δ) Τα «κοινά»( αγλ. Commons, γερμ. Allmende) στη περίπτωση των γερμανικών κοινοτήτων κοινοκτημοσύνης(Markgenossenschaften) και των ρωσικών αγροτικών κοινοβίων(Μιρ)
Κατ’ αρχήν ο όρος «κοινά»-από την αρχή ήδη του μεσαίωνα στην Ευρώπη- είχε συνδεθεί με την καλλιεργούμενη γη, τα λιβάδια, τα δασικά βοσκοτόπια, την εκμετάλλευση των δασών, λιμνών, ποταμών, πηγών, δρόμων, λατομείων κ.λπ. από τους γύρω οικισμούς σε κάθε περιοχή. Νομικά ο όρος έκφραζε την κοινοκτημοσύνη και τη κοινή χρήση αυτών των φυσικών αγαθών που πρόσφερε η τοπική φύση στις εγκαταστημένες τοπικά ανθρώπινες κοινότητες. Οι κοινόκτητες αυτές εκτάσεις συνυπήρχαν με τα ατομικής ιδιοκτησίας κτήματα των γαιοκτημόνων στις ίδιες περιοχές.
Το παραδοσιακό κοινοκτητικό αυτό σύστημα διατηρείται ακόμη σε μερικές περιοχές των Άλπεων(κοινά καλοκαιρινά βοσκοτόπια), στην Ελβετία, στον νότιο Μέλανα Δρυμό (Hotzenwald), τη Νότιο Βαυαρία, στο σουηδικό νησί Γκότλαντ, και φυσικά ιδιαίτερα διαδεδομένο είναι στις αγροτικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών[1].
Σε υπέρβαση του γεωργικού τομέα, ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες και για τα παραδοσιακά κοινά αγαθά (όπως για το δικαίωμα χρήσης των παραλιών της θάλασσας και των λιμνών από τους λουόμενους, για το δικαίωμα ψαρέματος ή χρήσης των θαλασσίων δρόμων, για τον καθαρό αέρα που χρειαζόμαστε όλοι, για το δικαίωμα όλων για πόσιμο νερό κ.λπ.) και για τα νεοανακαλυφθέντα των ραδιοσυχνοτήτων ή τηλεσυχνοτήτων, καθώς και στην επιστήμη της πληροφορικής για τη κοινή γνώση(για όλα αυτά συχνά χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος Commons).
Στη βάση των αξιών χρήσης που είχαν κάθε φορά αυτά τα «κοινά» αγαθά, συγκροτούνταν και αντίστοιχες ανθρώπινες συλλογικότητες, για τη συλλογικά καλύτερη χρήση τους.
i) Οι Markgenossenschaften
Ήταν οικονομικές κοινότητες –κύρια στον γερμανικό χώρο, αλλά όχι μόνο-σε σχέση με τα κοινής ιδιοκτησίας και χρήσης αγαθά (Allmende), στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, που χωρίς να είναι και πολιτικές κοινότητες, εντούτοις είχαν και μια τέτοια λειτουργία. Μπορεί αυτή την κοινότητα ανθρώπων να την αποτελούσαν όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, αλλά μπορούσε να περιλαμβάνει και περισσότερα χωριά ή και να αποτελούνταν από πολλά μεμονωμένα αγροκτήματα. Επίσης μπορεί να αφορούσε όλους τους κατοίκους μιας κοιλάδας π.χ. ή μιας απομονωμένης από φυσικά όρια περιοχής. Συνήθως όμως ταυτιζόταν με την κοινότητα των κατοίκων ενός χωριού[2].
Όπως γράφει και ο Έγκελς στο κείμενό του για τη Mark[3], αυτή προήλθε από τη σύνθεση της παράδοσης των γερμανικών φύλλων για κοινή χρήση και καλλιέργεια της γης από τις συγγενικές ομάδες που εγκαθίσταντο σε ένα οικισμό ή περιοχή[4] και από την κληρονομική ατομική ιδιοκτησία γης και γνώσης του ρωμαϊκού δικαίου που επικρατούσε στις κατακτημένες περιοχές της πρώην ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Κροπότκιν περιγράφει ως εξής τη λειτουργία αυτών των κοινοτήτων: η κοινωνία του χωριού αποτελούνταν από οικογένειες, η γη ήταν ιδιοκτησία όλων των οικογενειών που κατοικούσαν εκεί, θεωρούνταν κοινή κληρονομιά και αρχικά καλλιεργούνταν από κοινού. Σε πολλές κοινότητες συνεχίσθηκε η κοινοκτημοσύνη και η κοινή χρήση, σε άλλες η γη μοιράζονταν για χρήση-όχι όμως κτήση, γιατί μετά τη σοδιά επανερχόταν στη διάθεση της κοινότητας- ανάλογα με το μέγεθος και τις δυνατότητες των οικογενειών. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις φρόντιζαν από κοινού για το ξεχέρσωμα νέων εκτάσεων, για τη διατήρηση των πηγών και τη κατασκευή καναλιών, δρόμων, γεφυρών, μικρών φρουρίων ή κάστρων κ.λπ. Για κάθε ζήτημα που προέκυπτε αποφάσιζε η συνέλευση(συνήθως των αρχηγών των οικογενειών, ανδρών ή γυναικών). Οι αντιθέσεις των κατοίκων μελών της κοινότητας επιλύονταν στο δικαστήριο της κοινότητας, όπου επικρατούσε η άποψή της με βάση το εθιμοτυπικό της δίκαιο. Στη συνέχεια βέβαια ενσωματώθηκε σε αυτό και το ρωμαϊκό δίκαιο, που προϋπήρχε της καθόδου των «βαρβάρων»[5].
Όπου εγκαθίσταντο λοιπόν γερμανικά φύλλα που δεν είχαν βασιλιάδες δεν είχαν δημιουργηθεί φέουδα στην αρχή και επικρατούσε το εθιμοτυπικό δίκαιο της «αρχαίας Μαρκ», δηλαδή η κοινοκτημοσύνη. Όπου υπήρχαν αρχηγοί, και λόγω των συνεχών επιθέσεων και πολέμων αυτής της περιόδου, αλλά και λόγω του ότι στις κατακτημένες περιοχές υπήρχε ατομική ιδιοκτησία και ρωμαϊκό δίκαιο, έγινε αποδεκτό να επωφελούνται περισσότερο οι αρχηγοί και οι δυνατοί στον πόλεμο και να οικειοποιούνται μεγάλα κομμάτια γης. Αυτοί μαζί με τους επισκόπους της χριστιανικής εκκλησίας-αυτά τα φύλλα εκχριστιανίζονταν όταν βαφτίζονταν οι αρχηγοί τους-αποτέλεσαν και τους φεουδάρχες του πρώϊμου μεσαίωνα.
Κύρια γύρω από τον Ρήνο και βόρεια του Δούναβη, όσοι δεν συμμετείχαν στους πολέμους σα στρατιώτες, αλλά εγκαταστάθηκαν μόνιμα κάπου, ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια και εκτροφή για επιβίωση των οικογενειών τους οργανωμένοι σε κοινότητες Markgenossenschaften. Μέλη αυτών των κοινοτήτων ήταν στην αρχή όλοι εκείνοι οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί ταυτόχρονα στη συγκεκριμένη περιοχή και οι απόγονοί τους. Νέο μέλος γίνονταν κάποιος αν ήταν αποδεκτός από όλα τα παλιά μέλη. Όλα τα δικαιώματα ανήκαν συλλογικά στην κοινότητα και μόνο η χρήση μπορούσε να παραχωρηθεί σε συγκεκριμένα μέλη με κλήρωση.
Αργότερα το δικαίωμα χρήσης των παραγωγικών πηγών μιας περιοχής μεταβλήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα ήταν να μη ταυτίζεται πλέον η Markgenossenschaft με την κοινότητα των ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν πρώτοι στην περιοχή, αλλά με μια ένωση(σήμερα θα το λέγαμε συνεταιρισμό) των δικαιούχων προσώπων, που μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα και μέλη άλλων τέτοιων Markgenossenschaften. Ακόμα και ολόκληρα χωριά ή άλλα νομικά πια πρόσωπα μπορούσαν να είναι μέλη. Για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων μιας τέτοιας ένωσης υπήρχε ειδικό δικαστήριο(Markgericht), το οποίο ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστικό όργανο, έβαζε ποινές και εξέδιδε γνωμικά(Weistümer) του εθιμοτυπικού αγροτικού δικαίου[6].
Στον πρόωρο μεσαίωνα πολλές περιοχές που πριν ανήκαν σε κοινότητες με διάφορους τρόπους επιβολής περάσανε στα χέρια των φεουδαρχών, των παπικών και των μοναστηριών. Κατά την ύστερη φεουδαρχική περίοδο μπορούσε να δημιουργηθεί μια Markgenossenschaft, όταν δεν μοιραζόταν η γη ενός φέουδου ατομικά σε ελεύθερους αγρότες, αλλά γινόταν παραχώρηση της χρήσης της συλλογικά στους αγρότες ενός οικισμού ή μιας χωρικής κοινότητας. Τότε συνήθως υπήρχε και γραπτό «καταστατικό» και «εσωτερικός κανονισμός» με βάση τα οποία λειτουργούσε. Υπήρχε επίσης εκλεγμένος πρόεδρος του δικαστηρίου που ήταν και εκπρόσωπος των συμφερόντων της «προς τα έξω»( Vogt). Όσες τέτοιες κοινότητες εξαρτιόταν ακόμα από τον φεουδάρχη είχαν διορισμένο από αυτόν Vogt.
Αργότερα μια Markgenossenschaft όριζε επίσης και διαχειριστή(Markmeister) του κοινού της ταμείου που είχε και βοηθούς. Σε μερικές μάλιστα, όπου δεν υπήρχε κοινή καλλιέργεια αλλά μοιραζόταν η χρήση της γης στα μέλη τους περιοδικά, τις μέρες που συνεδρίαζε το δικαστήριο γινόταν και η μοιρασιά για το επόμενο χρονικό διάστημα με κλήρωση[7]. Αλλά με την συνεχή τους εξέλιξη, σε πολλές από αυτές η κλήρωση γινόταν όχι κάθε χρόνο πια, αλλά κάθε δύο, τέσσερα, οκτώ, δώδεκα χρόνια. Έως ότου σταμάτησε εντελώς η κλήρωση σε κάποιες από αυτές και οι οικογένειες δημιούργησαν τα μόνιμά τους αγροκτήματα, αποτελώντας τον ελεύθερο αγρότη, πλάι στον κολίγα των φέουδων.
Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια του μέσου και ύστερου μεσαίωνα υπήρχε διαρκής αγώνας των αγροτών μελών τέτοιων κοινοτήτων να μην πέσουν στα χέρια των φεουδαρχών-ευγενών και γίνουν κολίγοι και αντίστροφα των κολίγων αγροτών να γίνουν ελεύθεροι αγρότες των κοινοτήτων. Η ίδια η επανάσταση των αγροτών στη Γερμανία(1524-25: δείτε το κείμενο για τον πόλεμο των αγροτών στη Γερμανία) είχε αντικείμενο μεταξύ των άλλων το δικαίωμα συλλογικής χρήσης της γης των φέουδων. Όμως ο αναδυόμενος καπιταλισμός είχε ανάγκη από εργατικά χέρια στις πόλεις και έπρεπε να μετατρέψει και τους ελεύθερους αγρότες και τους κολίγους σε εργάτες για τη βιομηχανία προσφέροντας μισθωτή εργασία.
Πριν το πέρασμα στον καπιταλισμό και τη δημιουργία των αστικών κρατών, κάποιες από τις κοινότητες ήταν ακόμα ρωμαλέες, είχαν δημιουργήσει δικούς τους θεσμούς και σχέσεις με τις ελεύθερες πόλεις και έναν πολιτισμό που στηριζόταν στην κοινοτίστικη αντίληψη. Υπήρξαν όμως αντικείμενο και αυτές-όπως και οι ελεύθερες μεσαιωνικές πόλεις των αδελφοτήτων και της μανιφακτούρας-της επίθεσης του αναδυόμενου κεντρικού κράτους[8], που ενσωματώνοντας τους κοινοτικούς τους θεσμούς και μετατρέποντάς τους σε κεντρικούς κρατικούς νίκησαν το κοινοτικό πνεύμα.
Η ύπαρξή τους για τόσους αιώνες αποδεικνύει ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις και η οργάνωση της κοινωνίας στη βάση των κεντρικών αστικών κρατών δεν ήταν αναπόφευκτη και μονόδρομος για την ανθρώπινη ιστορία. Μια κοινωνία στηριγμένη στο κοινοτικό πνεύμα θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί από τον μεσαίωνα, αντί της καπιταλιστικής που επικράτησε. Αρκεί να είχε επιτευχθεί η συμμαχία των φτωχών στρωμάτων των πόλεων και των αδελφοτήτων τους, με τους αγρότες των κοινοτήτων της κοινοκτημοσύνης, στη βάση της κοινής χρήσης των Commons και της δημοκρατικής λειτουργίας των συνελεύσεών τους.
Αυτό οδήγησε και τους μαρξιστές αργότερα(με πρώτον τον Έγκελς) να προτείνουν -για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού στη Γερμανία- την επανασύσταση της Μάρκ όσον αφορά στην ιδιοκτησία γης, αλλά με μηχανοποίηση βέβαια της καλλιέργειας και εκτροφής, ώστε να έχουν και οι κοινοτιστές αγρότες τα πλεονεκτήματα της μηχανοποιημένης ήδη καπιταλιστικής γεωργίας.
ii) Τα Μιρ
Με την εγκατάσταση των σλάβικων φυλών στην ανατολική κυρίως Ευρώπη( στη σημερινή Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία) το αρχαϊκό κοινοτικό τους πνεύμα δημιούργησε το αγροτικό κοινόβιο με διάφορες ονομασίες, ανάλογα με τη φυλή και χώρα εγκατάστασης. Αναφερόταν σαν «Ζάντρουγκα», «Ομπσκίνα», «πατριά» κ.λπ. Από τον 11ο όμως αιώνα και δώθε επικράτησε παντού ο ίδιος όρος, το Μιρ. Σήμαινε στην ουσία ειρηνική κοσμική κοινότητα ανθρώπων, που λειτουργούσε στη βάση της κοινοκτημοσύνης της γης, της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών και της δημοκρατικής συγκρότησης[9].
Ήταν ένας πλατειά κοινωνικά αποδεκτός-και οικονομικά αποτελεσματικός- θεσμός των φτωχών αγροτών στα πλαίσια της ρωσικής αυτοκρατορίας, σε αντιπαράθεση με την μεγάλη ιδιοκτησία της γης από την αριστοκρατία των κουλάκων, που είχε αναπτυχθεί ταυτόχρονα και λειτουργούσε απασχολώντας και εδώ δουλοπάροικους. Ο θεσμός των Μιρ μοιάζει σε πολλά με τον θεσμό των γερμανικών Markgenossenschaften, στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω:
Κοινοκτημοσύνη της γης με εκ περιτροπής χρήση της από τις οικογένειες(αναδασμός ανά 1-3 χρόνια), πολιτική λειτουργία με γενική συνέλευση των μελών(ανδρών- γυναικών), συμβούλιο των αρχηγών(και χηρών) των οικογενειών της κοινότητας και εκλεγμένο για 3 χρόνια συντονιστή, δεν υπήρχε μάλλον ιδιαίτερο δικαστήριο και για τις τυχόν διενέξεις αποφάσιζε η συνέλευση και το συμβούλιο με βάση το εθιμοτυπικό σύστημα αξιών της κοινότητας και τη λογική, αλληλεγγύη μεταξύ των μελών χωρίς εκμετάλλευση και πλουτισμό του ενός εις βάρος των άλλων, κάλυψη των μελών έναντι της κεντρικής εξουσίας και συλλογική καταβολή φόρων κ.λπ.
Ήταν δηλαδή τα Μιρ κύτταρα δημοκρατίας-άμεσης θα λέγαμε με τους σημερινούς όρους- στα πλαίσια αυταρχικών αυτοκρατορικών καθεστώτων για πολλούς αιώνες στην ανατολική Ευρώπη. Σε πολλές περιφέρειες αυτών των καθεστώτων αφορούσε μέχρι και το 60% του αγροτικού πληθυσμού. Όμως παρόλο που πλήρωναν τους φόρους στην κεντρική εξουσία για να μπορούν να λειτουργούν ανεμπόδιστα στα πλαίσιά της, πολλές φορές αυτή και οι τοπικοί άρχοντές της τα λεηλατούσαν και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό τους.
Αυτή η αντιμετώπιση σε συνδυασμό με τους πολέμους και τον ερχομό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη Ρωσία, που συνοδεύτηκε με την εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, οδήγησε σιγά- σιγά στην αποσύνθεση των κοινοβίων Μιρ στον σλαβικό χώρο. Η τελική του εξαφάνιση έγινε βέβαια με τη προσπάθεια βίαιης κολεκτιβοποίησης από το μπολσεβίκικο κόμμα, μετά την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Και αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε, παρόλο που ο Μαρξ και Έγκελς από την αρχή είχαν προτείνει στους ρώσους σοσιαλιστές-κομμουνιστές να στηριχθούν στη δική τους παράδοση του κοινοτισμού και στην κοινοκτημοσύνη των Μιρ, σαν «εφαλτήριο μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης», ώστε να φθάσουν γρηγορότερα και πιο σίγουρα στον σοσιαλισμό[10]. Αυτοί βέβαια- με πρώτον τον Λένιν- προτίμησαν να ταυτίσουν τον σοσιαλισμό με τα «βιομηχανικά φουγάρα» και να ξεπεράσουν τον καπιταλισμό στηριζόμενοι στη «δικτατορία του προλεταριάτου». Μη ενσωματώνοντας την πολυπληθή αγροτιά στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», το κομματικό τους κράτος ταυτίστηκε με τον ολοκληρωτισμό από τους αγρότες με τα γνωστά αποτελέσματα στο τέλος.
[1] http://de.wikipedia.org/wiki/Allmende
[2] Στο „αυτοκρατορικό δίκαιο» του 13ου-14ου αιώνα όμως ο κανόνας που ίσχυε ήταν ότι μια τέτοια κοινότητα περιείχε 6-12 χωριά
[3] Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σαν παράρτημα στο βιβλίο του: "Die Entwicklung des Sozialismus von der Utopie zur Wissenschaft", Hottingen-Zürich 1882.
[4] Περισσότερα συγγενικά χωριά-κοινότητες σχημάτιζαν μια «εκατοντάδα» (παλιά γερμανική huntari, Παλαιά Νορβηγικά heradh), αρκετές εκατοντάδες αποτελούσαν μια «επαρχία» (Gau), όλες οι επαρχίες αποτελούσαν τον ίδιο το λαό. Το έδαφος που δεν κατείχε κάποια τοπική κοινότητα παρέμεινε στη διάθεση της huntari , ότι δεν είχε εκχωρηθεί σε κάποια από αυτές, παρέμεινε στην κατοχή της επαρχίας, και όποιο έδαφος ήταν τότε ακόμη διαθέσιμο - συνήθως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του- παρέμεινε στην άμεση κατοχή όλου του λαού.
[5] Πιοτρ Κροπότκιν: Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος, κεφ. 3
[6] http://de.wikipedia.org/wiki/Markgenossenschaft
[7] Η γή συνήθως χωριζόταν σε τρεις κατάλληλες κατηγορίες: για θερινή παραγωγή, για χειμερινή και για βοσκοτόπια. Σε κάθε οικογένεια κληρωνόταν και από ένα κομμάτι και από τις τρεις κατηγορίες.
[8] Στη Γαλλία π.χ. ο Λουδοβίκος 14ος( ο «Βασιλιάς Ήλιος») με διάταγμα το 1669 δήμευσε υπέρ του τα έσοδα των κοινοτήτων, αποβλέποντας στο «φυσικό θάνατό τους». Παρόλα αυτά υπήρχαν κοινότητες μέχρι και την γαλλική επανάσταση του 1789. Οι επαναστατημένοι αγρότες της ανατολικής Γαλλίας –και μαζί τους και οι γερμανοί αγρότες του Ρήνου-μάλιστα πέτυχαν το 1793 με διάταγμα της εθνοσυνέλευσης να επιστραφεί η κοινοτική γη στους αγρότες. Το 1794 όμως- όταν κυριάρχησαν οι αντιδραστικοί- το κράτος ξαναδήμευσε τη κοινοτική γη ως εγγύηση για το κρατικό χρέος. Αυτές οι εναλλαγές συνεχίσθηκαν μέχρι την επανάσταση του 1830 αλλά και μετά. Κάθε καθεστώς που ανέβαινε στην εξουσία θεωρούσε σαν λεία την κοινοτική γη και τη μοίραζε με νόμους εκτός από τους δικαιούχους πρώην κοινοτιστές αγρότες-που παίρνανε όλο και μικρότερο μερίδιο- και στους δικούς του υποστηρικτές μπορζουάδες. Κάθε φορά όμως, μετά από αντίδραση των κοινοτήτων των αγροτών, το κράτος αναγκαζόταν να καταργεί αυτούς τους νόμους, μέχρι που ο Ναπολέοντας ο Γ’, κατόρθωσε να αρπάξει τα μεγαλύτερα κομμάτια κοινοτικής γης και να τα δωρίσει στους έμπιστούς του(μεγαλοκαπιταλιστές πια). Το ίδιο έγινε και στις άλλες χώρες όπως η Αγγλία(περιφράξεις), το Βέλγιο, την Πρωσία(επανάσταση του 1848), Αυστρία κ.λπ., εκτός βέβαια από τις σλάβικες χώρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η διαδικασία της λεηλασίας της κοινοτικής γης στη δυτική Ευρώπη είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1850. Ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε και ο «τεχνικός θάνατος»-και όχι ο «φυσικός», όπως ισχυρίζονται οι «επιστήμονες» ιστορικοί-της δημοκρατικής αγροτικής κοινότητας, όπως έγινε εξάλλου και με τις αδελφότητες των πόλεων.
[9] Κώστας Λάμπος: Άμεση δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία, Νησίδες 2012, σελ. 139
[10] Στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1882
Κατ’ αρχήν ο όρος «κοινά»-από την αρχή ήδη του μεσαίωνα στην Ευρώπη- είχε συνδεθεί με την καλλιεργούμενη γη, τα λιβάδια, τα δασικά βοσκοτόπια, την εκμετάλλευση των δασών, λιμνών, ποταμών, πηγών, δρόμων, λατομείων κ.λπ. από τους γύρω οικισμούς σε κάθε περιοχή. Νομικά ο όρος έκφραζε την κοινοκτημοσύνη και τη κοινή χρήση αυτών των φυσικών αγαθών που πρόσφερε η τοπική φύση στις εγκαταστημένες τοπικά ανθρώπινες κοινότητες. Οι κοινόκτητες αυτές εκτάσεις συνυπήρχαν με τα ατομικής ιδιοκτησίας κτήματα των γαιοκτημόνων στις ίδιες περιοχές.
Το παραδοσιακό κοινοκτητικό αυτό σύστημα διατηρείται ακόμη σε μερικές περιοχές των Άλπεων(κοινά καλοκαιρινά βοσκοτόπια), στην Ελβετία, στον νότιο Μέλανα Δρυμό (Hotzenwald), τη Νότιο Βαυαρία, στο σουηδικό νησί Γκότλαντ, και φυσικά ιδιαίτερα διαδεδομένο είναι στις αγροτικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών[1].
Σε υπέρβαση του γεωργικού τομέα, ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες και για τα παραδοσιακά κοινά αγαθά (όπως για το δικαίωμα χρήσης των παραλιών της θάλασσας και των λιμνών από τους λουόμενους, για το δικαίωμα ψαρέματος ή χρήσης των θαλασσίων δρόμων, για τον καθαρό αέρα που χρειαζόμαστε όλοι, για το δικαίωμα όλων για πόσιμο νερό κ.λπ.) και για τα νεοανακαλυφθέντα των ραδιοσυχνοτήτων ή τηλεσυχνοτήτων, καθώς και στην επιστήμη της πληροφορικής για τη κοινή γνώση(για όλα αυτά συχνά χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος Commons).
Στη βάση των αξιών χρήσης που είχαν κάθε φορά αυτά τα «κοινά» αγαθά, συγκροτούνταν και αντίστοιχες ανθρώπινες συλλογικότητες, για τη συλλογικά καλύτερη χρήση τους.
i) Οι Markgenossenschaften
Ήταν οικονομικές κοινότητες –κύρια στον γερμανικό χώρο, αλλά όχι μόνο-σε σχέση με τα κοινής ιδιοκτησίας και χρήσης αγαθά (Allmende), στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, που χωρίς να είναι και πολιτικές κοινότητες, εντούτοις είχαν και μια τέτοια λειτουργία. Μπορεί αυτή την κοινότητα ανθρώπων να την αποτελούσαν όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, αλλά μπορούσε να περιλαμβάνει και περισσότερα χωριά ή και να αποτελούνταν από πολλά μεμονωμένα αγροκτήματα. Επίσης μπορεί να αφορούσε όλους τους κατοίκους μιας κοιλάδας π.χ. ή μιας απομονωμένης από φυσικά όρια περιοχής. Συνήθως όμως ταυτιζόταν με την κοινότητα των κατοίκων ενός χωριού[2].
Όπως γράφει και ο Έγκελς στο κείμενό του για τη Mark[3], αυτή προήλθε από τη σύνθεση της παράδοσης των γερμανικών φύλλων για κοινή χρήση και καλλιέργεια της γης από τις συγγενικές ομάδες που εγκαθίσταντο σε ένα οικισμό ή περιοχή[4] και από την κληρονομική ατομική ιδιοκτησία γης και γνώσης του ρωμαϊκού δικαίου που επικρατούσε στις κατακτημένες περιοχές της πρώην ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Κροπότκιν περιγράφει ως εξής τη λειτουργία αυτών των κοινοτήτων: η κοινωνία του χωριού αποτελούνταν από οικογένειες, η γη ήταν ιδιοκτησία όλων των οικογενειών που κατοικούσαν εκεί, θεωρούνταν κοινή κληρονομιά και αρχικά καλλιεργούνταν από κοινού. Σε πολλές κοινότητες συνεχίσθηκε η κοινοκτημοσύνη και η κοινή χρήση, σε άλλες η γη μοιράζονταν για χρήση-όχι όμως κτήση, γιατί μετά τη σοδιά επανερχόταν στη διάθεση της κοινότητας- ανάλογα με το μέγεθος και τις δυνατότητες των οικογενειών. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις φρόντιζαν από κοινού για το ξεχέρσωμα νέων εκτάσεων, για τη διατήρηση των πηγών και τη κατασκευή καναλιών, δρόμων, γεφυρών, μικρών φρουρίων ή κάστρων κ.λπ. Για κάθε ζήτημα που προέκυπτε αποφάσιζε η συνέλευση(συνήθως των αρχηγών των οικογενειών, ανδρών ή γυναικών). Οι αντιθέσεις των κατοίκων μελών της κοινότητας επιλύονταν στο δικαστήριο της κοινότητας, όπου επικρατούσε η άποψή της με βάση το εθιμοτυπικό της δίκαιο. Στη συνέχεια βέβαια ενσωματώθηκε σε αυτό και το ρωμαϊκό δίκαιο, που προϋπήρχε της καθόδου των «βαρβάρων»[5].
Όπου εγκαθίσταντο λοιπόν γερμανικά φύλλα που δεν είχαν βασιλιάδες δεν είχαν δημιουργηθεί φέουδα στην αρχή και επικρατούσε το εθιμοτυπικό δίκαιο της «αρχαίας Μαρκ», δηλαδή η κοινοκτημοσύνη. Όπου υπήρχαν αρχηγοί, και λόγω των συνεχών επιθέσεων και πολέμων αυτής της περιόδου, αλλά και λόγω του ότι στις κατακτημένες περιοχές υπήρχε ατομική ιδιοκτησία και ρωμαϊκό δίκαιο, έγινε αποδεκτό να επωφελούνται περισσότερο οι αρχηγοί και οι δυνατοί στον πόλεμο και να οικειοποιούνται μεγάλα κομμάτια γης. Αυτοί μαζί με τους επισκόπους της χριστιανικής εκκλησίας-αυτά τα φύλλα εκχριστιανίζονταν όταν βαφτίζονταν οι αρχηγοί τους-αποτέλεσαν και τους φεουδάρχες του πρώϊμου μεσαίωνα.
Κύρια γύρω από τον Ρήνο και βόρεια του Δούναβη, όσοι δεν συμμετείχαν στους πολέμους σα στρατιώτες, αλλά εγκαταστάθηκαν μόνιμα κάπου, ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια και εκτροφή για επιβίωση των οικογενειών τους οργανωμένοι σε κοινότητες Markgenossenschaften. Μέλη αυτών των κοινοτήτων ήταν στην αρχή όλοι εκείνοι οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί ταυτόχρονα στη συγκεκριμένη περιοχή και οι απόγονοί τους. Νέο μέλος γίνονταν κάποιος αν ήταν αποδεκτός από όλα τα παλιά μέλη. Όλα τα δικαιώματα ανήκαν συλλογικά στην κοινότητα και μόνο η χρήση μπορούσε να παραχωρηθεί σε συγκεκριμένα μέλη με κλήρωση.
Αργότερα το δικαίωμα χρήσης των παραγωγικών πηγών μιας περιοχής μεταβλήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα ήταν να μη ταυτίζεται πλέον η Markgenossenschaft με την κοινότητα των ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν πρώτοι στην περιοχή, αλλά με μια ένωση(σήμερα θα το λέγαμε συνεταιρισμό) των δικαιούχων προσώπων, που μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα και μέλη άλλων τέτοιων Markgenossenschaften. Ακόμα και ολόκληρα χωριά ή άλλα νομικά πια πρόσωπα μπορούσαν να είναι μέλη. Για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων μιας τέτοιας ένωσης υπήρχε ειδικό δικαστήριο(Markgericht), το οποίο ήταν ταυτόχρονα και διαχειριστικό όργανο, έβαζε ποινές και εξέδιδε γνωμικά(Weistümer) του εθιμοτυπικού αγροτικού δικαίου[6].
Στον πρόωρο μεσαίωνα πολλές περιοχές που πριν ανήκαν σε κοινότητες με διάφορους τρόπους επιβολής περάσανε στα χέρια των φεουδαρχών, των παπικών και των μοναστηριών. Κατά την ύστερη φεουδαρχική περίοδο μπορούσε να δημιουργηθεί μια Markgenossenschaft, όταν δεν μοιραζόταν η γη ενός φέουδου ατομικά σε ελεύθερους αγρότες, αλλά γινόταν παραχώρηση της χρήσης της συλλογικά στους αγρότες ενός οικισμού ή μιας χωρικής κοινότητας. Τότε συνήθως υπήρχε και γραπτό «καταστατικό» και «εσωτερικός κανονισμός» με βάση τα οποία λειτουργούσε. Υπήρχε επίσης εκλεγμένος πρόεδρος του δικαστηρίου που ήταν και εκπρόσωπος των συμφερόντων της «προς τα έξω»( Vogt). Όσες τέτοιες κοινότητες εξαρτιόταν ακόμα από τον φεουδάρχη είχαν διορισμένο από αυτόν Vogt.
Αργότερα μια Markgenossenschaft όριζε επίσης και διαχειριστή(Markmeister) του κοινού της ταμείου που είχε και βοηθούς. Σε μερικές μάλιστα, όπου δεν υπήρχε κοινή καλλιέργεια αλλά μοιραζόταν η χρήση της γης στα μέλη τους περιοδικά, τις μέρες που συνεδρίαζε το δικαστήριο γινόταν και η μοιρασιά για το επόμενο χρονικό διάστημα με κλήρωση[7]. Αλλά με την συνεχή τους εξέλιξη, σε πολλές από αυτές η κλήρωση γινόταν όχι κάθε χρόνο πια, αλλά κάθε δύο, τέσσερα, οκτώ, δώδεκα χρόνια. Έως ότου σταμάτησε εντελώς η κλήρωση σε κάποιες από αυτές και οι οικογένειες δημιούργησαν τα μόνιμά τους αγροκτήματα, αποτελώντας τον ελεύθερο αγρότη, πλάι στον κολίγα των φέουδων.
Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια του μέσου και ύστερου μεσαίωνα υπήρχε διαρκής αγώνας των αγροτών μελών τέτοιων κοινοτήτων να μην πέσουν στα χέρια των φεουδαρχών-ευγενών και γίνουν κολίγοι και αντίστροφα των κολίγων αγροτών να γίνουν ελεύθεροι αγρότες των κοινοτήτων. Η ίδια η επανάσταση των αγροτών στη Γερμανία(1524-25: δείτε το κείμενο για τον πόλεμο των αγροτών στη Γερμανία) είχε αντικείμενο μεταξύ των άλλων το δικαίωμα συλλογικής χρήσης της γης των φέουδων. Όμως ο αναδυόμενος καπιταλισμός είχε ανάγκη από εργατικά χέρια στις πόλεις και έπρεπε να μετατρέψει και τους ελεύθερους αγρότες και τους κολίγους σε εργάτες για τη βιομηχανία προσφέροντας μισθωτή εργασία.
Πριν το πέρασμα στον καπιταλισμό και τη δημιουργία των αστικών κρατών, κάποιες από τις κοινότητες ήταν ακόμα ρωμαλέες, είχαν δημιουργήσει δικούς τους θεσμούς και σχέσεις με τις ελεύθερες πόλεις και έναν πολιτισμό που στηριζόταν στην κοινοτίστικη αντίληψη. Υπήρξαν όμως αντικείμενο και αυτές-όπως και οι ελεύθερες μεσαιωνικές πόλεις των αδελφοτήτων και της μανιφακτούρας-της επίθεσης του αναδυόμενου κεντρικού κράτους[8], που ενσωματώνοντας τους κοινοτικούς τους θεσμούς και μετατρέποντάς τους σε κεντρικούς κρατικούς νίκησαν το κοινοτικό πνεύμα.
Η ύπαρξή τους για τόσους αιώνες αποδεικνύει ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις και η οργάνωση της κοινωνίας στη βάση των κεντρικών αστικών κρατών δεν ήταν αναπόφευκτη και μονόδρομος για την ανθρώπινη ιστορία. Μια κοινωνία στηριγμένη στο κοινοτικό πνεύμα θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί από τον μεσαίωνα, αντί της καπιταλιστικής που επικράτησε. Αρκεί να είχε επιτευχθεί η συμμαχία των φτωχών στρωμάτων των πόλεων και των αδελφοτήτων τους, με τους αγρότες των κοινοτήτων της κοινοκτημοσύνης, στη βάση της κοινής χρήσης των Commons και της δημοκρατικής λειτουργίας των συνελεύσεών τους.
Αυτό οδήγησε και τους μαρξιστές αργότερα(με πρώτον τον Έγκελς) να προτείνουν -για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού στη Γερμανία- την επανασύσταση της Μάρκ όσον αφορά στην ιδιοκτησία γης, αλλά με μηχανοποίηση βέβαια της καλλιέργειας και εκτροφής, ώστε να έχουν και οι κοινοτιστές αγρότες τα πλεονεκτήματα της μηχανοποιημένης ήδη καπιταλιστικής γεωργίας.
ii) Τα Μιρ
Με την εγκατάσταση των σλάβικων φυλών στην ανατολική κυρίως Ευρώπη( στη σημερινή Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία) το αρχαϊκό κοινοτικό τους πνεύμα δημιούργησε το αγροτικό κοινόβιο με διάφορες ονομασίες, ανάλογα με τη φυλή και χώρα εγκατάστασης. Αναφερόταν σαν «Ζάντρουγκα», «Ομπσκίνα», «πατριά» κ.λπ. Από τον 11ο όμως αιώνα και δώθε επικράτησε παντού ο ίδιος όρος, το Μιρ. Σήμαινε στην ουσία ειρηνική κοσμική κοινότητα ανθρώπων, που λειτουργούσε στη βάση της κοινοκτημοσύνης της γης, της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών και της δημοκρατικής συγκρότησης[9].
Ήταν ένας πλατειά κοινωνικά αποδεκτός-και οικονομικά αποτελεσματικός- θεσμός των φτωχών αγροτών στα πλαίσια της ρωσικής αυτοκρατορίας, σε αντιπαράθεση με την μεγάλη ιδιοκτησία της γης από την αριστοκρατία των κουλάκων, που είχε αναπτυχθεί ταυτόχρονα και λειτουργούσε απασχολώντας και εδώ δουλοπάροικους. Ο θεσμός των Μιρ μοιάζει σε πολλά με τον θεσμό των γερμανικών Markgenossenschaften, στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω:
Κοινοκτημοσύνη της γης με εκ περιτροπής χρήση της από τις οικογένειες(αναδασμός ανά 1-3 χρόνια), πολιτική λειτουργία με γενική συνέλευση των μελών(ανδρών- γυναικών), συμβούλιο των αρχηγών(και χηρών) των οικογενειών της κοινότητας και εκλεγμένο για 3 χρόνια συντονιστή, δεν υπήρχε μάλλον ιδιαίτερο δικαστήριο και για τις τυχόν διενέξεις αποφάσιζε η συνέλευση και το συμβούλιο με βάση το εθιμοτυπικό σύστημα αξιών της κοινότητας και τη λογική, αλληλεγγύη μεταξύ των μελών χωρίς εκμετάλλευση και πλουτισμό του ενός εις βάρος των άλλων, κάλυψη των μελών έναντι της κεντρικής εξουσίας και συλλογική καταβολή φόρων κ.λπ.
Ήταν δηλαδή τα Μιρ κύτταρα δημοκρατίας-άμεσης θα λέγαμε με τους σημερινούς όρους- στα πλαίσια αυταρχικών αυτοκρατορικών καθεστώτων για πολλούς αιώνες στην ανατολική Ευρώπη. Σε πολλές περιφέρειες αυτών των καθεστώτων αφορούσε μέχρι και το 60% του αγροτικού πληθυσμού. Όμως παρόλο που πλήρωναν τους φόρους στην κεντρική εξουσία για να μπορούν να λειτουργούν ανεμπόδιστα στα πλαίσιά της, πολλές φορές αυτή και οι τοπικοί άρχοντές της τα λεηλατούσαν και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό τους.
Αυτή η αντιμετώπιση σε συνδυασμό με τους πολέμους και τον ερχομό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη Ρωσία, που συνοδεύτηκε με την εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, οδήγησε σιγά- σιγά στην αποσύνθεση των κοινοβίων Μιρ στον σλαβικό χώρο. Η τελική του εξαφάνιση έγινε βέβαια με τη προσπάθεια βίαιης κολεκτιβοποίησης από το μπολσεβίκικο κόμμα, μετά την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Και αυτό το αποτέλεσμα υπήρξε, παρόλο που ο Μαρξ και Έγκελς από την αρχή είχαν προτείνει στους ρώσους σοσιαλιστές-κομμουνιστές να στηριχθούν στη δική τους παράδοση του κοινοτισμού και στην κοινοκτημοσύνη των Μιρ, σαν «εφαλτήριο μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης», ώστε να φθάσουν γρηγορότερα και πιο σίγουρα στον σοσιαλισμό[10]. Αυτοί βέβαια- με πρώτον τον Λένιν- προτίμησαν να ταυτίσουν τον σοσιαλισμό με τα «βιομηχανικά φουγάρα» και να ξεπεράσουν τον καπιταλισμό στηριζόμενοι στη «δικτατορία του προλεταριάτου». Μη ενσωματώνοντας την πολυπληθή αγροτιά στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», το κομματικό τους κράτος ταυτίστηκε με τον ολοκληρωτισμό από τους αγρότες με τα γνωστά αποτελέσματα στο τέλος.
[1] http://de.wikipedia.org/wiki/Allmende
[2] Στο „αυτοκρατορικό δίκαιο» του 13ου-14ου αιώνα όμως ο κανόνας που ίσχυε ήταν ότι μια τέτοια κοινότητα περιείχε 6-12 χωριά
[3] Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σαν παράρτημα στο βιβλίο του: "Die Entwicklung des Sozialismus von der Utopie zur Wissenschaft", Hottingen-Zürich 1882.
[4] Περισσότερα συγγενικά χωριά-κοινότητες σχημάτιζαν μια «εκατοντάδα» (παλιά γερμανική huntari, Παλαιά Νορβηγικά heradh), αρκετές εκατοντάδες αποτελούσαν μια «επαρχία» (Gau), όλες οι επαρχίες αποτελούσαν τον ίδιο το λαό. Το έδαφος που δεν κατείχε κάποια τοπική κοινότητα παρέμεινε στη διάθεση της huntari , ότι δεν είχε εκχωρηθεί σε κάποια από αυτές, παρέμεινε στην κατοχή της επαρχίας, και όποιο έδαφος ήταν τότε ακόμη διαθέσιμο - συνήθως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του- παρέμεινε στην άμεση κατοχή όλου του λαού.
[5] Πιοτρ Κροπότκιν: Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος, κεφ. 3
[6] http://de.wikipedia.org/wiki/Markgenossenschaft
[7] Η γή συνήθως χωριζόταν σε τρεις κατάλληλες κατηγορίες: για θερινή παραγωγή, για χειμερινή και για βοσκοτόπια. Σε κάθε οικογένεια κληρωνόταν και από ένα κομμάτι και από τις τρεις κατηγορίες.
[8] Στη Γαλλία π.χ. ο Λουδοβίκος 14ος( ο «Βασιλιάς Ήλιος») με διάταγμα το 1669 δήμευσε υπέρ του τα έσοδα των κοινοτήτων, αποβλέποντας στο «φυσικό θάνατό τους». Παρόλα αυτά υπήρχαν κοινότητες μέχρι και την γαλλική επανάσταση του 1789. Οι επαναστατημένοι αγρότες της ανατολικής Γαλλίας –και μαζί τους και οι γερμανοί αγρότες του Ρήνου-μάλιστα πέτυχαν το 1793 με διάταγμα της εθνοσυνέλευσης να επιστραφεί η κοινοτική γη στους αγρότες. Το 1794 όμως- όταν κυριάρχησαν οι αντιδραστικοί- το κράτος ξαναδήμευσε τη κοινοτική γη ως εγγύηση για το κρατικό χρέος. Αυτές οι εναλλαγές συνεχίσθηκαν μέχρι την επανάσταση του 1830 αλλά και μετά. Κάθε καθεστώς που ανέβαινε στην εξουσία θεωρούσε σαν λεία την κοινοτική γη και τη μοίραζε με νόμους εκτός από τους δικαιούχους πρώην κοινοτιστές αγρότες-που παίρνανε όλο και μικρότερο μερίδιο- και στους δικούς του υποστηρικτές μπορζουάδες. Κάθε φορά όμως, μετά από αντίδραση των κοινοτήτων των αγροτών, το κράτος αναγκαζόταν να καταργεί αυτούς τους νόμους, μέχρι που ο Ναπολέοντας ο Γ’, κατόρθωσε να αρπάξει τα μεγαλύτερα κομμάτια κοινοτικής γης και να τα δωρίσει στους έμπιστούς του(μεγαλοκαπιταλιστές πια). Το ίδιο έγινε και στις άλλες χώρες όπως η Αγγλία(περιφράξεις), το Βέλγιο, την Πρωσία(επανάσταση του 1848), Αυστρία κ.λπ., εκτός βέβαια από τις σλάβικες χώρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η διαδικασία της λεηλασίας της κοινοτικής γης στη δυτική Ευρώπη είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1850. Ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε και ο «τεχνικός θάνατος»-και όχι ο «φυσικός», όπως ισχυρίζονται οι «επιστήμονες» ιστορικοί-της δημοκρατικής αγροτικής κοινότητας, όπως έγινε εξάλλου και με τις αδελφότητες των πόλεων.
[9] Κώστας Λάμπος: Άμεση δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία, Νησίδες 2012, σελ. 139
[10] Στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1882