GRAIN | 12 July 2010 | Seedling - July 2010
βιομηχανική γεωργία, σπόροι, μεταλλάγμένα,
"...Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η βιομηχανία σπόρων έχει μετασχηματιστεί τρομακτικά, από βιομηχανία μικροεταιριών σπόρων και δημόσιων προγραμμάτων σε βιομηχανία που κυριαρχείται από πολυεθνικές. Σήμερα 10 εταιρίες μόνο ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας αγοράς..." Mια ενδιαφέρουσα, πρόσφατη επισκόπηση της οργάνωσης Grain σχετικά με την ραγδαία επέκταση των πολυεθνικών αγροβιομηχανίκών εταιρειών στο παγκόσμιο σύστημα διατροφής κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς και για το τι μπορούμε να αναμένουμε από τις εταιρείες αυτές τα επόμενα χρόνια.
Κοιτώντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’90, παρατηρούμε ότι πολλές από τις σελίδες του Seedling αφιερώθηκαν σε συζητήσεις σχετικά με διεθνείς συνθήκες και δημόσια ερευνητικά σχέδια. Οι εταιρείες υπήρξαν κομμάτι αυτής της συζήτησης κυρίως ως επερχόμενες απειλές που ασκούν πίεση υπέρ του βιομηχανικού γεωργικού μοντέλου, που καταστρέφει την αγροτική βιοποικιλότητα. 20 χρόνια μετά και η αλλαγή στο τοπίο ήδη διαφαίνεται. Η εξουσία των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο διατροφικό σύστημα έχει αυξηθεί αλματωδώς. Σήμερα, οι πολυεθνικές θέτουν τους παγκόσμιους κανόνες, με τις κυβερνήσεις και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα να τις ακολουθούν.
Οι επιπτώσεις αυτού του μετασχηματισμού στη βιοποικιλότητα του πλανήτη και στους ανθρώπους που τη φροντίζουν υπήρξαν καταστροφικές. Οι αγροβιομηχανικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί χρησιμοποίησαν τη δύναμή τους για να επεκτείνουν τη μονοκαλλιέργεια στην παραγωγή, να υποτιμήσουν τα συστήματα σπόρων των αγροτών και να καταστρέψουν τις λαϊκές αγορές. Ουσιαστικά, καθιστούν πιο δύσκολο για τους μικρούς παραγωγούς την παραμονή τους στη γη και επομένως την επιβίωση των οικογενειών τους. Για το λόγο αυτό τα κοινωνικά κινήματα όλο και περισσότερο αντιλαμβάνονται ότι οι διατροφικές πολυεθνικές εταιρείες είναι πρόβλημα του παγκόσμιου διατροφικού συστήματος και η θέτουν στο επίκεντρο του αγώνα τους την αντίστασή τους σε αυτές.
Σπόροι
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η βιομηχανία σπόρων έχει μετασχηματιστεί τρομακτικά, από βιομηχανία μικροεταιριών σπόρων και δημόσιων προγραμμάτων σε βιομηχανία που κυριαρχείται από πολυεθνικές. Σήμερα 10 εταιρίες μόνο ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας αγοράς. Οι περισσότερες είναι βιομηχανίες παραγωγής ζιζανιοκτόνων και επικεντρώνονται στην ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων (γ.τ.) καλλιεργειών που υποστηρίζουν την εντατική χημική γεωργία.
Το υψηλό επίπεδο ελέγχου που ασκούν οι πολυεθνικές στους σπόρους, περιορίζεται παρόλα αυτά στις καλλιέργειες για τις οποίες οι εταιρίες έχουν καταφέρει να προωθήσουν γ.τ. ποικιλίες στην αγορά (σόγια, ελαιοκράμβη, καλαμπόκι) και στις χώρες με σχετικά μεγάλες εμπορικές αγορές σπόρων, ιδιαίτερα εκεί που έχει επιτραπεί η διάθεση στην αγορά των γ.τ. ποικιλιών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μία εταιρία μόνο, η Monsanto, ελέγχει πάνω από το 90% της αγοράς σπόρου σόγιας. Οι προσπάθειες των πολυεθνικών να επεκτείνουν τις αγορές τους επικεντρώνονται, επομένως, στη διεύρυνση των αγορών για γ.τ. καλλιέργειες και στην κατάκτηση των αγορών σπόρων, στις οποίες είναι ακόμα αδύναμοι παίκτες. Το τελευταίο το επιδιώκουν με δύο κυρίως τρόπους. Πρώτον, αγοράζουν ολόκληρες μικρές εταιρίες σπόρων ή τμήματά τους, όπως έκανε η Monsanto αγοράζοντας την εταιρία σπόρων λαχανικών Seminis, ή όπως κάνει η Limagrain αγοράζοντας εταιρίες σπόρων σιταριού στην Ν. Αμερική και σπόρων ρυζιού στην Ασία. Δεύτερον, αναπτύσσουν υβρίδια και/ή γ.τ. ποικιλίες καλλιεργειών για το ρύζι, το σιτάρι και το ζαχαροκάλαμο, που παραδοσιακά υπήρξαν καλλιέργειες αντίστασης στην ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα, αφού η διατήρηση των σπόρων αυτών αποτελεί βασική καλλιεργητική πρακτική των αγροτών.
Με την άνοδο των πολυεθνικών εταιριών σπόροπαραγωγής τα δημόσια συστήματα αναπαραγωγής φυτών που ήταν τόσο σημαντικά 20 χρόνια πριν έχουν μεταφερθεί στα χέρια υπερ-εργολάβων του ιδιωτικού τομέα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Διεθνή Αγροτική Έρευνα συνεργάζεται τώρα με τις πολυεθνικές, καταφέρνοντας έτσι να αποκτήσει έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό κοινών ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων για γ.τ.ο. και συνεργασίες σε προγράμματα όπου τα κέντρα του ουσιαστικά πουλούν το αναπαραχθέν υλικό τους στους υψηλότερους πλειοδότες. Τα εθνικά ερευνητικά ιδρύματα και τα πανεπιστήμια ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι, με πολλά από αυτά να συμπεριφέρονται τώρα περισσότερο ως ιδιωτικές εταιρείες παρά ως ιδρύματα με δημόσιο χαρακτήρα. [ΣτΜ: Στην Ελλάδα το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. παρόλο που έδωσε μεγάλα κονδύλια για την παραγωγή υβριδίων καλαμποκιού από ελληνικές ντόπιες ποικιλίες δεν τις έβγαλε ποτέ στο εμπόριο, προφανώς για να μην τις προτιμήσουν οι παραγωγοί σε σχέση με τα εισαγώμενα υβρίδια].
Επομένως, τα δημόσια συστήματα σπόρων εξαφανίζονται ως η κύρια πηγή σπόρων για τους αγρότες, και σε αυτό το κενό παρεισφρύει ο ιδιωτικός τομέας, συχνά με τη συνεργασία των δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων. Το δεύτερο κύμα προγραμμάτων τύπου Πράσινης Επανάστασης που προωθούν ο Bill Gates και άλλοι χορηγοί, εναποθέτει στον ιδιωτικό τομέα την αρμοδιότητα για την προμήθεια σπόρων, και όχι τα δημόσια προγράμματα σπόρων, όπως ίσχυε στο παρελθόν. Τυπικά, αυτές οι πρωτοβουλίες προσπαθούν να εγκαταστήσουν τοπικές ιδιωτικές εταιρίες σπόρων που θα μπορούν να κατοχυρώσουν εμπορικά κανάλια και να δομήσουν δίκτυα παραγωγών σπόρων. Ενώ οι περισσότερες από αυτές τις μικρές εταιρίες σπόρων αναπόφευκτα θα αγοραστούν ή θα εξοντωθούν από μεγαλύτερες πολυεθνικές, στο μεσοδιάστημα όχι μόνο θα δημιουργήσουν αγορές που θα λειτουργούν, αλλά θα παρέχουν επίσης σημαντική τοπική υποστήριξη ώστε να πιέσουν για μετατροπές στους κανονισμούς που αφορούν στους σπόρους, την πνευματική ιδιοκτησία και τη βιοασφάλεια, μετατροπές που θα υπονομεύουν τα συστήματα σπόρων των αγροτών και στρώνουν το δρόμο για τις μεγάλες εταιρίες ώστε να ενταχθούν στην αγορά και κατόπιν να την πάρουν στα χέρια τους. Ο αυτονόητος (αλλά σπανίως δηλωμένος) στόχος αυτών των προγραμμάτων είναι να παρέχουν σπόρους σε μια καινούρια τάξη μεσαίας και μεγάλης κλίμακας αγροτών στην Αφρική ή οπουδήποτε κάποιοι μπορούν να πληρώσουν για αυτούς τους σπόρους. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον να υποστηριχθούν τα συστήματα σπόρων που ελέγχονται και εξυπηρετούν αγρότες που παράγουν για τις οικογένειες και τις κοινότητές τους. Η επέκταση των εταιρειών εμπορίας σπόρων είναι επιπλέον αδιαχώριστη από την επέκταση των επιχειρήσεων στην αγροτική παραγωγή και στις αγορές που αναλύονται παρακάτω. Η πιο δραματική περίπτωση είναι η απότομη αύξηση των πωλήσεων της γ.τ. σόγιας της Monsanto που ακολούθησε τη μαζική επέκταση της καλλιέργειας σόγιας για εξαγωγή στην Αργεντινή και τη Βραζιλία από το 1996. Ανάλογα μοντέλα παραγωγής εφαρμόζονται τώρα και αλλού, στη Ν. Αμερική, την Αφρική και την Ασία, εκτοπίζοντας από τη διαδικασία παραγωγής τους τοπικούς σπόρους και αντικαθιστώντας τους με αυτούς που προωθούν οι εταιρείες. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις η εισαγωγή των σπόρων των εταιρειών προηγείται του βιομηχανικού μοντέλου γεωργίας. Για παράδειγμα, τα σημερινά κινεζικά προγράμματα για την προώθηση της χρήσης κινεζικών υβριδικών ποικιλιών ρυζιού στην Αφρική είναι μέρος μιας μακροχρόνιας προσπάθειας να εγκατασταθούν μεγάλης κλίμακας καλλιεργήσιμες εκτάσεις ρυζιού στην ήπειρο για εξαγωγή πίσω στην Κίνα.
