Έχουμε την υποχρέωση να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα σχετικά με την φοροδιαφυγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το καπιταλιστικό κράτος και την οικονομική εξουσία, και ας προσπαθεί η αριστερά να μας πείσει ότι αναλαμβάνοντας τα ηνία της εξουσίας θα προσπαθήσει να εξαλείψει το φαινόμενο νομοθετώντας προς την κατεύθυνση μιας δικαιότερης φορολογικής μεταρρύθμισης. Αν και καθημερινά ακούμε για το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να μας ενημερώσει για την πραγματική της φύση, χαρακτηρίζοντας την ως μια απλή δυσλειτουργία του οικονομικού συστήματος που θα μπορούσε να εξαλειφθεί αν και όταν υπάρξει πραγματική κυβερνητική βούληση, μέσω θέσπισης αυστηρών νόμων και διατάξεων που θα εξασφαλίζουν την χωρίς εξαιρέσεις εφαρμογή τους.
Η φοροδιαφυγή όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις οικονομικές πολιτικές του αστικού-δημοκρατικού κράτους και δεν αποτελεί ένα παρασιτικό φαινόμενο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα ΜΜΕ και οι φορείς εξουσίας. Η φοροδιαφυγή αποτελεί αναγκαίο παράγοντα ισορροπίας των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου. Τα πολιτικά κόμματα αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας, ουσιαστικά ως εντολοδόχοι των κυρίαρχων οικονομικών ελίτ και όχι των πολιτών, απεργάζονται τις δομές εκείνες που ευνοούν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φυσικά τη διατήρηση της εξουσίας τους. Η πάταξη της φοροδιαφυγής που επικαλούνται ποτέ δεν τους ενδιέφερε πραγματικά, γιατί πολύ απλά το μαύρο χρήμα συντελεί στην διατήρηση της ταξικής υπόστασης της κοινωνίας. Και όταν λέμε ταξική δεν συμπεριλαμβάνουμε σε αυτόν τον όρο μόνο τη κλασσική – μαρξιστικού τύπου – σύγκρουση εργατικής τάξης και πλουτοκρατίας. Με τον όρο ταξικό εννοούμε την σύγκρουση του συνόλου της κοινωνίας με την εξουσία και τις κυρίαρχες δομές της, μιλάμε για ταξικούς πόλους εξουσιαζόμενων και εξουσιαστών. Κι αυτό γιατί η υποτιθέμενη πάταξη της φοροδιαφυγής θ’ αφορά μόνο τους εξουσιαζόμενους: τους συνταξιούχους, τους υπαλλήλους όλων των κατηγοριών, τους νεόπτωχους επιστήμονες, τους νέους, τις οικογένειες, τους εργάτες ακόμα και ανήλικους που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα δικαιοπρακτική ικανότητα (π.χ. φορολόγηση ακίνητης περιουσίας χωρίς εξαιρέσεις κλπ.).
Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο ότι ο καπιταλισμός οικονομικά στηρίζεται πρωτίστως στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και έπειτα στην φοροδιαφυγή. Η φιλολογία περί σύγκρουσης κρατικής/δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας αποτελεί μύθο. Το κράτος είτε είναι «σοσιαλιστικό», είτε φιλελεύθερο, σαν κύριο στόχο έχει να εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ελίτ και ο ρόλος του είναι αποκλειστικά (ή προεχόντως – αναλόγως την πολιτικο-οικονομική συγκυρία) κατασταλτικός για το υπόλοιπο μέρος της κοινωνίας. Άλλωστε το κράτος το διαχειρίζονται πολιτικά πρόσωπα, τα οποία έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν την νομοθετική εξουσία που νέμονται, από τη μία με την ψήφιση νόμων που αυξάνουν την κερδοφορία των μονοπωλίων και του μεγάλου κεφαλαίου (τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού, εφοπλιστικού, βιομηχανικού όπου το τελευταίο επιζεί ακόμα) μειώνοντας μισθούς και ενθαρρύνοντας τις απολύσεις, ενισχύοντας επιπλέον τις χρηματοπιστωτικές οικονομίες της «φούσκας» και από την άλλη, αφήνοντας εσκεμμένα, νομικά παραθυράκια για τη δημιουργία φορολογικών παραδείσων, ώστε τελικά οι κάθε λογής κερδοσκόποι ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης μέσω μιας φορολογικής θηλιάς που πνίγει τους εργαζόμενους .
Η επικοινωνιακή πολιτική των φορέων εξουσίας προσπαθεί να πείσει τους πολίτες – υπηκόους, ότι η συλλογή φόρων είναι απαραίτητο συστατικό της λεγόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να πραγματοποιήσει έργα υποδομών, δημόσια σχολεία, δημόσια νοσοκομεία κλπ. και χρησιμοποιεί δύο συγκεκριμένες πηγές φορολόγησης για τον σκοπό αυτό: την έμμεση φορολόγηση και την άμεση φορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων. Σε πρακτικό επίπεδο, η πρώτη αφορά την φορολόγηση των αγαθών που αγοράζουμε καθημερινά από τα εμπορικά καταστήματα (η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο και πάντως η υψηλότερη στην ευρωζώνη) και η δεύτερη αφορά την φορολόγηση των ετήσιων εισοδημάτων μας. Φαινομενικά, η κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το φορολογικό της σύστημα ως δίκαιο και αρμονικά κατανεμημένο σε όλα τα στρώματα των φορολογούμενων. Στην πραγματικότητα όμως το συνολικό βάρος το επωμίζονται αποκλειστικά τα χαμηλότερα στρώματα όλων των κατηγοριών, οι υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου φορέα, οι προλεταριοποιημένοι επιστήμονες, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και τώρα τελευταία, ακόμη και οι άνεργοι. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε ότι: α) όσον αφορά την έμμεση φορολόγηση, πλούσιοι και φτωχοί πληρώνουν το ίδιο ποσό φόρων για χιλιάδες αγαθά και μάλιστα σε είδη που η κατανάλωσή τους είναι ανελαστική (δηλαδή, ένας πλούσιος, όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί να φάει 30 κιλά φαγητό την ημέρα – θα φάει απλώς καλύτερα από τον πένητα, άρα η ψαλίδα φορολόγησης μεταξύ των δύο κατηγοριών, είναι καταφανώς άδικη) και β) ότι το κατ’ αρχήν αληθές γεγονός πως μέσω της φορολόγησης το Κράτος αποκτά μια αναδιανεμητική διάσταση, αποδεικνύεται μύθος στην πράξη, όχι μόνο γιατί αυτή η αναδιανομή είναι εκ των πραγμάτων ανίκανη να επιφέρει εξίσωση εισοδημάτων, αλλά και γιατί, στις μέρες μας, η νεοφιλελεύθερη έκδοση του καπιταλισμού σάρωσε εντελώς ακόμα κι αυτόν, τον υποτυπώδη, αναδιανεμητικό χαρακτήρα του κράτους, μέσω της διάλυσης κάθε «κοινωνικού δικαιώματος» (κατάργηση αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση δημόσιας υγείας και παιδείας κλπ.).
