Αν συγκρίνει κανείς τους αριθμούς (που δέχονται σαν κριτήρια και σταθμά οι ίδιοι οι εκφραστές οικονομολόγοι του συστήματος) για τις οικονομίες της Ελλάδας-του ναυαγού του συστήματος στην Ευρώπη- και της Γερμανίας- του καπετάνιου της Ε.Ε.- θα βρεθεί προ εκπλήξεων. Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα για το 2011. 1) Ελλάδα: ΑΕΠ 215 δις Ε, απασχολούμενοι περίπου 4 εκατομμύρια, δημόσιο χρέος 370 δις Ε(172% του ΑΕΠ και αξιολογείται από τις χρηματαγορές σαν χρεοκοπημένη). 2) Γερμανία: ΑΕΠ 2,57 τρις Ε, απασχολούμενοι 41,6 εκατομ., δημ. Χρέος 2,1 τρις Ε( 82% του ΑΕΠ, αξιολογείται αντίστοιχα σαν η πιο ασφαλής χώρα για αποταμιεύσεις σε ομόλογά της)
Έκπληξη 1η: συγκρίνουμε το ΑΕΠ της κάθε χώρας με βάση τους απασχολούμενους. Έχουμε Ελλάδα: 215δις/4,0 εκατ=53.750 Ε. Γερμανία: 2,57 τρις/41,6 εκατομ.= 61.779 Ε. Δηλαδή η παραγωγικότητα του έλληνα απασχολούμενου είναι στο 87% της παραγωγικότητας του αντίστοιχου γερμανού. Αλλά το μηνιαίο μεικτό εισόδημα του γερμανού είναι γύρω στο 3000 Ε και το 87% αυτού του ποσού είναι 2.610. Όμως ο μέσος έλληνας απασχολούμενος δεν παίρνει αυτό το ποσό, αλλά περίπου 1.410 μεικτά, δηλαδή το 47% του μέσου εργατικού κόστους στη Γερμανία. Αν λοιπόν συγκρίνουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση την παραγωγικότητα και το εργατικό κόστος βρισκόμαστε προ «μεγάλης εκπλήξεως»: είναι μύθος η χαμηλή παραγωγικότητα(μη ανταγωνιστικότητα) της ελληνικής οικονομίας. Αν θεωρήσουμε το εργατικό κόστος σαν αιτία της ανταγωνιστικότητας-πράγμα που ισχυρίζονται οι ιθύνοντες της εξωτερικής και εσωτερικής τρόικα για να κατεβάζουν τους μισθούς- τότε η ελληνική οικονομία θα έπρεπε –με το χαμηλό επίπεδο μισθών που έχει- να είναι ανταγωνιστικότερη της γερμανικής οικονομίας. Πράγμα που δε συμβαίνει.
Έκπληξη 2η: αν αφαιρέσουμε από τις δύο χώρες τους λιγότερο παραγωγικά απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα έχουμε: Γερμανία 4,6 εκατομ., ενώ Ελλάδα περίπου 1,0 εκατομ. Έτσι ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας παράγει το χρόνο 215δις/3,0 εκατομ.=71.667, ενώ της Γερμανίας 2,57 τρις/37 εκατ.=69.460 Ε. Άρα ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας είναι παραγωγικότερος-ανταγωνιστικότερος του αντίστοιχου γερμανικού. Γιατί έπρεπε να μειωθούν οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα;
Στοιχεία από άρθρο του Δρ. Σπύρου Παρασκευόπουλου, ομότιμου καθηγητή της Οικονομικής Σχολής του πανεπιστημίου της Λειψίας, στο ελληνογερμανικό περιοδικό του Βερολίνου «Εξάντας»
Έκπληξη 1η: συγκρίνουμε το ΑΕΠ της κάθε χώρας με βάση τους απασχολούμενους. Έχουμε Ελλάδα: 215δις/4,0 εκατ=53.750 Ε. Γερμανία: 2,57 τρις/41,6 εκατομ.= 61.779 Ε. Δηλαδή η παραγωγικότητα του έλληνα απασχολούμενου είναι στο 87% της παραγωγικότητας του αντίστοιχου γερμανού. Αλλά το μηνιαίο μεικτό εισόδημα του γερμανού είναι γύρω στο 3000 Ε και το 87% αυτού του ποσού είναι 2.610. Όμως ο μέσος έλληνας απασχολούμενος δεν παίρνει αυτό το ποσό, αλλά περίπου 1.410 μεικτά, δηλαδή το 47% του μέσου εργατικού κόστους στη Γερμανία. Αν λοιπόν συγκρίνουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση την παραγωγικότητα και το εργατικό κόστος βρισκόμαστε προ «μεγάλης εκπλήξεως»: είναι μύθος η χαμηλή παραγωγικότητα(μη ανταγωνιστικότητα) της ελληνικής οικονομίας. Αν θεωρήσουμε το εργατικό κόστος σαν αιτία της ανταγωνιστικότητας-πράγμα που ισχυρίζονται οι ιθύνοντες της εξωτερικής και εσωτερικής τρόικα για να κατεβάζουν τους μισθούς- τότε η ελληνική οικονομία θα έπρεπε –με το χαμηλό επίπεδο μισθών που έχει- να είναι ανταγωνιστικότερη της γερμανικής οικονομίας. Πράγμα που δε συμβαίνει.
Έκπληξη 2η: αν αφαιρέσουμε από τις δύο χώρες τους λιγότερο παραγωγικά απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα έχουμε: Γερμανία 4,6 εκατομ., ενώ Ελλάδα περίπου 1,0 εκατομ. Έτσι ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας παράγει το χρόνο 215δις/3,0 εκατομ.=71.667, ενώ της Γερμανίας 2,57 τρις/37 εκατ.=69.460 Ε. Άρα ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας είναι παραγωγικότερος-ανταγωνιστικότερος του αντίστοιχου γερμανικού. Γιατί έπρεπε να μειωθούν οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα;
Στοιχεία από άρθρο του Δρ. Σπύρου Παρασκευόπουλου, ομότιμου καθηγητή της Οικονομικής Σχολής του πανεπιστημίου της Λειψίας, στο ελληνογερμανικό περιοδικό του Βερολίνου «Εξάντας»