Η κατάσταση σήμερα με τους σπόρους είναι μια μορφή απαρτχάιντ. Από τη μία πλευρά είναι ο λεγόμενος επίσημος τομέας: ιδιωτικές εταιρείες, εθνικά και διεθνή ερευνητικά ινστιτούτα και κυβερνητικές υπηρεσίες που προωθούν την ανάπτυξη των ποικιλιών για ένα βιομηχανικό μοντέλο γεωργίας τελείως αντίθετο με στις ανάγκες των μικρών αγροτών και των τοπικών διατροφικών συστημάτων. Αυτή η πλευρά έχει πολλά λεφτά, υποστηρίζεται από όλους τους τύπους των νόμων (δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, κανονισμοί σπόρων, προστασία επενδύσεων, κ.ο.κ.) και έχει επίσης όλη την πρόσβαση που χρειάζεται στη βιοποικιλότητα που ανέπτυξαν οι αγρότες και βρίσκεται τώρα αποθηκευμένη σε τράπεζες σπόρων. Από την άλλη πλευρά, είναι τα συστήματα σποροπαραγωγής των αγροτών, τα οποία ακόμα προμηθεύουν με τροφή το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αλλά δεν απολαμβάνουν σχεδόν καμία υποστήριξη από τις κυβερνήσεις, οι οποίες αντιθέτως τα περιορίζουν συνεχώς, έως και τα ποινικοποιούν.
Αγροτική παραγωγή
Πολλά έχουν ειπωθεί για την αύξηση του ελέγχου των εταιριών στους σπόρους. Αλλά υπήρξε μία εξίσου δραματική αύξηση του ελέγχου από τις εταιρείες όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή τις τελευταίες δύο δεκαετίες που τράβηξε πολύ λιγότερο την προσοχή και η οποία τώρα απειλεί να χειροτερέψει. Όπως και με την Πράσινη Επανάσταση, ένα μέρος αυτού του ελέγχου προήλθε από τον έλεγχο των σπόρων, αφού οι γ.τ. καλλιέργειες και τα υβρίδια επιβάλλουν ένα εντατικό μοντέλο αγροτικής εκμετάλλευσης. Σημαντικότερο ρόλο έπαιξε ωστόσο η αύξηση της ενσωμάτωσης των παραγωγών σε ένα κάθετο οργανωτικό μοντέλο.
Στις δεκαετίες του ’60 και ’70 πολλά από τα αγροκτήματα και τις καλλιέργειες που δημιουργήθηκαν υπό αποικιακή κατοχή εθνικοποιήθηκαν και η γενική τάση στις παγκόσμιες εταιρείες διατροφής ήταν να απομακρυνθούν από την άμεση παραγωγή. Στην πλειοψηφία τους, το κεφάλαιο επέλεξε αντ’ αυτού να εισχωρήσει στην αγροτική εκμετάλλευση μέσα από την διαδικασία των εισροών, ελέγχοντας δηλαδή την πώληση των σπόρων, των λιπασμάτων και των μηχανημάτων. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αυτή η τάση έχει ανατραπεί.
Οι εταιρείες ασκούν όλο και αμεσότερο έλεγχο στην ίδια τη αγροτική εκμετάλλευση, ιδιαίτερα μέσα από τη συμβολαιακή-εργολαβική γεωργία Στον τομέα της εκτροφής ζώων, για παράδειγμα, πάνω από 50% των χοίρων στον κόσμο και 66% των πουλερικών και της παραγωγής αυγών λαμβάνει πλέον χώρα σε βιομηχανικές φάρμες, οι οποίες γενικά ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες κρέατος ή έχουν συμβόλαια με αυτές. Στην Βραζιλία, 75% της παραγωγής πουλερικών είναι με συμβόλαια, ενώ στο Βιετνάμ 90% της παραγωγής γαλακτοκομικών τελούν από το ίδιο εργολαβικό καθεστώς. Τα ποσοστά της εργολαβικής παραγωγής επίσης είναι ακόμη υψηλότερα όταν πρόκειτα για εξαγώγιμα αγαθά όπως το κακάο, ο καφές, τα κάσιους, τα φρούτα και λαχανικά. Το ίδιο ισχύει και για βασικά διατροφικά προϊόντα όπως το σιτάρι και το ρύζι. Στο Βιετνάμ το 40% της παραγωγής ρυζιού καλλιεργείται υπό καθεστώς συμβάσεων με εταιρείες.
Ένα από τους λόγους που οδήγησαν στην κάθετη ενσωμάτωση είναι ότι οι παγκόσμιοι λιανοπωλητές ζητούν αυστηρή προσκόλληση σε συγκεκριμένς προδιαγραφές που ορίζουν οι ίδιοι. Οι προμηθευτές τους επομένως θέλουν να διασφαλίσουν ότι οι αγρότες θα παράγουν σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές. Οι εταιρείες αυτές έχουν υπερβολική δύναμη στην αγορά και μπορούν να εξαναγκάσουν τους συμβασιούχους παραγωγούς να συμφωνήσουν με όρους σχεδόν δουλικούς. Εφόσον οι αγρότες αυτοί δεν προσλαμβάνονται άμεσα από τις εταιρίες, οι εταιρείες δεν υποχρεώνονται να τηρήσουν τους εργατικούς νόμους ή να διαπραγματευθούν με τα συνδικάτα.
Ορισμένες εταιρείες εμπορίας γεωργικών προϊόντων που επενδύουν σε καλλιεργήσιμη γη:
Cargill: φοινικέλαιο, ζαχαροκάλαμο, γαλακτοκομικά, βοοειδή, πουλερικά, χοίροι, ιχθυοκαλλιέργειες
Olam: γαλακτοκομικά, αμύγδαλα, φοινικέλαιο
Bunge: ζαχαροκάλαμο, δημητριακά, ελαιόσποροι, βοοειδή
Louis Dreyfus: ζαχαροκάλαμο, δημητριακά, πορτοκάλια
Mitsui: βαμβάκι, γαλακτοκομικά, ελαιόσποροι, δημητριακά, πουλερικά, γαρίδες
Glencore: ελαιόσποροι, δημητριακά
ADM: ζαχαροκάλαμο, φοινικέλαιο (με τη Wilmar)
Noble Group: ελαιόσποροι, δημητριακά
Charoen Pokphand: χοίροι, πουλερικά, ιχθυοκαλλιέργειες, φρούτα και λαχανικά, φοινικέλαιο
Wilmar: φοινικέλαιο, ζαχαροκάλαμο
Συνέπεια αυτής της τάσης προς την κάθετη ενσωμάτωση και των σφιχτά ελεγχόμενων προμηθευτικών αλυσίδων είναι η ανάδυση των «εταιρικών αγροτών». Ουσιαστικά μιλάμε για εταιρίες που άλλοτε ανήκουν σε οικογένειες και πιο συχνά σε ένα μείγμα επενδυτών και μετόχων, με μεγάλης κλίμακας εργασίες, συνήθως σε διαφορετικά μέρη μιας χώρας ή ακόμη και σε περισσότερες από μία χώρες. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, όπου η εμφάνιση τέτοιων εταιρειών είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, 30 εταιρίες ελέγχουν τώρα πάνω από 2,4 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης3. Στην Ουκρανία 25 εταιρείες ελέγχουν περίπου 3 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης – το 10% επί του συνόλου στη χώρα4. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους εταιρικούς αγρότες έχουν ειδικές προμηθευτικές συμφωνίες με μεταποιητικούς κολοσσούς, όπως η πτηνοτροφική βιομηχανία DaChan στην Κίνα με τη McDonald’s, και κάποιες από αυτές έχουν αγοραστεί από τους πελάτες τους, όπως η Hortifruiti, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην Κεντρική Αμερική, η οποία αγοράστηκε από τη Walmart. Εντωμεταξύ, όλο και περισσότερεςοι πολυεθνικές έχουν ιδιοπαραγωγή είτε μιλάμε για φρούτα, είτε για δημητριακά, γαλακτοκομικά, μοσχαρίσιο κρέας ή ζαχαροκάλαμα.