Το «παράδοξο» είναι ότι η αυξημένη και άγρια φορολόγηση των εισοδημάτων έρχεται σε απόλυτη αντίφαση με τον σκοπό που τάχα εξυπηρετεί, δηλαδή την ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου της κοινωνίας. Έτσι, τη στιγμή που η φορολογία αυξάνεται, περικόπτονται τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα κονδύλια για την παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, οι δαπάνες για φάρμακα, οι δημόσιες επενδύσεις και τα έργα υποδομής. Επομένως η συλλογή φόρων δεν αποσκοπεί πουθενά αλλού παρά στην κάλυψη χρεών που προέρχονται από την κρατική σπατάλη και την ασυδοσία των (στην πραγματικότητα κρατικοδίαιτων) ιδιωτών.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος αναδεικνύει περίτρανα τον ταξικό του χαρακτήρα, καθώς αφήνει σχεδόν ανέγγιχτο το τραπεζικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο, το βιομηχανικό (αν και η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει αποβιομηχάνιση εδώ και πολλές δεκαετίες), το περιρρέον αεριτζίδικο κεφάλαιο και τον τζόγο, ενώ ταυτόχρονα επικαλείται τον μύθο της πάταξης φοροδιαφυγής, που τελικά το ίδιο δημιουργεί με την εσκεμμένη έλλειψη φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων. Συνεπώς, πράγματι η φορολογική θηλιά θα μπει, αλλά δεν θα φτάσει παραπάνω απ’ όλους αυτούς που κάποτε πίστεψαν ότι ο καπιταλισμός θα τους δώσει το δικαίωμα να βάλουν το δάκτυλο στο μέλι. Ο μικροαστός που χρησιμοποίησε κάθε μέσο (κενά νόμου, μέσα και γνωριμίες, απάτες, πελατειακές σχέσεις με κόμματα και Μαυρογυαλούρους, χρηματιστήρια κλπ.), για να μπορέσει κι αυτός να αισθανθεί, ότι οδηγώντας ένα τζιπ ή έχοντας εξοχικό με πισίνα, θα καταπολεμήσει την ανασφάλεια του αποδεικνύοντας στον αλλοτριωμένο τυ περίγυρο ότι καταξιώθηκε κοινωνικά και ο οποίος τώρα τα χάνει όλα το ένα μετά το άλλο, νιώθει σε κάποιο βαθμό ένοχος αλλά και τελείως ανήμπορος νακατανοήσει τι στ’ αλήθεια συνέβη και ν’ αντιδράσει. Οι πιο «υποψιασμένοι» (ή οι λιγότερο θιγμένοι…) δε από αυτούς, βλακωδώς νομίζουν, ότι «ορθώς πράττει η κυβέρνηση», ότι «το πάρτι έπρεπε κάποια στιγμή να πάρει ένα τέλος», να «μπει επιτέλους μια τάξη στο κράτος», να «γίνουμε και εμείς Γερμανοί βρε παιδί μου», να μπορέσουμε μέσω της «ανάπτυξης» που θα προέλθει από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση των πάντων και φυσικά από την φορολόγηση της κραιπάλης μας, «να παραμείνουμε Ευρωπαίοι» – μια αίσθηση που αφελώς δημιουργείται σε πολλούς από την μεγάλη (αυτ)απάτη περί αναγκαιότητα παραμονής μας στο ευρώ με κάθε τίμημα.
Οι οικονομικές ελίτ έχοντας την αμέριστη στήριξη της πολιτικής ηγεσίας, που νομοθετεί αντεργατικούς νόμους, δηλαδή το νομικό πλαίσιο για την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ευνοϊκότερες φοροαπαλλαγές, δημιουργούν μέσω των παγκόσμιων δεσμών τους δίκτυα φορολογικών παράδεισων σε μικρές χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού. Επίσης η ακόρεστη επιθυμία τους για κέρδος, τις οδηγεί σε μεγαλύτερες επενδύσεις στα παγκόσμια χρηματιστηριακά καζίνο, με αποτέλεσμα οι εθνικές οικονομίες των εκάστοτε χωρών να επιβαρύνονται επιπλέον, καθώς σχεδόν όλες τους στηρίζονται στην πορεία των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών, δημιουργώντας νέες «φούσκες» και νέα προβλήματα στα χαμηλότερα στρώματα. Την ίδια στιγμή ο φαύλος αυτός κύκλος άντλησης φόρων γιγαντώνεται, καθώς η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ πιέζουν τις κυβερνήσεις (η ελληνική είναι το πιο τραγελαφικό παράδειγμα) για άμεσα αποτελέσματα «βελτίωσης της οικονομίας», στην ουσία ονομαστικών δεικτών ανάπτυξης. Η σχέση κερδοσκοπίας και φοροδιαφυγής είναι άμεση, το ένα γεννάει το άλλο και vice versa. Επομένως εδώ κρίνεται η συνολική δομή του Νέο-φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.
Η δημοσιονομική σιδηρά πειθαρχία που επικαλούνται τα παπαγαλάκια του κατεστημένου προκειμένου τάχα να μπει άμεσα ένα τέλος στο φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αποτελεί άλλο έναν μύθο, όπως και η δημοκρατία τους, ή η δικαιοσύνη τους. Το αποτελέσματα είναι δραματικά για την κοινωνία, η οποία τελικά είναι η μόνη που πλήττεται από όλο αυτό το ληστρικό γαϊτανάκι. Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει, η μεσαία τάξη τείνει να εξαφανιστεί προς όφελος των ελίτ, οι ανασφάλιστοι και μη έχοντες πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πληθαίνουν, η ανέχεια εξαπλώνεται μετατρέποντας την «οικονομική» κρίση σε ανθρωπιστική.
Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις η οικονομική εξαθλίωση των ανθρώπων οδηγεί και στην καταστροφή βασικών δημοκρατικών και κοινωνικών αξιών. Οι πιο κατάπληκτοι και ανυποψίαστοι μετατρέπονται εύκολα σε απεγνωσμένα αγρίμια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αμφισβητώντας παγιωμένες δημοκρατικές αξίες, όπως ο σεβασμός για τον συνάνθρωπο τους και μέσα στην απελπισία τους για επιβίωση, αμφισβητούν αγώνες και δικαιώματα που κατέκτησαν οι προηγούμενες γενιές με κόπο και αίμα, στρεφόμενοι σε μορφώματα ολοκληρωτικού τύπου (βλ. την σκληροπυρηνική αντεργατική πολιτική της νεοναζιστικής Χ.Α. που με γελοία έπαρση μουσολινικού στυλ κομπάζει πως εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους Έλληνες…). Το οικονομικό ντόμινο που δημιουργεί στην κοινωνία το σχήμα κερδοσκοπία – φοροδιαφυγή αγγίζει τα όρια του τραγικού έχοντας προεκτάσεις που δεν είναι δυνατό ν’ αναλυθούν εδώ (όπως π.χ. η οικολογική καταστροφή κ.α.).
Η επιλογή είναι δική μας. Απαιτείται άμεση καταστροφή του καπιταλισμού και του ανθρωπολογικού τύπου που παράγει. Δημιουργία εναλλακτικών οικονομιών που να βασίζονται σε τοπικές πρωτοβουλίες και να στηρίζονται στην αλληλεγγύη. Άρνηση του κράτους και της ψευδο – οικονομίας του και ό,τι αυτό συνεπάγεται: αποφυγή καταβολής φόρων, μείωση της κατανάλωσης αγαθών που δεν έχουμε ανάγκη, μπλοκάρισμα των καπιταλιστικών αγορών, μη πληρωμή χαρατσιών, κλπ.
Γιατί όπως λέει και ο Κροπότκιν : «[...].η ελευθερία, η ισότητα και η πρακτική της αλληλοβοήθειας είναι το μοναδικό ουσιαστικό εμπόδιο που θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα ορισμένων από εμάς».
http://eagainst.com/articles/notaxes/
Η φοροδιαφυγή όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις οικονομικές πολιτικές του αστικού-δημοκρατικού κράτους και δεν αποτελεί ένα παρασιτικό φαινόμενο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα ΜΜΕ και οι φορείς εξουσίας. Η φοροδιαφυγή αποτελεί αναγκαίο παράγοντα ισορροπίας των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου. Τα πολιτικά κόμματα αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας, ουσιαστικά ως εντολοδόχοι των κυρίαρχων οικονομικών ελίτ και όχι των πολιτών, απεργάζονται τις δομές εκείνες που ευνοούν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φυσικά τη διατήρηση της εξουσίας τους. Η πάταξη της φοροδιαφυγής που επικαλούνται ποτέ δεν τους ενδιέφερε πραγματικά, γιατί πολύ απλά το μαύρο χρήμα συντελεί στην διατήρηση της ταξικής υπόστασης της κοινωνίας. Και όταν λέμε ταξική δεν συμπεριλαμβάνουμε σε αυτόν τον όρο μόνο τη κλασσική – μαρξιστικού τύπου – σύγκρουση εργατικής τάξης και πλουτοκρατίας. Με τον όρο ταξικό εννοούμε την σύγκρουση του συνόλου της κοινωνίας με την εξουσία και τις κυρίαρχες δομές της, μιλάμε για ταξικούς πόλους εξουσιαζόμενων και εξουσιαστών. Κι αυτό γιατί η υποτιθέμενη πάταξη της φοροδιαφυγής θ’ αφορά μόνο τους εξουσιαζόμενους: τους συνταξιούχους, τους υπαλλήλους όλων των κατηγοριών, τους νεόπτωχους επιστήμονες, τους νέους, τις οικογένειες, τους εργάτες ακόμα και ανήλικους που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα δικαιοπρακτική ικανότητα (π.χ. φορολόγηση ακίνητης περιουσίας χωρίς εξαιρέσεις κλπ.).
Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο ότι ο καπιταλισμός οικονομικά στηρίζεται πρωτίστως στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και έπειτα στην φοροδιαφυγή. Η φιλολογία περί σύγκρουσης κρατικής/δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας αποτελεί μύθο. Το κράτος είτε είναι «σοσιαλιστικό», είτε φιλελεύθερο, σαν κύριο στόχο έχει να εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ελίτ και ο ρόλος του είναι αποκλειστικά (ή προεχόντως – αναλόγως την πολιτικο-οικονομική συγκυρία) κατασταλτικός για το υπόλοιπο μέρος της κοινωνίας. Άλλωστε το κράτος το διαχειρίζονται πολιτικά πρόσωπα, τα οποία έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν την νομοθετική εξουσία που νέμονται, από τη μία με την ψήφιση νόμων που αυξάνουν την κερδοφορία των μονοπωλίων και του μεγάλου κεφαλαίου (τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού, εφοπλιστικού, βιομηχανικού όπου το τελευταίο επιζεί ακόμα) μειώνοντας μισθούς και ενθαρρύνοντας τις απολύσεις, ενισχύοντας επιπλέον τις χρηματοπιστωτικές οικονομίες της «φούσκας» και από την άλλη, αφήνοντας εσκεμμένα, νομικά παραθυράκια για τη δημιουργία φορολογικών παραδείσων, ώστε τελικά οι κάθε λογής κερδοσκόποι ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης μέσω μιας φορολογικής θηλιάς που πνίγει τους εργαζόμενους .
Η επικοινωνιακή πολιτική των φορέων εξουσίας προσπαθεί να πείσει τους πολίτες – υπηκόους, ότι η συλλογή φόρων είναι απαραίτητο συστατικό της λεγόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να πραγματοποιήσει έργα υποδομών, δημόσια σχολεία, δημόσια νοσοκομεία κλπ. και χρησιμοποιεί δύο συγκεκριμένες πηγές φορολόγησης για τον σκοπό αυτό: την έμμεση φορολόγηση και την άμεση φορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων. Σε πρακτικό επίπεδο, η πρώτη αφορά την φορολόγηση των αγαθών που αγοράζουμε καθημερινά από τα εμπορικά καταστήματα (η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο και πάντως η υψηλότερη στην ευρωζώνη) και η δεύτερη αφορά την φορολόγηση των ετήσιων εισοδημάτων μας. Φαινομενικά, η κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το φορολογικό της σύστημα ως δίκαιο και αρμονικά κατανεμημένο σε όλα τα στρώματα των φορολογούμενων. Στην πραγματικότητα όμως το συνολικό βάρος το επωμίζονται αποκλειστικά τα χαμηλότερα στρώματα όλων των κατηγοριών, οι υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου φορέα, οι προλεταριοποιημένοι επιστήμονες, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και τώρα τελευταία, ακόμη και οι άνεργοι. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε ότι: α) όσον αφορά την έμμεση φορολόγηση, πλούσιοι και φτωχοί πληρώνουν το ίδιο ποσό φόρων για χιλιάδες αγαθά και μάλιστα σε είδη που η κατανάλωσή τους είναι ανελαστική (δηλαδή, ένας πλούσιος, όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί να φάει 30 κιλά φαγητό την ημέρα – θα φάει απλώς καλύτερα από τον πένητα, άρα η ψαλίδα φορολόγησης μεταξύ των δύο κατηγοριών, είναι καταφανώς άδικη) και β) ότι το κατ’ αρχήν αληθές γεγονός πως μέσω της φορολόγησης το Κράτος αποκτά μια αναδιανεμητική διάσταση, αποδεικνύεται μύθος στην πράξη, όχι μόνο γιατί αυτή η αναδιανομή είναι εκ των πραγμάτων ανίκανη να επιφέρει εξίσωση εισοδημάτων, αλλά και γιατί, στις μέρες μας, η νεοφιλελεύθερη έκδοση του καπιταλισμού σάρωσε εντελώς ακόμα κι αυτόν, τον υποτυπώδη, αναδιανεμητικό χαρακτήρα του κράτους, μέσω της διάλυσης κάθε «κοινωνικού δικαιώματος» (κατάργηση αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση δημόσιας υγείας και παιδείας κλπ.).
Το «παράδοξο» είναι ότι η αυξημένη και άγρια φορολόγηση των εισοδημάτων έρχεται σε απόλυτη αντίφαση με τον σκοπό που τάχα εξυπηρετεί, δηλαδή την ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου της κοινωνίας. Έτσι, τη στιγμή που η φορολογία αυξάνεται, περικόπτονται τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα κονδύλια για την παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, οι δαπάνες για φάρμακα, οι δημόσιες επενδύσεις και τα έργα υποδομής. Επομένως η συλλογή φόρων δεν αποσκοπεί πουθενά αλλού παρά στην κάλυψη χρεών που προέρχονται από την κρατική σπατάλη και την ασυδοσία των (στην πραγματικότητα κρατικοδίαιτων) ιδιωτών.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος αναδεικνύει περίτρανα τον ταξικό του χαρακτήρα, καθώς αφήνει σχεδόν ανέγγιχτο το τραπεζικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο, το βιομηχανικό (αν και η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει αποβιομηχάνιση εδώ και πολλές δεκαετίες), το περιρρέον αεριτζίδικο κεφάλαιο και τον τζόγο, ενώ ταυτόχρονα επικαλείται τον μύθο της πάταξης φοροδιαφυγής, που τελικά το ίδιο δημιουργεί με την εσκεμμένη έλλειψη φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων. Συνεπώς, πράγματι η φορολογική θηλιά θα μπει, αλλά δεν θα φτάσει παραπάνω απ’ όλους αυτούς που κάποτε πίστεψαν ότι ο καπιταλισμός θα τους δώσει το δικαίωμα να βάλουν το δάκτυλο στο μέλι. Ο μικροαστός που χρησιμοποίησε κάθε μέσο (κενά νόμου, μέσα και γνωριμίες, απάτες, πελατειακές σχέσεις με κόμματα και Μαυρογυαλούρους, χρηματιστήρια κλπ.), για να μπορέσει κι αυτός να αισθανθεί, ότι οδηγώντας ένα τζιπ ή έχοντας εξοχικό με πισίνα, θα καταπολεμήσει την ανασφάλεια του αποδεικνύοντας στον αλλοτριωμένο τυ περίγυρο ότι καταξιώθηκε κοινωνικά και ο οποίος τώρα τα χάνει όλα το ένα μετά το άλλο, νιώθει σε κάποιο βαθμό ένοχος αλλά και τελείως ανήμπορος νακατανοήσει τι στ’ αλήθεια συνέβη και ν’ αντιδράσει. Οι πιο «υποψιασμένοι» (ή οι λιγότερο θιγμένοι…) δε από αυτούς, βλακωδώς νομίζουν, ότι «ορθώς πράττει η κυβέρνηση», ότι «το πάρτι έπρεπε κάποια στιγμή να πάρει ένα τέλος», να «μπει επιτέλους μια τάξη στο κράτος», να «γίνουμε και εμείς Γερμανοί βρε παιδί μου», να μπορέσουμε μέσω της «ανάπτυξης» που θα προέλθει από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση των πάντων και φυσικά από την φορολόγηση της κραιπάλης μας, «να παραμείνουμε Ευρωπαίοι» – μια αίσθηση που αφελώς δημιουργείται σε πολλούς από την μεγάλη (αυτ)απάτη περί αναγκαιότητα παραμονής μας στο ευρώ με κάθε τίμημα.
