Από το: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=750699
Του Maurice Lemoine*
Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης
Η ελληνική κρίση δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Όμως άλλες χώρες που γονάτιζαν κάτω από το βάρος του χρέους επέλεξαν να κηρύξουν στάση πληρωμών, όπως η Αργεντινή το 2001. Το εμβληματικό αυτό παράδειγμα ρίχνει φως τόσο στις λογικές που οδηγούν στην καταστροφή όσο και στους μηχανισμούς που θα επέτρεπαν στην Αθήνα να σπάσει τον κλοιό.
Όλα ξεκινούν με μια λαμπρή ιδέα. Για να βάλει τέλος στον πληθωρισμό που μάστιζε τη χώρα την εποχή της εκλογής του, το 1989, ο περονιστής πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ -σε συνεργασία με τον υπερυπουργό Οικονομίας Ντομίνγκο Καβάγιο, απόφοιτο του Χάρβαρντ και παλαιό αξιωματούχο της δικτατορίας (1976-1983)- ορίζει την ισοτιμία του αργεντίνικου πέσο με άκαμπτο τρόπο: 1 πέσο ίσον 1 δολάριο. Η πολιτική αυτή, που ενθαρρύνεται από την πρώτη στιγμή από το ΔΝΤ, αρχικά πετυχαίνει: ο πληθωρισμός εξαφανίζεται, η ανάπτυξη εδραιώνεται.
Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εκπληρώνει τα κριτήρια του Μάαστριχτ και εντάσσεται στην Ευρωζώνη. Έναν χρόνο αργότερα, το νέο νόμισμα αντικαθιστά τη δραχμή, το παλαιό εθνικό νόμισμα της χώρας.
Μετά τη μεξικανική κρίση (1994-1995), η Αργεντινή δυσκολεύεται να δανειστεί από τις αγορές. Με τα αναδυόμενα κράτη να έχουν πληγεί από διάφορες κρίσεις, το δολάριο, που θεωρείται ασφαλής τοποθέτηση, ανατιμάται. Στερώντας από την κεντρική τράπεζα της Αργεντινής οποιοδήποτε περιθώριο ελιγμών, η κυβέρνηση παραιτείται από τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Όταν αρκετές σημαντικές γειτονικές χώρες, όπως η Βραζιλία, υποτιμούν το νόμισμά τους, όταν το δολάριο ανατιμάται σε σχέση με το ευρώ, η Αργεντινή χάνει τελείως την ανταγωνιστικότητά της στις, γειτονικές ή μακρινές, παραδοσιακές αγορές της. Έτσι, το 1998 σηματοδοτεί το πέρασμα από την ανάπτυξη στην ύφεση.
Με την υιοθέτηση του ευρώ, η ελληνική βιομηχανία υποφέρει, καθώς το νέο νόμισμα είναι σκληρότερο από τη δραχμή: τα ελληνικά προϊόντα γίνονται «ακριβά».
Όταν, στις 24 Οκτωβρίου 1999, ο Μένεμ παραχωρεί τη θέση του στον ριζοσπάστη Φερνάντο δε λα Ρούα, τον επικεφαλής της κεντροαριστερής συμμαχίας Μέτωπο για μια Χώρα Αλληλεγγύης (Frepaso), η οικονομία βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Από τα 36 εκατομμύρια Αργεντίνους, τα 14 εκατομμύρια ζουν επισήμως κάτω από το όριο της φτώχειας. Το ΔΝΤ υπόσχεται στη νέα κυβέρνηση δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα δεσμευτεί να εφαρμόσει πρόγραμμα λιτότητας. Η κυβέρνηση της Αργεντινής, με ζήλο νεοφώτιστου, και για να αποφύγει τη στάση πληρωμών ή τη χρεωκοπία, καταρτίζει πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής.
Στις 30 Νοεμβρίου 2009, και ενώ οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εκφράζουν την ανησυχία τους, ο Παπανδρέου -ο οποίος έχει διαδεχθεί τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή- παραδέχεται ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται «στην εντατική». Στις 3 Μαρτίου 2010, ανακοινώνει ένα πρώτο πρόγραμμα λιτότητας.
Μια κουστωδία οικονομολόγων του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Παναμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης εξετάζουν τις λεπτομέρειες ενός «προγράμματος διάσωσης» της Αργεντινής. Με προεδρικό διάταγμα, ο δε λα Ρούα διαλύει ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα, εξαρθρώνει την κοινωνική πρόνοια, απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, απελευθερώνει τον κλάδο της υγείας.
Στις 23 Απριλίου 2010, η Αθήνα λαμβάνει ένα πρώτο δάνειο 45 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τους διαδηλωτές μετρούν τα πρώτα τους θύματα. Τα escraches -αποδοκιμασίες, επιθέσεις με πέτρες και αυγά, προπηλακισμοί-, οι αποκλεισμοί δρόμων και οι συγκεντρώσεις με το χτύπημα της κατσαρόλας (cacerolazos) πολλαπλασιάζονται. Στις 18 Δεκεμβρίου 2000 μια συμμαχία διεθνών πιστωτών με επικεφαλής το ΔΝΤ προσφέρει στο Μπουένος Άιρες νέα «βοήθεια» συνολικού ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τρία χρόνια. Χάρη στα μέτρα αυτά, η Αργεντινή σώζεται! Ειδικά αφού ο δε λα Ρούα ανακοινώνει νέα μείωση των δημόσιων δαπανών και, στις 20 Μαρτίου 2001, ορίζει νέο υπουργό Οικονομίας τον κύριο «πέσο-δολάριο» Καβάγιο.
