Ο καπιταλισμός εννοείται ως σύνολο θεσμών - ιδιωτική ιδιοκτησία, εταιρία, μισθωτή εργασία, ιδιωτική πίστη και χρήμα με επιτόκιο - το τελικό αποτέλεσμα των οποίων είναι η δυναμική του κέρδους στην αναζήτηση περισσότερων κερδών («συσσώρευση»).
Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κατανάλωσης πόρων μιας οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, εάν η ανάπτυξη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την υπερ παραγωγή-υπερκατανάλωση. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, ένα καθολικό και φθίνον ανώτατο όριο στην κατανάλωση-διακίνηση υλικών και ενέργειας θα μπορούσε να αναγκάσει τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων (Lawn, 2011).
Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους (Blauwhof, 2012, Harvey, 2011). Αυτό με τη σειρά του καθιστά τον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία κοινωνικά και πολιτικά ασταθή, κάτω από συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και διατηρεί τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια, η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.
Ο Lawn (2011) υποστηρίζει ένα σενάριο όπου καθορίζονται συλλογικά όρια και στη συνέχεια εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλειας (όπως μια εγγύηση εργασίας για όλους από το κράτος) για να διασφαλιστεί ότι η απομείωση στις κλίμακες δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Blauwhof (2012), θα ήταν αναγκαίες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να είναι δυνατές τέτοιες φαινομενικά αβλαβείς πολιτικές «μεταρρυθμίσεις». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες κυριαρχεί μια ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη- κατά προσέγγιση –ανάλογα με τις διαδρομές της οικονομικής δύναμης. Προγράμματα κεφαλαίου, φόρων ή αναδιανεμητικού εισοδήματος / ασφάλειας εργασίας είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά ισχυρά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να τεθούν σε εφαρμογή τέτοια προγράμματα, γιατί μετά από αυτά, το κεφάλαιο δεν θα λειτουργούσε πλέον ως η κυρίαρχη κοινωνική δύναμη και θα λέγαμε «αντίο στον καπιταλισμό».
Απόσπασμα από το: Degrowth
Giorgos Kallis, Federico Demaria, and Giacomo D’Alisa, Research & Degrowth, Barcelona, Spain; and Institute of Environmental
Science and Technology (ICTA), Autonomous University of Barcelona, Barcelona, Spain
Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κατανάλωσης πόρων μιας οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, εάν η ανάπτυξη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την υπερ παραγωγή-υπερκατανάλωση. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, ένα καθολικό και φθίνον ανώτατο όριο στην κατανάλωση-διακίνηση υλικών και ενέργειας θα μπορούσε να αναγκάσει τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων (Lawn, 2011).
Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους (Blauwhof, 2012, Harvey, 2011). Αυτό με τη σειρά του καθιστά τον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία κοινωνικά και πολιτικά ασταθή, κάτω από συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και διατηρεί τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια, η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.
Ο Lawn (2011) υποστηρίζει ένα σενάριο όπου καθορίζονται συλλογικά όρια και στη συνέχεια εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλειας (όπως μια εγγύηση εργασίας για όλους από το κράτος) για να διασφαλιστεί ότι η απομείωση στις κλίμακες δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Blauwhof (2012), θα ήταν αναγκαίες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να είναι δυνατές τέτοιες φαινομενικά αβλαβείς πολιτικές «μεταρρυθμίσεις». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες κυριαρχεί μια ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη- κατά προσέγγιση –ανάλογα με τις διαδρομές της οικονομικής δύναμης. Προγράμματα κεφαλαίου, φόρων ή αναδιανεμητικού εισοδήματος / ασφάλειας εργασίας είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά ισχυρά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να τεθούν σε εφαρμογή τέτοια προγράμματα, γιατί μετά από αυτά, το κεφάλαιο δεν θα λειτουργούσε πλέον ως η κυρίαρχη κοινωνική δύναμη και θα λέγαμε «αντίο στον καπιταλισμό».
Απόσπασμα από το: Degrowth
Giorgos Kallis, Federico Demaria, and Giacomo D’Alisa, Research & Degrowth, Barcelona, Spain; and Institute of Environmental
Science and Technology (ICTA), Autonomous University of Barcelona, Barcelona, Spain