Υπάρχουν φυσικά και άλλες δυνάμεις που ωθούν τη γεωργία προς τη νέα βιομηχανοποίηση. Η σύγκλιση της διατροφικής και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 πυροδότησε ένα κύμα επενδύσεων σε διατροφική παραγωγή και αγροτική γη σε όλον τον πλανήτη, τόσο από χρηματοπιστωτικούς επενδυτές που αναζητούν μια σίγουρη πηγή μακροχρόνιου κέρδους, όσο και από συγκεκριμένες κυβερνήσεις που επαναδιαπραγματεύονται την εμπιστοσύνη τους στο παγκόσμιο εταιρικό διατροφικό σύστημα, ώστε να εγγυηθούν τη διατροφική ασφάλεια της χώρας. Η πρόσφατη δημιουργία νέων αγορών για βιοκαύσιμα ώθησε ακόμα περισσότερες εταιρείες προς τη γεωργία. Με τη νομοθεσία να εγγυάται αγορές αιθανόλης και βιοντίζελ στις βιομηχανικές και στις αποκαλούμενες «ανερχόμενες» οικονομίες, οι οικονομικοί επενδυτές και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας τώρα τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στις αγροτικές καλλιέργειες για την παραγωγή βιοκαυσίμων.
Το συνολικό αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η μαζική εξάπλωση των μονοκαλλιεργειών. Η καλλιέργεια σόγιας καλύπτει πάνω από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας αύξησης στις αγροτικές εκτάσεις μεταξύ του 1990 και 2007. Αυτό που είναι μάλλον το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτά τα νούμερα είναι ότι ο όγκος της εξάπλωσης της μονοκαλλιέργειας δεν αφορά στην παραγωγή τροφής για τους ανθρώπους. Η τεράστια αγροτική έκταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σόγιας, ξυλείας, καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμου προορίζεται κυρίως για βιομηχανική χρήση, ιδιαίτερα μάλιστα για βιοκαύσιμα και ζωοτροφές.
Αγορές
Kαθ’όλη τη δεκαετία της δεκαετίας του ’80 και κατόπιν τη δεκαετία του ’90 συντελέστηκε η πλήρης αποδιάρθρωση του κράτους ή των οργανισμών και φορέων δημοσίου συμφέροντος που, τουλάχιστον θεωρητικά, επεδίωκαν να εξισορροπήσουν τα συμφέροντα των αγροτών με αυτά του αστικού πληθυσμού. Οι διεθνείς ελεγκτικές επιτροπές εμπορευμάτων με την ίδια πάνω-κάτω πρόθεση, διαλύθηκαν κι αυτές. Εντωμεταξύ, με τη δημιουργία του ΠΟΕ και κατόπιν με τις διμερείς εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες, μια δέσμη νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων επιβλήθηκε σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, προλειαίνοντας το έδαφος για την αλματώδη αύξηση των ξένων επενδύσεων στην αγροβιομηχανία και την παγκοσμιοποίηση των διατροφικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών ήταν να συγκεντρωθεί τεράστια δύναμη στα χέρια των πολυεθνικών αγροκολοσσών. Η πόρτα ήταν πλέον ορθάνοιχτη: Μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τα διατροφικά συστήματα ανάλογα με το πώς βόλευε τις παγκόσμιες επιχειρήσεις τους.
Για τις χώρες του Νότου, το νέο αυτό κύμα εταιρικού ελέγχου σήμαινε, μεταξύ άλλων και:
-τη σταδιακή μεταφορά της παραγωγής αγροτικών προϊόντων προς περιοχές, όπως η Βραζιλία, όπου το κόστος παραγωγής είναι χαμηλό, ενώ η κρατική υποστήριξη, στις υποδομές, τις επιδοτήσεις και τη νομοθεσία, υψηλή (βλ. τις “εξαγωγές σπαραγγιών” παρακάτω),
-την επιθετική εισβολή αλυσίδων σουπερμάρκετ από το Βορρά (Wal-Mart, Carrefour), εταιρείες υπηρεσιών επισιτισμού (McDonald’s, KFC), και εταιρείες επεξεργασίας τροφίμων (Nestlé, Unilever) στα τοπικά διατροφικά συστήματα και τέλος
-την αντικατάσταση τοπικών αγορών και συστημάτων παραγωγής τροφίμων από τις αλυσίδες προμηθευτών τροφίμων και ζωοτροφών που οργανώνουν οι διατροφικοί και αγροβιομηχανικοί κολοσσοί.
Στην πλειονότητά τους, οι κυβερνήσεις ασπάστηκαν τις τάσεις αυτές με ενθουσιασμό. Άρχισαν να συναγωνίζονται η μία την άλλη σε προσφορές κινήτρων προς τους ξένους επενδυτές και να εφαρμόζουν δυτικού τύπου νόμους και κανονισμούς διατροφικής ασφάλειας που ευνοούν τις πολυεθνικές και ποινικοποιούν τους μικροκαλλιεργητές και τα τοπικά διατροφικά συστήματα. Άρχισαν να σπαταλούν τους πενιχρούς δημόσιους πόρους για τη δημιουργία υποδομών που διευκολύνουν την επέκταση των εταιρειών.
Κάποιες από τις κυβερνήσεις του Νότου, όπως η Κίνα, η Βραζιλία, η Ταϊλάνδη και η Νότια Αφρική, κατάφεραν να στηρίξουν την ανάπτυξη της εγχώριας αγροβιομηχανίας, οι εταιρείες αυτές είναι ωστόσο λίγες και αφορούν σχεδόν αποκλειστικά στη γεωργική παραγωγή. Επιπλέον είναι αντίγραφα πολυεθνικών του Βορρά, είναι οργανωμένες με την ίδια λογική και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του Βορρά, είτε ως προμηθευτές σε εταιρείες όπως η McDonald’s ή η Nestlé, είτε ως πελάτες των αγροβιομηχανικών όπως η Monsanto και η Hybro Genetics.
[Εξαγωγές σπαραγγιού
Από το 1990 ως το 2007, οι παγκόσμιες εξαγωγές σπαραγγιού αυξήθηκαν κατά 271%. Το 58% της αύξησης στις παγκόσμιες εξαγωγές, πάνω από το μισό δηλαδή, αφορούσε την παραγωγή σπαραγγιού στο Περού. Σε αυτήν την περίοδο, η παραγωγή σπαραγγιού στο Περού αυξήθηκε από τους 58.000 τόνους στους 284.000. Γύρω στο 90% των περουβιανών εξαγωγών σπαραγγιών προορίζονται για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Παλαιότερα, τα σπαράγγια στο Περού καλλιεργούνταν από μικρούς καλλιεργητές. Σήμερα, αυτοί έχουν περοριστεί στο 10% της εγχώριας παραγωγής, ενώ κυριαρχούν οι μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες. Αυτήν τη στιγμή, δύο εταιρείες ελέγχουν το ένα τέταρτο του συνόλου των εξαγωγών του σπαραγγιού στο Περού.]
