Οι Γερμανοί στην κατοχή κατέστρεψαν την Ελλάδα όσο καμία άλλη χώρα!
Στη δημοσιότητα βγήκε η απόρρητη έκθεση που συνέταξε ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Παπανικολάου και περιλαμβάνει όλα τα νομικά επιχειρήματα και τις κινήσεις που πρέπει κάνει η χώρα μας για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Η έκθεση βρίσκεται από τον περασμένο Δεκέμβριο στα χέρια του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Φώτη Κουβέλη.
Στην έκθεση αναφέρονται τα εξής:
Το ιστορικό των συμβάσεων
Στις 14.3.1942 περατώθηκε στη Ρώμη η Δημοσιονομική Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, η οποία, μεταξύ άλλων, κατέληξε στη σύναψη μιας συμφωνίας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις κατοχής που αφορούσε την Ελλάδα, την οποία υπέγραψαν οι πληρεξούσιοι της Ιταλίας και Γερμανίας στην Ελλάδα, Γκίτζι και Αλτενμπουργκ.
Στην Ελλάδα η συμφωνία ανακοινώθηκε έπειτα από εννέα ημέρες με τη ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 του Αλτενμπουργκ.
Ο Ιταλός πληρεξούσιος την ανήγγειλε με το σημείωμά του Ν.04/6406/461/23.3.1942.
Με τη σειρά του ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να συμμορφωθεί προς τη ρηματική διακοίνωση του Γερμανού πληρεξουσίου (αριθ. Εγγράφου ΕΠ 409/2.4.1942).
Η συμφωνία αυτή συνίστατο στα εξής:
Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να καταβάλει στις δύο δυνάμεις κατοχής και σε ίσο μερίδιο για έξοδα κατοχής το ποσό των 1,5 δισ. δραχμών. Δεύτερον, οι πέραν του ποσού αυτού αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές και θα είναι άτοκες. Τρίτον, η επιστροφή των πέραν των 1,5 δισ. δραχμών ποσών αυτών θα γίνει αργότερα. (Αρθρα 2, 3 και 4 της συμφωνίας). Προστέθηκε, δε, ότι η εν λόγω συμφωνία θα είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρο 5).
Στις 2.12.1942 υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις κυβερνήσεις (Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδας) συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα στοιχεία: α) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. β) Ο δανεισμός σταματά την 1η Απριλίου 1943, οπότε και αρχίζει η άτοκη επιστροφή τους, ανεξάρτητα, δηλαδή, από το πότε λήγει ο πόλεμος. γ) Αντί των 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14.3.1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δισ. δραχμών μηνιαίως. Τα επιπλέον ποσά «...θα άγωνται εις χρέωσιν, υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, των κυβερνήσεων Ιταλίας ή Γερμανίας...». δ) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονται από τον Απρίλιο 1943 σε μηνιαίες δόσεις που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31η Μαρτίου 1943. Πάντως, διατηρήθηκε η ρήτρα ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο.
Μια νέα συμφωνία ανάμεσα στις τρεις χώρες υπογράφηκε στις 18.5.1943. Με τη νέα τροποποίηση - αναπροσαρμογή: α) Καταργείται ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, δηλαδή των 8 δισ. δραχμών κατά μήνα, που θέσπιζε η πρώτη τροποποίηση της 2.12.1942. β) Εκτός του τιμαρίθμου τροφίμων, που ορίζει η συμφωνία της 2.12.1942, θα λαμβάνονται υπ' όψιν και άλλοι τρεις τιμάριθμοι: των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, όπως ειδικότερα ορίζεται στην τελευταία αυτή συμβατική τροποποίηση. Και γ) η συμφωνία ισχύει από 1.4.1943.
Το ύψος των ελληνικών αξιώσεων και η νομική διάσταση των συμφωνιών αυτών
Το δάνειο της πρώτης συμφωνίας, μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, συνιστά «αναγκαστικό δάνειο». Οι μετέπειτα ως άνω τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας της Ρώμης το μετέτρεψαν σε συμβατικό, αφού μετέσχε σε αυτές, ως αντισυμβαλλόμενη δανείστρια και η Ελλάδα. Η δε μετατροπή αυτή έχει αναδρομική ισχύ.
Το άθροισμα των οριστικών χρεώσεων που έγιναν από την ΤτΕ προς τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, μέσω των αντίστοιχων λογαριασμών, πέραν και επί πλέον των «εξόδων κατοχής», συνιστά το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου, το οποίο η ΤτΕ χορήγησε, κατ' εντολή του Δημοσίου, χρηματοδοτώντας τις πέραν και εκτός των εξόδων κατοχής απαιτήσεις του γερμανικού Γ' Ράιχ από την άνω δανειακή σύμβαση, όπως κάθε φορά ίσχυε τροποποιούμενη.
