Το κοινωνικό κίνημα του κοινοτισμού και της μετάβασης, καλείται να δημιουργήσει νέες κοινοτικές δομές , που στη συνέχεια θα ολοκληρώνει, όσο η κοινωνία θα μετατρέπεται σε επανατοπικοποιημένη οικολογική αταξική κοινωνία της ισοκατανομής. Η δομή της οικογένειας που θα αναπτυχθεί, θα είναι πολύ σημαντική, γιατί εκφράζοντας τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, θα επηρεάσει με τη σειρά της και τις γενικότερες εξελίξεις στις κοινότητες, τους δήμους και την ομοσπονδία των δήμων. Θα επηρεάσει συνολικά την κοινωνία. Όπως συνέβηκε άλλωστε και στις προηγούμενες κοινωνίες(Οι κοινότητες π.χ. της ελληνικής πόλεως συγκροτήθηκαν από τους Οίκους, που ήταν αναγκαίοι για το ζην. Το ευ ζην εξασφαλίζονταν από τη κοινότητα και την πόλιν.)
Η κεντρική σημασία που απέδιδε ο παραδοσιακός άνθρωπος-κατά την περίοδο της μητριαρχίας, πατριαρχίας, αλλά και αργότερα στον Μεσαίωνα- στον οίκο ή την οικογένεια οφείλεται στο γεγονός πως ικανοποιούσε όλες τις βιοτικές του ανάγκες. Η παραγωγή των αγαθών μέσα στην οικογένεια, όπου υπήρχε και καταμερισμός, δημιουργούσε το υπόβαθρο για την ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων αλληλοαναγνώρισης. Η αρμονία στις σχέσεις θεωρούνταν απαραίτητη και επιδιωκόταν ενώ κάθε ενέργεια η οποία στρεφόταν ενάντια στο σύνολο καταδικαζόταν. Η παροχή υπηρεσιών στους άλλους αποτελούσε βασικό έργο των μελών από την οποία αντλούσαν αναγνώριση και ικανοποίηση και ήταν συνυφασμένες με την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών. Η θυσία ατομικών αναγκών και επιθυμιών, πράγμα συνηθισμένο, απέβλεπε στην ικανοποίηση των αναγκών της ομάδας και επομένως του ίδιου του ατόμου.
Για τη ελληνική πραγματικότητα της Τουρκοκρατίας και αργότερα πριν την αστικοποίηση, η σύνθεση και η εξέλιξη της οικογένειας επηρεάσθηκαν από τον πολύμορφο τοπολογικό χαρακτήρα της Ελλάδας και το γεγονός ότι οι άνθρωποι κατοικούσαν σε μικρά χωριά, μακριά από τα αστικά κέντρα σε απομακρυσμένες περιοχές . Έτσι είχαμε τις πολυμελείς οικογένειες των αδελφών-ξαδέρφων –γαμπρών, υπό τις συμβουλές και καθοδήγηση των γεροντότερων-απόρροια της δημογεροντίας, πατριαρχίας-οι οποίες στηρίζονταν στη συγγένεια και περιείχαν όλες τις ηλικίες(χαρακτηριστικό παράδειγμα η κοινότητα του διευρυμένου τσελιγκάτου με τις οικογένειες-τσελιγκάτα).
Στη συνέχεια η αστική οικογένεια (πυρηνική: με πυρήνα μαμά, μπαμπά και ένα-δύο κατά μέσο όρο παιδιά) , που επικράτησε μετά τον εμφύλιο, επηρεάστηκε από τη μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στις μεγάλες πόλεις και έγινε παιδοκεντρική, γιατί αυτή η παιδοκεντρικότητα εξασφάλιζε σε ένα βαθμό τη σταθεροποίηση της οικογενειακής ενότητας που οι νέες συνθήκες ζωής απειλούσαν με διάλυση. Αυτή εκφράζεται μέσα από την υπερβολική προσήλωση στα παιδιά, όπου οι γονείς ζουν μέσα από τα παιδιά τους, προσδοκώντας την κοινωνική τους ανέλιξη.
Παρόλο που η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά(38%) πυρηνικών οικογενειών και τα υψηλότερα ποσοστά(22%) εκτεταμένων οικογενειών (Τα στοιχεία από τον ομότιμο καθηγητή Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτριο Γεώργα), έχει τη χαμηλότερη συχνότητα γάμων στην Ε.Ε μετά την Ιταλία και την Ιρλανδία, με 4,2 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, τη χαμηλότερη συχνότητα διαζυγίων, με 1,1 διαζύγιο ανά 1.000 κατοίκους και το χαμηλότερο ποσοστό παιδιών άγαμων μητέρων, μετά την Ιταλία που είναι 5%. (Αντίθετα στο Βερολίνο π.χ. το 50% των παιδιών μεγαλώνουν όχι σε πυρηνικές οικογένειες, αλλά σε μονογονεϊκές, πολυγονεϊκές, κοινόβια ή με μη παντρεμένα ζευγάρια). Σύμφωνα με την έρευνα “Εξέλιξη της οικογένειας στην Ευρώπη”, που διενήργησε το Ινστιτούτο Οικογενειακής Πολιτικής στη Νορβηγία: Οι Έλληνες αποφεύγουν να παντρευτούν και τα διαζύγια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ο αριθμός των γάμων στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 37% από το 1983 έως το 2008(στην επόμενη μεγάλη περίοδο της κρίσης θα μειωθεί ακόμα περισσότερο), ενώ ένας στους πέντε γάμους καταλήγει σε διαζύγιο.
Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας , η καθυστέρηση κατά 10 έως 15 χρόνια στη δημιουργία οικογένειας, η μείωση των γεννήσεων, η χαλάρωση των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών και η σχεδόν ανύπαρκτη παρουσία του κράτους κάνουν μια οικογένεια εύθραυστη. Αλλά σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες , όπου η πυρηνική οικογένεια είναι σχεδόν σε διάλυση, οι προσπάθειες διατήρησης και σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των μελών της ελληνικής οικογένειας-ιδιαίτερα σήμερα σε περίοδο κρίσης, όπου σχεδόν μέχρι τα 40 οι νέοι-ες μένουν με τους γονείς τους ακόμη, λόγω ανεργίας- κάνουν την ελληνική οικογένεια να μη διαλύεται εύκολα.
Μέχρι τώρα οι γονείς, ακόμα και σαν συνταξιούχοι, μπορούσαν με τις οικονομίες τους να βοηθήσουν τα παιδιά τους, σε κάθε περίοδο της ζωής τους. Από δω και πέρα όμως, με την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και τα νέα μέτρα, θα υπάρξει ένας δυσμενής συνδυασμός: οι νέοι άνεργοι, οι γονείς-γέροι με συντάξεις πείνας. Στα πλαίσια της περιορισμένης οικογένειας λοιπόν δεν θα μπορεί να εκφράζεται η μέχρι τώρα αλληλοστήριξη των γενεών και θα δημιουργηθούν εν δυνάμει οι προϋποθέσεις για «διευρυμένες» μορφές καθημερινής ζωής και συνύπαρξης.
Στις πόλεις οι νέοι θα προχωρήσουν σε κοινούς χώρους διαμονής(κοινόβια) για να μπορούν να μοιράζονται τα νοίκια και τα έξοδα. Πολλές τέτοιες κοινές διαμονές θα προχωρήσουν και σε κοινό ταμείο για τις ανάγκες διατροφής, όπου ο καθένας θα συνεισφέρει ανάλογα με το εισόδημα, με το αν δουλεύει ή όχι και τι δουλειά κ.λ.π. Πιθανά, ανάλογα με τις δυνατότητες και δεξιότητες «παρεών», να δημιουργηθούν «διευρυμένες οικογένειες» με βάση τη κοινή δραστηριότητα-εργασία σε αυτοδιαχειριζόμενες δομές παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών.
Οι τελευταίες μορφές μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερο στην περιφέρεια, όπου αναγκαστικά θα υπάρξει ρεύμα «επιστροφής» των νέων, γιατί υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες για ομαδική εγκατάσταση. Ειδικά αν πρόκειται για γεωργική παραγωγική δραστηριότητα. Εδώ ένας κάθε φορά «κρίσιμος» αριθμός ανθρώπων: νέων, ήδη ζευγαριών, ήδη οικογενειών με παιδιά, αλλά και ατόμων τρίτης ηλικίας-θα μπορούν να εγκατασταθούν σε κοινούς χώρους διαμονής και παραγωγής παίρνοντας τη μορφή «οικοκοινοτήτων»[1]. Ή αν δεν υπάρχουν κατάλληλοι χώροι, θα παίρνουν τη μορφή, είτε ομάδων κοινο-δραστηριότητας, είτε ομάδων παραγωγών, στα πλαίσια μιας υπάρχουσας τοπικής κοινότητας. Η λεγόμενη τρίτη ηλικία μπορεί να προσφέρει πολλά ακόμα στην κοινότητα, αρκεί να μη μπαίνει στο περιθώριο και να εντάσσεται οργανικά στη δομή της, δίνοντάς της ενεργό αντίστοιχο ρόλο, ανάλογα με τις ανάγκες της και τις ατομικές δυνατότητες και επιλογές των ατόμων της γ ηλικίας(π.χ. ενασχόληση με την προσχολική ηλικία, ενασχόληση στους κήπους ή μπαχτσέδες για παραγωγή σημαντικού μέρους της τροφής κ.λ.π. Πέρα από το γεγονός ότι, ειδικά στην αρχή, η ακόμα και πενιχρή τυχόν σύνταξη, μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμη στη δημιουργία υποδομών για αυτά τα εγχειρήματα).
Τέτοιες δομές έχουν δημιουργηθεί ήδη στην Ευρώπη, από επιλογή των συμμετεχόντων(στη Γερμανία π.χ. υπάρχουν πολλές τέτοιες Landkommunen στην περιφέρεια, παράλληλα με Wohngemeinschaften στις πόλεις). Στη χώρα μας θα δημιουργηθούν όχι μόνο από επιλογή, αλλά κυρίως από ανάγκη, όταν ως διέξοδο από την εκ βάθρων κρίση, αναπτυχθεί ένα ρεύμα αντίστροφης εσωτερικής μετανάστευσης, από τις πόλεις προς τη περιφέρεια και υπάρξει αναζωογόνηση της τοπικής κοινωνίας. Η αποκέντρωση όμως θα μπορεί να είναι λύση για τον καθένα, αν η μετεγκατάσταση στην επαρχία δεν γίνει ατομικά-γιατί έτσι δεν θα είναι βιώσιμη και η μιζέρια της πόλης μπορεί να συνεχισθεί με την ακόμη μεγαλύτερη μιζέρια της επαρχίας-αλλά ομαδικά.
Όπως οι πολυμελείς παραδοσιακές οικογένειες αποτέλεσαν παλιότερα τη βάση για την επιβίωση των τότε παραδοσιακών κοινοτήτων, έτσι και σήμερα οι διευρυμένες μορφές οικογενειών(που δε θα στηρίζονται στο γένος όμως)θα αποτελέσουν τη βασική δομή της αναβίωσης των κοινοτήτων του νέου κοινοτισμού της μετά την ανάπτυξη εποχής. Θα μπορούν στα πλαίσιά τους να ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων(να εξασφαλίζουν πάλι το «ζην») με σχέσεις αρμονίας και αποδοχής μεταξύ τους. Η λειτουργία τους με βάση τη συνέλευση των μελών και τον εσωτερικό κανονισμό τους, θα εξασφαλίζει την ισοκατανομή και όχι την επιβολή, σε όλα τα επίπεδα, από την αναγνώριση, μέχρι την απόρριψη ή ικανοποίηση των αναγκών ή των απόψεων του κάθε μέλους. Για την εξασφάλιση του «ευ ζην» θα πρέπει να ενδιαφέρονται και για τα τεκταινόμενα στα πλαίσια των ευρύτερων χωρικών τοπικών κοινοτήτων, που ανήκουν. Δηλαδή θα πρέπει να δραστηριοποιούνται και στην τοπική δημόσια σφαίρα και να μη γίνουν νησίδες επιβίωσης μόνο.
