Τις τελευταίες μέρες στα γερμανικά ΜΜΕ γίνεται μεγάλη σπέκουλα με τη δημοσίευση της έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα η μέση γερμανική οικογένεια είναι κατά πολύ πτωχότερη της μέσης ισπανικής, ιταλικής, κυπριακής ακόμα και... ελληνικής οικογένειας. Ο μέσος πλούτος των νοικοκυριών τους είναι λιγότερος από εκείνον των Ελλήνων και των Κύπριων, που καλούνται να «σώσουν».
Κατά τα στοιχεία της περιόδου 2008-2010, η μέση περιουσία των πολιτών στο Λουξεμβούργο ήταν 397.800 ευρώ, στην Κύπρο 266.900 ευρώ και στην Μάλτα 215.900 ευρώ.Τα αντίστοιχα ποσά για την Γερμανία ήταν 51.000 ευρώ, για την Ολλανδία 103.600 ευρώ και για την Φινλανδία 85.500 ευρώ.
Από τις χώρες οι οποίες έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα διάσωσης, μόνο οι πολίτες στην Ελλάδα (101.900 ευρώ) και στην Πορτογαλία (75.200 ευρώ) κατείχαν λιγότερο πλούτο από τις χώρες με ΑΑΑ. Οι πολίτες στην Ισπανία και στην Ιταλία εμφανίζονται σημαντικά πλουσιότεροι, με 182.700 και 173.500 ευρώ αντίστοιχα.
Τα πρωτοσέλιδα στον γερμανικό τύπο βροντοφωνάζουν: «Οι πτωχοί γερμανοί διασώζουν με εκατοντάδες δισεκατομμύρια τους πλούσιους νοτιο-ευρωπαίους». Ο τίτλος άρθρου του γνωστού Spiegel(με πρωτοσέλιδη μάλιστα φωτογραφία Έλληνα με το γαϊδούρι φορτωμένο χρήματα): «Το ψέμα της φτώχειας: Πώς οι ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σε κρίση καμουφλάρουν τον πλούτο τους»
Τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ αν και αφορούν περίοδο πριν τα «μνημόνια»-στο μεταξύ η καθίζηση των τιμών ακινήτων στις χώρες του Νότου μείωσε δραστικά τον πλούτο των οικογενειών εδώ-από πρώτη ματιά δεν είναι τελείως λάθος. Απλά θα πρέπει να ερμηνευθούν σωστά. Πρώτα -πρώτα υπάρχει μια αρκετά μεγάλη διαφορά στη σύνθεση των νοικοκυριών στο Βορρά και στο Νότο. Στο Βορρά είναι ολιγομελή, ενώ στο Νότο αποτελούνται από περισσότερα άτομα(στη Γερμανία π.χ. σχεδόν το 25% των νοικοκυριών είναι μονογονεϊκά). Έτσι σε σχέση με τον πληθυσμό ο παρονομαστής στον μέσο όρο του πλούτου είναι ουσιαστικά μεγαλύτερος και άρα το κλάσμα μικρότερο. Πιο σωστό θα ήταν να γινόταν αναγωγή του πλούτου ανά άτομο και όχι ανά νοικοκυριό.
Ειδικά για την Ελλάδα, οι περισσότεροι γονείς-κύρια της μεσαίας τάξης- έχουν κτίσει με τις οικονομίες τους-παλιότερα και με αντιπαροχή, τα τελευταία χρόνια και με στεγαστικά δάνεια-και για τα παιδιά τους. Έτσι μπορεί να εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες και νέες οικογένειες που μπορεί να μην έχουν καν εισόδημα. Η ιδιοκατοίκηση είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού μικροαστικού τρόπου ζωής. Αντίθετα η γερμανική μεσαία τάξη προτιμά τις οικονομίες της είτε να τις καταναλώνει(αγοράζοντας π.χ. μεγάλα αυτοκίνητα), είτε να τις καταθέτει σε τράπεζες, είτε να τις επενδύει σε μετοχές, ασφάλειες ζωής ή σε φαντς(ακόμη και σε «πράσινα» τέτοια, όπως για εγκαταστάσεις εναλλακτικών μορφών ενέργειας). Αυτήν την ακίνητη περιουσία δεν την έχει λάβει υπόψη της η ΕΚΤ στη μελέτη της, εσκεμμένα μάλλον.
Από την άλλη η νομισματική ενοποίηση δημιούργησε μεγάλες ανισότητες π.χ. εντός της Γερμανίας. Μειώθηκε συστηματικά το βιοτικό επίπεδο των γερμανών εργαζόμενων. Αυτό έγινε γιατί όλο και περισσότεροι Γερμανοί αναγκάζονται να εργασθούν με υποτιμημένα συμβόλαια εργασίας ή με μειωμένα ωράρια ή σε ελαστικές σχέσεις εργασίας με αποτέλεσμα τη πτώση των εισοδημάτων τους. Αντίθετα η χώρα, στο σύνολό της(σαν ΑΕΠ) πλούτιζε, βέβαια υπέρ των γερμανών προνομιούχων, που το ίδιο διάστημα 8πλασίασαν τον πλούτο τους.
Αυτό συνέβη μετά την γερμανική ενοποίηση, επειδή στις τάξεις των ανέργων προστέθηκαν αρκετά εκατομμύρια ανατολικογερμανών των οποίων οι θέσεις εργασίας εξανεμίστηκαν. Έτσι οι γερμανικές βιομηχανίες απέκτησαν πρόσβαση σε πολλά εκατομμύρια εργαζόμενων διατεθειμένων να εργασθούν για ψίχουλα. Ακόμα και στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες των οποίων απορρόφησαν την βαριά βιομηχανία (π.χ. την αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχίας και της Σλοβακίας). Λογικό ήταν οι πραγματικοί μισθοί στην τέως Δυτική Γερμανία να συρρικνωθούν.
Με το φάσμα της ανεργίας, τα ισχυρά γερμανικά συνδικάτα αποφάσισαν να κάνουν συμβιβασμό. Δεν ζητούσαν πλέον αυξήσεις μισθών, αλλά μόνο διατήρηση των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που καταλήγει στα χέρια των εργαζόμενων συνολικά. Μάλιστα
περίπου το 23% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω του επίσημου ορίου της φτώχειας. Όταν ακούν αυτοί οι άνθρωποι για τα δις που πάνε στις τράπεζες της χώρας τους, στις τράπεζες του Νότου, στα δημόσια ταμεία των ελλειμματικών χωρών, εξοργίζονται. Έτσι γίνονται εύκολα θύματα του καθεστωτικού τύπου, των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης(ΜΜΕ) και των πιο μαύρων εθνικιστικών αντιλήψεων.
Δεν είναι τυχαίο και ότι αυτές τις μέρες δημιουργήθηκε και ένα άλλο πολιτικό κόμμα που ζητά και την φυγή της Γερμανίας από το Ευρώ και την επιστροφή στο Μάρκο. Σπεκουλάρει ακριβώς πάνω σε αυτό: δε θα πληρώνουμε εμείς οι εργατικοί και χαμηλά αμειβόμενοι γερμανοί τους τεμπέληδες και πλουσιότερους του Νότου.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι το ευρώ έχει διαφορετική αγοραστική δύναμη στη Γερμανία π.χ. από ότι στην Ισπανία ή την Ελλάδα. Αυτό φαίνεται π.χ. στις τιμές των ακινήτων: ένα δυάρι στο Βερολίνο-πριν την κρίση-έκανε 50.000-60.000 Ε, ενώ στην Αθήνα πάνω από 70-80.000 (ανάλογα την περιοχή) ή στην Ισπανία ακόμα πιο ακριβά. Έτσι ο κάτοχος της Αθήνας φαίνεται πλουσιότερος από τον κάτοχο του Βερολίνου. Στην Ελλάδα υπήρχε "φούσκα" στην οικοδομή, ενώ στη γερμανία όχι. Αυτό δεν το έλαβε βέβαια υπόψη η ΕΚΤ, γιατί θεωρεί ότι το ευρώ είναι ενιαίο νόμισμα στην ευρωζώνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι!