Στις 2 Μαΐου 2010, με την επιδίωξη να «τερματιστεί η κρίση», οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εγκρίνουν «πρόγραμμα διάσωσης» της Ελλάδας, ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο Καβάγιο, για να αποφύγει τη χρεωκοπία, και επειδή μια μονομερής κήρυξη στάσης πληρωμών απορρίπτεται με δογματικό τρόπο, επινοεί τη «μεγάλη ανταλλαγή», μέσω της οποίας βραχυπρόθεσμοι τίτλοι χρέους (29,5 δισεκατομμύρια δολάρια) ανταλλάσσονται με ομόλογα μεγάλης διάρκειας (έως τριάντα ετών), που έχουν, όμως, αστρονομικά επιτόκια - επισπεύδοντας την καταστροφή. Στη συνέχεια, ο Καβάγιο επιδιώκει επιθετικά τον στόχο του «μηδενικού ελλείμματος», μειώνοντας κατά 13% τους μισθούς και τις συντάξεις άνω των 500 πέσος (500 δολάρια). Το μέτρο πλήττει το 92% των δημοσίων υπαλλήλων και το 15% των συνταξιούχων. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν κατά εκατοντάδες.
Στις 15 Ιουνίου 2011, μια γενική απεργία παραλύει την Ελλάδα: ο κόσμος διαδηλώνει ενάντια στο νέο πρόγραμμα λιτότητας που στοχεύει στην εξοικονόμηση 28 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρά τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις με την αστυνομία, το πρόγραμμα θα ψηφιστεί στις 29 Ιουνίου, ανοίγοντας τον δρόμο για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου βοήθειας, ύψους 109 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τις 22 Ιουλίου.
Με τις τράπεζες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κοινού για αναλήψεις σε πέσος και δολάρια, η κυβέρνηση επιβάλλει, από τις 3 Δεκεμβρίου 2001, αυστηρά μέτρα που περιορίζουν τη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Μεταμφιεσμένη σε αρετή, η υποκρισία ανθεί: την ώρα που τα δημόσια έσοδα καταγράφουν νέα μείωση-ρεκόρ τον Νοέμβριο του 2001 (-11,6%), αφού τα προγράμματα λιτότητας έχουν παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα και έχουν προκαλέσει ύφεση που συμπληρώνει τρία χρόνια, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβαθμίζει το δημόσιο χρέος της Αργεντινής από C σε DDD (χρεωκοπία). Το ΔΝΤ ανακοινώνει ότι δεν θα καταβάλλει τη δόση των 1,26 δισεκατομμυρίων που είχε συμφωνηθεί.
Έβδομη γενική απεργία! Από τις 12 Δεκεμβρίου, πραγματοποιούνται ογκώδεις διαδηλώσεις, οι οποίες εξαπλώνονται, αλλά αντιμετωπίζονται με καταστολή (7 νεκροί, 378 τραυματίες). Ο δε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στις 19 Δεκεμβρίου 2001 το υπουργικό συμβούλιο υποβάλλει την παραίτησή του. Την επομένη, στα μέσα της θητείας του, ο πρόεδρος δε λα Ρούα εγκαταλείπει το προεδρικό μέγαρο της Κάσα Ροσάδα με ελικόπτερο.
Στις 19 και 20 Οκτωβρίου 2011, μια γενική απεργία και βίαιες συγκρούσεις παραλύουν την Ελλάδα. Ένας από τους διαδηλωτές, ο Δημήτρης Κοτσαρίδης, χάνει τη ζωή του.
Ενώ το αδιέξοδο των συνταγών του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των φίλων τους είναι πια εξόφθαλμο, ο περονιστής Αδόλφο Ροδρίγες Σαά ορίζεται πρόεδρος του Κογκρέσου. Ανακοινώνει ότι δεν θα πληρώσει ούτε δεκάρα από το χρέος, τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής οικονομικής ανάκαμψης, κάνει λόγο για δημιουργία ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας και επιδιώκει την επανεξέταση των μέτρων μείωσης των συντάξεων και ελαστικοποίησης του εργατικού δικαίου. Οι πρώτες αποφάσεις του προκαλούν ανησυχία στις αγορές. Καθώς ο κόσμος απαιτεί συγκεκριμένες λύσεις, οι διαδηλώσεις εκτραχύνονται. «Δεν έχω άλλη επιλογή από το να παρουσιάσω την αμετάκλητη παραίτησή μου», συνθηκολογεί ο Σαά, επτά ημέρες αφότου είχε αναλάβει τα καθήκοντά του.
Στη σκηνή εμφανίζεται ο Εδουάρδο Ντουάλδε, που ορίζεται πρόεδρος μέχρι την κανονική λήξη της προεδρικής θητείας, δηλαδή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003. Είναι ο πέμπτος πρόεδρος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Μόλις συγκροτείται, το υπουργικό συμβούλιο προωθεί στο κοινοβούλιο κατεπείγον νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίζεται στις 6 Ιανουαρίου 2002 και επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα, για να ανακάμψει η οικονομία, υποτιμάται το πέσο περίπου κατά 30% και τερματίζεται το καθεστώς σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο.
