Στα ερείπια του κτιρίου που κατέρρευσε την περασμένη Τετάρτη στα περίχωρα της Ντάκα, βρήκαν το θάνατο τουλάχιστον 381 εργαζόμενοι (ήδη οι νεκροί ανήλθαν επισήμως στους 501, καθώς οι διασώστες ανέσυραν και άλλα πτώματα από τα ερείπια.Τουλάχιστον 600 άνθρωποι φέρονται ως αγνοούμενοι μετά το δυστύχημα και πολλά πτώματα πιστεύεται ότι έχουν καταπλακωθεί από τα ερείπια) . Άλλοι 279 ήταν βαριά τραυματισμένοι και 1.041 ελαφρά από τους 3.500 περίπου που βρίσκονταν στο 8όροφο κτίριο, το οποίο είχε παρουσιάσει ρήγματα από την προηγούμενη μέρα, αλλά συνέχιζαν να λειτουργούν σε αυτό 5 κλωστοϋφαντουργεία. Έπρεπε να παράγουν και να προμηθεύσουν με ρούχα φθηνά αλυσίδες μόδας στον «αναπτυγμένο κόσμο»-μεταξύ αυτών και τη γνωστή ιρλανδέζικη αλυσίδα «φτηνής μόδας» Primark
Μπορεί να είναι η χειρότερη τραγωδία στην βιομηχανική ιστορία του Μπανγκλαντές, όμως η ιστορία αρχίζει από παλιά. Από τότε που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.
Έτσι, πηγαίνοντας προς τα πίσω, τον περσινό Νοέμβριο ( 2012) μια πυρκαγιά σε κλωστοϋφαντουργία της ίδιας περιοχής, που προμήθευε την αμερικανική εταιρία Walmart στοίχισε τη ζωή σε 111 ανθρώπους. Τον Απρίλιο του 2005 καταρρέει πάλι ένα 9όροφο εργοστάσιο υφαντουργίας με 61 νεκρούς και κάποιες εκατοντάδες τραυματίες. Δεν υπήρχαν έξοδοι κινδύνου.
Στα περισσότερα από τα 5.000 σήμερα εργοστάσια παραγωγής εξαγωγικών προϊόντων του Μπαγκλαντές δεν υπάρχουν προδιαγραφές ασφαλείας και η μοναδική έξοδος είναι συνήθως κλειστή για να μη μπορεί κανένας να βγει ή να μπει απαρατήρητος. Συνωστισμένοι χώροι, πλημμελής φωτισμός, πολλά και συχνά σοβαρά ατυχήματα. Στο διάστημα 1990-2005 έχουν σκοτωθεί 356 εργάτες-εργάτριες υφαντουργίας και έχουν τραυματισθεί σοβαρά 2.500[1].
Πραγματικός πόλεμος. Από τη μια τα 2.000.000 των εργαζομένων στην υφαντουργία-που το 90% είναι γυναίκες κάτω των 25 ετών-και σκοτώνονται στη δουλειά αναγκασμένοι για 100 ώρες τη βδομάδα με μηνιαίο μισθό της πείνας. Ο νόμιμος βασικός μισθός όπως έχει ορισθεί από το 1994: για μια βοηθό 930 τάκα το μήνα(12,4 ευρώ), για μια έμπειρη ράφτρα 1.710 τάκα(19 ευρώ). Για σύγκριση: το νοίκι ενός δωματίου κάνει 800 τάκα(9 ευρώ). Μόνο κάνοντας πολλές υπερωρίες μπορούν να συντηρηθούν οι εργάτριες και οι οικογένειές τους, για αυτό και είναι αναγκασμένα να δουλεύουν και τα παιδιά τους.
Από την άλλη οι ντόπιοι εργοστασιάρχες συνεπικουρούμενοι από τις κρατικές υπηρεσίες, τους «φίλους» τους πολιτικούς και τη κυβέρνηση της χώρας[2], γιατί η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων είναι η κύρια βιομηχανία του Μπαγκλαντές και φέρνει το 79% των εσόδων από τις εξαγωγές της χώρας. Αλλά όχι μόνο. Από την πλευρά τους βρίσκονται και οι «δυτικές» αλυσίδες φτηνών ρούχων που τους παραγγέλνουν τις «κολλεξιόν» τους. Γιατί παρόλο που ρίχνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα στο Μπαγκλαντές, ξέρουν ότι μόνο με τέτοιες συνθήκες εργασίας στα υφαντουργεία με τα οποία συνεργάζονται, μπορούν να εξασφαλίσουν τα ρούχα της φθηνής μόδας για τους «φτωχούς της Δύσης» και συνακόλουθα τα κέρδη τους.
Από αυτόν τον πόλεμο –σε ένα βαθμό και πιθανά χωρίς να το θέλουν-αποκομίζουν κάτι και οι καταναλωτές στις αναπτυγμένες χώρες. Ιδίως οι χαμηλά αμειβόμενοι «από κάτω», που μπορούν και αυτοί να «νοιώθουν ωραίοι και in», ντυμένοι με τη μόδα-ιδίως οι νέοι- παρόλο που δεν έχουν πολλά λεφτά. Είναι από τα «καλά» που έφερε η παγκοσμιοποίηση και για αυτούς. Φθηνά καταναλωτικά προϊόντα από την Κίνα, την Ινδία, το Μπαγκλαντές κ.λπ., ώστε να μη παραπονούνται για τα χαμηλά τους εισοδήματα. Υπάρχουν και για τη «τσέπη» τους τα αντίστοιχα αγαθά. Χάρη στο αίμα και την εκμετάλλευση των μακρινών συνανθρώπων και συναδέλφων τους εργαζομένων σε αυτές τις χώρες. Χάρη στη «σχιζοφρένια» που ζουν συμπεριφερόμενοι διαφορετικά σαν εργαζόμενοι –που απαιτούν δίκαιες αμοιβές-και διαφορετικά σαν καταναλωτές-απαιτώντας χαμηλές τιμές στα καταναλωτικά τους είδη.
Στο Μπαγκλαντές το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων στην υφαντουργία απεργεί από την Παρασκευή και συγκρούεται με την αστυνομία στους δρόμους. « Αυτή η καταστροφή πρέπει να θεωρηθεί ως ένα εγερτήριο. Διότι, αν δεν αλλάξει κάτι τώρα, το σύνολο του κλάδου θα πρέπει να αμφισβητηθεί. Ζητούμε εδώ και πολλά χρόνια ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον στα εργοστάσια. Αλλά δε θα αλλάξει κάτι, αν οι διεθνείς εταιρείες, οι ίδιοι οι καταναλωτές, δεν το αποφασίσουν. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να είναι αποφασισμένοι για κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση και οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων είναι φυσικά συνυπεύθυνοι, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των κερδών το αποκομίζουν οι διεθνείς αλυσίδες των αγοραστών. Για αυτό είναι και οι περισσότερο υπεύθυνοι». Δήλωσε εκπρόσωπός τους.
Που είναι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα για παράδειγμα, μιας που έρχεται και Πρωτομαγιά, η μέρα της διεθνούς αλληλεγγύης των εργαζομένων; Ούτε μια κινητοποίηση[3]. Αυτά ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στις εγχώριες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το ότι αυτές πραγματοποιούν τα μεγαλύτερα κέρδη τους από την εκμετάλλευση του «υπ ανάπτυξην» κόσμου και των εκεί συναδέλφων τους. Διαφορετικά οι εργαζόμενοι-ες στα καταστήματα της αλυσίδας Primark θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι-ες αλληλέγγυοι-ες στους εργαζόμενους-ες στο Μπαγκλαντές.
Αλλά δεν είναι μόνο οι αλυσίδες λιανικής πώλησης που θέλουν φθηνές αγορές στο Μπαγκλαντές. Είναι και ολόκληρο το σύστημα κατανάλωσης, καθώς και το γενικότερο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, που εκμεταλλεύεται όχι μόνο την ανθρώπινη εργασία, αλλά και όλο το πλανητικό οικοσύστημα. Για να παραχθεί π.χ. ένα τζιν σήμερα από αυτό το σύστημα και για να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος από αυτό, θα πρέπει τα συστατικά από το οποίο φτιάχνεται αυτό το τζιν της "μόδας" να ταξιδέψουν κατά μέσο όρο 19.000 χιλιόμετρα. Φανταστείτε τι ενέργεια χρειάζεται και τι απόβλητα παράγονται σε αυτές τις μεταφορές. Για αυτό αυτό το σύστημα παραγωής και κατανάλωσης οδηγεί τον πλανήτη στα όριά του, αλλάζοντας και το κλίμα.
Και αυτό φαίνεται από τώρα ειδικά στο Μπαγκλαντές, που μετατρέπεται σε μια πολυπληθή χώρα «έκτακτης ανάγκης». Παρόλο που μέχρι πριν λίγα χρόνια ο πληθυσμός ζούσε από τη γεωργία και αλιεία(πάνω από το 70%) με αρκετές σοδειές –κυρίως ρυζιού-το χρόνο στο δέλτα 3 μεγάλων ρευμάτων νερού που έκαναν γόνιμο το έδαφος για τις καλλιέργειες, τώρα τα νερά της θάλασσας ανεβαίνουν αντίθετα στα ρεύματα αυτά, λόγω της αύξησης της έντασης των κυκλώνων και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Οι πλημμύρες παίρνουν αργά αλλά σταθερά μεγαλύτερες διαστάσεις και γίνονται πιο συχνές. Το 2004 π.χ. πλημμύρισαν τα σπίτια 34 εκατομμυρίων κατοίκων του. Πολλοί –ιδίως ψαράδες αλλά και αγρότες-αναγκάζονται τον επόμενο χρόνο να κτίζουν τις καλύβες τους πιο μέσα στη στεριά, για να τις παρατήσουν τον μεθεπόμενο κ.ο.κ. Στο τέλος πολλοί καταλήγουν στη πρωτεύουσα Ντάκα και στα προάστιά της, μετατρέποντάς την στην πιο πυκνοκατοικημένη τερατούπολη (φέτος 15 εκατομ. κάτοικοι, βλέπε http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/04/-10.html) φθηνών εργατικών χεριών για τα υφαντουργεία π.χ. της περιοχής.
Και στο παράδειγμα του Μπαγκλαντές αποδεικνύεται ότι οι «πρωταίτιοι» της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο δεν υφίστανται πρώτοι τις επιπτώσεις της, αλλά επωφελούνται κιόλας από αυτήν. Αλλά για πόσο καιρό ακόμα;
[1] Βλέπε: Πως ένα κόκκινο γιλέκο έκανε το γύρο του κόσμου, του Βόλφκανγκ Κορν, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 89-90-91
[2] Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου και του συμπλέγματος των υφαντουργείων- που κατέρρευσε τη περασμένη Τετάρτη- Ranas, ήταν ένας από τους ηγέτες της οργάνωσης της νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος Awami και μπορούσε να το λειτουργεί παρά τις καταγγελίες για χρήση κατώτατης ποιότητας υλικών στην κατασκευή του κτιρίου το 2007. Το κτίριο είχε άδεια μόνο για πέντε ορόφους, αλλά προσφάτως ο ιδιοκτήτης του προσέθεσε αυθαίρετα άλλους τρεις. Μία ημέρα πριν καταρρεύσει το κτίριο, ένας μηχανικός που το είχε επισκεφθεί είχε ζητήσει την εκκένωσή του, αλλά οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν.
