[...] Η διεθνής και η τοπική ελίτ, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δε χρειάζεται πια να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος που είχε προωθήσει η σοσιαλδημοκρατία το προηγούμενο μισό αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες. Χρειάζεται μόνο το κατασταλτικό κράτος για να επιβάλει ένα καθεστώς αυταρχικό της ολιγαρχίας του πλούτου και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Παρεμβαίνει λοιπόν στα πλαίσια αυτού του κατασταλτικού κράτους, χωρίς να κρατάει ούτε καν τα προσχήματα, και επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία και στις εργασιακές σχέσεις(π.χ. στη χώρα μας-«ναυαγό της καπιταλιστικής ανάπτυξης»- επιβάλει «επίταξη» των εργαζομένων στα λιμάνια, στο μετρό, και τώρα στους εκπαιδευτικούς της Μ. Εκπαίδευσης). Γράφει ο Γιώργος Κολέμπας, με αφορμή την επιστράτευση των εκπαιδευτικών της Μ.Ε. και τη μη γενόμενη απεργία μέσα στις εξετάσεις της ΟΛΜΕ.
1) Η κρίση του εκπαιδευτικού μηχανισμού(ε.μ.)
Στην εκπαίδευση σήμερα -αλλά και πάντα μέχρι τώρα- υπάρχει μία διαρκής και αέναη κρίση που είναι παραδεχτή από όλους, και τους ιδεολόγους του συστήματος.
Αυτή οφείλεται στις αντιφάσεις που τη διέπουν σα δομή χωρισμένη από την παραγωγική διαδικασία και την ενεργό κοινωνική ζωή. Σαν δομή που δεν ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες τους, αλλά έχει μία αναντιστοιχία, η οποία κάθε φορά χρειάζεται «ρύθμιση» για να αμβλύνεται.
Σα δομή που προωθεί το χωρισμό της πνευματικής απ'τη χειρωνακτική εργασία, που εμπεριέχει την αντίφαση μεταξύ των «κοινωνικών» και «ατομικών» αναγκών. Σαν αυταρχική διαδικασία μετάδοσης δοσμένων εκ των προτέρων γνώσεων, στην οποία πάλι δε μπορεί να γίνουν όλοι κοινωνοί μέχρι και την ανώτερη βαθμίδα.
Βέβαια οι αντιφάσεις αυτές δεν έχουν αναγκαστικά σα συνέπεια την κρίση. Απλώς είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η αμφισβήτηση του ρόλου της εκπαίδευσης απ'τις διάφορες τάξεις του κοινωνικού σχηματισμού. Όταν και αν υπάρχει αυτή η αμφισβήτηση τότε εμφανίζεται η κρίση.
Η κρίση οξύνεται όταν η ηγεμονική κοινωνική ομάδα προσπαθεί να «ρυθμίσει» την αναντιστοιχία και τις «καθυστερήσεις» της εκπαίδευσης για να ολοκληρώνει την ιδεολογική της λειτουργία.
Αυτές οι ρυθμίσεις στρέφονται σίγουρα και ενάντια στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων κάθε φορά στρωμάτων της κοινωνίας. Μπορούν να πετύχουν στο βαθμό που υπάρχουν πραγματικά οι δομές που τις εξασφαλίζουν και δεν είναι επινοήσεις ορισμένων επιτελείων τεχνοκρατών και στο βαθμό που τα λαϊκά αιτήματα δεν παίρνουν τον χαρακτήρα της ριζοσπαστικής αλλαγής και δεν ξεφεύγουν απ' τα πλαίσια του «εκσυγχρονισμού» κάθε φορά.
Η κρίση μπορεί να οξυνθεί σε βαθμό που να μπλοκάρει εντελώς τη λειτουργία της, όταν η εκπαίδευση γίνει στόχος της πολιτικής παρέμβασης ενός συνολικού κινήματος των «από κάτω». Όταν οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο χώρο της, δίνουν τη δυνατότητα να προβάλουν το δικό τους όραμα για μιαν άλλη εκπαίδευση στα πλαίσια μιας άλλης κοινωνίας. Δίνουν τη δυνατότητα στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα να αντιταχτεί στον ευνουχισμό και την αλλοτρίωση της νέας γενιάς(ν.γ.). Σ' ένα κίνημα εκπαιδευτικών να βοηθήσει τους δασκάλους και καθηγητές, ξεφεύγοντας απ' τα στενά συντεχνιακά τους αιτήματα, να αμφισβητήσουν το ρόλο τους σαν από καθέδρας ζωντανών εκφραστών των κυρίαρχων αξιών και τοποτηρητών προνομίων, εντασσόμενοι στο γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κοινωνίας.
Προφανώς οξύνεται ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με γενικότερη οικονομική κρίση, όπως συμβαίνει αυτόν τον καιρό στη χώρα μας, στα πλαίσια των πολιτικών των "μνημονίων", όπου οι περικοπές για την εκπαίδευση εντάσσονται στην διαδικασία κατάρρευσης των κοινωνικών αγαθών και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.
Σήμερα οι εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος της ανάπτυξης-κατανάλωσης- αφθονίας, που επικρατούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια («χρυσή τριακονταετία»).
Η νέα κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»( περίοδος συνεχούς κρίσης και διαρκών αναταράξεων και πιθανών κοινωνικών μετασχηματισμών), δε χρειάζεται να στηρίζεται στη συναίνεση της μεσαίας τάξης και στην ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω». Δημιουργείται σε παγκόσμιο επίπεδο μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου, ξεκινώντας από τον αδύνατο κρίκο της Ν. Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας. Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας.
Η διεθνής και η τοπική ελίτ, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δε χρειάζεται πια να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος που είχε προωθήσει η σοσιαλδημοκρατία το προηγούμενο μισό αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες.
Χρειάζεται μόνο το κατασταλτικό κράτος για να επιβάλει ένα καθεστώς αυταρχικό της ολιγαρχίας του πλούτου και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Παρεμβαίνει λοιπόν στα πλαίσια αυτού του κατασταλτικού κράτους, χωρίς να κρατάει ούτε καν τα προσχήματα, και επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία και στις εργασιακές σχέσεις(π.χ. στη χώρα μας-«ναυαγό της καπιταλιστικής ανάπτυξης»- επιβάλει «επίταξη» των εργαζομένων στα λιμάνια, στο μετρό, και τώρα στους εκπαιδευτικούς της Μ. Εκπαίδευσης).
Να σταθούμε στους τελευταίους λόγω επικαιρότητας: θα χρειασθεί να αντιληφθούν ότι αναγκαστικά πλέον περνάνε στα κοινωνικά στρώματα των «αποκάτω». Δεν υπάρχει ελπίδα και για αυτούς για «ανάκαμψη» και επιστροφή στη προηγούμενη κατάσταση, όπου μπορεί οι αμοιβές τους στα πλαίσια της και πριν κουτσουρομένης δημόσιας εκπαίδευσης να ήταν χαμηλές, όμως οι περισσότεροι επωφελούνταν-λόγω φροντιστηρίων που μπορούσαν να κάνουν-από τις ιδιωτικές δαπάνες των γονιών(με τα φροντιστήρια, επίσημα και μη, υπήρχε στην ουσία σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης).
Οι πολλοί γονείς των «αποκάτω»-γιατί οι γονείς των «αποπάνω» είναι λίγοι-δεν μπορούν πια, στα πλαίσια της φτωχοποίησής τους και της γιγαντωμένης ανεργίας, να εξασφαλίζουν τα χρήματα για τα φροντιστήρια των παιδιών τους(η ελληνική οικογένεια έκανε τα πάντα για αυτή τη λειψή έτσι και αλλιώς μόρφωση των παιδιών της τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιούσε μέχρι και τη σύνταξη των παππούδων-γιαγιάδων της).
Έτσι πολλοί λίγοι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να επωφελούνται από το ιδιωτικοποιημένο κομμάτι της εκπαίδευσης. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών θα πρέπει να το πάρει απόφαση: ανήκει στους «αποκάτω»!!!
Μαζί με τους «αποκάτω» λοιπόν θα χρειασθεί να δώσουν λύση και στο θέμα της εκπαίδευσης. Μεταξύ των «συμπληγάδων» της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να επιλέξουν την κοινωνικοποίησή της. Να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να γίνουν υπηρέτες της ανάγκης της κοινωνίας για παιδεία-εκπαίδευση και να μην είναι υπηρέτες ενός ε.μ. που έχει στόχο να εκπαιδεύει τη ν.γ., ώστε να είναι κομμένη και ραμμένη στα πρότυπα που τη χρειάζεται η ελίτ.
Εξάλλου όλοι οι εκπαιδευτικοί αρεσκόμαστε-υπήρξα και εγώ εκπαιδευτικός-όταν στριμωχνόμαστε από επιχειρήματα του είδους ότι είμαστε και εμείς εργαζόμενοι, να επιλέγουμε τον όρο του «εκπαιδευτικού λειτουργού», θέλοντας να τονίσουμε το σημαντικό κοινωνικό μας ρόλο. Προσφέροντας βέβαια υπηρεσίες εκπαίδευσης στην κοινωνία οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει, σαν ανταπόδοση, η κοινωνία να τους εξασφαλίσει και μια ποιοτική ζωή. Δεν χρειάζεται βέβαια αυτή η ποιότητα να ταυτίζεται με την όσο γίνεται μεγαλύτερη ατομική κατανάλωση, αλλά να στηρίζεται στην ατομική εγκράτεια και στην αφθονία των κοινωνικών αγαθών, για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Πρωτοβουλίες λοιπόν για να περάσει και η εκπαίδευση –όπως και η οικονομία-στα χέρια της τοπικής κάθε φορά κοινωνίας για την εκπλήρωση κοινωνικών και ατομικών αναγκών. Γιατί η παιδεία-εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό, όπως ο αέρας, το νερό ή η ενέργεια και δε μπορεί να εξασφαλίζεται μέσω της αγοράς σαν κατανάλωση. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να ξεκινήσει από τώρα βέβαια, αλλά θα χρειασθεί να βάλει και σαν στόχο να πετύχει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Δεν μπορεί να πετύχει αυτή η προσπάθεια, αν δε συνδεθεί με τη γενικότερη προσπάθεια για να πούμε όλοι οι «αποκάτω»: «στοπ στο ολιγαρχικό καθεστώς των ελίτ του πλούτου, αυτό το καθεστώς δε μεταρρυθμίζεται πια, θα πρέπει να ξεπερασθεί».
Να περάσουμε σε μετακαπιταλιστική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών-αταξική, οικολογική, αποκεντρωμένη, αυτοδιευθυνόμενη-αποφασίζοντας το επόμενο χρονικό διάστημα να μπούμε σε μια περίοδο μετάβασης προς αυτήν, για να ολοκληρώσουμε και το συγκεκριμένο πρόταγμά της, αλλά και το σχέδιο μετάβασης, γιατί ακόμα δεν υπάρχει αυτό. Και οι εκπαιδευτικοί έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο για αυτή την ολοκλήρωση.
Μια παρέμβαση λοιπόν με στόχο τη μετακαπιταλιστική εκδοχή για την εκπαίδευση πρέπει να σκοπεύει όχι στις «δυσλειτουργίες» και τον «εκσυγχρονισμό» της κύρια -αυτά μπορούν να αποτελέσουν το ευνοϊκό κλίμα για μία τέτοια παρέμβαση- αλλά το μπλοκάρισμα συνολικά του σημερινού ρόλου της, σα μηχανισμού ένταξης και καταπίεσης της νεολαίας, σα μηχανισμού δημιουργίας ψεύτικης συνείδησης στη πλειοψηφία των παιδιών των εξουσιαζόμενων τάξεων. Να αναιρεί δηλαδή την αλλοτριωτική πλευρά της και να αναδείχνει την απελευθερωτική δυνατότητά της. Πρέπει να κινηθεί προς τη κατεύθυνση της εξάλειψης των δομικών αντιφάσεων που υπάρχουν στη σημερινή καπιταλιστική εκπαίδευση. Το ξεπέρασμά τους συνδέεται άμεσα με το τι είδους κοινωνία θέλουμε.
Το πρόβλημα δεν πρέπει να μπαίνει, όπως συνήθως μπαίνει, δηλαδή με τη μορφή διλήμματος: ν' αλλάξουμε πρώτα την κοινωνία και στη συνέχεια την εκπαίδευση ή να ξεκινήσουμε πρώτα απ ' την εκπαίδευση. Ο ε.μ. είναι απ' τους πιο βασικούς μηχανισμούς της υπάρχουσας κοινωνίας. Σε μια θεωρία και μια πρόταση για τη μετάβαση σε μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, πρέπει να κατέχει σημαντική θέση η θεωρία για τη δομή της εκπαίδευσης σ' αυτήν. Και όχι μόνο αυτό.
Καθώς είναι απαραίτητη η πρακτική για τη δημιουργία των σπερμάτων των δομών αυτής της κοινωνίας της μετάβασης από τώρα, έτσι είναι απαραίτητη και μια ανάλογη πρακτική για τη δημιουργία των κατευθύνσεων, που θα πάρει η εκπαίδευση από τώρα.
2) Η εκπαίδευση στα πλαίσια της μετάβασης.
Ο στρατηγικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατάργηση του σχολείου σαν «ξέχωρου σώματος», η κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και η ενσωμάτωσή της στην κοινωνική ζωή -σε ισορροπία με τη φύση - και στην παραγωγική διαδικασία, κάτω από τον έλεγχο των πολιτών και των άμεσων παραγωγών.
Αυτή η κοινωνικοποίηση της παιδείας και γενικά της μάθησης θα πετύχει πλέρια σε μια κοινωνία συνειδητή σε τέτοιο βαθμό που θα είναι πραγματικά ικανή για παιδεία χωρίς να στηρίζεται στη διαμεσολάβηση του «ειδικού» δασκάλου - καθηγητή - εκπαιδευτή. Αυτό σημαίνει ότι οι αντιθέσεις σ' αυτή την κοινωνία δε θα είναι ταξικές- ανταγωνιστικές με τη σημερινή έννοια. Θα είναι μια κοινωνία αταξική, αυτοδιευθυνόμενη σ' όλα τα επίπεδα, που η οργάνωση της θα στηρίζεται στην κοινότητα με άμεση δημοκρατία και αυτοδιαχείριση.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην περίοδο μετάβασης προς αυτή την κοινωνία. Ποιοί θα είναι οι θεσμοί στους οποίους θα στηριχτεί κατά τη περίοδο μετάβασης προς
αυτήν;
Αν θα δημιουργηθεί ο ένας ή ο άλλος θεσμός, θα εξαρτηθεί βέβαια απ' την ίδια την πολιτική αντιπαράθεση στα πλαίσια των συνελεύσεων των κοινοτήτων. Και αποκτάει μεγάλη σημασία η πάλη γύρω απ' την εκπαίδευση γιατί εδώ βρίσκεται ένα απ' τα ισχυρά οχυρά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, που θα πρέπει να ξεπερασθεί κατά τη διάρκεια της μετάβασης, αν δεν θέλουμε να ανασυνταχθεί και να ξαναγίνει κυρίαρχη.
Στη φάση της μετάβασης, σχολείο θα χρειαστεί σίγουρα. Το τι είδους σχολείο όμως είναι αποφασιστικής σημασίας. Από μέσο αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής διαστρωμάτωσης πρέπει να γίνει μέσο οικοδόμησης αταξικού ανθρώπου - κοινωνίας.
Έτσι η κατεύθυνση πρέπει να είναι το σπάσιμο του στεγανού του σχολείου και η μεταφορά της μάθησης και της μετάδοσης της γνώσης στους ίδιους τους τόπους δουλειάς, της ενεργού κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και στα συστήματα αναπαραγωγής της φύσης και των άλλων μορφών ζωής και της αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Όπως όλοι οι θεσμοί της κοινωνίας της μετάβασης, έτσι και ο θεσμός του σχολείου πρέπει να ενέχει τις συνθήκες της αυτοαναίρεσης σαν ιδιαίτερου θεσμού κάτω απ' την οπτική του «σχολείου χωρίς σχολείο» και που θα κλιμακώνεται απ' την κατώτερη προς την ανώτερη βαθμίδα.
Αυτό σημαίνει ότι σιγά - σιγά θα πετυχαίνεται και η εξαφάνιση της ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας του σπουδαστή - φοιτητή και θα αναδείχνεται ο εργαζόμενος - άμεσος παραγωγός που θα σπουδάζει και θα φοιτά όχι μόνο κατά τη «σχολική ηλικία», ή τις «σχολικές ώρες», αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του, κάτω απ' την αρχή : «η κατάλληλη ώρα για να μάθεις κάτι, είναι όταν το χρειαστείς άμεσα».
Έτσι θα αναδείχνεται όλο και περισσότερο ο «φιλόσοφος» άμεσος παραγωγός-εργαζόμενος, για τον οποίο θα είναι ανοιχτές οι πιο πλατιές προοπτικές επιστημονικής τεχνικής και κοινωνικής μόρφωσης. Βέβαια για να μπορεί κανείς να μάθει κάτι την ώρα που το χρειάζεται πρέπει να υπάρχει δίπλα του και ο κάτοχος της ανάλογης γνώσης εκείνη τη στιγμή.
Αυτός θα είναι ο εκπαιδευτής- επιστήμονας - ειδικός κ.λπ., γενικά ο φορέας της κατάλληλης εξειδικευμένης γνώσης, μαζί με όλη την αντίστοιχη και απαραίτητη υποδομή (εργαστήριο, ερευνητικό κέντρο κ.λπ.). Μ' αυτή την έννοια όμως το κύριο χαρακτηριστικό του εκπαιδευτή κ.λπ. δεν θα είναι ο ρόλος του σαν εξειδικευμένου τέτοιου, αλλά σαν άμεσου παραγωγού. Θα είναι και αυτός δίπλα στους άλλους άμεσους παραγωγούς. Η σχέση εκπαιδευτού - εκπαιδευόμενων θα είναι σχέση ανταλλαγής εμπειρίας από διαφορετικά επίπεδα.
Δεν θα συνεπάγεται καμία κοινωνική ανισότητα, καμία αυταρχικότητα, καμία εμπέδωση της «αυθεντίας» του «ειδικού» καθηγητού. Οι μεν θα μαθαίνουν απ' τους δε και ο καθένας θα κρίνεται απ' το πρακτικό αποτέλεσμα και την κοινωνική σημασία των απόψεών του στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, είτε της παραγωγής, είτε των σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, είτε των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
Σ' έ να τέτοιο σύστημα πραγματικών σχέσεων στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική ζωή, ο κοινωνικός έλεγχος απ' τους πολίτες θα είναι δυνατός και έτσι η τάση των ειδικών στο να αναδείχνονται σε ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική εξουσία, θα εξασθενίζει συνεχώς.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Σ' ένα τέτοιο σύστημα, θα μπορεί η κοινωνία να γίνεται συλλογικός κάτοχος κοινωνικά χρήσιμης γνώσης κι όχι άχρηστης ή επικίνδυνης για αυτήν, πράγμα που συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο ποσοστό, με τις εφαρμοζόμενες τεχνολογίες.
Ο εκπαιδευόμενος θα αποχτάει γνώσεις όχι πια με το σκεφτικό ότι μπορεί κάποτε να του χρειαστούν. Ο εκπαιδευτής – ειδικός θα αισθάνεται και ο ίδιος δημιουργός και συμμέτοχος κι όχι απλός «μεταδότης» γνώσεων. Έτσι η σημερινή διάσπαση της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας σιγά - σιγά θα αμβλύνεται.
Τα παραπάνω ανταποκρίνονται περισσότερο στην ανώτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, που όπως γίνεται αντιληπτό θα είναι συνεχής και έξω απ' ένα θεσμό τύπου Πανεπιστημίου. Όμως για τη ν.γ, που ακόμα δεν μπορεί να είναι άμεσος παραγωγός, θα ήταν απαραίτητο ένας ξέχωρος εκπαιδευτικός μηχανισμός με ένα πρόγραμμα σπουδών που θα οργάνωνε φυσικά έκτος των άλλων και τη συμμετοχή της ν. γ. στην ενεργό κοινωνική και οικονομική ζωή.
Η κοινωνικοποίηση-τοπικοποίηση της εκπαίδευσης κατά τη μετάβαση θα συνδέεται με το βαθμό κοινωνικοποίησης-τοπικοποίησης της οικονομίας της μετάβασης. Με το βαθμό εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας στην κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα των πολιτών. Με το βαθμό ανάπτυξης της αυτοοργάνωσης, της αυτοδιαχείρησης και της αυτοδιακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα. Με το βαθμό ανάπτυξης και διαμόρφωσης του απαιτούμενου για όλα αυτά νέου ανθρωπολογικού τύπου.
Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση από τώρα, μπορεί να τα κάνει ένα κίνημα χειραφετητικής εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς-μαθητές-φοιτητές, που θα συνδεθούν με τα ήδη υπάρχοντα εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, με τις ήδη υπάρχουσες αμεσοδημοκρατικές κοινότητες-συλλογικότητες, δρώντα κοινωνικά-οικολογικά δίκτυα, συνελεύσεις κ.λπ., ώστε να αποτελούν αυτά ήδη μέρος του «πεδίου» εκπαίδευσης.
Που θα μετατρέπουν σιγά-σιγά το υπάρχον σχολείο σε χώρο άσκησης στην αυτοδιαχείρηση και τον αυτοκαθορισμό με την σχολική κοινότητα( μαθητές, καθηγητές-δάσκαλοι, γονείς) να αποφασίζει για τα σημαντικά της σχολικής ζωής. Το ίδιο και με την πανεπιστημιακή κοινότητα για την πανεπιστημιακή ζωή και τις σπουδές.-
Περισσότερα για την κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης δείτε τα κείμενα http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/09/17.html και http://www.topikopoiisi.com/2/post/2013/04/33.html.
Περισσότερα για την κοινωνικοποιημένη οικονομία στο: http://www.topikopoiisi.com/4/post/2012/09/1.html
Πηγή
1) Η κρίση του εκπαιδευτικού μηχανισμού(ε.μ.)
Στην εκπαίδευση σήμερα -αλλά και πάντα μέχρι τώρα- υπάρχει μία διαρκής και αέναη κρίση που είναι παραδεχτή από όλους, και τους ιδεολόγους του συστήματος.
Αυτή οφείλεται στις αντιφάσεις που τη διέπουν σα δομή χωρισμένη από την παραγωγική διαδικασία και την ενεργό κοινωνική ζωή. Σαν δομή που δεν ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες τους, αλλά έχει μία αναντιστοιχία, η οποία κάθε φορά χρειάζεται «ρύθμιση» για να αμβλύνεται.
Σα δομή που προωθεί το χωρισμό της πνευματικής απ'τη χειρωνακτική εργασία, που εμπεριέχει την αντίφαση μεταξύ των «κοινωνικών» και «ατομικών» αναγκών. Σαν αυταρχική διαδικασία μετάδοσης δοσμένων εκ των προτέρων γνώσεων, στην οποία πάλι δε μπορεί να γίνουν όλοι κοινωνοί μέχρι και την ανώτερη βαθμίδα.
Βέβαια οι αντιφάσεις αυτές δεν έχουν αναγκαστικά σα συνέπεια την κρίση. Απλώς είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η αμφισβήτηση του ρόλου της εκπαίδευσης απ'τις διάφορες τάξεις του κοινωνικού σχηματισμού. Όταν και αν υπάρχει αυτή η αμφισβήτηση τότε εμφανίζεται η κρίση.
Η κρίση οξύνεται όταν η ηγεμονική κοινωνική ομάδα προσπαθεί να «ρυθμίσει» την αναντιστοιχία και τις «καθυστερήσεις» της εκπαίδευσης για να ολοκληρώνει την ιδεολογική της λειτουργία.
Αυτές οι ρυθμίσεις στρέφονται σίγουρα και ενάντια στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων κάθε φορά στρωμάτων της κοινωνίας. Μπορούν να πετύχουν στο βαθμό που υπάρχουν πραγματικά οι δομές που τις εξασφαλίζουν και δεν είναι επινοήσεις ορισμένων επιτελείων τεχνοκρατών και στο βαθμό που τα λαϊκά αιτήματα δεν παίρνουν τον χαρακτήρα της ριζοσπαστικής αλλαγής και δεν ξεφεύγουν απ' τα πλαίσια του «εκσυγχρονισμού» κάθε φορά.
Η κρίση μπορεί να οξυνθεί σε βαθμό που να μπλοκάρει εντελώς τη λειτουργία της, όταν η εκπαίδευση γίνει στόχος της πολιτικής παρέμβασης ενός συνολικού κινήματος των «από κάτω». Όταν οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο χώρο της, δίνουν τη δυνατότητα να προβάλουν το δικό τους όραμα για μιαν άλλη εκπαίδευση στα πλαίσια μιας άλλης κοινωνίας. Δίνουν τη δυνατότητα στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα να αντιταχτεί στον ευνουχισμό και την αλλοτρίωση της νέας γενιάς(ν.γ.). Σ' ένα κίνημα εκπαιδευτικών να βοηθήσει τους δασκάλους και καθηγητές, ξεφεύγοντας απ' τα στενά συντεχνιακά τους αιτήματα, να αμφισβητήσουν το ρόλο τους σαν από καθέδρας ζωντανών εκφραστών των κυρίαρχων αξιών και τοποτηρητών προνομίων, εντασσόμενοι στο γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κοινωνίας.
Προφανώς οξύνεται ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με γενικότερη οικονομική κρίση, όπως συμβαίνει αυτόν τον καιρό στη χώρα μας, στα πλαίσια των πολιτικών των "μνημονίων", όπου οι περικοπές για την εκπαίδευση εντάσσονται στην διαδικασία κατάρρευσης των κοινωνικών αγαθών και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.
Σήμερα οι εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος της ανάπτυξης-κατανάλωσης- αφθονίας, που επικρατούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια («χρυσή τριακονταετία»).
Η νέα κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»( περίοδος συνεχούς κρίσης και διαρκών αναταράξεων και πιθανών κοινωνικών μετασχηματισμών), δε χρειάζεται να στηρίζεται στη συναίνεση της μεσαίας τάξης και στην ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω». Δημιουργείται σε παγκόσμιο επίπεδο μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου, ξεκινώντας από τον αδύνατο κρίκο της Ν. Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας. Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας.
Η διεθνής και η τοπική ελίτ, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δε χρειάζεται πια να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος που είχε προωθήσει η σοσιαλδημοκρατία το προηγούμενο μισό αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες.
Χρειάζεται μόνο το κατασταλτικό κράτος για να επιβάλει ένα καθεστώς αυταρχικό της ολιγαρχίας του πλούτου και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Παρεμβαίνει λοιπόν στα πλαίσια αυτού του κατασταλτικού κράτους, χωρίς να κρατάει ούτε καν τα προσχήματα, και επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία και στις εργασιακές σχέσεις(π.χ. στη χώρα μας-«ναυαγό της καπιταλιστικής ανάπτυξης»- επιβάλει «επίταξη» των εργαζομένων στα λιμάνια, στο μετρό, και τώρα στους εκπαιδευτικούς της Μ. Εκπαίδευσης).
Να σταθούμε στους τελευταίους λόγω επικαιρότητας: θα χρειασθεί να αντιληφθούν ότι αναγκαστικά πλέον περνάνε στα κοινωνικά στρώματα των «αποκάτω». Δεν υπάρχει ελπίδα και για αυτούς για «ανάκαμψη» και επιστροφή στη προηγούμενη κατάσταση, όπου μπορεί οι αμοιβές τους στα πλαίσια της και πριν κουτσουρομένης δημόσιας εκπαίδευσης να ήταν χαμηλές, όμως οι περισσότεροι επωφελούνταν-λόγω φροντιστηρίων που μπορούσαν να κάνουν-από τις ιδιωτικές δαπάνες των γονιών(με τα φροντιστήρια, επίσημα και μη, υπήρχε στην ουσία σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης).
Οι πολλοί γονείς των «αποκάτω»-γιατί οι γονείς των «αποπάνω» είναι λίγοι-δεν μπορούν πια, στα πλαίσια της φτωχοποίησής τους και της γιγαντωμένης ανεργίας, να εξασφαλίζουν τα χρήματα για τα φροντιστήρια των παιδιών τους(η ελληνική οικογένεια έκανε τα πάντα για αυτή τη λειψή έτσι και αλλιώς μόρφωση των παιδιών της τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιούσε μέχρι και τη σύνταξη των παππούδων-γιαγιάδων της).
Έτσι πολλοί λίγοι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να επωφελούνται από το ιδιωτικοποιημένο κομμάτι της εκπαίδευσης. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών θα πρέπει να το πάρει απόφαση: ανήκει στους «αποκάτω»!!!
Μαζί με τους «αποκάτω» λοιπόν θα χρειασθεί να δώσουν λύση και στο θέμα της εκπαίδευσης. Μεταξύ των «συμπληγάδων» της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να επιλέξουν την κοινωνικοποίησή της. Να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να γίνουν υπηρέτες της ανάγκης της κοινωνίας για παιδεία-εκπαίδευση και να μην είναι υπηρέτες ενός ε.μ. που έχει στόχο να εκπαιδεύει τη ν.γ., ώστε να είναι κομμένη και ραμμένη στα πρότυπα που τη χρειάζεται η ελίτ.
Εξάλλου όλοι οι εκπαιδευτικοί αρεσκόμαστε-υπήρξα και εγώ εκπαιδευτικός-όταν στριμωχνόμαστε από επιχειρήματα του είδους ότι είμαστε και εμείς εργαζόμενοι, να επιλέγουμε τον όρο του «εκπαιδευτικού λειτουργού», θέλοντας να τονίσουμε το σημαντικό κοινωνικό μας ρόλο. Προσφέροντας βέβαια υπηρεσίες εκπαίδευσης στην κοινωνία οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει, σαν ανταπόδοση, η κοινωνία να τους εξασφαλίσει και μια ποιοτική ζωή. Δεν χρειάζεται βέβαια αυτή η ποιότητα να ταυτίζεται με την όσο γίνεται μεγαλύτερη ατομική κατανάλωση, αλλά να στηρίζεται στην ατομική εγκράτεια και στην αφθονία των κοινωνικών αγαθών, για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Πρωτοβουλίες λοιπόν για να περάσει και η εκπαίδευση –όπως και η οικονομία-στα χέρια της τοπικής κάθε φορά κοινωνίας για την εκπλήρωση κοινωνικών και ατομικών αναγκών. Γιατί η παιδεία-εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό, όπως ο αέρας, το νερό ή η ενέργεια και δε μπορεί να εξασφαλίζεται μέσω της αγοράς σαν κατανάλωση. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να ξεκινήσει από τώρα βέβαια, αλλά θα χρειασθεί να βάλει και σαν στόχο να πετύχει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Δεν μπορεί να πετύχει αυτή η προσπάθεια, αν δε συνδεθεί με τη γενικότερη προσπάθεια για να πούμε όλοι οι «αποκάτω»: «στοπ στο ολιγαρχικό καθεστώς των ελίτ του πλούτου, αυτό το καθεστώς δε μεταρρυθμίζεται πια, θα πρέπει να ξεπερασθεί».
Να περάσουμε σε μετακαπιταλιστική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών-αταξική, οικολογική, αποκεντρωμένη, αυτοδιευθυνόμενη-αποφασίζοντας το επόμενο χρονικό διάστημα να μπούμε σε μια περίοδο μετάβασης προς αυτήν, για να ολοκληρώσουμε και το συγκεκριμένο πρόταγμά της, αλλά και το σχέδιο μετάβασης, γιατί ακόμα δεν υπάρχει αυτό. Και οι εκπαιδευτικοί έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο για αυτή την ολοκλήρωση.
Μια παρέμβαση λοιπόν με στόχο τη μετακαπιταλιστική εκδοχή για την εκπαίδευση πρέπει να σκοπεύει όχι στις «δυσλειτουργίες» και τον «εκσυγχρονισμό» της κύρια -αυτά μπορούν να αποτελέσουν το ευνοϊκό κλίμα για μία τέτοια παρέμβαση- αλλά το μπλοκάρισμα συνολικά του σημερινού ρόλου της, σα μηχανισμού ένταξης και καταπίεσης της νεολαίας, σα μηχανισμού δημιουργίας ψεύτικης συνείδησης στη πλειοψηφία των παιδιών των εξουσιαζόμενων τάξεων. Να αναιρεί δηλαδή την αλλοτριωτική πλευρά της και να αναδείχνει την απελευθερωτική δυνατότητά της. Πρέπει να κινηθεί προς τη κατεύθυνση της εξάλειψης των δομικών αντιφάσεων που υπάρχουν στη σημερινή καπιταλιστική εκπαίδευση. Το ξεπέρασμά τους συνδέεται άμεσα με το τι είδους κοινωνία θέλουμε.
Το πρόβλημα δεν πρέπει να μπαίνει, όπως συνήθως μπαίνει, δηλαδή με τη μορφή διλήμματος: ν' αλλάξουμε πρώτα την κοινωνία και στη συνέχεια την εκπαίδευση ή να ξεκινήσουμε πρώτα απ ' την εκπαίδευση. Ο ε.μ. είναι απ' τους πιο βασικούς μηχανισμούς της υπάρχουσας κοινωνίας. Σε μια θεωρία και μια πρόταση για τη μετάβαση σε μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, πρέπει να κατέχει σημαντική θέση η θεωρία για τη δομή της εκπαίδευσης σ' αυτήν. Και όχι μόνο αυτό.
Καθώς είναι απαραίτητη η πρακτική για τη δημιουργία των σπερμάτων των δομών αυτής της κοινωνίας της μετάβασης από τώρα, έτσι είναι απαραίτητη και μια ανάλογη πρακτική για τη δημιουργία των κατευθύνσεων, που θα πάρει η εκπαίδευση από τώρα.
2) Η εκπαίδευση στα πλαίσια της μετάβασης.
Ο στρατηγικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατάργηση του σχολείου σαν «ξέχωρου σώματος», η κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και η ενσωμάτωσή της στην κοινωνική ζωή -σε ισορροπία με τη φύση - και στην παραγωγική διαδικασία, κάτω από τον έλεγχο των πολιτών και των άμεσων παραγωγών.
Αυτή η κοινωνικοποίηση της παιδείας και γενικά της μάθησης θα πετύχει πλέρια σε μια κοινωνία συνειδητή σε τέτοιο βαθμό που θα είναι πραγματικά ικανή για παιδεία χωρίς να στηρίζεται στη διαμεσολάβηση του «ειδικού» δασκάλου - καθηγητή - εκπαιδευτή. Αυτό σημαίνει ότι οι αντιθέσεις σ' αυτή την κοινωνία δε θα είναι ταξικές- ανταγωνιστικές με τη σημερινή έννοια. Θα είναι μια κοινωνία αταξική, αυτοδιευθυνόμενη σ' όλα τα επίπεδα, που η οργάνωση της θα στηρίζεται στην κοινότητα με άμεση δημοκρατία και αυτοδιαχείριση.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην περίοδο μετάβασης προς αυτή την κοινωνία. Ποιοί θα είναι οι θεσμοί στους οποίους θα στηριχτεί κατά τη περίοδο μετάβασης προς
αυτήν;
Αν θα δημιουργηθεί ο ένας ή ο άλλος θεσμός, θα εξαρτηθεί βέβαια απ' την ίδια την πολιτική αντιπαράθεση στα πλαίσια των συνελεύσεων των κοινοτήτων. Και αποκτάει μεγάλη σημασία η πάλη γύρω απ' την εκπαίδευση γιατί εδώ βρίσκεται ένα απ' τα ισχυρά οχυρά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, που θα πρέπει να ξεπερασθεί κατά τη διάρκεια της μετάβασης, αν δεν θέλουμε να ανασυνταχθεί και να ξαναγίνει κυρίαρχη.
Στη φάση της μετάβασης, σχολείο θα χρειαστεί σίγουρα. Το τι είδους σχολείο όμως είναι αποφασιστικής σημασίας. Από μέσο αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής διαστρωμάτωσης πρέπει να γίνει μέσο οικοδόμησης αταξικού ανθρώπου - κοινωνίας.
Έτσι η κατεύθυνση πρέπει να είναι το σπάσιμο του στεγανού του σχολείου και η μεταφορά της μάθησης και της μετάδοσης της γνώσης στους ίδιους τους τόπους δουλειάς, της ενεργού κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και στα συστήματα αναπαραγωγής της φύσης και των άλλων μορφών ζωής και της αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Όπως όλοι οι θεσμοί της κοινωνίας της μετάβασης, έτσι και ο θεσμός του σχολείου πρέπει να ενέχει τις συνθήκες της αυτοαναίρεσης σαν ιδιαίτερου θεσμού κάτω απ' την οπτική του «σχολείου χωρίς σχολείο» και που θα κλιμακώνεται απ' την κατώτερη προς την ανώτερη βαθμίδα.
Αυτό σημαίνει ότι σιγά - σιγά θα πετυχαίνεται και η εξαφάνιση της ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας του σπουδαστή - φοιτητή και θα αναδείχνεται ο εργαζόμενος - άμεσος παραγωγός που θα σπουδάζει και θα φοιτά όχι μόνο κατά τη «σχολική ηλικία», ή τις «σχολικές ώρες», αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του, κάτω απ' την αρχή : «η κατάλληλη ώρα για να μάθεις κάτι, είναι όταν το χρειαστείς άμεσα».
Έτσι θα αναδείχνεται όλο και περισσότερο ο «φιλόσοφος» άμεσος παραγωγός-εργαζόμενος, για τον οποίο θα είναι ανοιχτές οι πιο πλατιές προοπτικές επιστημονικής τεχνικής και κοινωνικής μόρφωσης. Βέβαια για να μπορεί κανείς να μάθει κάτι την ώρα που το χρειάζεται πρέπει να υπάρχει δίπλα του και ο κάτοχος της ανάλογης γνώσης εκείνη τη στιγμή.
Αυτός θα είναι ο εκπαιδευτής- επιστήμονας - ειδικός κ.λπ., γενικά ο φορέας της κατάλληλης εξειδικευμένης γνώσης, μαζί με όλη την αντίστοιχη και απαραίτητη υποδομή (εργαστήριο, ερευνητικό κέντρο κ.λπ.). Μ' αυτή την έννοια όμως το κύριο χαρακτηριστικό του εκπαιδευτή κ.λπ. δεν θα είναι ο ρόλος του σαν εξειδικευμένου τέτοιου, αλλά σαν άμεσου παραγωγού. Θα είναι και αυτός δίπλα στους άλλους άμεσους παραγωγούς. Η σχέση εκπαιδευτού - εκπαιδευόμενων θα είναι σχέση ανταλλαγής εμπειρίας από διαφορετικά επίπεδα.
Δεν θα συνεπάγεται καμία κοινωνική ανισότητα, καμία αυταρχικότητα, καμία εμπέδωση της «αυθεντίας» του «ειδικού» καθηγητού. Οι μεν θα μαθαίνουν απ' τους δε και ο καθένας θα κρίνεται απ' το πρακτικό αποτέλεσμα και την κοινωνική σημασία των απόψεών του στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, είτε της παραγωγής, είτε των σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, είτε των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
Σ' έ να τέτοιο σύστημα πραγματικών σχέσεων στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική ζωή, ο κοινωνικός έλεγχος απ' τους πολίτες θα είναι δυνατός και έτσι η τάση των ειδικών στο να αναδείχνονται σε ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική εξουσία, θα εξασθενίζει συνεχώς.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Σ' ένα τέτοιο σύστημα, θα μπορεί η κοινωνία να γίνεται συλλογικός κάτοχος κοινωνικά χρήσιμης γνώσης κι όχι άχρηστης ή επικίνδυνης για αυτήν, πράγμα που συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο ποσοστό, με τις εφαρμοζόμενες τεχνολογίες.
Ο εκπαιδευόμενος θα αποχτάει γνώσεις όχι πια με το σκεφτικό ότι μπορεί κάποτε να του χρειαστούν. Ο εκπαιδευτής – ειδικός θα αισθάνεται και ο ίδιος δημιουργός και συμμέτοχος κι όχι απλός «μεταδότης» γνώσεων. Έτσι η σημερινή διάσπαση της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας σιγά - σιγά θα αμβλύνεται.
Τα παραπάνω ανταποκρίνονται περισσότερο στην ανώτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, που όπως γίνεται αντιληπτό θα είναι συνεχής και έξω απ' ένα θεσμό τύπου Πανεπιστημίου. Όμως για τη ν.γ, που ακόμα δεν μπορεί να είναι άμεσος παραγωγός, θα ήταν απαραίτητο ένας ξέχωρος εκπαιδευτικός μηχανισμός με ένα πρόγραμμα σπουδών που θα οργάνωνε φυσικά έκτος των άλλων και τη συμμετοχή της ν. γ. στην ενεργό κοινωνική και οικονομική ζωή.
Η κοινωνικοποίηση-τοπικοποίηση της εκπαίδευσης κατά τη μετάβαση θα συνδέεται με το βαθμό κοινωνικοποίησης-τοπικοποίησης της οικονομίας της μετάβασης. Με το βαθμό εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας στην κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα των πολιτών. Με το βαθμό ανάπτυξης της αυτοοργάνωσης, της αυτοδιαχείρησης και της αυτοδιακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα. Με το βαθμό ανάπτυξης και διαμόρφωσης του απαιτούμενου για όλα αυτά νέου ανθρωπολογικού τύπου.
Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση από τώρα, μπορεί να τα κάνει ένα κίνημα χειραφετητικής εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς-μαθητές-φοιτητές, που θα συνδεθούν με τα ήδη υπάρχοντα εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, με τις ήδη υπάρχουσες αμεσοδημοκρατικές κοινότητες-συλλογικότητες, δρώντα κοινωνικά-οικολογικά δίκτυα, συνελεύσεις κ.λπ., ώστε να αποτελούν αυτά ήδη μέρος του «πεδίου» εκπαίδευσης.
Που θα μετατρέπουν σιγά-σιγά το υπάρχον σχολείο σε χώρο άσκησης στην αυτοδιαχείρηση και τον αυτοκαθορισμό με την σχολική κοινότητα( μαθητές, καθηγητές-δάσκαλοι, γονείς) να αποφασίζει για τα σημαντικά της σχολικής ζωής. Το ίδιο και με την πανεπιστημιακή κοινότητα για την πανεπιστημιακή ζωή και τις σπουδές.-
Περισσότερα για την κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης δείτε τα κείμενα http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/09/17.html και http://www.topikopoiisi.com/2/post/2013/04/33.html.
Περισσότερα για την κοινωνικοποιημένη οικονομία στο: http://www.topikopoiisi.com/4/post/2012/09/1.html
Πηγή