Η επιλογή της πάση θυσία παραμονής στην Ευρωζώνη απαγορεύει στην Ελλάδα να υποτιμήσει το νόμισμά της για να οδηγηθεί σε ανάκαμψη των εξαγωγών της.
Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, που κινούνται στην κατεύθυνση της λιτότητας, η κυβέρνηση της Αργεντινής φοβάται περισσότερο μια νέα κοινωνική έκρηξη παρά τη δυσαρέσκεια των ξένων επενδυτών, των Ηνωμένων Πολιτειών ή του ΔΝΤ. Διατηρεί, λοιπόν, σε ισχύ το μορατόριουμ πληρωμών που κήρυξε ο Σαά. Ζητώντας από τον νέο πρόεδρο ένα «συνεκτικό σχέδιο», το ΔΝΤ αντιδρά: αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια όσο διαρκεί η πολιτική που εφαρμόζεται και δίνει έναν χρόνο στην Αργεντινή για να αποπληρώσει το χρέος της.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου ανακοινώνει ότι θα υποβάλει τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου σε δημοψήφισμα. Μετά τις επιπλήξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, ο Παπανδρέου εγκαταλείπει την ιδέα στις 3 Νοεμβρίου.
Στην Αργεντινή, αρχίζει να επικρατεί μια διαφορετική λογική. Από τα τέλη του 2001, παντού έχουν ξεφυτρώσει λαϊκές συνελεύσεις, οργανώσεις ανέργων και piqueteros, δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων, πρωτοβουλίες υπηρεσιών υγείας ή εκπαίδευσης. Οι εργαζόμενοι θέτουν ξανά σε λειτουργία αυτοδιαχειριστικά τις επιχειρήσεις που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους. Οι πολιτικοί, οι υπουργοί, οι δικαστές δεν τολμούν πλέον να εμφανιστούν σε δημόσιους χώρους. Μέσα στο γενικό χάος, με την κραυγή «Que se vayan todos!» («Να φύγουν όλοι τους!»), οι Αργεντίνοι ξεσηκώνονται ξανά, αφήνοντας πίσω τους 2 νεκρούς και 190 τραυματίες (καθώς και 160 συλληφθέντες). Μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση, ο Ντουάλδε ανακοινώνει πρόωρες εκλογές, έξι μήνες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία.
Στην προεκλογική εκστρατεία, κατεβαίνουν τρεις υποψήφιοι με σημείο αναφοράς τον περονισμό: ο Μένεμ, ο εφήμερος πρόεδρος Σαά και ο Νέστορ Κίρτσνερ, άγνωστος στο πλατύ κοινό, κεντροαριστερός κυβερνήτης της επαρχίας Σάντα Κρους (Παταγονία). Στις 25 Μαΐου, στην ομιλία που εκφωνεί κατά την ορκωμοσία του, ο Κίρτσνερ εμφανίζεται υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπέρμαχος του ενισχυμένου ρόλου του κράτους, ώστε «να μπαίνει το στοιχείο της ισότητας εκεί που η αγορά το αποκλείει». Οι ξένοι επενδυτές συνεχίζουν να ζητούν την ουσιαστική αύξηση των τιμολογίων των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων υπηρεσιών (μέτρο που απαιτεί και το ΔΝΤ). Από την πλευρά τους, ο Κίρτσνερ και ο υπουργός Οικονομικών Ρομπέρτο Λαβάνα αποφασίζουν ελέγχους στην εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων και ανακοινώνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση.
Από εκεί και πέρα, η πολιτική του προέδρου κινείται σταθερά στον αντίποδα της πολιτικής που ερείπωσε τη χώρα. Επαναβεβαιώνει τον ρόλο της πολιτικής βούλησης στην πολιτική και τον αντίστοιχο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Συνδέει την οικονομική εξυγίανση με την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας και την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής παραγωγής με τη στήριξη της ζήτησης των λαϊκών στρωμάτων. Από τον Σεπτέμβριο του 2002, λόγω της πολύ μεγάλης υποτίμησης του πέσο, μέσω της οποίας προστατεύεται η εγχώρια βιομηχανία και γίνεται δυνατή η επανακατάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η αντικατάσταση ορισμένων εισαγωγών, η ανάπτυξη επιστρέφει. Και, μάλιστα, ενισχύεται διαρκώς, με ατμομηχανή τον δυναμισμό των εξαγωγών.
Το ΔΝΤ, παρατηρώντας την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, επιθυμεί, φυσικά, να αφιερώσει η Αργεντινή ένα μέρος των επιπρόσθετων δημόσιων εσόδων της για να βελτιώσει την πρότασή της προς τους πιστωτές. Ως απάντηση, ο Κίρτσνερ προτείνει να ξαναρχίσει τις πληρωμές με αντάλλαγμα τη διαγραφή μέρους του χρέους της χώρας προς τους διάφορους πιστωτές της. Και, πραγματικά, τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Κίρτσνερ προσδιορίζει την προσφορά του, ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να την αλλάξει και εμπλέκεται σε άμεσες διαπραγματεύσεις με την αγορά αντί να της δηλώσει υποταγή. Η αναδιάρθρωση χρέους που πέτυχε η Αργεντινή στις 25 Φεβρουαρίου 2005 δημιούργησε ένα ενδιαφέρον προηγούμενο. Την ημέρα εκείνη, η Αργεντινή επέβαλε τη μείωση του εσωτερικού και εξωτερικού δημόσιου χρέους της (συνολικά 178,7 δισεκατομμύρια δολάρια), χάρη σε «κούρεμα» 75%, το οποίο αφορούσε ομόλογα ύψους 82 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία δεν αφορούσε τα δάνεια του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών οργανισμών -γεγονός που ορισμένοι, υπέρμαχοι της (ακόμη πιο) σκληρής γραμμής, θα προσάψουν στον πρόεδρο Κίρτσνερ.