[1] Βλέπε: http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/09/20.html
Η κεντρική σημασία που απέδιδε ο παραδοσιακός άνθρωπος-κατά την περίοδο της μητριαρχίας, πατριαρχίας, αλλά και αργότερα στον Μεσαίωνα- στον οίκο ή την οικογένεια οφείλεται στο γεγονός πως ικανοποιούσε όλες τις βιοτικές του ανάγκες. Η παραγωγή των αγαθών μέσα στην οικογένεια, όπου υπήρχε και καταμερισμός, δημιουργούσε το υπόβαθρο για την ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων αλληλοαναγνώρισης. Η αρμονία στις σχέσεις θεωρούνταν απαραίτητη και επιδιωκόταν ενώ κάθε ενέργεια η οποία στρεφόταν ενάντια στο σύνολο καταδικαζόταν. Η παροχή υπηρεσιών στους άλλους αποτελούσε βασικό έργο των μελών από την οποία αντλούσαν αναγνώριση και ικανοποίηση και ήταν συνυφασμένες με την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών. Η θυσία ατομικών αναγκών και επιθυμιών, πράγμα συνηθισμένο, απέβλεπε στην ικανοποίηση των αναγκών της ομάδας και επομένως του ίδιου του ατόμου.
Για τη ελληνική πραγματικότητα της Τουρκοκρατίας και αργότερα πριν την αστικοποίηση, η σύνθεση και η εξέλιξη της οικογένειας επηρεάσθηκαν από τον πολύμορφο τοπολογικό χαρακτήρα της Ελλάδας και το γεγονός ότι οι άνθρωποι κατοικούσαν σε μικρά χωριά, μακριά από τα αστικά κέντρα σε απομακρυσμένες περιοχές . Έτσι είχαμε τις πολυμελείς οικογένειες των αδελφών-ξαδέρφων –γαμπρών, υπό τις συμβουλές και καθοδήγηση των γεροντότερων-απόρροια της δημογεροντίας, πατριαρχίας-οι οποίες στηρίζονταν στη συγγένεια και περιείχαν όλες τις ηλικίες(χαρακτηριστικό παράδειγμα η κοινότητα του διευρυμένου τσελιγκάτου με τις οικογένειες-τσελιγκάτα).
Στη συνέχεια η αστική οικογένεια (πυρηνική: με πυρήνα μαμά, μπαμπά και ένα-δύο κατά μέσο όρο παιδιά) , που επικράτησε μετά τον εμφύλιο, επηρεάστηκε από τη μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στις μεγάλες πόλεις και έγινε παιδοκεντρική, γιατί αυτή η παιδοκεντρικότητα εξασφάλιζε σε ένα βαθμό τη σταθεροποίηση της οικογενειακής ενότητας που οι νέες συνθήκες ζωής απειλούσαν με διάλυση. Αυτή εκφράζεται μέσα από την υπερβολική προσήλωση στα παιδιά, όπου οι γονείς ζουν μέσα από τα παιδιά τους, προσδοκώντας την κοινωνική τους ανέλιξη.
Παρόλο που η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά(38%) πυρηνικών οικογενειών και τα υψηλότερα ποσοστά(22%) εκτεταμένων οικογενειών (Τα στοιχεία από τον ομότιμο καθηγητή Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτριο Γεώργα), έχει τη χαμηλότερη συχνότητα γάμων στην Ε.Ε μετά την Ιταλία και την Ιρλανδία, με 4,2 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, τη χαμηλότερη συχνότητα διαζυγίων, με 1,1 διαζύγιο ανά 1.000 κατοίκους και το χαμηλότερο ποσοστό παιδιών άγαμων μητέρων, μετά την Ιταλία που είναι 5%. (Αντίθετα στο Βερολίνο π.χ. το 50% των παιδιών μεγαλώνουν όχι σε πυρηνικές οικογένειες, αλλά σε μονογονεϊκές, πολυγονεϊκές, κοινόβια ή με μη παντρεμένα ζευγάρια). Σύμφωνα με την έρευνα “Εξέλιξη της οικογένειας στην Ευρώπη”, που διενήργησε το Ινστιτούτο Οικογενειακής Πολιτικής στη Νορβηγία: Οι Έλληνες αποφεύγουν να παντρευτούν και τα διαζύγια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ο αριθμός των γάμων στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 37% από το 1983 έως το 2008(στην επόμενη μεγάλη περίοδο της κρίσης θα μειωθεί ακόμα περισσότερο), ενώ ένας στους πέντε γάμους καταλήγει σε διαζύγιο.
Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας , η καθυστέρηση κατά 10 έως 15 χρόνια στη δημιουργία οικογένειας, η μείωση των γεννήσεων, η χαλάρωση των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών και η σχεδόν ανύπαρκτη παρουσία του κράτους κάνουν μια οικογένεια εύθραυστη. Αλλά σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες , όπου η πυρηνική οικογένεια είναι σχεδόν σε διάλυση, οι προσπάθειες διατήρησης και σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των μελών της ελληνικής οικογένειας-ιδιαίτερα σήμερα σε περίοδο κρίσης, όπου σχεδόν μέχρι τα 40 οι νέοι-ες μένουν με τους γονείς τους ακόμη, λόγω ανεργίας- κάνουν την ελληνική οικογένεια να μη διαλύεται εύκολα.
Μέχρι τώρα οι γονείς, ακόμα και σαν συνταξιούχοι, μπορούσαν με τις οικονομίες τους να βοηθήσουν τα παιδιά τους, σε κάθε περίοδο της ζωής τους. Από δω και πέρα όμως, με την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και τα νέα μέτρα, θα υπάρξει ένας δυσμενής συνδυασμός: οι νέοι άνεργοι, οι γονείς-γέροι με συντάξεις πείνας. Στα πλαίσια της περιορισμένης οικογένειας λοιπόν δεν θα μπορεί να εκφράζεται η μέχρι τώρα αλληλοστήριξη των γενεών και θα δημιουργηθούν εν δυνάμει οι προϋποθέσεις για «διευρυμένες» μορφές καθημερινής ζωής και συνύπαρξης.
Στις πόλεις οι νέοι θα προχωρήσουν σε κοινούς χώρους διαμονής(κοινόβια) για να μπορούν να μοιράζονται τα νοίκια και τα έξοδα. Πολλές τέτοιες κοινές διαμονές θα προχωρήσουν και σε κοινό ταμείο για τις ανάγκες διατροφής, όπου ο καθένας θα συνεισφέρει ανάλογα με το εισόδημα, με το αν δουλεύει ή όχι και τι δουλειά κ.λ.π. Πιθανά, ανάλογα με τις δυνατότητες και δεξιότητες «παρεών», να δημιουργηθούν «διευρυμένες οικογένειες» με βάση τη κοινή δραστηριότητα-εργασία σε αυτοδιαχειριζόμενες δομές παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών.
