Οι σημερινοί μας πολιτικοί «ηγέτες» και τα κόμματα εξουσίας κάνουν πως δε βλέπουν ότι η ελληνική κρίση είναι η «εξτρέμ» έκφραση της παγκόσμιας κρίσης, στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η κατάσταση μπορεί να σκιαγραφηθεί απλά ως εξής: οι υπάρχουσες οικονομικές αξίες(πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ.) εκφρασμένες σε χρήμα π.χ. σε δολάρια που είναι σήμερα το παγκόσμιο νόμισμα, θα ήταν περίπου 60-70 τρις. Οι διάφορες μορφές χρήματος, που κυκλοφορούν από τους κατέχοντες, φθάνουν στα 700 τουλάχιστον τρις δολάρια. Η σχέση πραγματικών αξιών προς χρηματικές αξίες είναι 1: 10 (πολλές εκτιμήσεις την ανεβάζουν στο 1: 15 ή 1:17). Υπάρχει δηλαδή μια χρηματοπιστωτική φούσκα διογκωμένη τουλάχιστον κατά 10 φορές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί υπέρμετρα οι σημερινές χρηματικές περιουσίες της ελίτ, που αποτελεί το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η ελίτ διακινώντας και δανείζοντας αυτόν τον τεράστιο χρηματικό όγκο μπορεί και ελέγχει την «ευημερία» του υπόλοιπου 99%.Αυτό είναι δυνατόν, γιατί έχει καταφέρει να εξαρτήσει από αυτό το χρήμα την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η οικονομική κρίση, έχει γίνει καθαρό σε όλους, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος. Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια (βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων. Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση ιδίως των καταναλωτικών χρεών. Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην κουλτούρα του «δανείσου και ξόδευε» τα πιο ευάλωτα ήταν τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος, ιδίως της μεσαίας τάξης. Η «αριστοκρατία» των μεσοστρωμάτων και των μισθωτών εργαζομένων είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους σημαντικό μέρος της πίτας και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μη βρεθούν στη θέση των «από κάτω». Η ελίτ κατόρθωνε μέχρι τώρα να έχει την συναίνεση αυτών των στρωμάτων, υποσχόμενη ότι μπορεί να τους αυξάνει το μερίδιο της πίτας με το να την βοηθούν να μεγαλώνει τη συνολική πίτα μέσω της «ανάπτυξης και της προόδου». Κατορθώνοντας δηλαδή να περάσει στη συνείδηση των «από κάτω» της πυραμίδας, σαν υπέρτατη αξία-σχεδόν σα νέα θρησκεία- την «άνετη» ζωή μέσα από την συνεχή αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτό λειτουργούσε, όσο οι λαοί πίστευαν ακόμα σε μια «εικόνα» ενός απέραντου και απεριορίστων δυνατοτήτων πλανήτη, και όσο οι οικονομολόγοι μπορούσαν να υποστηρίζουν ότι η καμπύλη της οικονομίας είναι εκθετικά αυξητική. Όμως και η αυξημένη κατανάλωση υλικών αγαθών και η αυξημένη παραγωγή τους απαιτούν αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία(αναδυόμενες χώρες) κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης (τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους.
Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη. Αλλά και του περιβάλλοντός του, γιατί επίσης έχουν αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας. Δεν είναι βασικά η «ανευθυνότητα» ή η «απληστία» των αγορών -αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο- η αιτία της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της κρίσης των δημοσιονομικών χρεών. Η βασικότερη αιτία είναι η ίδια η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης ιδεολογίας της. Αυτή η ιδεολογία, προς το παρόν οδηγεί σε οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή ολόκληρες χώρες και περιοχές, και στο μέλλον σε κατάρρευση ολόκληρο τον πλανήτη: οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιδιωκόμενης ανάπτυξης μας οδηγεί εκτός της δημιουργίας οικονομικών χρεών και στη δημιουργία οικολογικών χρεών.
Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές. Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές δεν θα είναι μόνο οικονομικά προς τους πιστωτές μας. Θα είναι και οικολογικά προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, τα οποία ανήκουν σε όλους και δεν έχουν σύνορα. Και αυτά θα πρέπει να τα ξεπληρώσουν –οι νέες γενιές-αποκαταστώντας ότι έχουμε καταστρέψει οι παλιότερες. Αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον.
Με τη βοήθεια των καινούργιων μέσων επικοινωνίας και εικόνας όμως, όλος ο κόσμος μπορεί καθημερινά πια να αντιλαμβάνεται ότι ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος, δεν διαθέτει απεριόριστους πόρους, ούτε μπορεί να απορροφήσει τα όλο και περισσότερα απόβλητά μας. Είναι μια μικρή γαλάζια σφαίρα που ταξιδεύει μοναχικά στο απέραντο διάστημα και δεν υπάρχει κοντά μας άλλος τέτοιος πλανήτης, όπου θα μπορούσαν να μετακομίσουν ένα μέρος του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού(μέχρι το 2030 θα χρειαζόμασταν έναν δεύτερο τέτοιο πλανήτη, αν συνεχίζαμε να έχουμε το κυρίαρχο σημερινό μοντέλο υπερκατανάλωσης). Ο καπιταλισμός λοιπόν αντιμετωπίζοντας αυτή την πραγματικότητα, από τη μία εξασφαλίζει για την ελίτ όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της υπάρχουσας πεπερασμένης πίτας καταναλώνοντας τους εναπομείναντες πόρους και από την άλλη-για να συνεχίζει να καλλιεργεί τη ψευδαίσθηση της αύξησης της πίτας-την «φουσκώνει», αφού δε μπορεί να την μεγαλώνει. Αλλά όσο μεγαλώνουν οι φούσκες τόσο πιο εύκολα «σπάνε» και έτσι δε μπορεί πια να εξασφαλίζει εύκολα τη συναίνεση των μεσαίων τάξεων. Αυτή η συναίνεση εξέλεγε μέχρι τώρα τις κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας παντού. Με την άρση της έχουμε και αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης, ιδίως στα κράτη της Ν. Ευρώπης.
Όσον αφορά στην Ελλάδα
Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος στον παγκόσμιο καπιταλισμό, λόγω της μανίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, για ανάπτυξη που δεν στηριζόταν στον πρωτογενή- δευτερογενή τομέα (γεωργία, μεταποίηση, καινοτομία κ.λπ.), αλλά στον τριτογενή (κατανάλωση, εμπόριο, τουριστικές υπηρεσίες κ.λπ.) και στις κάθε είδους οικοδόμηση και κατασκευές. Ο «εκσυγχρονισμός» που υποτίθεται έγινε -χωρίς να υπολογίζεται το οικονομικό και το περιβαλλοντικό κόστος του-στηρίχθηκε σε δάνεια κύρια από το εξωτερικό. Σε αυτό βοήθησε και η είσοδος στην Ευρωζώνη, γιατί αύξησε τη δανειοληπτική πίστη λόγω του κοινού νομίσματος. Όλοι άρχισαν να δανείζονται εύκολα. Η κυβέρνηση και οι τράπεζες από τις «χρηματοπιστωτικές αγορές», οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τις τράπεζες. Το Ευρώ και τα δάνεια βοήθησαν ιδιαίτερα στο να ικανοποιείται η μανία της ελληνικής ελίτ για έργα φαραωνικά ( π.χ. των ολυμπιακών του 2004 ), για γέφυρες λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια και στάδια, αλλά και για τη δημιουργία ενός υπερμεγέθους πελατειακού κράτους στην υπηρεσία της. Σε όλη τη μεταπoλεμική περίoδo μόvo τo 15% τωv συvoλικώv επεvδύσεωv παγίoυ κεφαλαίoυ στρεφόταv στη μεταπoίηση, εvω τo 42% τωv ιδιωτικώv επεvδύσεωv στρέφοταν στην οικοδομή και τα 2/3 τωv δημoσίωv στηv υπoδoμή. Ο τουρισμός αναδείχθηκε στη «μεγάλη βιομηχανία» της χώρας και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσπάθησε να επιβιώσει προσφέροντας υπηρεσίες κατά τη «τουριστική σαιζόν», αφήνοντας κατά μέρος τις άλλες δραστηριότητες και τη γεωργία. Και αυτή η κατεύθυνση -που υλοποιούταν από ένα πολιτικό προσωπικό κάθε άλλο παρά αξιόλογο-κατέρρευσε στα πλαίσια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λόγω της άρσης της «εμπιστοσύνης των πιστωτών», η δομική κατά βάση ελληνική κρίση μετατράπηκε σε κρίση των δημοσιονομικών χρεών. Αυτή έφερε και τις πολιτικές της τρόικας και των «μνημονίων». Και η σημερινή, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις των κομμάτων των «μνημονίων», θα είναι υποχρεωμένες –με τη «βοήθεια» της τρόικα-να εφαρμόσουν τέτοιες πολιτικές, ώστε να επιστραφούν τα χρέη στους διεθνείς και ντόπιους πιστωτές. Εξάλλου η ευρωπαϊκή ελίτ δε μπορεί πια να διατηρεί πολυπληθείς μεσαίες τάξεις και θέλει να τις συρρικνώσει, ξεκινώντας από την Ελλάδα και τη Ν. Ευρώπη. Με τα προγράμματα «σωτηρίας» επιδιώκει τη «φτωχοποίησή» τους. Τελικά όχι μόνο των μεσαίων τάξεων.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, που υπήρξε ιδιαίτερα επιρρεπής στο «να καταναλώνει περισσότερο από ό,τι παράγει», το «πρόγραμμα αναπροσαρμογής» οδηγεί στη «φτωχοποίηση» ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και του περιβάλλοντος της χώρας. Η ζωή θα γίνει για τους περισσότερους Έλληνες –εκτός της τοπικής ελίτ-σε μεγάλο βαθμό αβίωτη. Είναι γενικά φανερό ότι η πολυπληθής ελληνική μεσαία τάξη περνά σε αυτούς που αποκαλούμε «από κάτω». Παρόλο το αίσθημα ενοχής, που κυριαρχεί σήμερα στα περισσότερα στρώματα λόγω και της προπαγάνδας του «όλοι μαζί τα φάγαμε», κάποια στιγμή, ιδίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των ανειδίκευτων εργαζομένων και των ανέργων δε θα μπορούν να αποδεχθούν άλλο την εξαθλίωσή τους. Μαζί με κάποια μέχρι τώρα βολεμένα, αλλά «νεόπτωχα» πλέον στρώματα, θα πάψουν να συναινούν στην υπάρχουσα Ε.Ε. Δε θα μπορούν να δεχθούν για τη χώρα τον ρόλο που θα της έχει αναθέσει ο παγκόσμιος καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας. Σαν χώρα δηλαδή που θα έχει χάσει την αυτάρκεια, θα έχει καταστρέψει το περιβάλλον της και θα έχει γίνει περιοχή φθηνών υπηρεσιών και τουρισμού. Σαν χώρας εξαρτημένης πλήρως από τις εισαγωγές για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του πληθυσμού με δημιουργία ελλειμμάτων στους φυσικούς πόρους και την οικονομία της, ώστε να συνεχίζεται η δανειοδότηση για την κάλυψη αυτών των ελλειμμάτων και την πληρωμή των δανείων από τα σημερινά και αυριανά «υποζύγια». Για να συνεχίζεται η εξάρτησή της από τους “πιστωτές”, για να συνεχίζεται το «πάρτυ» της ντόπιας και διεθνούς ελίτ.
Αλλά ταυτόχρονα θα καταλάβουν ότι δε μπορούν, καλύτερα δε μπορούμε η πλειοψηφία των Ελλήνων, να γυρίσουμε προς τα πίσω, στο προηγούμενο της κρίσης μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στον υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής και στο μεγεθυμένο οικολογικό αποτύπωμα. Θα χρειασθεί, μέσα από την όξυνση της κρίσης, να αντιληφθούμε ότι είναι ψευδαίσθηση η επιθυμία μας να «ανελιχθούμε» κοινωνικά και να επιδιώξουμε την «ευημερία» μας μέσω της αύξησης του κομματιού της πίτας που μας αναλογεί. Θα χρειασθεί να αντιληφθούμε καθαρά ότι η ευζωία μας δε μπορεί να ταυτισθεί με την ατομική κατανάλωση. Μπορεί να επιτευχθεί αν επιδιώξουμε την ευζωία μέσω της ανάδειξης άλλων σημαντικών αξιών και προτεραιοτήτων: της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της κοινότητας, της φιλίας, της ελευθερίας, του αυτοκαθορισμού, της κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της στήριξης στην αφθονία των κοινωνικών-συλλογικών αγαθών μας και στους δίκαια κατανεμημένους περιορισμένους φυσικούς πόρους μας. Να αντιληφθούμε ότι δε μπορεί να συναινούμε πλέον στον μέχρι τώρα τρόπο ανάπτυξης και διακυβέρνησης – με τις ψήφους μας σχηματίζονταν οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν εδώ.
Πραγματικά, η απομυθοποίηση του καπιταλισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μπορεί να μας πείσει πιο εύκολα πια, ότι η εκχώρηση της αντιπροσώπευσης και η διαμεσολάβηση από τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος διακυβέρνησης. Ότι θα πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι τη διαμόρφωση των συνθηκών της ζωής μας, προχωρώντας σε δομές αυτοοργάνωσης και αυτοκυβέρνησης. Πριν από όλα να μην αισθανόμαστε φτωχοί επειδή πιθανά δεν έχουμε χρήματα, ούτε άχρηστοι επειδή δεν έχουμε κάποια μισθωτή θέση εργασίας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις ή στο κράτος. Να μη αισθανόμαστε αδύναμοι, επειδή το κόμμα που ψηφίζαμε δεν μας εκπροσωπεί τελικά και έτσι να αποσυρόμαστε από τα “κοινά”. Αν σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν καταναλωτές πολιτικών και αποφασίσουμε να συμμετάσχουμε στις διεργασίες διαμόρφωσης της πολιτικής, στις προσπάθειες δημιουργίας συλλογικών μορφών εργασίας και παραγωγής για την ικανοποίηση βιοτικών κατ αρχήν αναγκών, θα αντιληφθούμε, ότι ο καλύτερος διαμεσολαβητής είμαστε οι ίδιοι για τον εαυτό μας.
Για μας ήρθε ο καιρός να σταματήσουμε να είμαστε αντικείμενα διαχείρισης της πολιτικής, καταναλωτές των πολιτικών των κομμάτων και να περιμένουμε, άπρακτοι πιθανά, την έλευση "κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας" της αριστεράς, για να μας λύσει όλα τα προβλήματα. Ας "ξεβολευτούμε"-ακόμα και αυτοί που βολεύονται ακόμα- και ας γίνουμε οι ίδιοι υποκείμενα της πολιτικής! Να διαμορφώσουμε ένα νέο είδος πολιτικής, που θα στηρίζεται στην αυτοεκπροσώπηση και όχι πλέον στη διαμεσολάβηση:
Ας μη ξοδευόμαστε πια μόνο σε ειρηνικές ή μη ειρηνικές πορείες, συλλαλητήρια και "μητροπολιτική βία", που "αυτοί" είτε μπορούν και αγνοούν, είτε τις αντιμετωπίζουν με όλο και μεγαλύτερη κρατική βία, προκαλώντας τη διαιώνηση του κύκλου της βίας.
Ας αρχίσουμε να οργανωνόμαστε σε κοινότητες, δίκτυα συνεργασίας και αλληλεγγύης, ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμούς και συνεργατικές ομάδες, να μετετρέπουμε τις επιχειρήσεις που κλείνουν, σε επιχειρήσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με αυτοδιαχείριση από τους εργαζόμενους σε αυτές και παραγωγή που να ικανοποιεί τις κοινωνικές βιοτικές ανάγκες. Να δημιουργήσουμε νέες μονάδες παραγωγής κοινωνικής βάσης. Να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας με αυτοπαραγωγή και αχρήματες ανταλλαγές, δημιουργώντας "τοπικά νομίσματα" και εναλλακτικούς θεσμούς χρηματοδότησης, κ.λπ, κ.λπ.!
Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης
Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε έναν ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του «εγώ» και όχι του «εμείς». Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής. Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής και της αλλοτρίωσης είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε.
Ο ετερόνομος άνθρωπος της καταναλωτικής κοινωνίας που, ως καταναλωτής και όχι ως πολίτης, υπακούει και εκτελεί νόμους, εντολές και αφηγήσεις άλλων, χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος στη λήψη των αποφάσεων, είναι απαραίτητο να αντικατασταθεί από τον αυτόνομο τύπο ανθρώπου, εκείνου που αυτοθεσμίζεται, που διαμορφώνει δηλαδή ο ίδιος τους θεσμούς και τους αναιρεί, αν χρειαστεί.
Η δημιουργία του νέου αυτού ανθρωπολογικού τύπου αποκτά στις μέρες μας τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δεν θα κατέβει από τον ουρανό, θα είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το αποτέλεσμα των νέων αμεσοδημοκρατικών δομών- δικτύων και εγχειρημάτων- της αντίστασης, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας, της αυτοδιαχείρισης, της ανταλλαγής , της κοινής χρήσης και του μοιράσματος, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που στηρίζεται στα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά κ.λπ., που δημιουργούνται σήμερα και λόγω της κρίσης. Η συμμετοχή σε αυτές τις νέες μορφές ύπαρξης της καθημερινότητας θα του δημιουργήσουν πάλι την αίσθηση του «συνανήκειν» και του «συναποφασίζειν» και είναι ίσως ο μόνος τρόπος προαγωγής της αίσθησης της κοινότητας, με βάση την οποία θα είναι δυνατή η μετάβαση προς μια αυτόνομη, δημοκρατική και οικολογική κοινωνία της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης.
Κολέμπας Γιώργος
Μπίλλας Γιάννης
http://vassaras.gr/
Η κατάσταση μπορεί να σκιαγραφηθεί απλά ως εξής: οι υπάρχουσες οικονομικές αξίες(πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ.) εκφρασμένες σε χρήμα π.χ. σε δολάρια που είναι σήμερα το παγκόσμιο νόμισμα, θα ήταν περίπου 60-70 τρις. Οι διάφορες μορφές χρήματος, που κυκλοφορούν από τους κατέχοντες, φθάνουν στα 700 τουλάχιστον τρις δολάρια. Η σχέση πραγματικών αξιών προς χρηματικές αξίες είναι 1: 10 (πολλές εκτιμήσεις την ανεβάζουν στο 1: 15 ή 1:17). Υπάρχει δηλαδή μια χρηματοπιστωτική φούσκα διογκωμένη τουλάχιστον κατά 10 φορές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί υπέρμετρα οι σημερινές χρηματικές περιουσίες της ελίτ, που αποτελεί το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η ελίτ διακινώντας και δανείζοντας αυτόν τον τεράστιο χρηματικό όγκο μπορεί και ελέγχει την «ευημερία» του υπόλοιπου 99%.Αυτό είναι δυνατόν, γιατί έχει καταφέρει να εξαρτήσει από αυτό το χρήμα την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η οικονομική κρίση, έχει γίνει καθαρό σε όλους, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος. Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια (βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων. Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση ιδίως των καταναλωτικών χρεών. Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην κουλτούρα του «δανείσου και ξόδευε» τα πιο ευάλωτα ήταν τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος, ιδίως της μεσαίας τάξης. Η «αριστοκρατία» των μεσοστρωμάτων και των μισθωτών εργαζομένων είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους σημαντικό μέρος της πίτας και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μη βρεθούν στη θέση των «από κάτω». Η ελίτ κατόρθωνε μέχρι τώρα να έχει την συναίνεση αυτών των στρωμάτων, υποσχόμενη ότι μπορεί να τους αυξάνει το μερίδιο της πίτας με το να την βοηθούν να μεγαλώνει τη συνολική πίτα μέσω της «ανάπτυξης και της προόδου». Κατορθώνοντας δηλαδή να περάσει στη συνείδηση των «από κάτω» της πυραμίδας, σαν υπέρτατη αξία-σχεδόν σα νέα θρησκεία- την «άνετη» ζωή μέσα από την συνεχή αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτό λειτουργούσε, όσο οι λαοί πίστευαν ακόμα σε μια «εικόνα» ενός απέραντου και απεριορίστων δυνατοτήτων πλανήτη, και όσο οι οικονομολόγοι μπορούσαν να υποστηρίζουν ότι η καμπύλη της οικονομίας είναι εκθετικά αυξητική. Όμως και η αυξημένη κατανάλωση υλικών αγαθών και η αυξημένη παραγωγή τους απαιτούν αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία(αναδυόμενες χώρες) κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης (τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους.
Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη. Αλλά και του περιβάλλοντός του, γιατί επίσης έχουν αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας. Δεν είναι βασικά η «ανευθυνότητα» ή η «απληστία» των αγορών -αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο- η αιτία της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της κρίσης των δημοσιονομικών χρεών. Η βασικότερη αιτία είναι η ίδια η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης ιδεολογίας της. Αυτή η ιδεολογία, προς το παρόν οδηγεί σε οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή ολόκληρες χώρες και περιοχές, και στο μέλλον σε κατάρρευση ολόκληρο τον πλανήτη: οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιδιωκόμενης ανάπτυξης μας οδηγεί εκτός της δημιουργίας οικονομικών χρεών και στη δημιουργία οικολογικών χρεών.
Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές. Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές δεν θα είναι μόνο οικονομικά προς τους πιστωτές μας. Θα είναι και οικολογικά προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, τα οποία ανήκουν σε όλους και δεν έχουν σύνορα. Και αυτά θα πρέπει να τα ξεπληρώσουν –οι νέες γενιές-αποκαταστώντας ότι έχουμε καταστρέψει οι παλιότερες. Αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον.
Με τη βοήθεια των καινούργιων μέσων επικοινωνίας και εικόνας όμως, όλος ο κόσμος μπορεί καθημερινά πια να αντιλαμβάνεται ότι ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος, δεν διαθέτει απεριόριστους πόρους, ούτε μπορεί να απορροφήσει τα όλο και περισσότερα απόβλητά μας. Είναι μια μικρή γαλάζια σφαίρα που ταξιδεύει μοναχικά στο απέραντο διάστημα και δεν υπάρχει κοντά μας άλλος τέτοιος πλανήτης, όπου θα μπορούσαν να μετακομίσουν ένα μέρος του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού(μέχρι το 2030 θα χρειαζόμασταν έναν δεύτερο τέτοιο πλανήτη, αν συνεχίζαμε να έχουμε το κυρίαρχο σημερινό μοντέλο υπερκατανάλωσης). Ο καπιταλισμός λοιπόν αντιμετωπίζοντας αυτή την πραγματικότητα, από τη μία εξασφαλίζει για την ελίτ όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της υπάρχουσας πεπερασμένης πίτας καταναλώνοντας τους εναπομείναντες πόρους και από την άλλη-για να συνεχίζει να καλλιεργεί τη ψευδαίσθηση της αύξησης της πίτας-την «φουσκώνει», αφού δε μπορεί να την μεγαλώνει. Αλλά όσο μεγαλώνουν οι φούσκες τόσο πιο εύκολα «σπάνε» και έτσι δε μπορεί πια να εξασφαλίζει εύκολα τη συναίνεση των μεσαίων τάξεων. Αυτή η συναίνεση εξέλεγε μέχρι τώρα τις κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας παντού. Με την άρση της έχουμε και αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης, ιδίως στα κράτη της Ν. Ευρώπης.
Όσον αφορά στην Ελλάδα
Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος στον παγκόσμιο καπιταλισμό, λόγω της μανίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, για ανάπτυξη που δεν στηριζόταν στον πρωτογενή- δευτερογενή τομέα (γεωργία, μεταποίηση, καινοτομία κ.λπ.), αλλά στον τριτογενή (κατανάλωση, εμπόριο, τουριστικές υπηρεσίες κ.λπ.) και στις κάθε είδους οικοδόμηση και κατασκευές. Ο «εκσυγχρονισμός» που υποτίθεται έγινε -χωρίς να υπολογίζεται το οικονομικό και το περιβαλλοντικό κόστος του-στηρίχθηκε σε δάνεια κύρια από το εξωτερικό. Σε αυτό βοήθησε και η είσοδος στην Ευρωζώνη, γιατί αύξησε τη δανειοληπτική πίστη λόγω του κοινού νομίσματος. Όλοι άρχισαν να δανείζονται εύκολα. Η κυβέρνηση και οι τράπεζες από τις «χρηματοπιστωτικές αγορές», οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τις τράπεζες. Το Ευρώ και τα δάνεια βοήθησαν ιδιαίτερα στο να ικανοποιείται η μανία της ελληνικής ελίτ για έργα φαραωνικά ( π.χ. των ολυμπιακών του 2004 ), για γέφυρες λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια και στάδια, αλλά και για τη δημιουργία ενός υπερμεγέθους πελατειακού κράτους στην υπηρεσία της. Σε όλη τη μεταπoλεμική περίoδo μόvo τo 15% τωv συvoλικώv επεvδύσεωv παγίoυ κεφαλαίoυ στρεφόταv στη μεταπoίηση, εvω τo 42% τωv ιδιωτικώv επεvδύσεωv στρέφοταν στην οικοδομή και τα 2/3 τωv δημoσίωv στηv υπoδoμή. Ο τουρισμός αναδείχθηκε στη «μεγάλη βιομηχανία» της χώρας και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσπάθησε να επιβιώσει προσφέροντας υπηρεσίες κατά τη «τουριστική σαιζόν», αφήνοντας κατά μέρος τις άλλες δραστηριότητες και τη γεωργία. Και αυτή η κατεύθυνση -που υλοποιούταν από ένα πολιτικό προσωπικό κάθε άλλο παρά αξιόλογο-κατέρρευσε στα πλαίσια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λόγω της άρσης της «εμπιστοσύνης των πιστωτών», η δομική κατά βάση ελληνική κρίση μετατράπηκε σε κρίση των δημοσιονομικών χρεών. Αυτή έφερε και τις πολιτικές της τρόικας και των «μνημονίων». Και η σημερινή, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις των κομμάτων των «μνημονίων», θα είναι υποχρεωμένες –με τη «βοήθεια» της τρόικα-να εφαρμόσουν τέτοιες πολιτικές, ώστε να επιστραφούν τα χρέη στους διεθνείς και ντόπιους πιστωτές. Εξάλλου η ευρωπαϊκή ελίτ δε μπορεί πια να διατηρεί πολυπληθείς μεσαίες τάξεις και θέλει να τις συρρικνώσει, ξεκινώντας από την Ελλάδα και τη Ν. Ευρώπη. Με τα προγράμματα «σωτηρίας» επιδιώκει τη «φτωχοποίησή» τους. Τελικά όχι μόνο των μεσαίων τάξεων.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, που υπήρξε ιδιαίτερα επιρρεπής στο «να καταναλώνει περισσότερο από ό,τι παράγει», το «πρόγραμμα αναπροσαρμογής» οδηγεί στη «φτωχοποίηση» ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και του περιβάλλοντος της χώρας. Η ζωή θα γίνει για τους περισσότερους Έλληνες –εκτός της τοπικής ελίτ-σε μεγάλο βαθμό αβίωτη. Είναι γενικά φανερό ότι η πολυπληθής ελληνική μεσαία τάξη περνά σε αυτούς που αποκαλούμε «από κάτω». Παρόλο το αίσθημα ενοχής, που κυριαρχεί σήμερα στα περισσότερα στρώματα λόγω και της προπαγάνδας του «όλοι μαζί τα φάγαμε», κάποια στιγμή, ιδίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των ανειδίκευτων εργαζομένων και των ανέργων δε θα μπορούν να αποδεχθούν άλλο την εξαθλίωσή τους. Μαζί με κάποια μέχρι τώρα βολεμένα, αλλά «νεόπτωχα» πλέον στρώματα, θα πάψουν να συναινούν στην υπάρχουσα Ε.Ε. Δε θα μπορούν να δεχθούν για τη χώρα τον ρόλο που θα της έχει αναθέσει ο παγκόσμιος καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας. Σαν χώρα δηλαδή που θα έχει χάσει την αυτάρκεια, θα έχει καταστρέψει το περιβάλλον της και θα έχει γίνει περιοχή φθηνών υπηρεσιών και τουρισμού. Σαν χώρας εξαρτημένης πλήρως από τις εισαγωγές για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του πληθυσμού με δημιουργία ελλειμμάτων στους φυσικούς πόρους και την οικονομία της, ώστε να συνεχίζεται η δανειοδότηση για την κάλυψη αυτών των ελλειμμάτων και την πληρωμή των δανείων από τα σημερινά και αυριανά «υποζύγια». Για να συνεχίζεται η εξάρτησή της από τους “πιστωτές”, για να συνεχίζεται το «πάρτυ» της ντόπιας και διεθνούς ελίτ.
Αλλά ταυτόχρονα θα καταλάβουν ότι δε μπορούν, καλύτερα δε μπορούμε η πλειοψηφία των Ελλήνων, να γυρίσουμε προς τα πίσω, στο προηγούμενο της κρίσης μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στον υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής και στο μεγεθυμένο οικολογικό αποτύπωμα. Θα χρειασθεί, μέσα από την όξυνση της κρίσης, να αντιληφθούμε ότι είναι ψευδαίσθηση η επιθυμία μας να «ανελιχθούμε» κοινωνικά και να επιδιώξουμε την «ευημερία» μας μέσω της αύξησης του κομματιού της πίτας που μας αναλογεί. Θα χρειασθεί να αντιληφθούμε καθαρά ότι η ευζωία μας δε μπορεί να ταυτισθεί με την ατομική κατανάλωση. Μπορεί να επιτευχθεί αν επιδιώξουμε την ευζωία μέσω της ανάδειξης άλλων σημαντικών αξιών και προτεραιοτήτων: της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της κοινότητας, της φιλίας, της ελευθερίας, του αυτοκαθορισμού, της κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της στήριξης στην αφθονία των κοινωνικών-συλλογικών αγαθών μας και στους δίκαια κατανεμημένους περιορισμένους φυσικούς πόρους μας. Να αντιληφθούμε ότι δε μπορεί να συναινούμε πλέον στον μέχρι τώρα τρόπο ανάπτυξης και διακυβέρνησης – με τις ψήφους μας σχηματίζονταν οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν εδώ.