Κατά τα στοιχεία της περιόδου 2008-2010, η μέση περιουσία των πολιτών στο Λουξεμβούργο ήταν 397.800 ευρώ, στην Κύπρο 266.900 ευρώ και στην Μάλτα 215.900 ευρώ.Τα αντίστοιχα ποσά για την Γερμανία ήταν 51.000 ευρώ, για την Ολλανδία 103.600 ευρώ και για την Φινλανδία 85.500 ευρώ.
Από τις χώρες οι οποίες έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα διάσωσης, μόνο οι πολίτες στην Ελλάδα (101.900 ευρώ) και στην Πορτογαλία (75.200 ευρώ) κατείχαν λιγότερο πλούτο από τις χώρες με ΑΑΑ. Οι πολίτες στην Ισπανία και στην Ιταλία εμφανίζονται σημαντικά πλουσιότεροι, με 182.700 και 173.500 ευρώ αντίστοιχα.
Τα πρωτοσέλιδα στον γερμανικό τύπο βροντοφωνάζουν: «Οι πτωχοί γερμανοί διασώζουν με εκατοντάδες δισεκατομμύρια τους πλούσιους νοτιο-ευρωπαίους». Ο τίτλος άρθρου του γνωστού Spiegel(με πρωτοσέλιδη μάλιστα φωτογραφία Έλληνα με το γαϊδούρι φορτωμένο χρήματα): «Το ψέμα της φτώχειας: Πώς οι ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σε κρίση καμουφλάρουν τον πλούτο τους»
Τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ αν και αφορούν περίοδο πριν τα «μνημόνια»-στο μεταξύ η καθίζηση των τιμών ακινήτων στις χώρες του Νότου μείωσε δραστικά τον πλούτο των οικογενειών εδώ-από πρώτη ματιά δεν είναι τελείως λάθος. Απλά θα πρέπει να ερμηνευθούν σωστά. Πρώτα -πρώτα υπάρχει μια αρκετά μεγάλη διαφορά στη σύνθεση των νοικοκυριών στο Βορρά και στο Νότο. Στο Βορρά είναι ολιγομελή, ενώ στο Νότο αποτελούνται από περισσότερα άτομα(στη Γερμανία π.χ. σχεδόν το 25% των νοικοκυριών είναι μονογονεϊκά). Έτσι σε σχέση με τον πληθυσμό ο παρονομαστής στον μέσο όρο του πλούτου είναι ουσιαστικά μεγαλύτερος και άρα το κλάσμα μικρότερο. Πιο σωστό θα ήταν να γινόταν αναγωγή του πλούτου ανά άτομο και όχι ανά νοικοκυριό.
Ειδικά για την Ελλάδα, οι περισσότεροι γονείς-κύρια της μεσαίας τάξης- έχουν κτίσει με τις οικονομίες τους-παλιότερα και με αντιπαροχή, τα τελευταία χρόνια και με στεγαστικά δάνεια-και για τα παιδιά τους. Έτσι μπορεί να εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες και νέες οικογένειες που μπορεί να μην έχουν καν εισόδημα. Η ιδιοκατοίκηση είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού μικροαστικού τρόπου ζωής. Αντίθετα η γερμανική μεσαία τάξη προτιμά τις οικονομίες της είτε να τις καταναλώνει(αγοράζοντας π.χ. μεγάλα αυτοκίνητα), είτε να τις καταθέτει σε τράπεζες, είτε να τις επενδύει σε μετοχές, ασφάλειες ζωής ή σε φαντς(ακόμη και σε «πράσινα» τέτοια, όπως για εγκαταστάσεις εναλλακτικών μορφών ενέργειας). Αυτήν την ακίνητη περιουσία δεν την έχει λάβει υπόψη της η ΕΚΤ στη μελέτη της, εσκεμμένα μάλλον.
