Ανυπαρξία αποτελεσματικών αντίστασεων
Η μονολιθικότητα της ιστορικής στροφής προς τον αυταρχισμό ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν ακυρώνει ασφαλώς τη σημασία ορισμένων πολύ σημαντικών νέων κινημάτων που αναδύθηκαν την τελευταία διετία (βλ. στη συνέχεια). Το ζήτημα είναι να δούμε πώς και γιατί αυτά τα κινήματα δεν εξαπλώθηκαν για να γίνουν πιο δυναμικά και πλειοψηφικά, έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν ένας πόλος ανάσχεσης των όσων θέλουν να επιβάλλουν οι από πάνω. Ναι μεν οι κινητοποιήσεις αυτές αποτελούν μια αξιόλογη προσπάθεια ανάδειξης νέων προταγμάτων και μια ενθαρρυντική ανάδυση νέων μορφών αγώνα, ωστόσο αδυνατούν προς το παρόν να διαχυθούν στην καθημερινή κοινωνική ζωή και να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Από την άλλη, το ότι μιλάμε για τα αδιέξοδα μιας καταναλωτικής και απαθούς κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε την ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων ή τη θεσμισμένη εκμετάλλευση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Ο καπιταλισμός ποτέ δε σταμάτησε να αναπαράγει γιγάντιες ανισότητες και να αφήνει στο περιθώριο ολόκληρους πληθυσμούς ή περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, έχουμε μπει σε μία ιστορική φάση φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, αφού το ποσοστό των ανθρώπων που στερούνται βασικά αγαθά, που ζούνε άνεργοι, που εργάζονται για μισθούς πείνας αυξάνεται ταχύτατα όσο οι ολιγαρχίες σκληραίνουν τη στάση τους. Η κοινωνία ευημερίας για τα 2/3 της δείχνει να μας αποχαιρετά οριστικά. Το ποιοτικό στοιχείο, όμως, που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι είτε πρόκειται για τα μεσαία στρώματα που περιθωριοποιούνται είτε για πιο φτωχούς που δυσκολεύονται να επιβιώσουν, η πλειοψηφία των ανθρώπων αδυνατεί να αντισταθεί στις αλλαγές, παρουσιάζει μια πρωτοφανή δυσκολία να αναλύσει στοιχειωδώς την κατάσταση και να δραστηριοποιηθεί πολιτικά. Πρόκειται για μια γενικότερη συμπεριφορά, για μια τάση που διαπερνά όλα τα οικονομικά στρώματα και τις κοινωνικές ομάδες. Γι’ αυτό και οι νέες συνθήκες δε φαίνεται να δημιουργούν νέους συλλογικούς αγώνες, ειδικά στο οικονομικό και εργασιακό πεδίο. Πλην μερικών εξαιρέσεων, αυτό που κυριαρχεί είναι είτε η παράδοση στη συνδικαλιστική αντιπροσώπευση είτε η σποραδική μαζική συμμετοχή σε πορείες των μερικών ωρών, οι οποίες από τη φύση τους εγκλωβίζονται σε μια τελετουργικού τύπου δραστηριότητα και μόνο εκτονωτικά μπορούν να συνεισφέρουν[1].
Σε ένα κείμενό μας του 2011, με αφορμή την οικολογική καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, σημειώναμε τα εξής: «Μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να ενεργεί ως “καπιταλισμός της καταστροφής”, όπως έχει σωστά ειπωθεί, και να εκμεταλλεύεται τις κάθε είδους κρίσεις (οικονομικές, ανθρωπιστικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.) προκειμένου να επιβάλλει μέτρα λιτότητας και να προωθεί την περαιτέρω ολιγαρχικοποίηση των κοινωνιών μας, ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να αποκρύπτει και την εξής θεμελιώδη παραδοχή: δεδομένου ότι οι πόροι του πλανήτη είναι περιορισμένοι (εφόσον ζούμε σε κοινωνίες σπάνης), αν θέλουμε κάποτε να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι (και όχι μόνο τα μέλη των “χωρών με υψηλό εισόδημα”, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Παγκόσμιας Τράπεζας) μέσα σε συνθήκες στοιχειώδους υλικής ευημερίας, θα πρέπει να υιοθετήσουμε έναν πολύ πιο ολιγαρκή τρόπο ζωής. Για να το πούμε διαφορετικά: αν πρέπει “να σφίξουμε το ζωνάρι”, αυτό πρέπει να γίνει από όλους ανεξαιρέτως και όχι μόνο από τα μεσαία και -κυρίως- τα κατώτερα στρώματα, όπως συμβαίνει σήμερα, μέσα στον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό (είναι επίσης αυτονόητο πως θα πρέπει να συμβεί για εντελώς διαφορετικούς λόγους και όχι για τη δημοσιονομική σωτηρία των σημερινών κρατών). Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, οι απαραίτητες δημοκρατικές δομές, που θα έχουν εξαφανίσει τις τεράστιες ανισότητες που γεννά και αναπαράγει ο καπιταλισμός.
Δεδομένης όμως της απουσίας κοινωνικών κινημάτων που θα μπορούσαν να βγουν στο προσκήνιο και να κινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση, δε θα ήταν απίθανο να οδηγηθούμε σε αυταρχικές λύσεις. Η τάση αυταρχικοποίησης των φιλελεύθερων καθεστώτων μέσα το δυτικό κόσμο, που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια […], αποτελεί ένα αντικειμενικό δεδομένο που θα πάρει πολύ σοβαρότερες διαστάσεις σε περίπτωση που κάποιες κυβερνήσεις αποφασίσουν να αναλάβουν οι ίδιες να πειθαρχήσουν τους πληθυσμούς τους, λέγοντάς τους: “ως εδώ, αφού δε μπορείτε να χαλιναγωγήσετε μόνοι σας τις ορμές σας, θα σας βάλουμε εμείς στο γύψο για να σωθούν ο πλανήτης και οι επόμενες γενιές”. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι η κυρίαρχη δημαγωγία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού βασίζεται ακριβώς σε μια ρητορική της ενοχοποίησης των πληθυσμών και της αναγνώρισης ότι χρειάζονται “επώδυνα μέτρα” προκειμένου τα κράτη να βγουν από τις διάφορες δημοσιονομικές κρίσεις (από την Ελλάδα και την Ιρλανδία μέχρι τις αμερικανικές πολιτείες με ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες), δεν είναι δύσκολο να γίνει το πέρασμα από την οικονομία στην οικολογία. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τη γενικώς φοβική και αμήχανη στάση των πληθυσμών, η οποία έχει επιτρέψει αλλά και εκθρέψει τη διάδοση ενός λόγου που θέτει την ασφάλεια στο κέντρο των πολιτικών επιδιώξεων (και σύμβολο της οποίας είναι η κατασκευή τειχών στις μεθορίους του Πρώτου Κόσμου: Αριζόνα, Γιβραλτάρ, Δυτική Όχθη, Έβρος), τότε οι προοπτικές γίνονται ακόμα πιο δυσοίωνες. Τι μας εγγυάται ότι σε κάποια χρόνια ή μέσα, εν πάση περιπτώσει, στις επόμενες δεκαετίες, οι πληθυσμοί δε θα κατηγορούνται πλέον για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό των κρατών αλλά για τις οικολογικές καταστροφές που ολοένα θα αυξάνονται; Και τι είδους οικολογικά Μνημόνια θα τους επιβάλουν τα κράτη τους, υπό τις ευλογίες των διάφορων επιστημονικών κονκλαβίων και “επιτροπών σοφών”, μπροστά στο επείγον της κατάστασης;»[2].
Στο μεταξύ είχαμε την εμφάνιση των κοινωνικών κινημάτων του 2011, αρχής γενομένης από τις κινητοποιήσεις στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ και καταλήγοντας στους «Αγανακτισμένους» (σε Ισπανία, Ισραήλ, Αμερική) και το «Κίνημα των Πλατειών» εδώ στην Ελλάδα. Αν συνυπολογίσει κανείς και τις κινητοποιήσεις του Οκτωβρίου 2010 στη Γαλλία, ενάντια στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, όπως επίσης και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2011 στη Βρετανία και τη Χιλή αλλά και του 2012 στο Κεμπέκ του Καναδά, ενάντια στις αυξήσεις των πανεπιστημιακών διδάκτρων, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανεξαρτήτως των τοπικών τους ιδιαιτεροτήτων ή ακόμα και των πολιτικών τους διαφορών[3], αυτές οι κινητοποιήσεις συνιστούν μια προσπάθεια αντίστασης στην εμπέδωση της διαδικασίας ολιγαρχικοποίησης.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει σχεδόν αυτόματα είναι το εξής: κινήματα όπως αυτά, αλλάζουν καθόλου τα δεδομένα; Έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την περίσταση και να αλλάξουν τους όρους με τους οποίους τίθεται το ζήτημα; Ή το διακύβευμα παραμένει, γενικώς, το ίδιο, παρά τις όποιες εξελίξεις και δευτερεύουσες αλλαγές των τελευταίων μηνών; Δυστυχώς η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική ως προς τα πρώτα δύο ερωτήματα και θετική ως προς το τρίτο: ακόμα και το πιο ριζοσπαστικό από αυτά τα κινήματα, δηλαδή η ελληνική εκδοχή του κινήματος των Αγανακτισμένων, παρέμεινε μειοψηφικό, δίχως να μπορέσει να αποτρέψει την επιβολή των πολιτικών ενάντια στις οποίες εγέρθηκε και δίχως -τουλάχιστον προς το παρόν- να καταφέρει να ριζώσει στην κοινωνία, επηρεάζοντας σημαντικά κομμάτια της.
[1] Με την υποχώρηση του Κινήματος των Πλατειών, φάνηκε ακριβώς το κενό που είχε καλύψει η καθημερινή κινητοποίηση του κόσμου το καλοκαίρι. Πέρα από τη δουλειά που γίνεται στις συνελεύσεις σε κάθε γειτονιά (με τα όποια προβλήματά τους), ο πολύς κόσμος δεν μπόρεσε να κάνει το βήμα προς μια πιο αυτόνομη και πιο τακτική πολιτική δράση στην καθημερινή του ζωή και επέστρεψε στην ανταπόκριση στα σποραδικά καλέσματα των γενικών απεργιών. Έτσι, στις τεράστιες συγκεντρώσεις του Οκτώβρη θα λέγαμε ότι «η κοινωνία κατέβηκε στο δρόμο αλλά δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει», ενώ οι γενικευμένες και άγριες συγκρούσεις στις 12 Φεβρουαρίου ήταν απλά εκδήλωση μιας κραυγής διαφωνίας και οργής του κόσμου, που δεν μπόρεσε να βρει άλλη διέξοδο.
[2] «Θα τον ρίξουμε εμείς τον καπιταλισμό ή θα μας προλάβει η Φύση;» (Μάρτιος 2011), στην ιστοσελίδα http://protagma.wordpress.com .
[3] Με βασικότερη όλων, φυσικά, την ανέλπιστα θετική τροπή που πήραν οι κινητοποιήσεις εδώ στην Ελλάδα, με το πέρασμα από τις θολές επικλήσεις μιας «πραγματικής» δημοκρατίας (στα πλαίσια του ομιχλώδους σοσιαλδημοκρατικού λόγου του ισπανικού κινήματος) στη ρητή διεκδίκηση της άμεσης δημοκρατίας. Βλ. σχετικά και την ανάλυσή μας στο κείμενο «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες της δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος 2011.
Πολιτική ομάδα για την αυτονομία
Η μονολιθικότητα της ιστορικής στροφής προς τον αυταρχισμό ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν ακυρώνει ασφαλώς τη σημασία ορισμένων πολύ σημαντικών νέων κινημάτων που αναδύθηκαν την τελευταία διετία (βλ. στη συνέχεια). Το ζήτημα είναι να δούμε πώς και γιατί αυτά τα κινήματα δεν εξαπλώθηκαν για να γίνουν πιο δυναμικά και πλειοψηφικά, έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν ένας πόλος ανάσχεσης των όσων θέλουν να επιβάλλουν οι από πάνω. Ναι μεν οι κινητοποιήσεις αυτές αποτελούν μια αξιόλογη προσπάθεια ανάδειξης νέων προταγμάτων και μια ενθαρρυντική ανάδυση νέων μορφών αγώνα, ωστόσο αδυνατούν προς το παρόν να διαχυθούν στην καθημερινή κοινωνική ζωή και να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Από την άλλη, το ότι μιλάμε για τα αδιέξοδα μιας καταναλωτικής και απαθούς κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε την ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων ή τη θεσμισμένη εκμετάλλευση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Ο καπιταλισμός ποτέ δε σταμάτησε να αναπαράγει γιγάντιες ανισότητες και να αφήνει στο περιθώριο ολόκληρους πληθυσμούς ή περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, έχουμε μπει σε μία ιστορική φάση φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, αφού το ποσοστό των ανθρώπων που στερούνται βασικά αγαθά, που ζούνε άνεργοι, που εργάζονται για μισθούς πείνας αυξάνεται ταχύτατα όσο οι ολιγαρχίες σκληραίνουν τη στάση τους. Η κοινωνία ευημερίας για τα 2/3 της δείχνει να μας αποχαιρετά οριστικά. Το ποιοτικό στοιχείο, όμως, που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι είτε πρόκειται για τα μεσαία στρώματα που περιθωριοποιούνται είτε για πιο φτωχούς που δυσκολεύονται να επιβιώσουν, η πλειοψηφία των ανθρώπων αδυνατεί να αντισταθεί στις αλλαγές, παρουσιάζει μια πρωτοφανή δυσκολία να αναλύσει στοιχειωδώς την κατάσταση και να δραστηριοποιηθεί πολιτικά. Πρόκειται για μια γενικότερη συμπεριφορά, για μια τάση που διαπερνά όλα τα οικονομικά στρώματα και τις κοινωνικές ομάδες. Γι’ αυτό και οι νέες συνθήκες δε φαίνεται να δημιουργούν νέους συλλογικούς αγώνες, ειδικά στο οικονομικό και εργασιακό πεδίο. Πλην μερικών εξαιρέσεων, αυτό που κυριαρχεί είναι είτε η παράδοση στη συνδικαλιστική αντιπροσώπευση είτε η σποραδική μαζική συμμετοχή σε πορείες των μερικών ωρών, οι οποίες από τη φύση τους εγκλωβίζονται σε μια τελετουργικού τύπου δραστηριότητα και μόνο εκτονωτικά μπορούν να συνεισφέρουν[1].
Σε ένα κείμενό μας του 2011, με αφορμή την οικολογική καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, σημειώναμε τα εξής: «Μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να ενεργεί ως “καπιταλισμός της καταστροφής”, όπως έχει σωστά ειπωθεί, και να εκμεταλλεύεται τις κάθε είδους κρίσεις (οικονομικές, ανθρωπιστικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.) προκειμένου να επιβάλλει μέτρα λιτότητας και να προωθεί την περαιτέρω ολιγαρχικοποίηση των κοινωνιών μας, ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να αποκρύπτει και την εξής θεμελιώδη παραδοχή: δεδομένου ότι οι πόροι του πλανήτη είναι περιορισμένοι (εφόσον ζούμε σε κοινωνίες σπάνης), αν θέλουμε κάποτε να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι (και όχι μόνο τα μέλη των “χωρών με υψηλό εισόδημα”, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Παγκόσμιας Τράπεζας) μέσα σε συνθήκες στοιχειώδους υλικής ευημερίας, θα πρέπει να υιοθετήσουμε έναν πολύ πιο ολιγαρκή τρόπο ζωής. Για να το πούμε διαφορετικά: αν πρέπει “να σφίξουμε το ζωνάρι”, αυτό πρέπει να γίνει από όλους ανεξαιρέτως και όχι μόνο από τα μεσαία και -κυρίως- τα κατώτερα στρώματα, όπως συμβαίνει σήμερα, μέσα στον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό (είναι επίσης αυτονόητο πως θα πρέπει να συμβεί για εντελώς διαφορετικούς λόγους και όχι για τη δημοσιονομική σωτηρία των σημερινών κρατών). Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, οι απαραίτητες δημοκρατικές δομές, που θα έχουν εξαφανίσει τις τεράστιες ανισότητες που γεννά και αναπαράγει ο καπιταλισμός.
Δεδομένης όμως της απουσίας κοινωνικών κινημάτων που θα μπορούσαν να βγουν στο προσκήνιο και να κινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση, δε θα ήταν απίθανο να οδηγηθούμε σε αυταρχικές λύσεις. Η τάση αυταρχικοποίησης των φιλελεύθερων καθεστώτων μέσα το δυτικό κόσμο, που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια […], αποτελεί ένα αντικειμενικό δεδομένο που θα πάρει πολύ σοβαρότερες διαστάσεις σε περίπτωση που κάποιες κυβερνήσεις αποφασίσουν να αναλάβουν οι ίδιες να πειθαρχήσουν τους πληθυσμούς τους, λέγοντάς τους: “ως εδώ, αφού δε μπορείτε να χαλιναγωγήσετε μόνοι σας τις ορμές σας, θα σας βάλουμε εμείς στο γύψο για να σωθούν ο πλανήτης και οι επόμενες γενιές”. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι η κυρίαρχη δημαγωγία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού βασίζεται ακριβώς σε μια ρητορική της ενοχοποίησης των πληθυσμών και της αναγνώρισης ότι χρειάζονται “επώδυνα μέτρα” προκειμένου τα κράτη να βγουν από τις διάφορες δημοσιονομικές κρίσεις (από την Ελλάδα και την Ιρλανδία μέχρι τις αμερικανικές πολιτείες με ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες), δεν είναι δύσκολο να γίνει το πέρασμα από την οικονομία στην οικολογία. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τη γενικώς φοβική και αμήχανη στάση των πληθυσμών, η οποία έχει επιτρέψει αλλά και εκθρέψει τη διάδοση ενός λόγου που θέτει την ασφάλεια στο κέντρο των πολιτικών επιδιώξεων (και σύμβολο της οποίας είναι η κατασκευή τειχών στις μεθορίους του Πρώτου Κόσμου: Αριζόνα, Γιβραλτάρ, Δυτική Όχθη, Έβρος), τότε οι προοπτικές γίνονται ακόμα πιο δυσοίωνες. Τι μας εγγυάται ότι σε κάποια χρόνια ή μέσα, εν πάση περιπτώσει, στις επόμενες δεκαετίες, οι πληθυσμοί δε θα κατηγορούνται πλέον για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό των κρατών αλλά για τις οικολογικές καταστροφές που ολοένα θα αυξάνονται; Και τι είδους οικολογικά Μνημόνια θα τους επιβάλουν τα κράτη τους, υπό τις ευλογίες των διάφορων επιστημονικών κονκλαβίων και “επιτροπών σοφών”, μπροστά στο επείγον της κατάστασης;»[2].
Στο μεταξύ είχαμε την εμφάνιση των κοινωνικών κινημάτων του 2011, αρχής γενομένης από τις κινητοποιήσεις στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ και καταλήγοντας στους «Αγανακτισμένους» (σε Ισπανία, Ισραήλ, Αμερική) και το «Κίνημα των Πλατειών» εδώ στην Ελλάδα. Αν συνυπολογίσει κανείς και τις κινητοποιήσεις του Οκτωβρίου 2010 στη Γαλλία, ενάντια στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, όπως επίσης και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2011 στη Βρετανία και τη Χιλή αλλά και του 2012 στο Κεμπέκ του Καναδά, ενάντια στις αυξήσεις των πανεπιστημιακών διδάκτρων, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανεξαρτήτως των τοπικών τους ιδιαιτεροτήτων ή ακόμα και των πολιτικών τους διαφορών[3], αυτές οι κινητοποιήσεις συνιστούν μια προσπάθεια αντίστασης στην εμπέδωση της διαδικασίας ολιγαρχικοποίησης.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει σχεδόν αυτόματα είναι το εξής: κινήματα όπως αυτά, αλλάζουν καθόλου τα δεδομένα; Έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την περίσταση και να αλλάξουν τους όρους με τους οποίους τίθεται το ζήτημα; Ή το διακύβευμα παραμένει, γενικώς, το ίδιο, παρά τις όποιες εξελίξεις και δευτερεύουσες αλλαγές των τελευταίων μηνών; Δυστυχώς η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική ως προς τα πρώτα δύο ερωτήματα και θετική ως προς το τρίτο: ακόμα και το πιο ριζοσπαστικό από αυτά τα κινήματα, δηλαδή η ελληνική εκδοχή του κινήματος των Αγανακτισμένων, παρέμεινε μειοψηφικό, δίχως να μπορέσει να αποτρέψει την επιβολή των πολιτικών ενάντια στις οποίες εγέρθηκε και δίχως -τουλάχιστον προς το παρόν- να καταφέρει να ριζώσει στην κοινωνία, επηρεάζοντας σημαντικά κομμάτια της.
[1] Με την υποχώρηση του Κινήματος των Πλατειών, φάνηκε ακριβώς το κενό που είχε καλύψει η καθημερινή κινητοποίηση του κόσμου το καλοκαίρι. Πέρα από τη δουλειά που γίνεται στις συνελεύσεις σε κάθε γειτονιά (με τα όποια προβλήματά τους), ο πολύς κόσμος δεν μπόρεσε να κάνει το βήμα προς μια πιο αυτόνομη και πιο τακτική πολιτική δράση στην καθημερινή του ζωή και επέστρεψε στην ανταπόκριση στα σποραδικά καλέσματα των γενικών απεργιών. Έτσι, στις τεράστιες συγκεντρώσεις του Οκτώβρη θα λέγαμε ότι «η κοινωνία κατέβηκε στο δρόμο αλλά δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει», ενώ οι γενικευμένες και άγριες συγκρούσεις στις 12 Φεβρουαρίου ήταν απλά εκδήλωση μιας κραυγής διαφωνίας και οργής του κόσμου, που δεν μπόρεσε να βρει άλλη διέξοδο.
[2] «Θα τον ρίξουμε εμείς τον καπιταλισμό ή θα μας προλάβει η Φύση;» (Μάρτιος 2011), στην ιστοσελίδα http://protagma.wordpress.com .
[3] Με βασικότερη όλων, φυσικά, την ανέλπιστα θετική τροπή που πήραν οι κινητοποιήσεις εδώ στην Ελλάδα, με το πέρασμα από τις θολές επικλήσεις μιας «πραγματικής» δημοκρατίας (στα πλαίσια του ομιχλώδους σοσιαλδημοκρατικού λόγου του ισπανικού κινήματος) στη ρητή διεκδίκηση της άμεσης δημοκρατίας. Βλ. σχετικά και την ανάλυσή μας στο κείμενο «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες της δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος 2011.
Πολιτική ομάδα για την αυτονομία