Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για όσους συμμετέχουν σε ναζιστικές και ρατσιστικές οργανώσεις ή αρνούνται τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις γενοκτονίες, φυλάκιση από τρεις μήνες ως και έξι χρόνια και πρόστιμο ως και 20.000 ευρώ προβλέπει νέο νομοσχέδιο που καταθέτει το υπουργείο Δικαιοσύνης στη Βουλή. Το σύνολο όλων των πολιτικών δυνάμεων, με εξαίρεση του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής (και ίσως των Ανεξάρτητων Ελλήνων) φαίνεται πως θα υπερασπιστούν τις νέες ρυθμίσεις. Αυτή είναι η απάντηση της κυβέρνησης στην έξαρση του ρατσισμού, μια παράδοξη κίνηση αν συνυπολογίσει κανείς πως το συγκεκριμένο κόμμα κρύβει μέσα στους κύκλους του ανθρώπους οι οποίοι με ευχαρίστηση δήλωναν ότι η ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή είναι αδελφές παρατάξεις, ή αν κρίνουμε τα γεγονότα με βάση τις μέχρι τώρα ενέργειές της, όπως το φιάσκο του Ξένιου Δία, την άρνηση απόδοσης ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών αλλά και την κάλυψη των ρατσιστικών επιθέσεων που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας.
Είναι φανερό ότι, πλέον, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να υιοθετήσει ένα περισσότερο Ευρωπαϊκό προφίλ επιχειρεί, κατά κάποιον τρόπο, να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί εναντίον της σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τα δημοσιεύματα μεγάλων εφημερίδων συνεχώς κάνουν λόγο για εγκληματικές συμμορίες που δρουν στο κέντρο της πρωτεύουσας και επιτίθενται σε αλλοδαπούς αδιακρίτως, είτε πρόκειται για τουρίστες είτε μετανάστες. (Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση Νοτιοκορεάτη που ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικούς, οι βασανισμοί αντιφασιστών σε αστυνομικά τμήματα και, τέλος, οι κατηγορίες του Βρετανικού BBC σχετικά με τη συνεργασία Χρυσής Αυγής και Ελληνικής Αστυνομίας). Άλλωστε, το Ελληνικό κράτος δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ του ένας φορέας εξυπηρέτησης πολιτών και εφαρμογής του νόμου στο ακέραιο κατά πρότυπο των εξορθολογισμένων αστικο«δημοκρατικών» Ευρωπαϊκών δεδομένων. Απεναντίας, από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του λειτουργούσε κυρίως σαν ένα σύστημα διεκπεραίωσης πελατειακών σχέσεων και συμφερόντων της ντόπιας ολιγαρχίας ενώ, τουλάχιστον, δεν φαίνεται να πραγματοποιεί κάποια ουσιαστική στροφή. Κάτι τέτοιο πρακτικά σημαίνει ότι ο αντιρατσιστικός νόμος θα αποτελεί την βιτρίνα μιας τρισάθλιας πραγματικότητας, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πολλές φορές οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις ακροδεξιάς βίας. Ακόμη, όμως, και αν πιστέψουμε πως η κυβέρνηση πραγματοποιεί στροφή, βάζοντας ένα τέλος στο μίζερο παρελθόν (πράγμα που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί εντός λίγων μηνών) κατά πόσο ένα τέτοιο νομοσχέδιο πραγματικά θα μπορούσε να συνεισφέρει κάτι στην αντιμετώπιση του ρατσισμού; Μπορεί η ρατσιστική βία να ελεγχθεί μέσα από αστικές νομοθεσίες ή παρόμοιες κινήσεις ή μήπως ένα τέτοιο πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες;
Είναι γνωστό ότι η ΕΛ.ΑΣ αποτελεί μια φωλιά ακροδεξιών με τη Χ.Α να λειτουργεί ως το δεξί τους χέρι και πως ο πολιτικός κόσμος εδώ και πολλά χρόνια αντί να προτείνει κάποια λύση, ή, έστω να λάβει κάποιο δραστικό μέτρο σιωπούσε συνεχώς όταν το πρόβλημα ήταν ήδη στις αρχές του, συγκαλύπτοντάς το και αγνοώντας τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει. Κάτι τέτοιο που λίγο πολύ σημαίνει πως είναι πλέον πολύ αργά για να περιμένουμε αποτελέσματα από αιφνίδιες νομοθετικές διατάξεις, τη στιγμή που όχι μόνο τα σώματα ασφαλείας αλλά και κομμάτι της κοινωνίας έχει διαβρωθεί από τις ιδέες της Χ.Α. (κάτι που μερικά χρόνια πριν θα φάνταζε αδιανόητο). Έτσι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο (ή ακόμη και κάποιο παρόμοιο λιγότερο αυστηρό) βρει σύμφωνη την πλειοψηφία των βουλευτών, κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί, ότι οι ρατσιστές θα καθίσουν στο ειδώλιο και θα πληρώσουν το τίμημα των πράξεών τους. Η ατιμωρησία των ναζιστών θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εγγυημένη, όταν πλέον έχουν γίνει γνωστές σε όλους οι κομματικές προτιμήσεις μεγάλου αριθμού αστυνομικών. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές συνθήκες από μόνες τους εξεγείρουν την ξενοφοβία, δεδομένου ότι η διάλυση του κοινωνικού ιστού σε μια περίοδο οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κατάρρευσης, καλλιεργεί τάσεις εσωστρέφειας και απομονωτισμού. Από την άλλη ο διασυρμός και η ταπείνωση μιας ολόκληρης χώρας από τα διεθνή Μ.Μ.Ε., ενθαρρύνουν όλο και περισσότερο τις πιο ακραίες εθνικιστικές φωνές. Όλα αυτά δεν μπορούν να διορθωθούν ούτε με νόμους ούτε με κοινοβουλευτικές ρυθμίσεις. Η λουμπενοποίηση της ‘δημόσιας σφαίρας’ και η έντονη στροφή προς την επιθετική ξενοφοβία είναι αδύνατο να κρυφτούν κάτω από το χαλί της πολιτικής ορθότητας, καθώς όπως έχει δείξει η εν γένει πραγματικότητα, οι αντιρατσιστικοί κώδικες στην αστική και ποινική νομοθεσία πολλών φιλελεύθερων Δυτικών κρατών που χρίζουν ιδιαίτερα καλής φήμης για τον σεβασμό τους στα δικαιώματα των μεταναστών, έχει επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα.
Στην «ανεκτική» Ολλανδία, στην πολυπολιτισμική Βρετανία όπου ο ρατσισμός (στα χαρτιά τουλάχιστον) είναι ανεπιθύμητος, στην προοδευτική Σουηδία, σε όλες αυτές οι χώρες που στην νομοθεσία τους έχουν εισάγει αυστηρούς νόμους για την πάταξη κάθε ρατσιστικής συμπεριφοράς, υπερσυντηρητικά κόμματα με ακραίες αντιμεταναστευτικές πολιτικές πλατφόρμες, όπως το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP) του Φαράτζ, και οι Αντίστοιχοι Σουηδοί Δημοκράτες βρίσκονται πλέον επίσημα στο κοινοβούλιο. Αυτό επί της ουσίας μας δείχνει ότι ο ρατσισμός, το φαντασιακό της φυλετικής ανωτερότητας και κάθε είδους μισανθρωπική ιδέα δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με την καταστολή, αλλά μόνο με την εντόπιση της ρίζας που τις γεννά, που δεν είναι άλλο παρά το ίδιο το σύστημα του ανταγωνισμού (όπου η ανισότητα εκφράζεται και ως φυλετική, ή με βάση την εθνικότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και το φύλο), η απομόνωση, οι ελλείψεις στο εκπαιδευτικό σύστημα και πολλοί άλλοι παράγοντες που δεν μπορούν να εξαλειφθούν μέσα από κυβερνητικές υπογραφές και νόμους. Πού είναι, λοιπόν, τώρα ο αντιρατσιστικός νόμος στην Βρετανία να σταματήσει την συντηρητικοποίηση και την ραγδαία άνοδο του κόμματος του Φαράτζ; Αυτή την στιγμή το UKIP που επιθυμεί περιορισμό των μεταναστών (ακόμη και για αυτούς που είναι πολίτες της Ε.Ε.), ζητά επαναφορά της θανατικής ποινής, της στρατιωτικής θητείας και της βέργας στα σχολεία, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές άγγιξε το 23%, ενώ στη Γαλλία το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν βρίσκεται πλέον την δεύτερη θέση στις σφυγμομετρήσεις.
Το δίδαγμα είναι σκληρό: η κοινωνία αν θέλει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όποιο μέτρο και αν παρθεί, τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει θα τον διαβεί. Και αν κάτι τέτοιο δεν γίνει εφικτό με τις γνωστές αστικού τύπου γραφειοκρατικές διαδικασίες, τότε ίσως μιλήσουν τα όπλα και οι βόμβες. Συνεπώς ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με τις αυταπάτες. Ας αναγνωρίσουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να εσωτερικεύσει ρατσιστικές αντιλήψεις με το χρόνο και δεν είναι μόνο η Daily Mail, η Bild, το Channel 4, το Πρώτο Θέμα, τα φασιστολόγια και η δημοσιογραφική ελίτ που μας χειραγωγούν, όπως λένε οι διάφορες λαϊκιστικές φωνές εξ αριστερών, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας προκειμένου να πετύχουμε κάτι ουσιαστικό (κοινώς, ριζωμένες ετερόνομες αντιλήψεις πρέπει να μετασχηματιστούν). Ας αποδεχτούμε, επίσης, ότι το δόγμα της πολυπολιτισμικότητας έχει και αυτό τις ενδογενείς του αδυναμίες, μια εκ των οποίων είναι η έλλειψη επαναστατικών στοιχείων εντός του, κάτι που, άλλωστε, είναι λογικό μιας και αποτελεί φιλελεύθερο πρόταγμα και όχι κληρονομιά των Μαρξιστών/αναρχικών. Άλλωστε, ο λόγος που οι τελευταίοι υπερασπίστηκαν (κι εξακολουθούν να υποστηρίζουν) τους μετανάστες οφείλεται στο ότι αναζητούσαν εργατική ενότητα προκειμένου να εναντιωθούν στον διαχωρισμό των φτωχών στρωμάτων σε γηγενείς και αλλοδαπούς. Αυτό προϋπέθετε την ανάδειξη πάνω απ’ όλα μιας άλλης ταυτότητας έναντι της εθνικής, αυτής του οικουμενικού εργάτη που υποφέρει από τους καπιταλιστές ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής. Οι σημερινοί Ευρωπαίοι αριστεροί, όμως, έχοντας παρεκκλίνει από αυτές τις θέσεις, αγνοούν το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν έρχονται στην Ευρώπη με σκοπό να ανατρέψουν το σύστημα, αλλά απεναντίας για να εργαστούν μέσα σε αυτό, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ή, και σε πολλές περιπτώσεις, επιβίωσης. Κάτω από το διευρυμένο κλίμα εσωστρέφειας που καλλιέργησε η κρίση, είναι λογικό πως το πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν θα μπορέσει να επιβιώσει καθώς η τάση κάθε εθνικής ομάδας να κλείνεται στον εαυτό της λόγω της σκλήρυνσης των ανταγωνιστικών σχέσεων και της γενικευμένης ανασφάλειας που αυτός δημιουργεί, επιφέρει συγκρούσεις, ενώ την ίδια στιγμή απουσιάζουν βασικές γέφυρες επικοινωνίας (και είναι λογικό να απουσιάζουν εφόσον η πολυπολιτισμικότητα δεν χτίστηκε πάνω σε επαναστατικές βάσεις – δεν πατά, δηλαδή, πάνω στην δημόσια σφαίρα, στην ανθρώπινη επαφή – αλλά σε καπιταλιστικές/οικονομικές). Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ένα μοντέλο δεν καθίσταται βιώσιμο τότε κάποιο άλλο θα πρέπει να βρεθεί. Διαφορετικά, την έλλειψη αντι-προταγμάτων θα εκμεταλλευτούν άμεσα οι συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες με άμεση ευκολία θα επενδύσουν στον απομονωτισμό και την ξενοφοβία, προκειμένου να αναρριχηθούν στην εξουσία μια χούφτα δημαγωγοί. Ένα νέο μοντέλο θα μπορούσε να είναι η κοινωνία των διαπολιτισμικών σχέσεων: η φιλία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας και πολιτισμικού υπόβαθρου χτίζεται μονάχα μέσω της φυσικής επαφής των ανθρώπων (που, φυσικά, προαπαιτεί την επαναδραστηριοποίηση της δημόσιας σφαίρας), κάτι που στις σύγχρονες ανταγωνιστικές κοινωνίες-φυλακές έχει αντικατασταθεί από την ιδιώτευση, την κουλτούρα των TV και PC politics και την αποθέωση του ατομικιστικού φαντασιακού.
Για να επανέλθω στο βασικό ζήτημα: η ξενοφοβία είναι μια ανοιχτή πληγή η οποία δεν θεραπεύεται κάτω από το χαλί της καλογυαλισμένης κοινοβουλευτικής υποκρισίας. Γιατρεύεται μόνο όταν χορηγείται το κατάλληλο αντίδοτο, και αυτό δεν είναι άλλο παρά η άρνηση του συμβιβασμού με την Χομπσιανή πραγματικότητα, η σταδιακή αποδόμηση των ανταγωνιστικών αξιών, η περαιτέρω εξάπλωση της πραγματικής πολιτικής δράσης μέσα από οριζόντιες κοινωνικές αντιδομές και η εγκαθίδρυση διαπολιτισμικών σχέσεων. Με λίγα λόγια, ο θάνατος του ρατσισμού ή θα αποτελέσει κοινωνικό δημιούργημα ή δεν θα υπάρξει ποτέ, κάτι που μπορεί και να σηματοδοτεί το ξεκίνημα ενός τρομακτικότατου εφιάλτη. Οι εικόνες της TV, οι βαρύγδουπες δηλώσεις και οι εντυπωσιασμοί της πολιτικής ελίτ δεν θα πρέπει να καθησυχάζουν κανέναν, ακόμη και αν στην τελική αυτός είναι ο στόχος τους.
http://eagainst.com/articles/nomos-kritikh/
Σχόλιο: Ούτε αυτόν τον νόμο θέλει να προωθήσει η Ν.Δ. Φαίνεται ότι επικράτησαν οι οπαδοί των «αδελφών παρατάξεων». Oι διαφωνίες των κυβερνητικών εταίρων είναι προσχηματικές και εκφράζουν «έναν αγώνα κυρίως εντυπώσεων», για να δείχνουν ότι διαφέρουν από τη Ν.Δ.
Είναι φανερό ότι, πλέον, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να υιοθετήσει ένα περισσότερο Ευρωπαϊκό προφίλ επιχειρεί, κατά κάποιον τρόπο, να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί εναντίον της σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τα δημοσιεύματα μεγάλων εφημερίδων συνεχώς κάνουν λόγο για εγκληματικές συμμορίες που δρουν στο κέντρο της πρωτεύουσας και επιτίθενται σε αλλοδαπούς αδιακρίτως, είτε πρόκειται για τουρίστες είτε μετανάστες. (Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση Νοτιοκορεάτη που ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικούς, οι βασανισμοί αντιφασιστών σε αστυνομικά τμήματα και, τέλος, οι κατηγορίες του Βρετανικού BBC σχετικά με τη συνεργασία Χρυσής Αυγής και Ελληνικής Αστυνομίας). Άλλωστε, το Ελληνικό κράτος δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ του ένας φορέας εξυπηρέτησης πολιτών και εφαρμογής του νόμου στο ακέραιο κατά πρότυπο των εξορθολογισμένων αστικο«δημοκρατικών» Ευρωπαϊκών δεδομένων. Απεναντίας, από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του λειτουργούσε κυρίως σαν ένα σύστημα διεκπεραίωσης πελατειακών σχέσεων και συμφερόντων της ντόπιας ολιγαρχίας ενώ, τουλάχιστον, δεν φαίνεται να πραγματοποιεί κάποια ουσιαστική στροφή. Κάτι τέτοιο πρακτικά σημαίνει ότι ο αντιρατσιστικός νόμος θα αποτελεί την βιτρίνα μιας τρισάθλιας πραγματικότητας, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πολλές φορές οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις ακροδεξιάς βίας. Ακόμη, όμως, και αν πιστέψουμε πως η κυβέρνηση πραγματοποιεί στροφή, βάζοντας ένα τέλος στο μίζερο παρελθόν (πράγμα που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί εντός λίγων μηνών) κατά πόσο ένα τέτοιο νομοσχέδιο πραγματικά θα μπορούσε να συνεισφέρει κάτι στην αντιμετώπιση του ρατσισμού; Μπορεί η ρατσιστική βία να ελεγχθεί μέσα από αστικές νομοθεσίες ή παρόμοιες κινήσεις ή μήπως ένα τέτοιο πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες;
Είναι γνωστό ότι η ΕΛ.ΑΣ αποτελεί μια φωλιά ακροδεξιών με τη Χ.Α να λειτουργεί ως το δεξί τους χέρι και πως ο πολιτικός κόσμος εδώ και πολλά χρόνια αντί να προτείνει κάποια λύση, ή, έστω να λάβει κάποιο δραστικό μέτρο σιωπούσε συνεχώς όταν το πρόβλημα ήταν ήδη στις αρχές του, συγκαλύπτοντάς το και αγνοώντας τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει. Κάτι τέτοιο που λίγο πολύ σημαίνει πως είναι πλέον πολύ αργά για να περιμένουμε αποτελέσματα από αιφνίδιες νομοθετικές διατάξεις, τη στιγμή που όχι μόνο τα σώματα ασφαλείας αλλά και κομμάτι της κοινωνίας έχει διαβρωθεί από τις ιδέες της Χ.Α. (κάτι που μερικά χρόνια πριν θα φάνταζε αδιανόητο). Έτσι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο (ή ακόμη και κάποιο παρόμοιο λιγότερο αυστηρό) βρει σύμφωνη την πλειοψηφία των βουλευτών, κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί, ότι οι ρατσιστές θα καθίσουν στο ειδώλιο και θα πληρώσουν το τίμημα των πράξεών τους. Η ατιμωρησία των ναζιστών θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εγγυημένη, όταν πλέον έχουν γίνει γνωστές σε όλους οι κομματικές προτιμήσεις μεγάλου αριθμού αστυνομικών. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές συνθήκες από μόνες τους εξεγείρουν την ξενοφοβία, δεδομένου ότι η διάλυση του κοινωνικού ιστού σε μια περίοδο οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κατάρρευσης, καλλιεργεί τάσεις εσωστρέφειας και απομονωτισμού. Από την άλλη ο διασυρμός και η ταπείνωση μιας ολόκληρης χώρας από τα διεθνή Μ.Μ.Ε., ενθαρρύνουν όλο και περισσότερο τις πιο ακραίες εθνικιστικές φωνές. Όλα αυτά δεν μπορούν να διορθωθούν ούτε με νόμους ούτε με κοινοβουλευτικές ρυθμίσεις. Η λουμπενοποίηση της ‘δημόσιας σφαίρας’ και η έντονη στροφή προς την επιθετική ξενοφοβία είναι αδύνατο να κρυφτούν κάτω από το χαλί της πολιτικής ορθότητας, καθώς όπως έχει δείξει η εν γένει πραγματικότητα, οι αντιρατσιστικοί κώδικες στην αστική και ποινική νομοθεσία πολλών φιλελεύθερων Δυτικών κρατών που χρίζουν ιδιαίτερα καλής φήμης για τον σεβασμό τους στα δικαιώματα των μεταναστών, έχει επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα.
Στην «ανεκτική» Ολλανδία, στην πολυπολιτισμική Βρετανία όπου ο ρατσισμός (στα χαρτιά τουλάχιστον) είναι ανεπιθύμητος, στην προοδευτική Σουηδία, σε όλες αυτές οι χώρες που στην νομοθεσία τους έχουν εισάγει αυστηρούς νόμους για την πάταξη κάθε ρατσιστικής συμπεριφοράς, υπερσυντηρητικά κόμματα με ακραίες αντιμεταναστευτικές πολιτικές πλατφόρμες, όπως το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP) του Φαράτζ, και οι Αντίστοιχοι Σουηδοί Δημοκράτες βρίσκονται πλέον επίσημα στο κοινοβούλιο. Αυτό επί της ουσίας μας δείχνει ότι ο ρατσισμός, το φαντασιακό της φυλετικής ανωτερότητας και κάθε είδους μισανθρωπική ιδέα δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με την καταστολή, αλλά μόνο με την εντόπιση της ρίζας που τις γεννά, που δεν είναι άλλο παρά το ίδιο το σύστημα του ανταγωνισμού (όπου η ανισότητα εκφράζεται και ως φυλετική, ή με βάση την εθνικότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και το φύλο), η απομόνωση, οι ελλείψεις στο εκπαιδευτικό σύστημα και πολλοί άλλοι παράγοντες που δεν μπορούν να εξαλειφθούν μέσα από κυβερνητικές υπογραφές και νόμους. Πού είναι, λοιπόν, τώρα ο αντιρατσιστικός νόμος στην Βρετανία να σταματήσει την συντηρητικοποίηση και την ραγδαία άνοδο του κόμματος του Φαράτζ; Αυτή την στιγμή το UKIP που επιθυμεί περιορισμό των μεταναστών (ακόμη και για αυτούς που είναι πολίτες της Ε.Ε.), ζητά επαναφορά της θανατικής ποινής, της στρατιωτικής θητείας και της βέργας στα σχολεία, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές άγγιξε το 23%, ενώ στη Γαλλία το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν βρίσκεται πλέον την δεύτερη θέση στις σφυγμομετρήσεις.
Το δίδαγμα είναι σκληρό: η κοινωνία αν θέλει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όποιο μέτρο και αν παρθεί, τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει θα τον διαβεί. Και αν κάτι τέτοιο δεν γίνει εφικτό με τις γνωστές αστικού τύπου γραφειοκρατικές διαδικασίες, τότε ίσως μιλήσουν τα όπλα και οι βόμβες. Συνεπώς ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με τις αυταπάτες. Ας αναγνωρίσουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να εσωτερικεύσει ρατσιστικές αντιλήψεις με το χρόνο και δεν είναι μόνο η Daily Mail, η Bild, το Channel 4, το Πρώτο Θέμα, τα φασιστολόγια και η δημοσιογραφική ελίτ που μας χειραγωγούν, όπως λένε οι διάφορες λαϊκιστικές φωνές εξ αριστερών, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας προκειμένου να πετύχουμε κάτι ουσιαστικό (κοινώς, ριζωμένες ετερόνομες αντιλήψεις πρέπει να μετασχηματιστούν). Ας αποδεχτούμε, επίσης, ότι το δόγμα της πολυπολιτισμικότητας έχει και αυτό τις ενδογενείς του αδυναμίες, μια εκ των οποίων είναι η έλλειψη επαναστατικών στοιχείων εντός του, κάτι που, άλλωστε, είναι λογικό μιας και αποτελεί φιλελεύθερο πρόταγμα και όχι κληρονομιά των Μαρξιστών/αναρχικών. Άλλωστε, ο λόγος που οι τελευταίοι υπερασπίστηκαν (κι εξακολουθούν να υποστηρίζουν) τους μετανάστες οφείλεται στο ότι αναζητούσαν εργατική ενότητα προκειμένου να εναντιωθούν στον διαχωρισμό των φτωχών στρωμάτων σε γηγενείς και αλλοδαπούς. Αυτό προϋπέθετε την ανάδειξη πάνω απ’ όλα μιας άλλης ταυτότητας έναντι της εθνικής, αυτής του οικουμενικού εργάτη που υποφέρει από τους καπιταλιστές ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής. Οι σημερινοί Ευρωπαίοι αριστεροί, όμως, έχοντας παρεκκλίνει από αυτές τις θέσεις, αγνοούν το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν έρχονται στην Ευρώπη με σκοπό να ανατρέψουν το σύστημα, αλλά απεναντίας για να εργαστούν μέσα σε αυτό, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ή, και σε πολλές περιπτώσεις, επιβίωσης. Κάτω από το διευρυμένο κλίμα εσωστρέφειας που καλλιέργησε η κρίση, είναι λογικό πως το πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν θα μπορέσει να επιβιώσει καθώς η τάση κάθε εθνικής ομάδας να κλείνεται στον εαυτό της λόγω της σκλήρυνσης των ανταγωνιστικών σχέσεων και της γενικευμένης ανασφάλειας που αυτός δημιουργεί, επιφέρει συγκρούσεις, ενώ την ίδια στιγμή απουσιάζουν βασικές γέφυρες επικοινωνίας (και είναι λογικό να απουσιάζουν εφόσον η πολυπολιτισμικότητα δεν χτίστηκε πάνω σε επαναστατικές βάσεις – δεν πατά, δηλαδή, πάνω στην δημόσια σφαίρα, στην ανθρώπινη επαφή – αλλά σε καπιταλιστικές/οικονομικές). Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ένα μοντέλο δεν καθίσταται βιώσιμο τότε κάποιο άλλο θα πρέπει να βρεθεί. Διαφορετικά, την έλλειψη αντι-προταγμάτων θα εκμεταλλευτούν άμεσα οι συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες με άμεση ευκολία θα επενδύσουν στον απομονωτισμό και την ξενοφοβία, προκειμένου να αναρριχηθούν στην εξουσία μια χούφτα δημαγωγοί. Ένα νέο μοντέλο θα μπορούσε να είναι η κοινωνία των διαπολιτισμικών σχέσεων: η φιλία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας και πολιτισμικού υπόβαθρου χτίζεται μονάχα μέσω της φυσικής επαφής των ανθρώπων (που, φυσικά, προαπαιτεί την επαναδραστηριοποίηση της δημόσιας σφαίρας), κάτι που στις σύγχρονες ανταγωνιστικές κοινωνίες-φυλακές έχει αντικατασταθεί από την ιδιώτευση, την κουλτούρα των TV και PC politics και την αποθέωση του ατομικιστικού φαντασιακού.
Για να επανέλθω στο βασικό ζήτημα: η ξενοφοβία είναι μια ανοιχτή πληγή η οποία δεν θεραπεύεται κάτω από το χαλί της καλογυαλισμένης κοινοβουλευτικής υποκρισίας. Γιατρεύεται μόνο όταν χορηγείται το κατάλληλο αντίδοτο, και αυτό δεν είναι άλλο παρά η άρνηση του συμβιβασμού με την Χομπσιανή πραγματικότητα, η σταδιακή αποδόμηση των ανταγωνιστικών αξιών, η περαιτέρω εξάπλωση της πραγματικής πολιτικής δράσης μέσα από οριζόντιες κοινωνικές αντιδομές και η εγκαθίδρυση διαπολιτισμικών σχέσεων. Με λίγα λόγια, ο θάνατος του ρατσισμού ή θα αποτελέσει κοινωνικό δημιούργημα ή δεν θα υπάρξει ποτέ, κάτι που μπορεί και να σηματοδοτεί το ξεκίνημα ενός τρομακτικότατου εφιάλτη. Οι εικόνες της TV, οι βαρύγδουπες δηλώσεις και οι εντυπωσιασμοί της πολιτικής ελίτ δεν θα πρέπει να καθησυχάζουν κανέναν, ακόμη και αν στην τελική αυτός είναι ο στόχος τους.
http://eagainst.com/articles/nomos-kritikh/
Σχόλιο: Ούτε αυτόν τον νόμο θέλει να προωθήσει η Ν.Δ. Φαίνεται ότι επικράτησαν οι οπαδοί των «αδελφών παρατάξεων». Oι διαφωνίες των κυβερνητικών εταίρων είναι προσχηματικές και εκφράζουν «έναν αγώνα κυρίως εντυπώσεων», για να δείχνουν ότι διαφέρουν από τη Ν.Δ.