[3] Μόνο στο Λονδίνο διαδήλωσαν το Σάββατο τα μέλη της οργάνωσης „War on Want“(«Πόλεμος στο Θέλω») μπροστά από τη Primark, όχι για μποϋκοτάρισμα της εταιρείας, αλλά ζητώντας της να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων. Όπως δήλωσε εκπρόσωπος της οργάνωσης: « Οι θάνατοι στο Μπαγκλαντές δεν ήταν τυχαίοι, θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν η Primark αισθανόταν υπεύθυνη απέναντι στις εργάτριες αυτές. Παρόλο που η εταιρεία δίνει μεγάλο βάρος στη προβολή της σαν ο «Καθαρός» του κλάδου.
Μπορεί να είναι η χειρότερη τραγωδία στην βιομηχανική ιστορία του Μπανγκλαντές, όμως η ιστορία αρχίζει από παλιά. Από τότε που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.
Έτσι, πηγαίνοντας προς τα πίσω, τον περσινό Νοέμβριο ( 2012) μια πυρκαγιά σε κλωστοϋφαντουργία της ίδιας περιοχής, που προμήθευε την αμερικανική εταιρία Walmart στοίχισε τη ζωή σε 111 ανθρώπους. Τον Απρίλιο του 2005 καταρρέει πάλι ένα 9όροφο εργοστάσιο υφαντουργίας με 61 νεκρούς και κάποιες εκατοντάδες τραυματίες. Δεν υπήρχαν έξοδοι κινδύνου.
Στα περισσότερα από τα 5.000 σήμερα εργοστάσια παραγωγής εξαγωγικών προϊόντων του Μπαγκλαντές δεν υπάρχουν προδιαγραφές ασφαλείας και η μοναδική έξοδος είναι συνήθως κλειστή για να μη μπορεί κανένας να βγει ή να μπει απαρατήρητος. Συνωστισμένοι χώροι, πλημμελής φωτισμός, πολλά και συχνά σοβαρά ατυχήματα. Στο διάστημα 1990-2005 έχουν σκοτωθεί 356 εργάτες-εργάτριες υφαντουργίας και έχουν τραυματισθεί σοβαρά 2.500[1].
Πραγματικός πόλεμος. Από τη μια τα 2.000.000 των εργαζομένων στην υφαντουργία-που το 90% είναι γυναίκες κάτω των 25 ετών-και σκοτώνονται στη δουλειά αναγκασμένοι για 100 ώρες τη βδομάδα με μηνιαίο μισθό της πείνας. Ο νόμιμος βασικός μισθός όπως έχει ορισθεί από το 1994: για μια βοηθό 930 τάκα το μήνα(12,4 ευρώ), για μια έμπειρη ράφτρα 1.710 τάκα(19 ευρώ). Για σύγκριση: το νοίκι ενός δωματίου κάνει 800 τάκα(9 ευρώ). Μόνο κάνοντας πολλές υπερωρίες μπορούν να συντηρηθούν οι εργάτριες και οι οικογένειές τους, για αυτό και είναι αναγκασμένα να δουλεύουν και τα παιδιά τους.
Από την άλλη οι ντόπιοι εργοστασιάρχες συνεπικουρούμενοι από τις κρατικές υπηρεσίες, τους «φίλους» τους πολιτικούς και τη κυβέρνηση της χώρας[2], γιατί η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων είναι η κύρια βιομηχανία του Μπαγκλαντές και φέρνει το 79% των εσόδων από τις εξαγωγές της χώρας. Αλλά όχι μόνο. Από την πλευρά τους βρίσκονται και οι «δυτικές» αλυσίδες φτηνών ρούχων που τους παραγγέλνουν τις «κολλεξιόν» τους. Γιατί παρόλο που ρίχνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα στο Μπαγκλαντές, ξέρουν ότι μόνο με τέτοιες συνθήκες εργασίας στα υφαντουργεία με τα οποία συνεργάζονται, μπορούν να εξασφαλίσουν τα ρούχα της φθηνής μόδας για τους «φτωχούς της Δύσης» και συνακόλουθα τα κέρδη τους.
Από αυτόν τον πόλεμο –σε ένα βαθμό και πιθανά χωρίς να το θέλουν-αποκομίζουν κάτι και οι καταναλωτές στις αναπτυγμένες χώρες. Ιδίως οι χαμηλά αμειβόμενοι «από κάτω», που μπορούν και αυτοί να «νοιώθουν ωραίοι και in», ντυμένοι με τη μόδα-ιδίως οι νέοι- παρόλο που δεν έχουν πολλά λεφτά. Είναι από τα «καλά» που έφερε η παγκοσμιοποίηση και για αυτούς. Φθηνά καταναλωτικά προϊόντα από την Κίνα, την Ινδία, το Μπαγκλαντές κ.λπ., ώστε να μη παραπονούνται για τα χαμηλά τους εισοδήματα. Υπάρχουν και για τη «τσέπη» τους τα αντίστοιχα αγαθά. Χάρη στο αίμα και την εκμετάλλευση των μακρινών συνανθρώπων και συναδέλφων τους εργαζομένων σε αυτές τις χώρες. Χάρη στη «σχιζοφρένια» που ζουν συμπεριφερόμενοι διαφορετικά σαν εργαζόμενοι –που απαιτούν δίκαιες αμοιβές-και διαφορετικά σαν καταναλωτές-απαιτώντας χαμηλές τιμές στα καταναλωτικά τους είδη.
Στο Μπαγκλαντές το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων στην υφαντουργία απεργεί από την Παρασκευή και συγκρούεται με την αστυνομία στους δρόμους. « Αυτή η καταστροφή πρέπει να θεωρηθεί ως ένα εγερτήριο. Διότι, αν δεν αλλάξει κάτι τώρα, το σύνολο του κλάδου θα πρέπει να αμφισβητηθεί. Ζητούμε εδώ και πολλά χρόνια ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον στα εργοστάσια. Αλλά δε θα αλλάξει κάτι, αν οι διεθνείς εταιρείες, οι ίδιοι οι καταναλωτές, δεν το αποφασίσουν. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να είναι αποφασισμένοι για κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση και οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων είναι φυσικά συνυπεύθυνοι, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των κερδών το αποκομίζουν οι διεθνείς αλυσίδες των αγοραστών. Για αυτό είναι και οι περισσότερο υπεύθυνοι». Δήλωσε εκπρόσωπός τους.
Που είναι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα για παράδειγμα, μιας που έρχεται και Πρωτομαγιά, η μέρα της διεθνούς αλληλεγγύης των εργαζομένων; Ούτε μια κινητοποίηση[3]. Αυτά ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στις εγχώριες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το ότι αυτές πραγματοποιούν τα μεγαλύτερα κέρδη τους από την εκμετάλλευση του «υπ ανάπτυξην» κόσμου και των εκεί συναδέλφων τους. Διαφορετικά οι εργαζόμενοι-ες στα καταστήματα της αλυσίδας Primark θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι-ες αλληλέγγυοι-ες στους εργαζόμενους-ες στο Μπαγκλαντές.
Αλλά δεν είναι μόνο οι αλυσίδες λιανικής πώλησης που θέλουν φθηνές αγορές στο Μπαγκλαντές. Είναι και ολόκληρο το σύστημα κατανάλωσης, καθώς και το γενικότερο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, που εκμεταλλεύεται όχι μόνο την ανθρώπινη εργασία, αλλά και όλο το πλανητικό οικοσύστημα. Για να παραχθεί π.χ. ένα τζιν σήμερα από αυτό το σύστημα και για να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος από αυτό, θα πρέπει τα συστατικά από το οποίο φτιάχνεται αυτό το τζιν της "μόδας" να ταξιδέψουν κατά μέσο όρο 19.000 χιλιόμετρα. Φανταστείτε τι ενέργεια χρειάζεται και τι απόβλητα παράγονται σε αυτές τις μεταφορές. Για αυτό αυτό το σύστημα παραγωής και κατανάλωσης οδηγεί τον πλανήτη στα όριά του, αλλάζοντας και το κλίμα.
Και αυτό φαίνεται από τώρα ειδικά στο Μπαγκλαντές, που μετατρέπεται σε μια πολυπληθή χώρα «έκτακτης ανάγκης». Παρόλο που μέχρι πριν λίγα χρόνια ο πληθυσμός ζούσε από τη γεωργία και αλιεία(πάνω από το 70%) με αρκετές σοδειές –κυρίως ρυζιού-το χρόνο στο δέλτα 3 μεγάλων ρευμάτων νερού που έκαναν γόνιμο το έδαφος για τις καλλιέργειες, τώρα τα νερά της θάλασσας ανεβαίνουν αντίθετα στα ρεύματα αυτά, λόγω της αύξησης της έντασης των κυκλώνων και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Οι πλημμύρες παίρνουν αργά αλλά σταθερά μεγαλύτερες διαστάσεις και γίνονται πιο συχνές. Το 2004 π.χ. πλημμύρισαν τα σπίτια 34 εκατομμυρίων κατοίκων του. Πολλοί –ιδίως ψαράδες αλλά και αγρότες-αναγκάζονται τον επόμενο χρόνο να κτίζουν τις καλύβες τους πιο μέσα στη στεριά, για να τις παρατήσουν τον μεθεπόμενο κ.ο.κ. Στο τέλος πολλοί καταλήγουν στη πρωτεύουσα Ντάκα και στα προάστιά της, μετατρέποντάς την στην πιο πυκνοκατοικημένη τερατούπολη (φέτος 15 εκατομ. κάτοικοι, βλέπε http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/04/-10.html) φθηνών εργατικών χεριών για τα υφαντουργεία π.χ. της περιοχής.
Και στο παράδειγμα του Μπαγκλαντές αποδεικνύεται ότι οι «πρωταίτιοι» της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο δεν υφίστανται πρώτοι τις επιπτώσεις της, αλλά επωφελούνται κιόλας από αυτήν. Αλλά για πόσο καιρό ακόμα;
[1] Βλέπε: Πως ένα κόκκινο γιλέκο έκανε το γύρο του κόσμου, του Βόλφκανγκ Κορν, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 89-90-91
[2] Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου και του συμπλέγματος των υφαντουργείων- που κατέρρευσε τη περασμένη Τετάρτη- Ranas, ήταν ένας από τους ηγέτες της οργάνωσης της νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος Awami και μπορούσε να το λειτουργεί παρά τις καταγγελίες για χρήση κατώτατης ποιότητας υλικών στην κατασκευή του κτιρίου το 2007. Το κτίριο είχε άδεια μόνο για πέντε ορόφους, αλλά προσφάτως ο ιδιοκτήτης του προσέθεσε αυθαίρετα άλλους τρεις. Μία ημέρα πριν καταρρεύσει το κτίριο, ένας μηχανικός που το είχε επισκεφθεί είχε ζητήσει την εκκένωσή του, αλλά οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν.
[3] Μόνο στο Λονδίνο διαδήλωσαν το Σάββατο τα μέλη της οργάνωσης „War on Want“(«Πόλεμος στο Θέλω») μπροστά από τη Primark, όχι για μποϋκοτάρισμα της εταιρείας, αλλά ζητώντας της να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων. Όπως δήλωσε εκπρόσωπος της οργάνωσης: « Οι θάνατοι στο Μπαγκλαντές δεν ήταν τυχαίοι, θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν η Primark αισθανόταν υπεύθυνη απέναντι στις εργάτριες αυτές. Παρόλο που η εταιρεία δίνει μεγάλο βάρος στη προβολή της σαν ο «Καθαρός» του κλάδου.