Στις 9 Μαρτίου 2012, η Ελλάδα προχωρά στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία, η οποία αφορά ομόλογα ύψους 206 δισεκατομμυρίων ευρώ: τουλάχιστον το 83,5% των ιδιωτών πιστωτών της δέχτηκαν να παραιτηθούν από το 53,5% της αξίας των ομολόγων που κατείχαν. Για τους επενδυτές, η συντονισμένη αυτή επιχείρηση εγγυάται την ομαλή συνέχιση τοκοχρεωλυτικών ροών που μια «χαοτική» χρεωκοπία θα είχε διακόψει. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Αργεντινή, η ελληνική χρεωκοπία δεν εγγράφεται σε μια διαδικασία ρήξης στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο: υπακούοντας στις απαιτήσεις της «τρόικας», η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει νέα μέτρα λιτότητας.
Ο πρόεδρος Κίρτσνερ, που εγκαλείται για «λαϊκισμό», επικρίνεται για την άρνησή του να ποινικοποιήσει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και, μάλιστα, ορισμένες φορές, κατηγορείται και για αυταρχισμό, παρ' ότι δεν διευθέτησε όλα τα προβλήματα της χώρας, επανακρατικοποίησε ορισμένες επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα -τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση, τις αεροπορικές μεταφορές-, εφάρμοσε σημαντικά κοινωνικά προγράμματα και περιόρισε το ποσοστό της φτώχειας στο ήμισυ μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Τον Δεκέμβριο του 2005, με τη βοήθεια της Βενεζουέλας (η οποία αγόρασε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια αργεντίνικα ομόλογα), η Αργεντινή θα έχει την πολυτέλεια να εξοφλήσει μονομιάς το χρέος της προς το ΔΝΤ. Επανακτώντας την κυριαρχία της, η χώρα ανέκαμψε θεαματικά, σε σημείο που το ΑΕΠ της τριπλασιάστηκε μεταξύ 2003 και 2011. Εννοείται ότι ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας δεν συγκρίνεται με τον αντίστοιχο της Αργεντινής και ότι, από το 2001, το Μπουένος Άιρες επωφελήθηκε από την ευνοϊκή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, με τις φθηνές πιστώσεις διεθνώς και τη ζήτηση πρώτων υλών από την Κίνα. Για να ανακάμψει, η Αθήνα λογικά δεν μπορεί να υπολογίζει σε τέτοιο ευνοϊκό περιβάλλον.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα έπρεπε να την εμποδίζει να αντλήσει τα διδάγματα που προκύπτουν από το προηγούμενο της Αργεντινής. Διδάγματα που ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τις Οικονομικές Επιστήμες το 2001, παρατηρώντας την καταστροφή στην Αργεντινή, συνόψισε την αμέσως επόμενη χρονιά: «Κάθε οικονομολόγος άξιος αυτού του τίτλου μπορούσε να προβλέψει ότι οι πολιτικές λιτότητας θα προκαλούσαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν θα επιτυγχάνονταν».
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στον ιστοχώρο της ελληνόγλωσσης "Monde diplomatique", monde-diplomatique.gr/spip.php?article330
Κι όμως υπάρχουν πολλά προηγούμενα
1868. ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η Ουάσιγκτον κηρύσσει το χρέος της Συνομοσπονδίας «μηδενικό».
1898. ΚΟΥΒΑ. Μετά τη νίκη τους κατά της Ισπανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγγέλλουν το χρέος του κουβανικού λαού προς τη Μαδρίτη.
1918. ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. Οι μπολσεβίκοι δεν αναγνωρίζουν το χρέος του τσαρικού καθεστώτος.
1998. ΡΩΣΙΑ. Η Μόσχα κηρύσσει μονομερή στάση πληρωμών του χρέους της προς τις ιδιωτικές τράπεζες και προς τις χώρες της Λέσχης του Παρισιού, μιας άτυπης ομάδας κρατών-πιστωτών (μόνιμα μέλη: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Καναδάς, Νορβηγία, Ολλανδία, Ρωσία, Σουηδία και Φινλανδία).
2003. ΙΡΑΚ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κηρύσσουν το χρέος του Ιράκ «απεχθές» και ζητούν από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία να παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους.
2007. ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ. Λογιστικός έλεγχος του χρέους της χώρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι παράνομο. Το Κίτο επιβάλλει στους δανειστές του να του επαναπωλήσουν ομόλογα ονομαστικής αξίας 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι μόλις 900 εκατομμυρίων δολαρίων.
2008. ΙΣΛΑΝΔΙΑ. Ο ισλανδικός λαός κινητοποιείται κατά της πληρωμής χρέους που συνδέεται με τις δραστηριότητες της ιδιωτικής τράπεζας Landsbanki. Μολονότι απειλείται με αντίποινα από τη βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση, καθώς και από τους επενδυτές, η χώρα βλέπει την πιστωτική της αξιολόγηση από τον οίκο Fitch να βελτιώνεται κατά μία βαθμίδα (17 Φεβρουαρίου 2012).
* Ο Maurice Lemoine είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Του Maurice Lemoine*
Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης
Η ελληνική κρίση δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Όμως άλλες χώρες που γονάτιζαν κάτω από το βάρος του χρέους επέλεξαν να κηρύξουν στάση πληρωμών, όπως η Αργεντινή το 2001. Το εμβληματικό αυτό παράδειγμα ρίχνει φως τόσο στις λογικές που οδηγούν στην καταστροφή όσο και στους μηχανισμούς που θα επέτρεπαν στην Αθήνα να σπάσει τον κλοιό.
Όλα ξεκινούν με μια λαμπρή ιδέα. Για να βάλει τέλος στον πληθωρισμό που μάστιζε τη χώρα την εποχή της εκλογής του, το 1989, ο περονιστής πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ -σε συνεργασία με τον υπερυπουργό Οικονομίας Ντομίνγκο Καβάγιο, απόφοιτο του Χάρβαρντ και παλαιό αξιωματούχο της δικτατορίας (1976-1983)- ορίζει την ισοτιμία του αργεντίνικου πέσο με άκαμπτο τρόπο: 1 πέσο ίσον 1 δολάριο. Η πολιτική αυτή, που ενθαρρύνεται από την πρώτη στιγμή από το ΔΝΤ, αρχικά πετυχαίνει: ο πληθωρισμός εξαφανίζεται, η ανάπτυξη εδραιώνεται.
Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εκπληρώνει τα κριτήρια του Μάαστριχτ και εντάσσεται στην Ευρωζώνη. Έναν χρόνο αργότερα, το νέο νόμισμα αντικαθιστά τη δραχμή, το παλαιό εθνικό νόμισμα της χώρας.
Μετά τη μεξικανική κρίση (1994-1995), η Αργεντινή δυσκολεύεται να δανειστεί από τις αγορές. Με τα αναδυόμενα κράτη να έχουν πληγεί από διάφορες κρίσεις, το δολάριο, που θεωρείται ασφαλής τοποθέτηση, ανατιμάται. Στερώντας από την κεντρική τράπεζα της Αργεντινής οποιοδήποτε περιθώριο ελιγμών, η κυβέρνηση παραιτείται από τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Όταν αρκετές σημαντικές γειτονικές χώρες, όπως η Βραζιλία, υποτιμούν το νόμισμά τους, όταν το δολάριο ανατιμάται σε σχέση με το ευρώ, η Αργεντινή χάνει τελείως την ανταγωνιστικότητά της στις, γειτονικές ή μακρινές, παραδοσιακές αγορές της. Έτσι, το 1998 σηματοδοτεί το πέρασμα από την ανάπτυξη στην ύφεση.
Με την υιοθέτηση του ευρώ, η ελληνική βιομηχανία υποφέρει, καθώς το νέο νόμισμα είναι σκληρότερο από τη δραχμή: τα ελληνικά προϊόντα γίνονται «ακριβά».
Όταν, στις 24 Οκτωβρίου 1999, ο Μένεμ παραχωρεί τη θέση του στον ριζοσπάστη Φερνάντο δε λα Ρούα, τον επικεφαλής της κεντροαριστερής συμμαχίας Μέτωπο για μια Χώρα Αλληλεγγύης (Frepaso), η οικονομία βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Από τα 36 εκατομμύρια Αργεντίνους, τα 14 εκατομμύρια ζουν επισήμως κάτω από το όριο της φτώχειας. Το ΔΝΤ υπόσχεται στη νέα κυβέρνηση δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα δεσμευτεί να εφαρμόσει πρόγραμμα λιτότητας. Η κυβέρνηση της Αργεντινής, με ζήλο νεοφώτιστου, και για να αποφύγει τη στάση πληρωμών ή τη χρεωκοπία, καταρτίζει πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής.
Στις 30 Νοεμβρίου 2009, και ενώ οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εκφράζουν την ανησυχία τους, ο Παπανδρέου -ο οποίος έχει διαδεχθεί τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή- παραδέχεται ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται «στην εντατική». Στις 3 Μαρτίου 2010, ανακοινώνει ένα πρώτο πρόγραμμα λιτότητας.
Μια κουστωδία οικονομολόγων του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Παναμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης εξετάζουν τις λεπτομέρειες ενός «προγράμματος διάσωσης» της Αργεντινής. Με προεδρικό διάταγμα, ο δε λα Ρούα διαλύει ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα, εξαρθρώνει την κοινωνική πρόνοια, απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, απελευθερώνει τον κλάδο της υγείας.
Στις 23 Απριλίου 2010, η Αθήνα λαμβάνει ένα πρώτο δάνειο 45 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τους διαδηλωτές μετρούν τα πρώτα τους θύματα. Τα escraches -αποδοκιμασίες, επιθέσεις με πέτρες και αυγά, προπηλακισμοί-, οι αποκλεισμοί δρόμων και οι συγκεντρώσεις με το χτύπημα της κατσαρόλας (cacerolazos) πολλαπλασιάζονται. Στις 18 Δεκεμβρίου 2000 μια συμμαχία διεθνών πιστωτών με επικεφαλής το ΔΝΤ προσφέρει στο Μπουένος Άιρες νέα «βοήθεια» συνολικού ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τρία χρόνια. Χάρη στα μέτρα αυτά, η Αργεντινή σώζεται! Ειδικά αφού ο δε λα Ρούα ανακοινώνει νέα μείωση των δημόσιων δαπανών και, στις 20 Μαρτίου 2001, ορίζει νέο υπουργό Οικονομίας τον κύριο «πέσο-δολάριο» Καβάγιο.
Στις 2 Μαΐου 2010, με την επιδίωξη να «τερματιστεί η κρίση», οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών εγκρίνουν «πρόγραμμα διάσωσης» της Ελλάδας, ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο Καβάγιο, για να αποφύγει τη χρεωκοπία, και επειδή μια μονομερής κήρυξη στάσης πληρωμών απορρίπτεται με δογματικό τρόπο, επινοεί τη «μεγάλη ανταλλαγή», μέσω της οποίας βραχυπρόθεσμοι τίτλοι χρέους (29,5 δισεκατομμύρια δολάρια) ανταλλάσσονται με ομόλογα μεγάλης διάρκειας (έως τριάντα ετών), που έχουν, όμως, αστρονομικά επιτόκια - επισπεύδοντας την καταστροφή. Στη συνέχεια, ο Καβάγιο επιδιώκει επιθετικά τον στόχο του «μηδενικού ελλείμματος», μειώνοντας κατά 13% τους μισθούς και τις συντάξεις άνω των 500 πέσος (500 δολάρια). Το μέτρο πλήττει το 92% των δημοσίων υπαλλήλων και το 15% των συνταξιούχων. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν κατά εκατοντάδες.
Στις 15 Ιουνίου 2011, μια γενική απεργία παραλύει την Ελλάδα: ο κόσμος διαδηλώνει ενάντια στο νέο πρόγραμμα λιτότητας που στοχεύει στην εξοικονόμηση 28 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρά τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις με την αστυνομία, το πρόγραμμα θα ψηφιστεί στις 29 Ιουνίου, ανοίγοντας τον δρόμο για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου βοήθειας, ύψους 109 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τις 22 Ιουλίου.
Με τις τράπεζες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κοινού για αναλήψεις σε πέσος και δολάρια, η κυβέρνηση επιβάλλει, από τις 3 Δεκεμβρίου 2001, αυστηρά μέτρα που περιορίζουν τη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Μεταμφιεσμένη σε αρετή, η υποκρισία ανθεί: την ώρα που τα δημόσια έσοδα καταγράφουν νέα μείωση-ρεκόρ τον Νοέμβριο του 2001 (-11,6%), αφού τα προγράμματα λιτότητας έχουν παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα και έχουν προκαλέσει ύφεση που συμπληρώνει τρία χρόνια, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβαθμίζει το δημόσιο χρέος της Αργεντινής από C σε DDD (χρεωκοπία). Το ΔΝΤ ανακοινώνει ότι δεν θα καταβάλλει τη δόση των 1,26 δισεκατομμυρίων που είχε συμφωνηθεί.
Έβδομη γενική απεργία! Από τις 12 Δεκεμβρίου, πραγματοποιούνται ογκώδεις διαδηλώσεις, οι οποίες εξαπλώνονται, αλλά αντιμετωπίζονται με καταστολή (7 νεκροί, 378 τραυματίες). Ο δε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στις 19 Δεκεμβρίου 2001 το υπουργικό συμβούλιο υποβάλλει την παραίτησή του. Την επομένη, στα μέσα της θητείας του, ο πρόεδρος δε λα Ρούα εγκαταλείπει το προεδρικό μέγαρο της Κάσα Ροσάδα με ελικόπτερο.
Στις 19 και 20 Οκτωβρίου 2011, μια γενική απεργία και βίαιες συγκρούσεις παραλύουν την Ελλάδα. Ένας από τους διαδηλωτές, ο Δημήτρης Κοτσαρίδης, χάνει τη ζωή του.
Ενώ το αδιέξοδο των συνταγών του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των φίλων τους είναι πια εξόφθαλμο, ο περονιστής Αδόλφο Ροδρίγες Σαά ορίζεται πρόεδρος του Κογκρέσου. Ανακοινώνει ότι δεν θα πληρώσει ούτε δεκάρα από το χρέος, τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής οικονομικής ανάκαμψης, κάνει λόγο για δημιουργία ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας και επιδιώκει την επανεξέταση των μέτρων μείωσης των συντάξεων και ελαστικοποίησης του εργατικού δικαίου. Οι πρώτες αποφάσεις του προκαλούν ανησυχία στις αγορές. Καθώς ο κόσμος απαιτεί συγκεκριμένες λύσεις, οι διαδηλώσεις εκτραχύνονται. «Δεν έχω άλλη επιλογή από το να παρουσιάσω την αμετάκλητη παραίτησή μου», συνθηκολογεί ο Σαά, επτά ημέρες αφότου είχε αναλάβει τα καθήκοντά του.
Στη σκηνή εμφανίζεται ο Εδουάρδο Ντουάλδε, που ορίζεται πρόεδρος μέχρι την κανονική λήξη της προεδρικής θητείας, δηλαδή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003. Είναι ο πέμπτος πρόεδρος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Μόλις συγκροτείται, το υπουργικό συμβούλιο προωθεί στο κοινοβούλιο κατεπείγον νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίζεται στις 6 Ιανουαρίου 2002 και επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα, για να ανακάμψει η οικονομία, υποτιμάται το πέσο περίπου κατά 30% και τερματίζεται το καθεστώς σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο.
Η επιλογή της πάση θυσία παραμονής στην Ευρωζώνη απαγορεύει στην Ελλάδα να υποτιμήσει το νόμισμά της για να οδηγηθεί σε ανάκαμψη των εξαγωγών της.
Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, που κινούνται στην κατεύθυνση της λιτότητας, η κυβέρνηση της Αργεντινής φοβάται περισσότερο μια νέα κοινωνική έκρηξη παρά τη δυσαρέσκεια των ξένων επενδυτών, των Ηνωμένων Πολιτειών ή του ΔΝΤ. Διατηρεί, λοιπόν, σε ισχύ το μορατόριουμ πληρωμών που κήρυξε ο Σαά. Ζητώντας από τον νέο πρόεδρο ένα «συνεκτικό σχέδιο», το ΔΝΤ αντιδρά: αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια όσο διαρκεί η πολιτική που εφαρμόζεται και δίνει έναν χρόνο στην Αργεντινή για να αποπληρώσει το χρέος της.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου ανακοινώνει ότι θα υποβάλει τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου σε δημοψήφισμα. Μετά τις επιπλήξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, ο Παπανδρέου εγκαταλείπει την ιδέα στις 3 Νοεμβρίου.
Στην Αργεντινή, αρχίζει να επικρατεί μια διαφορετική λογική. Από τα τέλη του 2001, παντού έχουν ξεφυτρώσει λαϊκές συνελεύσεις, οργανώσεις ανέργων και piqueteros, δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων, πρωτοβουλίες υπηρεσιών υγείας ή εκπαίδευσης. Οι εργαζόμενοι θέτουν ξανά σε λειτουργία αυτοδιαχειριστικά τις επιχειρήσεις που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους. Οι πολιτικοί, οι υπουργοί, οι δικαστές δεν τολμούν πλέον να εμφανιστούν σε δημόσιους χώρους. Μέσα στο γενικό χάος, με την κραυγή «Que se vayan todos!» («Να φύγουν όλοι τους!»), οι Αργεντίνοι ξεσηκώνονται ξανά, αφήνοντας πίσω τους 2 νεκρούς και 190 τραυματίες (καθώς και 160 συλληφθέντες). Μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση, ο Ντουάλδε ανακοινώνει πρόωρες εκλογές, έξι μήνες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία.
Στην προεκλογική εκστρατεία, κατεβαίνουν τρεις υποψήφιοι με σημείο αναφοράς τον περονισμό: ο Μένεμ, ο εφήμερος πρόεδρος Σαά και ο Νέστορ Κίρτσνερ, άγνωστος στο πλατύ κοινό, κεντροαριστερός κυβερνήτης της επαρχίας Σάντα Κρους (Παταγονία). Στις 25 Μαΐου, στην ομιλία που εκφωνεί κατά την ορκωμοσία του, ο Κίρτσνερ εμφανίζεται υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπέρμαχος του ενισχυμένου ρόλου του κράτους, ώστε «να μπαίνει το στοιχείο της ισότητας εκεί που η αγορά το αποκλείει». Οι ξένοι επενδυτές συνεχίζουν να ζητούν την ουσιαστική αύξηση των τιμολογίων των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων υπηρεσιών (μέτρο που απαιτεί και το ΔΝΤ). Από την πλευρά τους, ο Κίρτσνερ και ο υπουργός Οικονομικών Ρομπέρτο Λαβάνα αποφασίζουν ελέγχους στην εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων και ανακοινώνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση.
Από εκεί και πέρα, η πολιτική του προέδρου κινείται σταθερά στον αντίποδα της πολιτικής που ερείπωσε τη χώρα. Επαναβεβαιώνει τον ρόλο της πολιτικής βούλησης στην πολιτική και τον αντίστοιχο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Συνδέει την οικονομική εξυγίανση με την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας και την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής παραγωγής με τη στήριξη της ζήτησης των λαϊκών στρωμάτων. Από τον Σεπτέμβριο του 2002, λόγω της πολύ μεγάλης υποτίμησης του πέσο, μέσω της οποίας προστατεύεται η εγχώρια βιομηχανία και γίνεται δυνατή η επανακατάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η αντικατάσταση ορισμένων εισαγωγών, η ανάπτυξη επιστρέφει. Και, μάλιστα, ενισχύεται διαρκώς, με ατμομηχανή τον δυναμισμό των εξαγωγών.
Το ΔΝΤ, παρατηρώντας την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, επιθυμεί, φυσικά, να αφιερώσει η Αργεντινή ένα μέρος των επιπρόσθετων δημόσιων εσόδων της για να βελτιώσει την πρότασή της προς τους πιστωτές. Ως απάντηση, ο Κίρτσνερ προτείνει να ξαναρχίσει τις πληρωμές με αντάλλαγμα τη διαγραφή μέρους του χρέους της χώρας προς τους διάφορους πιστωτές της. Και, πραγματικά, τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Κίρτσνερ προσδιορίζει την προσφορά του, ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να την αλλάξει και εμπλέκεται σε άμεσες διαπραγματεύσεις με την αγορά αντί να της δηλώσει υποταγή. Η αναδιάρθρωση χρέους που πέτυχε η Αργεντινή στις 25 Φεβρουαρίου 2005 δημιούργησε ένα ενδιαφέρον προηγούμενο. Την ημέρα εκείνη, η Αργεντινή επέβαλε τη μείωση του εσωτερικού και εξωτερικού δημόσιου χρέους της (συνολικά 178,7 δισεκατομμύρια δολάρια), χάρη σε «κούρεμα» 75%, το οποίο αφορούσε ομόλογα ύψους 82 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία δεν αφορούσε τα δάνεια του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών οργανισμών -γεγονός που ορισμένοι, υπέρμαχοι της (ακόμη πιο) σκληρής γραμμής, θα προσάψουν στον πρόεδρο Κίρτσνερ.
