Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η κοινωνική σταθερότητα μπορούσε να αναπαράγεται κυρίως μέσω της απόσπασης της συναίνεσης πλειοψηφικών κομματιών της κοινωνίας που παραχωρούσαν την πολιτική τους ελευθερία με αντάλλαγμα μια ζωή με σχετική ευημερία. Αυτή ήταν, άλλωστε, η λογική του καπιταλισμού μέχρι σήμερα: όλα τα προβλήματα θα τα λύσει η οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα φέρει την κοινωνική ειρήνη, την «Πρόοδο» κ.λπ.[1]. Πράγμα που δεν ήταν απόλυτα ψευδές, αν αναλογιστούμε την πρωτοφανή, ιστορικά, οικονομικο-τεχνική ανάπτυξη και ευημερία στην οποία οδήγησε ο καπιταλισμός τις δυτικές κοινωνίες (ανεξαρτήτως του άδικου, φυσικά, τρόπου με τον οποίο αυτός ο πλούτος διανεμόταν). Η κουλτούρα αυτή, που εδραιώθηκε με την απογείωση και καταξίωση της λεγόμενης μεσαίας τάξης στο οικονομικό πεδίο, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια -την περίφημη κεϊνσιανή «Χρυσή Τριακονταετία»-, μετουσιώθηκε σε υποχώρηση των βασικών ρευμάτων συλλογικής δράσης (εργατικό, φοιτητικό, οικολογικό και φεμινιστικό κίνημα) και εξαφάνιση των όποιων επαναστατικών προταγμάτων, παράγοντας το σύγχρονο μοντέλο του «μετρημένου», ωφελιμιστή και πολιτικά ευνουχισμένου ψηφοφόρου του μεσαίου χώρου στο πολιτικό πεδίο. Σήμερα όμως, οι καταιγιστικές εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες. Υπό αυτήν την έννοια, θα πρέπει να δούμε την σημερινή τάση επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού ως έκφανση ενός συνολικότερου πολιτικού μετασχηματισμού, αγνώστων ακόμα ορίων και ανθρωπολογικών συνεπειών. Αντίθετα με τις ελπίδες των σοσιαλδημοκρατών ότι η κρίση που ξέσπασε το 2008 θα οδηγούσε σε μια αλλαγή πορείας, σε κάποια επιστροφή σε πιο κεϊνσιανού τύπου πολιτικές, καθίσταται όλο και πιο προφανές ότι βασική συνέπεια της κρίσης αυτής στο πολιτικό επίπεδο είναι η οριστική εμπέδωση ενός καπιταλισμού της λιτότητας και των «περικοπών».
Τα γεγονότα των δύο τελευταίων ετών -ειδικά στην Ελλάδα- δείχνουν ότι η επιτακτική και αυταρχικά επιβαλλόμενη λιτότητα οδηγεί σε κόψιμο του ομφάλιου λώρου που συνέδεε τις πολιτικές ηγεσίες και τους πολίτες-ψηφοφόρους. Δυστυχώς, αυτό δε συμβαίνει τόσο λόγω μιας οργανωμένης προσπάθειας από τα κάτω να αυτονομηθούν σε ένα βαθμό οι άνθρωποι από την πολιτική ανάθεση του κομματισμού και να αμφισβητήσουν την πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά γιατί στις συνθήκες κρίσης και ανασφάλειας έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κομμάτων ενώ οι πελατειακές πρακτικές ολοένα και στερούνται περιεχομένου. Η νέα κατάσταση, που βαφτίζεται καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, δεν απαιτεί πλέον μια ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω», αλλά κατασκευάζει μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου. Ο πολιτικός διάλογος συμπυκνώνεται στην προώθηση διλημμάτων στα οποία η απάντηση καθίσταται απλά ζήτημα λογικής ή παραφροσύνης: το διακύβευμα είναι να γίνονται αποδεκτές οι βίαιες αλλαγές ως ο «μονόδρομος» που θα μας βγάλει από την κρίση.
Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν με το δικό τους τρόπο τον πολιτικό χρόνο, να περνούν τις πολιτικές τους προσπερνώντας νομοθετικές ή δικαστικές λειτουργίες. Τα νομοσχέδια σχεδόν δε συζητιούνται, τα μέτρα ψηφίζονται με διαδικασίες του κατεπείγοντος, ενώ μεταρρυθμίσεις προωθούνται ακόμα και με προσωπικές υπουργικές αποφάσεις. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια περίοδο όπου το πολιτικό σύστημα υπονομεύει τους ίδιους τους θεσμούς του. Ακόμα και στο πλαίσιο της αντιπροσώπευσης, το οποίο ενσαρκώνει ο θεσμός του κοινοβουλίου, οι ολιγαρχίες φαίνονται όλο και πιο απρόθυμες να ενδιαφερθούν -τουλάχιστον για όσο διάστημα μπορούν να το διαχειριστούν- για τη γνώμη της πλειοψηφίας του λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν η Ελλάδα και η Ιταλία, όπου αναλαμβάνουν την εξουσία διακομματικές κυβερνήσεις τεχνοκρατών και τραπεζιτών, δίχως καμία εκλογική νομιμοποίηση, ενώ ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών αμφισβητείται ή καθορίζεται από τη λογική της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».
Αυτή η διαδικασία αυτονόμησης των επαγγελματιών πολιτικών από την κοινωνική τους βάση και η υπερσυγκέντρωση εξουσίας των εκτελεστικών θεσμών εις βάρος των υπολοίπων, αποτελούν εκφάνσεις της συνολικότερης κοινωνικής τάσης που ονομάζουμε διαδικασία ολιγαρχικοποίησης των δυτικών κοινωνιών. Η καλλιέργεια του φόβου συνδυάζεται με την αύξηση της καταστολής των όποιων κινημάτων και την αναβάθμιση του αντίστοιχου νομικού πλαισίου («τρομονόμοι», «κουκουλονόμος», εξαίρεση αστυνομικών από τη διαδικασία του αυτόφωρου, προφυλακίσεις χωρίς στοιχεία, στέρηση βασικών νομικών δικαιωμάτων), ενώ η ίδια η έννοια της απονομής δικαιοσύνης γελοιοποιείται από τη «διαχείριση» των σκανδάλων και την παντελή έλλειψη διαφάνειας και κοινωνικού ελέγχου σε οποιονδήποτε ασκεί εξουσία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτά τα φαινόμενα δε συνιστούν χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής περίπτωσης, με την παράδοση κρατικής αυθαιρεσίας και έλλειψης ελέγχου των εκάστοτε κυβερνόντων, αλλά μια τάση που καθίσταται, σιγά σιγά, κυρίαρχη μέσα στη Δύση, με τη διάδοση της διαφθοράς και των μαφιόζικου τύπου συμπεριφορών, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες ολιγαρχίες. Όλα αυτά συμπληρώνουν την εικόνα του μετασχηματισμού του δυτικού κόσμου τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση μιας κοινωνίας φόβου και προστασίας από «εσωτερικούς εχθρούς», όπως οι μετανάστες, οι δίχως μέλλον άνεργοι, οι γενικώς «εξτρεμιστές» ή «ακραίοι», εφόσον οι ολιγαρχίες προσπαθούν να στρέψουν την όποια κοινωνική αντίδραση προς την αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων, ποντάροντας στην ανάγκη προστασίας που νιώθουν οι πληθυσμοί.
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για μια παροδική παρέκκλιση από τη συνηθισμένη -τις τελευταίες δεκαετίες- λειτουργία του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Οι ίδιοι οι αστικοί θεσμοί δείχνουν να βρίσκονται σε βαθειά κρίση και να περνούν σε μια μεταβατική φάση μετασχηματισμού τους. Δεδομένης και της απουσίας ισχυρών κοινωνικών κινημάτων που θα μπορούσαν να βάλουν φραγμούς σε αυτήν την εξέλιξη, μάλλον κινούμαστε προς την κατεύθυνση της επικράτησης ενός πιο αυταρχικού και σκληρού τύπου καθεστώτων. Οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες καθίστανται μέρα με τη μέρα όλο και λιγότερο φιλελεύθερες και όλο και περισσότερο ολιγαρχίες. Επιπλέον, πέρα από την αλλοίωση του φιλελεύθερου τρόπου λειτουργίας των θεσμών, αναδύεται σιγά σιγά και μια αντίστοιχη «κουλτούρα έκτακτης ανάγκης», σύμφωνα με την οποία η πολιτική δεν ασκείται πια στο όνομα της λαϊκής βούλησης (όπως προτάσσει η κλασική αντίληψη περί πολιτικής που επικράτησε στη Δύση κατά τη νεοτερικότητα) αλλά στο όνομα της προστασίας του από τους ανυπέρβλητους κινδύνους που τον περιτριγυρίζουν. Το περιεχόμενο της πολιτικής εξουσίας τείνει να νοηματοδοτείται από τους ανθρώπους ως διαχείριση των αδιεξόδων ή αποφυγή των δεινών και να εσωτερικεύεται ως προστασία από ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων. Στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής φούσκας και των οικολογικών ορίων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η φιλελεύθερη δοξασία περί αποφυγής ενός πολέμου όλων εναντίον όλων ενσαρκώνεται στην υιοθέτηση μιας αυταρχικότερης μορφής διακυβέρνησης και στη θέσμιση μιας επείγουσας -και ωστόσο διαρκούς- κατάστασης διάσωσης και επιβίωσης.
Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία
[1] Σχετικά με αυτό το φαντασιακό, βλ. το βιβλίο του Α. Χίρσμαν, Τα πάθη και τα συμφέροντα. Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του (1977), μτφρ. Ι. Τσολακίδου, Παρατηρητής, 2004.
Τα γεγονότα των δύο τελευταίων ετών -ειδικά στην Ελλάδα- δείχνουν ότι η επιτακτική και αυταρχικά επιβαλλόμενη λιτότητα οδηγεί σε κόψιμο του ομφάλιου λώρου που συνέδεε τις πολιτικές ηγεσίες και τους πολίτες-ψηφοφόρους. Δυστυχώς, αυτό δε συμβαίνει τόσο λόγω μιας οργανωμένης προσπάθειας από τα κάτω να αυτονομηθούν σε ένα βαθμό οι άνθρωποι από την πολιτική ανάθεση του κομματισμού και να αμφισβητήσουν την πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά γιατί στις συνθήκες κρίσης και ανασφάλειας έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κομμάτων ενώ οι πελατειακές πρακτικές ολοένα και στερούνται περιεχομένου. Η νέα κατάσταση, που βαφτίζεται καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, δεν απαιτεί πλέον μια ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω», αλλά κατασκευάζει μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου. Ο πολιτικός διάλογος συμπυκνώνεται στην προώθηση διλημμάτων στα οποία η απάντηση καθίσταται απλά ζήτημα λογικής ή παραφροσύνης: το διακύβευμα είναι να γίνονται αποδεκτές οι βίαιες αλλαγές ως ο «μονόδρομος» που θα μας βγάλει από την κρίση.
Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν με το δικό τους τρόπο τον πολιτικό χρόνο, να περνούν τις πολιτικές τους προσπερνώντας νομοθετικές ή δικαστικές λειτουργίες. Τα νομοσχέδια σχεδόν δε συζητιούνται, τα μέτρα ψηφίζονται με διαδικασίες του κατεπείγοντος, ενώ μεταρρυθμίσεις προωθούνται ακόμα και με προσωπικές υπουργικές αποφάσεις. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια περίοδο όπου το πολιτικό σύστημα υπονομεύει τους ίδιους τους θεσμούς του. Ακόμα και στο πλαίσιο της αντιπροσώπευσης, το οποίο ενσαρκώνει ο θεσμός του κοινοβουλίου, οι ολιγαρχίες φαίνονται όλο και πιο απρόθυμες να ενδιαφερθούν -τουλάχιστον για όσο διάστημα μπορούν να το διαχειριστούν- για τη γνώμη της πλειοψηφίας του λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν η Ελλάδα και η Ιταλία, όπου αναλαμβάνουν την εξουσία διακομματικές κυβερνήσεις τεχνοκρατών και τραπεζιτών, δίχως καμία εκλογική νομιμοποίηση, ενώ ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών αμφισβητείται ή καθορίζεται από τη λογική της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».
Αυτή η διαδικασία αυτονόμησης των επαγγελματιών πολιτικών από την κοινωνική τους βάση και η υπερσυγκέντρωση εξουσίας των εκτελεστικών θεσμών εις βάρος των υπολοίπων, αποτελούν εκφάνσεις της συνολικότερης κοινωνικής τάσης που ονομάζουμε διαδικασία ολιγαρχικοποίησης των δυτικών κοινωνιών. Η καλλιέργεια του φόβου συνδυάζεται με την αύξηση της καταστολής των όποιων κινημάτων και την αναβάθμιση του αντίστοιχου νομικού πλαισίου («τρομονόμοι», «κουκουλονόμος», εξαίρεση αστυνομικών από τη διαδικασία του αυτόφωρου, προφυλακίσεις χωρίς στοιχεία, στέρηση βασικών νομικών δικαιωμάτων), ενώ η ίδια η έννοια της απονομής δικαιοσύνης γελοιοποιείται από τη «διαχείριση» των σκανδάλων και την παντελή έλλειψη διαφάνειας και κοινωνικού ελέγχου σε οποιονδήποτε ασκεί εξουσία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτά τα φαινόμενα δε συνιστούν χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής περίπτωσης, με την παράδοση κρατικής αυθαιρεσίας και έλλειψης ελέγχου των εκάστοτε κυβερνόντων, αλλά μια τάση που καθίσταται, σιγά σιγά, κυρίαρχη μέσα στη Δύση, με τη διάδοση της διαφθοράς και των μαφιόζικου τύπου συμπεριφορών, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες ολιγαρχίες. Όλα αυτά συμπληρώνουν την εικόνα του μετασχηματισμού του δυτικού κόσμου τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση μιας κοινωνίας φόβου και προστασίας από «εσωτερικούς εχθρούς», όπως οι μετανάστες, οι δίχως μέλλον άνεργοι, οι γενικώς «εξτρεμιστές» ή «ακραίοι», εφόσον οι ολιγαρχίες προσπαθούν να στρέψουν την όποια κοινωνική αντίδραση προς την αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων, ποντάροντας στην ανάγκη προστασίας που νιώθουν οι πληθυσμοί.
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για μια παροδική παρέκκλιση από τη συνηθισμένη -τις τελευταίες δεκαετίες- λειτουργία του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Οι ίδιοι οι αστικοί θεσμοί δείχνουν να βρίσκονται σε βαθειά κρίση και να περνούν σε μια μεταβατική φάση μετασχηματισμού τους. Δεδομένης και της απουσίας ισχυρών κοινωνικών κινημάτων που θα μπορούσαν να βάλουν φραγμούς σε αυτήν την εξέλιξη, μάλλον κινούμαστε προς την κατεύθυνση της επικράτησης ενός πιο αυταρχικού και σκληρού τύπου καθεστώτων. Οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες καθίστανται μέρα με τη μέρα όλο και λιγότερο φιλελεύθερες και όλο και περισσότερο ολιγαρχίες. Επιπλέον, πέρα από την αλλοίωση του φιλελεύθερου τρόπου λειτουργίας των θεσμών, αναδύεται σιγά σιγά και μια αντίστοιχη «κουλτούρα έκτακτης ανάγκης», σύμφωνα με την οποία η πολιτική δεν ασκείται πια στο όνομα της λαϊκής βούλησης (όπως προτάσσει η κλασική αντίληψη περί πολιτικής που επικράτησε στη Δύση κατά τη νεοτερικότητα) αλλά στο όνομα της προστασίας του από τους ανυπέρβλητους κινδύνους που τον περιτριγυρίζουν. Το περιεχόμενο της πολιτικής εξουσίας τείνει να νοηματοδοτείται από τους ανθρώπους ως διαχείριση των αδιεξόδων ή αποφυγή των δεινών και να εσωτερικεύεται ως προστασία από ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων. Στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής φούσκας και των οικολογικών ορίων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η φιλελεύθερη δοξασία περί αποφυγής ενός πολέμου όλων εναντίον όλων ενσαρκώνεται στην υιοθέτηση μιας αυταρχικότερης μορφής διακυβέρνησης και στη θέσμιση μιας επείγουσας -και ωστόσο διαρκούς- κατάστασης διάσωσης και επιβίωσης.
Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία
[1] Σχετικά με αυτό το φαντασιακό, βλ. το βιβλίο του Α. Χίρσμαν, Τα πάθη και τα συμφέροντα. Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του (1977), μτφρ. Ι. Τσολακίδου, Παρατηρητής, 2004.