Οι τελευταίες μορφές μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερο στην περιφέρεια, όπου αναγκαστικά θα υπάρξει ρεύμα «επιστροφής» των νέων, γιατί υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες για ομαδική εγκατάσταση. Ειδικά αν πρόκειται για γεωργική παραγωγική δραστηριότητα. Εδώ ένας κάθε φορά «κρίσιμος» αριθμός ανθρώπων: νέων, ήδη ζευγαριών, ήδη οικογενειών με παιδιά, αλλά και ατόμων τρίτης ηλικίας-θα μπορούν να εγκατασταθούν σε κοινούς χώρους διαμονής και παραγωγής παίρνοντας τη μορφή «οικοκοινοτήτων»[1]. Ή αν δεν υπάρχουν κατάλληλοι χώροι, θα παίρνουν τη μορφή, είτε ομάδων κοινο-δραστηριότητας, είτε ομάδων παραγωγών, στα πλαίσια μιας υπάρχουσας τοπικής κοινότητας. Η λεγόμενη τρίτη ηλικία μπορεί να προσφέρει πολλά ακόμα στην κοινότητα, αρκεί να μη μπαίνει στο περιθώριο και να εντάσσεται οργανικά στη δομή της, δίνοντάς της ενεργό αντίστοιχο ρόλο, ανάλογα με τις ανάγκες της και τις ατομικές δυνατότητες και επιλογές των ατόμων της γ ηλικίας(π.χ. ενασχόληση με την προσχολική ηλικία, ενασχόληση στους κήπους ή μπαχτσέδες για παραγωγή σημαντικού μέρους της τροφής κ.λ.π. Πέρα από το γεγονός ότι, ειδικά στην αρχή, η ακόμα και πενιχρή τυχόν σύνταξη, μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμη στη δημιουργία υποδομών για αυτά τα εγχειρήματα).
Τέτοιες δομές έχουν δημιουργηθεί ήδη στην Ευρώπη, από επιλογή των συμμετεχόντων(στη Γερμανία π.χ. υπάρχουν πολλές τέτοιες Landkommunen στην περιφέρεια, παράλληλα με Wohngemeinschaften στις πόλεις). Στη χώρα μας θα δημιουργηθούν όχι μόνο από επιλογή, αλλά κυρίως από ανάγκη, όταν ως διέξοδο από την εκ βάθρων κρίση, αναπτυχθεί ένα ρεύμα αντίστροφης εσωτερικής μετανάστευσης, από τις πόλεις προς τη περιφέρεια και υπάρξει αναζωογόνηση της τοπικής κοινωνίας. Η αποκέντρωση όμως θα μπορεί να είναι λύση για τον καθένα, αν η μετεγκατάσταση στην επαρχία δεν γίνει ατομικά-γιατί έτσι δεν θα είναι βιώσιμη και η μιζέρια της πόλης μπορεί να συνεχισθεί με την ακόμη μεγαλύτερη μιζέρια της επαρχίας-αλλά ομαδικά.
Όπως οι πολυμελείς παραδοσιακές οικογένειες αποτέλεσαν παλιότερα τη βάση για την επιβίωση των τότε παραδοσιακών κοινοτήτων, έτσι και σήμερα οι διευρυμένες μορφές οικογενειών(που δε θα στηρίζονται στο γένος όμως)θα αποτελέσουν τη βασική δομή της αναβίωσης των κοινοτήτων του νέου κοινοτισμού της μετά την ανάπτυξη εποχής. Θα μπορούν στα πλαίσιά τους να ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων(να εξασφαλίζουν πάλι το «ζην») με σχέσεις αρμονίας και αποδοχής μεταξύ τους. Η λειτουργία τους με βάση τη συνέλευση των μελών και τον εσωτερικό κανονισμό τους, θα εξασφαλίζει την ισοκατανομή και όχι την επιβολή, σε όλα τα επίπεδα, από την αναγνώριση, μέχρι την απόρριψη ή ικανοποίηση των αναγκών ή των απόψεων του κάθε μέλους. Για την εξασφάλιση του «ευ ζην» θα πρέπει να ενδιαφέρονται και για τα τεκταινόμενα στα πλαίσια των ευρύτερων χωρικών τοπικών κοινοτήτων, που ανήκουν. Δηλαδή θα πρέπει να δραστηριοποιούνται και στην τοπική δημόσια σφαίρα και να μη γίνουν νησίδες επιβίωσης μόνο.
[1] Βλέπε: http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/09/20.html