Πραγματικά, η απομυθοποίηση του καπιταλισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μπορεί να μας πείσει πιο εύκολα πια, ότι η εκχώρηση της αντιπροσώπευσης και η διαμεσολάβηση από τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος διακυβέρνησης. Ότι θα πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι τη διαμόρφωση των συνθηκών της ζωής μας, προχωρώντας σε δομές αυτοοργάνωσης και αυτοκυβέρνησης. Πριν από όλα να μην αισθανόμαστε φτωχοί επειδή πιθανά δεν έχουμε χρήματα, ούτε άχρηστοι επειδή δεν έχουμε κάποια μισθωτή θέση εργασίας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις ή στο κράτος. Να μη αισθανόμαστε αδύναμοι, επειδή το κόμμα που ψηφίζαμε δεν μας εκπροσωπεί τελικά και έτσι να αποσυρόμαστε από τα “κοινά”. Αν σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν καταναλωτές πολιτικών και αποφασίσουμε να συμμετάσχουμε στις διεργασίες διαμόρφωσης της πολιτικής, στις προσπάθειες δημιουργίας συλλογικών μορφών εργασίας και παραγωγής για την ικανοποίηση βιοτικών κατ αρχήν αναγκών, θα αντιληφθούμε, ότι ο καλύτερος διαμεσολαβητής είμαστε οι ίδιοι για τον εαυτό μας.
Για μας ήρθε ο καιρός να σταματήσουμε να είμαστε αντικείμενα διαχείρισης της πολιτικής, καταναλωτές των πολιτικών των κομμάτων και να περιμένουμε, άπρακτοι πιθανά, την έλευση "κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας" της αριστεράς, για να μας λύσει όλα τα προβλήματα. Ας "ξεβολευτούμε"-ακόμα και αυτοί που βολεύονται ακόμα- και ας γίνουμε οι ίδιοι υποκείμενα της πολιτικής! Να διαμορφώσουμε ένα νέο είδος πολιτικής, που θα στηρίζεται στην αυτοεκπροσώπηση και όχι πλέον στη διαμεσολάβηση:
Ας μη ξοδευόμαστε πια μόνο σε ειρηνικές ή μη ειρηνικές πορείες, συλλαλητήρια και "μητροπολιτική βία", που "αυτοί" είτε μπορούν και αγνοούν, είτε τις αντιμετωπίζουν με όλο και μεγαλύτερη κρατική βία, προκαλώντας τη διαιώνηση του κύκλου της βίας.
Ας αρχίσουμε να οργανωνόμαστε σε κοινότητες, δίκτυα συνεργασίας και αλληλεγγύης, ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμούς και συνεργατικές ομάδες, να μετετρέπουμε τις επιχειρήσεις που κλείνουν, σε επιχειρήσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με αυτοδιαχείριση από τους εργαζόμενους σε αυτές και παραγωγή που να ικανοποιεί τις κοινωνικές βιοτικές ανάγκες. Να δημιουργήσουμε νέες μονάδες παραγωγής κοινωνικής βάσης. Να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας με αυτοπαραγωγή και αχρήματες ανταλλαγές, δημιουργώντας "τοπικά νομίσματα" και εναλλακτικούς θεσμούς χρηματοδότησης, κ.λπ, κ.λπ.!
Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης
Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε έναν ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του «εγώ» και όχι του «εμείς». Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής. Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής και της αλλοτρίωσης είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε.
Ο ετερόνομος άνθρωπος της καταναλωτικής κοινωνίας που, ως καταναλωτής και όχι ως πολίτης, υπακούει και εκτελεί νόμους, εντολές και αφηγήσεις άλλων, χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος στη λήψη των αποφάσεων, είναι απαραίτητο να αντικατασταθεί από τον αυτόνομο τύπο ανθρώπου, εκείνου που αυτοθεσμίζεται, που διαμορφώνει δηλαδή ο ίδιος τους θεσμούς και τους αναιρεί, αν χρειαστεί.
Η δημιουργία του νέου αυτού ανθρωπολογικού τύπου αποκτά στις μέρες μας τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δεν θα κατέβει από τον ουρανό, θα είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το αποτέλεσμα των νέων αμεσοδημοκρατικών δομών- δικτύων και εγχειρημάτων- της αντίστασης, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας, της αυτοδιαχείρισης, της ανταλλαγής , της κοινής χρήσης και του μοιράσματος, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που στηρίζεται στα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά κ.λπ., που δημιουργούνται σήμερα και λόγω της κρίσης. Η συμμετοχή σε αυτές τις νέες μορφές ύπαρξης της καθημερινότητας θα του δημιουργήσουν πάλι την αίσθηση του «συνανήκειν» και του «συναποφασίζειν» και είναι ίσως ο μόνος τρόπος προαγωγής της αίσθησης της κοινότητας, με βάση την οποία θα είναι δυνατή η μετάβαση προς μια αυτόνομη, δημοκρατική και οικολογική κοινωνία της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης.
Κολέμπας Γιώργος
Μπίλλας Γιάννης
http://vassaras.gr/