Επιπλέον, ο μηχανισμός της αγροβιομηχανίας των πολυεθνικών, είτε πρόκειται για την JBS της Βραζιλίας, είτε για τη Shineway στην Κίνα, είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένος με τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης συγκεντρώθηκε πολύς πλούτος και εξουσία στα χέρια της Wall Street και άλλων χρηματοπιστωτικών κέντρων. Οι επικεφαλής του χρηματοπιστωτικής οικονομίας κινούν καθημερινά τρισεκατομμύρια δολλάρια ανά τον κόσμο, αναζητώντας τις αμεσότερες και υψηλότερες απολαβές. Όλο και περισσότερα από αυτά τα χρήματα εισρέουν στην αγροβιομηχανία των πολυεθνικών και στην κερδοσκοπία από τα γεωργικά προϊόντα. Η πρόσβαση στην τεράστια αυτή πηγή κεφαλαίων δίνει αντίστοιχα φοβερή ώθηση στην επέκταση της αγροβιομηχανίας, παρέχοντας στις εταιρείες την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν μικρότερες εταιρείες ή να ξεκινούν νέες επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα προσδένει τις εταιρείες στη λογική του όλο και γρηγορότερου, όλο και υψηλότερου κέρδους, στις πλάτες των εργαζομένων, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Εντωμεταξύ, η ποσότητα του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στα γεωργικά εμπορεύματα έχει ανέβει στα ύψη και αυτό, σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο έλεγχο σε όλα τα επίπεδα της διατροφικής αλυσίδας, σημαίνει ότι οι τιμές ελάχιστη σχέση έχουν με την προσφορά και τη ζήτηση και ότι η διακίνηση των διατροφικών ειδών και η πρόσβαση σε αυτά έχουν αποσυνδεθεί από τις ανάγκες. Το σημερινό παγκόσμιο διατροφικό σύστημα των πολυεθνικών είναι οργανωμένο σύμφωνα με μία και μοναδική αρχή: την αρχή του κέρδους για τους ιδιοκτήτες των πολυεθνικών.
Δέκα αγροβιομηχανίες του Νότου στην παραγωγή τροφής:
Sime Darby (Mαλαισία): Η μεγαλύτερη παραγωγός φοινικελαίου επεκτείνεται στη δυτική Αφρική και στην παραγωγή ρυζιού
Wilmar (Σιγκαπούρη): Μεγάλη παραγωγός φοινικελαίου και ζάχαρης. Μειοψηφία των μετοχών κατέχει η ADM.
Olam (Σιγκαπούρη): Εμπορεύεται γεωργικά προϊόντα, έχει παρουσία στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Κινείται ανοδικά και εκτείνεται στην παραγωγή βασικών διατροφικών ειδών, όπως το ρύζι και τα γαλακτοκομικά. Μέρος της ανήκει στην SWF Temasek της Σιγκαπούρης.
JBS (Βραζιλία): Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής κρέατος με έμφαση στο βοδινό. Πρόσφατα επεκτάθηκε δυναμικά στη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και στα πουλερικά.
Karuthuri (Iνδία): Από τους μεγαλύτερους παραγωγούς κομμένων λουλουδιών στον κόσμο, με βάσεις κυρίως στην Κένυα. Πρόσφατα επεκτάθηκε στις διατροφικές καλλιέργειες προς εξαγωγήν σε γη που απέκτησε στην Αιθιοπία.
Savola (Σαουδική Αραβία): Η μεγαλύτερη εταιρεία διατροφικών προϊόντων στην περιοχή του Κόλπου, ασχολείται με την παραγωγή και την επεξεργασία τροφίμων, καθώς και με τη λιανική πώληση μέσω της ιδιόκτητης αλυσίδας σουπερμάρκετ Panda.
COFCO (Κίνα): Σύμπλεγμα εταιρειών κρατικών συμφερόντων, η μεγαλύτερη στην επεξεργασία και πώληση τροφίμων. Πρόσφατα επεκτάθηκε στην παραγωγή γαλακτοκομικών.
COSAN (Bραζιλία): Ο μεγαλύτερος παραγωγός ζάχαρης στον κόσμο. Πρόσφατα συνήψε κοινοπραξία με τη Shell για την παραγωγή αιθανόλης.
New Hope (Κίνα): Ιδιωτικό εταιρικό σύμπλεγμα, ο μεγαλύτερος παραγωγός ζωοτροφών κι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χοιρινού, πουλερικών και γαλακτοκομικών. Η εταιρεία πρόσφατα ίδρυσε επιχειρήσεις στο Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, την Ινδονησία, την Καμπότζη.
Άνθρωποι
Ίσως είναι δύσκολο να μην νιώσουμε δέος και τρόμο μπρος στη εξάπλωση της δύναμης των πολυεθνικών στο διατροφικό σύστημα. Η κατάσταση είναι θλιβερή αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι η εξάπλωση των πολυεθνικών στηρίζεται στην καταστροφή των τοπικών διατροφικών συστημάτων, που παρέχουν τροφή και ζωτικότητα στους ανθρώπους τους οποίους εκμεταλλεύεται το σύστημα της αγροβιομηχανίας ή εκείνους που βρίσκονται αποκλεισμένοι απ’ αυτό.
Το βιομηχανικό διατροφικό σύστημα δεν είναι ωστόσο πανταχού παρόν. Ούτε προορίζονται γι’ αυτό οι περισσότεροι σπόροι που σπέρνονται, ούτε εντάσσονται σε αυτό οι περισσότεροι αγρότες, ούτε θρέφει τους περισσότερους ανθρώπους. Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν ακόμη τα θεμέλια εντελώς διαφορετικών διατροφικών συστημάτων. Παντού αναδύονται και αναπτύσσονται κινήματα που επιδιώκουν να τα αναζωογονήσουν και να ανατρέψουν τη διατροφική τάξη πραγμάτων που επιβάλλουν οι πολυεθνικές. Μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής διεξάγεται ακόμη έξω από τις αλυσίδες παραγωγής των πολυεθνικών, γι’ αυτό και το κεφάλαιο καταβάλλει τόσο εντατικές προσπάθειες να ενσωματώσει την αγροτική παραγωγή. Μεγάλο μέρος των καλλιεργειών βρίσκεται ακόμη στα χέρια χωρικών, ψαράδων και ιθαγενών και λειτουργεί στο πλαίσιο τοπικών πολιτισμών και εμπορικών κυκλωμάτων.
Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειαζόμαστε την αγροβιομηχανία. Όπως κατέδειξε η εμπειρία των τελευταίων δύο δεκαετιών, έχουμε κάθε λόγο να απαλλαγούμε εντελώς από αυτήν. Είκοσι χρόνια εξάπλωσης του ελέγχου της αγροβιομηχανίας στο επισιτιστικό σύστημα έχουν παραγάγει ακόμη περισσότερη πείνα: Σήμερα πεινούν 200 εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσο πριν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια εξάπλωσης της αγροβιομηχανίας έχει καταστρέψει ζωές: Σήμερα 800 εκατομμύρια μικροκαλλιεργητές και εργαζόμενοι στους αγρούς υποσιτίζονται. Η αγροβιομηχανία είναι εξέχων παράγοντας πρόκλησης κλιματικής αλλαγής και άλλων περιβαλλοντικών καταστροφών των οποίων τις συνέπειες είναι παντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει. Έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρα προβλήματα στη διατροφική ασφάλεια κι έχει καταστήσει τη γεωργία έναν από τους τομείς με τις πιο επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, τόσο για τους καλλιεργητές όσο και για τους εργαζόμενους στην επεξεργασία των τροφίμων. Και βέβαια διοχετεύει τον πλούτο που παράγεται από την παγκόσμια διατροφική παραγωγή στα χέρια των λίγων.
Στη γεωργία, η κύρια εξέλιξη των τελευταίων είκοσι ετών υπήρξε η ανάπτυξη της αγροβιομηχανίας. Αν η ανθρωπότητα θέλει να επιβιώσει με κάποια αξιοπρέπεια σ’ αυτόν τον πλανήτη, στα επόμενα είκοσι χρόνια καιρός είναι να δούμε την αγροβιομηχανία να καταποντίζεται.
Μετάφραση: Λ.&Φ.
(Το αρχικό άρθρο στα αγγλικά: εδώ)
Το δίκτυο Monsanto: Εδώ και είκοσι χρόνια, εξαγοράζει τους ανταγωνιστές.
Από νεοσύλλεκτος το 1990, ανήλθε σε κυρίαρχη δύναμη το 2010
monsanto, μονσαντο, δίκτυο, σπόροι, βιομηχανία, αγορά, γ.τ.ο.
[πηγή: Philip H. Howard, “Visualizing Consolidation in the Global Seed Industry, 1996–2008”, in Sustainability, 2009. σύνδεσμος εδώ]
βιομηχανική γεωργία, σπόροι, μεταλλάγμένα,
"...Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η βιομηχανία σπόρων έχει μετασχηματιστεί τρομακτικά, από βιομηχανία μικροεταιριών σπόρων και δημόσιων προγραμμάτων σε βιομηχανία που κυριαρχείται από πολυεθνικές. Σήμερα 10 εταιρίες μόνο ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας αγοράς..." Mια ενδιαφέρουσα, πρόσφατη επισκόπηση της οργάνωσης Grain σχετικά με την ραγδαία επέκταση των πολυεθνικών αγροβιομηχανίκών εταιρειών στο παγκόσμιο σύστημα διατροφής κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς και για το τι μπορούμε να αναμένουμε από τις εταιρείες αυτές τα επόμενα χρόνια.
Κοιτώντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’90, παρατηρούμε ότι πολλές από τις σελίδες του Seedling αφιερώθηκαν σε συζητήσεις σχετικά με διεθνείς συνθήκες και δημόσια ερευνητικά σχέδια. Οι εταιρείες υπήρξαν κομμάτι αυτής της συζήτησης κυρίως ως επερχόμενες απειλές που ασκούν πίεση υπέρ του βιομηχανικού γεωργικού μοντέλου, που καταστρέφει την αγροτική βιοποικιλότητα. 20 χρόνια μετά και η αλλαγή στο τοπίο ήδη διαφαίνεται. Η εξουσία των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο διατροφικό σύστημα έχει αυξηθεί αλματωδώς. Σήμερα, οι πολυεθνικές θέτουν τους παγκόσμιους κανόνες, με τις κυβερνήσεις και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα να τις ακολουθούν.
Οι επιπτώσεις αυτού του μετασχηματισμού στη βιοποικιλότητα του πλανήτη και στους ανθρώπους που τη φροντίζουν υπήρξαν καταστροφικές. Οι αγροβιομηχανικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί χρησιμοποίησαν τη δύναμή τους για να επεκτείνουν τη μονοκαλλιέργεια στην παραγωγή, να υποτιμήσουν τα συστήματα σπόρων των αγροτών και να καταστρέψουν τις λαϊκές αγορές. Ουσιαστικά, καθιστούν πιο δύσκολο για τους μικρούς παραγωγούς την παραμονή τους στη γη και επομένως την επιβίωση των οικογενειών τους. Για το λόγο αυτό τα κοινωνικά κινήματα όλο και περισσότερο αντιλαμβάνονται ότι οι διατροφικές πολυεθνικές εταιρείες είναι πρόβλημα του παγκόσμιου διατροφικού συστήματος και η θέτουν στο επίκεντρο του αγώνα τους την αντίστασή τους σε αυτές.
Σπόροι
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η βιομηχανία σπόρων έχει μετασχηματιστεί τρομακτικά, από βιομηχανία μικροεταιριών σπόρων και δημόσιων προγραμμάτων σε βιομηχανία που κυριαρχείται από πολυεθνικές. Σήμερα 10 εταιρίες μόνο ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας αγοράς. Οι περισσότερες είναι βιομηχανίες παραγωγής ζιζανιοκτόνων και επικεντρώνονται στην ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων (γ.τ.) καλλιεργειών που υποστηρίζουν την εντατική χημική γεωργία.
Το υψηλό επίπεδο ελέγχου που ασκούν οι πολυεθνικές στους σπόρους, περιορίζεται παρόλα αυτά στις καλλιέργειες για τις οποίες οι εταιρίες έχουν καταφέρει να προωθήσουν γ.τ. ποικιλίες στην αγορά (σόγια, ελαιοκράμβη, καλαμπόκι) και στις χώρες με σχετικά μεγάλες εμπορικές αγορές σπόρων, ιδιαίτερα εκεί που έχει επιτραπεί η διάθεση στην αγορά των γ.τ. ποικιλιών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μία εταιρία μόνο, η Monsanto, ελέγχει πάνω από το 90% της αγοράς σπόρου σόγιας. Οι προσπάθειες των πολυεθνικών να επεκτείνουν τις αγορές τους επικεντρώνονται, επομένως, στη διεύρυνση των αγορών για γ.τ. καλλιέργειες και στην κατάκτηση των αγορών σπόρων, στις οποίες είναι ακόμα αδύναμοι παίκτες. Το τελευταίο το επιδιώκουν με δύο κυρίως τρόπους. Πρώτον, αγοράζουν ολόκληρες μικρές εταιρίες σπόρων ή τμήματά τους, όπως έκανε η Monsanto αγοράζοντας την εταιρία σπόρων λαχανικών Seminis, ή όπως κάνει η Limagrain αγοράζοντας εταιρίες σπόρων σιταριού στην Ν. Αμερική και σπόρων ρυζιού στην Ασία. Δεύτερον, αναπτύσσουν υβρίδια και/ή γ.τ. ποικιλίες καλλιεργειών για το ρύζι, το σιτάρι και το ζαχαροκάλαμο, που παραδοσιακά υπήρξαν καλλιέργειες αντίστασης στην ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα, αφού η διατήρηση των σπόρων αυτών αποτελεί βασική καλλιεργητική πρακτική των αγροτών.
Με την άνοδο των πολυεθνικών εταιριών σπόροπαραγωγής τα δημόσια συστήματα αναπαραγωγής φυτών που ήταν τόσο σημαντικά 20 χρόνια πριν έχουν μεταφερθεί στα χέρια υπερ-εργολάβων του ιδιωτικού τομέα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Διεθνή Αγροτική Έρευνα συνεργάζεται τώρα με τις πολυεθνικές, καταφέρνοντας έτσι να αποκτήσει έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό κοινών ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων για γ.τ.ο. και συνεργασίες σε προγράμματα όπου τα κέντρα του ουσιαστικά πουλούν το αναπαραχθέν υλικό τους στους υψηλότερους πλειοδότες. Τα εθνικά ερευνητικά ιδρύματα και τα πανεπιστήμια ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι, με πολλά από αυτά να συμπεριφέρονται τώρα περισσότερο ως ιδιωτικές εταιρείες παρά ως ιδρύματα με δημόσιο χαρακτήρα. [ΣτΜ: Στην Ελλάδα το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. παρόλο που έδωσε μεγάλα κονδύλια για την παραγωγή υβριδίων καλαμποκιού από ελληνικές ντόπιες ποικιλίες δεν τις έβγαλε ποτέ στο εμπόριο, προφανώς για να μην τις προτιμήσουν οι παραγωγοί σε σχέση με τα εισαγώμενα υβρίδια].
Επομένως, τα δημόσια συστήματα σπόρων εξαφανίζονται ως η κύρια πηγή σπόρων για τους αγρότες, και σε αυτό το κενό παρεισφρύει ο ιδιωτικός τομέας, συχνά με τη συνεργασία των δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων. Το δεύτερο κύμα προγραμμάτων τύπου Πράσινης Επανάστασης που προωθούν ο Bill Gates και άλλοι χορηγοί, εναποθέτει στον ιδιωτικό τομέα την αρμοδιότητα για την προμήθεια σπόρων, και όχι τα δημόσια προγράμματα σπόρων, όπως ίσχυε στο παρελθόν. Τυπικά, αυτές οι πρωτοβουλίες προσπαθούν να εγκαταστήσουν τοπικές ιδιωτικές εταιρίες σπόρων που θα μπορούν να κατοχυρώσουν εμπορικά κανάλια και να δομήσουν δίκτυα παραγωγών σπόρων. Ενώ οι περισσότερες από αυτές τις μικρές εταιρίες σπόρων αναπόφευκτα θα αγοραστούν ή θα εξοντωθούν από μεγαλύτερες πολυεθνικές, στο μεσοδιάστημα όχι μόνο θα δημιουργήσουν αγορές που θα λειτουργούν, αλλά θα παρέχουν επίσης σημαντική τοπική υποστήριξη ώστε να πιέσουν για μετατροπές στους κανονισμούς που αφορούν στους σπόρους, την πνευματική ιδιοκτησία και τη βιοασφάλεια, μετατροπές που θα υπονομεύουν τα συστήματα σπόρων των αγροτών και στρώνουν το δρόμο για τις μεγάλες εταιρίες ώστε να ενταχθούν στην αγορά και κατόπιν να την πάρουν στα χέρια τους. Ο αυτονόητος (αλλά σπανίως δηλωμένος) στόχος αυτών των προγραμμάτων είναι να παρέχουν σπόρους σε μια καινούρια τάξη μεσαίας και μεγάλης κλίμακας αγροτών στην Αφρική ή οπουδήποτε κάποιοι μπορούν να πληρώσουν για αυτούς τους σπόρους. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον να υποστηριχθούν τα συστήματα σπόρων που ελέγχονται και εξυπηρετούν αγρότες που παράγουν για τις οικογένειες και τις κοινότητές τους. Η επέκταση των εταιρειών εμπορίας σπόρων είναι επιπλέον αδιαχώριστη από την επέκταση των επιχειρήσεων στην αγροτική παραγωγή και στις αγορές που αναλύονται παρακάτω. Η πιο δραματική περίπτωση είναι η απότομη αύξηση των πωλήσεων της γ.τ. σόγιας της Monsanto που ακολούθησε τη μαζική επέκταση της καλλιέργειας σόγιας για εξαγωγή στην Αργεντινή και τη Βραζιλία από το 1996. Ανάλογα μοντέλα παραγωγής εφαρμόζονται τώρα και αλλού, στη Ν. Αμερική, την Αφρική και την Ασία, εκτοπίζοντας από τη διαδικασία παραγωγής τους τοπικούς σπόρους και αντικαθιστώντας τους με αυτούς που προωθούν οι εταιρείες. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις η εισαγωγή των σπόρων των εταιρειών προηγείται του βιομηχανικού μοντέλου γεωργίας. Για παράδειγμα, τα σημερινά κινεζικά προγράμματα για την προώθηση της χρήσης κινεζικών υβριδικών ποικιλιών ρυζιού στην Αφρική είναι μέρος μιας μακροχρόνιας προσπάθειας να εγκατασταθούν μεγάλης κλίμακας καλλιεργήσιμες εκτάσεις ρυζιού στην ήπειρο για εξαγωγή πίσω στην Κίνα.
Η κατάσταση σήμερα με τους σπόρους είναι μια μορφή απαρτχάιντ. Από τη μία πλευρά είναι ο λεγόμενος επίσημος τομέας: ιδιωτικές εταιρείες, εθνικά και διεθνή ερευνητικά ινστιτούτα και κυβερνητικές υπηρεσίες που προωθούν την ανάπτυξη των ποικιλιών για ένα βιομηχανικό μοντέλο γεωργίας τελείως αντίθετο με στις ανάγκες των μικρών αγροτών και των τοπικών διατροφικών συστημάτων. Αυτή η πλευρά έχει πολλά λεφτά, υποστηρίζεται από όλους τους τύπους των νόμων (δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, κανονισμοί σπόρων, προστασία επενδύσεων, κ.ο.κ.) και έχει επίσης όλη την πρόσβαση που χρειάζεται στη βιοποικιλότητα που ανέπτυξαν οι αγρότες και βρίσκεται τώρα αποθηκευμένη σε τράπεζες σπόρων. Από την άλλη πλευρά, είναι τα συστήματα σποροπαραγωγής των αγροτών, τα οποία ακόμα προμηθεύουν με τροφή το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αλλά δεν απολαμβάνουν σχεδόν καμία υποστήριξη από τις κυβερνήσεις, οι οποίες αντιθέτως τα περιορίζουν συνεχώς, έως και τα ποινικοποιούν.
Αγροτική παραγωγή
Πολλά έχουν ειπωθεί για την αύξηση του ελέγχου των εταιριών στους σπόρους. Αλλά υπήρξε μία εξίσου δραματική αύξηση του ελέγχου από τις εταιρείες όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή τις τελευταίες δύο δεκαετίες που τράβηξε πολύ λιγότερο την προσοχή και η οποία τώρα απειλεί να χειροτερέψει. Όπως και με την Πράσινη Επανάσταση, ένα μέρος αυτού του ελέγχου προήλθε από τον έλεγχο των σπόρων, αφού οι γ.τ. καλλιέργειες και τα υβρίδια επιβάλλουν ένα εντατικό μοντέλο αγροτικής εκμετάλλευσης. Σημαντικότερο ρόλο έπαιξε ωστόσο η αύξηση της ενσωμάτωσης των παραγωγών σε ένα κάθετο οργανωτικό μοντέλο.
Στις δεκαετίες του ’60 και ’70 πολλά από τα αγροκτήματα και τις καλλιέργειες που δημιουργήθηκαν υπό αποικιακή κατοχή εθνικοποιήθηκαν και η γενική τάση στις παγκόσμιες εταιρείες διατροφής ήταν να απομακρυνθούν από την άμεση παραγωγή. Στην πλειοψηφία τους, το κεφάλαιο επέλεξε αντ’ αυτού να εισχωρήσει στην αγροτική εκμετάλλευση μέσα από την διαδικασία των εισροών, ελέγχοντας δηλαδή την πώληση των σπόρων, των λιπασμάτων και των μηχανημάτων. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αυτή η τάση έχει ανατραπεί.
Οι εταιρείες ασκούν όλο και αμεσότερο έλεγχο στην ίδια τη αγροτική εκμετάλλευση, ιδιαίτερα μέσα από τη συμβολαιακή-εργολαβική γεωργία Στον τομέα της εκτροφής ζώων, για παράδειγμα, πάνω από 50% των χοίρων στον κόσμο και 66% των πουλερικών και της παραγωγής αυγών λαμβάνει πλέον χώρα σε βιομηχανικές φάρμες, οι οποίες γενικά ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες κρέατος ή έχουν συμβόλαια με αυτές. Στην Βραζιλία, 75% της παραγωγής πουλερικών είναι με συμβόλαια, ενώ στο Βιετνάμ 90% της παραγωγής γαλακτοκομικών τελούν από το ίδιο εργολαβικό καθεστώς. Τα ποσοστά της εργολαβικής παραγωγής επίσης είναι ακόμη υψηλότερα όταν πρόκειτα για εξαγώγιμα αγαθά όπως το κακάο, ο καφές, τα κάσιους, τα φρούτα και λαχανικά. Το ίδιο ισχύει και για βασικά διατροφικά προϊόντα όπως το σιτάρι και το ρύζι. Στο Βιετνάμ το 40% της παραγωγής ρυζιού καλλιεργείται υπό καθεστώς συμβάσεων με εταιρείες.
Ένα από τους λόγους που οδήγησαν στην κάθετη ενσωμάτωση είναι ότι οι παγκόσμιοι λιανοπωλητές ζητούν αυστηρή προσκόλληση σε συγκεκριμένς προδιαγραφές που ορίζουν οι ίδιοι. Οι προμηθευτές τους επομένως θέλουν να διασφαλίσουν ότι οι αγρότες θα παράγουν σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές. Οι εταιρείες αυτές έχουν υπερβολική δύναμη στην αγορά και μπορούν να εξαναγκάσουν τους συμβασιούχους παραγωγούς να συμφωνήσουν με όρους σχεδόν δουλικούς. Εφόσον οι αγρότες αυτοί δεν προσλαμβάνονται άμεσα από τις εταιρίες, οι εταιρείες δεν υποχρεώνονται να τηρήσουν τους εργατικούς νόμους ή να διαπραγματευθούν με τα συνδικάτα.
Ορισμένες εταιρείες εμπορίας γεωργικών προϊόντων που επενδύουν σε καλλιεργήσιμη γη:
Cargill: φοινικέλαιο, ζαχαροκάλαμο, γαλακτοκομικά, βοοειδή, πουλερικά, χοίροι, ιχθυοκαλλιέργειες
Olam: γαλακτοκομικά, αμύγδαλα, φοινικέλαιο
Bunge: ζαχαροκάλαμο, δημητριακά, ελαιόσποροι, βοοειδή
Louis Dreyfus: ζαχαροκάλαμο, δημητριακά, πορτοκάλια
Mitsui: βαμβάκι, γαλακτοκομικά, ελαιόσποροι, δημητριακά, πουλερικά, γαρίδες
Glencore: ελαιόσποροι, δημητριακά
ADM: ζαχαροκάλαμο, φοινικέλαιο (με τη Wilmar)
Noble Group: ελαιόσποροι, δημητριακά
Charoen Pokphand: χοίροι, πουλερικά, ιχθυοκαλλιέργειες, φρούτα και λαχανικά, φοινικέλαιο
Wilmar: φοινικέλαιο, ζαχαροκάλαμο
Συνέπεια αυτής της τάσης προς την κάθετη ενσωμάτωση και των σφιχτά ελεγχόμενων προμηθευτικών αλυσίδων είναι η ανάδυση των «εταιρικών αγροτών». Ουσιαστικά μιλάμε για εταιρίες που άλλοτε ανήκουν σε οικογένειες και πιο συχνά σε ένα μείγμα επενδυτών και μετόχων, με μεγάλης κλίμακας εργασίες, συνήθως σε διαφορετικά μέρη μιας χώρας ή ακόμη και σε περισσότερες από μία χώρες. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, όπου η εμφάνιση τέτοιων εταιρειών είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, 30 εταιρίες ελέγχουν τώρα πάνω από 2,4 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης3. Στην Ουκρανία 25 εταιρείες ελέγχουν περίπου 3 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης – το 10% επί του συνόλου στη χώρα4. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους εταιρικούς αγρότες έχουν ειδικές προμηθευτικές συμφωνίες με μεταποιητικούς κολοσσούς, όπως η πτηνοτροφική βιομηχανία DaChan στην Κίνα με τη McDonald’s, και κάποιες από αυτές έχουν αγοραστεί από τους πελάτες τους, όπως η Hortifruiti, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην Κεντρική Αμερική, η οποία αγοράστηκε από τη Walmart. Εντωμεταξύ, όλο και περισσότερεςοι πολυεθνικές έχουν ιδιοπαραγωγή είτε μιλάμε για φρούτα, είτε για δημητριακά, γαλακτοκομικά, μοσχαρίσιο κρέας ή ζαχαροκάλαμα.
Υπάρχουν φυσικά και άλλες δυνάμεις που ωθούν τη γεωργία προς τη νέα βιομηχανοποίηση. Η σύγκλιση της διατροφικής και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 πυροδότησε ένα κύμα επενδύσεων σε διατροφική παραγωγή και αγροτική γη σε όλον τον πλανήτη, τόσο από χρηματοπιστωτικούς επενδυτές που αναζητούν μια σίγουρη πηγή μακροχρόνιου κέρδους, όσο και από συγκεκριμένες κυβερνήσεις που επαναδιαπραγματεύονται την εμπιστοσύνη τους στο παγκόσμιο εταιρικό διατροφικό σύστημα, ώστε να εγγυηθούν τη διατροφική ασφάλεια της χώρας. Η πρόσφατη δημιουργία νέων αγορών για βιοκαύσιμα ώθησε ακόμα περισσότερες εταιρείες προς τη γεωργία. Με τη νομοθεσία να εγγυάται αγορές αιθανόλης και βιοντίζελ στις βιομηχανικές και στις αποκαλούμενες «ανερχόμενες» οικονομίες, οι οικονομικοί επενδυτές και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας τώρα τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στις αγροτικές καλλιέργειες για την παραγωγή βιοκαυσίμων.
Το συνολικό αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η μαζική εξάπλωση των μονοκαλλιεργειών. Η καλλιέργεια σόγιας καλύπτει πάνω από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας αύξησης στις αγροτικές εκτάσεις μεταξύ του 1990 και 2007. Αυτό που είναι μάλλον το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτά τα νούμερα είναι ότι ο όγκος της εξάπλωσης της μονοκαλλιέργειας δεν αφορά στην παραγωγή τροφής για τους ανθρώπους. Η τεράστια αγροτική έκταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σόγιας, ξυλείας, καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμου προορίζεται κυρίως για βιομηχανική χρήση, ιδιαίτερα μάλιστα για βιοκαύσιμα και ζωοτροφές.
Αγορές
Kαθ’όλη τη δεκαετία της δεκαετίας του ’80 και κατόπιν τη δεκαετία του ’90 συντελέστηκε η πλήρης αποδιάρθρωση του κράτους ή των οργανισμών και φορέων δημοσίου συμφέροντος που, τουλάχιστον θεωρητικά, επεδίωκαν να εξισορροπήσουν τα συμφέροντα των αγροτών με αυτά του αστικού πληθυσμού. Οι διεθνείς ελεγκτικές επιτροπές εμπορευμάτων με την ίδια πάνω-κάτω πρόθεση, διαλύθηκαν κι αυτές. Εντωμεταξύ, με τη δημιουργία του ΠΟΕ και κατόπιν με τις διμερείς εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες, μια δέσμη νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων επιβλήθηκε σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, προλειαίνοντας το έδαφος για την αλματώδη αύξηση των ξένων επενδύσεων στην αγροβιομηχανία και την παγκοσμιοποίηση των διατροφικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών ήταν να συγκεντρωθεί τεράστια δύναμη στα χέρια των πολυεθνικών αγροκολοσσών. Η πόρτα ήταν πλέον ορθάνοιχτη: Μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τα διατροφικά συστήματα ανάλογα με το πώς βόλευε τις παγκόσμιες επιχειρήσεις τους.
Για τις χώρες του Νότου, το νέο αυτό κύμα εταιρικού ελέγχου σήμαινε, μεταξύ άλλων και:
-τη σταδιακή μεταφορά της παραγωγής αγροτικών προϊόντων προς περιοχές, όπως η Βραζιλία, όπου το κόστος παραγωγής είναι χαμηλό, ενώ η κρατική υποστήριξη, στις υποδομές, τις επιδοτήσεις και τη νομοθεσία, υψηλή (βλ. τις “εξαγωγές σπαραγγιών” παρακάτω),
-την επιθετική εισβολή αλυσίδων σουπερμάρκετ από το Βορρά (Wal-Mart, Carrefour), εταιρείες υπηρεσιών επισιτισμού (McDonald’s, KFC), και εταιρείες επεξεργασίας τροφίμων (Nestlé, Unilever) στα τοπικά διατροφικά συστήματα και τέλος
-την αντικατάσταση τοπικών αγορών και συστημάτων παραγωγής τροφίμων από τις αλυσίδες προμηθευτών τροφίμων και ζωοτροφών που οργανώνουν οι διατροφικοί και αγροβιομηχανικοί κολοσσοί.
Στην πλειονότητά τους, οι κυβερνήσεις ασπάστηκαν τις τάσεις αυτές με ενθουσιασμό. Άρχισαν να συναγωνίζονται η μία την άλλη σε προσφορές κινήτρων προς τους ξένους επενδυτές και να εφαρμόζουν δυτικού τύπου νόμους και κανονισμούς διατροφικής ασφάλειας που ευνοούν τις πολυεθνικές και ποινικοποιούν τους μικροκαλλιεργητές και τα τοπικά διατροφικά συστήματα. Άρχισαν να σπαταλούν τους πενιχρούς δημόσιους πόρους για τη δημιουργία υποδομών που διευκολύνουν την επέκταση των εταιρειών.
Κάποιες από τις κυβερνήσεις του Νότου, όπως η Κίνα, η Βραζιλία, η Ταϊλάνδη και η Νότια Αφρική, κατάφεραν να στηρίξουν την ανάπτυξη της εγχώριας αγροβιομηχανίας, οι εταιρείες αυτές είναι ωστόσο λίγες και αφορούν σχεδόν αποκλειστικά στη γεωργική παραγωγή. Επιπλέον είναι αντίγραφα πολυεθνικών του Βορρά, είναι οργανωμένες με την ίδια λογική και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του Βορρά, είτε ως προμηθευτές σε εταιρείες όπως η McDonald’s ή η Nestlé, είτε ως πελάτες των αγροβιομηχανικών όπως η Monsanto και η Hybro Genetics.
[Εξαγωγές σπαραγγιού
Από το 1990 ως το 2007, οι παγκόσμιες εξαγωγές σπαραγγιού αυξήθηκαν κατά 271%. Το 58% της αύξησης στις παγκόσμιες εξαγωγές, πάνω από το μισό δηλαδή, αφορούσε την παραγωγή σπαραγγιού στο Περού. Σε αυτήν την περίοδο, η παραγωγή σπαραγγιού στο Περού αυξήθηκε από τους 58.000 τόνους στους 284.000. Γύρω στο 90% των περουβιανών εξαγωγών σπαραγγιών προορίζονται για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Παλαιότερα, τα σπαράγγια στο Περού καλλιεργούνταν από μικρούς καλλιεργητές. Σήμερα, αυτοί έχουν περοριστεί στο 10% της εγχώριας παραγωγής, ενώ κυριαρχούν οι μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες. Αυτήν τη στιγμή, δύο εταιρείες ελέγχουν το ένα τέταρτο του συνόλου των εξαγωγών του σπαραγγιού στο Περού.]
Επιπλέον, ο μηχανισμός της αγροβιομηχανίας των πολυεθνικών, είτε πρόκειται για την JBS της Βραζιλίας, είτε για τη Shineway στην Κίνα, είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένος με τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης συγκεντρώθηκε πολύς πλούτος και εξουσία στα χέρια της Wall Street και άλλων χρηματοπιστωτικών κέντρων. Οι επικεφαλής του χρηματοπιστωτικής οικονομίας κινούν καθημερινά τρισεκατομμύρια δολλάρια ανά τον κόσμο, αναζητώντας τις αμεσότερες και υψηλότερες απολαβές. Όλο και περισσότερα από αυτά τα χρήματα εισρέουν στην αγροβιομηχανία των πολυεθνικών και στην κερδοσκοπία από τα γεωργικά προϊόντα. Η πρόσβαση στην τεράστια αυτή πηγή κεφαλαίων δίνει αντίστοιχα φοβερή ώθηση στην επέκταση της αγροβιομηχανίας, παρέχοντας στις εταιρείες την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν μικρότερες εταιρείες ή να ξεκινούν νέες επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα προσδένει τις εταιρείες στη λογική του όλο και γρηγορότερου, όλο και υψηλότερου κέρδους, στις πλάτες των εργαζομένων, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Εντωμεταξύ, η ποσότητα του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στα γεωργικά εμπορεύματα έχει ανέβει στα ύψη και αυτό, σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο έλεγχο σε όλα τα επίπεδα της διατροφικής αλυσίδας, σημαίνει ότι οι τιμές ελάχιστη σχέση έχουν με την προσφορά και τη ζήτηση και ότι η διακίνηση των διατροφικών ειδών και η πρόσβαση σε αυτά έχουν αποσυνδεθεί από τις ανάγκες. Το σημερινό παγκόσμιο διατροφικό σύστημα των πολυεθνικών είναι οργανωμένο σύμφωνα με μία και μοναδική αρχή: την αρχή του κέρδους για τους ιδιοκτήτες των πολυεθνικών.
Δέκα αγροβιομηχανίες του Νότου στην παραγωγή τροφής:
Sime Darby (Mαλαισία): Η μεγαλύτερη παραγωγός φοινικελαίου επεκτείνεται στη δυτική Αφρική και στην παραγωγή ρυζιού
Wilmar (Σιγκαπούρη): Μεγάλη παραγωγός φοινικελαίου και ζάχαρης. Μειοψηφία των μετοχών κατέχει η ADM.
Olam (Σιγκαπούρη): Εμπορεύεται γεωργικά προϊόντα, έχει παρουσία στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Κινείται ανοδικά και εκτείνεται στην παραγωγή βασικών διατροφικών ειδών, όπως το ρύζι και τα γαλακτοκομικά. Μέρος της ανήκει στην SWF Temasek της Σιγκαπούρης.
JBS (Βραζιλία): Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής κρέατος με έμφαση στο βοδινό. Πρόσφατα επεκτάθηκε δυναμικά στη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και στα πουλερικά.
Karuthuri (Iνδία): Από τους μεγαλύτερους παραγωγούς κομμένων λουλουδιών στον κόσμο, με βάσεις κυρίως στην Κένυα. Πρόσφατα επεκτάθηκε στις διατροφικές καλλιέργειες προς εξαγωγήν σε γη που απέκτησε στην Αιθιοπία.
Savola (Σαουδική Αραβία): Η μεγαλύτερη εταιρεία διατροφικών προϊόντων στην περιοχή του Κόλπου, ασχολείται με την παραγωγή και την επεξεργασία τροφίμων, καθώς και με τη λιανική πώληση μέσω της ιδιόκτητης αλυσίδας σουπερμάρκετ Panda.
COFCO (Κίνα): Σύμπλεγμα εταιρειών κρατικών συμφερόντων, η μεγαλύτερη στην επεξεργασία και πώληση τροφίμων. Πρόσφατα επεκτάθηκε στην παραγωγή γαλακτοκομικών.
COSAN (Bραζιλία): Ο μεγαλύτερος παραγωγός ζάχαρης στον κόσμο. Πρόσφατα συνήψε κοινοπραξία με τη Shell για την παραγωγή αιθανόλης.
New Hope (Κίνα): Ιδιωτικό εταιρικό σύμπλεγμα, ο μεγαλύτερος παραγωγός ζωοτροφών κι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χοιρινού, πουλερικών και γαλακτοκομικών. Η εταιρεία πρόσφατα ίδρυσε επιχειρήσεις στο Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, την Ινδονησία, την Καμπότζη.
Άνθρωποι
Ίσως είναι δύσκολο να μην νιώσουμε δέος και τρόμο μπρος στη εξάπλωση της δύναμης των πολυεθνικών στο διατροφικό σύστημα. Η κατάσταση είναι θλιβερή αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι η εξάπλωση των πολυεθνικών στηρίζεται στην καταστροφή των τοπικών διατροφικών συστημάτων, που παρέχουν τροφή και ζωτικότητα στους ανθρώπους τους οποίους εκμεταλλεύεται το σύστημα της αγροβιομηχανίας ή εκείνους που βρίσκονται αποκλεισμένοι απ’ αυτό.
Το βιομηχανικό διατροφικό σύστημα δεν είναι ωστόσο πανταχού παρόν. Ούτε προορίζονται γι’ αυτό οι περισσότεροι σπόροι που σπέρνονται, ούτε εντάσσονται σε αυτό οι περισσότεροι αγρότες, ούτε θρέφει τους περισσότερους ανθρώπους. Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν ακόμη τα θεμέλια εντελώς διαφορετικών διατροφικών συστημάτων. Παντού αναδύονται και αναπτύσσονται κινήματα που επιδιώκουν να τα αναζωογονήσουν και να ανατρέψουν τη διατροφική τάξη πραγμάτων που επιβάλλουν οι πολυεθνικές. Μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής διεξάγεται ακόμη έξω από τις αλυσίδες παραγωγής των πολυεθνικών, γι’ αυτό και το κεφάλαιο καταβάλλει τόσο εντατικές προσπάθειες να ενσωματώσει την αγροτική παραγωγή. Μεγάλο μέρος των καλλιεργειών βρίσκεται ακόμη στα χέρια χωρικών, ψαράδων και ιθαγενών και λειτουργεί στο πλαίσιο τοπικών πολιτισμών και εμπορικών κυκλωμάτων.
Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειαζόμαστε την αγροβιομηχανία. Όπως κατέδειξε η εμπειρία των τελευταίων δύο δεκαετιών, έχουμε κάθε λόγο να απαλλαγούμε εντελώς από αυτήν. Είκοσι χρόνια εξάπλωσης του ελέγχου της αγροβιομηχανίας στο επισιτιστικό σύστημα έχουν παραγάγει ακόμη περισσότερη πείνα: Σήμερα πεινούν 200 εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσο πριν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια εξάπλωσης της αγροβιομηχανίας έχει καταστρέψει ζωές: Σήμερα 800 εκατομμύρια μικροκαλλιεργητές και εργαζόμενοι στους αγρούς υποσιτίζονται. Η αγροβιομηχανία είναι εξέχων παράγοντας πρόκλησης κλιματικής αλλαγής και άλλων περιβαλλοντικών καταστροφών των οποίων τις συνέπειες είναι παντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει. Έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρα προβλήματα στη διατροφική ασφάλεια κι έχει καταστήσει τη γεωργία έναν από τους τομείς με τις πιο επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, τόσο για τους καλλιεργητές όσο και για τους εργαζόμενους στην επεξεργασία των τροφίμων. Και βέβαια διοχετεύει τον πλούτο που παράγεται από την παγκόσμια διατροφική παραγωγή στα χέρια των λίγων.
Στη γεωργία, η κύρια εξέλιξη των τελευταίων είκοσι ετών υπήρξε η ανάπτυξη της αγροβιομηχανίας. Αν η ανθρωπότητα θέλει να επιβιώσει με κάποια αξιοπρέπεια σ’ αυτόν τον πλανήτη, στα επόμενα είκοσι χρόνια καιρός είναι να δούμε την αγροβιομηχανία να καταποντίζεται.
Μετάφραση: Λ.&Φ.
(Το αρχικό άρθρο στα αγγλικά: εδώ)
Το δίκτυο Monsanto: Εδώ και είκοσι χρόνια, εξαγοράζει τους ανταγωνιστές.
Από νεοσύλλεκτος το 1990, ανήλθε σε κυρίαρχη δύναμη το 2010
monsanto, μονσαντο, δίκτυο, σπόροι, βιομηχανία, αγορά, γ.τ.ο.
[πηγή: Philip H. Howard, “Visualizing Consolidation in the Global Seed Industry, 1996–2008”, in Sustainability, 2009. σύνδεσμος εδώ]