Από την άλλη η νομισματική ενοποίηση δημιούργησε μεγάλες ανισότητες π.χ. εντός της Γερμανίας. Μειώθηκε συστηματικά το βιοτικό επίπεδο των γερμανών εργαζόμενων. Αυτό έγινε γιατί όλο και περισσότεροι Γερμανοί αναγκάζονται να εργασθούν με υποτιμημένα συμβόλαια εργασίας ή με μειωμένα ωράρια ή σε ελαστικές σχέσεις εργασίας με αποτέλεσμα τη πτώση των εισοδημάτων τους. Αντίθετα η χώρα, στο σύνολό της(σαν ΑΕΠ) πλούτιζε, βέβαια υπέρ των γερμανών προνομιούχων, που το ίδιο διάστημα 8πλασίασαν τον πλούτο τους.
Αυτό συνέβη μετά την γερμανική ενοποίηση, επειδή στις τάξεις των ανέργων προστέθηκαν αρκετά εκατομμύρια ανατολικογερμανών των οποίων οι θέσεις εργασίας εξανεμίστηκαν. Έτσι οι γερμανικές βιομηχανίες απέκτησαν πρόσβαση σε πολλά εκατομμύρια εργαζόμενων διατεθειμένων να εργασθούν για ψίχουλα. Ακόμα και στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες των οποίων απορρόφησαν την βαριά βιομηχανία (π.χ. την αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχίας και της Σλοβακίας). Λογικό ήταν οι πραγματικοί μισθοί στην τέως Δυτική Γερμανία να συρρικνωθούν.
Με το φάσμα της ανεργίας, τα ισχυρά γερμανικά συνδικάτα αποφάσισαν να κάνουν συμβιβασμό. Δεν ζητούσαν πλέον αυξήσεις μισθών, αλλά μόνο διατήρηση των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που καταλήγει στα χέρια των εργαζόμενων συνολικά. Μάλιστα
περίπου το 23% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω του επίσημου ορίου της φτώχειας. Όταν ακούν αυτοί οι άνθρωποι για τα δις που πάνε στις τράπεζες της χώρας τους, στις τράπεζες του Νότου, στα δημόσια ταμεία των ελλειμματικών χωρών, εξοργίζονται. Έτσι γίνονται εύκολα θύματα του καθεστωτικού τύπου, των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης(ΜΜΕ) και των πιο μαύρων εθνικιστικών αντιλήψεων.
Δεν είναι τυχαίο και ότι αυτές τις μέρες δημιουργήθηκε και ένα άλλο πολιτικό κόμμα που ζητά και την φυγή της Γερμανίας από το Ευρώ και την επιστροφή στο Μάρκο. Σπεκουλάρει ακριβώς πάνω σε αυτό: δε θα πληρώνουμε εμείς οι εργατικοί και χαμηλά αμειβόμενοι γερμανοί τους τεμπέληδες και πλουσιότερους του Νότου.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι το ευρώ έχει διαφορετική αγοραστική δύναμη στη Γερμανία π.χ. από ότι στην Ισπανία ή την Ελλάδα. Αυτό φαίνεται π.χ. στις τιμές των ακινήτων: ένα δυάρι στο Βερολίνο-πριν την κρίση-έκανε 50.000-60.000 Ε, ενώ στην Αθήνα πάνω από 70-80.000 (ανάλογα την περιοχή) ή στην Ισπανία ακόμα πιο ακριβά. Έτσι ο κάτοχος της Αθήνας φαίνεται πλουσιότερος από τον κάτοχο του Βερολίνου. Στην Ελλάδα υπήρχε "φούσκα" στην οικοδομή, ενώ στη γερμανία όχι. Αυτό δεν το έλαβε βέβαια υπόψη η ΕΚΤ, γιατί θεωρεί ότι το ευρώ είναι ενιαίο νόμισμα στην ευρωζώνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι!