Της Έφης Γιαννοπούλου
Κι έτσι, τις τελευταίες μέρες του 2012 και τις πρώτες του 2013, δεν έμεινε κανένας πολίτης σ’ αυτήν τη χώρα που να μη μάθει την κατάληψη «Βίλα Αμαλία» και τους τρόπους μεταγραφής από CD σε USB. Αν και τα μαθήματα πολύ απέχουν από το να είναι επαρκή: η Όλγα Τρέμη δεν καταφέρνει να διατυπώσει με την απαραίτητη σιγουριά τα μυστικά της ηλεκτρονικής μεταγραφής (που αποκαλύπτονται καθημερινά και με το σταγονόμετρο) και ο Γιάννης Πρετεντέρης απορεί που οι αντιεξουσιαστές καταλαμβάνουν πάντα βίλες!
Ας μείνουμε όμως στις βίλες. Προχτές γεννήθηκε μια νέα βίλα, η Βίλα «Μαρία Κάλλας», ανύπαρκτη μέχρι πρότινος, γνωστή μόνον ως «κατάληψη Σκαραμαγκά», ένα από τα ιστορικότερα κτίρια της Αθήνας (!) όπως τη χαρακτήρισε ρεπόρτερ του Mega, αφού εκεί έζησε από το 1937 ως το 1945 η μεγάλη λυρική τραγουδίστρια. Μόνο ως αστείο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κανείς «τη διαρκή προσβολή στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας» που επικαλέστηκε ο κ. Δένδιας και το ξαφνικό ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, τον πολιτισμό και την ιστορική μνήμη που ανακάλυψαν εσχάτως η κυβέρνηση και τα κανάλια προκειμένου να μιλήσουν για κτίρια που την εποχή που καταλήφθηκαν ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και κατοικίες τρωκτικών. Αστείο σε μια χώρα που δεν έχει ενδιαφερθεί σχεδόν καθόλου για την αρχιτεκτονική ταυτότητα της πρωτεύουσάς της.
Πολλά θα ήταν αστεία, αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Όπως, παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι τα άδεια μπουκάλια και τα κοντάρια της Βίλας Αμαλία έχουν καταλάβει πολλαπλάσιο χώρο και χρόνο στον δημόσιο διάλογο από την ανακάλυψη, πριν από τέσσερις περίπου μήνες, μιας γιάφκας με όπλα, ασύρματους και εκρηκτικά στο Γύθειο, που αποδόθηκε αόριστα σε ακροδεξιά οργάνωση. Ή η πεισματική παραγνώριση του γεγονότος ότι οι συλληφθέντες στη Βίλα Αμαλία δεν προφυλακίστηκαν, διότι το να κατέχεις αντιασφυξιογόνες μάσκες, κοντάρια και λίγο πετρέλαιο για μια σόμπα απέχει πολύ από το να αποτελεί τεκμήριο που θα σε συνδέσει με πράξεις όπως εμπρησμούς κτιρίων και βανδαλισμούς κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Η επίκληση της νομιμότητας απαιτεί και σεβασμό του νομικού πολιτισμού, όμως η Βίλα Αμαλία χαρακτηρίζεται καθημερινά και αναπόδεικτα στα δελτία ειδήσεων και στις κυβερνητικές ανακοινώσεις άντρο ανομίας.
Το βασικό ερώτημα που θα έθετε οποιοσδήποτε πολίτης διαθέτων κοινή λογική είναι γιατί τώρα η κυβέρνηση αποφασίζει να επιτεθεί σε μια κατάληψη όπως η Βίλα Αμαλίας και να την κάνει μάλιστα κεντρικό θέμα της ρητορικής της, όταν επί 23 χρόνια διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έχουν ανεχτεί σιωπηρά την ύπαρξη του συγκεκριμένου χώρου. Η επίκληση της νομιμότητας και το εγχείρημα της ανακατάληψης των πόλεων από τη σημερινή κυβέρνηση, και κυρίως τη Νέα Δημοκρατία, δεν αποτελεί επαρκή απάντηση. Κι εκεί πάλι ακολουθεί ένα «γιατί»: γιατί τώρα, γιατί τις καταλήψεις; Είναι άραγε οι καταλήψεις η ενσάρκωση της ανομίας και το εμπόδιο στην πολυπόθητη ανάπτυξη;
Θα μπορούσε κανείς να καταγράψει τέσσερις τουλάχιστον λόγους:
1. Η Νέα Δημοκρατία από την αρχή της ανάληψης της διακυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιουνίου, με τη στήριξη των δύο άλλων κομμάτων της συγκυβέρνησης, επιδίδεται σε έναν λυσσαλέο αγώνα επαναπατρισμού των πιο ακροδεξιών ψηφοφόρων της που μετακινήθηκαν προς τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, κυνηγώντας μετανάστες, επιδιδόμενη σε βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, επιτιθέμενη σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Είναι εξάλλου κοινό μυστικό πως η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, με πρωθυπουργικούς συμβούλους σαν τον Φαήλο Κρανιδιώτη, υπουργούς σαν τον Νίκο Δένδια και μεταγραφές όπως αυτές των Βορίδη-Γεωργιάδη, είναι η πιο ακροδεξιά ΝΔ των τελευταίων δεκαετιών.
2. Για την κυβέρνηση η επίθεση στις καταλήψεις και η επιμονή σε ζητήματα όπως τα περίφημα «δύο άκρα» και το δίπολο «νομιμότητα-ανομία» θεωρείται ένας προνομιακός χώρος αντιπαράθεσης με την αξιωματική αντιπολίτευση, την οποία θεωρεί ότι έτσι εκθέτει στο συντηρητικότερο κομμάτι των πραγματικών ή δυνητικών ψηφοφόρων της, καθώς και σ’ εκείνο του οποίου η πληροφόρηση περιορίζεται στα δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης και στις μεγάλες εφημερίδες. Περισσότερο κι από τους καταληψίες, η βία και η ανομία καταλογίζεται στην αξιωματική αντιπολίτευση.
3. Η επίκληση της ασφάλειας, καθώς και οι χολιγουντιανές επιχειρήσεις της αστυνομίας για την εκκένωση των καταλήψεων συσκοτίζουν και αποσπούν, όσο αυτό είναι δυνατόν, την προσοχή από άλλα φλέγοντα ζητήματα, από τη λίστα Λαγκάρντ μέχρι τα σοβαρότερα, δηλαδή την άγρια φορολόγηση, τις περικοπές εισοδημάτων, την κατάρρευση των δομών υγείας, το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, την αποτυχία μέτρων όπως αυτό της εξίσωσης του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και πετρελαίου κίνησης, που ενώ δεν φέρνει περισσότερα χρήματα στα ταμεία, αφήνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας χωρίς θέρμανση.
4. Η κυβέρνηση επιτίθεται συστηματικά στις καταλήψεις ανοίγοντας πόλεμο με κάθε αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για εκείνες που συνδέονται άμεσα με τον αναρχικό χώρο, όπως η Βίλα Αμαλίας και η κατάληψη Σκαραμαγκά, αλλά και για τη Δημοτική Αγορά Κυψέλης ή το Θέατρο Εμπρός, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συνδεθούν με πράξεις βίας και ανομίας, πέρα από το ίδιο το γεγονός της κατάληψης, που ωστόσο θα μπορούσε να ειδωθεί και από τη σκοπιά της σωτηρίας και της αξιοποίησης κτιρίων εγκαταλελειμμένων, με δράσεις κοινωνικές και πολιτιστικές, με σύνδεση με τις γειτονιές και τους κατοίκους τους, με όρους λειτουργίας που δεν προτάσσουν το οικονομικό κέρδος και δεν συμμορφώνονται με τη λειτουργία της αγοράς. Καταλήψεις υπάρχουν εδώ και αρκετές δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, λιγότερο ή περισσότερο ανεκτές, λιγότερο ή περισσότερο ενσωματωμένες με το πέρασμα του χρόνου. Και δεν είναι πιο ανοιχτές και πιο κοσμοπολίτικες από τις δικές μας: έτσι τις βλέπει μόνο ο κομπλεξικός επαρχιώτης, που πιστεύει πως παντού όλα γίνονται καλύτερα απ’ ό,τι στο χωριό του.
Όσοι βλέπουν στην ιστορία αυτή μόνο μικροκομματικά κίνητρα, ίσως υποστηρίξουν πως η Αριστερά οφείλει να μην πέσει στην παγίδα, να δείξει υπευθυνότητα, να πάρει αποστάσεις από την ανομία. Όμως οι λόγοι ουσίας λένε το αντίθετο. Η αστυνομία που μπουκάρει σε καταλήψεις είναι η ίδια που χτυπά απρόκλητα διαδηλωτές, που δέρνει ανυποψίαστους τουρίστες, που βασανίζει μετανάστες και άλλους στα αστυνομικά τμήματα, που ανέχεται τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Η κυβέρνηση που επιτίθεται σε κατειλημμένους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους είναι η ίδια που περικόπτει μισθούς και συντάξεις, που καταδικάζει την κοινωνία στην εξαθλίωση. Όπως η μεσαία τάξη βρίσκεται τα τελευταία χρόνια συμπιεσμένη προς τα κάτω και με κοινά συμφέροντα με το φτωχότερο κομμάτι της κοινωνίας, έτσι και ο μέσος πολίτης (αυτός που, μέχρι χτες, δεν γνώριζε την ύπαρξη της Βίλας Αμαλία, που ενδεχομένως δεν νιώθει τίποτα να τον συνδέει μ’ αυτήν) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επίθεση που προέρχεται από την ίδια κυβέρνηση που προσπαθεί τώρα να του πουλήσει ασφάλεια ανοίγοντας πόλεμο με καταληψίες και μετανάστες. Μ’ αυτή την έννοια η υπεράσπιση των καταλήψεων συνιστά υπεράσπιση μιας ελεύθερης κοινωνίας και αντίσταση στην απόπειρα συντηρητικοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στην αύξηση της καταστολής και του αυταρχισμού, σε μια προσπάθεια, τόσο στο επίπεδο της ρητορικής όσο και της πρακτικής, να επιστρέψουμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 δαιμονοποιώντας την «επάρατο» μεταπολίτευση, τότε που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έκανε τις πρώτες του παραστάσεις σε μια κατάληψη καλλιτεχνών και η Μελίνα Μερκούρη την επισκεπτόταν προσφέροντάς της θεσμική νομιμοποίηση. Όσο για τον πόλεμο που έχει κηρύξει η συγκυβέρνηση ενάντια στην ανομία, ας προσπαθήσει να τον κάνει πιο αποτελεσματικό συλλαμβάνοντας τους χρυσαυγίτες που μαχαιρώνουν μετανάστες στις γειτονιές ή, ακόμη ακόμη, εξιχνιάζοντας τον εμπρησμό της Marfin, αντί να χρησιμοποιεί με αήθη τρόπο τρεις νεκρούς ανθρώπους κάθε φορά που θέλει να επιτεθεί στους πολιτικούς της αντιπάλους.
Κι έτσι, τις τελευταίες μέρες του 2012 και τις πρώτες του 2013, δεν έμεινε κανένας πολίτης σ’ αυτήν τη χώρα που να μη μάθει την κατάληψη «Βίλα Αμαλία» και τους τρόπους μεταγραφής από CD σε USB. Αν και τα μαθήματα πολύ απέχουν από το να είναι επαρκή: η Όλγα Τρέμη δεν καταφέρνει να διατυπώσει με την απαραίτητη σιγουριά τα μυστικά της ηλεκτρονικής μεταγραφής (που αποκαλύπτονται καθημερινά και με το σταγονόμετρο) και ο Γιάννης Πρετεντέρης απορεί που οι αντιεξουσιαστές καταλαμβάνουν πάντα βίλες!
Ας μείνουμε όμως στις βίλες. Προχτές γεννήθηκε μια νέα βίλα, η Βίλα «Μαρία Κάλλας», ανύπαρκτη μέχρι πρότινος, γνωστή μόνον ως «κατάληψη Σκαραμαγκά», ένα από τα ιστορικότερα κτίρια της Αθήνας (!) όπως τη χαρακτήρισε ρεπόρτερ του Mega, αφού εκεί έζησε από το 1937 ως το 1945 η μεγάλη λυρική τραγουδίστρια. Μόνο ως αστείο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κανείς «τη διαρκή προσβολή στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας» που επικαλέστηκε ο κ. Δένδιας και το ξαφνικό ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, τον πολιτισμό και την ιστορική μνήμη που ανακάλυψαν εσχάτως η κυβέρνηση και τα κανάλια προκειμένου να μιλήσουν για κτίρια που την εποχή που καταλήφθηκαν ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και κατοικίες τρωκτικών. Αστείο σε μια χώρα που δεν έχει ενδιαφερθεί σχεδόν καθόλου για την αρχιτεκτονική ταυτότητα της πρωτεύουσάς της.
Πολλά θα ήταν αστεία, αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Όπως, παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι τα άδεια μπουκάλια και τα κοντάρια της Βίλας Αμαλία έχουν καταλάβει πολλαπλάσιο χώρο και χρόνο στον δημόσιο διάλογο από την ανακάλυψη, πριν από τέσσερις περίπου μήνες, μιας γιάφκας με όπλα, ασύρματους και εκρηκτικά στο Γύθειο, που αποδόθηκε αόριστα σε ακροδεξιά οργάνωση. Ή η πεισματική παραγνώριση του γεγονότος ότι οι συλληφθέντες στη Βίλα Αμαλία δεν προφυλακίστηκαν, διότι το να κατέχεις αντιασφυξιογόνες μάσκες, κοντάρια και λίγο πετρέλαιο για μια σόμπα απέχει πολύ από το να αποτελεί τεκμήριο που θα σε συνδέσει με πράξεις όπως εμπρησμούς κτιρίων και βανδαλισμούς κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Η επίκληση της νομιμότητας απαιτεί και σεβασμό του νομικού πολιτισμού, όμως η Βίλα Αμαλία χαρακτηρίζεται καθημερινά και αναπόδεικτα στα δελτία ειδήσεων και στις κυβερνητικές ανακοινώσεις άντρο ανομίας.
Το βασικό ερώτημα που θα έθετε οποιοσδήποτε πολίτης διαθέτων κοινή λογική είναι γιατί τώρα η κυβέρνηση αποφασίζει να επιτεθεί σε μια κατάληψη όπως η Βίλα Αμαλίας και να την κάνει μάλιστα κεντρικό θέμα της ρητορικής της, όταν επί 23 χρόνια διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έχουν ανεχτεί σιωπηρά την ύπαρξη του συγκεκριμένου χώρου. Η επίκληση της νομιμότητας και το εγχείρημα της ανακατάληψης των πόλεων από τη σημερινή κυβέρνηση, και κυρίως τη Νέα Δημοκρατία, δεν αποτελεί επαρκή απάντηση. Κι εκεί πάλι ακολουθεί ένα «γιατί»: γιατί τώρα, γιατί τις καταλήψεις; Είναι άραγε οι καταλήψεις η ενσάρκωση της ανομίας και το εμπόδιο στην πολυπόθητη ανάπτυξη;
Θα μπορούσε κανείς να καταγράψει τέσσερις τουλάχιστον λόγους:
1. Η Νέα Δημοκρατία από την αρχή της ανάληψης της διακυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιουνίου, με τη στήριξη των δύο άλλων κομμάτων της συγκυβέρνησης, επιδίδεται σε έναν λυσσαλέο αγώνα επαναπατρισμού των πιο ακροδεξιών ψηφοφόρων της που μετακινήθηκαν προς τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, κυνηγώντας μετανάστες, επιδιδόμενη σε βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, επιτιθέμενη σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Είναι εξάλλου κοινό μυστικό πως η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, με πρωθυπουργικούς συμβούλους σαν τον Φαήλο Κρανιδιώτη, υπουργούς σαν τον Νίκο Δένδια και μεταγραφές όπως αυτές των Βορίδη-Γεωργιάδη, είναι η πιο ακροδεξιά ΝΔ των τελευταίων δεκαετιών.
2. Για την κυβέρνηση η επίθεση στις καταλήψεις και η επιμονή σε ζητήματα όπως τα περίφημα «δύο άκρα» και το δίπολο «νομιμότητα-ανομία» θεωρείται ένας προνομιακός χώρος αντιπαράθεσης με την αξιωματική αντιπολίτευση, την οποία θεωρεί ότι έτσι εκθέτει στο συντηρητικότερο κομμάτι των πραγματικών ή δυνητικών ψηφοφόρων της, καθώς και σ’ εκείνο του οποίου η πληροφόρηση περιορίζεται στα δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης και στις μεγάλες εφημερίδες. Περισσότερο κι από τους καταληψίες, η βία και η ανομία καταλογίζεται στην αξιωματική αντιπολίτευση.
3. Η επίκληση της ασφάλειας, καθώς και οι χολιγουντιανές επιχειρήσεις της αστυνομίας για την εκκένωση των καταλήψεων συσκοτίζουν και αποσπούν, όσο αυτό είναι δυνατόν, την προσοχή από άλλα φλέγοντα ζητήματα, από τη λίστα Λαγκάρντ μέχρι τα σοβαρότερα, δηλαδή την άγρια φορολόγηση, τις περικοπές εισοδημάτων, την κατάρρευση των δομών υγείας, το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, την αποτυχία μέτρων όπως αυτό της εξίσωσης του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και πετρελαίου κίνησης, που ενώ δεν φέρνει περισσότερα χρήματα στα ταμεία, αφήνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας χωρίς θέρμανση.
4. Η κυβέρνηση επιτίθεται συστηματικά στις καταλήψεις ανοίγοντας πόλεμο με κάθε αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για εκείνες που συνδέονται άμεσα με τον αναρχικό χώρο, όπως η Βίλα Αμαλίας και η κατάληψη Σκαραμαγκά, αλλά και για τη Δημοτική Αγορά Κυψέλης ή το Θέατρο Εμπρός, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συνδεθούν με πράξεις βίας και ανομίας, πέρα από το ίδιο το γεγονός της κατάληψης, που ωστόσο θα μπορούσε να ειδωθεί και από τη σκοπιά της σωτηρίας και της αξιοποίησης κτιρίων εγκαταλελειμμένων, με δράσεις κοινωνικές και πολιτιστικές, με σύνδεση με τις γειτονιές και τους κατοίκους τους, με όρους λειτουργίας που δεν προτάσσουν το οικονομικό κέρδος και δεν συμμορφώνονται με τη λειτουργία της αγοράς. Καταλήψεις υπάρχουν εδώ και αρκετές δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, λιγότερο ή περισσότερο ανεκτές, λιγότερο ή περισσότερο ενσωματωμένες με το πέρασμα του χρόνου. Και δεν είναι πιο ανοιχτές και πιο κοσμοπολίτικες από τις δικές μας: έτσι τις βλέπει μόνο ο κομπλεξικός επαρχιώτης, που πιστεύει πως παντού όλα γίνονται καλύτερα απ’ ό,τι στο χωριό του.
Όσοι βλέπουν στην ιστορία αυτή μόνο μικροκομματικά κίνητρα, ίσως υποστηρίξουν πως η Αριστερά οφείλει να μην πέσει στην παγίδα, να δείξει υπευθυνότητα, να πάρει αποστάσεις από την ανομία. Όμως οι λόγοι ουσίας λένε το αντίθετο. Η αστυνομία που μπουκάρει σε καταλήψεις είναι η ίδια που χτυπά απρόκλητα διαδηλωτές, που δέρνει ανυποψίαστους τουρίστες, που βασανίζει μετανάστες και άλλους στα αστυνομικά τμήματα, που ανέχεται τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Η κυβέρνηση που επιτίθεται σε κατειλημμένους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους είναι η ίδια που περικόπτει μισθούς και συντάξεις, που καταδικάζει την κοινωνία στην εξαθλίωση. Όπως η μεσαία τάξη βρίσκεται τα τελευταία χρόνια συμπιεσμένη προς τα κάτω και με κοινά συμφέροντα με το φτωχότερο κομμάτι της κοινωνίας, έτσι και ο μέσος πολίτης (αυτός που, μέχρι χτες, δεν γνώριζε την ύπαρξη της Βίλας Αμαλία, που ενδεχομένως δεν νιώθει τίποτα να τον συνδέει μ’ αυτήν) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επίθεση που προέρχεται από την ίδια κυβέρνηση που προσπαθεί τώρα να του πουλήσει ασφάλεια ανοίγοντας πόλεμο με καταληψίες και μετανάστες. Μ’ αυτή την έννοια η υπεράσπιση των καταλήψεων συνιστά υπεράσπιση μιας ελεύθερης κοινωνίας και αντίσταση στην απόπειρα συντηρητικοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στην αύξηση της καταστολής και του αυταρχισμού, σε μια προσπάθεια, τόσο στο επίπεδο της ρητορικής όσο και της πρακτικής, να επιστρέψουμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 δαιμονοποιώντας την «επάρατο» μεταπολίτευση, τότε που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έκανε τις πρώτες του παραστάσεις σε μια κατάληψη καλλιτεχνών και η Μελίνα Μερκούρη την επισκεπτόταν προσφέροντάς της θεσμική νομιμοποίηση. Όσο για τον πόλεμο που έχει κηρύξει η συγκυβέρνηση ενάντια στην ανομία, ας προσπαθήσει να τον κάνει πιο αποτελεσματικό συλλαμβάνοντας τους χρυσαυγίτες που μαχαιρώνουν μετανάστες στις γειτονιές ή, ακόμη ακόμη, εξιχνιάζοντας τον εμπρησμό της Marfin, αντί να χρησιμοποιεί με αήθη τρόπο τρεις νεκρούς ανθρώπους κάθε φορά που θέλει να επιτεθεί στους πολιτικούς της αντιπάλους.