του Νίκου Ν. Μάλλιαρη
α) Ατομικοποίηση και αυτόνομο υποκείμενο
Η σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, η κοινωνιολογία αλλά και η γενικότερη κυρίαρχη
αντίληψη σχετικά με τις σημερινές κοινωνίες μας λένε ότι αυτές οι τελευταίες είναι
≪ατομικιστικές≫, υπό την έννοια πως καταργούν τις παραδοσιακές, ≪κολεκτιβιστικές≫ δομές, όπου το άτομο ήταν υποταγμένο στην οικογένεια, τη φυλή κ.λπ., δίνοντας του όχι μόνο πλήρη ελευθερία κινήσεων αλλά και μετατρέποντάς το σε κέντρο βάρους της σύγχρονης ιδεολογίας και ηθικής.
Κάθε κοινωνία δημιουργεί το δικό της τύπο ατόμου και ακριβώς το θέμα είναι να
διερευνήσουμε την ανθρωπολογική του σύσταση. Ο σημερινός τύπος ατόμου, όπως είδαμε, ενσαρκώνει τη γενικότερη ανευθυνότητα και έλλειψη συνοχής και προσανατολισμού που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κουλτούρα. Αν εξαιρέσουμε την προφανή απελευθέρωση που προκύπτει από την ανατροπή των παραδοσιακών, αυταρχικών μορφών ηθικής, η ≪ατομικότητά≫ του έγκειται στο ότι η κατάρρευση των συλλογικών αναφορών και των αξιών της κοινωνίας του δίνουν την εντύπωση πως έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει. Η ιδιωτικοποίηση, παράλληλα, των σύγχρονων κοινωνιών, που κάνει τους ανθρώπους να αδιαφορούν για οτιδήποτε υπερβαίνει τον κοντινό τους περίγυρο (οικογένεια, φίλοι, χόμπι κ.λπ.), εντείνει αυτή την αίσθηση ≪ατομικής ελευθερίας≫, ≪ανεξαρτησίας≫ κ.λπ., καθώς απωθεί κάθε μορφή σοβαρής συλλογικής δέσμευσης, απαξιώνοντας την έννοια του καθήκοντος. Πρόκειται για μια εντελώς τυπική αντίληψη περί ≪απελευθέρωσης≫ που απλώς αναπαράγει το φαντασιακό της εκρίζωσης. Η απελευθέρωση ταυτίζεται με την αποκοπή του ατόμου από κάθε είδους συλλογική ένταξη, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ένταξη σε θεσμούς ετερόνομους ή αυτόνομους.
Είναι όμως αυτή μια πραγματική μορφή ατομικότητας, με την έννοια της προώθησης
μιας γνήσιας, έστω και μερικής, αυτονομίας των ατόμων; Προωθεί αυτή η κουλτούρα μια υπεύθυνη και δημιουργική προσωπικότητα; Όπως παρατηρούν δύο κοινωνιολόγοι, ≪μέσα στην υπερκαταναλωτική κοινωνία επιβεβαιώνονται συγχρόνως, από τη μια πλευρά, η αρχή της απόλυτης εξουσίας ως προς τη διαχείριση του εαυτού μας και, από την άλλη, τα φαινόμενα εξάρτησης και αδυναμίας του υποκειμένου≫. Αυτό συμβαίνει, επειδή η εκρίζωση του ατόμου όχι μόνο δε συνιστά μια πραγματική απελευθέρωση αλλά, στην πραγματικότητα, καταστρέφει, σταδιακά και κάθε δυνατότητα μιας πιθανής κατάκτησής της. Η αποκοπή του ατόμου από κάθε είδους συλλογικής ένταξης συνιστά, την ίδια στιγμή, και καταστροφή των πολιτιστικών εφοδίων που επιτρέπουν στο άτομο να καθίσταται αυτόνομο υποκείμενο. Δηλαδή άτομο υπεύθυνο και δημιουργικό, με ικανότητα δέσμευσης και αυτοπειθαρχίας, το οποίο λαμβάνει πρωτοβουλίες και διαθέτει κριτική σκέψη που του
επιτρέπει να αμφισβητεί τις κυρίαρχες αντιλήψεις αλλά και να προσεγγίζει κριτικά τις ίδιες του τις εμμονές και τις προλήψεις. Αυτή η διαμόρφωση δε συμβαίνει μέσα στο κενό, αλλά αποτελεί προϊόν μιας συγκεκριμένης διαδικασίας εκκοινωνισμού, που επιτυγχάνεται μέσα από την ένταξη του ατόμου σε συγκεκριμένους θεσμούς και τη συμμετοχή σε δραστηριότητες και εγχειρήματα συλλογικού τύπου. Είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες που το άτομο μαθαίνει να είναι υπεύθυνο και να αναλαμβάνει ευθύνες και πρωτοβουλίες, διαμορφώνει την προσωπική του σκέψη, μέσω της συζήτησης και της αντιπαράθεσης με άλλες απόψεις, έρχεται σε επαφή με πρότυπα και ιδέες που του επιτρέπουν να βελτιώνεται κ.λπ.
Η αποκοπή, αντίθετα, του ατόμου από κάθε είδους συλλογική ένταξη του στερεί
τα εφόδια που είναι απαραίτητα για να εκφράσει και να πραγματώσει τις όποιες
ικανότητές του. Η ταύτιση της απελευθέρωσης με την ≪ανεξαρτητοποίηση≫ του ατόμου από κάθε είδους ένταξη συνιστά τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ο καλύτερος τρόπος για να μάθει ένα παιδί να κολυμπά δεν είναι να ακολουθήσει κάποιον έμπειρο κολυμβητή, ο οποίος θα τον καθοδηγήσει και θα τον βοηθήσει∙ μάλλον είναι προτιμότερο να το σπρώξουμε με το ζόρι μέσα στην πισίνα, ώστε να βγάλει άκρη μόνο του. Αυτή είναι η περίφημη τάση προς την ≪υπευθυνοποίηση≫ των ατόμων: είσαι άνεργος; Φταις αποκλειστικά και μόνο εσύ, οπότε προσπάθησε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου –και αν δεν τα καταφέρεις, είναι αποκλειστικά δικό σου πρόβλημα. Αυτή η τάση αποτελεί τον πυρήνα των σύγχρονων, μετα-τεϊλορικών εργασιακών μοντέλων. Μέσα σε πολλές σημερινές εταιρίες η εξουσία (power) των διευθυντών αποσυνδέεται από την αυθεντία και το κύρος (authority), δηλαδή από την υπευθυνότητα απέναντι στους υφιστάμενούς τους και από έναν υγιή ≪πατερναλισμό≫. Οι θεσμοί, είτε πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα είτε πρόκειται –όλο και περισσότερο- για το δημόσιο τομέα, καταργούν τον όποιο ≪παιδαγωγικό≫ ή επικουρικό τους ρόλο και μεταθέτουν τις ευθύνες τους στο άτομο: διά βίου μάθηση, αυτό-κατάρτιση κ.λπ. Παράλληλα, στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, η κοινωνικοποίηση των νέων γίνεται όλο και περισσότερο μέσω των διάφορων ≪φυλών≫, μικροομάδων και δικτύων υποκουλτούρας. Το βασικό χαρακτηριστικό όμως αυτών των μικροκοινωνιών είναι ότι λειτουργούν με έναν εξαιρετικά αριστοκρατικό και ιεραρχικό τρόπο, ασχέτως του αν αυτό δε λέγεται ποτέ ρητά: υπάρχει πάντοτε μια μικρή ελίτ και γύρω από αυτήν η μεγάλη μάζα όσων προσπαθούν να τη φτάσουν, όντας όμως καταδικασμένοι να μην τα καταφέρουν ποτέ. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κριτήριο που αποφασίζει για το αν θα καταφέρουμε ή όχι να φτάσουμε την ελίτ –η οποία, φυσικά, δεν παραδέχεται ποτέ ότι είναι τέτοια- δεν είναι η κατοχή μιας γνώσης, μιας τέχνης ή μιας ικανότητας –ενός αντικειμενικά ορίσιμου, με άλλα λόγια, εφοδίου το οποίο, λίγο ως πολύ, όλοι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε –σε διαφορετικό βαθμό, φυσικά-, αν καταβάλλαμε τη σχετική προσπάθεια και αν ακολουθούσαμε την καθοδήγηση κάποιου γνώστη του αντικειμένου. Αντίθετα, όσοι αποτελούν μέρος της ≪ανεπίσημης≫ ελίτ, δεν το οφείλουν σε κάποια συγκεκριμένη ικανότητά τους, όσο στο γεγονός ότι έχουν ένα συγκεκριμένο στυλ, το οποίο, φυσικά, ορίζεται βάσει των καταναλωτικών προτύπων που αντιστοιχούν στην εκάστοτε υποκουλτούρα. Αυτό όμως το ≪στυλ≫ δεν είναι κάτι που μπορείς να το αναλύσεις ορθολογικά και, ως εκ τούτου, να το αποκτήσεις μετά από προσπάθεια. Σε τελική ανάλυση ορισμένοι ≪το ‘χουν≫ και ορισμένοι όχι: αυτή είναι η σύγχρονη ιδεολογία. Αυτή η κατάσταση, που διαιωνίζει την ανισότητα, έχει ως βασική συνέπεια μια βαθειά αυτοενοχοποίηση του ατόμου: όπως οι άνεργοι αρχίζουν πλέον να πιστεύουν, όλο και περισσότερο, ακόμα και έξω από τις ΗΠΑ, ότι είναι ντροπή να μην έχεις δουλειά, αφού είναι αποκλειστικά και μόνο δικό σου το φταίξιμο, έτσι και το μέλος της υποκουλτούρας που δεν ≪το έχει≫, ενοχοποιεί τον εαυτό του για το ότι δε θα μπορέσει ποτέ να ≪το αποκτήσει≫, με αποτέλεσμα να νιώθει ως παρίας.
Όπως όμως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, αυτή η κατάσταση προκαλεί ένα βαθύ ευνουχισμό, ο οποίος καταστρέφει κάθε δυνατότητα υπεύθυνης και ανεξάρτητης δράσης, τσακίζοντας την εμπιστοσύνη του ατόμου στον εαυτό του. Ελλείψει των ≪επίσημων≫ θεσμών ή συλλογικών οργάνων που θα επέτρεπαν στο άτομο να προσπαθήσει –τουλάχιστον- να πετύχει αυτά που θέλει (να βρει δουλειά, να ενταχθεί στην κοινωνική ομάδα που επιθυμεί κ.λπ.), αυτό το τελευταίο παραδίδεται αμαχητί στους διάφορους ≪ειδικούς≫ που του υπόσχονται ότι θα του δείξουν το δρόμο προς την επιτυχία.
Είναι προφανές ότι αυτός ο τύπος ατόμου είναι ένας ετερόνομος τύπος ανθρώπου,
έστω και αν δε μπορεί να αναχθεί στις παραδοσιακές, ≪πειθαρχικές≫ μορφές ετερονομίας. Για εμάς πρόκειται για μια έκπτωση της ατομικότητας, εφόσον η έννοια της ατομικότητας έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία μέσα στα πλαίσια ενός δημοκρατικού προτάγματος.
Η κριτική μας ενάντια στο σύγχρονο ≪ατομικισμό≫ εκκινεί από την ιδέα ότι μια δημοκρατική κοινωνία ενσαρκώνεται στον τύπο ατόμου που ονομάσαμε προηγουμένως αυτόνομο υποκείμενο. Και, όπως είναι φυσικό, οι σύγχρονες κοινωνίες όχι μόνο δεν προωθούν μια τέτοια μορφή υποκειμένου, αλλά, αντίθετα, καταστρέφουν όλο και περισσότερο τις συνθήκες που θα επέτρεπαν μια ενδεχόμενη εμφάνισή του. Αν ο κλασικός, αστικός ατομικισμός της νεοτερικότητας βρισκόταν κοντά στην αυτόνομη υποκειμενικότητα που περιγράφουμε, ως κομμάτι του γενικότερου απελευθερωτικού προτάγματος που εκφράστηκε σε αυτήν την περίοδο της δυτικής ιστορίας, ≪ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο≫
Η ≪αρχή της απόλυτης εξουσίας του ατόμου ως προς τη διαχείριση του εαυτού του≫
τελικά εξαντλείται στο επίπεδο της κατανάλωσης και της επιλογής των διάφορων στυλ ζωής. Κατά τα άλλα αυτό που ευνοείται δεν είναι η πνευματική υπευθυνότητα και η κριτική σκέψη, αλλά αυτός ο έμμεσος κονφορμισμός. ≪Έμμεσος≫, διότι δεν έχει τη μορφή της παραδοσιακής ετερονομίας, όπου το άτομο όφειλε να υποτάσσεται πλήρως στην κυρίαρχη ηθική και ιδεολογία, αλλά, αντίθετα, παίρνει τη μορφή της ≪ελεύθερης≫ ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας.
β) Το παράδειγμα του ανοιχτόμυαλου σεξισμού
Μια σειρά παραλληλισμών μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε την πολιτιστική λογική
των σημερινών κοινωνιών. Η σχέση, για παράδειγμα, που υπάρχει ανάμεσα στην αυτόνομη ή αυτοανακλαστική (κατά την έκφραση του Καστοριάδη) υποκειμενικότητα, το πραγματικά αυτόνομο, με άλλα λόγια, άτομο και το σημερινό ≪ιδιωτικοποιημένο≫ ψευδο-άτομο είναι ανάλογη με αυτήν ανάμεσα σε μια πραγματική απελευθέρωση των γυναικών και αυτό που η Σούζαν Ντάγκλας αποκαλεί ≪ανοιχτόμυαλο σεξισμό≫: σε αμφότερες τις περιπτώσεις η πραγματική ελευθερία και η ουσιαστική απελευθέρωση αντικαθίστανται από μια φαινομενική ελευθερία, που τελικά καταλήγει να ταυτίζεται με την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, δηλαδή, με την ελευθερία που του προσφέρει η σύγχρονη κουλτούρα να ασχολείται διαρκώς με τη διαμόρφωση των στυλ ζωής (lifestyles) με τα οποία προσπαθεί να δομήσει την προσωπική του ταυτότητα, ελλείψει του οποιουδήποτε συλλογικού σημείου
αναφοράς. Η γυναικεία ≪απελευθέρωση≫ που μας προτείνει το σύγχρονο θέαμα συνίσταται, τελικά, στην ελευθερία να χρεώνουμε την πιστωτική μας κάρτα και να κάνουμε πλαστικές εγχειρήσεις χωρίς να νιώθουμε ενοχές. Προφανώς, σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτή η ψευδο-ελευθερία είναι μπλεγμένη με τα κατάλοιπα μιας πραγματικής αλλά όχι ολοκληρωμένης απελευθέρωσης, η οποία επετεύχθη μέσα από τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος αλλά και την καθημερινή πάλη των ανώνυμων γυναικών. Ωστόσο, ελλείψει ενός χειραφετητικού κινήματος που θα μπορούσε να επηρεάζει την πορεία του σύγχρονου κόσμου, το πραγματικά απελευθερωτικό υπόβαθρο εντός του οποίου προέκυψε αυτό το είδος της ≪ελευθερίας≫ (κατάκτηση μιας σημαντικής σεξουαλικής αυτονομίας κ.λπ.) υποχωρεί σταδιακά, χάριν της απόλυτης επικράτησης της καταναλωτικού τύπου ψευδο-ελευθερίας.
γ) Ο «ηδονισμός»
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το σύγχρονο ≪ηδονισμό≫. Η κουλτούρα μας είναι
ηδονιστική σε ένα τυπικό επίπεδο, υπό την έννοια πως έχει καταργηθεί η πουριτανική ηθική της αναβολής των ικανοποιήσεων, της αυτοπειθαρχίας και του καθήκοντος, αφήνοντας τηθέση της σε μια ιδεολογία που επικροτεί και προωθεί την αναζήτηση των απολαύσεων κάθε είδους. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όμως, ο εν λόγω ≪ηδονισμός≫ αποκαλύπτεται άδειος από περιεχόμενο. Μπορεί σήμερα οι άνθρωποι να έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής, αφού δεν υφίστανται πλέον οι αυταρχικές νόρμες που θα ενοχοποιούσαν μια τέτοια συμπεριφορά, ωστόσο αυτά που μας προσφέρει η σημερινή κοινωνία ελάχιστη πραγματική ικανοποίηση προσφέρουν στα άτομα. Μακράν του να είναι
πραγματικά ηδονιστική, η σύγχρονη κουλτούρα μάλλον προωθεί το άγχος και την
αυτοενοχοποίηση, καθώς προπαγανδίζει διαρκώς μια άκρως ηδονιστική συμπεριφορά, η οποία όμως, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να υιοθετηθεί –τουλάχιστον από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού.
Αντίθετα, μέσα στα πλαίσια της κατάρρευσης του νοήματος και των συλλογικών
αναφορών, που επικρατούν σήμερα, το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα διαρκές άγχος, το οποίο αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα όφειλε να διαχειριστεί την αρνητική ελευθερία που του δίνει η κατάρρευση των αυταρχικών μορφών ηθικής. Η αδυναμία όμως να δοθεί κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο σε αυτή την ελευθερία, αφήνει το πεδίο ελεύθερο για την εισβολή της πολιτιστικής βιομηχανίας και της ≪θεραπευτικής≫ κουλτούρας. Έτσι το άτομο βρίσκεται στο έλεος των διάφορων υγιεινιστικών, διατροφικών, ψυχολογικών, σεξουαλικών, ενδυματολογικών κ.λπ. επιταγών, ανίκανο, όλο και περισσότερο να αντισταθεί στους ≪ειδικούς≫ και τους ≪συμβουλευτές≫ κάθε είδους, που θα του υποδείξουν τι είναι must, hot και cool την εκάστοτε σεζόν. Αυτό που περισσότερο από όλα τα άλλα παράγει μια τέτοια κουλτούρα δεν είναι η ικανοποίηση και η ατομική ευτυχία, που θα μπορούσαμε, υποθετικά, να αντλήσουμε μέσα από μια ζωή αφιερωμένη στις απολαύσεις και στις ηδονές∙ είναι, αντίθετα, η διάβρωση της προσωπικότητας του ατόμου, η αποσταθεροποίηση της διανοητικής του συνοχής και η μετατροπή του σε ένα είδος πολιορκούμενου ≪ελάχιστου εαυτού≫ (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Λας), που αναζητεί την ικανοποίηση στις φευγαλέες μικρο-ηδονές που του προσφέρει απλόχερα η καταναλωτική κουλτούρα. Η ηδονή, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, έχει περισσότερο το νόημα ενός προσωρινού αγχολυτικού, που μας βοηθά να διατηρούμε την ψυχική μας ισορροπία κατά την καθημερινή μας ζωή.
Πρόκειται για μια σειρά αναλώσιμων μικρο-ευχαριστήσεων οι οποίες, ως τέτοιες, έχουν ανάγκη διαρκούς ανανέωσης, όπως ακριβώς και τα καταναλωτικά αντικείμενα, που τα αντικαθιστούμε λίγο καιρό μετά την απόκτησή τους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτήν την κατάσταση με το φαινόμενο που ο Βίλχελμ Ράιχ (στη Σεξουαλική επανάσταση) αποκαλούσε νευρωτική πολυγαμία : όπως και τότε, στα πλαίσια του σεξουαλικού πουριτανισμού, μια έλλειψη συμφιλίωσης με τη σεξουαλικότητά μας, μας οδηγούσε σε μια παθολογική συμπεριφορά που προσπαθούσε να παρακάμψει τις αναστολές της μέσα από μια σεξουαλική υπερδραστηριότητα με πολλούς και πολλές συντρόφους, έτσι και ο σύγχρονος ≪ηδονιστής≫ άνθρωπος διατηρεί μια, μάλλον, παθολογική σχέση με τον ηδονιστικό ψυχαναγκασμό.
α) Ατομικοποίηση και αυτόνομο υποκείμενο
Η σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, η κοινωνιολογία αλλά και η γενικότερη κυρίαρχη
αντίληψη σχετικά με τις σημερινές κοινωνίες μας λένε ότι αυτές οι τελευταίες είναι
≪ατομικιστικές≫, υπό την έννοια πως καταργούν τις παραδοσιακές, ≪κολεκτιβιστικές≫ δομές, όπου το άτομο ήταν υποταγμένο στην οικογένεια, τη φυλή κ.λπ., δίνοντας του όχι μόνο πλήρη ελευθερία κινήσεων αλλά και μετατρέποντάς το σε κέντρο βάρους της σύγχρονης ιδεολογίας και ηθικής.
Κάθε κοινωνία δημιουργεί το δικό της τύπο ατόμου και ακριβώς το θέμα είναι να
διερευνήσουμε την ανθρωπολογική του σύσταση. Ο σημερινός τύπος ατόμου, όπως είδαμε, ενσαρκώνει τη γενικότερη ανευθυνότητα και έλλειψη συνοχής και προσανατολισμού που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κουλτούρα. Αν εξαιρέσουμε την προφανή απελευθέρωση που προκύπτει από την ανατροπή των παραδοσιακών, αυταρχικών μορφών ηθικής, η ≪ατομικότητά≫ του έγκειται στο ότι η κατάρρευση των συλλογικών αναφορών και των αξιών της κοινωνίας του δίνουν την εντύπωση πως έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει. Η ιδιωτικοποίηση, παράλληλα, των σύγχρονων κοινωνιών, που κάνει τους ανθρώπους να αδιαφορούν για οτιδήποτε υπερβαίνει τον κοντινό τους περίγυρο (οικογένεια, φίλοι, χόμπι κ.λπ.), εντείνει αυτή την αίσθηση ≪ατομικής ελευθερίας≫, ≪ανεξαρτησίας≫ κ.λπ., καθώς απωθεί κάθε μορφή σοβαρής συλλογικής δέσμευσης, απαξιώνοντας την έννοια του καθήκοντος. Πρόκειται για μια εντελώς τυπική αντίληψη περί ≪απελευθέρωσης≫ που απλώς αναπαράγει το φαντασιακό της εκρίζωσης. Η απελευθέρωση ταυτίζεται με την αποκοπή του ατόμου από κάθε είδους συλλογική ένταξη, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ένταξη σε θεσμούς ετερόνομους ή αυτόνομους.
Είναι όμως αυτή μια πραγματική μορφή ατομικότητας, με την έννοια της προώθησης
μιας γνήσιας, έστω και μερικής, αυτονομίας των ατόμων; Προωθεί αυτή η κουλτούρα μια υπεύθυνη και δημιουργική προσωπικότητα; Όπως παρατηρούν δύο κοινωνιολόγοι, ≪μέσα στην υπερκαταναλωτική κοινωνία επιβεβαιώνονται συγχρόνως, από τη μια πλευρά, η αρχή της απόλυτης εξουσίας ως προς τη διαχείριση του εαυτού μας και, από την άλλη, τα φαινόμενα εξάρτησης και αδυναμίας του υποκειμένου≫. Αυτό συμβαίνει, επειδή η εκρίζωση του ατόμου όχι μόνο δε συνιστά μια πραγματική απελευθέρωση αλλά, στην πραγματικότητα, καταστρέφει, σταδιακά και κάθε δυνατότητα μιας πιθανής κατάκτησής της. Η αποκοπή του ατόμου από κάθε είδους συλλογικής ένταξης συνιστά, την ίδια στιγμή, και καταστροφή των πολιτιστικών εφοδίων που επιτρέπουν στο άτομο να καθίσταται αυτόνομο υποκείμενο. Δηλαδή άτομο υπεύθυνο και δημιουργικό, με ικανότητα δέσμευσης και αυτοπειθαρχίας, το οποίο λαμβάνει πρωτοβουλίες και διαθέτει κριτική σκέψη που του
επιτρέπει να αμφισβητεί τις κυρίαρχες αντιλήψεις αλλά και να προσεγγίζει κριτικά τις ίδιες του τις εμμονές και τις προλήψεις. Αυτή η διαμόρφωση δε συμβαίνει μέσα στο κενό, αλλά αποτελεί προϊόν μιας συγκεκριμένης διαδικασίας εκκοινωνισμού, που επιτυγχάνεται μέσα από την ένταξη του ατόμου σε συγκεκριμένους θεσμούς και τη συμμετοχή σε δραστηριότητες και εγχειρήματα συλλογικού τύπου. Είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες που το άτομο μαθαίνει να είναι υπεύθυνο και να αναλαμβάνει ευθύνες και πρωτοβουλίες, διαμορφώνει την προσωπική του σκέψη, μέσω της συζήτησης και της αντιπαράθεσης με άλλες απόψεις, έρχεται σε επαφή με πρότυπα και ιδέες που του επιτρέπουν να βελτιώνεται κ.λπ.
Η αποκοπή, αντίθετα, του ατόμου από κάθε είδους συλλογική ένταξη του στερεί
τα εφόδια που είναι απαραίτητα για να εκφράσει και να πραγματώσει τις όποιες
ικανότητές του. Η ταύτιση της απελευθέρωσης με την ≪ανεξαρτητοποίηση≫ του ατόμου από κάθε είδους ένταξη συνιστά τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ο καλύτερος τρόπος για να μάθει ένα παιδί να κολυμπά δεν είναι να ακολουθήσει κάποιον έμπειρο κολυμβητή, ο οποίος θα τον καθοδηγήσει και θα τον βοηθήσει∙ μάλλον είναι προτιμότερο να το σπρώξουμε με το ζόρι μέσα στην πισίνα, ώστε να βγάλει άκρη μόνο του. Αυτή είναι η περίφημη τάση προς την ≪υπευθυνοποίηση≫ των ατόμων: είσαι άνεργος; Φταις αποκλειστικά και μόνο εσύ, οπότε προσπάθησε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου –και αν δεν τα καταφέρεις, είναι αποκλειστικά δικό σου πρόβλημα. Αυτή η τάση αποτελεί τον πυρήνα των σύγχρονων, μετα-τεϊλορικών εργασιακών μοντέλων. Μέσα σε πολλές σημερινές εταιρίες η εξουσία (power) των διευθυντών αποσυνδέεται από την αυθεντία και το κύρος (authority), δηλαδή από την υπευθυνότητα απέναντι στους υφιστάμενούς τους και από έναν υγιή ≪πατερναλισμό≫. Οι θεσμοί, είτε πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα είτε πρόκειται –όλο και περισσότερο- για το δημόσιο τομέα, καταργούν τον όποιο ≪παιδαγωγικό≫ ή επικουρικό τους ρόλο και μεταθέτουν τις ευθύνες τους στο άτομο: διά βίου μάθηση, αυτό-κατάρτιση κ.λπ. Παράλληλα, στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, η κοινωνικοποίηση των νέων γίνεται όλο και περισσότερο μέσω των διάφορων ≪φυλών≫, μικροομάδων και δικτύων υποκουλτούρας. Το βασικό χαρακτηριστικό όμως αυτών των μικροκοινωνιών είναι ότι λειτουργούν με έναν εξαιρετικά αριστοκρατικό και ιεραρχικό τρόπο, ασχέτως του αν αυτό δε λέγεται ποτέ ρητά: υπάρχει πάντοτε μια μικρή ελίτ και γύρω από αυτήν η μεγάλη μάζα όσων προσπαθούν να τη φτάσουν, όντας όμως καταδικασμένοι να μην τα καταφέρουν ποτέ. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κριτήριο που αποφασίζει για το αν θα καταφέρουμε ή όχι να φτάσουμε την ελίτ –η οποία, φυσικά, δεν παραδέχεται ποτέ ότι είναι τέτοια- δεν είναι η κατοχή μιας γνώσης, μιας τέχνης ή μιας ικανότητας –ενός αντικειμενικά ορίσιμου, με άλλα λόγια, εφοδίου το οποίο, λίγο ως πολύ, όλοι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε –σε διαφορετικό βαθμό, φυσικά-, αν καταβάλλαμε τη σχετική προσπάθεια και αν ακολουθούσαμε την καθοδήγηση κάποιου γνώστη του αντικειμένου. Αντίθετα, όσοι αποτελούν μέρος της ≪ανεπίσημης≫ ελίτ, δεν το οφείλουν σε κάποια συγκεκριμένη ικανότητά τους, όσο στο γεγονός ότι έχουν ένα συγκεκριμένο στυλ, το οποίο, φυσικά, ορίζεται βάσει των καταναλωτικών προτύπων που αντιστοιχούν στην εκάστοτε υποκουλτούρα. Αυτό όμως το ≪στυλ≫ δεν είναι κάτι που μπορείς να το αναλύσεις ορθολογικά και, ως εκ τούτου, να το αποκτήσεις μετά από προσπάθεια. Σε τελική ανάλυση ορισμένοι ≪το ‘χουν≫ και ορισμένοι όχι: αυτή είναι η σύγχρονη ιδεολογία. Αυτή η κατάσταση, που διαιωνίζει την ανισότητα, έχει ως βασική συνέπεια μια βαθειά αυτοενοχοποίηση του ατόμου: όπως οι άνεργοι αρχίζουν πλέον να πιστεύουν, όλο και περισσότερο, ακόμα και έξω από τις ΗΠΑ, ότι είναι ντροπή να μην έχεις δουλειά, αφού είναι αποκλειστικά και μόνο δικό σου το φταίξιμο, έτσι και το μέλος της υποκουλτούρας που δεν ≪το έχει≫, ενοχοποιεί τον εαυτό του για το ότι δε θα μπορέσει ποτέ να ≪το αποκτήσει≫, με αποτέλεσμα να νιώθει ως παρίας.
Όπως όμως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, αυτή η κατάσταση προκαλεί ένα βαθύ ευνουχισμό, ο οποίος καταστρέφει κάθε δυνατότητα υπεύθυνης και ανεξάρτητης δράσης, τσακίζοντας την εμπιστοσύνη του ατόμου στον εαυτό του. Ελλείψει των ≪επίσημων≫ θεσμών ή συλλογικών οργάνων που θα επέτρεπαν στο άτομο να προσπαθήσει –τουλάχιστον- να πετύχει αυτά που θέλει (να βρει δουλειά, να ενταχθεί στην κοινωνική ομάδα που επιθυμεί κ.λπ.), αυτό το τελευταίο παραδίδεται αμαχητί στους διάφορους ≪ειδικούς≫ που του υπόσχονται ότι θα του δείξουν το δρόμο προς την επιτυχία.
Είναι προφανές ότι αυτός ο τύπος ατόμου είναι ένας ετερόνομος τύπος ανθρώπου,
έστω και αν δε μπορεί να αναχθεί στις παραδοσιακές, ≪πειθαρχικές≫ μορφές ετερονομίας. Για εμάς πρόκειται για μια έκπτωση της ατομικότητας, εφόσον η έννοια της ατομικότητας έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία μέσα στα πλαίσια ενός δημοκρατικού προτάγματος.
Η κριτική μας ενάντια στο σύγχρονο ≪ατομικισμό≫ εκκινεί από την ιδέα ότι μια δημοκρατική κοινωνία ενσαρκώνεται στον τύπο ατόμου που ονομάσαμε προηγουμένως αυτόνομο υποκείμενο. Και, όπως είναι φυσικό, οι σύγχρονες κοινωνίες όχι μόνο δεν προωθούν μια τέτοια μορφή υποκειμένου, αλλά, αντίθετα, καταστρέφουν όλο και περισσότερο τις συνθήκες που θα επέτρεπαν μια ενδεχόμενη εμφάνισή του. Αν ο κλασικός, αστικός ατομικισμός της νεοτερικότητας βρισκόταν κοντά στην αυτόνομη υποκειμενικότητα που περιγράφουμε, ως κομμάτι του γενικότερου απελευθερωτικού προτάγματος που εκφράστηκε σε αυτήν την περίοδο της δυτικής ιστορίας, ≪ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο≫
Η ≪αρχή της απόλυτης εξουσίας του ατόμου ως προς τη διαχείριση του εαυτού του≫
τελικά εξαντλείται στο επίπεδο της κατανάλωσης και της επιλογής των διάφορων στυλ ζωής. Κατά τα άλλα αυτό που ευνοείται δεν είναι η πνευματική υπευθυνότητα και η κριτική σκέψη, αλλά αυτός ο έμμεσος κονφορμισμός. ≪Έμμεσος≫, διότι δεν έχει τη μορφή της παραδοσιακής ετερονομίας, όπου το άτομο όφειλε να υποτάσσεται πλήρως στην κυρίαρχη ηθική και ιδεολογία, αλλά, αντίθετα, παίρνει τη μορφή της ≪ελεύθερης≫ ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας.
β) Το παράδειγμα του ανοιχτόμυαλου σεξισμού
Μια σειρά παραλληλισμών μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε την πολιτιστική λογική
των σημερινών κοινωνιών. Η σχέση, για παράδειγμα, που υπάρχει ανάμεσα στην αυτόνομη ή αυτοανακλαστική (κατά την έκφραση του Καστοριάδη) υποκειμενικότητα, το πραγματικά αυτόνομο, με άλλα λόγια, άτομο και το σημερινό ≪ιδιωτικοποιημένο≫ ψευδο-άτομο είναι ανάλογη με αυτήν ανάμεσα σε μια πραγματική απελευθέρωση των γυναικών και αυτό που η Σούζαν Ντάγκλας αποκαλεί ≪ανοιχτόμυαλο σεξισμό≫: σε αμφότερες τις περιπτώσεις η πραγματική ελευθερία και η ουσιαστική απελευθέρωση αντικαθίστανται από μια φαινομενική ελευθερία, που τελικά καταλήγει να ταυτίζεται με την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, δηλαδή, με την ελευθερία που του προσφέρει η σύγχρονη κουλτούρα να ασχολείται διαρκώς με τη διαμόρφωση των στυλ ζωής (lifestyles) με τα οποία προσπαθεί να δομήσει την προσωπική του ταυτότητα, ελλείψει του οποιουδήποτε συλλογικού σημείου
αναφοράς. Η γυναικεία ≪απελευθέρωση≫ που μας προτείνει το σύγχρονο θέαμα συνίσταται, τελικά, στην ελευθερία να χρεώνουμε την πιστωτική μας κάρτα και να κάνουμε πλαστικές εγχειρήσεις χωρίς να νιώθουμε ενοχές. Προφανώς, σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτή η ψευδο-ελευθερία είναι μπλεγμένη με τα κατάλοιπα μιας πραγματικής αλλά όχι ολοκληρωμένης απελευθέρωσης, η οποία επετεύχθη μέσα από τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος αλλά και την καθημερινή πάλη των ανώνυμων γυναικών. Ωστόσο, ελλείψει ενός χειραφετητικού κινήματος που θα μπορούσε να επηρεάζει την πορεία του σύγχρονου κόσμου, το πραγματικά απελευθερωτικό υπόβαθρο εντός του οποίου προέκυψε αυτό το είδος της ≪ελευθερίας≫ (κατάκτηση μιας σημαντικής σεξουαλικής αυτονομίας κ.λπ.) υποχωρεί σταδιακά, χάριν της απόλυτης επικράτησης της καταναλωτικού τύπου ψευδο-ελευθερίας.
γ) Ο «ηδονισμός»
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το σύγχρονο ≪ηδονισμό≫. Η κουλτούρα μας είναι
ηδονιστική σε ένα τυπικό επίπεδο, υπό την έννοια πως έχει καταργηθεί η πουριτανική ηθική της αναβολής των ικανοποιήσεων, της αυτοπειθαρχίας και του καθήκοντος, αφήνοντας τηθέση της σε μια ιδεολογία που επικροτεί και προωθεί την αναζήτηση των απολαύσεων κάθε είδους. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όμως, ο εν λόγω ≪ηδονισμός≫ αποκαλύπτεται άδειος από περιεχόμενο. Μπορεί σήμερα οι άνθρωποι να έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής, αφού δεν υφίστανται πλέον οι αυταρχικές νόρμες που θα ενοχοποιούσαν μια τέτοια συμπεριφορά, ωστόσο αυτά που μας προσφέρει η σημερινή κοινωνία ελάχιστη πραγματική ικανοποίηση προσφέρουν στα άτομα. Μακράν του να είναι
πραγματικά ηδονιστική, η σύγχρονη κουλτούρα μάλλον προωθεί το άγχος και την
αυτοενοχοποίηση, καθώς προπαγανδίζει διαρκώς μια άκρως ηδονιστική συμπεριφορά, η οποία όμως, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να υιοθετηθεί –τουλάχιστον από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού.
Αντίθετα, μέσα στα πλαίσια της κατάρρευσης του νοήματος και των συλλογικών
αναφορών, που επικρατούν σήμερα, το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα διαρκές άγχος, το οποίο αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα όφειλε να διαχειριστεί την αρνητική ελευθερία που του δίνει η κατάρρευση των αυταρχικών μορφών ηθικής. Η αδυναμία όμως να δοθεί κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο σε αυτή την ελευθερία, αφήνει το πεδίο ελεύθερο για την εισβολή της πολιτιστικής βιομηχανίας και της ≪θεραπευτικής≫ κουλτούρας. Έτσι το άτομο βρίσκεται στο έλεος των διάφορων υγιεινιστικών, διατροφικών, ψυχολογικών, σεξουαλικών, ενδυματολογικών κ.λπ. επιταγών, ανίκανο, όλο και περισσότερο να αντισταθεί στους ≪ειδικούς≫ και τους ≪συμβουλευτές≫ κάθε είδους, που θα του υποδείξουν τι είναι must, hot και cool την εκάστοτε σεζόν. Αυτό που περισσότερο από όλα τα άλλα παράγει μια τέτοια κουλτούρα δεν είναι η ικανοποίηση και η ατομική ευτυχία, που θα μπορούσαμε, υποθετικά, να αντλήσουμε μέσα από μια ζωή αφιερωμένη στις απολαύσεις και στις ηδονές∙ είναι, αντίθετα, η διάβρωση της προσωπικότητας του ατόμου, η αποσταθεροποίηση της διανοητικής του συνοχής και η μετατροπή του σε ένα είδος πολιορκούμενου ≪ελάχιστου εαυτού≫ (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Λας), που αναζητεί την ικανοποίηση στις φευγαλέες μικρο-ηδονές που του προσφέρει απλόχερα η καταναλωτική κουλτούρα. Η ηδονή, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, έχει περισσότερο το νόημα ενός προσωρινού αγχολυτικού, που μας βοηθά να διατηρούμε την ψυχική μας ισορροπία κατά την καθημερινή μας ζωή.
Πρόκειται για μια σειρά αναλώσιμων μικρο-ευχαριστήσεων οι οποίες, ως τέτοιες, έχουν ανάγκη διαρκούς ανανέωσης, όπως ακριβώς και τα καταναλωτικά αντικείμενα, που τα αντικαθιστούμε λίγο καιρό μετά την απόκτησή τους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτήν την κατάσταση με το φαινόμενο που ο Βίλχελμ Ράιχ (στη Σεξουαλική επανάσταση) αποκαλούσε νευρωτική πολυγαμία : όπως και τότε, στα πλαίσια του σεξουαλικού πουριτανισμού, μια έλλειψη συμφιλίωσης με τη σεξουαλικότητά μας, μας οδηγούσε σε μια παθολογική συμπεριφορά που προσπαθούσε να παρακάμψει τις αναστολές της μέσα από μια σεξουαλική υπερδραστηριότητα με πολλούς και πολλές συντρόφους, έτσι και ο σύγχρονος ≪ηδονιστής≫ άνθρωπος διατηρεί μια, μάλλον, παθολογική σχέση με τον ηδονιστικό ψυχαναγκασμό.