Του Αλέξανδρου Κόρπα – Πρελορέντζου
Από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, ο παγκόσμιος πληθυσμός, αλλά και η οικονομική δραστηριότητα, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Πλέον ο παγκόσμιος πληθυσμός ξεπερνά τα 7 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν επταπλασιαστεί από το 1820. Παράλληλα υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2050, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αγγίζει τα 9 δισεκατομμύρια, με αποτέλεσμα να χρειάζεται άλλος ένας πλανήτης για να τραφούν όλοι οι κάτοικοι. Επιπρόσθετα, ο πλανήτης βρίσκεται σε μία συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας του, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στο οικοσύστημα.
Είναι πλέον φανερό ότι η ανθρωπότητα ζει πάνω από τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη, δημιουργώντας προβλήματα στο περιβάλλον. Οι αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η μη ανανεωσιμότητα των φυσικών πόρων, η κλιματική αλλαγή, η εξαφάνιση έμβιων όντων, αλλά και η γενικότερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής είναι θέματα μείζονος σημασίας. Από την άλλη μεριά, οι οικονομολόγοι, και ιδιαίτερα αυτοί που πιστεύουν στην αέναη ανάπτυξη της οικονομίας, αψηφούν τις προειδοποιήσεις περί βιοφυσικών ορίων του πλανήτη.
Ο κώδωνας του κινδύνου για τον πλανήτη είχε ηχήσει από το 1972 και συγκεκριμένα από την έκθεση της Λέσχης της Ρώμης. Εκεί τονιζόταν ότι ο πλανήτης, δεδομένου ότι είναι ένα κλειστό σύστημα, δεν μπορεί να αντέξει σε μια πολιτική απεριόριστης ανάπτυξης. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, μέχρι τότε, παρουσίαζαν την οικονομία αποκομμένη από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό σύνολο. Τα αποτελέσματα της έκθεσης εμφανίστηκαν σταδιακά στην καθημερινότητα των ανθρώπων στις «ευημερούσες» κοινωνίες, λόγω έλλειψης ενεργειακών αποθεμάτων. Έτσι λοιπόν, το 1987 δημοσιεύεται η έκθεση Μπρούντλαντ, όπου πλέον επικαιροποιείται η προστασία του περιβάλλοντος κατά την οικονομική διαδικασία. Τότε ακούγεται για πρώτη φορά η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, αναφερόμενη στην ικανοποίηση των δικών μας αναγκών χωρίς να επιβαρύνεται η ικανοποίηση των μελλοντικών γενεών. Επίσημα η βιώσιμη ανάπτυξη άρχισε να λειτουργεί από το 1992 και τη συνδιάσκεψη στο Ρίo.
Όμως, η βιώσιμη ανάπτυξη δεν θεωρείται από κάποιους μια ρεαλιστική λύση για τη κοινωνία και το περιβάλλον. Τα αυξανόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες, δεν προσφέρουν θετικά συμπεράσματα για την προοπτική της. Ειδικότερα, θεωρείται ως η «πράσινη όψη της καπιταλιστικής οικονομίας», δεδομένου ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποφεύγει τον καταναλωτισμό. Επιπλέον, δεν γίνεται πιστευτή η ιδέα της οικονομικής μεγέθυνσης με περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο. Παράλληλα, ασκείται κριτική προς τη λέξη ανάπτυξη, που θεωρείται «προβληματική». Ο λόγος είναι μια διπλή αλληλουχία αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης για την κοινωνία και το περιβάλλον. Καταρχήν η ανάπτυξη, δηλαδή η οικονομική μεγέθυνση, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται δημιουργεί σχέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία, αλλά και αποικιακές σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά δεύτερον, η οικονομική διαδικασία είναι από τη φύση της εντροπική και χρειάζεται μια μόνιμη χρήση υλικού και πόρων, με αποτέλεσμα να μην αποφεύγεται η ρύπανση του περιβάλλοντος.
Έτσι, προτείνεται μια ριζοσπαστικότερη και ρεαλιστικότερη πρόταση για την κοινωνία και το περιβάλλον, αυτή της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη προτείνει ένα μοντέλο οικονομίας παρομοιάζοντός το με το σαλιγκάρι. Δηλαδή, όπως το σαλιγκάρι δημιουργεί το κέλυφός του μέχρι το σημείο που μπορεί να το σηκώσει, έτσι και η ανθρωπότητα πρέπει να δημιουργήσει μια οικονομική διαδικασία που να την αντέχει το περιβάλλον και η κοινωνία. Αυτό το είδος οικονομίας θα μπορούσε να είναι δυνητικά η συνεργατική, αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία. Τα μη καπιταλιστικά φαντασιακά που παράγει η συνεργατική οικονομία από την ιστορική ουτοπικότητα που τη χαρακτηρίζει, σε συνδυασμό με τη μετέπειτα εξέλιξή της σε αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία, την κάνουν να φαντάζει ως ένα ιδανικό οικονομικό μοντέλο χαμηλότερης κλίμακας, που επικεντρώνεται σε τοπικό επίπεδο και μπορεί να δώσει λύσεις στις περιβαλλοντικές πιέσεις του πλανήτη.
Από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, ο παγκόσμιος πληθυσμός, αλλά και η οικονομική δραστηριότητα, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Πλέον ο παγκόσμιος πληθυσμός ξεπερνά τα 7 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν επταπλασιαστεί από το 1820. Παράλληλα υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2050, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αγγίζει τα 9 δισεκατομμύρια, με αποτέλεσμα να χρειάζεται άλλος ένας πλανήτης για να τραφούν όλοι οι κάτοικοι. Επιπρόσθετα, ο πλανήτης βρίσκεται σε μία συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας του, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στο οικοσύστημα.
Είναι πλέον φανερό ότι η ανθρωπότητα ζει πάνω από τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη, δημιουργώντας προβλήματα στο περιβάλλον. Οι αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η μη ανανεωσιμότητα των φυσικών πόρων, η κλιματική αλλαγή, η εξαφάνιση έμβιων όντων, αλλά και η γενικότερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής είναι θέματα μείζονος σημασίας. Από την άλλη μεριά, οι οικονομολόγοι, και ιδιαίτερα αυτοί που πιστεύουν στην αέναη ανάπτυξη της οικονομίας, αψηφούν τις προειδοποιήσεις περί βιοφυσικών ορίων του πλανήτη.
Ο κώδωνας του κινδύνου για τον πλανήτη είχε ηχήσει από το 1972 και συγκεκριμένα από την έκθεση της Λέσχης της Ρώμης. Εκεί τονιζόταν ότι ο πλανήτης, δεδομένου ότι είναι ένα κλειστό σύστημα, δεν μπορεί να αντέξει σε μια πολιτική απεριόριστης ανάπτυξης. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, μέχρι τότε, παρουσίαζαν την οικονομία αποκομμένη από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό σύνολο. Τα αποτελέσματα της έκθεσης εμφανίστηκαν σταδιακά στην καθημερινότητα των ανθρώπων στις «ευημερούσες» κοινωνίες, λόγω έλλειψης ενεργειακών αποθεμάτων. Έτσι λοιπόν, το 1987 δημοσιεύεται η έκθεση Μπρούντλαντ, όπου πλέον επικαιροποιείται η προστασία του περιβάλλοντος κατά την οικονομική διαδικασία. Τότε ακούγεται για πρώτη φορά η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, αναφερόμενη στην ικανοποίηση των δικών μας αναγκών χωρίς να επιβαρύνεται η ικανοποίηση των μελλοντικών γενεών. Επίσημα η βιώσιμη ανάπτυξη άρχισε να λειτουργεί από το 1992 και τη συνδιάσκεψη στο Ρίo.
Όμως, η βιώσιμη ανάπτυξη δεν θεωρείται από κάποιους μια ρεαλιστική λύση για τη κοινωνία και το περιβάλλον. Τα αυξανόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες, δεν προσφέρουν θετικά συμπεράσματα για την προοπτική της. Ειδικότερα, θεωρείται ως η «πράσινη όψη της καπιταλιστικής οικονομίας», δεδομένου ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποφεύγει τον καταναλωτισμό. Επιπλέον, δεν γίνεται πιστευτή η ιδέα της οικονομικής μεγέθυνσης με περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο. Παράλληλα, ασκείται κριτική προς τη λέξη ανάπτυξη, που θεωρείται «προβληματική». Ο λόγος είναι μια διπλή αλληλουχία αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης για την κοινωνία και το περιβάλλον. Καταρχήν η ανάπτυξη, δηλαδή η οικονομική μεγέθυνση, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται δημιουργεί σχέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία, αλλά και αποικιακές σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά δεύτερον, η οικονομική διαδικασία είναι από τη φύση της εντροπική και χρειάζεται μια μόνιμη χρήση υλικού και πόρων, με αποτέλεσμα να μην αποφεύγεται η ρύπανση του περιβάλλοντος.
Έτσι, προτείνεται μια ριζοσπαστικότερη και ρεαλιστικότερη πρόταση για την κοινωνία και το περιβάλλον, αυτή της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη προτείνει ένα μοντέλο οικονομίας παρομοιάζοντός το με το σαλιγκάρι. Δηλαδή, όπως το σαλιγκάρι δημιουργεί το κέλυφός του μέχρι το σημείο που μπορεί να το σηκώσει, έτσι και η ανθρωπότητα πρέπει να δημιουργήσει μια οικονομική διαδικασία που να την αντέχει το περιβάλλον και η κοινωνία. Αυτό το είδος οικονομίας θα μπορούσε να είναι δυνητικά η συνεργατική, αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία. Τα μη καπιταλιστικά φαντασιακά που παράγει η συνεργατική οικονομία από την ιστορική ουτοπικότητα που τη χαρακτηρίζει, σε συνδυασμό με τη μετέπειτα εξέλιξή της σε αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία, την κάνουν να φαντάζει ως ένα ιδανικό οικονομικό μοντέλο χαμηλότερης κλίμακας, που επικεντρώνεται σε τοπικό επίπεδο και μπορεί να δώσει λύσεις στις περιβαλλοντικές πιέσεις του πλανήτη.