Στις 9 Μαρτίου 2012, η Ελλάδα προχωρά στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία, η οποία αφορά ομόλογα ύψους 206 δισεκατομμυρίων ευρώ: τουλάχιστον το 83,5% των ιδιωτών πιστωτών της δέχτηκαν να παραιτηθούν από το 53,5% της αξίας των ομολόγων που κατείχαν. Για τους επενδυτές, η συντονισμένη αυτή επιχείρηση εγγυάται την ομαλή συνέχιση τοκοχρεωλυτικών ροών που μια «χαοτική» χρεωκοπία θα είχε διακόψει. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Αργεντινή, η ελληνική χρεωκοπία δεν εγγράφεται σε μια διαδικασία ρήξης στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο: υπακούοντας στις απαιτήσεις της «τρόικας», η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει νέα μέτρα λιτότητας.
Ο πρόεδρος Κίρτσνερ, που εγκαλείται για «λαϊκισμό», επικρίνεται για την άρνησή του να ποινικοποιήσει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και, μάλιστα, ορισμένες φορές, κατηγορείται και για αυταρχισμό, παρ' ότι δεν διευθέτησε όλα τα προβλήματα της χώρας, επανακρατικοποίησε ορισμένες επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα -τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση, τις αεροπορικές μεταφορές-, εφάρμοσε σημαντικά κοινωνικά προγράμματα και περιόρισε το ποσοστό της φτώχειας στο ήμισυ μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Τον Δεκέμβριο του 2005, με τη βοήθεια της Βενεζουέλας (η οποία αγόρασε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια αργεντίνικα ομόλογα), η Αργεντινή θα έχει την πολυτέλεια να εξοφλήσει μονομιάς το χρέος της προς το ΔΝΤ. Επανακτώντας την κυριαρχία της, η χώρα ανέκαμψε θεαματικά, σε σημείο που το ΑΕΠ της τριπλασιάστηκε μεταξύ 2003 και 2011. Εννοείται ότι ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας δεν συγκρίνεται με τον αντίστοιχο της Αργεντινής και ότι, από το 2001, το Μπουένος Άιρες επωφελήθηκε από την ευνοϊκή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, με τις φθηνές πιστώσεις διεθνώς και τη ζήτηση πρώτων υλών από την Κίνα. Για να ανακάμψει, η Αθήνα λογικά δεν μπορεί να υπολογίζει σε τέτοιο ευνοϊκό περιβάλλον.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα έπρεπε να την εμποδίζει να αντλήσει τα διδάγματα που προκύπτουν από το προηγούμενο της Αργεντινής. Διδάγματα που ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τις Οικονομικές Επιστήμες το 2001, παρατηρώντας την καταστροφή στην Αργεντινή, συνόψισε την αμέσως επόμενη χρονιά: «Κάθε οικονομολόγος άξιος αυτού του τίτλου μπορούσε να προβλέψει ότι οι πολιτικές λιτότητας θα προκαλούσαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν θα επιτυγχάνονταν».
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στον ιστοχώρο της ελληνόγλωσσης "Monde diplomatique", monde-diplomatique.gr/spip.php?article330
Κι όμως υπάρχουν πολλά προηγούμενα
1868. ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η Ουάσιγκτον κηρύσσει το χρέος της Συνομοσπονδίας «μηδενικό».
1898. ΚΟΥΒΑ. Μετά τη νίκη τους κατά της Ισπανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγγέλλουν το χρέος του κουβανικού λαού προς τη Μαδρίτη.
1918. ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. Οι μπολσεβίκοι δεν αναγνωρίζουν το χρέος του τσαρικού καθεστώτος.
1998. ΡΩΣΙΑ. Η Μόσχα κηρύσσει μονομερή στάση πληρωμών του χρέους της προς τις ιδιωτικές τράπεζες και προς τις χώρες της Λέσχης του Παρισιού, μιας άτυπης ομάδας κρατών-πιστωτών (μόνιμα μέλη: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Καναδάς, Νορβηγία, Ολλανδία, Ρωσία, Σουηδία και Φινλανδία).
2003. ΙΡΑΚ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κηρύσσουν το χρέος του Ιράκ «απεχθές» και ζητούν από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία να παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους.
2007. ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ. Λογιστικός έλεγχος του χρέους της χώρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι παράνομο. Το Κίτο επιβάλλει στους δανειστές του να του επαναπωλήσουν ομόλογα ονομαστικής αξίας 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι μόλις 900 εκατομμυρίων δολαρίων.
2008. ΙΣΛΑΝΔΙΑ. Ο ισλανδικός λαός κινητοποιείται κατά της πληρωμής χρέους που συνδέεται με τις δραστηριότητες της ιδιωτικής τράπεζας Landsbanki. Μολονότι απειλείται με αντίποινα από τη βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση, καθώς και από τους επενδυτές, η χώρα βλέπει την πιστωτική της αξιολόγηση από τον οίκο Fitch να βελτιώνεται κατά μία βαθμίδα (17 Φεβρουαρίου 2012).
* Ο Maurice Lemoine είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας