2 0,72% (Βλάχου/ Λαμπρινίδης: 233). Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η χαμηλή χρήση της τεχνολογίας. Η ένταση τεχνολογίας των ελληνικών εξαγωγών είναι χαμηλή ως μέτρια και η χρήση της καινοτομίας είναι ενώ οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Επίσης η παραγωγικότητα επηρεαζόταν από σοβαρές ελλείψεις σε βασικές υποδομές στον τομέα της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών. Τέλος ρόλο έπαιξαν και τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού στην δεκαετία 2001- 2010: 3,1% για την Ελλάδα έναντι 2,0 για την ΕΕ12 ((Βλάχου/ Λαμπρινίδης: 245). ε) το ακριβό ευρώ και η παγκόσμια κρίση περιόρισαν τον τουρισμό στ) μια σειρά από φοροαπαλλαγές που δόθηκαν στο κεφάλαιο τα τελευταία χρόνια μείωσαν περαιτέρω τα κρατικά έσοδα. Την περίοδο 1995- 2009 οι δημόσιες δαπάνες στην ΕΕ15 έφταναν κατά μο το 47,7% ενώ τα δημόσια έσοδα το 45,1%, πράγμα που σημάνει πως το δημόσιο έλλειμμα ήταν στο 2,6%. Στην Ελλάδα οι δαπάνες, σε αντιδιαστολή με τη ρητορεία περί σπάταλου κράτους, κινούνταν στο 45,9% αλλά το πρόβλημα ήταν τα έσοδα που περιορίζονταν στο 39,4% με αποτέλεσμα το ετήσια μέσο έλλειμμα για μια δεκαπενταετία έφταναν στο 6,5%. Αυτό συνέβαινε γιατί τα έσοδα από τη φορολογία έφταναν το 27,1% του ΑΕΠ για την ΕΕ12 και μόνο το 21,2% για την Ελλάδα ζ) οι τράπεζες ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες λόγω της πολιτικής υψηλού δανεισμού την οποία υιοθέτησαν τα τελευταία χρόνια.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν να μειωθεί το ΑΕΠ, και κατά συνέπεια να διογκωθεί το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Έχουμε λοιπόν, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, με σχετικά πιο προοδευτικό πολιτικό σκηνικό και ισχυρές εργατικές παραδόσεις η οποία βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Αυτό δεν είναι κάτι που επιθμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Κι αυτό για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονται στην κατοχή των ευρωπαϊκών , κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών β) οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση της χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος δ) Ήταν ευκαιρία να υπάρξει ένας πειραματισμός γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης η εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των ποσοστών κερδοφορίας.
Για τους παραπάνω λόγους η ΕΕ αποφάσισε να «βοηθήσει» την Ελλάδα με τα διάφορα προγράμματα στήριξης. Έτσι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες θα κατορθώσουν να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα τα οποία θα μεταβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στις κεντρικές κρατικές τράπεζες: Στο τέλος του 2009, ο εγχώριος τομέας, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδας είχε στην κατοχή του ομόλογα ονομαστικής αξίας 56,9 δισ. Ευρώ Την ίδια εποχή οι ξένες τράπεζες και λοιποί εξωχώριοι φορείς κατείχαν ομόλογα αξίας 145 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2011, ο εγχώριος τομέας ( τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία) είχε στην κατοχή του 86,2 δισ. ευρώ, δηλαδή επιφορτώθηκε περίπου 25 δισ. ευρώ περισσότερα. Τα ξένα ιδιωτικά συμφέροντα, την ίδια ημερομηνία, είχαν περιορίσει την έκθεσή τους μόλις σε 35 δισ. ευρώ, δηλαδή απαλλάχτηκαν από 110 δισ. ευρώ !
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο κείμενο: "Η εποχή μας" του ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ , διασκευασμένου από τη μεριά μου για τις ανάγκες της ανάρτησης