Οι οικονομικές ελίτ έχοντας την αμέριστη στήριξη της πολιτικής ηγεσίας, που νομοθετεί αντεργατικούς νόμους, δηλαδή το νομικό πλαίσιο για την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ευνοϊκότερες φοροαπαλλαγές, δημιουργούν μέσω των παγκόσμιων δεσμών τους δίκτυα φορολογικών παράδεισων σε μικρές χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού. Επίσης η ακόρεστη επιθυμία τους για κέρδος, τις οδηγεί σε μεγαλύτερες επενδύσεις στα παγκόσμια χρηματιστηριακά καζίνο, με αποτέλεσμα οι εθνικές οικονομίες των εκάστοτε χωρών να επιβαρύνονται επιπλέον, καθώς σχεδόν όλες τους στηρίζονται στην πορεία των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών, δημιουργώντας νέες «φούσκες» και νέα προβλήματα στα χαμηλότερα στρώματα. Την ίδια στιγμή ο φαύλος αυτός κύκλος άντλησης φόρων γιγαντώνεται, καθώς η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ πιέζουν τις κυβερνήσεις (η ελληνική είναι το πιο τραγελαφικό παράδειγμα) για άμεσα αποτελέσματα «βελτίωσης της οικονομίας», στην ουσία ονομαστικών δεικτών ανάπτυξης. Η σχέση κερδοσκοπίας και φοροδιαφυγής είναι άμεση, το ένα γεννάει το άλλο και vice versa. Επομένως εδώ κρίνεται η συνολική δομή του Νέο-φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.
Η δημοσιονομική σιδηρά πειθαρχία που επικαλούνται τα παπαγαλάκια του κατεστημένου προκειμένου τάχα να μπει άμεσα ένα τέλος στο φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αποτελεί άλλο έναν μύθο, όπως και η δημοκρατία τους, ή η δικαιοσύνη τους. Το αποτελέσματα είναι δραματικά για την κοινωνία, η οποία τελικά είναι η μόνη που πλήττεται από όλο αυτό το ληστρικό γαϊτανάκι. Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει, η μεσαία τάξη τείνει να εξαφανιστεί προς όφελος των ελίτ, οι ανασφάλιστοι και μη έχοντες πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πληθαίνουν, η ανέχεια εξαπλώνεται μετατρέποντας την «οικονομική» κρίση σε ανθρωπιστική.
Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις η οικονομική εξαθλίωση των ανθρώπων οδηγεί και στην καταστροφή βασικών δημοκρατικών και κοινωνικών αξιών. Οι πιο κατάπληκτοι και ανυποψίαστοι μετατρέπονται εύκολα σε απεγνωσμένα αγρίμια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αμφισβητώντας παγιωμένες δημοκρατικές αξίες, όπως ο σεβασμός για τον συνάνθρωπο τους και μέσα στην απελπισία τους για επιβίωση, αμφισβητούν αγώνες και δικαιώματα που κατέκτησαν οι προηγούμενες γενιές με κόπο και αίμα, στρεφόμενοι σε μορφώματα ολοκληρωτικού τύπου (βλ. την σκληροπυρηνική αντεργατική πολιτική της νεοναζιστικής Χ.Α. που με γελοία έπαρση μουσολινικού στυλ κομπάζει πως εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους Έλληνες…). Το οικονομικό ντόμινο που δημιουργεί στην κοινωνία το σχήμα κερδοσκοπία – φοροδιαφυγή αγγίζει τα όρια του τραγικού έχοντας προεκτάσεις που δεν είναι δυνατό ν’ αναλυθούν εδώ (όπως π.χ. η οικολογική καταστροφή κ.α.).
Η επιλογή είναι δική μας. Απαιτείται άμεση καταστροφή του καπιταλισμού και του ανθρωπολογικού τύπου που παράγει. Δημιουργία εναλλακτικών οικονομιών που να βασίζονται σε τοπικές πρωτοβουλίες και να στηρίζονται στην αλληλεγγύη. Άρνηση του κράτους και της ψευδο – οικονομίας του και ό,τι αυτό συνεπάγεται: αποφυγή καταβολής φόρων, μείωση της κατανάλωσης αγαθών που δεν έχουμε ανάγκη, μπλοκάρισμα των καπιταλιστικών αγορών, μη πληρωμή χαρατσιών, κλπ.
Γιατί όπως λέει και ο Κροπότκιν : «[...].η ελευθερία, η ισότητα και η πρακτική της αλληλοβοήθειας είναι το μοναδικό ουσιαστικό εμπόδιο που θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα ορισμένων από εμάς».
http://eagainst.com/articles/notaxes/