Οι καταβολές προς τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής εκτελέστηκαν από την ΤτΕ για λογαριασμό και με χρέωση του ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο της εκ του νόμου σχέσης εντολής που συνδέει τη ΤτΕ ως Ταμία του. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ΤτΕ ενεργούσε ως απλή εντολοδόχος του Δημοσίου και όχι δι' ίδιον λογαριασμόν και, επομένως, δανειστής των πιστώσεων, άρα και δικαιούχος της απαίτησης κατά της Γερμανίας, ως διαδόχου του γερμανικού Γ' Ράιχ, είναι το ελληνικό Δημόσιο, όπως νομικώς ορθά ισχυρίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα η ΤτΕ.
Το συνολικό ύψος του δανείου που καταβλήθηκε από την Ελλάδα στις δυνάμεις κατοχής, μέσω της ΤτΕ, αναγράφεται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ έτους 1947 επί των ισολογισμών των ετών 1941, 1944, 1945 και 1946, όπου φέρεται ότι ανήλθε, καθ' όσον αφορά τη Γερμανία, στο ποσόν των 1.530.033.302.528.819 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί προς USD 215.662.040,54 του τέλους 1944, κατά τον πλέον πρόσφατο υπολογισμό της ΤτΕ. Η τελευταία υπολόγισε, κατά μετατροπή, τη χρέωση της Γερμανίας σε λίρες Αγγλίας ως ανερχόμενη στο ποσό των 3.670.610 (χρ. λίρες Αγγλίας). Από τον καθηγητή Δερτιλή το ποσόν αυτό εκτιμάται στις 4.519.302 χ.λ.Α. (χρυσές λίρες Αγγλίας), ενώ από γερμανικής πλευράς δίδονται χαμηλότερα ποσά: 3.800.000 αγγλικές λίρες (συμπεριλαμβανομένου όμως και του μεριδίου της Ιταλίας) και 250 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 450 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα (Nestler). Ο Αλτενμπουργκ τον Ιούλιο του 1964, με έγγραφό του στο γερμανικό ΥΠΕΞ, υπολογίζει τη δανειακή οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα σε 200 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 400 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Εκπεφρασμένο σε δολάρια το ποσόν αυτό ποικίλλει, αν και όχι σημαντικά, ανάλογα με την εκτίμηση της αξίας της χρυσής λίρας Αγγλίας προς το δολάριο κατά την Κατοχή: 160 εκατ. δολάρια σύμφωνα με επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις, 265 εκατ. δολάρια για τον καθηγητή Αγγ. Αγγελόπουλο και 227 εκατ. δολάρια σύμφωνα με την έκθεση Ι. Πασσιά (του 1963) στον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων. Ασφαλώς και σύμφωνα με τη σύμβαση της 14.3.1942 τα ποσά του δανείου είναι άτοκα (άρθρ. 3). Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα συμφωνία της 2.12.1942. Η ύπαρξη ατόκων δανείων, με πρωτοβουλία του δανειοδοτούντος, για λόγους αναπτυξιακούς, δεν είναι άγνωστη στο διεθνές δίκαιο. Αλλά στην περίπτωση του κατοχικού δανείου ήταν προϊόν της βούλησης αποκλειστικά και μόνον του δανειοδοτουμένου (Γερμανία, Ιταλία), κατάσταση που εξηγείται ασφαλώς από τον άνισο συσχετισμό δυνάμεων. Η συμφωνία της 2.12.1942 προέβλεπε ότι τα ήδη καταβληθέντα δανειακά ποσά, καθώς και αυτά που θα καταβάλλονταν μέχρι 31.3.1943, θα αρχίσουν να εξοφλούνται από 1.4.1943 (παρ. β). Είναι, όμως γνωστό ότι με αποδεδειγμένη, εξ εγγράφων, εξαίρεση καταβολής κάποιων δόσεων, οι επιστροφές των δανειακών ποσών δεν έλαβαν ποτέ χώρα.
Στο διεθνές δίκαιο, περιπτώσεις μη εκτέλεσης των όρων της δανειακής σύμβασης αντιμετωπίζονται υπό δύο οπτικές γωνίες: είτε η αδυναμία καταβολής θεωρείται «αδυναμία εκτέλεσης», δηλαδή ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας αποπληρωμής, οπότε γίνεται δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί προσωρινά να μην αποπληρώσει, είτε της δυνατότητας πληρωμής, οπότε συντρέχει παραβίαση της υποχρέωσης καταβολής και είναι αναγκαία η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς.
Στην πρώτη περίπτωση αναστέλλεται η πληρωμή κεφαλαίου και τόκων, οι οποίοι εξακολουθούν να «τρέχουν», η δε καταβολή τους γίνεται όταν το κράτος είναι σε θέση να το κάνει. Σε σχέση με το κατοχικό δάνειο ασφαλώς οι γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και η Γερμανία συνολικότερα, υφίσταντο πιέσεις ως εκ της διεξαγωγής του πολέμου, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας δεν επέτρεπε τη σταδιακή εξόφληση του κατοχικού δανείου... Οσον αφορά τη δεύτερη λύση, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο όσο και μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, να διεκδικήσει την επιστροφή του δανείου. Ετσι, και στη μία και στην άλλη περίπτωση η Γερμανία ήταν και είναι υποχρεωμένη στην καταβολή τόκων για όσο χρονικό διάστημα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ο προσδιορισμός του σημερινού ύψους του οφειλόμενου ποσού από τη Γερμανία στην Ελλάδα, με την προσθήκη τόκων συναρτάται αποκλειστικά από την επιλογή του επιτοκίου και τη χρήση ή όχι του ανατοκισμού.
Τέλος, τόσο κατά το ελληνικό Δημόσιο όσο και κατά την ΤτΕ πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι εγεννήθη νομικά βάσιμη απαίτηση για το ως άνω ποσό του «κατοχικού δανείου», πλέον τόκων, υπέρ του ελληνικού Δημοσίου εις βάρος του γερμανικού Γ' Ράιχ, του οποίου διάδοχος είναι ήδη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει σαφώς ότι το κατοχικό δάνειο είναι ένα κανονικό δάνειο με καθαρά συμβατικό χαρακτήρα. Αλλωστε η ίδια η (μεταγενέστερη) πρακτική των κρατών και ιδίως της Γερμανίας και της Ιταλίας δείχνει ότι θεωρούσαν το κατοχικό δάνειο ως κανονικό δάνειο, και έκαναν πάντοτε διάκριση μεταξύ των εξόδων κατοχής και των πιστώσεων. Ο δε ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις ήταν λογαριασμός όχι των αρχών κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων, και αυτό γινόταν κατ' απαίτηση των ίδιων των αρχών κατοχής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους («ΒΗΜΑ», 16.12.1990, δήλωση του διοικητή της ΤτΕ Ξεν. Ζολώτα).
Πράγματι, το γερμανικό Γ' Ράιχ, από τον Απρίλιο του 1943, συνεπές στην τροποποίηση της 2.12.1942, άρχισε να επιστρέφει το κατοχικό δάνειο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλε κάποιες εξοφλητικές δόσεις. Αυτές που αρνήθηκαν και αρνούνται ακόμη να εκπληρώσουν τις δανειακές αυτές υποχρεώσεις προς την Ελλάδα είναι οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις, παρ' ότι ο Γερμανός καγκελάριος Ερχαρτ με δήλωσή του, το έτος 1964, δεσμεύτηκε για την επιστροφή του υπόλοιπου ποσού του δανείου μετά την επανένωση της Γερμανίας.
Το επιχείρημα της εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς την Ελλάδα
Κατά τη γερμανική πλευρά, η Γερμανία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18.3.1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων για λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας και υπέστησαν ζημίες ελευθερίας ή υγείας εξαιτίας των μέτρων δίωξης (άρθρο 1), ύψους 115 εκατ. μάρκων. Εκτός του ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη 2 έτη μετά τη δήθεν «παραίτηση» Καραμανλή, γεγονός που δείχνει την αντιφατικότητα των γερμανικών επιχειρημάτων, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο. Καλύπτει μέρος μόνο των γενικότερων απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις, αλλά οπωσδήποτε όχι το κατοχικό δάνειο.
Τελικά η Γερμανία, με επιστολή της προς την Ελλάδα (5.7.1988), αναγνωρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν περιλαμβάνει γενικές πολεμικές ζημιές, αλλά μόνον αποζημιώσεις για μέτρα διώξεως εκ μέρους εθνικοσοσιαλιστών για φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία.
Επιχειρήματα από τη συμμετοχή της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση
Οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι προδήλως αβάσιμοι και εύκολα καταρρίπτονται. Πράγματι η γερμανική βοήθεια για την άμυνα της Δύσης δόθηκε μεν στην Ελλάδα, αλλά δόθηκε και στην Τουρκία και στην Πορτογαλία, που δεν έλαβαν μέρος στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και βέβαια η βοήθεια αυτή στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ουδεμία σχέση έχει με το κατοχικό δάνειο. Ως προς τη βοήθεια στο πλαίσιο της Ε.Ε., η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτημα Ελληνα ευρωβουλευτή, κατέστησε σαφές ότι οι κοινοτικοί πόροι και η κατανομή τους δεν θεωρούνται εισφορές μιας χώρας-μέλους προς μία άλλη, αλλά είναι ενιαία κοινοτικά κονδύλια.
Το επιχείρημα της παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων από το κατοχικό δάνειο
Με τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη Ιωάννη Μπουρλογιάννη - Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann, εζητείτο, όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Θα μπορούσε όμως να προβληθεί το επιχείρημα της παραγραφής σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης του κατοχικού δανείου ενώπιον ενός κρατικού ή υπερκρατικού (διεθνούς) δικαιοδοτικού οργάνου;
Μια πρώτη απάντηση, που έχει ισχύ και για το κατοχικό δάνειο, θα μπορούσε να είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή, εφ' όσον η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 προέβλεπε την αναστολή των αξιώσεων. Και δεύτερο, μια τέτοια τοποθέτηση της Γερμανίας θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, η οποία ισχύει και στο διεθνές δίκαιο.
Στην περίπτωση του κατοχικού δανείου, έχουν περάσει μέχρι σήμερα 68 χρόνια. Μπορεί να πει κανείς ότι ένα δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι το διάστημα αυτό είναι αρκετό για την παραγραφή; Η προσήκουσα απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Και αυτό όχι με το να εκτιμηθεί ότι τα 68 χρόνια είναι λίγα ή πολλά, αλλά για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η ίδια η ενδιαφερόμενη χώρα, η οποία έχει συμφέρον να προβάλει την ένσταση, δηλαδή η Γερμανία, είχε συμφωνήσει στην αναστολή του οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων μέχρι την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και αυτό είχε γίνει ρητώς και ειδικώς δεκτό στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 5). Παρ' ότι η ενοποίηση αυτή επήλθε το 1990, η Γερμανία αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση. Σύμφωνα, όμως, με τους διεθνείς κανόνες, μια τέτοια «παραβατική» συμπεριφορά δεν εμποδίζει την έναρξη χρόνου για την παραγραφή. Και έχουν ήδη περάσει 22 χρόνια. Με δεδομένο, όμως, ότι κατά το διεθνές δίκαιο και τα διεθνώς κρατούντα η παραγραφή για απαιτήσεις μεταξύ κρατών υπερβαίνει, προφανώς, αυτό το χρονικό όριο, δεν έχει επέλθει η εν λόγω παραγραφή.
Δεύτερον, η παραγραφή μπορεί να διακοπεί αν υπάρξει διπλωματική παράσταση προς τη Γερμανία. Από τη στιγμή που θα γίνει αυτό, δεν μπορεί να ξεκινήσει νέα προθεσμία για παραγραφή κατά τα διεθνώς κρατούντα. Πράγματι, ως προς το θέμα του κατοχικού δανείου οι ελληνικές κυβερνήσεις τόνιζαν, μετά το 1990, ότι η Ελλάδα το θεωρεί ανοιχτό θέμα και το 1995 επιδίδεται ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, όπου τίθεται και το θέμα του κατοχικού δανείου. Ηδη, δε, το 1991 ο τότε ΥΠΕΞ. Α. Σαμαράς είχε θέσει το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου στον Γερμανό ομόλογό του Ντ. Γκέσνερ. Αλλά και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1996. Με βάση τα ανωτέρω, η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει διακοπεί οριστικά.
Η δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς
Η επιδίωξη της ικανοποίησης της ελληνικής πλευράς μέσω διπλωματικών χειρισμών παραμένει η ορθότερη και πλέον ρεαλιστική οδός, εν όψει του ότι μια ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων από το κατοχικό δάνειο δεν θα έχει επιπτώσεις σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων κρατών, αφού η ελληνική περίπτωση αποτελεί σήμερα το μόνο εναπομένον κατοχικό δάνειο. (Η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία ικανοποιήθηκαν για τις ανάλογες αξιώσεις τους κατά της Γερμανίας κατά τις προαναφερθείσες μεταξύ τους συμβιβαστικές συμφωνίες).
Επίσης μια προοπτική είναι αυτή της προσφυγής στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 28), αφού πρώτα αντιμετωπισθεί το ζήτημα που δημιουργεί το άρθρο 7 παρ. 4 του χάρτη του Δικαστηρίου, που προσδιορίζει τη σύνθεσή του με τη συμμετοχή τεσσάρων μελών (από τα δέκα) διοριζομένων από τη Γερμανία, χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα της Ελλάδος.
Ακόμη είναι δυνατή η προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια προσφυγή, είναι απαραίτητο και οι δύο πλευρές -Ελλάδα, Γερμανία- να έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με έναν από τους τρόπους που προσδιορίζονται στο Καταστατικό του Δικαστηρίου. Και η μεν Ελλάδα έχει προβεί σε σχετική δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η Γερμανία όμως έχει αποφύγει συστηματικά, και πριν αλλά και μετά την ενοποίηση του 1990, να προβεί σε αντίστοιχη δήλωση για το κατοχικό δάνειο. Αυτό το έκανε μόλις το 2008, τη συνόδεψε όμως με τον περιορισμό ότι δεσμεύεται μόνο σε σχέση με γεγονότα που έχουν λάβει χώρα μετά την ημερομηνία της δήλωσης αυτής (1.5.2008). Με τον τρόπο αυτό η Γερμανία «θωρακίστηκε» απέναντι στο ενδεχόμενο ακριβώς των προσφυγών για τις επανορθώσεις πολέμου καθώς και του κατοχικού δανείου της Ελλάδος.
Εσχατη, προς έρευνα, δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς από το κατοχικό δάνειο είναι η προσφυγή της κατά της Γερμανίας στα εσωτερικά (ελληνικά) δικαστήρια, με δικαίωμα παρέμβασης της ΤτΕ υπέρ του ελληνικού Δημοσίου. (1), (2), (3)
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2012
Ιωάννης Παπανικολάου
αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.
(1) Αντώνης Μπρεδήμας: «Το κατοχικό δάνειο: μια εναλλακτική προοπτική δικαίωσης;» Νο Β 58 σελ. 102 επ.
(2) Τάσος Ηλιαδάκης: «Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο», ιδίως σελ. 199 έως 256.
(3) Ιωάννης Μπουρλογιάννης - Τσαγγαρίδης: «Εγκλήματα πολέμου και κρατική ετεροδικία». Εφημερίδα «Εστία», 22.1.2011
Στη δημοσιότητα βγήκε η απόρρητη έκθεση που συνέταξε ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Παπανικολάου και περιλαμβάνει όλα τα νομικά επιχειρήματα και τις κινήσεις που πρέπει κάνει η χώρα μας για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Η έκθεση βρίσκεται από τον περασμένο Δεκέμβριο στα χέρια του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Φώτη Κουβέλη.
Στην έκθεση αναφέρονται τα εξής:
Το ιστορικό των συμβάσεων
Στις 14.3.1942 περατώθηκε στη Ρώμη η Δημοσιονομική Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, η οποία, μεταξύ άλλων, κατέληξε στη σύναψη μιας συμφωνίας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις κατοχής που αφορούσε την Ελλάδα, την οποία υπέγραψαν οι πληρεξούσιοι της Ιταλίας και Γερμανίας στην Ελλάδα, Γκίτζι και Αλτενμπουργκ.
Στην Ελλάδα η συμφωνία ανακοινώθηκε έπειτα από εννέα ημέρες με τη ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 του Αλτενμπουργκ.
Ο Ιταλός πληρεξούσιος την ανήγγειλε με το σημείωμά του Ν.04/6406/461/23.3.1942.
Με τη σειρά του ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να συμμορφωθεί προς τη ρηματική διακοίνωση του Γερμανού πληρεξουσίου (αριθ. Εγγράφου ΕΠ 409/2.4.1942).
Η συμφωνία αυτή συνίστατο στα εξής:
Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να καταβάλει στις δύο δυνάμεις κατοχής και σε ίσο μερίδιο για έξοδα κατοχής το ποσό των 1,5 δισ. δραχμών. Δεύτερον, οι πέραν του ποσού αυτού αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές και θα είναι άτοκες. Τρίτον, η επιστροφή των πέραν των 1,5 δισ. δραχμών ποσών αυτών θα γίνει αργότερα. (Αρθρα 2, 3 και 4 της συμφωνίας). Προστέθηκε, δε, ότι η εν λόγω συμφωνία θα είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρο 5).
Στις 2.12.1942 υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις κυβερνήσεις (Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδας) συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα στοιχεία: α) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. β) Ο δανεισμός σταματά την 1η Απριλίου 1943, οπότε και αρχίζει η άτοκη επιστροφή τους, ανεξάρτητα, δηλαδή, από το πότε λήγει ο πόλεμος. γ) Αντί των 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14.3.1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δισ. δραχμών μηνιαίως. Τα επιπλέον ποσά «...θα άγωνται εις χρέωσιν, υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, των κυβερνήσεων Ιταλίας ή Γερμανίας...». δ) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονται από τον Απρίλιο 1943 σε μηνιαίες δόσεις που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31η Μαρτίου 1943. Πάντως, διατηρήθηκε η ρήτρα ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο.
Μια νέα συμφωνία ανάμεσα στις τρεις χώρες υπογράφηκε στις 18.5.1943. Με τη νέα τροποποίηση - αναπροσαρμογή: α) Καταργείται ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, δηλαδή των 8 δισ. δραχμών κατά μήνα, που θέσπιζε η πρώτη τροποποίηση της 2.12.1942. β) Εκτός του τιμαρίθμου τροφίμων, που ορίζει η συμφωνία της 2.12.1942, θα λαμβάνονται υπ' όψιν και άλλοι τρεις τιμάριθμοι: των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, όπως ειδικότερα ορίζεται στην τελευταία αυτή συμβατική τροποποίηση. Και γ) η συμφωνία ισχύει από 1.4.1943.
Το ύψος των ελληνικών αξιώσεων και η νομική διάσταση των συμφωνιών αυτών
Το δάνειο της πρώτης συμφωνίας, μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, συνιστά «αναγκαστικό δάνειο». Οι μετέπειτα ως άνω τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας της Ρώμης το μετέτρεψαν σε συμβατικό, αφού μετέσχε σε αυτές, ως αντισυμβαλλόμενη δανείστρια και η Ελλάδα. Η δε μετατροπή αυτή έχει αναδρομική ισχύ.
Το άθροισμα των οριστικών χρεώσεων που έγιναν από την ΤτΕ προς τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, μέσω των αντίστοιχων λογαριασμών, πέραν και επί πλέον των «εξόδων κατοχής», συνιστά το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου, το οποίο η ΤτΕ χορήγησε, κατ' εντολή του Δημοσίου, χρηματοδοτώντας τις πέραν και εκτός των εξόδων κατοχής απαιτήσεις του γερμανικού Γ' Ράιχ από την άνω δανειακή σύμβαση, όπως κάθε φορά ίσχυε τροποποιούμενη.
Οι καταβολές προς τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής εκτελέστηκαν από την ΤτΕ για λογαριασμό και με χρέωση του ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο της εκ του νόμου σχέσης εντολής που συνδέει τη ΤτΕ ως Ταμία του. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ΤτΕ ενεργούσε ως απλή εντολοδόχος του Δημοσίου και όχι δι' ίδιον λογαριασμόν και, επομένως, δανειστής των πιστώσεων, άρα και δικαιούχος της απαίτησης κατά της Γερμανίας, ως διαδόχου του γερμανικού Γ' Ράιχ, είναι το ελληνικό Δημόσιο, όπως νομικώς ορθά ισχυρίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα η ΤτΕ.
Το συνολικό ύψος του δανείου που καταβλήθηκε από την Ελλάδα στις δυνάμεις κατοχής, μέσω της ΤτΕ, αναγράφεται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ έτους 1947 επί των ισολογισμών των ετών 1941, 1944, 1945 και 1946, όπου φέρεται ότι ανήλθε, καθ' όσον αφορά τη Γερμανία, στο ποσόν των 1.530.033.302.528.819 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί προς USD 215.662.040,54 του τέλους 1944, κατά τον πλέον πρόσφατο υπολογισμό της ΤτΕ. Η τελευταία υπολόγισε, κατά μετατροπή, τη χρέωση της Γερμανίας σε λίρες Αγγλίας ως ανερχόμενη στο ποσό των 3.670.610 (χρ. λίρες Αγγλίας). Από τον καθηγητή Δερτιλή το ποσόν αυτό εκτιμάται στις 4.519.302 χ.λ.Α. (χρυσές λίρες Αγγλίας), ενώ από γερμανικής πλευράς δίδονται χαμηλότερα ποσά: 3.800.000 αγγλικές λίρες (συμπεριλαμβανομένου όμως και του μεριδίου της Ιταλίας) και 250 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 450 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα (Nestler). Ο Αλτενμπουργκ τον Ιούλιο του 1964, με έγγραφό του στο γερμανικό ΥΠΕΞ, υπολογίζει τη δανειακή οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα σε 200 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 400 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Εκπεφρασμένο σε δολάρια το ποσόν αυτό ποικίλλει, αν και όχι σημαντικά, ανάλογα με την εκτίμηση της αξίας της χρυσής λίρας Αγγλίας προς το δολάριο κατά την Κατοχή: 160 εκατ. δολάρια σύμφωνα με επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις, 265 εκατ. δολάρια για τον καθηγητή Αγγ. Αγγελόπουλο και 227 εκατ. δολάρια σύμφωνα με την έκθεση Ι. Πασσιά (του 1963) στον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων. Ασφαλώς και σύμφωνα με τη σύμβαση της 14.3.1942 τα ποσά του δανείου είναι άτοκα (άρθρ. 3). Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα συμφωνία της 2.12.1942. Η ύπαρξη ατόκων δανείων, με πρωτοβουλία του δανειοδοτούντος, για λόγους αναπτυξιακούς, δεν είναι άγνωστη στο διεθνές δίκαιο. Αλλά στην περίπτωση του κατοχικού δανείου ήταν προϊόν της βούλησης αποκλειστικά και μόνον του δανειοδοτουμένου (Γερμανία, Ιταλία), κατάσταση που εξηγείται ασφαλώς από τον άνισο συσχετισμό δυνάμεων. Η συμφωνία της 2.12.1942 προέβλεπε ότι τα ήδη καταβληθέντα δανειακά ποσά, καθώς και αυτά που θα καταβάλλονταν μέχρι 31.3.1943, θα αρχίσουν να εξοφλούνται από 1.4.1943 (παρ. β). Είναι, όμως γνωστό ότι με αποδεδειγμένη, εξ εγγράφων, εξαίρεση καταβολής κάποιων δόσεων, οι επιστροφές των δανειακών ποσών δεν έλαβαν ποτέ χώρα.
Στο διεθνές δίκαιο, περιπτώσεις μη εκτέλεσης των όρων της δανειακής σύμβασης αντιμετωπίζονται υπό δύο οπτικές γωνίες: είτε η αδυναμία καταβολής θεωρείται «αδυναμία εκτέλεσης», δηλαδή ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας αποπληρωμής, οπότε γίνεται δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί προσωρινά να μην αποπληρώσει, είτε της δυνατότητας πληρωμής, οπότε συντρέχει παραβίαση της υποχρέωσης καταβολής και είναι αναγκαία η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς.
Στην πρώτη περίπτωση αναστέλλεται η πληρωμή κεφαλαίου και τόκων, οι οποίοι εξακολουθούν να «τρέχουν», η δε καταβολή τους γίνεται όταν το κράτος είναι σε θέση να το κάνει. Σε σχέση με το κατοχικό δάνειο ασφαλώς οι γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και η Γερμανία συνολικότερα, υφίσταντο πιέσεις ως εκ της διεξαγωγής του πολέμου, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας δεν επέτρεπε τη σταδιακή εξόφληση του κατοχικού δανείου... Οσον αφορά τη δεύτερη λύση, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο όσο και μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, να διεκδικήσει την επιστροφή του δανείου. Ετσι, και στη μία και στην άλλη περίπτωση η Γερμανία ήταν και είναι υποχρεωμένη στην καταβολή τόκων για όσο χρονικό διάστημα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ο προσδιορισμός του σημερινού ύψους του οφειλόμενου ποσού από τη Γερμανία στην Ελλάδα, με την προσθήκη τόκων συναρτάται αποκλειστικά από την επιλογή του επιτοκίου και τη χρήση ή όχι του ανατοκισμού.
Τέλος, τόσο κατά το ελληνικό Δημόσιο όσο και κατά την ΤτΕ πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι εγεννήθη νομικά βάσιμη απαίτηση για το ως άνω ποσό του «κατοχικού δανείου», πλέον τόκων, υπέρ του ελληνικού Δημοσίου εις βάρος του γερμανικού Γ' Ράιχ, του οποίου διάδοχος είναι ήδη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει σαφώς ότι το κατοχικό δάνειο είναι ένα κανονικό δάνειο με καθαρά συμβατικό χαρακτήρα. Αλλωστε η ίδια η (μεταγενέστερη) πρακτική των κρατών και ιδίως της Γερμανίας και της Ιταλίας δείχνει ότι θεωρούσαν το κατοχικό δάνειο ως κανονικό δάνειο, και έκαναν πάντοτε διάκριση μεταξύ των εξόδων κατοχής και των πιστώσεων. Ο δε ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις ήταν λογαριασμός όχι των αρχών κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων, και αυτό γινόταν κατ' απαίτηση των ίδιων των αρχών κατοχής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους («ΒΗΜΑ», 16.12.1990, δήλωση του διοικητή της ΤτΕ Ξεν. Ζολώτα).
Πράγματι, το γερμανικό Γ' Ράιχ, από τον Απρίλιο του 1943, συνεπές στην τροποποίηση της 2.12.1942, άρχισε να επιστρέφει το κατοχικό δάνειο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλε κάποιες εξοφλητικές δόσεις. Αυτές που αρνήθηκαν και αρνούνται ακόμη να εκπληρώσουν τις δανειακές αυτές υποχρεώσεις προς την Ελλάδα είναι οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις, παρ' ότι ο Γερμανός καγκελάριος Ερχαρτ με δήλωσή του, το έτος 1964, δεσμεύτηκε για την επιστροφή του υπόλοιπου ποσού του δανείου μετά την επανένωση της Γερμανίας.
Το επιχείρημα της εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς την Ελλάδα
Κατά τη γερμανική πλευρά, η Γερμανία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18.3.1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων για λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας και υπέστησαν ζημίες ελευθερίας ή υγείας εξαιτίας των μέτρων δίωξης (άρθρο 1), ύψους 115 εκατ. μάρκων. Εκτός του ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη 2 έτη μετά τη δήθεν «παραίτηση» Καραμανλή, γεγονός που δείχνει την αντιφατικότητα των γερμανικών επιχειρημάτων, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο. Καλύπτει μέρος μόνο των γενικότερων απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις, αλλά οπωσδήποτε όχι το κατοχικό δάνειο.
Τελικά η Γερμανία, με επιστολή της προς την Ελλάδα (5.7.1988), αναγνωρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν περιλαμβάνει γενικές πολεμικές ζημιές, αλλά μόνον αποζημιώσεις για μέτρα διώξεως εκ μέρους εθνικοσοσιαλιστών για φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία.
Επιχειρήματα από τη συμμετοχή της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση
Οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι προδήλως αβάσιμοι και εύκολα καταρρίπτονται. Πράγματι η γερμανική βοήθεια για την άμυνα της Δύσης δόθηκε μεν στην Ελλάδα, αλλά δόθηκε και στην Τουρκία και στην Πορτογαλία, που δεν έλαβαν μέρος στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και βέβαια η βοήθεια αυτή στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ουδεμία σχέση έχει με το κατοχικό δάνειο. Ως προς τη βοήθεια στο πλαίσιο της Ε.Ε., η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτημα Ελληνα ευρωβουλευτή, κατέστησε σαφές ότι οι κοινοτικοί πόροι και η κατανομή τους δεν θεωρούνται εισφορές μιας χώρας-μέλους προς μία άλλη, αλλά είναι ενιαία κοινοτικά κονδύλια.
Το επιχείρημα της παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων από το κατοχικό δάνειο
Με τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη Ιωάννη Μπουρλογιάννη - Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann, εζητείτο, όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Θα μπορούσε όμως να προβληθεί το επιχείρημα της παραγραφής σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης του κατοχικού δανείου ενώπιον ενός κρατικού ή υπερκρατικού (διεθνούς) δικαιοδοτικού οργάνου;
Μια πρώτη απάντηση, που έχει ισχύ και για το κατοχικό δάνειο, θα μπορούσε να είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή, εφ' όσον η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 προέβλεπε την αναστολή των αξιώσεων. Και δεύτερο, μια τέτοια τοποθέτηση της Γερμανίας θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, η οποία ισχύει και στο διεθνές δίκαιο.
Στην περίπτωση του κατοχικού δανείου, έχουν περάσει μέχρι σήμερα 68 χρόνια. Μπορεί να πει κανείς ότι ένα δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι το διάστημα αυτό είναι αρκετό για την παραγραφή; Η προσήκουσα απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Και αυτό όχι με το να εκτιμηθεί ότι τα 68 χρόνια είναι λίγα ή πολλά, αλλά για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η ίδια η ενδιαφερόμενη χώρα, η οποία έχει συμφέρον να προβάλει την ένσταση, δηλαδή η Γερμανία, είχε συμφωνήσει στην αναστολή του οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων μέχρι την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και αυτό είχε γίνει ρητώς και ειδικώς δεκτό στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 5). Παρ' ότι η ενοποίηση αυτή επήλθε το 1990, η Γερμανία αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση. Σύμφωνα, όμως, με τους διεθνείς κανόνες, μια τέτοια «παραβατική» συμπεριφορά δεν εμποδίζει την έναρξη χρόνου για την παραγραφή. Και έχουν ήδη περάσει 22 χρόνια. Με δεδομένο, όμως, ότι κατά το διεθνές δίκαιο και τα διεθνώς κρατούντα η παραγραφή για απαιτήσεις μεταξύ κρατών υπερβαίνει, προφανώς, αυτό το χρονικό όριο, δεν έχει επέλθει η εν λόγω παραγραφή.
Δεύτερον, η παραγραφή μπορεί να διακοπεί αν υπάρξει διπλωματική παράσταση προς τη Γερμανία. Από τη στιγμή που θα γίνει αυτό, δεν μπορεί να ξεκινήσει νέα προθεσμία για παραγραφή κατά τα διεθνώς κρατούντα. Πράγματι, ως προς το θέμα του κατοχικού δανείου οι ελληνικές κυβερνήσεις τόνιζαν, μετά το 1990, ότι η Ελλάδα το θεωρεί ανοιχτό θέμα και το 1995 επιδίδεται ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, όπου τίθεται και το θέμα του κατοχικού δανείου. Ηδη, δε, το 1991 ο τότε ΥΠΕΞ. Α. Σαμαράς είχε θέσει το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου στον Γερμανό ομόλογό του Ντ. Γκέσνερ. Αλλά και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1996. Με βάση τα ανωτέρω, η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει διακοπεί οριστικά.
Η δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς
Η επιδίωξη της ικανοποίησης της ελληνικής πλευράς μέσω διπλωματικών χειρισμών παραμένει η ορθότερη και πλέον ρεαλιστική οδός, εν όψει του ότι μια ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων από το κατοχικό δάνειο δεν θα έχει επιπτώσεις σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων κρατών, αφού η ελληνική περίπτωση αποτελεί σήμερα το μόνο εναπομένον κατοχικό δάνειο. (Η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία ικανοποιήθηκαν για τις ανάλογες αξιώσεις τους κατά της Γερμανίας κατά τις προαναφερθείσες μεταξύ τους συμβιβαστικές συμφωνίες).
Επίσης μια προοπτική είναι αυτή της προσφυγής στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 28), αφού πρώτα αντιμετωπισθεί το ζήτημα που δημιουργεί το άρθρο 7 παρ. 4 του χάρτη του Δικαστηρίου, που προσδιορίζει τη σύνθεσή του με τη συμμετοχή τεσσάρων μελών (από τα δέκα) διοριζομένων από τη Γερμανία, χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα της Ελλάδος.
Ακόμη είναι δυνατή η προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια προσφυγή, είναι απαραίτητο και οι δύο πλευρές -Ελλάδα, Γερμανία- να έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με έναν από τους τρόπους που προσδιορίζονται στο Καταστατικό του Δικαστηρίου. Και η μεν Ελλάδα έχει προβεί σε σχετική δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η Γερμανία όμως έχει αποφύγει συστηματικά, και πριν αλλά και μετά την ενοποίηση του 1990, να προβεί σε αντίστοιχη δήλωση για το κατοχικό δάνειο. Αυτό το έκανε μόλις το 2008, τη συνόδεψε όμως με τον περιορισμό ότι δεσμεύεται μόνο σε σχέση με γεγονότα που έχουν λάβει χώρα μετά την ημερομηνία της δήλωσης αυτής (1.5.2008). Με τον τρόπο αυτό η Γερμανία «θωρακίστηκε» απέναντι στο ενδεχόμενο ακριβώς των προσφυγών για τις επανορθώσεις πολέμου καθώς και του κατοχικού δανείου της Ελλάδος.
Εσχατη, προς έρευνα, δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς από το κατοχικό δάνειο είναι η προσφυγή της κατά της Γερμανίας στα εσωτερικά (ελληνικά) δικαστήρια, με δικαίωμα παρέμβασης της ΤτΕ υπέρ του ελληνικού Δημοσίου. (1), (2), (3)
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2012
Ιωάννης Παπανικολάου
αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.
(1) Αντώνης Μπρεδήμας: «Το κατοχικό δάνειο: μια εναλλακτική προοπτική δικαίωσης;» Νο Β 58 σελ. 102 επ.
(2) Τάσος Ηλιαδάκης: «Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο», ιδίως σελ. 199 έως 256.
(3) Ιωάννης Μπουρλογιάννης - Τσαγγαρίδης: «Εγκλήματα πολέμου και κρατική ετεροδικία». Εφημερίδα «Εστία», 22.1.2011